ΣΤΕΡΕΟΣΚΟΠΙΚΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ Η προοπτική εικόνα, είναι, όπως είναι γνωστό, η προβολή ενός χωρικού αντικειμένου, σε ένα επίπεδο, με κέντρο προβολής, το μάτι του παρατηρητή. Η εικόνα αυτή, θεωρούμε ότι αντιστοιχεί στην εικόνα που βλέπουμε από το συγκεκριμένο σημείο οράσεως και μέσω αυτής, έχουμε μία αντίληψη του χωρικού αντικειμένου, χωρίς όμως να αναπαράγεται απόλυτα η αίσθηση του βάθους. Στην φυσική διόφθαλμη όραση, κατά την παρατήρηση ενός αντικειμένου, σε κάθε μάτι, αντιστοιχεί διαφορετική εικόνα του αντικειμένου. Από την σύνθεση αυτών των δύο διαφορετικών εικόνων προκύπτει η αίσθηση του βάθους. Θα αναφέρουμε ένα απλό παράδειγμα. Εάν προσπαθήσουμε, έχοντας το ένα μάτι κλειστό, να περάσουμε μία κλωστή μέσα από την τρύπα μιας βελόνας, θα παρατηρήσουμε ότι, ενώ φαίνεται ότι η κλωστή είναι μπροστά στην τρύπα της βελόνας, στην πραγματικότητα αυτό δεν συμβαίνει. Για την δημιουργία της αντίληψης του βάθους, δεν επαρκεί η εικόνα που προκύπτει από το ένα μάτι. Χρειάζεται να έχουμε τις εικόνες από δύο σημεία οράσεως, τα δύο μάτια, τα οποία απέχουν μεταξύ τους, από 6,2 έως 6,7 cm. Οι στερεοσκοπικές εικόνες, είναι οι απεικονίσεις των χωρικών αντικειμένων, οι οποίες προκύπτουν, από την σύνθεση δύο προοπτικών εικόνων του ίδιου αντικειμένου, από δύο διαφορετικά σημεία οράσεως, τα οποία είναι τα δύο μάτια, με το ακόλουθο σκεπτικό: Θεωρούμε δύο σημεία οράσεως Ο1 και Ο2, τα οποία απέχουν μεταξύ τους απόσταση ίση με την απόσταση των ματιών, και έστω ΑΒ, τυχόν κατακόρυφο ευθύγραμμο τμήμα. (Σχ.1). Εάν προβάλουμε το ΑΒ από τα σημεία Ο1 και Ο2 επάνω στο επίπεδο Ε, θα προκύψουν αντίστοιχα, τα Α1Β και Α2Β, που είναι οι προοπτικές εικόνες του ΑΒ από τα δύο διαφορετικά σημεία οράσεως. Εάν εξασφαλίσουμε ότι από το σημείο οράσεως Ο1, βλέπουμε μόνο το Α1Β, και από το Ο2, βλέπουμε μόνο το Α2Β, τότε, από τα δύο ταυτόχρονα σημεία οράσεως θα βλέπουμε το ΑΒ στον χώρο. 51 Σχήμα 1
Για να εξασφαλίσουμε ότι από κάθε σημείο οράσεως βλέπουμε διαφορετική εικόνα, χρωματίζουμε τα ευθύγραμμα τμήματα Α1Β και Α2 Β με διαφορετικό χρώμα, για παράδειγμα μπλε και κόκκινο και χρησιμοποιούμε κατάλληλα γυαλιά με φίλτρα για τα συγκεκριμένα χρώματα. Όταν βλέπουμε τα διάφορα χρώματα, αυτό που στην ουσία βλέπουμε είναι οι διαφορές. Δηλαδή εάν σε ένα κόκκινο περιβάλλον σχεδιάσουμε κάτι με κόκκινο χρώμα, δεν θα βλέπουμε τίποτα. Έτσι, εάν στο σημείο οράσεως Ο1, βάλουμε ένα κόκκινο φίλτρο, τότε από το Ο1 φαίνεται μόνο το Α1Β που είναι μπλε. Αντίστοιχα, μέσα από ένα μπλε φίλτρο στο Ο2 θα βλέπουμε το Α2Β, που είναι κόκκινο. Εάν τα σχήματα σχεδιαστούν σε μαύρο φόντο, τότε, τα φίλτρα θα πρέπει να τοποθετηθούν αντίστροφα. Παρατηρώντας, μέσα από τα φίλτρα, από τα σημεία οράσεως Οι και Ο2 τα δύο χρωματισμένα ευθύγραμμα τμήματα, δημιουργείται η εντύπωση του ΑΒ στο χώρο. ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ Στο σχήμα 1, έχουμε θεωρήσει τα δύο σημεία οράσεως Ο1 και Ο2, και το κατακόρυφο τμήμα ΑΒ. Η οπτική ακτίνα Ο1Α, συναντά το επίπεδο Ε (επίπεδο του πίνακα), στο σημείο Α1, δηλαδή το σημείο τομής της με την προβολή της, Ο1 Β. Το τρίγωνο Ο1Ο1 Α1, κατασκευάζεται σε κατάκλιση, λαμβάνοντας κάθετα προς τηνο1 Β τα μεγέθη Ο1 Ο1ο = Ο1Ο1 = z και Α1οΒ=ΑΒ=z1. Από την τομή της Ο1 Β και Ο1οΒ, προκύπτει το σημείο Α1. Για να κατασκευάσουμε το Α2, θα μπορούσαμε να ακολουθήσουμε την ίδια διαδικασία, αλλά, επειδή το Ο1Ο2 είναι παράλληλο προς το επίπεδο Ε, δεδομένου ότι τα δύο σημεία οράσεως έχουν ίσες αποστάσεις από αυτό, το επίπεδο που ορίζεται από το Ο1Ο2 και το Α, τέμνει το επίπεδο Ε κατά ευθεία παράλληλη προς το Ο1Ο2. Συνεπώς Α1Α2//Ο1Ο2//Ο1 Ο2. Επομένως το Α2 προκύπτει σαν τομή της Ο2 Β με την παράλληλη προς το Ο1Ό2 που διέρχεται από το Α1. (Σχ. 1) Σχήμα 2 52
Στα σχήματα 2 και 3, έχουν κατασκευαστεί, οι προοπτικές εικόνες ενός ορθού τριγωνικού πρίσματος, που εδράζεται στο επίπεδο του πίνακα, με σημεία οράσεως τα Ο1 και Ο2. Αρχικά, κατασκευάζεται η εικόνα Α1, της κορυφής Α, του πρίσματος, από το σημείο οράσεως Ο1, όπως περιγράφεται προηγουμένως. Οι εικόνες Β1 και Γ1, των κορυφών Β και Γ του πρίσματος, εφόσον το ΑΒΓ είναι οριζόντιο (τα Β και Γ, έχουν ίδια υψόμετρα με το Α), ανήκουν στις προβολές των αντιστοίχων οπτικών ακτίνων, αλλά και στις παράλληλες από το Α1 προς τις πλευρές του τριγώνου ΑΒΓ. Την προοπτική εικόνα του πρίσματος που προέκυψε από το σημείο Ο1, την χρωματίζουμε με μπλε χρώμα. Στην συνέχεια κατασκευάζουμε την προοπτική εικόνα του πρίσματος από το σημείο οράσεως Ο2, λαμβάνοντας υπόψη ότι τα ευθύγραμμα τμήματα Α1Α2, Β1Β2 και Γ1Γ2 θα είναι παράλληλα προ; Το Ο1Ό2. Σχήμα 3 Στο ίδιο αποτέλεσμα θα καταλήγαμε, εάν χρησιμοποιούσαμε το σύστημα Monge, ταυτίζοντας το οριζόντιο επίπεδο Ε1 με το επίπεδο του πίνακα. Έτσι,για την κατασκευή των δύο προοπτικών εικόνων του πρίσματος του προηγουμένου παραδείγματος, από τα σημεία οράσεως Ο1(Ο1,Ο1 ) και Ο2(Ο2,Ο2 ), προβάλλουμε τις κορυφές του πρίσματος και βρίσκουμε τα πρώτα ίχνη αυτών των οπτικών ακτίνων. (Σχ. 4) Σχήμα 4 53
Επίσης εντελώς αντίστοιχη είναι και η κατασκευή του στερεοσκοπικού, με τις γνωστές μεθόδους της προοπτικής. Σχήμα 5. Για να έχουμε το ίδιο αντικείμενο με τα προηγούμενα παραδείγματα, θεωρούμε πάλι το πρίσμα να εδράζεται στο επίπεδο του πίνακα, με το τρίγωνο αβγ, το οποίο θα προβάλλεται σε ένα οριζόντιο επίπεδο στο ευθύγραμμο τμήμα α β γ. Αντίστοιχα, η άλλη βάση του, θα προβάλλεται στο Α Β Γ. Με δεδομένο το ύψος του ορίζοντα και των υψομέτρων των ακμών του πρίσματος, κατασκευάζουμε τις δύο προοπτικές εικόνες από τα σημεία οράσεως Ο1 και Ο2. (Σχήμα 5) Σχήμα 5 54
55
56