Ψυχικές Μεταβάσεις Αλλαγές Αντικειμένου και Ψυχικές Αναδομήσεις: οι Κίνδυνοι της Ψυχικής Μετάβασης Χρήστος Ζερβής Στo πλαίσιο της ψυχαναλυτικής θεωρίας, και ξεκινώντας από τον Freud, το αντικείμενο της ενόρμησης, όπως ορίστηκε από την ψυχαναλυτική οπτική, διατηρήθηκε πάντα σε μια αμφισημία όσον αφορά το πόσο καθορισμένο είναι κατά τη διάρκεια της ψυχοσεξουαλικής εξέλιξης, κάτι το οποίο συνεχίζει να τροφοδοτεί ένα διάλογο, που κάποιες φορές παίρνει τον χαρακτήρα μιας πολεμικής, ανάμεσα στη σχολή της θεωρίας των ενορμήσεων και αυτήν των αντικειμενοτρόπων σχέσεων. Έτσι, αν το αντικείμενο της ενόρμησης αναγνωρίζεται ως «συγκεκριμένο», με την έννοια αυτού «μέσα από το οποίο η ενόρμηση μπορεί να φθάσει στον σκοπό της» (Freud, 1915, σ.122), ταυτοχρόνως το αντικείμενο είναι το πιο συγκυριακό συστατικό της ικανοποίησης, με την έννοια ότι είναι «στην ενόρμηση το στοιχείο το πιο μεταβλητό, δεν συνδέεται με αυτήν από προελεύσεως αλλά έρχεται να συνδεθεί με αυτήν ανάλογα με την ικανότητά του να επιτρέπει την ικανοποίηση» (Ibid). Όμως, ανεξάρτητα από την αντίληψη όσον αφορά την προέλευσή του, παραμένει αποδεκτό για την ψυχαναλυτική οπτική ότι, στο πλαίσιο της ψυχοσεξουαλικής εξέλιξης, το αντικείμενο της ενόρμησης αλλάζει συνεχώς. Ο Freud γράφει ότι «ένα χαρακτηριστικό της λίμπιντο, που είναι σημαντική στη ζωή είναι η κινητικότητά της, η ευκολία με την οποία περνά από το ένα αντικείμενο στο άλλο. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με την καθήλωση της λίμπιντο σε συγκεκριμένα αντικείμενα, η οποία συχνά επιμένει κατά τη διάρκεια της ζωής» (Freud, 1940, σ. 33). Υιοθετώντας μια συνθετική άποψη, ανάμεσα στη θεωρία των ενορμήσεων και αυτήν των αντικειμένοτρόπων σχέσεων (κάτι το οποίο τείνει να επικρατήσει και στην ψυχαναλυτική βιβλιογραφία), αντιλαμβανόμαστε ότι οι μεταβάσεις, από ένα αντικείμενο σε κάποιο άλλο, καθορίζονται αφενός από εσωτερικούς παράγοντες, οι οποίοι απορρέουν από εξελικτικά στάδια και επηρεάζονται, εκτός των άλλων, από σωματικές πηγές ενορμητικής δραστηριότητας (για
παράδειγμα, ανάδυση γενετήσιας ενορμητικής ενέργειας στην εφηβεία). Διευρύνοντας την οπτική αντίληψης των εν λόγω σωματοψυχικών αλλαγών, φυσικά πρέπει να εντάξουμε σε αυτές και σωματικές αλλαγές που αφορούν την πέραν της εφηβείας εξέλιξη του σώματος, και που μπορεί να περιλαμβάνουν χαρακτηριστικά έκπτωσης του σώματος, όπως στη γήρανση ή στην σωματική ασθένεια, και οι οποίες, φυσικά, επηρεάζουν το ψυχικό όργανο. Η αλλαγή αντικειμένου καθορίζεται αφετέρου και από εξωτερικά στοιχεία, εμπειριών, «φυσιολογικών» ή τραυματικών, και «προτεινόμενων» στην ενόρμηση αντικειμένων, στο πλαίσιο της διαλεκτικής ανάμεσα στο εσωτερικό και στο εξωτερικό, που καθορίζει την επιλογή του αντικειμένου. Η πορεία της εξέλιξης της σκέψης του Freud, όσον αφορά την αρχιτεκτονική των μεταθέσεων της λιμπιντινικής επένδυσης, ακολούθησε διάφορα μονοπάτια, πάντα με βάση το πρότυπο της αμοιβάδας, από την οποία εκφύονται περιοδικά ψευδοπόδια : από το αντικείμενο της αυτοσυντήρησης που γίνεται αντικείμενο της σεξουαλικότητας, στο ναρκισσιστικό αντικείμενο που ακολουθείται από την αντικειμενότροπο επιλογή ή στην αντίστροφη πορεία από την αντικειμενότροπο επιλογή εκ μέρους του Εκείνο στη δευτερογενή επένδυση του Εγώ ως αντικείμενο, από το μερικό στο ολικό αντικείμενο, για να αναφέρουμε κάποιες από τις διαδρομές. Οι εν λόγω μετακινήσεις της λίμπιντο, όσον αφορά το επενδυμένο κάθε φορά αντικείμενο, ισοδυναμούν και με αλλαγές στο επίπεδο της εσωτερικής ψυχικής συγκρότησης, που αντιστοιχεί σε εξέλιξη της ψυχικής δομής του ατόμου. Τοποθετώντας το θέμα ο Freud σε ένα βασικό επίπεδο ψυχικής οργάνωσης διευκρινίζει ότι ήδη από την αρχή της ψυχικής εξέλιξης το Εγώ καθορίζεται από την ερωτική δραστηριότητα, αυτό-ερωτική ή αντικειμενοτρόπο: «Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η λίμπιντο έχει σωματικές πηγές, ότι συρρέει στο Εγώ από διάφορα όργανα και μέρη του σώματος» (Freud, 1940, σ. 33). Επί πλέον αναγνωρίζεται ότι η ταύτιση, με ό,τι αυτή συνεπάγεται ως μεταμόρφωση του Εγώ, είναι μια πρώιμη μορφή επιλογής αντικειμένου. Και στη συνέχεια όμως της ψυχοσεξουαλικής εξέλιξης η επιλογή αντικειμένου μπορεί να παλινδρομήσει ως μηχανισμός σε αυτόν της ταύτισης: «μπορεί επίσης να υπάρξει ταύτιση με το ίδιο πρόσωπο που υπήρξε σεξουαλικό αντικείμενο, να μεταμορφωθεί το Εγώ με βάση αυτό το πρόσωπο έτσι ώστε εδώ η επιλογή αντικειμένου παλινδρομεί σαν να ήταν ταύτιση) (Freud, 1933, σ. 33). Η αναδόμηση του Εγώ με βάση τον τύπο της ενορμητικής δραστηριότητας και την επιλογή αντικειμένου είναι επίσης εμφανής αν αναφερθεί η στήριξη της
σεξουαλικότητας επί της αυτοσυντήρησης και τα διάφορα στάδια στα οποία η πρώτη εμπλέκεται. Το πένθος επί των αντικειμένων που χάνονται ή εγκαταλείπονται, στο πλαίσιο της ψυχικής πορείας του ατόμου, επίσης εμπλουτίζει το Εγώ μέσω των εσωτερικεύσεων που αυτό το πένθος ευνοεί. Υπό μια σφαιρικότερη οπτική γωνία επίσης, οι αλλαγές αντικειμένου ισοδυναμούν με προοδευτικά μεγαλύτερη ψυχική απαρτίωση, η οποία συνδυάζεται με μεγαλύτερη και «αντικειμενικότερη» σχέση του Εγώ με την εξωτερική πραγματικότητα. Όλα αυτά συνεπάγονται μεγαλύτερη ψυχική πολυπλοκότητα και ψυχική ανθεκτικότητα απέναντι στην εξωτερική ματαίωση. Τα αντικείμενα που αντιστοιχούσαν στις μερικές ενορμήσεις της αρχικής αυτόερωτικής φάσης, τα οποία ήταν αντικείμενα που βρίσκονταν επάνω στο σώμα του ιδίου του παιδιού, θα δώσουν στη συνέχεια τη θέση τους σε εξωτερικά σεξουαλικά αντικείμενα, καθώς οι μερικές ενορμήσεις τίθενται υπό την αιγίδα του γενετησίου που συνεπάγεται και αναπαραγωγικές δυνατότητες (Freud, 1905, σ. 197). Η Μ. Klein από την πλευρά της θα μιλήσει για την κατάκτηση ενός απαρτιωμένου αντικειμένου στη συνέχεια της καταθλιπτικής φάσης (Klein, 1935) ενώ ο D.W. Winnicot, αναφερόμενος στην αυγή της διαφοροποιημένης ψυχικής ζωής απέναντι στη μητέρα, θα μιλήσει για πέρασμα από ένα αντικείμενο του οποίου η σύλληψη είναι υποκειμενική σε ένα αντικειμενικά αντιληπτό αντικείμενο («from a relationship to a subjectively conceived object to a relationship to an object objectively perceived») (Winnicott, 1960, σ. 590). Η αναγνώριση στο αντικείμενο όλων των προαναφερθεισών διαστάσεων, που υπεισέρχονται υπό φυσιολογικές συνθήκες στην ψυχοσεξουαλική εξέλιξη, εντάσσεται και στην αναζητούμενη ευεργετική επίδραση της ψυχαναλυτικής πράξης. Ταυτοχρόνως, η κλινική πράξη δείχνει ότι στις φάσεις περάσματος από ένα τύπο αντικειμένου σε έναν άλλο, και δεδομένης της αμφιθυμίας που μπορεί να προκύψει απέναντι στην «εγκατάλειψη» ενός τύπου αντικειμένου (η οποία μπορεί να ενισχυθεί από προηγούμενες καθηλώσεις) και της αβεβαιότητας της επιτυχίας υιοθέτησης ενός νέου τύπου αντικειμένου, μπορεί να υπάρξουν αντικειμενότροπα «χάσματα», κατάσταση που θα μπορούσε να τολμήσει κάποιος να χαρακτηρίσει ως «χωρίς αντικείμενο». Οι ψυχικές αντιδράσεις που συνήθως συνοδεύουν μια τέτοια κατάσταση είναι ένα έντονο, συχνά αποδιοργανωτικό άγχος, που μπορεί να οδηγήσει σε ναρκισσιστική αναδίπλωση ή αγωνιώδη αγκίστρωση στο προηγούμενο αντικείμενο που
πρέπει να εγκαταλειφθεί. Όταν το ψυχικό υπόβαθρο είναι εύθραυστο μπορεί να κινητοποιηθούν ψυχωτικού τύπου ψυχικές άμυνες. Ο Freud ήδη είχε θεωρήσει ότι υπάρχει για το άτομο μια πρότυπη ψυχική κατάσταση χωρίς αντικείμενο, αυτή της γέννησης, και αποτέλεσμα αυτής είναι το άγχος της γέννησης: «Στη γέννηση δεν υπήρχε αντικείμενο και κανένα αντικείμενο δεν μπορούσε να χαθεί. Το άγχος ήταν η μόνη αντίδραση που λάμβανε χώρα» (Freud, 1926, σ. 170). Με αυτήν παραλλήλισε άλλες ψυχικές καταστάσεις, πιο όψιμες στην ψυχοσεξουαλική εξέλιξη, απώλειας ή αίσθησης απώλειας του αντικειμένου. Στην ίδια γραμμή σκέψης και στο πλαίσιο της λογικής της κινητικότητας της λίμπιντο, ο Freud ενθάρρυνε την αντίληψη ότι η ενόρμηση και το αντικείμενο είναι συγκυριακά συνδεδεμένα μεταξύ τους, έτσι ώστε να θεωρεί πιθανό ότι αρχικά η ενόρμηση ήταν ανεξάρτητη του αντικειμένου της («Der Geschlechtstrieb ist wahrscheinlich zunächst unabhängig von seinem Objekt». Φαίνεται όμως να συνδέει το «φυσιολογικό» με τη σταθερότητα του αντικειμένου (προφανώς όχι για την περίπτωση της φυσιολογικής ενορμητικής μετακίνησης στο πλαίσιο των σταδίων της ψυχοσεξουαλικής εξέλιξης αλλά για το εσωτερικό των σταδίων) ενώ αποδίδει σε «μη φυσιολογικές» ψυχικές καταστάσεις την χαλαρή σχέση της ενόρμησης με κάποιο αντικείμενο, προφανώς αναγνωρίζοντας έναν αποσταθεροποιητικό χαρακτήρα στην εύκολη μετακίνηση της ενόρμησης από αντικείμενο σε αντικείμενο και πολύ περισσότερο στην απουσία αντικειμένου (Freud, 1905, S.E., σ. 148, G.W, V, σ. 46). Η απουσία αντικειμένου φαίνεται να αναγνωρίζεται ως ιδιαιτέρως αποσταθεροποιητικός παράγοντας και στην περισσότερο πρόσφατη ψυχαναλυτική βιβλιογραφία. Μια ανάλογη κατάσταση, ως από-επένδυση και ως κενό, μπορεί να προκύψει σε καταστάσεις αποψυχικοποίησης, δομικού ή/και αμυντικού χαρακτήρα. Σε αυτές τις περιπτώσεις, όπως είναι αυτή της «νεκρής μητέρας» που περιγράφει ο A. Green (1980), η ναρκισσιστική απόσυρση, στις σοβαρές περιπτώσεις σε βάθος επιστροφής σε σωματικού μόνο τύπου λειτουργία, μπορεί να είναι μια προσωρινή ή περισσότερο χρόνια κατάληξη με καταστροφικά για τον ψυχισμό αποτελέσματα. Ταυτοχρόνως όμως, ο D.W. Winnicott (1953) είχε ήδη διακρίνει τη δυνατότητα μιας δημιουργικής ψυχικής διεργασίας που αναδύεται, όταν συντρέχουν
κάποιες ευνοϊκές συνθήκες, δηλαδή αυτής των μεταβατικών αντικειμένων και των μεταβατικών φαινομένων, στο πέρασμα - κενό ανάμεσα στο υποκειμενικό και στο αντικειμενικό αντικείμενο, για να ειπωθεί σχηματικά. Ο W.R. Bion (1967) υποστήριξε ότι η ικανότητα ανοχής της ματαίωσης επιτρέπει, όταν υπάρχει η επιθυμία αλλά όχι το αντικείμενό της, να μετατραπεί το μηαντικείμενο σε σκέψη. Στην ίδια γραμμή σκέψης ο A. Green φαίνεται να θεωρεί την ανάλυση ως μεταβατικό χώρο, μέσα από τη «ζωντανή» παρουσία του αναλυτή (Green, 1980, σ. 271). Εν κατακλείδι, μπορεί να υποστηριχθεί, και με τη βοήθεια κλινικού υλικού, ότι σε κατάσταση αντικειμενοτρόπου μετακίνησης, εξαιτίας εσωτερικής, εξελικτικής δυναμικής ή/και από εξωτερικούς παράγοντες καθοριζόμενη ενορμητική αναδιάρθρωση, το προκύπτον αντικειμενότροπο «χάσμα» μπορεί να ενέχει κινδύνους ψυχικής αποσταθεροποίησης ή κατάρρευσης αλλά και ευκαιρίες ψυχικής εξέλιξης. Το τι θα συμβεί κάθε φορά θα εξαρτηθεί από την προηγούμενη ψυχική πορεία του ατόμου αλλά και από τις συνθήκες που το περιβάλλουν και το διαπερνούν στη φάση της ενορμητικής μετακίνησης από ένα αντικείμενο σε κάποιο άλλο. Βιβλιογραφία Bion, W.R. (1967). A theory of thinking. Στο: Second Thoughts, 110-119. London: Maresfield Reprints. Freud, S. (1905). Three Essays on the Theory of Sexuality. S. E. 7 (1901-1905) : 123-246. London: Hogarth Press. Freud, S. (1915). Instincts and their Vicissitudes. S. E. 14 (1914-1916) : 109-140. London: Hogarth Press Freud, S. (1926). Inhibitions, Symptoms and Anxiety. S. E. 20 : (1914-1916) : 75-176. London: Hogarth Press Freud, S. (1933). New Introductory Lectures on Psycho-Analysis. S. E. 22 (1932-1936) : 1-182. London: Hogarth Press. Freud, S. (1940). An Outline of Psycho-Analysis. International Journal of Psycho-Analysis, 21 : 27-84. Green, Α. (1980). La mère morte. Στο Narcissisme de vie narcissisme de mort. Paris : Les Editions de Minuit. Klein, M. (1935). A Contribution to the Psychogenesis of Manic-Depressive States. International Journal of Psycho-Analysis, 16 : 585-595. Winnicott, D.W. (1953). Transitional Objects and Transitional Phenomena Astudy of the First Not-Me Possession. International Journal of Psycho- Analysis, 34 : 89-97.
Winnicott, D.W. (1960). The Theory of the Parent-Infant Relationship. International Journal of Psycho-Analysis, 41 : 585-595.