Η ΟΔΗΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΚΑΙ Η ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗ ΤΗΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ 1. Η οδηγία 2001/42/ΕΚ Τζίνα Γιαννακούρου, Αν. Καθηγήτρια Παν. Θεσσαλίας, Δικηγόρος Η έννοια της στρατηγικής περιβαλλοντικής εκτίμησης, δηλαδή της εκτίμησης των περιβαλλοντικών επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων και προγραμμάτων, εισήχθη με την κοινοτική οδηγία 2001/42/ΕΚ (αποκαλούμενη και οδηγία ΣΠΕ). Με την οδηγία αυτή, που αποτελεί τη συνέχεια της οδηγίας 85/337/ΕΟΚ (οδηγίας ΕΠΕ), καθιερώνεται η υποχρέωση των κρατών-μελών να εκτιμούν τις επιπτώσεις στο περιβάλλον από σχέδια και προγράμματα που αποτελούν το «πλαίσιο» πραγματοποίησης επιμέρους έργων και δραστηριοτήτων. Στόχοι της οδηγίας, κατά το άρθρο 1 αυτής, είναι η υψηλού επιπέδου προστασία του περιβάλλοντος και η ενσωμάτωση περιβαλλοντικών θεωρήσεων στην προετοιμασία και υιοθέτηση σχεδίων και προγραµµάτων µε σκοπό την προώθηση της βιώσιµης ανάπτυξης. Οι στόχοι αυτοί συνδέουν την οδηγία µε τους γενικούς στόχους της πολιτικής της Κοινότητας για το περιβάλλον, όπως αυτοί θεσπίζονται στα άρθρα 2, 6 και 174 της ΣυνθΕΚ. Η οδηγία 2001/42 ακολουθεί εν πολλοίς τη λογική της «μητρικής» οδηγίας 85/337, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/11. H εννοιολογική και διαδικαστική αυτή συγγένεια δεν υποδηλώνει πάντως μια μηχανιστική μεταφορά της φιλοσοφίας της οδηγίας ΕΠΕ σε μια ανώτερη ιεραρχικά κλίμακα, αυτήν των σχεδίων και προγραμμάτων. Και τούτο διότι, σε αντίθεση με την απλή εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων η οποία περιορίζεται στην περιβαλλοντική αξιολόγηση του τελικού προϊόντος μιας αναπτυξιακής επιλογής, η στρατηγική εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων στοχεύει στην καρδιά αυτού τούτου του συστήματος λήψης αποφάσεων του δημοσίου τομέα, μεταβάλλοντας τόσο την ουσία όσο και τη διαδικασία του δημόσιου σχεδιασμού και προγραμματισμού. Σε ουσιαστικό επίπεδο, η μεταβολή αυτή συνεπάγεται την ενσωμάτωση περιβαλλοντικών παραμέτρων στο δημόσιο σχεδιασμό και προγραμματισμό, με απώτερο στόχο την ενιαία χάραξη και έκφραση της αναπτυξιακής και περιβαλλοντικής πολιτικής. Αντίστοιχα, σε διαδικαστικό επίπεδο, η μεταβολή αυτή συνεπάγεται την προώθηση και εμπέδωση ενός εξωστρεφούς προτύπου σχεδιασμού και προγραμματισμού, που μπορεί να ανταποκριθεί αποτελεσματικά στις απαιτήσεις της οδηγίας για διαφάνεια, αξιοπιστία και ποιότητα της διαδικασίας εκτίμησης. Το κείμενο αποτελεί εισήγηση στη Συνάντηση Εργασίας «Tα επίκαιρα και κρίσιμα ζητήματα (επαγγελματικά και θεσμικά) του κλάδου των Πολεοδόμων και Χωροτακτών» που διοργάνωσε ο Σύλλογος Ελλήνων Πολεοδόμων και Χωροτακτών (ΣΕΠΟΧ), στις 15.02.2007, στην Αθήνα. 1
2. Οι βασικές ρυθμίσεις της οδηγίας Α. Πεδίο εφαρμογής Στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας υπάγονται, σύμφωνα με το άρθρο 2 αυτής, τα σχέδια και προγράμματα που πληρούν σωρευτικώς τις ακόλουθες προϋποθέσεις: πρώτον, εκπονούνται ή/και εγκρίνονται από µία αρχή σε εθνικό, περιφερειακό ή τοπικό επίπεδο ή εκπονούνται από µία αρχή προκειµένου να εγκριθούν, µέσω νοµοθετικής διαδικασίας, από το Κοινοβούλιο ή την Κυβέρνηση και, δεύτερον, απαιτούνται βάσει νοµοθετικών, κανονιστικών ή διοικητικών διατάξεων. Στα πιο πάνω σχέδια και προγράµµατα περιλαμβάνονται και εκείνα που συγχρηματοδοτούνται από την Ευρωπαϊκή Κοινότητα, καθώς και οι τροποποιήσεις τους. Τα κατά τα ανωτέρω σχέδια και προγράμματα καταλαμβάνονται από τις ρυθμίσεις της οδηγίας εφόσον ενδέχεται να έχουν σημαντικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις. Περαιτέρω, η οδηγία διακρίνει δύο περιπτώσεις εφαρμογής της ΣΠΕ, ανάλογα με το αν παρέχεται ή όχι περιθώριο διακριτικής ευχέρειας στα κράτη-μέλη να υπαγάγουν τα σχέδια σε διαδικασία εκτίμησης. Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν τα σχέδια και προγράμματα που αναφέρονται στην παρ. 2 του άρθρου 3, τα οποία θεωρείται πιθανόν να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον και υπάγονται υποχρεωτικά για το λόγο αυτό σε προηγούμενη στρατηγική εκτίμηση, χωρίς να παρέχεται σχετικό περιθώριο εκτίμησης στα κράτη-μέλη. Στη δεύτερη κατηγορία υπάγονται αντίστοιχα τα σχέδια και προγράμματα που αναφέρονται στις παρ. 3 και 4 του άρθρου 3, η υπαγωγή των οποίων σε στρατηγική εκτίμηση επιπτώσεων απόκειται στη διακριτική ευχέρεια των κρατών-μελών με βάση κριτήρια και διαδικασίες επιλογής που προσδιορίζονται στην οδηγία 1. Σε ότι αφορά την πρώτη κατηγορία σχεδίων και προγραμμάτων, δηλαδή αυτά που υπάγονται υποχρεωτικά σε διαδικασία εκτίμησης, αυτή περιλαμβάνει : Αφενός, τα σχέδια και προγράμματα τα οποία εκπονούνται για τη γεωργία, δασοπονία, αλιεία, ενέργεια, βιομηχανία, μεταφορές, διαχείριση αποβλήτων, διαχείριση υδάτινων πόρων, τηλεπικοινωνίες, τουρισμό, χωροταξία ή χρήση του εδάφους και τα οποία καθορίζουν το πλαίσιο για μελλοντικές άδειες έργων που απαριθμούνται στα παραρτήματα Ι και ΙΙ της οδηγίας 85/337/ΕΟΚ Αφετέρου, τα σχέδια και προγράμματα για τα οποία, λόγω των συνεπειών που ενδέχεται να έχουν σε ορισμένους τόπους, απαιτείται εκτίμηση των 1 Στην παρ. 3 του άρθρου 3 ορίζεται ότι «Τα αναφερόμενα στην παράγραφο 2 σχέδια και προγράµµατα που καθορίζουν τη χρήση µικρών περιοχών σε τοπικό επίπεδο και οι ήσσονες τροποποιήσεις των αναφερόμενων στην παράγραφο 2 σχεδίων και προγραµµάτων υποβάλλονται σε εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων µόνον όταν τα κράτη µέλη αποφασίζουν ότι ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον», ενώ στην παρ. 4 του ιδίου άρθρου ορίζεται αντιστοίχως ότι «Τα κράτη µέλη αποφασίζουν εάν τα σχέδια και προγράµµατα, πλην των αναφερόμενων στην παράγραφο 2, τα οποία καθορίζουν το πλαίσιο για µελλοντικές άδειες έργων, ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον.». 2
περιβαλλοντικών επιπτώσεων σύμφωνα µε τα άρθρα 6 και 7 της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ (οδηγία για τους οικοτόπους) 2. Σε ότι αφορά τη δεύτερη κατηγορία σχεδίων και προγραμμάτων, δηλαδή αυτά για τα οποία παρέχεται στα κράτη-μέλη περιθώριο επιλογής (screening) για το αν θα υπαχθούν σε διαδικασία ΣΠΕ, αυτή περιλαμβάνει: Τα σχέδια και προγράμματα που καθορίζουν τη χρήση μικρών περιοχών σε τοπικό επίπεδο. Τις τροποποιήσεις ήσσονος σημασίας των ήδη εγκεκριμένων σχεδίων και προγραμμάτων και Τα σχέδια και προγράμματα που, αν και καθορίζουν το πλαίσιο για μελλοντικές άδειες έργων, δεν υπάγονται στους περιοριστικά οριζόμενους τομείς της παρ. 2 του άρθρου 3. Για τις προαναφερόμενες κατηγορίες σχεδίων και προγραμμάτων, η οδηγία 2001/42, ακολουθώντας το πρότυπο της οδηγίας ΕΠΕ, προβλέπει τρεις εναλλακτικές προσεγγίσεις (ή μηχανισμούς επιλογής) για τη λήψη της σχετικής απόφασης: κατά περίπτωση εξέταση, καθορισμό συγκεκριμένων τύπων σχεδίων και προγραμμάτων ή συνδυασμό των δύο αυτών προσεγγίσεων. Β. Περιεχόμενο ΣΠΕ Η διαδικασία στρατηγικής περιβαλλοντικής εκτίμησης, όπως προβλέπεται από τα άρθρα 5-9 της οδηγίας, περιλαμβάνει την εκπόνηση περιβαλλοντικής μελέτης, τη διεξαγωγή διαβουλεύσεων με τις αρχές και το κοινό, καθώς και με άλλα κράτη-μέλη, τη λήψη αποφάσεων και την ενημέρωση σχετικά με την απόφαση. Η οδηγία επιτρέπει στα κράτη-μέλη την ενσωμάτωση της ΣΠΕ σε υφιστάμενες διαδικασίες έγκρισης σχεδίων και προγραμμάτων (άρθρο 4), ενώ επιπροσθέτως ορίζει ότι τα κράτη-μέλη οφείλουν να μεριμνούν, κατά την ενσωμάτωση των απαιτήσεων της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο, για την αποφυγή επαναλήψεων και αλληλεπικαλύψεων εκτιμήσεων, ιδίως στις περιπτώσεις που οι εκτιμήσεις αυτές πραγματοποιούνται σε διάφορα επίπεδα ενός ιεραρχημένου συνόλου σχεδίου και προγραμμάτων, όπως είναι το ισχύον στην Ελλάδα σύστημα χωροταξικού και πολεοδομικού σχεδιασμού (ν. 2742/1999 και ν. 2508/1997). 2 Τα άρθρα αυτά απαιτούν εκτίμηση «κάθε σχεδίου ή έργου, µη άμεσα συνδεόμενου ή αναγκαίου για τη διαχείριση ενός τόπου, το οποίο όμως είναι δυνατόν να επηρεάζει σημαντικά τον εν λόγω τόπο». Συνεπώς, αν ένα σχέδιο διαπιστωθεί ότι έχει σημαντικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις για έναν ορισμένο τόπο ή τόπους, η διαπίστωση αυτή επιβάλλει την εφαρμογή της οδηγίας ΣΠΕ. Οι τόποι, στους οποίους μπορεί να έχει εφαρμογή η στρατηγική εκτίμηση επιπτώσεων, είναι εκείνοι που χαρακτηρίζονται ως ειδικές ζώνες προστασίας, βάσει του άρθρου 4 της οδηγίας 79/409 περί διατηρήσεως των αγρίων πτηνών, και εκείνοι που προτείνονται να ταξινομηθούν ως τόποι κοινοτικής σημασίας, βάσει του άρθρου 4 της οδηγίας 92/43 για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας. 3
Ιδιαίτερη βαρύτητα δίδεται στις διαδικασίες «διαβούλευσης» με το κοινό και τις αρμόδιες αρχές. Η διαβούλευση συνιστά αναπόσπαστο μέρος της εκτίμησης και τα αποτελέσματα της πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στη λήψη της απόφασης. Σημειωτέον ότι, κατά το άρθρο 11 παρ.1 της οδηγίας, η στρατηγική περιβαλλοντική εκτίμηση που εισάγεται με αυτήν δεν θίγει οποιεσδήποτε απαιτήσεις της 85/337. Οι δύο οδηγίες δεν αλληλεπικαλύπτονται, καθώς η οδηγία ΣΠΕ έχει εφαρμογή σε σχέδια και προγράμματα ενώ η οδηγία Ε.Π.Ε. σε έργα (projects). Επικαλύψεις μπορεί να υπάρξουν όταν σχέδια ή προγράμματα προβλέπουν έργα που υπάγονται στην οδηγία ΕΠΕ, οπότε η εφαρμογή είναι σωρευτική. Η οδηγία ΣΠΕ επεκτείνει τα καθήκοντα των κρατών-μελών, πέραν της φάσης του σχεδιασμού, και στη φάση εφαρμογής, θεσπίζοντας την υποχρέωση παρακολούθησης των περιβαλλοντικών επιπτώσεων από την εφαρμογή των σχεδίων και προγραμμάτων (άρθρο 10), ώστε, εάν τυχόν εντοπισθούν απρόβλεπτες δυσμενείς επιπτώσεις, να αναληφθούν άμεσα επανορθωτικές δράσεις. 3. Η ενσωμάτωση στο ελληνικό δίκαιο Δύο χρόνια και πλέον μετά τη λήξη της προθεσμίας, που είχε ορισθεί στην οδηγία ΣΠΕ για τη μεταφορά της στο εθνικό δίκαιο (21 Ιουλίου 2004), εκδόθηκε η υπ αρ. ΥΠΕΧΩΔΕ/ΕΥΠΕ/οικ.107017/28.08.2006 ΚΥΑ των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Περιβάλλοντος Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων και του Υφυπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης (ΦΕΚ 1225 Β /5.9.2006), με την οποία μεταφέρθηκε η οδηγία ΣΠΕ στο εσωτερικό μας δίκαιο. Σε ό,τι αφορά ειδικότερα τον χωροταξικό και πολεοδομικό σχεδιασμό, σύμφωνα με την ΚΥΑ, σε διαδικασία ΣΠΕ, υπάγεται υποχρεωτικά η συντριπτική πλειονότητα των χωροταξικών και πολεοδομικών σχεδίων που προβλέπονται από τους ν. 2742/1999 και 2508/1997 και συγκεκριμένα τα Ειδικά και Περιφερειακά Πλαίσια Χωροταξικού Σχεδιασμού, τα Ρυθμιστικά Σχέδια και τα ΓΠΣ και τα ΣΧΟΟΑΠ (αλλά όχι οι πολεοδομικές μελέτες επέκτασης- αναθεώρησης και τα λοιπά πολεοδομικά σχέδια, όπως αυτά του ν.δ. του 1923). Σε διαδικασία ΣΠΕ υπάγονται επίσης διάφορες κατηγορίες παραγωγικών ζωνών που προβλέπονται από την ισχύουσα νομοθεσία, όπως οι ΠΟΑΠΔ, οι ΠΟΤΑ και οι ΠΕΡΠΟ (αλλά όχι οι ΒΕΠΕ) καθώς και οι ΠΕΧΠ και τα ΣΟΑΠ του ν. 2742/1999. Σε ότι αφορά δε τη διαδικασία που υιοθετήθηκε στην ΚΥΑ, πρέπει να παρατηρηθεί ότι αν και η οδηγία παρείχε σχετική ευχέρεια, ο εσωτερικός νομοθέτης επέλεξε την οδό της μη ενσωμάτωσης της ΣΠΕ στις υφιστάμενες διαδικασίες κατάρτισης των χωροταξικών και πολεοδομικών σχεδίων, εισάγοντας κατ ουσίαν ένα παράλληλο σύστημα μελετών και διαβουλεύσεων που αναπόφευκτα θα δημιουργήσει τριβές, καθυστερήσεις και θα αυξήσει το κόστος και το χρόνο κατάρτισης των χωροταξικών και πολεοδομικών σχεδίων. 4
Οι διατάξεις της ΚΥΑ δίδουν την εντύπωση μιας μη συστηματικής μεταφοράς της οδηγίας, που αναπόφευκτα θα προκαλέσει πολλά λειτουργικά προβλήματα κατά την εφαρμογή της από τη διοίκηση, ενώ παράλληλα ενδέχεται να δημιουργήσει ευνοϊκές προϋποθέσεις για τη δικαστική της αμφισβήτηση. Τα ζητήματα αυτά εστιάζονται κυρίως στα εξής: Πεδίο εφαρμογής: Το πεδίο εφαρμογής, σε αντίθεση με την ευρύτητα του πεδίου της οδηγίας, φαίνεται να περιορίζεται με την ΚΥΑ (άρθρο 3 και Παράρτημα Ι) στα επιχειρησιακά προγράμματα του Κοινοτικού Πλαισίου και σε όσα σχέδια και προγράμματα χρηματοδοτούνται από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Γενικευμένη εφαρμογή της ΣΠΕ προβλέπεται μόνον για τους τομείς του χωροταξικού και πολεοδομικού σχεδιασμού (Ειδικά και Περιφερειακά Πλαίσια Χωροταξικού Σχεδιασμού, Ρυθμιστικά, ΓΠΣ, ΣΧΟΟΑΠ, κλπ), καθώς και για επιμέρους σχέδια και προγράμματα που αφορούν τη διαχείριση των υδατικών πόρων και των αποβλήτων, δηλαδή για τομείς αρμοδιότητας του ΥΠΕΧΩΔΕ. - Πρόβλημα ορολογίας και σαφήνειας των ορισμών: Μέρος των ορισμών που εισάγονται με την ΚΥΑ συνιστά απλή μετάφραση και μεταφορά στην ελληνική γλώσσα των αντίστοιχων όρων του κοινοτικού κειμένου, χωρίς εξειδίκευση και προσαρμογή στην ελληνική πραγματικότητα. Το πρόβλημα αυτό εντοπίζεται τόσο σε ότι αφορά τους όρους «χρήση μικρών περιοχών σε τοπικό επίπεδο» και «ήσσονος σημασίας τροποποιήσεις» που χρησιμοποιούνται στην οδηγία για να προσδιορίσουν το κυρίως πεδίο εφαρμογής της ΣΠΕ, όσο και σε ότι αφορά τον όρο «πρώτη τυπική προπαρασκευαστική πράξη» που χρησιμοποιείται στην οδηγία για να προσδιορίσει το πεδίο εφαρμογής των μεταβατικών διατάξεών της, δηλαδή το πώς εφαρμόζεται η ΣΠΕ επί εκκρεμών σχεδίων και προγραμμάτων. Η ασάφεια αυτή αναμένεται να δημιουργήσει πολλά ερμηνευτικά προβλήματα κατά την εφαρμογή της ΣΠΕ στην πράξη, με προφανείς επιπτώσεις στην αξιοπιστία του συστήματος, στην εμπιστοσύνη του επιχειρηματικού κόσμου και εν τέλει στην ίδια τη βιωσιμότητα της επιχειρηθείσας εναρμόνισης. - Πρόσθετο πρόβλημα φαίνεται να δημιουργεί ο κίνδυνος επικαλύψεων και πολλαπλών εκτιμήσεων με ταυτόσημο ή παρεμφερές περιεχόμενο με ό,τι αυτό συνεπάγεται σε ενδεχόμενες επαναλήψεις, απώλεια χρόνου, κόστος σε ανθρώπινο δυναμικό και πόρους. Ο κίνδυνος αυτός δημιουργείται από το γεγονός ότι η ΣΠΕ δεν ενσωματώνεται στις υφιστάμενες διαδικασίες κατάρτισης σχεδίων και προγραμμάτων που υπάρχουν στην Ελλάδα αν και παρέχεται σχετική ευχέρεια για το σκοπό αυτό από την οδηγία. 4. Προτάσεις για την πληρέστερη ενσωμάτωση της Στρατηγικής Περιβαλλοντικής Εκτίμησης στον χωροταξικό και πολεοδομικό σχεδιασμό Όπως προεκτέθηκε, σκοπός της οδηγίας ΣΠΕ, είναι μεταξύ άλλων να παράσχει ένα σαφέστερο πλαίσιο για την άσκηση των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων. Για το σκοπό αυτό και σε ό,τι αφορά ειδικότερα τον πολεοδομικό και χωροταξικό σχεδιασμό, θα μπορούσαν να ληφθούν ιδίως υπόψη τα εξής : 5
Στο πλαίσιο οριοθέτησης του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας, ιδιαίτερη μέριμνα πρέπει να ληφθεί για τον προσδιορισμό των αόριστων εννοιών που έχουν μεταφερθεί αυτούσιες από το κοινοτικό κείμενο (όπως «ήσσονες τροποποιήσεις» σχεδίων και «χρήση μικρής περιοχής σε τοπικό επίπεδο»), ώστε να μην δημιουργηθούν ερμηνευτικά ζητήματα κατά την εφαρμογή. Εν όψει του γεγονότος ότι τα χωροταξικά και πολεοδομικά σχέδια που προβλέπονται στους ν. 2742/1999 και 2508/1997 τελούν σε ιεραρχική σχέση μεταξύ τους, ιδιαίτερη μέριμνα πρέπει να ληφθεί για την προσαρμογή του περιεχομένου της στρατηγικής περιβαλλοντικής εκτίμησης ανάλογα με το περιεχόμενο και το επίπεδο λεπτομερειών των επιμέρους σχεδίων, το στάδιο στο οποίο λαμβάνονται οι αποφάσεις και τον βαθμό στον οποίο ορισμένα θέματα αξιολογούνται καλύτερα σε διαφορετικά επίπεδα του εν λόγω ιεραρχημένου συνόλου, ώστε αφενός να αποφεύγεται η επανάληψη της εκτίμησης και αφετέρου να αξιοποιούνται ορθά οι πληροφορίες όσον αφορά τις επιπτώσεις στο περιβάλλον που παρέχονται από τα υπερκείμενα επίπεδα σχεδιασμού στα αμέσως υποκείμενα. Η περιβαλλοντική µελέτη (έκθεση) που προβλέπεται στο άρθρο 5 της οδηγίας αποτελεί συνεκτικό κείμενο που περιέχει τις πληροφορίες που απαιτούνται βάσει του άρθρου αυτού και του Παραρτήματος Ι της οδηγίας και μπορεί να ενσωματωθεί στο περιεχόμενο των αντιστοίχων χωροταξικών και πολεοδομικών μελετών, υπό την προϋπόθεση ότι θα είναι ευχερώς διακριτή ως θεματική ενότητα, ώστε να μπορεί να εξυπηρετήσει τις ανάγκες των διαβουλεύσεων με τις αρχές και το κοινό που ορίζονται στα άρθρα 6 και 7 της οδηγίας. Εξάλλου, και η διεξαγωγή διαβουλεύσεων με τις αρμόδιες αρχές και το κοινό (άρθρα 6 και 7 της οδηγίας) μπορεί να ενσωματωθεί στις κατά περίπτωση προβλεπόμενες διαδικασίες δημοσιότητας των χωροταξικών και πολεοδομικών σχεδίων, με τις κατάλληλες συμπληρώσεις και τροποποιήσεις των σχετικών διατάξεων όπου αυτό παρίσταται αναγκαίο. Επίσης, και η παρακολούθηση των σημαντικών επιπτώσεων της εφαρμογής του σχεδίου ή προγράµµατος, σύμφωνα με το άρθρο 10 της οδηγίας, μπορεί να ενσωματωθεί αντιστοίχως στις υπάρχουσες διαδικασίες παρακολούθησης και αξιολόγησης των χωροταξικών και πολεοδομικών σχεδίων, εφόσον, όπως ορίζει και το άρθρο 10 της οδηγίας, για τον σκοπό της παρακολούθησης μπορεί να χρησιμοποιούνται τα υφιστάμενα κατά το εσωτερικό δίκαιο μέτρα ελέγχου µε στόχο την αποφυγή διπλού ελέγχου. Τέλος, είναι απαραίτητο να οριοθετηθεί με σαφήνεια το πεδίο εφαρμογής της ΣΠΕ στις περιπτώσεις χωροταξικών και πολεοδομικών σχεδίων που βρίσκονται ήδη σε διαδικασία κατάρτισης (μεταβατικές διατάξεις) και ιδίως η κρίσιμη έννοια της «πρώτης τυπικής προπαρασκευαστικής πράξης» που αποτελεί κατά την οδηγία αφετηρία για την υπαγωγή των εκκρεμών σχεδίων σε ΣΠΕ. 6
Βασική Βιβλιογραφία - Γιαννακούρου, Γ. (2007) «Η οδηγία 2001/42/ΕΚ και η μεταφορά της στην ελληνική έννομη τάξη» εις : Γ. Γιαννακούρου - Γ. Κρεμλής - Γλ. Σιούτη (επιμ.), Η εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου περιβάλλοντος στην Ελλάδα. 1981-2006, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, σ. 139-160. - Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, (2003), Εφαρμογή της οδηγίας 2001/42 σχετικά με την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων και προγραμμάτων, http://ec.europa.eu/environment/eia/sea-support.htm - Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (2006), Σχέση μεταξύ της οδηγίας ΣΠΕ και των Κοινοτικών Ταμείων, COM (2006) 639 τελικό, http://eurlex.europa.eu/lexuriserv/site/el/com/2006/com2006_0639el01.pdf - Γ. Παπαδημητρίου (επιμ.), Στρατηγική περιβαλλοντική εκτίμηση: προκλήσεις και ευκαιρίες για το νομοθέτη και τη διοίκηση. Πρακτικά Ημερίδας, Νόμος & Φύση- 17, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα. - Γ. Πυργιώτης Μ. Αναστασόπουλος - Λ. Βασενχόβεν Α. Βλαντού- Γ. Γιαννακούρου- Γ. Καρανίκας - Τ. Λαγουδάκη (2006), Πολεοδομικός σχεδιασμός: προβλήματα εφαρμογής και προτάσεις μεταρρύθμισης, Έκθεση Επιστημονικής Επιτροπής του Ινστιτούτου Τοπικής Αυτοδιοίκησης, http://www.ita.org.gr/library/downloads/docs/πολεοδομικός%20σχεδιασμός%20 Προβλήματα%20εφαρμογής%20και%20προτάσεις%20μεταρρύθμισης.doc - Τάτσης, Λ. (Σεπτέμβριος 2006), Στρατηγική εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων και χωρικός σχεδιασμός, Νόμος και Φύση, http://www.nomosphysis.org.gr/ 7