ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7 ΙΑ ΙΚΑΣΙΕΣ ΚΑΤΑΓΡΑΦΩΝ 330. Κατά τη συλλογή και ανάλυση στοιχείων για την καινοτοµία, είναι απαραίτητη η σωστή εφαρµογή στατιστικών µεθόδων. Ως προς τις βασικές αρχές συλλογής και ανάλυσης στοιχείων, το παρόν κεφάλαιο παρέχει συστάσεις που βασίζονται τόσο σε θεωρητικές γνώσεις, όσο και σε πρακτική εµπειρία από πρόσφατες καταγραφές καινοτοµίας εθνικού και διεθνούς επιπέδου. 331. Ακολουθώντας τις συστάσεις αυτές καταλήγουµε σε αποτελέσµατα που, αν και προέρχονται από διάφορες χώρες και αναφέρονται σε διαφορετικά χρονικά σηµεία, συνήθως είναι συγκρίσιµα. Η χρήση διαφορετικής µεθοδολογίας, που µπορεί να επιβληθεί από τις ιδιαίτερες συνθήκες µιας χώρας, δεν δηµιουργεί πρόβληµα εφόσον τα αποτελέσµατα παραµένουν συγκρίσιµα. 1. ΠΛΗΘΥΣΜΟΙ 332. ραστηριότητες καινοτοµίας λαµβάνουν χώρα σε όλους τους τοµείς µίας οικονοµίας: στη µεταποίηση, στον τοµέα των υπηρεσιών, στη δηµόσια διοίκηση, στον τοµέα της υγείας, ακόµα και στα νοικοκυριά. Όλες οι µονάδες µίας οικονοµίας που ικανοποιούν ή µπορεί να ικανοποιήσουν τις προϋποθέσεις περιορισµένης κάλυψης που ορίστηκαν στο Κεφάλαιο 2 (βάσει των οποίων χαρακτηρίζονται ως καινοτοµικές ή µη) θεωρούνται πιθανά αντικείµενα απογραφών καινοτοµίας. 333. Στην πραγµατικότητα, για διάφορους θεωρητικούς και πρακτικούς λόγους, καµία καταγραφή δεν καλύπτει όλες τις πιθανές µονάδες. Η έννοια
της καινοτοµίας είναι ακόµα ασαφής σε µερικούς τοµείς της οικονοµίας, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για δραστηριότητες που δεν προσανατολίζονται προς την αγορά. Συνιστάται εποµένως οι καταγραφές να αφορούν κυρίως δραστηριότητες καινοτοµίας κλάδων µε προσανατολισµό προς την αγορά, όπως οι κλάδοι της µεταποίησης και οι προσανατολισµένες προς την αγορά υπηρεσίες. Στο βαθµό που η γνώση µας για τις δραστηριότητες καινοτοµίας στους κλάδους των υπηρεσιών παραµένει σχετικά περιορισµένη, σε αυτό το αρχικό στάδιο ανάπτυξης της µεθοδολογίας, είναι προτιµότερο να εστιάζουµε σε κλάδους υπηρεσιών που απαιτούν ευρεία χρήση τεχνολογίας. 334. Οι δραστηριότητες καινοτοµίας διεξάγονται από µικρού, µεσαίου και µεγάλου µεγέθους µονάδες και εποµένως οι έρευνες καινοτοµίας πρέπει, θεωρητικά, να περιλαµβάνουν µονάδες όλων των µεγεθών. Για πρακτικούς λόγους όµως, προτείνεται να περιλαµβάνονται µονάδες µε δέκα τουλάχιστον εργαζόµενους, ώστε να εξασφαλίζεται η δυνατότητα σύγκρισης σε διεθνές επίπεδο. Το κατώφλι αυτό µπορεί να είναι υψηλότερο στην περίπτωση ορισµένων κλάδων, ενώ για µερικούς κλάδους των υπηρεσιών µπορεί να είναι χαµηλότερο. 335. Ο πληθυσµός-στόχος (target population) των καταγραφών καινοτοµίας αποτελείται από όλες τις µονάδες µε δέκα ή περισσότερους εργαζόµενους που ανήκουν σε έναν από τους παραπάνω κλάδους. Εποµένως, ο πληθυσµός-στόχος περιλαµβάνει µονάδες που ασχολούνται ή δεν ασχολούνται µε καινοτοµίες, όπως και µονάδες που διεξάγουν ή δεν διεξάγουν ΕΤΑ. 336. Στην πράξη, είναι σχεδόν αδύνατο να εντοπίσουµε και να προσεγγίσουµε όλες τις µονάδες του πληθυσµού-στόχου, ανεξάρτητα από το είδος της καταγραφής. Για παράδειγµα, το πλαίσιο στο οποίο βασίζεται η καταγραφή (π.χ. ένα µητρώο) µπορεί να περιλαµβάνει µονάδες που δεν υπάρχουν πλέον, ή που δεν ανήκουν πλέον στον πληθυσµό-στόχο ή να παραλείπει µονάδες που ανήκουν στον πληθυσµό-στόχο. Οι µονάδες που περιλαµβάνονται στη βάση της καταγραφής αποτελούν τον πληθυσµόπλαίσιο (frame population). 337. Κατά την προετοιµασία της καταγραφής, ο πληθυσµός-στόχος και ο πληθυσµός-πλαίσιο πρέπει να είναι όσο το δυνατόν παραπλήσιοι. Οι οργανισµοί που διεξάγουν καταγραφές καινοτοµίας πρέπει να καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια για ελαχιστοποίηση του σφάλµατος που προκύπτει
από την διαφορά µεταξύ των δύο αυτών πληθυσµών. Στις περισσότερες περιπτώσεις το σφάλµα είναι απαράδεκτα υψηλό αν ο πληθυσµός-πλαίσιο έχει οριστεί βάσει πληροφοριών για τις µονάδες που έχουν καινοτοµήσει στο παρελθόν ή βάσει των αιτήσεων για χρηµατοδότηση ΕΤΑ (αυτή η προσέγγιση στηρίζεται στην υπόθεση ότι µόνο οι επιχειρήσεις που διεξάγουν ΕΤΑ αναλαµβάνουν δραστηριότητες καινοτοµίας, στην πραγµατικότητα όµως οι επιχειρήσεις που διεξάγουν ΕΤΑ δεν ζητούν πάντοτε χρηµατοδότηση). Σε µερικές περιπτώσεις, ο πληθυσµός-πλαίσιο µπορεί να εντοπιστεί µε διεξαγωγή ad hoc απογραφής ή µε χρήση προϋπαρχουσών καταγραφών. 2. ΜΕΘΟ ΟΛΟΓΙΑ 2.1 Απογραφή ή δειγµατοληπτική καταγραφή 338. Στοιχεία καινοτοµίας µπορούν να συλλεγούν είτε µε απογραφή (census) είτε µε δειγµατοληπτική καταγραφή (sample survey). Η απογραφή (έρευνα επί του συνόλου του πληθυσµού) δεν χρησιµοποιείται συχνά, συνήθως λόγω περιορισµών στους πόρους, αλλά και επειδή επιφέρει σηµαντικό φόρτο εργασίας. Κατά το σχεδιασµό των δειγµατοληπτικών καταγραφών, οι µονάδες πρέπει να επιλέγονται µε τυχαίες διαδικασίες (έρευνα επί τυχαίου δείγµατος), ενώ παράλληλα πρέπει να εξασφαλίζεται η αντιπροσωπευτικότητα ως προς τα βασικά χαρακτηριστικά του πληθυσµού-στόχου, όπως το µέγεθος των µονάδων ή ο κλάδος στον οποίο ανήκουν. 339. Σε αρκετές περιπτώσεις η απογραφή µπορεί να είναι αναπόφευκτη, όπως για παράδειγµα όταν υπάρχει δικαστική διάταξη που απαιτεί οι καταγραφές στις επιχειρήσεις να διεξάγονται µε αυτή τη µέθοδο. Επιπλέον, όταν διαθέτουµε σχετικά µικρό πληθυσµό-πλαίσιο (π.χ. σε µικρές χώρες) και πολύπλοκες τεχνικές δειγµατοληψίας (π.χ. διάφορες τεχνικές διαστρωµάτωσης), η σωστή δειγµατοληψία µπορεί να οδηγήσει σε µέγεθος δείγµατος σχετικά κοντινό σε αυτό του πληθυσµού-πλαισίου. Σε τέτοιες περιπτώσεις είναι µάλλον προτιµότερη η τεχνική της απογραφής (census). 2.2 Υποχρεωτική ή εθελοντική καταγραφή 340. Η συµµετοχή των επιχειρήσεων στις καταγραφές καινοτοµίας µπορεί να είναι υποχρεωτική ή εθελοντική. Αν είναι εθελοντική, πρέπει να αναµένουµε χαµηλότερα ποσοστά απόκρισης, κάτι που µπορεί να καταλήξει σε πολύ
µικρό αριθµό στοιχείων, ανεπαρκή για περαιτέρω ανάλυση. Αυτή την κατάσταση µπορούµε να την αντισταθµίσουµε στις δειγµατοληπτικές έρευνες χρησιµοποιώντας µεγαλύτερο δείγµα, αυτό όµως δεν επιλύει το βασικό πρόβληµα µεροληψίας (bias) που οφείλεται σε χαµηλό ποσοστό απόκρισης. 341. Ένας τρόπος για να παρακολουθήσουµε δυναµικά την εξέλιξη της διαδικασίας της καινοτοµίας, είναι η χρήση καταγραφών επί επιλεγµένων δειγµάτων (panels), που δίνει στους αναλυτές τη δυνατότητα να µελετήσουν τη σύνδεση µεταξύ των διαφορετικών µεταβλητών στο χρόνο. Στις καταγραφές αυτές όµως χρειάζεται µεγάλη προσοχή, αφενός στην επιλογή των µονάδων και αφετέρου στο χειρισµό των µονάδων που αρχίζουν ή παύουν να λειτουργούν στη διάρκεια της καταγραφής, όπως και αυτών που αρνούνται να συµµετάσχουν. 2.3 Ο πληθυσµός-πλαίσιο 342. Απαραίτητη συνθήκη για κάθε καταγραφή καινοτοµίας αποτελεί η ύπαρξη ενός πλαισίου µε βασικές πληροφορίες για όλες τις µονάδες του πληθυσµού-πλαισίου. Το πλαίσιο αυτό πρέπει να περιέχει τουλάχιστον τα ονόµατα και τις διευθύνσεις των µονάδων, και ει δυνατόν τους αριθµούς τηλεφώνων και φαξ. Θα πρέπει επίσης να περιλαµβάνει πληροφορίες σχετικές µε βασικές µεταβλητές όπως ο κλάδος, το µέγεθος ή η περιοχή. 343. Το ιδεώδες πλαίσιο θα ήταν ένα ενηµερωµένο επίσηµο µητρώο των επιχειρήσεων, δηµιουργηµένο για στατιστικούς σκοπούς, όπως αυτά που τηρούν συνήθως οι εθνικές στατιστικές υπηρεσίες. Μπορούµε επίσης να χρησιµοποιήσουµε άλλα µητρώα, ανάλογα µε την ποιότητά τους. Αν ένα µητρώο χρησιµοποιείται για διάφορες καταγραφές (καταγραφή καινοτοµίας, καταγραφή ΕΤΑ και γενική καταγραφή στατιστικής επιχειρήσεων), οι πληροφορίες που συλλέγονται κατά την καταγραφή καινοτοµίας µπορούν να περιοριστούν στα θέµατα καινοτοµίας. Άλλες πληροφορίες, για παράδειγµα σχετικές µε ΕΤΑ ή µε γενικές οικονοµικές µεταβλητές (πωλήσεις, εξαγωγές, επενδύσεις κ.λπ.), µπορούν να λαµβάνονται κατευθείαν από τις υπόλοιπες καταγραφές που βασίζονται στο ίδιο µητρώο. Συνεπώς, είναι επιθυµητό να βασίζονται διαφορετικές καταγραφές σε ένα µόνο επιχειρησιακό µητρώο που συγκροτείται για στατιστικούς σκοπούς. Αν δεν είναι εφικτή µία τέτοια σύνδεση µεταξύ των καταγραφών, τότε η καταγραφή καινοτοµίας απαιτεί συλλογή και γενικών οικονοµικών πληροφοριών, όπως και πληροφοριών σχετικών µε την ΕΤΑ.
2.4 Μεθοδολογία καταγραφών και κατάλληλοι αποκρινόµενοι 344. Ποικίλες µέθοδοι και τεχνικές µπορούν να χρησιµοποιηθούν για τη συλλογή πληροφορίας, συµπεριλαµβανοµένων και των καταγραφών δι αλληλογραφίας καθώς και των προσωπικών συνεντεύξεων. Από τη στιγµή που µία καταγραφή καινοτοµίας έχει επαρκώς οργανωθεί και εφοδιαστεί µε στοιχεία, είναι δυνατή και η αυτόµατη ανταλλαγή στοιχείων µεταξύ των µονάδων αναφοράς και του οργανισµού που διεξάγει την καταγραφή. 345. Καθεµία από τις παραπάνω µεθόδους έχει τα ισχυρά και τα αδύνατα σηµεία της. Οι καταγραφές δι αλληλογραφίας είναι πλέον εδραιωµένες και σχετικά λιγότερο δαπανηρές, και αυτές όµως παρουσιάζουν προβλήµατα. Ξέρουµε από πείρα ότι, για να υπάρξει ικανοποιητικό ποσοστό απόκρισης, τα ερωτηµατολόγια πρέπει να είναι πολύ καλά σχεδιασµένα (βλ. παρακάτω για περισσότερες λεπτοµέρειες), και ότι η υπηρεσία που διεξάγει την καταγραφή πρέπει να ενθαρρύνει την τηλεφωνική επικοινωνία µε σκοπό την παροχή διευκρινίσεων ή άλλης βοήθειας σε όσους απαντούν. Επίσης, συνήθως χρειάζονται πολλαπλές υπενθυµίσεις για να επιτευχθεί ένα αποδεκτό επίπεδο απόκρισης. Στο σηµείο αυτό προκύπτει µία επιπλέον δυσκολία, δεδοµένου ότι η υπενθύµιση µπορεί να καταλήξει σε διαφορετικές απαντήσεις από διαφορετικούς αποκρινόµενους µέσα στην ίδια επιχείρηση. Παραθέτουµε εδώ και µερικά άλλα µέτρα που µπορούν να ληφθούν για την αύξηση του ποσοστού απόκρισης: διαβιβαστικό υπογεγραµµένο από τον αρµόδιο υπουργό, κοινοποίηση συµπερασµάτων από προηγούµενες καταγραφές (αν υπάρχουν), υπόσχεση κοινοποίησης των αποτελεσµάτων της τρέχουσας καταγραφής. 346. Τα περισσότερα προβλήµατα που εµφανίζονται στις καταγραφές δι αλληλογραφίας µπορούν να αποφευχθούν όταν τα στοιχεία συλλέγονται µε προσωπικές συνεντεύξεις, οπότε η ποιότητα των αποτελεσµάτων συνήθως είναι πολύ υψηλότερη. Τα ποσοστά απόκρισης και απάντησης στοιχείων είναι αρκετά υψηλότερα, και έτσι επιτυγχάνεται η ίδια ποιότητα αποτελεσµάτων µε µικρότερο δείγµα. Παρόλο όµως που τα πλεονεκτήµατα είναι προφανή, η µέθοδος αυτή δεν συνιστάται για γενικευµένη χρήση, γιατί είναι από αρκετά δαπανηρή έως απαγορευτική. 347. Η καλύτερη λύση είναι να συνδυάζονται τα πλεονεκτήµατα της µεθόδου δι αλληλογραφίας µε αυτά των προσωπικών συνεντεύξεων και παράλληλα να
αποφεύγονται οι αδυναµίες τους. Η λύση αυτή αντιπροσωπεύεται από τις τεχνικές CATI, όπως και από την καναδική προσέγγιση µε τα εξειδικευµένα ερωτηµατολόγια για κάθε µονάδα που βασίζονται σε πληροφορίες από προσωπική επαφή (π.χ. τηλεφωνική επικοινωνία) µε τους καταλληλότερους αποκρινόµενους και αποστέλλονται ταχυδροµικά. 348. Η σωστή επιλογή αποκρινόµενων είναι πολύ σηµαντική για τις καταγραφές καινοτοµίας, γιατί οι ερωτήσεις είναι πολύ εξειδικευµένες και µπορούν να απαντηθούν από λίγα µόνο στελέχη των µονάδων που συνήθως δεν είναι τα ίδια µε εκείνα που συµπληρώνουν άλλα στατιστικά ερωτηµατολόγια. Οι διευθυντές µικρών µονάδων είναι συνήθως καλοί αποκρινόµενοι, ενώ για µεγαλύτερες µονάδες ίσως είναι καταλληλότερα τα διευθυντικά στελέχη που ασχολούνται µε τεχνολογικά θέµατα. Συχνά εµπλέκονται αρκετά άτοµα στη διαδικασία απάντησης των ερωτηµατολογίων, πρέπει όµως να υπάρχει ένας υπεύθυνος για τον συντονισµό των απαντήσεων. Πριν αρχίσει η συλλογή των στοιχείων, συστήνεται προσεκτικός εντοπισµός των αποκρινόµενων κάτι που, αν και δύσκολα πραγµατοποιείται, συνεισφέρει σηµαντικά στην επιτυχία µιας καταγραφής. Είναι σηµαντικό να υπάρχει στη µονάδα ένας συνεργάτης µε δικαιοδοσία απόφασης ως προς τη συµµετοχή στην (εθελοντική) καταγραφή και ο οποίος θα είναι υπεύθυνος για τη συλλογή των απαραίτητων στοιχείων. 2.5 Το ερωτηµατολόγιο 349. Όλες οι τεχνικές συλλογής στοιχείων βασίζονται, τουλάχιστον ως ένα βαθµό, σε ένα ερωτηµατολόγιο. Κατά το σχεδιασµό του ερωτηµατολογίου µιας καταγραφής καινοτοµίας πρέπει να ακολουθούνται ορισµένοι βασικοί κανόνες. Ιδιαίτερη προσοχή χρειάζεται στην περίπτωση των καταγραφών δι αλληλογραφίας, όπου ο προέλεγχος είναι απαραίτητος για κάθε ερωτηµατολόγιο. 350. Το ερωτηµατολόγιο πρέπει να είναι όσο γίνεται πιο απλό και σύντοµο, λογικά δοµηµένο, µε σαφείς οδηγίες και ορισµούς. Γενικά, όσο µεγαλύτερο είναι το ερωτηµατολόγιο, τόσο µικρότερο είναι το ποσοστό απόκρισης και απάντησης στοιχείων, µειονέκτηµα που µπορούµε να ελαχιστοποιήσουµε αφιερώνοντας ιδιαίτερη προσοχή στη σχεδίαση και στη διάταξη του ερωτηµατολογίου και παρέχοντας σαφείς και επαρκείς επεξηγήσεις και παραδείγµατα. Είναι πολύ σηµαντικό να σχεδιαστεί το ερωτηµατολόγιο µε
τρόπο που να διασφαλίζει ότι θα απαντήσουν ακόµα και µονάδες χωρίς επίσηµες δραστηριότητες καινοτοµίας. 351. Η κατανόηση του ερωτηµατολογίου από τους αποκρινόµενους µπορεί να αυξάνεται καθώς θα µεταβαίνουν από την µία ερώτηση στην άλλη, κάτι που σηµαίνει ότι οι απαντήσεις µπορεί να εξαρτώνται από τη σειρά των ερωτήσεων. Η προσθήκη ή διαγραφή µίας κατηγορίας µπορεί επίσης να επηρεάσει τις απαντήσεις. 352. Όλες οι ερωτήσεις του ερωτηµατολογίου πρέπει να ελέγχονται ως προς το αν πρέπει να παρέχουν δυνατότητα απάντησης του τύπου ακατάλληλη ερώτηση, χωρίς εφαρµογή, έτσι ώστε να γίνεται διάκριση από τα στοιχεία που θα παραµείνουν χωρίς απάντηση. 353. Η εµπειρία δείχνει ότι οι διάφορες οµάδες µονάδων δεν δείχνουν την ίδια προθυµία να συµπληρώσουν ερωτηµατολόγια για την καινοτοµία. Όσο λιγότερο εµπλεκόµενες αισθάνονται οι επιχειρήσεις, όπως όταν υπάρχουν πολλές µικρές µονάδες ή όταν η έννοια της καινοτοµίας είναι σχετικά άγνωστη στον τοµέα τους, τόσο λιγότερο ενδιαφέρονται να συµµετάσχουν σε έρευνες καινοτοµίας. Μία λύση θα µπορούσε να αποτελεί η ανάπτυξη ειδικών ερωτηµατολογίων για τέτοιες οµάδες, περιορίζοντας για παράδειγµα το ερωτηµατολόγιο σε µερικές βασικές ερωτήσεις. 354. Στην περίπτωση των διεθνών ερευνών καινοτοµίας, πρέπει να δίνεται ιδιαίτερη προσοχή στη µετάφραση και στο σχεδιασµό του ερωτηµατολογίου. Ακόµα και µικρές διαφορές µεταξύ των ερωτηµατολογίων που χρησιµοποιούνται στις διάφορες χώρες, όπως αυτές που µπορεί να προκύψουν από τη µετάφραση, από αλλαγές στην σειρά των ερωτήσεων ή από προσθήκη ή διαγραφή κατηγοριών, µπορούν να περιορίσουν σηµαντικά τη δυνατότητα σύγκρισης των αποτελεσµάτων. Μία ορθή µετάφραση, που λαµβάνει υπόψη τους ειδικούς παράγοντες κάθε χώρας (για παράδειγµα το νοµικό πλαίσιο), θα βοηθήσει στην αποφυγή παρανοήσεων των εννοιών και των ορισµών. Αν υπάρχουν εννοιολογικά προβλήµατα, δεν πρέπει να συγκαλύπτονται από ασαφείς µεταφράσεις. 2.6 Καταγραφές καινοτοµίας και ΕΤΑ 355. εδοµένου ότι η ΕΤΑ και η καινοτοµία είναι σχετιζόµενα φαινόµενα, οι διάφορες χώρες µπορούν να αποφασίσουν να συνδυάσουν τις καταγραφές
ΕΤΑ µε τις καταγραφές καινοτοµίας (βλ. Κεφάλαιο 5, Ενότητα 6.1). Παραθέτουµε εδώ µία σειρά από επιχειρήµατα υπέρ και κατά αυτής της άποψης: Πρώτον, µε µία συνδυασµένη καταγραφή (δηλαδή µε ένα µόνο ερωτηµατολόγιο αντί για δύο έρευνες µε πολλές κοινές ερωτήσεις), µπορεί να µειωθεί ο συνολικός φόρτος εργασίας για τις µονάδες αναφοράς. Αυτό όµως δεν σηµαίνει απαραίτητα ότι θα µειωθεί και ο φόρτος εργασίας των ατόµων, ο οποίος κατανέµεται καλύτερα στις διάφορες µονάδες αν γίνουν δύο διαφορετικές καταγραφές. Επιπλέον, ο συνδυασµός των καταγραφών θα µπορούσε να µειώσει και το ποσοστό απόκρισης, δεδοµένου ότι το (ενιαίο) ερωτηµατολόγιο θα είναι µεγαλύτερο από ό,τι για κάθε καταγραφή χωριστά. εύτερον, η συνδυασµένη καταγραφή δηµιουργεί ένα πεδίο ανάλυσης των σχέσεων µεταξύ ΕΤΑ και δραστηριοτήτων καινοτοµίας σε επίπεδο µονάδας, το οποίο περιορίζεται όταν οι έρευνες γίνονται χωριστά, ιδιαίτερα αν διεξάγονται από διαφορετικούς οργανισµούς. Τρίτον, σε µία συνδυασµένη έρευνα µπορεί να δηµιουργηθεί σύγχυση µεταξύ των εννοιών της ΕΤΑ και της καινοτοµίας σε µονάδες που δεν είναι ιδιαίτερα εξοικειωµένες µε αυτές, κάτι που θα µπορούσε να αποφευχθεί µε δύο διαφορετικές καταγραφές. Τέταρτον, σε µεγάλες µονάδες είναι πιθανόν οι ερωτήσεις ΕΤΑ και καινοτοµίας να απαντηθούν από διαφορετικά άτοµα, οπότε ο συνδυασµός των ερευνών δεν αποτελεί πλεονέκτηµα. Τέλος, οι δύο καταγραφές χρησιµοποιούν διαφορετικά πλαίσια, των οποίων ο συνδυασµός θα κατέληγε σε αποστολή ερωτήσεων ΕΤΑ σε πολλούς οργανισµούς που ανήκουν στον πληθυσµό-πλαίσιο της καταγραφής καινοτοµίας, αλλά δεν διεξάγουν ΕΤΑ 35. Κάτι τέτοιο θα αύξανε το κόστος της συνδυασµένης καταγραφής. 356. Συνοψίζοντας, βλέπουµε ότι υπάρχουν επιχειρήµατα τόσο υπέρ όσο και κατά του συνδυασµού των καταγραφών ΕΤΑ και καινοτοµίας, και εποµένως δεν είναι δυνατόν να δοθούν σαφείς συστάσεις. Κάθε χώρα που διεξάγει και τους δύο τύπους ερευνών θα πρέπει να αποφασίσει η ίδια αν υπερτερούν τα υπέρ ή τα κατά, λαµβάνοντας υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του εθνικού της συστήµατος. 3. Η ΕΙΓΜΑΤΟΛΗΠΤΙΚΗ ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ
357. Στις περισσότερες περιπτώσεις, οι καταγραφές καινοτοµίας αντιπροσωπεύονται από έρευνες τυχαίου δείγµατος. Η σχετική βιβλιογραφία παρουσιάζει διάφορες τεχνικές δειγµατοληψίας, όπως η απλή τεχνική τυχαίας δειγµατοληψίας, οι τεχνικές διαστρωµάτωσης ή οι τεχνικές δειγµατοληψίας ανά οµάδες. Παλιότερα, είχαν χρησιµοποιηθεί στις καταγραφές τεχνικές διαστρωµάτωσης, µε αξιόπιστα αποτελέσµατα. 358. Κατά τη χρήση των τεχνικών διαστρωµάτωσης, πρέπει να ακολουθούνται ορισµένοι γενικοί κανόνες σχετικά µε την επιλογή των µεταβλητών. Θεωρητικά, η διαστρωµάτωση του πληθυσµού οδηγεί στον καθορισµό στρωµάτων που είναι όσο το δυνατόν περισσότερο οµοιογενή σε σχέση µε το υπό µελέτη φαινόµενο. Στην πράξη, τα στρώµατα µονάδων για τις καταγραφές καινοτοµίας πρέπει να αποτελούνται από µονάδες όσο γίνεται πιο οµοιόµορφες σε σχέση µε τις καινοτοµικές ή µη δραστηριότητές τους. Είναι πλέον ευρέως γνωστό ότι οι δραστηριότητες καινοτοµίας των µονάδων που ανήκουν σε διαφορετικούς κλάδους και διαφορετικές τάξεις µεγέθους, συνήθως παρουσιάζουν σηµαντικές διαφορές. Συνιστάται εποµένως η διαστρωµάτωση των τυχαίων δειγµάτων στις καταγραφές καινοτοµίας να γίνεται µε βάση το µέγεθος και την κυρίαρχη δραστηριότητα των µονάδων. 359. Το µέγεθος των µονάδων πρέπει να µετράται µε βάση τον αριθµό των εργαζοµένων, δεδοµένου όµως ότι υπάρχουν διαφορετικοί τύποι µονάδων (βλ. Κεφάλαιο 4) και ότι σε κάθε χώρα ισχύουν διαφορετικές συµβάσεις, είναι δύσκολο να δοθούν γενικές συστάσεις για τις κατάλληλες τάξεις µεγέθους. Παρακάτω δίνονται ορισµένες συστάσεις για αναλυτικούς σκοπούς, που µπορούν να χρησιµοποιηθούν και για τη διαστρωµάτωση των µονάδων. 360. Η διαστρωµάτωση σύµφωνα µε τις κύριες δραστηριότητες των µονάδων πρέπει να βασίζεται στις ταξινοµήσεις ISIC Rev. 3 36 / NACE Rev. 1 37. Όπως και παραπάνω, δεν µπορούν να δοθούν εδώ γενικές συστάσεις για τα επίπεδα ταξινόµησης στα οποία πρέπει να βασιστεί η διαστρωµάτωση: η απόφαση εξαρτάται κυρίως από τις συνθήκες της χώρας στην οποία διεξάγεται η καταγραφή. Ας πάρουµε ως παράδειγµα µία οικονοµία που ειδικεύεται στην παραγωγή ξύλου (ISIC Rev. 3 / NACE Rev. 1, Τµήµα 20): για τη συγκεκριµένη χώρα µπορεί να είναι χρήσιµη µία περαιτέρω υποκατηγοριοποίηση σε επίπεδο οµάδας ή τάξης, σε αντίθεση µε µία οικονοµία όπου η παραγωγή ξύλου δεν είναι σηµαντική. Εντούτοις, οι
µονάδες δεν πρέπει να οµαδοποιούνται σε επίπεδο υψηλότερο του τµήµατος (επίπεδο δεύτερου ψηφίου του ISIC Rev. 3 / NACE Rev. 1). 361. Αν υπάρχουν τοπικοί παράγοντες ιδιαίτερης σηµασίας, όπως συµβαίνει µε τα κράτη-µέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η διαστρωµάτωση πρέπει να περιλαµβάνει και την τοπική διάσταση. Σε τέτοιες περιπτώσεις, θα µπορούσε να χρησιµοποιείται η ανάλογη τοπική ταξινόµηση (όπως η Στατιστική Ονοµατολογία Εδαφικών Ενοτήτων (Nomenclature of Territorial Units for Statistics - NUTS) 38 για την Ευρωπαϊκή Ένωση). Η διαστρωµάτωση των κρατών-µελών της ΕΕ πρέπει να είναι τουλάχιστον στο Επίπεδο 1 της NUTS. 362. Για να εξασφαλιστεί υψηλός βαθµός ακρίβειας, τα κλάσµατα δειγµατοληψίας δεν πρέπει να είναι ίδια για όλα τα στρώµατα. Μία γενική σύσταση είναι να αυξάνεται το κλάσµα δειγµατοληψίας όσο ο αριθµός των µονάδων στον πληθυσµό που ερευνάται είναι µικρότερος και περισσότερο ετερογενής. Τα κλάσµατα δειγµατοληψίας µπορούν να φτάσουν το 100%, για παράδειγµα σε στρώµατα µε πολύ λίγες µονάδες, όπως αυτά που αποτελούνται από µεγάλες επιχειρήσεις ορισµένων κλάδων (ή και περιοχών). Ένας παράγοντας που πρέπει επίσης να λαµβάνεται υπόψη όταν ορίζονται τα µεµονωµένα κλάσµατα δειγµατοληψίας είναι η προδιάθεση απόκρισης των στρωµάτων. Παραδείγµατα στρωµάτων µε πιθανή αρνητική προδιάθεση αποτελούν οι µικρότερες µονάδες, που µπορεί να µην είναι ιδιαίτερα εξοικειωµένες µε την έννοια της καινοτοµίας. 363. Η επέκταση των αποτελεσµάτων µίας καταγραφής καινοτοµίας, για την οποία υπάρχουν πολλές µέθοδοι, είναι απαραίτητη για την παροχή πληροφοριών σχετικά µε τον πληθυσµό-στόχο. Η απλούστερη µέθοδος είναι η τεχνική της ελεύθερης επέκτασης, κατά την οποία τα µεµονωµένα αποτελέσµατα σταθµίζονται αντιστρόφως προς το κλάσµα δειγµατοληψίας (διορθωτικός παράγοντας). Αν χρησιµοποιηθεί τεχνική δειγµατοληψίας µε διαστρωµάτωση, η ελεύθερη επέκταση πρέπει να εφαρµόζεται µεµονωµένα σε κάθε στρώµα, ειδικά όταν τα κλάσµατα δειγµατοληψίας διαφέρουν για τα διάφορα στρώµατα. Στην περίπτωση που η απόκριση µονάδων βρίσκεται κάτω από ορισµένο κατώφλι, οι διορθωτικοί παράγοντες µπορούν να τροποποιηθούν. 364. Τεχνικές επέκτασης πρέπει να εφαρµόζονται τόσο στις ποσοτικές όσο και στις ποιοτικές µεταβλητές, αλλά µε διαφορετικό τρόπο. Στην περίπτωση
των ποσοτικών µεταβλητών, οι παρατηρούµενες τιµές πρέπει να σταθµίζονται µε άµεσο τρόπο, ενώ στην περίπτωση των ποιοτικών µεταβλητών πρέπει να διορθώνονται οι συχνότητες. 4. ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΩΝ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ - ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΜΗ ΑΠΟΚΡΙΣΗΣ 365. Στην πράξη, και ανεξάρτητα από τη µεθοδολογία που ακολουθείται, οι απαντήσεις στις καταγραφές καινοτοµίας δεν είναι ποτέ ολοκληρωµένες. ιακρίνουµε δύο είδη ελλιπών τιµών: αναπάντητα στοιχεία και µη απόκριση µονάδων. Μη απόκριση µονάδας, σηµαίνει ότι µία µονάδα αναφοράς δεν απάντησε καθόλου, για ποικίλες αιτίες, όπως για παράδειγµα επειδή ο οργανισµός που διεξάγει την καταγραφή δεν ήρθε σε επαφή µε την µονάδα αναφοράς ή επειδή η τελευταία αρνήθηκε να απαντήσει. Αναπάντητα στοιχεία έχουµε στην περίπτωση κατά την οποία µία µονάδα αφήνει τουλάχιστον µία ερώτηση αναπάντητη. Στην ίδια κατηγορία ανήκει και η ακραία περίπτωση κατά την οποία η µονάδα απαντά σε µία µόνο ερώτηση. 366. Τα αναπάντητα στοιχεία, όπως και η µη απόκριση µπορεί να µην αποτελούν τόσο σηµαντικό πρόβληµα όταν οι ελλιπείς τιµές είναι τυχαία κατανεµηµένες σε όλες τις µονάδες δειγµατοληψίας και για όλες τις ερωτήσεις. Στην πραγµατικότητα όµως, και οι δύο τύποι των ελλιπών τιµών χαρακτηρίζονται από µεροληψία σε σχέση µε ορισµένα χαρακτηριστικά του πληθυσµού και του ερωτηµατολογίου. Η εµπειρία της Κοινοτικής Καταγραφής Καινοτοµίας αποκαλύπτει ότι η µη απόκριση µονάδων αυξάνεται κάτω από ορισµένες συνθήκες (για παράδειγµα αντιµετωπίζουµε σοβαρά οικονοµικά προβλήµατα και δεν έχουµε χρόνο για το ερωτηµατολόγιο ) ή σε ορισµένους κλάδους ( η έννοια της καινοτοµίας είναι άγνωστη στον κλάδο µας ). Αναπάντητα στοιχεία είναι πιθανότερο να εµφανίζονται όταν οι ερωτήσεις είναι ή µοιάζουν πιο δύσκολες. Ένα συχνό παράδειγµα από την Κοινοτική Καταγραφή Καινοτοµίας αποτελεί η ερώτηση για τις δαπάνες καινοτοµίας. 367. Τα αναπάντητα στοιχεία και η µη απόκριση επηρεάζουν σαφώς τη δυνατότητα σύγκρισης των αποτελεσµάτων εθνικών και διεθνών καταγραφών καινοτοµίας. Το πρόβληµα αυτό µπορεί να ξεπεραστεί µε ανάπτυξη και χρήση κατάλληλης µεθοδολογίας. εδοµένου ότι διαφορετικές µεθοδολογίες µπορούν να οδηγήσουν σε διαφορετικά αποτελέσµατα, πρέπει να ακολουθούνται ορισµένες γενικές συστάσεις. Στην αντίθετη περίπτωση, η χρήση διαφορετικών εννοιών για την ελαχιστοποίηση της µεροληψίας που
προέρχεται από τα αναπάντητα στοιχεία και τη µη απόκριση µονάδων, µπορεί να οδηγήσει σε διαφορετικά αποτελέσµατα σχετικά µε τη χρονική και γεωγραφική διαφοροποίηση της καινοτοµίας. 368. Για την αντιµετώπιση του προβλήµατος των αναπάντητων στοιχείων, συνιστάται, τόσο για πρακτικούς όσο και για θεωρητικούς λόγους, η χρήση µίας οικογένειας µεθόδων που ονοµάζεται µέθοδοι καταλογισµού (imputations) και οι οποίες χρησιµοποιούνται κυρίως για την εκτίµηση ελλιπών τιµών βάσει συµπληρωµατικών πληροφοριών. Οι πληροφορίες µπορεί να προέρχονται από την ίδια την καταγραφή, από προηγούµενες καταγραφές, ή από άλλη σχετική πηγή. Μία ειδική κατηγορία των τεχνικών καταλογισµού, οι µέθοδοι hotdecking, µε τις οποίες γίνεται εκτίµηση των ελλιπών τιµών βάσει της πληροφορίας που εµπεριέχει η ίδια η καταγραφή, έχουν χρησιµοποιηθεί για τον καθαρισµό των εθνικών αποτελεσµάτων της Κοινοτικής Καταγραφής Καινοτοµίας. Οι µέθοδοι αυτές συµπεριλαµβάνουν µεγάλη ποικιλία µεθοδολογιών, όπως για παράδειγµα την αντικατάσταση των τιµών που λείπουν για κάθε µεταβλητή βάσει του µέσου όρου των στρωµάτων και τη χρήση τεχνικών παλινδρόµησης (regression techniques) ή τεχνικών κοντινότερου γείτονα (nearest neighbour techniques), όπου οι ελλιπείς τιµές αντικαθίστανται από τις τιµές της µονάδας που παρουσιάζει τις περισσότερες οµοιότητες ως προς άλλες (σχετικές) µεταβλητές). Η επιλογή της κατάλληλης µεθόδου hotdecking εξαρτάται επίσης από τον τύπο της µεταβλητής (ποσοτική ή ποιοτική). 369. Η επιλογή της µεθόδου που θα χρησιµοποιηθεί για να αντιµετωπιστούν τα προβλήµατα µη απόκρισης µονάδων, εξαρτάται από το επίπεδο απόκρισης. Αν έχουµε σχετικά χαµηλό 39 ποσοστό µη απόκρισης, οι διορθωτικοί παράγοντες επανορίζονται ευθέως. Στην τεχνική της ελεύθερης επέκτασης, οι διορθωτικοί παράγοντες δεν υπολογίζονται βάσει των µονάδων που είχαν επιλεγεί για την καταγραφή, αλλά βάσει αυτών που απάντησαν στο ερωτηµατολόγιο. Η διαδικασία αυτή βασίζεται στην υπόθεση ότι όλες οι µονάδες παρουσιάζουν την ίδια συµπεριφορά ως προς την καινοτοµία, είτε έχουν απαντήσει είτε όχι, κάτι που µπορεί να ελεγχθεί µε ανάλυση της µη απόκρισης. Ακόµα και στην περίπτωση που η παραπάνω υπόθεση δεν ισχύει, αν το ποσοστό των µονάδων που δεν έχουν απαντήσει είναι σχετικά µικρό, δεν χρειάζεται να ληφθεί υπόψη ο βαθµός µεροληψίας που προκύπτει. 370. Αντίθετα, αν το ποσοστό µη απόκρισης είναι ιδιαίτερα υψηλό, δεν υπάρχει τρόπος επίλυσης του προβλήµατος. Στην περίπτωση αυτή, τα
αποτελέσµατα της καταγραφής καινοτοµίας µπορούν να χρησιµοποιηθούν µόνο για περιγραφικούς σκοπούς, χωρίς περαιτέρω εξαγωγή συµπερασµάτων. εν µπορούµε καν να έχουµε γενικά συµπεράσµατα για τον πληθυσµό-στόχο, δεδοµένου ότι θα παρουσιαστεί υψηλός βαθµός µεροληψίας. 371. Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, όταν δηλαδή το ποσοστό µη απόκρισης µονάδων κυµαίνεται σε φυσιολογικά όρια, συνιστώνται ορισµένες πολυπλοκότερες και σχετικά ακριβότερες τεχνικές. Μία λύση είναι η τυχαία επιλογή µονάδων αναφοράς µεταξύ αυτών που έχουν απαντήσει µέχρι να φτάσουµε σε ποσοστό απόκρισης 100% (χρησιµοποιώντας δηλαδή τα αποτελέσµατα των τυχαία επιλεγµένων µονάδων δύο ή και περισσότερες φορές). Άλλες µέθοδοι βασίζονται στην ανάλυση της µη απόκρισης, που γίνεται µε στόχο να µάθουµε γιατί δεν απάντησαν ορισµένες µονάδες αναφοράς. Στην έρευνα για την µη απόκριση θα πρέπει να γίνει τηλεφωνική ή ταχυδροµική επικοινωνία µε τις µονάδες που δεν απάντησαν µε βάση ένα πολύ απλό ερωτηµατολόγιο, που δεν θα ξεπερνάει την µία σελίδα και µέσω του οποίου θα ζητηθούν: α) γενικές πληροφορίες όπως ο κωδικός ISIC / NACE ή το µέγεθος της µονάδας (στην περίπτωση που αυτά δεν είναι ήδη γνωστά από άλλες πηγές όπως τα επιχειρησιακά µητρώα), β) αιτιολόγηση της µη απόκρισης και γ) απαντήσεις σε µερικά σηµεία-κλειδιά της αρχικής καταγραφής, ώστε να διαπιστωθεί αν τα αποτελέσµατα χαρακτηρίζονται από µεροληψία. Αυτές οι πληροφορίες µπορούν κατόπιν να χρησιµοποιηθούν για την προσαρµογή των παραγόντων επέκτασης (expansion factors) 40. Τα αποτελέσµατα της ανάλυσης µη απόκρισης µπορούν να χρησιµοποιηθούν µόνο στην περίπτωση κατά την οποία η απόκριση στην καταγραφή µη απόκρισης υπερβαίνει το 80%. 372. Τα αποτελέσµατα της ανάλυσης µη απόκρισης µπορούν επίσης να χρησιµοποιηθούν απευθείας για τη διόρθωση των τιµών ορισµένων δεικτών καινοτοµίας, όπως για παράδειγµα του ποσοστού των καινοτοµικών µονάδων 41. 5. ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΩΝ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ 373. Τα αποτελέσµατα των καταγραφών καινοτοµίας µπορούν να χρησιµοποιηθούν τόσο για περιγραφικούς σκοπούς, όσο και για εξαγωγή συµπερασµάτων. Σκοπός της περιγραφικής ανάλυσης είναι να δώσει µία εικόνα των στατιστικών µονάδων ως προς τις δραστηριότητες καινοτοµίας ή
µη καινοτοµίας που παρουσιάζουν, χωρίς συµπεράσµατα σχετικά µε την καταγραφή ή µε τον πληθυσµό-στόχο (εκτός αν πρόκειται για απογραφή). Σε αυτόν τον τύπο ανάλυσης, τα αποτελέσµατα λαµβάνονται χωρίς περαιτέρω στάθµιση, εφόσον η παρατήρηση αφορά µεµονωµένες µονάδες. Όσο τα στοιχεία αναφέρονται µόνο στις µονάδες που συµµετείχαν στην καταγραφή, καµία γενίκευση των αποτελεσµάτων στο επίπεδο της καταγραφής ή του πληθυσµού-στόχου δεν είναι δυνατή. Για αυτόν τον τύπο ανάλυσης, το ποσοστό µη απόκρισης είναι ελάσσονος σηµασίας. 374. Αντίθετα, η συµπερασµατική ανάλυση (inferential analysis) στοχεύει στην εξαγωγή συµπερασµάτων σχετικά µε τον πληθυσµό της καταγραφής. Τα αποτελέσµατα δηλαδή θα πρέπει να παρέχουν µία (αντιπροσωπευτική) εκτίµηση της κατάστασης σχετικά µε το σύνολο των µονάδων, άσχετα µε το πόσες από αυτές υπήρξαν αντικείµενο παρατήρησης. Η συµπερασµατική ανάλυση απαιτεί σταθµισµένα αποτελέσµατα, οπότε η απόκριση των µονάδων είναι πολύ σηµαντική: αν το ποσοστό µη απόκρισης υπερβαίνει ένα συγκεκριµένο κατώφλι, η ανάλυση δεν έχει νόηµα. 375. Όπως έχουµε ήδη αναφέρει, οι περισσότερες καταγραφές καινοτοµίας διεξάγονται ως τυχαίες δειγµατοληπτικές καταγραφές. Τα αποτελέσµατα τέτοιων καταγραφών περιλαµβάνουν δύο τύπους σφαλµάτων: τυχαία, που οφείλονται στη διαδικασία τυχαίας επιλογής των µονάδων και συστηµατικά, που περικλείουν όλα τα µη-τυχαία σφάλµατα (µεροληψία). Για να υπάρχει τουλάχιστον µία γενική εικόνα για το επίπεδο των σφαλµάτων, συνιστάται να υπολογίζονται όχι µόνο οι µέσες τιµές για τους κατάλληλους δείκτες (όπως είναι το ποσοστό των µονάδων που καινοτοµούν ή η µέση δαπάνη καινοτοµίας για κάθε καινοτοµική µονάδα), αλλά και τα τυπικά σφάλµατα και/ή τα διαστήµατα εµπιστοσύνης. Τα διαστήµατα αυτά παρουσιάζουν υψηλή πιθανότητα να περιλαµβάνουν τις αληθείς, αλλά άγνωστες, τιµές για τον πληθυσµό της έρευνας, υποθέτοντας ότι δεν υπάρχει µεροληψία. Τα τυπικά σφάλµατα µειώνουν το κατώφλι του αγνώστου συνολικού σφάλµατος για τους δείκτες υπό µελέτη. 376. Για τη βελτίωση της συγκρισιµότητας των αποτελεσµάτων των καταγραφών καινοτοµίας σε διεθνές επίπεδο, συνιστάται καθορισµός ενός συνόλου βασικών πινάκων, οι οποίοι πρέπει να προκύπτουν από (λεπτοµερέστερους) εθνικούς πίνακες. 6. ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ ΣΥΛΛΟΓΗΣ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ
377. Εκτός από τους θεωρητικούς και πρακτικούς παράγοντες, η συχνότητα των καταγραφών καινοτοµίας εξαρτάται από τις ανάγκες των χρηστών σε διεθνές, εθνικό και τοπικό επίπεδο. Η αυξανόµενη σηµασία της καινοτοµίας για την ανάπτυξη των οικονοµιών 42 απαιτεί όλο και µεγαλύτερη κανονικότητα και ενηµέρωση των στοιχείων. Από αυτή την άποψη, το ιδανικό θα ήταν να συλλέγονται συνεχώς πληροφορίες για τις δραστηριότητες καινοτοµίας, να γίνονται δηλαδή καταγραφές καινοτοµίας σε ετήσια βάση. Η προσέγγιση αυτή ενισχύεται και θεωρητικά, δεδοµένου ότι οι δραστηριότητες καινοτοµίας διεξάγονται κατά κύµατα κάτι που σηµαίνει ότι τα αποτελέσµατα των µη ετήσιων καταγραφών εξαρτώνται από τη στιγµή της διεξαγωγής τους. Παρόλα αυτά, πολύ λίγες είναι οι χώρες που έχουν την οικονοµική δυνατότητα να διεξάγουν ετήσιες καταγραφές καινοτοµίας. 378. Είναι διεθνώς παραδεκτό ότι οι καταγραφές καινοτοµίας πρέπει να γίνονται το πολύ ανά διετία (ή και περισσότερο για ορισµένες µεταβλητές), κάτι το οποίο επιτρέπει και την ανάλυση χρονολογικών σειρών, τουλάχιστον µακροπρόθεσµα. Το αν η συχνότητα θα είναι δύο ή περισσότερα χρόνια εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, όπως η περιοδικότητα των καταγραφών για ΕΤΑ ή οι πιθανές εθνικές ή ευρωπαϊκές νοµικές απαιτήσεις. 379. Συνιστάται επίσης, εκτός από τις γενικές καταγραφές καινοτοµίας, να γίνονται και λεπτοµερέστερες καταγραφές σχετικές µε διάφορους υποπληθυσµούς ή ειδικά θέµατα.