Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΑΚΤΙΝΟΘΕΡΑΠΕΥΤΗ ΟΓΚΟΛΟΓΟΥ ΣΤΗΝ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΟΥ ΑΣΘΕΝΗ ΜΕ ΚΑΡΚΙΝΟ Βασική συνιστώσα οποιασδήποτε θεραπευτικής απόφασης στους ασθενείς με κακοήθη νόσο, αποτελούν η ολοκληρωμένη γνώση της ιστολογίας, της φυσικής ιστορίας της νόσου καθώς και του σταδίου. Φυσικά, όπως σε κάθε ιατρική πράξη, η θεραπευτική μας απόφαση δεν βασίζεται μόνο πάνω σε «αλγόριθμους»: λαμβάνονται σοβαρά υπ όψη και κοινωνικοί, ψυχολογικοί και οικονομικοί παράγοντες. Συνοπτικά, τρία είναι τα στάδια που ακολουθούμε για την εφαρμογή μιας ειδικής, αλλά εξατομικευμένης, αντικαρκινικής θεραπείας. Στάδιο Ι. Η απόφαση να προσφέρει κανείς θεραπεία ή οχι. Στάδιο ΙΙ. Ο σκοπός της θεραπείας: Ριζική ή ανακουφιστική. Στάδιο ΙΙΙ. Είδος θεραπείας: Τοπική, συστηματική, υποστηρικτική. Θεραπεία: Ναι ή όχι; Είναι γνωστό ότι η ριζική θεραπεία δεν οφελεί όλους τους ασθενείς με κακοήθη νόσο. Κλασικό παράδειγμα αποτελεί η ακτινοθεραπεία σε ασυμπτωματικούς ασθενείς που διαγιγνώσκονται με ανεγχείρητο καρκίνωμα πνεύμονος, οπου η ακτινοθεραπεία σε μικρό ποσοστό προσφέρει ίαση. Στην πλειοφηψία των ασθενών οι παρενέργειες είναι πολλές και σοβαρές, ώστε να επηρεάσουν σημαντικά την ποιότητα ζωής. Η απόφαση για θεραπεία βασίζεται όχι μόνο στην κλινική εικόνα αλλά επίσης και στα διαθέσιμα (ιατρικά) μέσα καθώς και στην συναισθηματική αντίδραση του ασθενή αλλά και των συγγενών τους. Είναι επομένως δύσκολο, σε έναν ασθενή με τη διάγνωση του καρκίνου, να μην χορηγείται/εφαρμόζεται κάποια θεραπεία. Ενα εύκολο σενάριο να εφαρμοσθεί σε αυτή την περίπτωση, είναι η μη χορήγηση μετεγχειρητικής θεραπείας (ακτινοθεραπείας, χημειοθεραπείας) σε ασθενείς με τεράτωμα όρχεως όπου το μόνο που εφαρμόζουμε είναι περιοδικό έλεγχο με κλινική εξέταση, αξονικές τομογραφίες και ανίχνευση νεοπλασματικών δεικτών στο αίμα. Ριζική ή ανακουφιστική ακτινοθεραπεία Εξ ορισμού, η ριζική θεραπεία συνεπάγεται είτε ίαση ή «μακροχρόνιο» έλεγχο της νόσου (επιμήκυνση προσδόκιμου επιβίωσης), ενώ η ανακουφιστική θεραπεία χορηγείται με σκοπό τη βελτίωση της ποιότητας ζωής και μόνο. Φυσικά, στην πράξη ο διαχωρισμός δεν είναι πάντοτε τόσο ακριβής. Σαν παράδειγμα, αναφέρεται το μικροκυτταρικό καρκίνωμα του πνεύμονα: Στον ασθενή χορηγείται «ριζική» χημειοθεραπεία και ακτινοθεραπεία με σκοπό την επιμήκυνση του προσδόκιμου επιβίωσης, παρά το γεγονός ότι η πιθανότητα ίασης είναι μικρότερη του 15%. Το αντίθετο ισχύει σε ασθενή με καρκίνο του μαστού, που υποτροπιάζει με μία εστία στα οστά: Η εφαρμοζόμενη θεραπεία είναι ανακουφιστική, αλλά μπορεί να προσφέρει αρκετά χρόνια ελεύθερα νόσου (εάν η ανταπόκριση της μεταστατικής εστίας είναι πλήρης). Η ανακουφιστική θεραπεία έχει σκοπό να βελτιώσει την ποιότητα ζωής με το να ελέγξει ή και να εξαλείψει συμπτώματα, όπως πόνο, απόφραξη ή αιμορραγία. Σε αντιδιαστολή, η εφαρμογή «προφυλακτικής» ανακουφιστικής θεραπείας σε ασυμπτωματικούς ασθενείς, δεν έχει θέση στην ογκολογία, εκτος ελαχίστων εξαιρέσεων οπως π.χ. σε περιπτώσεις ασθενών με εσφηνωμένο παθολογικό κάταγμα. Στα πλαίσια της ριζικής ακτινοθεραπείας μπορεί να συζητηθεί και η επικουρική ακτινοθεραπεία, δηλ. η προφυλακτική ακτινοθεραπεία για πρόληψη της τοπικής υποτροπής, μετά απο ριζική χειρουργική επέμβαση ή χημειοθεραπεία. Σαν κλασικά παραδείγματα αναφέρουμε την επικουρική ακτινοθεραπέια μετά απο ογκεκτομή ή τμηματεκτομή σε καρκίνο μαστού και την επικουρική ακτινοθεραπεία (μαζί με χημειοθεραπέια) μετά απο χειρουργική αφαίρεση καρκίνου ορθού. Σε όλες τις περιπτώσεις, ο θεράπων ιατρός καλείται να σταθμίσει ανάμεσα στα οφέλη (μείωση πιθανότητας τοπικής υποτροπής) και στις παρενέργειες (οξείες ή απώτερες).
Ποια θεραπεία; Εκτενής αναφορά στις κατάλληλες θεραπείες ανάλογα με το τύπο του όγκου και το στάδιο της νόσου, θα απαιτούσε ολόκληρο σύγγραμμα ογκολογίας. Γενική αρχή που διέπει τη σύγχρονη ογκολογία είναι ότι ο ασθενής με καρκίνο πρέπει να αντιμετωπίζεται απο ομάδα ειδικών ιατρών και νοσηλευτών, ώστε να διασφαλίζεται και η αναγκαία «ποσότητα» αλλά και η σωστή «ποιότητα» της κατάλληλης θεραπείας. ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΚΑΛΟΗΘΩΝ ΠΑΘΗΣΕΩΝ ΜΕ ΙΟΝΤΙΖΟΥΣΑ ΑΚΤΙΝΟΒΟΛΙΑ Η ιοντίζουσα ακτινοβολία χρησιμοποιήθηκε απο τους πρωτοπόρους ακτινοθεραπευτές με αρκετό ενθουσιασμό για τη θεραπεία καλοήθων παθήσεων. Δυστυχώς, δεν άργησαν να φανούν οι πρώτες σοβαρές παρενέργειες και έτσι σήμερα η ακτινοθεραπεία εφαρμόζεται με μεγάλη φειδώ σε καλοήθεις παθήσεις και μόνο όταν δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική θεραπεία. Επιγραμματικά θα αναφερθούμε στις κυριότερες καλοήθεις παθήσεις που σήμερα αντιμετωπίζουμε σε ένα ακτινοθεραπευτικό τμήμα. -Ενδοκρινείς αδένες -Αδενώματα υποφύσεως -Προκλητή εμμηνόπαυση (ωοθήκες) -Υπερθυρεοειδισμός -Γυναικομαστία -Παρωτίτις (μετεγχειρητικής αιτιολογίας) -Ρευματικές παθήσεις -Αγκυλωτική σπονδυλίτις -Ρευματοειδής αρθρίτις -Παθήσεις οφθαλμών -Πτερύγιο -Εξώφθαλμος -Ψευδοόγκος οφθαλμικού κόγχου -Εκφύλιση ωχράς κηλίδος -Οστά -Αιμαγγείωμα -Εκτοπος σχηματισμός οστίτη ιστού (μετεγχειρητικής αιτιολογίας) -Ανευρυσματική κύστη -Αδαμαντίνωμα -Παθήσεις δέρματος -Χηλοειδές -Κερατοακάνθωμα -Ακροχορδών πέλματος -Παθήσεις εγκεφάλου -Αρτηριοφλεβώδεις δυσπλασίες -Νευρίνωμα -Πρόληψη επαναστένωσης στεφανιαίων αννείων -Αλλεw παθήσεις -Σκλήρυνση κατά πλάκας -Μεταμοσχεύσεις οργάνων (ανοσοκαταστολή) -Δεσμοειδής όγκος -Νόσος Ρeyronie -Τενοντίτις -θυλακίτις ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΈΣ ΠΑΡΑΜΕΤΡΟΙ Είναι πλέον αποδεκτό ότι η "Υγεία" αποτελεί κοινωνικό αγαθό, το οποίο πρέπει να παρέχεται με την ευθύνη του Κράτους και σύμφωνα με τις ανάγκες των πολιτών, ανεξάρτητα από το εισόδημα και την κοινωνική τους θέση. Το μεγάλο όμως πρόβλημα που αντιμετωπίζει
κάθε σύγχρονη κοινωνία είναι η στενότητα των πόρων ή η διάσταση που υπάρχει μεταξύ των απεριορίστων αναγκών (του τομέα υγείας) και των περιορισμένων (κρατικών) πόρων. Έτσι γίνεται ολοένα και πιο δύσκολη η ορθολογική διαχείριση των δαπανών υγείας, λόγω της αλματώδους ανάπτυξης της βιοϊατρικής τεχνολογίας, αλλά και της αυξανόμενης ποσοτικά και ποιοτικά ζήτησης των υπηρεσιών υγείας. Έτσι φθάσαμε τελικά σε αμφισβήτηση του "Κράτους Πρόνοιας", με αποτέλεσμα να εμφανισθεί κρίση των συστημάτων παροχής υγείας και ανάληψη πρωτοβουλιών από μέρους των διεθνών οργανισμών και των κυβερνήσεων για την εισαγωγή διαδικασιών συγκράτησης των δαπανών υγείας, ελέγχου του κόστους παροχής υπηρεσιών και περιστολής γενικότερα των κοινωνικών εξόδων. Παρά τις προσπάθειες όμως ελέγχου των δαπανών υγείας και τη λήψη ανάλογων μέτρων, οι δαπάνες υγείας εξακολουθούν να αυξάνονται στιςανεπτυγμένες κοινωνίες με ρυθμό μεγαλύτερο από τον αντίστοιχο του Ακαθαρίστου Εθνικού Προϊόντος (Α.Ε.Π.). Η συνεχιζόμενη αυτή αύξηση των δαπανών οδήγησε, αναγκαστικά, στην συνειδητοποίηση ότι το κόστος υγείας αποτελεί δεσμευτικό παράγοντα στο σχεδιασμό και την υλοποίηση κάθε προγράμματος υγείας, με άμεσο αποτέλεσμα τον προσανατολισμό, διεθνώς, της οργάνωσης των συστημάτων παροχής υπηρεσιών υγείας προς νέες κατευθύνσεις. Στο πλαίσιο της αναδιοργάνωσης αυτής, η οικονομική αξιολόγηση των ιατρικών παρεμβάσεων, και ειδικότερα της κλινικής πρακτικής, αποτελεί για όλες τις αναπτυγμένες χώρες ένα από τα σημεία-κλειδιά για την εκτίμηση της απόδοσης των δαπανών και των διατιθέμενων πόρων. Με την έννοια αυτή, η οικονομική αξιολόγηση συνιστά απαραίτητη διαδικασία για την συγκράτηση του κόστους, ενώ ταυτόχρονα ικανοποιεί τα κριτήρια οφέλους και αποδοτικότητας για την κατανομή των πόρων σε κλινικές πρακτικές, οι οποίες προσφέρουν τα καλύτερα δυνατά αποτελέσματα. Είναι προφανές ότι η οικονομική αξιολόγηση συμβάλλει σημαντικά στην ορθολογική επιλογή μεταξύ διαφόρων κατευθύνσεων και βοηθά ουσιαστικά στην αριστοποίηση των επιλογών, θα πρέπει όμως να σημειωθεί, ότι παράλληλα εγείρει και σοβαρές ενστάσεις σε σχέση με τις βιοηθικές και δεοντολογικές παραμέτρους που μπορεί να έχει. Οπωσδήποτε, ο σχεδιασμός κάθε έρευνας οικονομικής αξιολόγησης των υπηρεσιών υγείας πρέπει να γίνεται με ιδιαίτερη προσοχή και να περιλαμβάνει εκείνα τα στοιχεία που θα οδηγούν σε πρακτικά και εφαρμόσιμα αποτελέσματα. Ο τύπος του κόστους έχει σημασία, καθώς για την πληρότητα μιας οικονομικής μελέτης δεν αρκεί μόνο ο υπολογισμός του άμεσου κόστους, αλλά πρέπει να συνεκτιμηθούν το έμμεσο και το ακαθόριστο κόστος. Το άμεσο κόστος φαίνεται να είναι το ευκολότερα καθοριζόμενο, αλλά δεν είναι πάντα τόσο απλό. Στο παράδειγμα ενός φαρμακευτικού προϊόντος, αυτό δεν αποτελείται μόνο από το κόστος απόκτησης του φαρμάκου, αλλά περιλαμβάνει επίσης το κόστος χορήγησης (αν χορηγείται παρεντερικά), τυχόν κόστος παρακολούθησης επιπέδων στο αίμα ή εργαστηριακών εξετάσεων για έλεγχο τυχόν τοξικότητας, το κόστος που απαιτείται για την αντιμετώπιση ανεπιθύμητων παρενεργειών κτλ. Το έμμεσο κόστος αναφέρεται στην απώλεια εσόδων, που είναι απότοκα της νόσου ή της θεραπευτικής παρέμβασης, τόσο για τον ίδιο τον πάσχοντα όσο και για άλλα άτομα που επιφορτίζονται την φροντίδα του (γονείς παιδιών, συγγενείς ηλικιωμένων). Σε πολλές περιπτώσεις το έμμεσο κόστος μπορεί να υπερβαίνει κατά πολύ το άμεσο. Το ακαθόριστο, τέλος, κόστος είναι το πιο δύσκολο να εκτιμηθεί καθώς περιλαμβάνει την έννοια του πόνου και της αναπηρίας, δηλ. του πόσο υποφέρει κάποιος από μια δεδομένη κατάσταση. Επειδή οι μεθοδολογικές δυσχέρειες που προκύπτουν εδώ είναι προφανείς, συνήθως δεν συνυπολογίζεται στις οικονομικές μελέτες. Εξαίρεση αποτελούν οι αναλύσεις κόστους - χρησιμότητας, στις οποίες ο υπολογισμός του ακαθόριστου κόστους είναι πρωταρχικής σημασίας. Οι τρεις συνηθέστερα χρησιμοποιούμενες μορφές οικονομικών αναλύσεων είναι: ανάλυση αναγνώρισης κόστους, ανάλυση κόστους -οφέλους και ανάλυση κόστους - αποτελεσματικότητας. Στην πρώτη υπολογίζεται μόνο το κόστος της παρέμβασης (διαγνωστικής, θεραπευτικής) χωρίς να υπολογίζεται το θεραπευτικό όφελος. Για να έχει εφαρμογή πρέπει να ισχύει η παραδοχή ότι οι συγκρινόμενες παρεμβάσεις (πχ δύο διαφορετικά φαρμακευτικά
σχήματα) έχουν απόλυτα ισοδύναμο θεραπευτικό όφελος, κάτι που πολύ σπάνια συμβαίνει στην ιατρική πραγματικότητα. Στην ανάλυση κόστους - οφέλους η εκτίμηση του οφέλους από την παρέμβαση γίνεται σε απλές μονάδες, συνήθως χρηματικές. Αυτό απαιτεί την απόδοση αριθμητικής τιμής ακόμη και σε υποκειμενικές εκβάσεις όπως στην ύφεση κάποιων συμπτωμάτων ή σε επιπλέον χρόνο ζωής που κερδίζεται. Το τελικό αποτέλεσμα εκφράζεται σε καθαρό όφελος που είναι το όφελος αφαιρούμενου του κόστους και αυτό μπορεί να συγκρίνει σε εύκολα υπολογιζόμενα μεγέθη δύο ή περισσότερες παρεμβάσεις με διαφορετικές εκβάσεις. Για το λόγο αυτό είναι δημοφιλής στους σχεδιαστές πολιτικών υγείας. Αντίθετα, η ανάλυση κόστους - αποτελεσματικότητας συγκρίνει ή μελετά τη σχέση του κόστους με το όφελος που όμως εκφράζεται σε διαφορετικές μονάδες, μη χρηματικές αλλά φυσικές, όπως επιβίωση, επιπλοκές, λειτουργικότητα. Η ιδιότητα αυτή την κάνει πιο κατανοητή και εύχρηστη για ιατρούς, χωρίς αυτό να μειώνει την αξία των δύο προηγουμένων. Ένα βασικό στοιχείο που πρέπει να λαμβάνει υπόψη του ο ιατρός ώστε να αξιολογεί σωστά την πληροφόρηση που του παρέχεται, όταν έρχεται αντιμέτωπος με οικονομικές μελέτες, είναι η πληρότητα του σχεδιασμού τους. Για να αξιολογήσει κανείς ως ασφαλή τα αναφερόμενα συμπεράσματα θα πρέπει να εξετάσει αν έχουν μελετηθεί τόσο το κόστος, όσο και η έκβαση και το εάν η μελέτη είναι συγκριτική δύο παρεμβάσεων (π.χ. φαρμάκων). Ίσως η σπουδαιότερη από τις έννοιες που περιέχει η οικονομία και αυτή που πρέπει να αντιληφθεί, κατανοεί και αναζητά ο ιατρός είναι αυτή του εναλλακτικού κόστους. Όπως προαναφέρθηκε σκοπός της οικονομίας δεν είναι η ελαχιστοποίηση του κόστους αλλά ο πιο ορθολογικός τρόπος ανάδειξης και αξιοποίησης των κατά περίπτωση υπαρχουσών εναλλακτικών επιλογών. Η αλήθεια είναι ότι οι ιατροί πιθανόν να αισθάνονται απρόθυμοι να χρησιμοποιήσουν ένα επιπλέον στοιχείο, αυτό δηλ. της οικονομίας, στη διαδικασία λήψης αποφάσεων, μιας διαδικασίας που στην ιατρική είναι αυτή καθ' εαυτή πολύ δύσκολη. Πρέπει όμως να αναφερθεί πως το επιχείρημα ότι ο ιατρός βλέπει μόνον τον ασθενή, που είναι απέναντί του, αποτελεί μια υπεραπλούστευση, γιατί τον ασθενή αυτόν θα ακολουθήσει αμέσως κάποιος άλλος, και μετά κάποιος άλλος, ενώ το ίδιο σκηνικό παράλληλα επαναλαμβάνεται την ίδια στιγμή με πολλούς άλλους ιατρούς και ασθενείς. Αφού οι πόροι που μπορούν να διατεθούν είναι πεπερασμένοι και συχνά ασφυκτικά περιορισμένοι και συμπιεσμένοι, η ορθολογική χρήση τους είναι επιτακτική ανάγκη ώστε να αξιοποιούνται καλύτερα αλλά και να μη λείψουν κάποια επόμενη στιγμή από τον ασθενή σαν άτομο, αλλά και από το σύνολο των ασθενών. Είναι καλύτερο να είναι ευαισθητοποιημένος στο θέμα αυτό ο ιατρός, ώστε να συνυπολογίζει τον παράγοντα αυτό στην απόφαση του, στην οποία μάλιστα θα έχει τον πλέον βαρύνοντα ρόλο, καθώς και ο ιατρός από τη φύση του θα υπολογίζει περισσότερο το καλώς έχειν του ασθενούς, παρά θα αφήνει την απόφαση για το οικονομικό μέρος στα χέρια των διοικητικών, των τεχνοκρατών και των οικονομολόγων που θα αναγκάζονται να περικόπτουν τις δαπάνες όσο οι διατιθέμενοι πόροι θα περιορίζονται ή θα λείπουν. Οι δαπάνες για τη διάγνωση, θεραπεία και παρακολούθηση ασθενών με κακοήθεις νόσους έχουν γίνει αντικείμενο λεπτομερούς μελέτης στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Βορείου Αμερικής. Ειδικότερα, για τον καθορισμό του κόστους της ακτινοθεραπείας απαραίτητος είναι ο καθορισμός του αιτίου για τον οποίο γίνεται αυτός ο προσδιορισμός. Π.χ. εάν θέλουμε να ιδρύσουμε ένα καινούριο ακτινοθεραπευτικό τμήμα πρέπει να υπολογίσουμε το συνολικό κόστος από τα θεμέλια μέχρι το κόστος ανά ασθενή ανά συνεδρία. Σε άλλες περιπτώσεις αρκεί το κόστος θεραπείας ανά ασθενή ή η σχέση κόστους - αποτελεσματικότητας και κόστους - οφέλους. Στη συνέχεια αναφέρονται επιγραμματικά οι κύριες συνιστώσες του κόστους της ακτινοθεραπείας, χωρίς να λαμβάνουμε υπ' όψη απαραίτητες εργαστηριακές και παρακλινικές εξετάσεις κατά τη διάρκεια της θεραπείας, ούτε φυσικά το κόστος παρακολούθησης των ασθενών. Για τον υπολογισμό της σχέσης κόστους - αποτελεσματικότητας και κόστους - οφέλους απαιτούνται επιπλέον πληροφορίες, όπως η αποτελεσματικότητα της συγκεκριμένης θεραπείας και επίσης το κόστος εναλλακτικών θεραπειών. Κύριες συνιστώσες του υπολογισμού του κόστους της ακτινοθεραπείαςαποτελούν
οι: -Αρχική επένδυση. Κτίρια-Μελέτες ακτινοπροστασίας, Ακτινοθεραπευτικά μηχανήματα, Βοηθητικά μηχανήματα (εξομειωτής, ηλεκτρονικός υπολογιστής), Απόσβεση -Προσωπικό. Ιατρικό, Νοσηλευτικό, Βοηθητικό -Έξοδα συντήρησης. Συντήρηση και ανταλλακτικά μηχανημάτων. Συντήρηση κτιρίων, δαπάνες για ηλεκτρισμό και θέρμανση Μέχρι σήμερα, αρκετές μελέτες έχουν παρουσιάσει δεδομένα σχετικά με το κόστος της ακτινοθεραπείας, σε μια ποικιλία "πραγματικών" κλινικών καταστάσεων: Εξωτερική ακτινοθεραπεία ή βραχυθεραπεία, χρήση μηχανημάτων υψηλής ενέργειας, ασθενείς εσωτερικοί ή εξωτερικοί, ριζική ή παρηγορητική ακτινοθεραπεία. Σχολιάζοντας τις επί μέρους συνιστώσες, αναφέρουμε ότι: -Το αρχικό κεφάλαιο που επενδύεται στην ακτινοθερεραπεία είναι υψηλό σε σχέση με άλλες ιατρικές ειδικότητες. Αυτό οφείλεται κυρίως στο κόστος οικοδόμησης των ειδικά διαμορφωμένων χώρων και στο κόστος αγοράς των υψηλής τεχνολογίας, ακτινοθεραπευτικών μηχανημάτων. -Η απόσβεση του αρχικού κεφαλαίου καθορίζεται με βάση δημοσιοοικονομικά κριτήρια. Για την Ελλάδα αυτή η διαδικασία είναι άγνωστη; στην Αγγλία ο χρόνος απόσβεσης για τα ακτινοθεραπευτικά μηχανήματα είναι 15 χρόνια και για τους χώρους 60 χρόνια. -Ο υπολογισμός του κόστους του προσωπικού ποικίλλει από χώρα σε χώρα και από τμήμα σε τμήμα. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι το κόστος στην Αγγλία, σε τιμές 1989, ήταν κατά μέσο όρο 30 λίρες (22 έως 38 λίρες) ανά συνεδρία. Το κόστος αυτό επηρεάζεται από τον αριθμό των ασθενών που κάθε κέντρο περιθάλπει ανά έτος, εάν οι ασθενείς αυτοί είναι εσωτερικοί ή εξωτερικοί, από τον αριθμό των συνεδριών, καθώς και από το αν η θεραπεία είναι ανακουφιστική ή ριζική. Αναφερόμενοι στο θέμα της σχέσης κόστους - αποτελεσματικότητας και κόστους - οφέλους, τα πράγματα γίνονται ακόμη πιο σύνθετα. Οι στόχοι των αντικαρκινικών θεραπειών είναι και πολλαπλοί (ίαση, επιμήκυνση προσδόκιμου επιβίωσης, ανακουφιστική αγωγή), αλλά και αρκετές φορές δύσκολο να αντικειμενοποιηθούν (ποιότητα ζωής).