ΤΟ ΒΑΛΣ ΜΙΑΣ ΖΩΗΣ
Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται από τις διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας (Ν 2121/1993 όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) και από τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται απολύτως, χωρίς γραπτή άδεια του εκδότη, η κατά οποιονδήποτε τρόπο ή οποιοδήποτε μέσο (ηλεκτρονικό, μηχανικό ή άλλο) αντιγραφή, φωτοανατύπωση, και εν γένει αναπαραγωγή, εκμίσθωση ή δανεισμός, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση στο κοινό, σε οποιαδήποτε μορφή και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου. ΒΑΣΩ ΑΠΟΣΤΟΛΟΠΟΥΛΟΥ-ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ ΤΟ ΒΑΛΣ ΜΙΑΣ ΖΩΗΣ Βάσω Αποστολοπούλου-Αναστασίου: vassapostol@gmail.com διορθώσεις κειμένου: Κωνσταντίνα Σαρρή σχεδιασμός εξωφύλλου: Κατερίνα Αντωνάκη 2010 εκδόσεις ΙΒΙΣΚΟΣ Ηροδότου 31, 15122 Μαρούσι τηλ: 210 8021333 - φαξ: 211 0135560 http://www.iviskospublications.gr e-mail: info@iviskospublications.gr ISBN 978-960-98547-7-1 εκδόσεις ΙΒΙΣΚΟΣ
Σε μια πολύ ευαίσθητη γυναίκα: τη μητέρα μου Σε έναν πολύ ξεχωριστό άντρα: τον πατέρα μου Στην αγάπη τους
Λίγα λόγια από καρδιάς Η ιστορία που θα διαβάσετε είναι αληθινή. Η ιστορία των γονιών μου. Το παραμύθι των παιδικών μου χρόνων. Το έμαθα αποσπασματικά, σε κουβέντες ανάμεσα στη γιαγιά μου, τη μάνα μου και τις αδελφές της, όταν νόμιζαν ότι δεν άκουγα, ότι έπαιζα δίπλα τους χωρίς να προσέχω τι έλεγαν. Μεγαλώνοντας έβαλα τα κομμάτια σε σειρά, συμπλήρωσα τα κενά ρωτώντας, και το παραμύθι έγινε μια ιστορία που πάντα μου άρεσε να διηγούμαι. «Να τα γράψεις όλα αυτά», ήταν η μόνιμη προτροπή όσων είχαν την διάθεση να με ακούσουν. Και η δική μου κρυφή επιθυμία και πρόθεση. Η ιστορία ήταν πάντα εκεί ο χρόνος έλειπε. Ή νόμιζα πως έλειπε. Κι αν δεν ήταν ο Χρήστος να μου πει: «Άσε τις δικαιολογίες και ξεκίνα να γράφεις καμιά φορά», ίσως να μη διαβάζατε τώρα αυτές τις γραμμές. Αυτό έγινε τρία περίπου χρόνια πριν, Φεβρουάριο μήνα, γυρίζοντας από την Άνδρο με την «ΠΗΝΕΛΟ- ΠΗ». Οι πρώτες λοιπόν ευχαριστίες ανήκουν σ αυτόν. Τον αγαπημένο μου αδελφό. Τον φίλο μου! Και στην Ελευθερία, τη γυναίκα του. Τη φίλη κι αδελφή μου. Που πίστεψε σε μένα και ήταν εκείνη που με έφερε σε επαφή με τη Βίκυ Κάουλα, της ομάδας των εκδοτών του «Ιβίσκου», την οποία επίσης ευχαριστώ θερμά. Όπως θερμά ευχαριστώ την Έφη Λάζου και τον Πλάτωνα Μαλλιάγκα, τα άλλα μέλη της ομάδας, που γνώρισα ένα βράδυ στο φιλολογικό πατάρι του «Λωτού». Ο πατέρας μου, ο Ορέστης της ιστορίας, ήταν ο πρώτος αναγνώστης του βιβλίου. Κεφάλαιο στο κεφάλαιο, εκτύπωση στην εκτύπωση, καθ όλη τη διάρκεια της συγγραφής του. Παρατηρήσεις, πληροφορίες, σχόλια. Αναμνήσεις, συγκίνηση, ικανοποίηση. Ζήσαμε μαζί όλη την ιστορία από την αρχή. Κάναμε μαζί όλο το ταξίδι μέχρι το τέλος. Σ ευχαριστώ, πατέρα μου, για την πολύτιμη παρουσία σου στη ζωή μου! Και για την αμέριστη υποστήριξή σου! Στο τμήμα του νοσοκομείου, όπου υπηρετώ, η ιστορία είναι λίγο πολύ γνωστή. Μια από τις πολλές ιστορίες της ώρας του καφέ, όταν «έκοβε» για λίγο η δουλειά της εφημερίας και κάναμε διάλειμμα. «Να τα γράψεις σε βιβλίο», μου έλεγαν τα κορίτσια συγκινημένα. Τις ευχαριστώ πολύ όλες. Άφησα για το τέλος την οικογένειά μου. Τους γιους μου, Παναγιώτη και Κωνσταντίνο. Ό,τι καλύτερο έχω κάνει στη ζωή μου. Που άκουγαν κι αυτοί, με τη σειρά τους, το παραμύθι μου. Που μου έκαναν δώρο το notebook για ν αρχίσω να γράφω. Η βοήθεια του Κωνσταντίνου στη χρήση του Η/Υ ουσιαστική και πολύτιμη. Και στο σπίτι του Παναγιώτη, στη Γενεύη, έγραψα το «ΤΕΛΟΣ» στο βιβλίο. Παιδιά μου αγαπημένα! Σας ευγνωμονώ που υπάρχετε! Και, βέβαια, τον Μανώλη, τον άντρα μου. Σύντροφο ζωής, ανεκτίμητο, φίλο, στήριγμα. Τριάντα πέντε χρόνια μαζί! Από το Πανεπιστήμιο. Πάντα εκεί. Δίπλα μου. Στα όμορφα και στα δύσκολα και δεν ήταν λίγα! Ο πιο ένθερμος υποστηρικτής της προσπάθειάς μου, κριτής αυστηρός 8 9
και ενθουσιώδης συνάμα. Το βιβλίο τού χρωστάει πολλά κι εγώ το ίδιο. Δεν του λέω ευχαριστώ, μου ακούγεται φτωχό, αναντίστοιχο. Εκείνος ξέρει! ΥΓ. 1: Το ημερολόγιο της Χριστίνας, που αναφέρεται στην επίθεση των ανταρτών στην πόλη, είναι ένα μεγάλο απόσπασμα από το αυθεντικό. Πιστή αντιγραφή από το φθαρμένο τετράδιο με τις λεπτές (σαν τσιγαρόχαρτο πια) σελίδες και τις μισοσβησμένες λέξεις, γραμμένες βιαστικά και στα σκοτεινά με πένα και μελάνι. Κειμήλιο πολύτιμο εξήντα και πλέον χρόνων, φυλαγμένο ευλαβικά σε ειδικό φάκελο. Μη τυχόν και μου σκορπίσει. Μην τύχει και χαθεί το μοναδικό ντοκουμέντο της εποχής που έχω από την Χριστίνα, τη μάνα μου! ΥΓ. 2: Η μάχη του στρατού με τους αντάρτες στην Πέτρα Γκιούρου, στην Έδεσα, είναι επίσης αυθεντική ιστορία. Μου την αφηγήθηκε ο πατέρας μου κάποιο βράδυ, μπροστά στο αναμμένο τζάκι. Απρόθυμα, πρέπει να ομολογήσω, και μετά από δική μου επίμονη απαίτηση. Άγριο πράγμα ο πόλεμος, ειδικά ο συγκεκριμένος, και δεν ήθελε να με φορτίζει με τις σκοτεινές του σελίδες. Ακριβώς όπως ήθελε να προστατέψει και τότε τη Χριστίνα. Ομολογώ πως η περιγραφή με αναστάτωσε, κι ας έχουν περάσει τόσα χρόνια, και με βοήθησε να καταλάβω, έστω και αμυδρά, την αγωνία που βίωνε η Χριστίνα για τον άντρα της, τον πατέρα μου! Βάσω Αποστολοπούλου-Αναστασίου Νοέμβριος 2010 10
Η Χριστίνα ξανάκανε νόημα στην Ευγενία. Η μικρή πλησίασε και κοίταξε πάνω από τον ώμο της αδελφής της, κάτω στη σάλα. Ήταν καλά κρυμμένες πίσω από τη σχεδόν κλειστή πόρτα του δωματίου τους που άφηνε ένα μικρό άνοιγμα, ίσα ίσα για να βλέπουν τη φωτισμένη είσοδο του σπιτιού και ένα τμήμα του τραπεζιού όπου ήταν το τηλέφωνο. Εδώ και τρία βράδια, που είχε εγκατασταθεί το αρχηγείο στο σπίτι, κι αφού βεβαιώνονταν ότι η Ευτέρπη είχε αποκοιμηθεί, σηκώνονταν αθόρυβα από τα κρεβάτια τους και παρακολουθούσαν για κάμποση ώρα την κίνηση κάτω, κάνοντας σχόλια για όποιον και ό,τι τους φαινόταν παράξενο ή ενδιαφέρον, πνίγοντας κάθε τόσο κάποιο γέλιο. Απόψε ωστόσο η Χριστίνα ήταν ασυνήθιστα σοβαρή και σιωπηλή. Η Ευγενία την κοίταξε με απορία και κάτι πήγε να πει, σταμάτησε όμως όταν είδε την εξώπορτα να ανοίγει και να μπαίνουν μέσα ο Πετρίτης με τον Αντωνιάδη. Με τον έναν από αυτούς, τον ψηλό με τα καστανά μαλλιά, είχε πιάσει κουβέντα το απόγευμα γυρνώντας από το σχολείο με αφορμή μια κιθάρα δίπλα στο γραφείο όπου καθόταν και μελε- 13
τούσε χάρτες και έγγραφα. Η Ευγενία την περιεργάστηκε για λίγο κι ο Χρήστος έτσι της συστήθηκε της υποσχέθηκε να της παίξει ένα τραγούδι με την πρώτη ευκαιρία, κερδίζοντας έτσι τη συμπάθειά της. Τον άλλον τον είχε πάρει το μάτι της να μιλά με το διοικητή, της είχε φανεί όμως πολύ σοβαρός και απόμακρος και αποφάσισε πως δεν την ενδιέφερε και πολύ να τον γνωρίσει. Την ίδια στιγμή τους είδε κι η Χριστίνα και της τράβηξε το χέρι. Το πρόσωπό της είχε μια παράξενη έκφραση που η μικρή έβλεπε για πρώτη φορά, μια έκφραση που δεν μπορούσε να καταλάβει. «Τον βλέπεις αυτόν τον αξιωματικό που μπήκε τώρα μόλις μέσα;» τη ρώτησε ψιθυριστά. «Δεν μπήκε ένας, δύο μπήκαν. Ποιoν λες, τον ψηλό τον ωραίο;» της απάντησε το ίδιο σιγανά η μικρή, αγνοώντας τελείως τον Πετρίτη. «Όχι, παιδάκι μου», της είπε η άλλη ανυπόμονα, «τον άλλον σου λέω, τον μελαχρινό, με τα μυστήρια σκούρα μάτια και τις φαρδιές πλάτες». «Α, λες τον ακατάδεχτο που δε λέει ούτε καλημέρα; Τον είδα χτες στη σάλα καθώς γυρνούσα από το σχολείο κι ούτε που μου έδωσε σημασία. Τι τρέχει μ αυτόν;» «Αυτός είναι ο άντρας που θα παντρευτώ!» είπε ήσυχα η Χριστίνα. Περβόλι Τρίτη 23 Μαΐου Έβρεχε. Μια μονότονη, σιγανή και επίμονη βροχή, σαν βουβό κλάμα. Τα σύννεφα βαριά, μολυβένια, ακίνητα, σκέπαζαν τον κάμπο μέχρι εκεί που έφτανε το βλέμμα της. Η γραμμή του ορίζοντα χαμένη, λες κι ο ουρανός είχε γίνει ένα με τη γη. Το βουνό στο βάθος μόλις που ξεχώριζε, με τον σκούρο όγκο του να διαγράφεται αχνά και το περίγραμμά του να σκορπίζεται στην ομίχλη που το αγκάλιαζε. Οι δυο μακριές σειρές από λεύκες, δεξιά και αριστερά του δρόμου, χώριζαν τον κάμπο στη μέση και χάνονταν σε μια μακρινή στροφή κοντά στο ποτάμι. Ο άνεμος είχε από ώρα κοπάσει και αυτή η ησυχία είχε κάτι το απόκοσμο, σ ένα τοπίο αλλόκοτο που άλλαζε σχήματα καθώς έπεφτε η νύχτα, η νύχτα που τόσο την τρόμαζε. Η Χριστίνα, κοντά στο παράθυρο, έβλεπε το σκοτάδι να πυκνώνει και πάλευε να βάλει σε τάξη τις σκέψεις της, ένα 14 15
κουβάρι στο μυαλό της. Τα γεγονότα των τελευταίων ημερών γίνονταν χείμαρρος που μέσα του χάνονταν κι ένιωθε να της κόβεται η ανάσα. Έριξε μια ματιά γύρω. Ακόμα δεν ήξερε πού βρίσκεται. Το σπίτι ήταν παλιό, πέτρινο, με χοντρούς τοίχους και μικρά παράθυρα με φαρδιά πεζούλια πάνω σ ένα τέτοιο πεζούλι καθόταν τώρα και προσπαθούσε να διακρίνει κάποιο σημάδι έξω, κάτι που να αναγνωρίσει ή να θυμηθεί. Μάταιος κόπος. Ήταν στη μέση του πουθενά, μόνη και κλειδωμένη σ ένα δωμάτιο, χωρίς καμιά δυνατότητα επικοινωνίας ή διαφυγής. Σηκώθηκε, πήγε ξανά στη βαριά ξύλινη πόρτα και δοκίμασε για πολλοστή φορά να την ανοίξει χωρίς αποτέλεσμα. Το βλέμμα της ταξίδεψε στο χώρο γύρω της. Το στενό κρεβάτι με το χοντρό υφαντό σκέπασμα ακουμπούσε στον τοίχο που στόλιζε μια παλιά μπατανία, ξεθωριασμένη από τον καιρό, με μια παράσταση από κυνήγι δυο σκυλιά που έτρεχαν πίσω από ένα λαγό και ο κυνηγός στο βάθος. Αισθάνθηκε λίγο σαν το λαγό, κυνηγημένη κι ανήμπορη να ξεφύγει, με την ίδια πιθανόν απορία «γιατί;» Μόνο που εκείνη γνώριζε την απάντηση. Και ξαφνικά γέμισε θυμό. Μέχρι τώρα τα συναισθήματα που κυριαρχούσαν μέσα της ήταν φόβος και αγωνία για το τι θα συμβεί μετά. Για πρώτη φορά από την Κυριακή, από τη στιγμή που βρέθηκε χωρίς καλά καλά να το καταλάβει μέσα στο ταξί, ένιωσε να την πλημμυρίζει οργή. Με ποιο δικαίωμα την κρατούσαν εδώ φυλακισμένη; Ποιος νόμος τους επέτρεπε να καταπατούν το δικό της δικαίωμα να αποφασίζει για τη ζωή της; Εδώ και μήνες η ατμόσφαιρα στο σπίτι ήταν βαριά, έπειτα από την ολέθρια εκείνη βραδιά των Χριστουγέννων. Η κατάσταση τις τελευταίες μέρες είχε γίνει οριακή και προμήνυε καταιγίδα. Η τελική σύγκρουση την Κυριακή το μεσημέρι και οι κουβέντες πίσω από τις κλειστές πόρτες είχαν σημάνει συναγερμό στο μυαλό της. Κάτι ετοίμαζαν, κάτι δραστικό για να αντιμετωπίσουν αυτό που εκείνοι ονόμαζαν πείσμα και ανυπακοή, ενώ η ίδια δικαίωμα αυτονόητο να ορίζει τη ζωή της. Τι όμως; Η μάνα της την είχε προειδοποιήσει, δεν περίμενε όμως να κινηθούν τόσο άμεσα. Το κατάλαβε όταν ήταν πια πολύ αργά, την ώρα που κατέβαινε τη σκάλα της βίλας τρέχοντας, με τον αδελφό της να την ακολουθεί και να την βάζει σχεδόν βίαια στο αυτοκίνητο που περίμενε με τη μηχανή αναμμένη. Θα την έκρυβαν. Και μάλιστα τώρα! Αφού οι συζητήσεις, τα κηρύγματα και, τέλος, οι απειλές δεν κατάφεραν να της αλλάξουν γνώμη, θα την απομάκρυναν με το ζόρι. Μια εικόνα σχηματίστηκε στο μυαλό της, αυτή που πρόλαβε να συγκρατήσει η ματιά της σαν τελευταία εντύπωση από το χώρο γύρω της καθώς κατέβαινε τα σκαλιά. Εκείνη τη στιγμή, τυφλωμένη από τα δάκρυα και το θυμό, είχε την εντύπωση πως δεν έβλεπε τίποτα. Τώρα ωστόσο, δύο εικοσιτετράωρα μετά, η εικόνα αυτή ερχόταν σαν φωτογραφία μπροστά της με μια εκπληκτική ευκρίνεια. Ήταν κάπως σαν να είχε σταματήσει ο χρόνος για λίγο και εκείνη να παρατηρούσε προσεχτικά πρόσωπα και πράγματα. Σαν να έβλεπε ένα ταμπλό βιβάν, όπως αυτά που με τόσο ενθουσιασμό είχε ετοιμάσει για τη θεατρική παράσταση που ανέβασε με τα παιδιά της κατασκήνωσης το περασμένο καλοκαίρι. Ο πατέρας της βλοσυρός, με μια ανεξιχνίαστη έκφραση στο πρόσωπό του, στεκόταν στην κορυφή της σκάλας αμίλητος αλλά, προφανώς, απόλυτα σύμφωνος με την όλη εξέλιξη. Ποτέ της δεν μπόρεσε να τον καταλάβει καλά γιατί, 16 17
πέρα από όλα τα άλλα, ποτέ δεν άφησε κανένα από τα παιδιά του να τον πλησιάσει αρκετά. Πάντα ήταν απόμακρος, λιγομίλητος και αυστηρός στις λίγες κουβέντες που αντάλλασσε μαζί τους. Κάπως έτσι φερόταν και στη μητέρα της και η Χριστίνα μεγάλωσε πιστεύοντας πως η σχέση ανάμεσα στα ζευγάρια ήταν μια άχαρη, πληκτική και αδιάφορη σύμβαση που, από πολύ νωρίς, αποφάσισε ότι δεν την ενδιέφερε καθόλου να βιώσει. Η ίδια ήταν ένα ζωηρό, ατίθασο και χαρούμενο πλάσμα γεμάτο ανησυχίες και όρεξη για ζωή ακριβώς τα στοιχεία που εξόργιζαν τον πατέρα της και προκαλούσαν πολύ συχνά το θυμό και τις τιμωρίες του. Εκείνος σαφώς προτιμούσε το χαρακτήρα και τη συμπεριφορά της μεγαλύτερης αδελφής της, της υπάκουης και φρόνιμης Ευτέρπης. Η Ευτέρπη! Δε θα μπορούσαν να είναι πιο διαφορετικές οι δύο αδελφές. Τόσο που η Χριστίνα αναρωτιόταν ώρες ώρες αν ήταν πραγματικό παιδί των γονιών της ή αν την «είχαν πάρει από τους γύφτους» όπως την πείραζε ο αδελφός της όταν ήταν μικρά παιδιά αλήθεια, πόσοι αιώνες είχαν περάσει από τότε; Δεν έμοιαζαν καθόλου ούτε στην εμφάνιση ούτε στο χαρακτήρα. Η Ευτέρπη, εφτά χρόνια μεγαλύτερή της, ήταν μέτρια στο ανάστημα με μαύρα μαλλιά και μάτια σαν τη μητέρα τους. Σαν τη μητέρα, ήταν κι αυτή χαμηλών τόνων άτομο, υπάκουη, υποχωρητική, χωρίς το θάρρος της γνώμης της, ακόμα και για θέματα που ήταν σημαντικά και την αφορούσαν άμεσα, με μοιραία, όπως αποδείχτηκε αργότερα, αποτελέσματα. Έτσι, όταν τελείωσε το δημοτικό, ο πατέρας αποφάσισε να μη συνεχίσει το σχολείο, αλλά να μείνει στο σπίτι για να βοηθά τη μητέρα στις δουλειές και τη φροντίδα των άλλων παιδιών που είχαν προστεθεί εν τω μεταξύ στην οικογένεια του Στέφανου, της Χριστίνας, του Περικλή (που χάθηκε στα πέντε του) και της νεογέννητης Ευγενίας. Η Ευτέρπη δε διαμαρτυρήθηκε γι αυτή την απόφαση, τουλάχιστον όχι φανερά. Ο λόγος του πατέρα ήταν νόμος και είναι αλήθεια ότι το σχολείο την δυσκόλευε λίγο. Έμεινε λοιπόν στο σπίτι με προορισμό να γίνει μια καλή νοικοκυρά και στόχο την αποκατάσταση με ένα καλό γάμο στόχος κοινός για τα περισσότερα κορίτσια εκείνη την εποχή. Λίγες ήταν οι κοπέλες που συνέχιζαν στο γυμνάσιο και ακόμα λιγότερες εκείνες που έκαναν ανώτερες σπουδές. Ο πατέρας τους, προς τιμήν του, ήθελε να σπουδάσουν όλα τα άλλα παιδιά του, τόσο ο γιος όσο και οι κόρες του, όπως και έγινε τελικά. Την Ευτέρπη θα φρόντιζε να την παντρέψει με ένα καλό συνοικέσιο. Η Χριστίνα δεν έβλεπε τη μεγάλη αδελφή της μέσα στο ταμπλό βιβάν του μυαλού της. Ήταν από ώρες κλεισμένη στο κελάρι, μετά τις δραματικές εξελίξεις στο μεσημεριανό φαγητό και την έκρηξη που φανέρωσε τα συναισθήματα που χρόνια φουρτούνιαζαν μέσα της: απογοήτευση για τη ζωή της και την τροπή που είχε πάρει, αγανάκτηση για τις επιλογές του πατέρα της σε σχέση με την τύχη της, και οργή. Πάνω απ όλα οργή για την ατίθαση και ανυπάκουη αδελφή της που δεν εννοούσε να πειθαρχήσει στις αποφάσεις του πατέρα τους και που αδιαφορούσε για τις συνέπειες των πράξεών της στην οικογένεια και, κυρίως, στην ίδια. Οργή και καλά κρυμμένη ζήλια. Όσο κι αν δεν ήθελε να το παραδεχτεί, κατά βάθος την ζήλευε και η Χριστίνα το ήξερε αυτό. Το ήξερε, εν μέρει την δικαιολογούσε και ως 18 19
ένα βαθμό την κατανοούσε και την συγχωρούσε. Έβλεπε ότι η ζωή της Ευτέρπης ήταν επίπεδη, γκρίζα και μονότονη κι αυτό την έθλιβε. Κακές επιλογές, απρόβλεπτα γεγονότα και μοιραίες εξελίξεις είχαν λεηλατήσει λίγο λίγο τις μέρες, τους μήνες και τα χρόνια της και είχαν συρρικνώσει τον ορίζοντα των προοπτικών της. Τώρα, σε ηλικία είκοσι οκτώ χρόνων, είχε ήδη αρχίσει να θεωρείται «μεγαλοκοπέλα» στην κλειστή κοινωνία της μικρής τους πόλης όπου τα κορίτσια παντρεύονταν νωρίς, το πολύ μέχρι την ηλικία των είκοσι-είκοσι δύο ετών, ακόμα και στις σπάνιες περιπτώσεις αυτών που σπούδαζαν. Το χειρότερο ήταν πως και η ίδια έβλεπε κάπως έτσι τον εαυτό της και φερόταν ανάλογα, κάτι που δυσκόλευε τις σχέσεις της με τους άλλους και καταδίκαζε από την αρχή τις προσπάθειες των γονιών της να την αποκαταστήσουν. Χωρίς διέξοδο Η πόρτα άνοιξε ξαφνικά κάνοντάς την να τιναχτεί ξαφνιασμένη, βυθισμένη καθώς ήταν στις σκέψεις της, και είδε τον αδελφό της να μπαίνει στο δωμάτιο. Ήταν ψηλός ο Στέφανος και η παρουσία του γέμιζε το χώρο. Τα μάτια του, γαλανά σαν του πατέρα τους, είχαν κάποιες φορές την παγωνιά του μέταλλου. Με ένα τέτοιο βλέμμα την κοίταζε τώρα, γεμάτο μομφή για τα καμώματα και θυμό για την ανυπακοή της. «Λοιπόν;» την ρώτησε. «Πιστεύω είχες όλο το χρόνο να σκεφτείς πόσο απαράδεκτη ήταν η συμπεριφορά σου και το θράσος σου να σηκώσεις επανάσταση. Πώς σου πέρασε από το μυαλό πως θα μπορούσες να πας κόντρα στον πατέρα; Από πότε έγινες ανεξάρτητη κι αποφασίζεις χωρίς να ρωτάς κανέναν; Κοίτα, κακομοίρα μου, να συμμαζευτείς και να κάνεις αυτό που σου λέμε γιατί θα έχουμε άσχημα ξεμπερδέματα». 20 21