Φιλολογικό Φροντιστήριο http://www.filologikofrontistirio.gr Πανελλήνιες 2014 Ενδεικτικές απαντήσεις στη Νεοελληνική Λογοτεχνία Α1 Είναι γνωστό ότι η ειδοποιός διαφορά μεταξύ πεζογραφίας και δραματικού (θεατρικού) έργου είναι ότι η πρώτη στηρίζεται κυρίως στη διήγηση (δηλαδή την αφήγηση γεγονότων από κάποια απρόσωπη φωνή που δε συμμετέχει στη δράση), ενώ το δεύτερο στη μίμηση (δηλαδή, την εκφορά του λόγου από τους ίδιους τους ήρωες, με μονολόγους ή διαλόγους). Στο Αμάρτημα της μητρός μου, παρατηρούμε ότι η εκφορά του λόγου γίνεται σε α πρόσωπο και ότι ο αφηγητής δεν είναι απλά ο συγγραφέας που διηγείται την ιστορία αλλά ένα πρόσωπο ανάμεσα στα άλλα (δραματοποιημένος-ομοδιηγητικός), που μιλάει κι αυτό με εκτενείς μονολόγους ή παρεμβαίνει στο διάλογο, παρουσιάζοντας τα γεγονότα μέσα από τη δική του περιορισμένη οπτική γωνία. Η μετατροπή του αφηγητή σε ισότιμο πρόσωπο του έργου μεταβάλλει αυτόματα τη διήγηση σε μίμηση, δηλ. το διήγημα σε θεατρογράφημα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα θα μπορούσε να θεωρηθεί το χωρίο: «Από της στιγμής ταύτης η μήτηρ μας ήρχισε να επιδαψιλεύη ως εάν ήτον εδικός του», στο οποίο ο αφηγητής μιλά άλλοτε σε α πληθυντικό πρόσωπο ως εκπρόσωπος των αδελφών του και άλλοτε σε α ενικό, όταν αναφέρεται στην προσωπική του περιπέτεια. Εξάλλου, συχνά ο αφηγητής σωπαίνει και το λόγο παίρνουν οι ήρωες αναπτύσσοντας μονολόγους ή διαλόγους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο διάλογος του Γιωργή με τη μητέρα του λίγο πριν την εξομολόγηση του αμαρτήματος με τον οποίο η Δεσποινιώ προσπαθεί να πείσει το γιο της να τη βοηθήσει να υιοθετήσει το κορίτσι που βρήκε στο δρόμο: «_Δος το πίσου το Κατερινιώ Είναι δικό μου το παιδί και είναι αδερφή σας». Ωστόσο, το έργο του Βιζυηνού μας έχει παραδοθεί σε αφηγηματική και όχι σε σκηνική μορφή και η θεατρικότητά του, όπως παρατηρεί ο Π. Μουλλάς, «είναι ζήτημα ρυθμού», δηλαδή φαίνεται στις συνεχείς εναλλαγές διήγησης και μίμησης, δηλαδή «αφηγηματικών σελίδων» και «σκηνών». Με τις «σκηνές» ο λόγος μοιράζεται στα
πρόσωπα του έργου και η λειτουργία του αφηγητή περιορίζεται σημαντικά ή ουσιαστικά καταργείται. Έτσι ο αναγνώστης έχει την ψευδαίσθηση ότι δεν ακούει μια φωνή που διηγείται αλλά ότι είναι παρών στα διαδραματιζόμενα. Παρατηρούμε επίσης ότι οι σκηνές διαδραματίζονται και σε διαφορετικούς χώρους που εναλλάσσονται όπως τα σκηνικά του θεάτρου (το εσωτερικό του σπιτιού, η αυλή του, η εκκλησία...). Τέτοια σκηνή στο συγκεκριμένο απόσπασμα μπορεί να θεωρηθεί η σκηνή της πρώτης υιοθεσίας, η οποία ακολουθεί μετά την αφήγηση των οικονομικών δυσχερειών που αντιμετώπιζε η οικογένεια: «Ήδη αύτη η υιοθέτησις εγένετο εισήλθον και εξενίσθησαν παρ ημιν». Στη συγκεκριμένη σκηνή, η οποία ξεκινάει από την εκκλησία και ολοκληρώνεται στην αυλή του σπιτιού της Δεσποινιώς, ο αφηγητής περιγράφει με ενάργεια τις κινήσεις και την εμφάνιση των προσώπων, ενώ τη στιγμή που η τελετή κορυφώνεται δίνει και τα λόγια του πρωτόγερου. Β1. Η γλώσσα της πεζογραφίας την εποχή του Βιζυηνού είναι η καθαρεύουσα (η λόγια). Έτσι, και ο ίδιος είναι υποχρεωμένος να γράφει σ αυτήν και μάλιστα με ιδιαίτερη δεξιοτεχνία εξαιτίας της υψηλής του μόρφωσης και της ακαδημαϊκής του παιδείας. Ωστόσο είναι θερμός υπέρμαχος της δημοτικής και ηκαθαρεύουσα η δική του είναι χαλαρή και ανοιχτή σε πολλές λέξεις και τύπους της λαϊκής γλώσσας, είναι μια «εκλαϊκευμένη καθαρεύουσα», αν θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ένας τέτοιος όρος. Ειδικότερα, στα αφηγηματικά μέρη χρησιμοποιούνται λόγιοι και αρχαιοπρεπείς τύποι (να επιδαψιλεύη) και αφηρημένες έννοιες. Χρησιμοποιεί, δηλαδή, μια γλώσσα λογική και αναλυτική. Ακόμη κι όταν διαλέγεται με τη μητέρα του σε ώριμη ηλικία, χρησιμοποιεί πιο εκλεπτυσμένη γλώσσα: «Μα εκείνη θα ήτο παιδί σου, καθώς και εγώ». Χαρακτηριστικά παραδείγματα καθαρεύουσας θα μπορούσαν να θεωρηθούν: ως εάν ήτο σάρξ εκ της σαρκός και οστούν εκ των οστών της», «η μήτηρ μου προηγηθήσαν μετά του κορασίου», «εξενίσθησαν παρ ημίν», «επλανώμην νοσταλγών εν τη ξένη», «ανεφώνει η μήτηρ μου κύπτουσα συμπαθητικώς επί της μορφής του νηπίου».. Όμως, στα διαλογικά μέρη χρησιμοποιεί, μια απλή δημοτική, συχνά εμπλουτισμένη με θρακικές ιδιωματικές λέξεις (ήταν ο πρώτος που
χρησιμοποίησε δημοτική στη διηγηματογραφία), γιατί δε θα ήταν καθόλου αληθοφανές να παρουσιάζονται οι ήρωες σε ένα ηθογραφικό διήγημα, του οποίου η ιστορία διαδραματίζεται στην ελληνική ύπαιθρο, να μιλούν καθαρεύουσα. Ωστόσο, βάζει πού και πού κάποιες λόγιες καταλήξεις ή «καλλωπίζει» τις λέξεις της δημοτικής. Σε γενικές γραμμές θα λέγαμε ότι οι χαρακτήρες μιλούν πάντα μια γλώσσα ανάλογη με την ηλικία τους ή τη μόρφωσή τους, την κοινωνική τους θέση ή την καταγωγή τους, γεγονός που καθορίστηκε βασικά με το κριτήριο της αληθοφάνειας. Χαρακτηριστικά παραδείγματα δημοτικής θα μπορούσαν να θεωρηθούν: «Το κακότυχο δεν το έφθανε πως εγεννήθη κοιλιάρφανο, μον απέθανε και η μάνα του και το αφήκε μες στη στράτα!», «Και τι φταίγει το φτωχό, σαν έγινεν όπως το έπλασεν ο Θεός», «Το επήρα τριών μηνών πάνω από το λείψανο της μάνας του. Και οσάκις έκλαιγε, του έβαζα το βυζί μου στο στόμα του, για να το πλανέσω», «Δος το πίσου το Κατερινιώ Αυτή τη φορά σε το λέγω με τα σωστά μου! Εγώ θα σε φέρω μιαν άλλην αδελφήν από την Πόλι». Ο Παν. Μουλλάς σημειώνει σχετικά: «Είναι αξιοσημείωτο ότι οι δυο γλωσσικοί κώδικες που χρησιμοποιούνται από τον Βιζυηνό, της καθαρεύουσας και της δημοτικής, λειτουργούν όχι μόνο ως ρεαλιστικά σήματα, αλλά κυρίως ως δείκτες πολιτισμικών και κοινωνικών διαφορών. Καθαρεύουσα μιλούν ο αφηγητής των διηγημάτων... δηλ. Έλληνες και ξένοι με προσβάσεις στην παιδεία, στην εξουσία και τον πλούτο. Απεναντίας η δημοτική είναι ο κώδικας των φτωχών και των καταφρονεμένων, Ελλήνων και Τούρκων: των συγγενών του αφηγητή... Με γεωγραφικά κριτήρια, θα τοποθετούσαμε γενικά την καθαρεύουσα του Βιζυηνού στα αστικά κέντρα και στην ευρωπαϊκή Δύση, ενώ τη δημοτική του στην ύπαιθρο της ελληνοτουρκικής Ανατολής». Σύμφωνα με την άποψη, τέλος, του Κ. Μπαλάσκα (Γεώργιος Βιζυηνός, Ο Μοσκώβ Σελήμ, Επικαιρότητα): «Η καθαρεύουσα του Βιζυηνού ανοίγει το δρόμο στη δημοτική, όχι μόνο γιατί οι ήρωες μιλούν στη δημοτική, αλλά κυρίως γιατί ο ίδιος ο συγγραφέας διακατέχεται από το λαϊκό αίσθημα». Β2α Η χρονική διάρκεια που καλύπτουν τα γεγονότα της ιστορίας (αφηγημένος χρόνος ή χρόνος της ιστορίας) είναι 28 περίπου χρόνια. Πρόκειται δηλαδή για μια ιστορία μεγάλης χρονικής διάρκειας που ο
συγγραφέας προσπάθησε να συμπυκνώσει σε ένα αφήγημα περιορισμένης έκτασης. Για να πετύχει τη σύνοψη του χρόνου της ιστορίας ο αφηγητής χρησιμοποίησε δύο βασικές τεχνικές: την περιληπτική απόδοση των γεγονότων (περίληψη) και την παράλειψη γεγονότων που δεν υπηρετούν το σκοπό της αφήγησής του (έλλειψη, αφηγηματικά κενά). Με τους τρόπους αυτούς η εξέλιξη της αφήγησης επιταχύνεται (ρυθμοί επιτάχυνσης) και ο χρόνος της αφήγησης περιορίζεται. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το σημείο όπου «μια ολόκληρη περίοδος από τη ζωή του υιοθετημένου κοριτσιού συνοψίζεται σε τέσσερα ρήματα: «Πριν δε κατορθώσω να επιστρέψω, το ξένον κοράσιον ηυξήθη, ανετράφη, επροικίσθη και υπανδρεύθη, ως εάν ήτο αληθώς μέλος της οικογενείας μας» (Παν. Μουλλάς). Η σύνοψη του χρόνου στο συγκεκριμένο σημείο επιβάλλεται, εφόσον ο αφηγητής είναι απών από τα δρώμενα (λείπει στην ξενιτειά) και συνεπώς δεν μπορεί να γνωρίζει με κάθε λεπτομέρεια όσα συνέβαιναν στο σπίτι του κατά τη διάρκεια της απουσίας του. Περιορίζεται λοιπόν σε μία περιληπτική απόδοση των γεγονότων, υπηρετώντας την ρεαλιστική πρόθεση του διηγήματος, το αίτημα για αληθοφάνεια. Επιπλέον, εστιάζει για λόγους αφηγηματικής οικονομίας, στην ανατροφή και το γάμο της θετής κόρης και προσπερνά γρήγορα ή παραλείπει εντελώς γεγονότα, που θα τον έκαναν να αποκλίνει από το κεντρικό του θέμα που είναι η υπερβολική αδυναμία και οι θυσίες της Δεσποινιώς για το θετό κορίτσι. Άλλωστε, οι ιδιαίτερες περιποιήσεις που απολάμβανε η θετή κόρη τονίζουν ακόμη περισσότερο την αχαριστία της και καθιστούν ακόμη πιο αδικαιολόγητη την εμμονή της Δεσποινιώς να προχωρήσει και σε δεύτερη υιοθεσία, λίγο μετά τους γάμους της πρώτης θετής κόρης, ενισχύοντας την αινιγματικότητα του χαρακτήρα της και καθιστώντας απολύτως δικαιολογημένη την άρνηση των αγοριών. Με τον τρόπο αυτό προωθείται η πλοκή και η αφήγηση βαίνει προς την επίτευξη του τελικού στόχου, που είναι η αποκάλυψη του αμαρτήματος. Προσπερνά γρήγορα λεπτομέρειες που δεν έχουν σχέση με το σκοπό της αφήγησής του, επικεντρώνοντας την προσοχή του σε ό, τι προωθεί την εξέλιξη της πλοκής Β2β «Το επήρα τριών μηνών από πάνω από το λείψανο της μάνας του. Και οσάκις έκλαιγε, του έβαζα το βυζί μου στο στόμα του, για να το
πλανέσω. Και το ετύλιξα μεσ στα σπάργανά σας, και το εκοίμησα μεσ στην κούνια σας». Ύστερα από την κατηγορηματική άρνηση του Γιωργή να υιοθετήσει η μητέρα του το Κατερινιώ, η Δεσποινιώ επιδίδεται σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να τον μεταπείσει, επιστρατεύοντας πλήθος επιχειρήματα προκειμένου να αποδείξει το αναπόδεικτο, ότι το Κατερινιώ δεν είναι ξένο παιδί αλλά δικό της. Στο πλαίσιο αυτής της προσπάθειας εντάσσεται η αναδρομή στο πρόσφατο παρελθόν. Η Δεσποινιώ ανακαλεί τις ιδιαίτερες φροντίδες που πρόσφερε στο μόλις τριών μηνών κοριτσάκι, πανομοιότυπες μ αυτές που πρόσφερε στα φυσικά της παιδιά, οι οποίες κατά τη γνώμη της το καθιστούν φυσικό της παιδί. Ωστόσο, τα επιχειρήματα στοχεύουν περισσότερο στο συναίσθημα και όχι στη λογική, γεγονός που τα καθιστά ανίσχυρα και κατά συνέπεια ανίκανα να πείσουν τον ορθολογιστή Γιωργή. Αυτό που τελικά επιτυγχάνει ο αφηγητής με την αναδρομή αυτή στο παρελθόν είναι να φωτίσει την ψυχολογία της Δεσποινιώς, αποκαλύπτοντας τη λαχτάρα της να προχωρήσει σ αυτήν την υιοθεσία και την απόγνωση που νιώθει όταν βλέπει ότι η πεισματική άρνηση του γιού της θα σταθεί εμπόδιο στην πραγμάτωση της επιθυμίας της. Καθώς μάλιστα ο αναγνώστης δεν γνωρίζει ακόμη τον πραγματικό λόγο αυτής της εμμονής (δηλαδή το αμάρτημα), η απεγνωσμένη προσπάθεια της Δεσποινιώς να αποδείξει το αναπόδεικτο ενισχύει την αινιγματικότητα του χαρακτήρα της, εντείνοντας την περιέργεια του αναγνώστη. Αξίζει να σημειωθεί τέλος ότι η αναδρομή αυτή όπως και όλη η σκηνήκαθυστερούν την εξέλιξη της πλοκής, με αποτέλεσμα η αγωνία του αναγνώστη να εντείνεται ακόμη περισσότερο. Γ1 Η τελετή της υιοθεσίας που αρχίζει στην εκκλησία, ολοκληρώνεται στο σπίτι της Δεσποινιώς και συγκεκριμένα στην αυλή, όπου ο πρωτόγερος κρατώντας το κοριτσάκι ενώπιον του συγκεντρωμένου πλήθους ζητά να επικυρωθεί η κηδεμονία της Δεσποινιώς, δίνοντας σε όποιον έχει αντίρρηση μια τελευταία ευκαιρία να την εκφράσει. Στο σημείο αυτό με μια περιγραφή συγκλονιστική που δεν παρασύρεται ωστόσο σε μελοδραματισμούς, δίνεται ο βουβός πόνος του φυσικού πατέρα, που έβλεπε «ωχρός και περίλυπος» και ο σπαραγμός της συζύγου του, που
«έκλαιεν ακουμβημένη εις τον ώμον του». Με ανάλογο τρόπο δίνονται τα συναισθήματα της μητέρας: ο φόβος και η αγωνία της για την έκβαση της διαδικασίας. Φωτίζεται έτσι ένα διπλό δράμα: το δράμα των φυσικών γονιών που αναγκάζονται προφανώς για οικονομικούς λόγους να αποχωριστούν το παιδί τους και το δράμα της Δεσποινιώς που επιθυμεί απεγνωσμένα να το υιοθετήσει, για να δώσει στον εαυτό της μια ευκαιρία να εξιλεωθεί για το αμάρτημά της. Αυτό βέβαια δεν το γνωρίζει ακόμη ο αναγνώστης και έτσι η επίμονη επιθυμία της Δεσποινιώς να υιοθετήσει το κορίτσι δημιουργεί εύλογη απορία. Λέξεις 169 Δ1. Ομοιότητες Και στα δύο αποσπάσματα γίνεται λόγος για την υιοθεσία ενός βρέφους, ενός μικρού κοριτσιού.στο «Αμάρτημα της μητρός μου» η Δεσποινιώ βρίσκει στο δρόμο ένα μικρό κοριτσάκι, το Κατερινιώ, ορφανό ήδη από πατέρα δίπλα στο λείψανο της μάνας του. Η φιλευσπλαχνία της αλλά και το βάρος που έχει στην ψυχή της από το αμάρτημα που διέπραξε, την ωθούν να αναλάβει την ανατροφή του βρέφους, παρά τις δυσκολίες που συνεπαγόταν μια τέτοια απόφαση, τη στιγμή που η ίδια δεν είχε οικονομική άνεση αλλά και το παιδί ήταν «δύσμορφον και δύσνους» και κατά συνέπεια θα ήταν ιδιαίτερα επίπονη η ανατροφή του. Παρόμοια και στο απόσπασμα από τους «Άθλιους των Αθηναίων», ο Τάσος, ένας φτωχός βιοπαλαιστής, βρίσκει στην πόρτα του ένα μικρό κοριτσάκι και παρά τις οικονομικές δυσκολίες που αντιμετωπίζει αποφασίζει να μην το στείλει στο βρεφοκομείο, αλλά να αναλάβει την ανατροφή του με τη βοήθεια της Σταματίνας και της μητέρας της, δύο γυναικών της γειτονιάς. Η ανάγκη για οικονομική βοήθεια διακρίνεται άλλωστε και στο «Αμάρτημα», καθώς η Δεσποινιώ ζητά την οικονομική στήριξη του γιου της. Και στα δύο αποσπάσματα η φτώχεια παρουσιάζεται ως αιτία, για την οποία κάποιοι γονείς αποφασίζουν να δώσουν τα παιδιά τους. Στο «Αμάρτημα της μητρός μου» οι γονείς της πρώτης κόρης που υιοθέτησε η Δεσποινιώ αποχωρίζονται με πόνο το κοριτσάκι τους. Ο πατέρας στέκει βουβός και περίλυπος και η μητέρα κλαίει στον ώμο του. Φαίνεται πως η φτώχεια τους οδήγησε σε μια τέτοια απόφαση. Άλλωστε στην αρχή του αποσπάσματος γίνεται λόγος για την «ανομβρία» που οδήγησε στα ύψη τις τιμές των τροφίμων. Παρόμοια και στο απόσπασμα από το έργο του Κονδύλη, η οικονομική δυσχέρεια φαίνεται να ώθησε τη
φτωχή μάνα να αφήσει το παιδί στο ξένο σπίτι: «Θα ήτο παιδί καμμιάς φτωχής που δεν είχε τι να το κάμη και το πέταξε». Κοινό στοιχείο και στα δύο αποσπάσματα αποτελεί επίσης το καθεστώς εργασίας. Τα αδέρφια του Γιωργή «κακοκοιμούνται» στα εργαστήρια των μαστόρων και αμοίβονται με «μικρούς» μισθούς και ο Τάσος, ο λούστρος, πέφτει θύμα ξυλοδαρμού από το αφεντικό του που του παίρνει και τα θελήματα-, αν δεν του πάει κάθε βράδυ μιάμιση δραχμή. Φαίνεται συνεπώς όπως και στην προηγούμενη περίπτωση- η πρόθεση των συγγραφέων να στηλιτεύσουν την κοινωνική αδικία και την εκμετάλλευση των αδυνάτων που είναι καταδικασμένοι να ζουν σε συνθήκες απόλυτης φτώχειας και εξαθλίωσης Διαφορές Στο απόσπασμα από το «Αμάρτημα της μητρός μου», η Δεσποινιώ που βρίσκει το ορφανό στο δρόμο πάνω από το λείψανο της μάνας του, αποφασίζει να αναλάβει η ίδια τη φροντίδα του, ενώ στο απόσπασμα από τους «Αθλιους των Αθηνών» του Κονδυλάκη, ο Τάσος που το βρίσκει στην πόρτα του αναθέτει τη φροντίδα του σε κάποια γυναίκα της γειτονιάς, αναλαμβάνοντας ο ίδιος να την ενισχύει οικονομικά. Το γεγονός αυτό δικαιολογείται φυσικά από το ότι η ανατροφή ενός παιδιού θεωρείται γυναικεία υπόθεση, στην περίπτωση της Δεσποινιώς όμως υπαγορεύεται και από την ενδόμυχη ανάγκη της να εξιλεωθεί για το αμάρτημά της. Στο απόσπασμα από το «Αμάρτημα της μητρός μου», ο Γιωργής προβάλλει σθεναρή αντίσταση στην θέληση της μάνας του να κρατήσει το παιδί, ενώ στο απόσπασμα από τους «Άθλιους των Αθηνών», η υιοθεσία του παιδιού δεν βρίσκει κανένα εμπόδιο. Η αντίδραση του Γιωργή, προωθεί την εξέλιξη της πλοκής, καθώς εξωθεί τη μητέρα να αποκαλύψει το αμάρτημά της, για να εξασφαλίσει τη βοήθειά του και εμφανίζεται δικαιολογημένη, καθώς υπάρχει το προηγούμενο μιας αποτυχημένης υιοθεσίας και το βρέφος έχει προβλήματα, που καθιστούν την ανατροφή του προβληματική. Κάτι ανάλογο δεν ισχύει στο απόσπασμα από τους «Άθλιους των Αθηνών». Έτσι, αυτό που υπερισχύει είναι η φιλανθρωπία των απλών ανθρώπων, που δε σκέφτονται τις αντιξοότητες αλλά το καλό του παιδιού. Επιμέλεια απαντήσεων: Μάνθου Άρτεμις