Μίχος Κάρης. Υστερόγραφα



Σχετικά έγγραφα
Από τον "Μύθο του Σίσυφου", μτφ. Βαγγέλη Χατζηδημητρίου, εκδόσεις Μπουκουμάνη, Αθήνα 1973.

Είκοσι χρόνια νωρίτερα, σε ένα νότιο χωριό της επαρχίας Πουντζάμπ.

ο απογραφέας απόσπασμα από το επερχόμενο

-The Thorn Birds. Колин Маккалоу Поющие в терновнике Τα πουλιά πεθαίνουν τραγουδώντας Μετάφραση: Βικτώρια Τράπαλη

ΙΟΥΝΙΟΣ 2013 έκδοση 50. ΟΙ ΟΡΝΙΘΕΣ - διήγημα

Σελίδες του Γιώργου Ιωάννου

Η ΚΥΠΡΟΣ ΠΟΥ ΕΖΗΣΑ Μαρτυρίες στην κόψη του ξυραφιού

Ο ι κ α λ έ ς σ υ ν θ ή κ ε ς

Βάιος Φασούλας ΜΑΡΙΝΑ. Μυθιστόρημα

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΣ ΠΑΡΑ ΤΩ ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΩ ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΗ ΕΚΠΡΟΣΩΠΟΣ

Ο ΚΥΡΙΟΣ ΝΟΡΙΣ ΑΛΛΑΖΕΙ ΤΡΕΝΑ

Χ Ρ Υ Σ Α Δ Η Μ Ο Υ Λ ΙΔ Ο Υ Ο ΓΙΟΣ ΤΗΣ ΒΡΟΧΗΣ

ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΚΟΙΝΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ

στοριογραφικη έρευνα περί πόλιν Ναούσικ ο ωδείο μας στην Κύπρο -Οι νέες ποικιλίες ροδακινιάς - νεκταρινιάς Ι»'4

Κ. ΘΕΟΤΟΚΗΣ, Η ΤΙΜΗ ΚΑΙ ΤΟ ΧΡΗΜΑ

Iανουάριος - Φεβρουάριος 2011, Έτος 15ο - Τεύχος 83ο

Γ. Ρίτσος: ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ. (Ο Γρηγόρης ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ αποκλεισμένος στη σπηλιά της Μονής Μαχαιρά).

Ο Δρόμος. Νάσος Κτωρίδης Μ α ρ α θ ω ν ο δ ρ ό μ ο ς. Αγαπητοί απόφοιτοι δεν μπορώ να προχωρήσω αν δεν σας δώσω πρώτα αυτό που σας οφείλω.

ΣΕΜΙΝΑΡΙΑ Π.Ι.Κ. ( ) ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΣΤΟΧΟΙ ΤΟΥ ΣΕΜΙΝΑΡΙΟΥ

ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ - ΕΜΦΥΛΙΟΣ

6. Ρ. Μούζιλ, Ο νεαρός Τέρλες

3 ο ΒΡΑΒΕΙΟ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΑΧΤΑΜΟΝ ΜΙΧΑΛΗΣ 1 ο ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ΡΕΝΤΗ Β ΤΑΞΗ ΤΙΤΛΟΣ : «ΑΓΓΕΛΟΣ ΠΑΝΩ ΣΤΗ ΓΗ» Το πρωί στις πέντε, σε ένα φτωχό χωριό

ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΑΟΓΡΑΦΙΑΣ. Αριθμός.Χειρογράφου ΠΑΡΟΙΜΙΑΙ ΠΡΕΒΕΖΗΣ. Συλλογή Ιωάννη Φ. Δημαράτου

ΒΙΒΛΙΟ ΔΑΣΚΑΛΟΥ «Νεοελληνική Γλώσσα Α-Γ Γυμνασίου»

Σκηνή 1 η : Στο σπίτι της Ρήνης, πρωί Το λαθρεμπόριο της ζάχαρης

Αλλά να μια άσπρη γραμμή από σκόνη σημαδεύεται πάνω στο δημόσιο δρόμο στο έβγα της Παραβόλας προς τη Μαντάνισσα (Παντάνασσα). Ταυτόχρονα ήχος μοτέρ

NΕΑ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ Του Αντώνη Καρανίκα

Φτεριάς. Τριμηνιαίο περιοδικό των Απανταχού Μαραθοκαμπιτών. Αθήνα, Ιανουάριος - Μάρτιος 2015, τεύχος 63

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ. ΠΡΟΣΩΠΑ του ΕΡΓΟΥ. 425 π.χ. α Βραβείο ΑΧΑΡΝΕΙΣ. ΜΕΓΑΡΕΥΣ: Αγρότης από τα Μέγαρα. Έρχεται να πουλήσει προϊόντα στην αγορά του ικαιόπολη.

23 του Νοέμβρη, ανοιχτά της Βαρκελώνης

Κύρταμο, ή κρίταμο, ή κρίθαμνο. Το γνωρίζουμεν

1. ΟΙ ΦΥΛΑΚΕΣ ΤΩΝ ΜΥΣΤΙΚΩΝ ΠΡΩΙΝΑ ΜΕΙΔΙΑΣΜΑΤΑ... 19

Κώστας Κολυβάς (Μπερδεμπές)

Πλεονάκις επολέμησάν με εκ νεότητός μου και γαρ ουκ ηδυνήθησάν μοι ΨΑΛΜΟΣ ΡΚΗ'

Περιεχόμενα. Βερολινέζικο Ημερολόγιο (Φθινόπωρο 1930) Σάλι Μπόουλς Στη νήσο Ρούγκεν (Καλοκαίρι 1931) Οι Νόβακ...

ΕΥΜΕΝΙΔΕΣ ΑΙΣΧΥΛΟΣ ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ. Προφήτισσα (Πυθία) Ορέστης Απόλλων Είδωλο Κλυταιμνήστρας Χορός (Ερινύες) Αθηνά Προπομποί

Η Πρέβεζα στο διάβα.. Οι γυναίκες του 21

Μάρτιος- Απρίλιος 2009, Έτος 13ο - Τεύχος 72ο. Εκδίδεται από το Γρ α φ ε ί ο Νεότητας της Ιεράς Μητροπόλεως Λαρίσης και Τυρνάβου

Ξύπνησα το πρωί και το κεφάλι μου έλεγε να σπάσει. Τέρμα πια, δεν ξαναπίνω

Από το «Δρόμο του Εγώ» στο «Δρόμο των Άλλων»

ΑΜΠ ΕΛΟΣ. ΟΧριστιανισμός, θα μπορούσε να πούμε, AΜΠΕΛΙΚΟΥ. «Μπροστά στο Σπήλαιο»

Η Αθανασία Γαϊτανίδου γεννήθηκε στον Κορινό Πιερίας. Αποφοίτησε από τη Ζαρίφειο Παιδαγωγική Ακαδημία Αλεξανδρούπολης και πραγματοποίησε το

Οποιαδήποτε ομοιότητα με αληθινά πρόσωπα και καταστάσεις είναι απολύτως συμπτωματική. Το ποίημα στη σελίδα 5 είναι του Έκτορα Ιωάννου.

134 YΠATIA: H ΓYNAIKA ΠOY AΓAΠHΣE THN EΠIΣTHMH

ΠΕΡΙΟΔΟΣ Ε ΧΡΟΝΟΣ 36ος ΤΕΥΧΟΣ 161 ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2011

6o ΚΥΝΗΓΙ ΚΡΥΜΜΕΝΟΥ ΘΗΣΑΥΡΟΥ Γρίφος Νο 1. Ακούγεται το τραγούδι του Νίκου Ξυλούρη «ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ»

ΜΑΚΙΣΤΙΑ Τ Ρ Ι Μ Η Ν Ι Α Ι Α Ε Φ Η Μ Ε Ρ Ι Δ Α Τ ΟΥ Σ ΥΛ ΛΟ Γ ΟΥ Μ Α Κ Ι Σ ΤΑ Ι Ω Ν ΟΛΥ Μ Π Ι Α Σ

(Μπαίνουν ο Ρωμιός και το Ρωμιάκι. Είναι ντυμένοι σαν παλιάτσοι.)

Τα Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη

ΓρΑφΩ αστυνομικές ιστορίες κι έτσι μου προέκυψε πάνω

ΦΕΤΟΣ ΕΝ ΕΧΕΙ ΜΠΟΥΝΑΜΑ

Εξαρθρώθηκε κύκλωμα διαρρηκτών στη Φλώρινα

1

«Σε μια ρώγα από σταφύλι» Εκπαιδευτικό Πρόγραμμα για το Αμπέλι, το Σταφύλι & το Κρασί

ΗΜ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ-ΚΟΥΡΟΣ ΤΙΜΗΤΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΟΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚ ΗΛΩΣΗ ΣΤΗΝ ΚΟΡΙΝΘΟ

Βιζυηνός Γεώργιος. Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου

ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2009 ΤΕΥΧΟΣ ΝΟ. 26 ΜΗΝΙΑΙΑ ΕΚΔΟΣΗ

Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας Σχολή Επιστημών του ] Ανθρώπου *HJ. νθρωπολογίας

ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ

Συζητώντας με τον ΕΡΜΗ Τόμος Β

ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΓΑΡ ΙΚΙΟΥ ΘΕΣΠΡΩΤΙΑΣ ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΤΟΣ: ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΟΥ ΘΕΜΑΤΟΣ. «Μέλισσα, µέλισσα, µέλι γλυκύτατο»

Τ Ζ Ο Ν Α Θ Α Ν Λ Ε Θ Ε Μ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ «Ρήγας Βελεστινλής» ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΦΥΣΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ Τ.Ε.Φ.Α.Α ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΣΠΥΡΙΔΩΝΑ ΠΑΠΑΓΙΩΤΗ

Από τα σπορ στην καθημερινή ζωή. Όλοι διαφορετικοί, όλοι ίσοι.

ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ Α ΤΑΞΗΣ ΕΠΑ. Λ ΝΕΑΣ ΖΙΧΝΗΣ ΓΝΩΡΙΖΩ ΤΟΝ ΤΟΠΟ ΠΟΥ ΜΕΝΩ

ΑΣ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙ ΛΙΓΟ Η ΜΟΥΣΙΚΗ ΑΦΟΥ ΚΑΠΟΙΟΙ ΕΠΙΜΕΝΟΥΝ

ΘΕΜΑ: «Συζήτηση και λήψη αποφάσεων για τη διαθεσιμότητα υπαλλήλων, περικοπή πόρων, και δημιουργία Παρατηρητηρίου στον Δήμο μας».

Εκκλησία Παναγίας Χρυσοαιματούσης στη

Μέρες του Πάσχα που ήταν, άκουγα

Η παρούσα πτυχικακή εργασία έρχεται μετά από λίγα χρόνια να συμπληρώσει μία ακόμη σχεδιαστική πρόταση για την «Ανάπλαση της Αλάνας της Τούμπας», θέμα

αντιπληροφορηση η γενικευμένη απαξία, η καταστολή, είναι εδώ για να θωρακίζουν την κατεχόμενη καθημερινότητά μας.

Κεφάλαιο Tέλος Κατοχής, νέες απαιτήσεις Οι Πρωτοπόροι και η «αμοιβαία κατανόηση»

Πολιτική κατάθεση του Χριστόφορου Κορτέση στο ειδικό δικαστήριο του Κορυδαλλού, 06/02/13

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΖΕΙ, γεννιέται και πεθαίνει μέσα στην αφάνεια.

Η ΣΩΤΗΡΙΑ ΕΝ ΧΡΙΣΤΩ ΚΑΙ ΤΟ ΘΕΜΑ ΤΗΣ ΑΙΩΝΙΟΥ ΣΩΤΗΡΙΑΣ ΤΟΥ ΠΙΣΤΟΥ

ΤΡΙΜΗΝΙΑΙΟ ΠΕΡΙ ΟΔΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙ ΣΤΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡ ΕΙΑΣ ΝΑΟΥΣΑ Σ «ΑΝΑΣΤΑ ΣΙΟΣ ΜΙΧΑ ΗΛ Ο ΛΟΕΙΟΣ» ΕΤΟΣ

Σε εξαιρετική σεμνή τελετή στο κατάμεστο

ΑΓΙΟΙ IΣI ΔΩ POI ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2014 ΕΤΟΣ Θ - ΤΕΥ ΧΟΣ 144

Ι Σ Τ Ο Ρ Ι Α Κ Α Τ Ε Υ Θ Υ Ν Σ Η Σ Γ Λ Υ Κ Ε Ι Ο Υ

Ο γέροντας Ινοσένσιο είναι καθισμένος στην αμμουδιά.

Η Προσπάθεια του Ρόδερφορδ να Συμβιβαστεί με τον Χίτλερ

Project «Διατροφή μέσω των αιώνων»

ΡΑΔΑΝΘΥΣ ΝΕΟΝΑΚΗΣ -ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ Γ. ΔΡΑΚΑΚΗΣ

Πρόταση Διδακτικής για την Ενότητα. «Τα φύλα στη Λογοτεχνία» Εισήγηση. στο Σεμινάριο Φιλολόγων Νομού Φθιώτιδας 13/11/2012

ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΟ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΟΡΓΑΝΟ ΤΩΝ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΩΝ ΤΩΝ ΚΟΡΙΝΘΙΩΝ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΝΩΤΕΡΗΣ ΚΑΙ ΑΝΩΤΑΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ ΠΑΓΚΥΠΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ 2014 ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΛΥΣΕΙΣ

Eλευθέρια - Άννας Mοσχονίδου

Σούννα ανά Μέρα και Νύχτα

ΙΟΔΙΚΟ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΚΥΘΗΡΙΩΝ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΥ ΚΑΙ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΟΡΓΑΝΟ ΤΟΥ ΚΥΘΗΡΑΪΚΟΥ ΛΑΟΥ

ΠΡΟΕΔΡΟΥ Ε.ΔΗ. Κ. (23 Ιουνίου 1985)

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΜΕΣΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΚΡΑΤΙΚΑ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΑ ΕΠΙΜΟΡΦΩΣΗΣ

(μαθητική εργασία στη Νεοελληνική Γλώσσα από το τμήμα Β3 του Γυμνασίου) zxcvbnmσγqwφertyuioσδφpγρaηsόρ. [σχολικό έτος ]

Παύλος Νιρβάνας. Το αγριολούλουδο

Για το Άμπου Ντάμπι της Σαουδικής Αραβίας θα ξεκινήσουν

Ο Κ Ο Σ Μ Ο Σ ΤΗΣ Ν. ΦΙΛΑ ΕΛΦΕΙΑΣ

-ΠΡΑΓΜΑΤΟΓΝΩΜΟΣΥΝΗ ΑΤΥΧΗΜΑΤΟΣ- ΜΗΧΑΝΟΛΟΓΙΚΗΣ ΑΠΟΨΕΩΣ ΚΑΙ ΑΛΛΗΛΟΥΧΙΑ ΦΑΣΕΩΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ ΑΜΑΞΩΜΑΤΟΣ

«ΝΙΚΟΛ - ΑΝΝΑ ΜΑΝΙΑΤΗ»: Τα Μυθιστορήματά Της - Γράφει η Κλειώ Τσαλαπάτη

3 ο ΒΡΑΒΕΙΟ ΛΥΚΕΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΑ ΣΩΤΗΡΧΟΥ ΕΛΛΗΝΟΓΑΛΛΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΠΕΙΡΑΙΑ «Ο ΑΓΙΟΣ ΠΑΥΛΟΣ» Α ΛΥΚΕΙΟΥ

Γονιδιακός ντετερμινισμός: κίνδυνος για την επιστήμη και την κοινωνία

Transcript:

Μίχος Κάρης Υστερόγραφα ΑΘΗΝΑ 2008

Μίχος Κάρης Υστερόγραφα 2008 Εκδόσεις ΠΟΤΑΜΟΣ Σχεδιασμός έκδοσης και εξωφύλλου: Βίβιαν Γιούρη Εκτύπωση: Μητρόπολις ΑΕ Βιβλιοδεσία: Ευ. Άνδροβικ Εκδόσεις ΠΟΤΑΜΟΣ Φωκιανού 7, 116 35 Αθήνα, τηλ. 210 7231271, fax 210 7254629 www.potamos.com.gr, info@potamos.com.gr ΙSBN 978-960-6691-31-7

Πρόλογος στην έκδοση Τα Υστερόγραφα του Μίχου Κάρη αποτελούν μια σύντομη εκ βαθέων εξομολόγηση του συγγραφέα. Το χειρόγραφο που βρέθηκε μετά το θάνατό του αποτελεί μια σύντομη ανακεφαλαίωση της ζωής του. Ένα είδος υποθήκης που μοιάζει με ιδιόμορφη απολογία. Ζητά την επιείκεια του αναγνώστη για όσα δεν μπόρεσε να γράψει, εμποδισμένος από το βάρος μιας αμείλικτης βιοπάλης. Ο Μίχος Κάρης ανήκει σ εκείνους τους πεζογράφους της γενιάς του 30 που αποτελούν την κατηγορία των ταπεινών. Αυθεντικό ταλέντο, θύμα, όπως πολλοί λογοτέχνες της γενιάς του, ενός κοινωνικού αποκλεισμού, ένιωσε πολύ πιο κοντά στον Δημοσθένη Βουτυρά τόσο υφολογικά όσο και θεματολογικά. Μια λογοτεχνική συγγένεια που εξελίχθηκε σε μια πολύ θερμή φιλία. Το γράψιμο υπήρξε γι αυτόν μια ευτυχισμένη καταφυγή, που ερχόταν να αντισταθμίσει τις δυσκολίες της εξαιρετικά σκληρής ζωής του. Εμφανίστηκε για πρώτη φορά στον κύκλο των εκδόσεων Γκοβόστη με τη συλλογή διηγημάτων Όταν βραδιάζει (1937) και στη διάρκεια της ζωής του εξέδωσε έξι ακόμη συλλογές διηγημάτων μένοντας πάντα πιστός στην προσπάθεια δημιουργίας ψυχογραφημάτων των απλών ανθρώπων. Στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής έγινε από ανάγκη ταβερνιάρης δημιουργώντας την ταβέρνα Το Μεθυσμένο Καράβι, με συνεταίρους μια παρέα από λογοτέχνες. Ανάμεσά τους ήταν ο Νικηφόρος Βρεττάκος, που έγινε αργότερα και κουνιάδος του, και ο νεαρός τότε Αντώνης Σαμαράκης. «Όπου 5

ανοίγει μια ταβέρνα κλείνει μια φυλακή» έγραφε στην είσοδο του μαγαζιού, παραφράζοντας τη γνωστή ρήση του Βίκτορα Ουγκώ. Σύντομα Το Μεθυσμένο Καράβι συγκέντρωσε όλους τους γνωστούς λογοτέχνες της εποχής, που τότε, στην πλειονότητά τους, συμμετείχαν ενεργά στην εθνική αντίσταση. Κάτω από στίχους καλλιγραφημένων ποιημάτων αφιερωμένων στο κρασί έβρισκαν ασφαλές καταφύγιο για τις συναντήσεις τους. Η ονομαστή αυτή λογοτεχνική ταβέρνα συνέχισε να αποτελεί το στέκι των διανοουμένων σ όλη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου και της ανήσυχης περιόδου που ακολούθησε. Έκλεισε οριστικά το 1962 αφού για λόγους οικονομικούς η συνέχιση της λειτουργίας της στάθηκε αδύνατη. Τα Υστερόγραφα είναι ένα ανεπεξέργαστο λογοτεχνικά υλικό που, με την αυθεντικότητα της εξομολόγησης, σκιαγραφεί με αδρές πινελιές μια εποχή που αρχίζει πριν από τον Μεσοπόλεμο και τελειώνει με την πτώση της χούντας των συνταγματαρχών. 6

Υστερόγραφα

Τη μάνα και τον πατέρα του πατέρα μου δεν τους πρόφτασα στη ζωή. Όπως δεν πρόφτασα και τον πατέρα μου. Η μάνα της μάνας μου η γιαγιά μου όπως θαμπά τη θυμάμαι (γιατί ήμουνα μικρός, Ερινώ τη λέγανε, δηλαδή Ειρήνη) σαν καθόμαστε οι δυο πολλές φορές φαίνεται πως μ αγαπούσε μου διηγιέται: «Νύχτα τα μαζέψανε τότες και φύγανε, κυνηγημένοι απ την Τουρκιά, οι Τσάμηδες για το Τσιρίγο». Η Θεοχάρενα μας έλεγε πως, πάνω στην τρομάρα, σ ένα σοκάκι, βρήκανε τη μάνα μου μωρό που κλαιγε για τους χαμένους δικούς της Καταπώς έλεγε δε, επειδή έσκυψε στο δρόμο για νερό, να μην τους πιάσουν και τους κάψουν να μην προδοθούν και τους σφάξουν οι Τούρκοι της δώσανε κατούρημα και ήπιε. Αργότερα την παντρέψανε με τον Πανταζή, τον πατέρα μου, που φαίνεται πως είχε κατέβει κάπου από κει πάνω, απ τη Βόρειο Ήπειρο Σε τούτο το σπίτι που της το δώσανε προίκα έχτισε το φούρνο (το σπίτι ήτανε στην Πλάκα, στην οδό Ραγκαβά 11, κάτω απ την Ακρόπολη. Λέγανε πως ήταν ως εκεί πάνω, αντράκλαρος εκείνος, με φουστανέλα και χρυσό κοντοζώνι, μα 9

ΜΙΧΟΣ ΚΑΡΗΣ τζαναμπέτης. Κάνανε πολλά παιδιά, μα τα θάβανε. Πίσω από μένα κάνανε τη Στυλιανή, που τη βγάλανε έτσι για να τους στυλώσουνε. Τότε που μπήκε ο τσισκατάρατος να τους ξεκάνει το σπίτι, να πάνε στου Ερμή το δρόμο να κάτσουνε Το ψάρι στα χείλη της έψηνε. Όμως εκείνη δεν το λεγε. Μια νύχτα που πιαστήκανε, της πέταξε ένα γιομάτο κουμάρι (κανάτι) και τη βρήκε στον ώμο. Κείνο ήταν το τέλος της. Σε λίγο, βγαίνοντας κείνος απ το σπίτι, να μπει στο φούρνο της αυλής, του ρίξανε οι Τούρκοι απ την Ακρόπολη και τον σκοτώσανε. (Tότε, πολλοί φεύγανε απ την Πλάκα και πηγαίνανε πρόσφυγες στη συνοικία του Ψυρρή λίγο πιο πέρα απ το Μοναστηράκι γιατί εκεί δε φτάνανε τα βόλια των Τούρκων απ την Ακρόπολη.) Τότε, μείναμε οι δύο αδελφές μαγκούφες κι έρημες. Είχαμε κάπου κηδεμόνα, μα ολημερίς μας τρώγαν οι δρόμοι. Παίρναμε από πίσω τις άμαξες, κι όταν διώξανε τον Όθωνα, τρέχαμε μονάχες στο μεγάλο δρόμο (ο μεγάλος δρόμος ήταν η σημερινή οδός Αιόλου), μπρος εγώ - πίσω κείνη, για να δούμε το αίμα που λέγανε ότι έτρεχε απ των σπιτιών τα λούκια «Κάποτε, πεινασμένη, ανέβηκα στο κρεβάτι, να φτάσω το ψωμί απ το ράφι. Έριξα την μποτίλια με το λάδι και χύθηκε όλο στο πάτωμα. Πήρα των ομματιών μου κι έτρεξα Ήρθα σε τούτο το στενό πού να πήγαινα; και κάθισα κατάχαμα κλαίγοντας. Με 10

ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΑ βρήκε ο Μαρίνος και με συμμάζεψε. Έμεινε η άλλη. Της βρήκε τον Νυδραίο κι ήρθαν εδώ και καθίσανε. Ύστερα από κάμποσο, μου βρήκανε και μένα τον παππού σου και με παντρέψανε». «Παιδεύτηκα σε τούτο το μαγκούφη τον ντουνιά, κακομοίρη μου. Χρόνια με τ αστέρια κίναγα για τα μποστάνια. Ξωτάρισσα. Με ιδρώτα κι αίμα σήκωσα τούτες τις δυο καμάρες. Κι ο αδερφός σου ο ίδιος, άρπαξε ν αρπάξουμε». Ήταν ψηλή, ολόισια, κι αγέλαστη. Ύστερ από χρόνια, έχτισε με καβγά μεσότοιχο στο αδερφομοιράδι, κι από τότε στην αδερφή της δεν ξαναμίλησε. Μονάχα στο τέλος πια, σαν ήτανε κατάκοιτη, κι έμαθε πως πέθανε πλάι η Στυλιανή, τότε τη θυμάμαι ανακάθισε ξεμαλλιασμένη στο κρεβάτι, και για πρώτη και στερνή φορά την είδα που δάκρυσε. «Πάει κι αυτή». Έτσι, μόλις ακουστά, μουρμούρισε. Αντίθετά της, μαλακός, καημοδαρμένος κι ήσυχος, ένας κοντός γεροντάκος, με λυγισμένη ράχη, ήταν ο παππούς μου, ο γέρος της. Μιχάλη Τζώρτζη τον λέγανε. Το τραχύ ολοστρόγγυλο γένι του και τα γυριστά του φρύδια σκέπαζαν σχεδόν το μούτρο του, και το παχύ, κρεμαστό μουστάκι του (είναι απ τον πολύ καπνό που φουμάρει κοκκινόξανθο). Λέγανε πως στα νιάτα του, στο νησί του απ τη Σαντορίνη ήτανε, ήτανε καϊκτσής και χρόνια ταξί- 11

ΜΙΧΟΣ ΚΑΡΗΣ δευε. Τώρα, ή θα ολημέριαζε στο μποστάνι, που χει στην Αγια-Λεούσα μετά την Καλλιθέα ή, χωμένος στο υπόγειο του σπιτιού, θα κάθεται σταυροπόδι, κατάχαμα κι ώρες σκυμμένος υπομονετικά θα σκαλίζει στο ξύλο. Το τσιγάρο δεν απολείπει απ τα χείλη του. Σαν του σωθεί το ένα και ζυγώνει το μουστάκι το κολλάει στο πλαϊνό του τακουνιού και με το ίδιο ανάβει άλλο. Σαν απόσταινε ή σκοτιζόταν, έβγαινε, πήγαινε στην παρακατιανή ταβέρνα του Γκιουλέκα, έπινε κανένα, και, γυρίζοντας, χωνόταν πάλι στην τρύπα του. Ό,τι του λέγανε, το κανε, μα σαν τον παραμελούσαν, πιότερο κείνος τους ξέχναγε. Συχνά τις νύχτες τον χάνανε, και τα πρωινά τον βρίσκαν στη μέση της αυλής, βυθισμένο ακόμα απ το μεθύσι του. Μαζί κάνανε έξι παιδιά. Τα τρία αρσενικά και τα τρία θηλυκά. Τη Βέργω και το Γιάννη δεν τους γνώρισα, γιατί πεθάνανε νέοι. Ο μεγαλύτερος ήταν ο Νίκος, μετά ο Βασίλης, η Κατίνα η μάνα μου κι η Σωτηρία, η μικρότερη. Η γιαγιά μου πιότερο αγάπη έδειχνε στ αρσενικά και πιότερο πόνο στη δική της τη λάτρα. Συχνά τα βάζει με τα θηλυκά και στήνει καβγάδες μαζί τους. Ποτέ δεν το βάζει κάτω, και τους πετάει ό,τι βρει κατακέφαλα, μ ακράτητη υστερία. «Διαόλου γέννα». 12

ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΑ Τη μάνα μου την παντρέψανε μικρή μ έναν σαραντάρη ζωγράφο, τον πατέρα μου. Κώστα Μπαφαλούκα τον λέγανε κι ήταν απ την περιοχή της Καρύστου- Κύμης-Σκύρου (δεν εξακρίβωσα μέχρι τώρα το μέρος). Ήταν μοναχογιός και τον σπουδάσανε στην Αθήνα ήταν απόφοιτος της Σχολής Καλών Τεχνών οι δύο αδελφές του που τον αγαπούσανε. Τη μια τη λέγανε Μαρία και την άλλη Ελένη. Τη δεύτερη τη γνωρίσαμε με τη μάνα μου. Ήταν πενήντα χρόνια δασκάλα στην Κύμη, αλλά ούτε μας βοήθησε ενώ μπορούσε ούτε ήρθε κοντά μας. Μερικά αδέρφια που είχε ο πατέρας μου είχανε καΐκια και κάνανε συγκοινωνία Κύμη-Σκύρο. Του πατέρα μου επειδή του φαινότανε κακότυχο το επώνυμο, τ άλλαξε και το κανε Καρυστινός. Όπως φαίνεται ήτανε τόσο «μποέμ» κι άσωτος. Τ άρεσε το χαρτί, το κρασί και το ξενύχτι. Με τη μάνα μου ζήσανε μαζί μόνο τέσσερα χρόνια. Πέθανε από όγκο στο κεφάλι την άλλη μέρα της γέννησής μου. Παντρευτήκανε στον Άγιο Νικόλαο του Ραγκαβά στις 3 Νοεμβρίου 1904. Εκτός από ζωγράφος ήταν και ξυλογράφος. Και τότε η ξυλογραφία δεν ήτανε μόνο καλλιτεχνική δουλειά, γιατί δεν είχε διαδοθεί ή ανακαλυφτεί ακόμα η τσιγκογραφία, και οι εικονογραφήσεις των εφημερίδων, περιοδικών και βιβλίων γινόντουσαν με τις ξυλογραφίες (ο Φώτος Γιοφύλης τον αναφέρει σαν παλιό, 13

ΜΙΧΟΣ ΚΑΡΗΣ καλό ξυλογράφο σ ένα σχετικό βιβλίο του). Κέρδιζε πολλά λεφτά. Όπως μας έλεγε η μάνα μου, στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας στα 1896, περίμενε τη νύχτα στα γραφεία της εφημερίδας, έχοντας μπρος του τις φωτογραφίες των μαραθωνοδρόμων, να μάθει ποιος θα ρχόταν πρώτος, ν αρχίσει να τον σκαλίζει στο ξύλο, να τυπωνόταν, και να δημοσιευόταν την άλλη μέρα το πρωί η φωτογραφία του ολυμπιονίκη στην εφημερίδα. Με την άσωτη όμως ζωή του, το λίγο καιρό που ζήσανε μαζί, τον έζησε βασανισμένα η μάνα μου. Τη μια μέρα τις έδειχνε στη χούφτα τις λίρες που είχε κερδίσει και την άλλη μέρα δεν είχε τίποτα. Ήταν φορές που της αγόραζε διάφορα πολύτιμα πράματα, μα σε λίγο της τα πούλαγε. Στο τέλος ήθελε να της πουλήσει και το σπίτι που της είχανε δώσει προίκα. Με καβγάδες και με τα δόντια, όπως λέμε, το γλίτωσε. Το σπίτι αυτό, που σ αυτό γεννήθηκα, ήταν και είναι ακόμα σήμερα στην οδό Τριπόδων αριθμ. 12, κι είχε πρόσοψη και πίσω του απέναντι απ τον Άγιο Νικόλα τον Ραγκαβά. Ήταν παλιό, αλλά γερό σπίτι λέγανε πως παλιότερα το είχε πασάς κι είχε οχτώ δωμάτια (στη Σωτηρία, τη μικρότερη, δώσανε το σπίτι της οδού Ραγκαβά 11). Συχνά, σαν καθόμαστε με τη μάνα μου, τούτη νοσταλγικά θυμόταν και μου διηγιότανε το μοναδικό ταξίδι που κάνανε το πρώτο καλοκαίρι νιόπαντροι στ Αλιβέρι. 14

ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΑ Σαν να πάσκιζε να φέρει στα χείλη τη γλυκιά γεύση από κάτι, από κάποιο ποτήρι, που κάποτε ήπιε, και που μονάχα τη στυφή πικρίλα απ το κατακάθι του τώρα νιώθει. «Ανέχειες κι έγνοιες», λέει, «ολάκερες νύχτες καθισμένη, ξάγρυπνη στο κρεβάτι χάραζε πια η μέρα. Απ τις γρίλιες του παραθύρου άρχιζε κι έμπαινε το φως, και τότε ακουγόντουσαν τα βήματά του, που ρχονταν πιωμένος, παραπατώντας στη σκάλα». Δεν πρόφτασα να τον δω. Μια νύχτα μετά που έσβησε στα 45 του χρόνια εκείνος γεννήθηκα. Οι γιατροί είπανε της μάνας μου να μη με θηλάζει γιατί το γάλα της ήτανε δηλητήριο. Έτσι μου λεγε. Μα τώρα, ώρες ώρες, πασκίζω να τον γνωρίσω. Μου φαντάζει σαν προδομένος απ το ταλέντο του θεατρίνος, που μάταια πασκίζει πάνω στη σκηνή της ύπαρξής του να παίξει το στερνό και πιο κρίσιμο ρόλο του. Σαν εκείνους τους φτωχούς καλλιτέχνες που, απελπισμένα πια, ζητάνε απ τη ζωή κείνο που δε βρήκαν που δεν μπόρεσαν να το βρούνε μες στο Θεό τους, κι όσο λαχανιασμένα κυνηγώντας την τρέχουν, τόσο κείνη πια, σαρκάζοντας, τους ξεφεύγει Πριν από μένα, είχανε κάνει κι άλλο παιδί αρσενικό και κείνο που πέθανε μωρό. Κι ήμουνα μοναχογιός. Πίσω από μια παλιά εικόνα της Αγίας Βαρβάρας, που έχω ακόμα σήμερα, η μάνα μου κάποτε μου έδειξε την 15

ΜΙΧΟΣ ΚΑΡΗΣ ημερομηνία της γέννησής μου που είχε γράψει η ίδια με μολύβι: 19 Σεπτεμβρίου 1908. Κι έτσι η μάνα μου έμεινε χήρα είκοσι τεσσάρων χρονών, με μοναδικό σύντροφο εμένα. Όπως αργότερα άκουγα, καθώς ήτανε όμορφη, με αρχοντικό παρουσιαστικό μόνο που τα μαλλιά της από τότε ήτανε γκρίζα πολλοί ζητήσανε να την παντρευτούνε, μα τ αδέρφια της κι η μάνα της δεν το επιτρέπανε, θεωρώντας το ανήθικο. Κι από τότε, μέχρι που παντρεύτηκα (στις 29 Απριλίου 1943), ζήσαμε οι δυο μας. Εγώ μικρός βέβαια, και κείνη αγαθή και με λίγα γράμματα όπως μου λεγε, μικρή είχε φοιτήσει στην τότε σχολή της Χιλλ. Ήθελε να γίνει δασκάλα, μα οι δικοί της δεν την αφήσανε, κι έμεινε για λίγο καιρό στο κέντημα από τότε, δικοί και ξένοι, πέσανε όλοι απάνω μας σαν τους γύπες στα πτώματα. Και πρώτοι τ αδέρφια της. Σαν ήρθε ο καιρός ήθελα να πάω σκολειό μ αρέσανε τα γράμματα, κάνει δειλά την πρόταση στ αδέρφια της: Να το στείλουμε σκολειό. «Τρελάθηκες;» ήταν η απάντησή τους. «Και πώς θα το θρέψεις; Εμείς δεν έχουμε να σε βοηθήσουμε Να το στείλεις να δουλέψει». Εγώ επέμενα, ήθελα σκολειό. Βρέθηκε μια γνωστή της μάνας μου, φρόντισε και μ έγραψε δωρεάν στο ιδιωτικό σκολειό του Διαλισμά στην Πλάκα. Ήτανε απ τα καλύτερα τότε της Αθήνας και κοντά στο σπίτι μας, αλλά μετά τον πρώτο χρόνο 16

ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΑ δε με δεχτήκανε πια δωρεάν. Τότε η μάνα μου είπε να με γράψει στο Δημόσιο Δημοτικό του «Καμπάνη» που ήτανε στην οδό Αδριανού, και κείνο κοντά στο σπίτι μας. Ακόμα σώζεται. Ο Καμπάνης ήταν ο διευθυντής του σκολειού, και συχνά φώναζε στους μαθητές και στους γονιούς. «Η Εκκλησία είναι του Θεού Ο κινηματογράφος είναι του Διαβόλου». Στο διαγωνισμό που μ έβαλε κι έδωσα για να με πάρει, για ν αποδείξει ίσως ότι στα ιδιωτικά σκολειά δε μαθαίνανε γράμματα, μεταξύ των άλλων ζητούσε να του γράψω και τι είναι το «βούκινο». Εγώ δεν το γραψα. Δεν έγραψα. Η μάνα μου ρώτησε όλη τη γειτονιά τι είναι το «βούκινο». Κανένας δεν το ξερε. Και βέβαια ο κύριος Καμπάνης με απέρριψε. Τότε πήγε πάλι η μάνα μου και κλάφτηκε στον Διαλισμά. Φαίνεται τη λυπήθηκε κείνος κι από καλοσύνη του βέβαια με δέχτηκε πάλι με ελάχιστα δίδακτρα. Κι από κει αποφοίτησα το Δημοτικό. Βοήθεια δεν είχαμε από πουθενά, από κανέναν. Η μάνα μου μόνη κι απροστάτευτη πάλευε. Τα μόνα εισοδήματά μας ήταν οι λίγες δραχμές απ τα νοίκια που έπαιρνε νοικιάζοντας δυο ή τρία δωμάτια του σπιτιού της οδού Τριπόδων 12 που ήταν παμπάλαιο και που οι νοικάρηδες, της κακιάς ώρας και κείνοι, τις πιότερες φορές φεύγανε αφήνοντας απλήρωτα κάμποσα νοίκια. 17

ΜΙΧΟΣ ΚΑΡΗΣ Τότε έγινε κι ο αποκλεισμός των Αγγλογάλλων. Πολλοί πεθαίναν και τότε απ την πείνα. Είχαμε πουλήσει πολλά πράματα του σπιτιού για λίγες σταφίδες και για λίγο χαρουπάλευρο. Στην Πλάκα γινόντουσαν μάχες μεταξύ των «επιστράτων» των Βασιλικών και των Βενιζελικών. Όταν σουρούπωνε, η μάνα μου μού δινε ένα κουμάρι ένα μικρό κιουπάκι και μ έστελνε στο λαϊκό συσσίτιο που ήταν κοντά στο σκολειό του Διαλισμά, στο στενάκι που είναι και τώρα ακόμα το σπίτι του φιλέλληνα και ιστορικού Φίνλεϋ, και που λένε ότι στο ίδιο σπίτι έμεινε περαστικός απ την Αθήνα κι ο φιλέλληνας στρατηγός Τζωρτζ. Από κει, και πολλές φορές που οι σφαίρες απ τις μάχες σφυρίζαν γύρω μου στο δρόμο που πήγαινα, μου δίναν λίγα φασόλια ή ό,τι άλλο όσπριο είχανε. Με τη μεγάλη επιμονή μου να προχωρήσω στα γράμματα, παρ όλη μας την ανέχεια που έφτανε στο μηδέν, ναι, στο μηδέν, η μάνα μου μ έγραψε στο πέμπτο Δημόσιο «Ελληνικό» το Σχολαρχείο που ήταν στην οδό Κορνάρου πάροδο της οδού Ερμού και που το τέλειωσα με αφάνταστες στερήσεις. Και σαν το τέλειωσα, ήθελα να με γράψουνε και στο «Γυμνάσιο». Μα οι θείοι μου, όταν η μάνα μου, μη έχοντας καμία δύναμη, αναγκάστηκε πάλι να τους ζητήσει βοήθεια, αρνηθήκανε οριστικά: τότε αναγκάστηκε να με στείλει να δουλέψω. Κι έτσι πρωτοπήγα στο παραγγελιοδοχικό γραφείο του ισραηλίτη Μίνου 18

ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΑ Κωνσταντίνη στη γωνιά των οδών Καπνικαρέας και Πανδρόσου, στις 13 Ιουλίου 1922 σε ηλικία δεκατεσσάρων χρονών, με μισθό 75 δραχμές. Σκούπιζα το γραφείο που ήταν τεράστιο, ξεσκόνιζα τα ράφια, που πιάναν και τους τέσσερις τοίχους ως απάνω στην οροφή, κι ήταν γιομάτα απ ό,τι φανταστείς δείγματα. Από ζάχαρη, ψαρόλαδο, δέρματα, φάρμακα. Πήγαινα τα παιδιά τ αφεντικού στο σκολειό και κάθε πρωί έφερνα το πρωινό του ίδιου γιατί κείνος ερχόταν πολύ νωρίς απ το σπίτι του που ήταν στο τέλος της οδού Απόλλωνος, κοντά στην πλατεία του Συντάγματος. Παράλληλα γράφτηκα στη Νυχτερινή Σχολή του Συλλόγου των Εμποροϋπαλλήλων, στην πλατεία της Μητροπόλεως. Ήταν Εμπορική Σχολή. Η φοίτηση ήταν τέσσερα χρόνια, αλλά όχι ισότιμη με τις Δημόσιες Ημερήσιες Σχολές. Μ αρέσανε τα γράμματα. Στο μάθημα της έκθεσης θυμάμαι, ο τότε καθηγητής των ελληνικών Τριανταφύλλου τον λέγανε, που μετέφραζε στα ελληνικά και Βούλγαρους ποιητές, μ έβαλε εκτός συναγωνισμού. Μετά το νυχτερινό μάθημα καθόμουνα ως αργά στο σπίτι, και κουρασμένος, νυσταγμένος, με κομμένα πόδια και χέρια, θυμάμαι, έγραφα διηγήματα, χωρίς βέβαια να χω διαβάσει τίποτα και χωρίς να ξέρω η λογοτεχνία τι πράμα ήτανε. Τότε περίπου παντρεύτηκε και η μικρότερη αδερφή της μάνας μου, η Σωτηρία, και πήρε προίκα το σπίτι 19