ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΓΕΩΠΟΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΖΩΙΚΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ JAMIL A. ALTARAYRAH Πτυχιούχου Γεωπόνου, Διπλωματούχου Μεταπτυχιακών Σπουδών ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ ΤΗΣ ΓΕΝΕΤΙΚΗΣ ΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ ΦΥΛΩΝ ΠΡΟΒΑΤΩΝ ΚΑΙ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΟΥΣ ΜΕ ΣΚΟΠΟ ΤΟ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟ ΚΑΤΑΛΛΗΛΩΝ ΣΧΗΜΑΤΩΝ ΕΠΙΛΟΓΗΣ ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2006
ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ ΤΗΣ ΓΕΝΕΤΙΚΗΣ ΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ ΦΥΛΩΝ ΠΡΟΒΑΤΩΝ ΚΑΙ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΟΥΣ ΜΕ ΣΚΟΠΟ ΤΟ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟ ΚΑΤΑΛΛΗΛΩΝ ΣΧΗΜΑΤΩΝ ΕΠΙΛΟΓΗΣ ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ Υποβλήθηκε στη Γεωπονική Σχολή Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών, Τομέας Ζωικής Παραγωγής ΤΡΙΜΕΛΗΣ ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ Α. Γεωργούδης, Επιβλέπων Καθηγητής, ΑΠΘ Ι. Χατζημηνάογλου, Καθηγητής, ΑΠΘ Χ. Λίγδα, Ερευνήτρια, ΕΘΙΑΓΕ ΕΞΕΤΑΣΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ Μ. Αυδή, Καθηγήτρια, ΑΠΘ Α. Γεωργούδης, Καθηγητής, ΑΠΘ Σ. Δεληγεώργης, Αναπλ. Καθηγητής, ΓΠΑ Δ. Λιαμάδης, Καθηγητής, ΑΠΘ Ι. Μενεγάτος, Αναπλ. Καθηγητής, ΓΠΑ Ε. Σινάπης, Επίκ. Καθηγητής, ΓΠΑ Ι. Χατζημηνάογλου, Καθηγητής, ΑΠΘ 1
Στην αγαπημένη μου σύζυγο Ibtisam και τα παιδιά μου Omar, Jana, Saif-Aldin και Abdelaziz 2
Jamil A. AL-Tarayrah Α.Π.Θ. ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ ΤΗΣ ΓΕΝΕΤΙΚΗΣ ΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ ΦΥΛΩΝ ΠΡΟΒΑΤΩΝ ΚΑΙ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΟΥΣ ΜΕ ΣΚΟΠΟ ΤΟ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟ ΚΑΤΑΛΛΗΛΩΝ ΣΧΗΜΑΤΩΝ ΕΠΙΛΟΓΗΣ ISBN «Η έγκριση της παρούσης Διδακτορικής Διατριβής από τη Γεωπονική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης δεν υποδηλώνει αποδοχή των γνωμών του συγγραφέως» (Ν. 5343/1932, άρθρο 202, παρ. 2» 3
ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ Η εργασία αυτή εκπονήθηκε στο πλαίσιο της απονομής διδακτορικής διατριβής στο Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών και στον Τομέα Ζωικής Παραγωγής. Στο σημείο αυτό και πέρα από κάθε τυπικότητα, θέλω να ευχαριστήσω θερμά: Τον Καθηγητή της Γεωπονικής Σχολής του ΑΠΘ κ. Α. Γεωργούδη, επιβλέποντα καθηγητή, ο οποίος έκανε δεκτή την υποψηφιότητά μου ως διδάκτορα του Τομέα Ζωικής Παραγωγής, για τις πολύτιμες συμβουλές του και για τη συνεχή καθοδήγηση κατά τη διάρκεια της εκπόνησης της έρευνας. Τον Καθηγητή της Γεωπονικής Σχολής του ΑΠΘ κ. Ι. Χατζημηνάογλου, μέλος της τριμελούς συμβουλευτικής επιτροπής, για την ουσιαστική βοήθειά του. Ιδιαιτέρως, την κ. Χ. Λίγδα, Ερευνήτρια του ΕΘΙΑΓΕ, μέλος της τριμελούς Συμβουλευτικής Επιτροπής, για την υπομονή, τις εύστοχες παρατηρήσεις και υποδείξεις της στη διαμόρφωση και οργάνωση της δομής της διατριβής, τόσο κατά τη διάρκεια της περιόδου της έρευνας, όσο και κατά τη διάρκεια της συγγραφής του κειμένου. Τον Καθηγητή της Γεωπονικής Σχολής του ΑΠΘ κ.. Λιαμάδη, μέλος της επταμελούς Εξεταστικής Επιτροπής, για τη συνεχή προσωπική υποστήριξη και τις πολύτιμες συμβουλές του, καθώς επίσης και για τη βοήθειά του από την πρώτη μέρα που ήρθα εδώ. Την Καθηγήτρια της Γεωπονικής Σχολής του ΑΠΘ κ. Μ. Αυδή, μέλος της επταμελούς Εξεταστικής Επιτροπής, για τη συνεργασία και βοήθειά της. Τον Επίκ. Καθηγητή της Γεωπονικής Σχολής του ΑΠΘ κ. Ε. Σινάπη, μέλος της επταμελούς Εξεταστικής Επιτροπής, για τη συνεργασία και βοήθειά του. Τους Αναπλ. Καθηγητές του ΓΠΑ κ. Σ. εληγεώργη και κ. Ι. Μενεγάτο, μέλη της επταμελούς Εξεταστικής Επιτροπής, για την παρουσία και συνεργασία τους. Επίσης, ευχαριστώ ιδιαίτερα την κ. Αικ. Κονσούλτου, μέλος Ε..Τ.Π., για την επιμελή διόρθωση του τελικού κειμένου, καθώς και την υποστήριξή της σε όλη τη διάρκεια της εκπόνησης της διατριβής. 4
Το υλικό της διατριβής δεν θα ήταν δυνατόν να συγκεντρωθεί χωρίς τη συμμετοχή πολλών γεωτεχνικών από τα Κέντρα Γενετικής Βελτίωσης Ζώων, τους οποίους ευχαριστώ όλους, και ιδιαίτερα τους Προϊσταμένους των Κέντρων Ιωαννίνων, Καρδίτσας και Αθηνών, κ. Η. Ζώτο, κ. Μ. Λιάσκο και κ. Στ. Ζαμπίτη, οι οποίοι βοήθησαν στην οργάνωση της συλλογής των δειγμάτων. Ξεχωριστά, ευχαριστώ την σύζυγό μου για τη μεγάλη υποστήριξη και κατανόησή της. Ευχαριστώ, επίσης, θερμά τη μητέρα μου για όλα, καθώς και τα αδέλφια μου, τον Jamal, τον Mohammad και τη Heyam. Τέλος, θέλω να ευχαριστήσω θερμά το Ίδρυμα Κρατικών Υποτροφιών (IKY), του οποίου υπήρξα υπότροφος κατά τη διάρκεια της εκπόνησης της παρούσας διατριβής. Θεσσαλονίκη, 2006 Jamil A. Altarayrah 5
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 1. Πρόλογος...2 2. Εισαγωγή...5 3. Ανασκόπηση βιβλιογραφίας...8 3.1. Αξία των Γενετικών Πόρων των Αγροτικών Ζώων...8 3.2 Η γενετική παραλακτικότητα των Ζωικών Γενετικών Πόρων...16 3.3 Κίνδυνοι που απειλούν τους Γενετικούς Πόρους των Αγροτικών Ζώων...20 3.4 Μικροδορυφορικοί δείκτες...21 3.5 Γενετική παραλλακτικότητα...26 3.6 Γενετικές αποστάσεις...30 3.7 Προσδιορισμός του κινδύνου εξαφάνισης των φυλών αγροτικών ζώων...36 4. Υλικά και Μέθοδοι...42 4.1 Υλικό της ανάλυσης...42 4.2. Στατιστική ανάλυση...45 4.2.1 Γενετική παραλλακτικότητα...45 4.3.2 Γενετική διαφοροποίηση...48 5.1 Γενετική παραλλακτικότητα...53 5.1.1 Ανάλυση των γονιδιακών τόπων...53 5.1.2 Γονιδιακή παραλλακτικότητα...59 5.1.3 Παρατηρηθείσα ετεροζυγωτία...61 5.1.4 Μέση ετεροζυγωτία...63 5.1.5 Έλεγχος ισοζυγίου Hardy-Weinberg...65 5.2 Γενετική διαφοροποίηση...68 5.2.1 Συντελεστές F του Nei...68 5.2.2 Συντελεστές Fst και ροή γονιδίων ανά ζεύγος πληθυσμών...72 5.2.3 Γενετικές αποστάσεις...73 5.2.4 Φυλογενετικό δέντρο...75 5.2.5 Πολυμεταβλητή ανάλυση...78 5.2.6 Προγονικοί πληθυσμοί...80 6. Διατήρηση της γενετικής ποικιλότητας...83 7. Συμπεράσματα και Γενικός Σχολιασμός...93 8. Περίληψη...97 9. Summary...102
10. Βιβλιογραφία...107 Η διατριβή υλοποιήθηκε στο πλαίσιο του ερευνητικού έργου ECONOGENE (QLRT-CT-2000-02461) 1
1. Πρόλογος Τα αγροτικά ζώα αποτελούν ένα ουσιαστικό τμήμα της γεωργικής βιοποικιλότητας. Μέσα από το πέρασμα των αιώνων, οι διαδικασίες της εξημέρωσης, προσαρμογής και επιλογής οδήγησαν σε έναν μεγάλο αριθμό φυλών αγροτικών ζώων που παρέχουν ένα σημαντικό εύρος προϊόντων διατροφής, καθώς και λιπασμάτων και καύσιμης ύλης, τα οποία αποτελούν μία αναντικατάστατη πηγή πρώτης ύλης για την κατασκευή ποικίλων προϊόντων. Παρόλη τη σημαντική μηχανοποιήση που έχει πραγματοποιηθεί σε παγκόσμιο επίπεδο, τα αγροτικά ζώα συμβάλλουν ακόμη στην εργασία, συνεισφέροντας με αυτόν τον τρόπο στη γεωργία, τη δασοκομία, τη μετακίνηση, τον τουρισμό και την αναψυχή. Εντούτοις, περισσότερα από 30 χρόνια γενετικής βελτίωσης οδήγησαν σε μείωση της γενετικής παραλλακτικότητας σε ορισμένες από τις κύρια χρησιμοποιούμενες φυλές, με αποτέλεσμα καθημερινά να χάνονται φυλές σε διάφορες περιοχές του κόσμου. Προς το παρόν, η Ευρώπη διαθέτει ένα σημαντικό απόθεμα από σπάνιες φυλές. Μακροπρόθεσμες προοπτικές, ως προς την ασφάλεια των αποθεμάτων διατροφής, απαιτούν την ανάληψη συγκεκριμένων δράσεων για τη διατήρηση των πολύτιμων φυλών, καθώς και για την παραλλακτικότητα εντός των φυλών. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να διατηρηθεί η γενετική παραλλακτικότητα εντός μίας φυλής, ώστε να είναι δυνατή η μεταβολή του επιλεκτικού στόχου στο μέλλον, εάν αυτό είναι αναγκαίο. Επίσης, πολλές φυλές σε χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης διατηρούνται επειδή έχουν αναγνωρισθεί για τον ιδιαίτερο πολιτιστικό και κοινωνικό τους ρόλο. Τα τελευταία χρόνια, παρατηρείται ένα αυξανόμενο ενδιαφέρον για τη σημασία των ζωικών γενετικών πόρων που συνοδεύεται από αυξημένο αριθμό δράσεων 2
με στόχο την προστασία και διατήρησή τους. Ειδικές επιτροπές έχουν συσταθεί σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο, στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ευρωπαϊκής Ενωσης Ζωικής Παραγωγής και του Παγκόσμιου Οργανισμού Τροφίμων και Γεωργίας, με σκοπό τη συζήτηση και εφαρμογή συγκεκριμένων δράσεων. Το κύριο αίτιο που οδηγεί μία φυλή σε κρίσιμη κατάσταση και εξαφάνιση, είναι η μικρή ανταγωνιστικότητά της ως προς τις κυρίαρχες φυλές. Ωστόσο, πολλές φορές, ο χαρακτηρισμός μίας φυλής ως μη ανταγωνιστικής οφείλεται σε ελλιπείς γνώσεις ως προς την οικονομική σημασία της και σε έλλειψη πρωτοβουλιών προώθησης της φυλής. Κατά συνέπεια, με την ανάληψη δράσεων οι οποίες έχουν ως στόχο τον προσδιορισμό της οικονομικότητας μίας φυλής, τη βελτίωση των δομών και των υπηρεσίων τεχνικής στήριξης, την εφαρμογή σχημάτων γενετικής βελτίωσης με σκοπό τη διατήρηση της γενετικής παραλλακτικότητας και την αποφυγή της αιμομιξίας, τη βελτιστοποίηση του παραγωγικού συστήματος, την αύξηση της αξίας αγοράς των προϊόντων της φυλής, είναι δυνατόν η φυλή να ξεπεράσει τη διαδικασία μείωσης του πληθυσμού της και να οδηγηθεί στην «αυτοδιατήρηση» (Ruane, 1999). Ο συνολικός πληθυσμός των προβάτων στην Ελλάδα ανέρχεται σε 9.042.000 κεφαλές, από τις οποίες το 90% περίπου είναι κυρίως διασταυρώσεις μεταξύ των διαφόρων ελληνικών φυλών. Η αιγοπροβατοτροφία αποτελεί τον σημαντικότερο κλάδο της κτηνοτροφίας στη χώρα μας, ο οποίος συμβάλλει σε ποσοστό 43% στη ζωική παραγωγή και κατά 13% στο συνολικό αγροτικό εισόδημα. Ο εκτρεφόμενος πληθυσμός προβάτων, αν και παρουσιάζει μεγάλη παραλλακτικότητα στη σωματική διάπλαση, την παραγωγικότητα, την πολυδυμία και την ταχύτητα ανάπτυξης, εντούτοις παρουσιάζει εξαιρετική προσαρμοστικότητα στις περιβαλλοντικές συνθήκες της χώρας (Χατζημηνάογλου, 2001). 3
Η Ελλάδα διαθέτει πολλές φυλές προβάτων, ο αριθμός των οποίων, όπως έχει καταγραφεί από το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, ανέρχεται σε 26, ενώ 6 φυλές προβάτων έχουν ήδη εξαφανισθεί. Οι ελληνικές φυλές μικρών μηρυκαστικών, μαζί με φυλές άλλων χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Μεσογείου, αποτέλεσαν αντικείμενο μελέτης ενός ερευνητικού έργου που χρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και είχε ως στόχους: (α) τον προσδιορισμό των πληθυσμών αιγών και προβάτων υψηλής προτεραιότητας διατήρησης και τη χαρτογράφηση των προτεραιοτήτων, (β) τη διερεύνηση των κοινωνικοοικονομικών συνθηκών εκτροφής των φυλών και των προοπτικών ανάπτυξής τους, (γ) τον προσδιορισμό των περιοχών, στις οποίες η βιώσιμη διατήρηση των πληθυσμών έχει μεγάλη πιθανότητα επιτυχίας, (δ) την εκτίμηση της οικονομικής αξίας των γενετικών πόρων προκειμένου να τεκμηριωθούν οι συγκεκριμένες ενέργειες διαχείρισης ή διατήρησής τους και (ε) τη διατύπωση προτάσεων για συγκεκριμένα μέτρα και ενέργειες προς την κατεύθυνση μίας οικονομικά βιώσιμης διατήρησης των τοπικών φυλών (Ajmone-Marsan κ.ά., 2005). Σκοπός της διατριβής ήταν να διερευνηθεί η γενετική σύνθεση και ποικιλομορφία ορισμένων Ελληνικών φυλών προβάτων, καθώς και οι μεταξύ τους γενετικές αποστάσεις. Επιπλέον, με βάση τα αποτελέσματα να εξετασθούν οι λόγοι και οι δυνατότητες διατήρησής τους. 4
2. Εισαγωγή Η γενετική ποικιλομορφία των αγροτικών ζώων έχει εξελιχθεί κατά τη διάρκεια εκατομμυρίων ετών μέσα από τη διαδικασία της φυσικής επιλογής, μέσω της οποίας σχηματίσθηκαν και σταθεροποιήθηκαν τα είδη των αγροτικών ζώων που χρησιμοποιούνται στη διατροφή του ανθρώπου και τη γεωργία. Μόνο κατά τις τελευταίες χιλιετίες, η αλληλεπίδραση του περιβάλλοντος και της τεχνητής επιλογής από τον άνθρωπο, επιτάχυνε την ανάπτυξη της παραλλακτικότητας εντός των ειδών και οδήγησε στη δημιουργία των γενετικά διακριτών φυλών των αγροτικών ζώων. Η διατήρηση της γενετικής παραλλακτικότητας των αγροτικών ζώων, είναι ουσιαστική για την κάλυψη των μελλοντικών αναγκών της ανθρωπότητας. Τα περιβάλλοντα, μέσα στα οποία τα αγροτικά ζώα εκτρέφονται και παράγουν, δεν είναι στατικά, αλλά δυναμικά και μεταβάλλονται. Η διατήρηση της γενετικής παραλλακτικότητας αποτελεί επιπλέον ασφάλεια σε μελλοντικές απρόβλεπτες συνθήκες του περιβάλλοντος. Επιπροσθέτως, η αυξανόμενη απαίτηση, σε παγκόσμιο επίπεδο, για ένα εύρος προϊόντων διατροφής, προϋποθέτει ένα δυναμικό και προσαρμόσιμο παραγωγικό σύστημα, το οποίο πρέπει να έχει στη διάθεσή του διαφορετικούς γενετικούς τύπους. Τέλος, θα πρέπει επίσης να λαμβάνεται υπόψη το γεγονός ότι, η διατήρηση της γενετικής παραλλακτικότητας των αγροτικών ζώων βελτιώνει την ποιότητα ζωής του ανθρώπου, καθώς αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της κληρονομιάς του ανθρώπου και ως τέτοιο πρέπει να μεταφερθεί στις επόμενες γενεές. Σε παγκόσμιο επίπεδο, η συζήτηση σχετικά με τη διατήρηση των γενετικών πόρων των αγροτικών ζώων, άρχισε με καθυστέρηση σε σύγκριση με τους φυτικούς γενετικούς πόρους. Εντούτοις, ήδη από την αρχή της εφαρμογής της τεχνητής σπερματέγχυσης (ΤΣ) στα βοοειδή στη δεκαετία του 50 στη Σουηδία, γίνοταν διατήρηση σπέρματος από κάθε ταύρο που χρησιμοποιόταν στην αναπαραγωγή. Στη δεκαετία του 60, επιστήμονες και ομάδες κτηνοτρόφων 5
άρχισαν να επικεντρώνουν την προσοχή τους στον υψηλό βαθμό διάβρωσης των ζωικών γενετικών πόρων. Στην Ευρώπη, οι κτηνοτρόφοι εγκαταλείπουν τις αγροτικές περιοχές και οι πολλές αυτόχθονες φυλές αγροτικών ζώων αντικαθιστούνται από λίγες, οι οποίες προωθούνται εντατικά και έχουν υποστεί υψηλής έντασης επιλογή. Οι φυλές αυτές επίσης εξάγονται στις αναπτυσσόμενες χώρες εκτός Ευρώπης, όπου αντικαθιστούν φυλές, οι οποίες είναι άριστα προσαρμοσμένες σε περιβάλλοντα και συστήματα παραγωγής πολύ διαφορετικά από αυτά της Ευρώπης. Το 1972, για πρώτη φορά, στο Συνέδριο των Ηνωμένων Εθνών για το περιβάλλον, στη Στοκχόλμη, αναγνωρίζονται αυτές οι εξελίξεις και τα προβλήματα. Τελικά, το 1980, θεσμοθετείται στα γραφεία του FAO το πρώτο Παγκόσμιο Τεχνικό Συμβούλιο για τους Γενετικούς Πόρους. Το 1992, ο FAO ξεκίνησε ένα ειδικό πρόγραμμα δράσης για τη διαχείριση των Γενετικών Πόρων των Αγροτικών Ζώων, σε παγκόσμιο επίπεδο, με στόχο την προώθηση της εθνικής συμμετοχής στην παγκόσμια προσπάθεια για την εφαρμογή των εν λόγω δραστηριοτήτων διατήρησης. Στην Ευρώπη, συντονισμένες δράσεις για τους ζωικούς γενετικούς πόρους ξεκίνησαν το 1980, όταν η Ευρωπαϊκή Ενωση Ζωικής Παραγωγής (EAAP) δημιούργησε μία ομάδα εργασίας στον τομέα αυτό, με κύριες δραστηριότητες την οργάνωση τακτικών απογραφών των φυλών των αγροτικών ζώων στην Ευρώπη και την ενσωμάτωση της επιστήμης της γενετικής στις δράσεις διατήρησης. Η εξέλιξη των μοριακών τεχνικών για την ανίχνευση των πολυμορφισμών του DNA, σε κωδικοποιούσες και μη κωδικοποιούσες περιοχές των χρωμοσωμάτων, διευκολύνει την περιγραφή της γενετικής παραλλακτικότητας των αγροτικών ζώων και την καθιστά περισσότερη ακριβή. Οι μικροδορυφόροι, ως γενετικοί δείκτες για τον προσδιορισμό της γενετικής παραλλακτικότητας και των φυλογενετικών σχέσεων μεταξύ των φυλών των αγροτικών ζώων, παρουσιάζουν πλεονεκτήματα, καθώς έχουν συγκεκριμένη θέση στο γονιδίωμα, ο προσδιορισμός τους γίνεται με ταχεία και αυτοματοποιημένη ανάλυση, ενώ απαιτούνται μικρές ποσότητες DNA και παρουσιάζουν υψηλό πολυμορφισμό. 6
Είναι χρήσιμοι τόσο στη μελέτη της γενετικής σύνθεσης του ατόμου, όσο και στις μελέτες φυλογενετικής εξέλιξης. Οι φυλές που μελετήθηκαν στο πλαίσιο της παρούσας διδακτορικής διατριβής, ήταν οι φυλές Ανωγείων, Καλαρρύτικη, Καραγκούνικη, Κεφαλληνίας, Κύμης, Λέσβου, Ορεινή Ηπείρου, Πηλίου, Σφακίων και Σκοπέλου. Από τις φυλές αυτές, οι φυλές Ανωγείων, Καλαρρύτικη, Κεφαλληνίας, Ορεινή Ηπείρου και Πηλίου επιλέχθηκαν λόγω του ότι εκτρέφονται σε ορεινές / μειονεκτικές περιοχές και, κατά κύριο λόγο, σε πληθυσμούς μικρού μεγέθους. Από αυτές, η Καλαρρύτικη φυλή είναι στενά συνδεδεμένη με την ιστορία του Συράκου και των Καλαρρυτών. Η φυλή Ανωγείων έχει ιδιαίτερα στιλπνό μαλλί που πιθανόν να οφείλεται σε μετάλλαξη. Τα πρόβατα της φυλής είναι εξαιρετικά λιτοδίαιτα και ανθεκτικά. Η φυλή Ορεινή Ηπείρου αναφέρεται από παλιά στη βιβλιογραφία και ενδεχόμενα οι υπόλοιπες ορεινές φυλές να αποτελούν παραλλαγές αυτής της φυλής. Η φυλή Πηλίου, αν και δεν αναφέρεται στη βιβλιογραφία, παρουσιάζει ενδιαφέρον για την αειφορική αξιοποίηση της περιοχής, στην οποία εκτρέφεται. Η φυλή Κεφαλληνίας παρουσιάζει υψηλή γαλακτοπαραγωγή σε σχέση με τις υπόλοιπες ορεινές φυλές. Οι φυλές Κύμης και Σκοπέλου επιλέχθηκαν, επίσης, λόγω του μικρού μεγέθους του πληθυσμού τους, καθώς και για τα επιθυμητά χαρακτηριστικά που εμφανίζουν, όπως υψηλή πολυδυμία και γαλακτοπαραγωγή. Οι φυλές Καραγκούνικη, Λέσβου και Σφακίων είναι φυλές που εκτρέφονται σε μεγάλους αριθμούς. Η Καραγκούνικη είναι διαδεδομένη σε όλη την Ελλάδα και έχει χρησιμοποιηθεί για την αναβάθμιση πολλών πεδινών και ημιορεινών πληθυσμών. Η φυλή της Λέσβου, πολύ καλά προσαρμοσμένη στις συνθήκες της περιοχής, παρουσιάζει υψηλές σχετικά αποδόσεις και έχει χρησιμοποιηθεί επίσης για την αναβάθμιση εκτροφών σε περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδας. Τέλος, η φυλή των Σφακίων είναι άριστα προσαρμοσμένη στο δυτικό τμήμα της Κρήτης, όπου εκτρέφεται και εκμεταλλεύεται με τον καλύτερο τρόπο την όχι ιδιαίτερα πλούσια φυσική 7
βλάστηση αυτής της ημιορεινής έως ορεινής περιοχής (Ρογδάκης, 2002; Χατζημηνάογλου, 2001). 3. Ανασκόπηση βιβλιογραφίας 3.1. Αξία των Γενετικών Πόρων των Αγροτικών Ζώων Σε παγκόσμιο επίπεδο οι Ζωικοί Γενετικοί Πόροι (ΖΓΠ), καλύπτουν το 30% του συνόλου των απαιτήσεων του ανθρώπου σε τρόφιμα και άλλα αγροτικά προϊόντα (FAO, 1999). Οι ΖΓΠ είναι ιδιαίτερα ζωτικής σημασίας στην επιβίωση και οικονομία των αναπτυσσόμενων χωρών. Παρέχουν σε όλη τη διάρκεια του έτους βασικά προϊόντα διατροφής, στηρίζουν την απασχόληση και το εισόδημα εκατομμυρίων ανθρώπων και συμβάλλουν ως ζώα εργασίας και ως πηγή λιπάσματος στη φυτική παραγωγή. Οι φυλές των αγροτικών ζώων και οι ποικιλίες των καλλιεργημένων φυτών αντιπροσωπεύουν ένα σημαντικό τμήμα της συνολικής βιοποικιλότητας. Αν και αντιπροσωπεύουν μόνο έναν μικρό αριθμό ειδών, η εξημέρωσή τους είχε ουσιαστική επίδραση στην εξέλιξη των ανθρώπινων κοινωνιών και της ιστορίας (Diamond, 1998). Κάθε φυλή έχει μία ιδιαίτερη μοναδική αξία, όπως η προσαρμογή της σε ένα ιδιαίτερο περιβάλλον, ο ειδικός κοινωνικός, θρησκευτικός ή πολιτιστικός ρόλος της κ.ά., η οποία αναφέρεται σε όλες τις ειδικές λειτουργίες μίας φυλής που δεν εκπληρώνονται από ζώα διαφορετικής φυλής. Στον αναπτυσσόμενο κόσμο, παρόλο που συχνά δεν αναγνωρίζεται, υπάρχουν πολλοί αυτόχθονες πληθυσμοί αγροτικών ζώων προσαρμοσμένοι στα υπάρχοντα παραγωγικά συστήματα. Οι γονότυποι, τουλάχιστον μερικών από αυτούς τους πληθυσμούς, θα μπορούσαν επίσης να διαδραματίσουν κρίσιμο ρόλο σε μελλοντικά παραγωγικά συστήματα, αλλά πολλοί απειλούνται κυρίως από τις διασταυρώσεις με τις εισαγόμενες φυλές από τις αναπτυγμένες χώρες (Barker, 1996). 8
Στις αγροτικές περιοχές, τα αγροτικά ζώα αποτελούν σημαντική πηγή τροφίμων και εισοδήματος. Αποτελούν πηγή ζωικής πρωτεΐνης υψηλής αξίας και σημαντικών ιχνοστοιχείων. Άλλες λειτουργίες των αγροτικών ζώων περιλαμβάνουν την παραγωγή μη διατροφικών προϊόντων, όπως το δέρμα, το μαλλί και τη χρήση τους ως μέσα μεταφοράς και ως καύσιμη ύλη σε ορισμένες κοινότητες. Τα μηρυκαστικά μετατρέπουν επίσης τα υπολείμματα της συγκομιδής και τα ινώδη υλικά χαμηλής αξίας σε πρωτεΐνη υψηλής ποιότητας. Επίσης, συμβάλλουν στην αξιοποίηση των μειονεκτικών περιοχών χαμηλής ή μηδαμινής αξίας για την παραγωγή πρωτεΐνης υψηλής ποιότητας. Ο ζωικός πληθυσμός αποτελεί σημαντική πηγή εισοδήματος και συναλλάγματος για πολλές χώρες, όπως προκύπτει από τη συμβολή του τομέα της ζωικής παραγωγής στο ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕΠ) σε πολλές αναπτυσσόμενες χώρες (Delgado κ.ά., 1999). Σε περιοχές, στις οποίες οι βελτιωμένες φυλές δεν μπορούν να επιζήσουν, ή στις οποίες οι ζωοτροφές είναι ακριβές, οι αυτόχθονες φυλές συνεχίζουν να παράγουν. Υπάρχουν πολλές περιοχές με υψηλή ξηρασία, μεγάλες κλιματικές μεταβολές ή άλλους περιορισμούς που τις καθιστούν μειονεκτικές για την ανάπτυξη καλλιεργειών. Οι περιοχές αυτές, ενώ δεν είναι κατάλληλες για καλλιέργειες, αξιοποιούνται άριστα με την εκτροφή των αγροτικών ζώων. Κατά συνέπεια, η εκτροφή των εντοπίων φυλών αγροτικών ζώων που είναι προσαρμοσμένες στις περιοχές αυτές, μπορεί να συνεχίσει να χρησιμεύει ως μία οικονομικά βιώσιμη δραστηριότητα και να συμβάλει στην ανάπτυξη των συγκεκριμένων περιοχών (Mendelson, 2003). Κλιματικές μεταβολές, σε μεγάλη κλίμακα, μπορεί να καταστήσουν εμφανή την ανάγκη εκτροφής φυλών αγροτικών ζώων που είναι ανθεκτικές σε μεγαλύτερο εύρος θερμοκρασιών και βροχοπτώσεων. Η ανθεκτικότητα σε απρόβλεπτες νέες ασθένειες είναι επίσης σημαντική, όπως έχει διαπιστωθεί από τη σημασία της φυλής βοοειδών Ζebu που ήταν ανθεκτική στην επιδημία πανώλης των ζώων, η οποία αποδεκάτισε τους πληθυσμούς της Αφρικής στις αρχές του 20ου αιώνα (Rege, 1999). 9
Ορισμένες φυλές αγροτικών ζώων έχουν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, όπως η εμφάνιση σε υψηλή συχνότητα ορισμένων ασθενειών ή ασυνήθιστων φαινοτυπικών χαρακτηριστικών, όπως η υψηλή μυϊκή ανάπτυξη που παρατηρείται στα βοοειδή της φυλής Belgian Blue. Οι ερευνητές μπορούν να αξιοποιήσουν τις φυλές αυτές για να κατανοήσουν τους γενετικούς μηχανισμούς που ελέγχουν τις συγκεκριμένες ιδιότητες. Επιπροσθέτως, τα ζώα με τους ακραίους φαινότυπους μπορεί να είναι χρήσιμα στην έρευνα που σχετίζεται με τον προσδιορισμό γονιδίων, τα οποία ελέγχουν ποσοτικές ιδιότητες, όπως τη γαλακτοπαραγωγή και το ρυθμό ανάπτυξης. Η προσαρμογή των φυλών στα συγκεκριμένα περιβάλλοντα μπορεί επίσης να είναι χρήσιμη στη μελέτη των αλληλεπιδράσεων μεταξύ γονοτύπου και περιβάλλοντος (Ruane, 2000). Οι μεταβολές των προτιμήσεων των καταναλωτών σε προϊόντα που προέρχονται από εκτατικά και ελευθέρας βοσκής συστήματα, έχουν ωθήσει τους αγρότες ώστε να προσαρμόσουν κατάλληλα τα συστήματα παραγωγής τους και, κατά συνέπεια, τις ανάγκες τους σε φυλές. Για παράδειγμα, στα προγράμματα βελτίωσης χοίρων στη Μεγάλη Βρετανία χρησιμοποιείται η φυλή χοίρων της Νοτίου Αφρικής Saddleback, δεδομένου ότι αξιοποιεί καλύτερα το χόρτο και αποθηκεύει περισσότερα θρεπτικά συστατικά στο λίπος, ώστε να αντέχει στις χαμηλότερες θερμοκρασίες (ILRI, 1999). Τα αγροτικά ζώα, με την εκτροφή τους σε ισορροπημένα μικτά παραγωγικά συστήματα, συμβάλλουν στην αειφορική διατήρηση του περιβάλλοντος (De Haan κ.ά., 1997). Επιπλέον, η ιδιοκτησία μηρυκαστικών ενθαρρύνει τους μικροκτηματίες να φυτέψουν φυτικά είδη και θάμνους που χρησιμοποιούνται για τη βόσκηση των ζώων, και μέσω αυτής της διαδικασίας ελέγχεται η διάβρωση του εδάφους, προωθείται η διατήρηση ύδατος και αυξάνεται η γονιμότητα του εδάφους (Rege και Gibson, 2003). Ένα ακόμη επιχείρημα για τη διατήρηση ειδών ή φυλών χωρίς άμεσο οικονομικό ενδιαφέρον είναι η συμβολή τους στη διατήρηση του περιβάλλοντος και του τοπίου. Συγκεκριμένα, η βόσκηση μπορεί να δημιουργήσει τοπία με πολιτιστική 10
και αισθητική αξία, ενώ ταυτόχρονα συμβάλλει στη διατήρηση της παγκόσμιας βιοποικιλότητας. Εξαιρετικά παραδείγματα αποτελούν τα τοπία του Γιορκσάιρ στην Αγγλία και του Luneberg στη Γερμανία, τα οποία οφείλουν το χαρακτήρα τους στη βόσκηση από πρόβατα (Tisdell, 2003). Σχετικά ο Mendelson (2003), αναφέρει τη συμβολή των αγελάδων γαλακτοπαραγωγής στη διατήρηση των βοσκοτόπων των βορειοανατολικών περιοχών των Ηνωμένων Πολιτειών, οι οποίοι μετατρέπονται σε δασικές εκτάσεις, καθώς ο κλάδος της γαλακτοπαραγωγικής αγελαδοτροφίας στην περιοχή μειώνεται λόγω της διακοπής των επιδοτήσεων. Ανάλογο παράδειγμα αναφέρει ο ίδιος συγγραφέας για το Αλπικό τοπίο της Ευρώπης, όπου οι βοσκότοποι διατηρούνται, εφόσον συνεχίζεται η επιδότηση της βοοτροφίας. Στις περιπτώσεις αυτές, αν και η επιδότηση μπορεί να θεωρηθεί ότι κατευθύνεται προς την παραγωγή, εντούτοις στόχος της είναι η διατήρηση του περιβάλλοντος. Οι περισσότερες βελτιωμένες φυλές αγροτικών ζώων έχουν επιλεγεί με βάση ελάχιστα χαρακτηριστικά που έχουν εμπορικό - οικονομικό ενδιαφέρον, γεγονός που έχει οδηγήσει σε απώλεια της γενετικής παραλλακτικότητας εντός των φυλών (Bulmer, 1980). Η εντατικοποίηση της ζωικής παραγωγής έχει επιτευχθεί με τη χρήση ζώων υψηλού παραγωγικού δυναμικού σε περιβάλλοντα που επιτρέπουν την έκφραση αυτού του δυναμικού. Κατά συνέπεια, οι ιδιότητες προσαρμογής δεν είναι σημαντικές σε αυτά τα συστήματα και φυλές με χαμηλότερη προσαρμοστικότητα έχουν γίνει κυρίαρχες. Η γενετική διάβρωση της παραλλακτικότητας των αγροτικών ζώων έχει θέσει το 30% των φυλών σε παγκόσμιο επίπεδο σε κίνδυνο εξαφάνισης, συχνά ως αποτέλεσμα της κυβερνητικής πολιτικής και των προγραμμάτων που εφαρμόζονται. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Παγκόσμιου Οργανισμού Τροφίμων και Γεωργίας, από τις 6400 φυλές αγροτικών ζώων παγκοσμίως, το 30% περίπου κινδυνεύει από εξαφάνιση, ενώ ένα ποσοστό 1-2% χάνεται ετησίως (FAO, 2000). Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ο συνολικός αριθμός αυτόχθονων φυλών που απειλούνται είναι 773, 172 φυλές έχουν χαρακτηρισθεί ότι βρίσκονται σε κρίσιμη κατάσταση, 11
302 φυλές βρίσκονται σε κίνδυνο εξαφάνισης, ενώ 39 φυλές βρίσκονται στην κατηγορία «κρίσιμη κατάσταση με πρόγραμμα διατήρησης» και 105 φυλές έχουν χαρακτηρισθεί ότι βρίσκονται στην κατηγορία «σε κίνδυνο εξαφάνισης με πρόγραμμα διατήρησης». Αξίζει να αναφερθεί ότι στην Ευρωπαϊκή Ενωση υπάρχουν αυτή την περίοδο τουλάχιστον 155 αυτόχθονες φυλές, οι οποίες, αν και δεν βρίσκονται σε κίνδυνο εξαφάνισης παρουσιάζουν συνεχώς μειούμενη τάση του μεγέθους του πληθυσμού τους. Σε ό,τι αφορά τα είδη των αγροτικών ζώων, οι υψηλότεροι αριθμοί φυλών που βρίσκονται σε κίνδυνο είναι, κατά σειρά, οι φυλές των προβάτων (223), των αλόγων (200) και των βοοειδών (190). Σε μέσο επίπεδο, βρίσκονται οι φυλές των χοίρων (79) και των αιγών (69). Όσον αφορά στη γεωγραφική κατανομή της ποικιλότητας των ζωικών γενετικών πόρων στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η χώρα με τον υψηλότερο αριθμό αυτόχθονων φυλών που βρίσκονται σε κίνδυνο είναι η Γερμανία (164) και ακολουθείται από τη Γαλλία (123) και την Ιταλία (115), σύμφωνα με τους Signorello και Pappalardo (2003). Σύμφωνα με το Πρόγραμμα Ανάπτυξης των Ενωμένων Εθνών (United Nations Development Programme, RAFI/ UNDP, 1995), τα μισά από τα εξημερωμένα ζώα όλης της Ευρώπης έχουν εξαφανισθεί στον 20 ο αιώνα. Το ένα τρίτο όλων των υπόλοιπων φυλών αγροτικών ζώων στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική βρίσκονται σε κίνδυνο. Ο Hope Shand (Διευθυντής Έρευνας του Διεθνούς Ιδρύματος Αγροτικής Ανάπτυξης - RAFI) ανέφερε ότι οι φυλές αγροτικών ζώων εξαφανίζονται με ρυθμό 5% ετησίως, γεγονός που αντιστοιχεί σε έξι φυλές ανά μήνα. Στην Ευρώπη, οι μισές από τις φυλές των αγροτικών ζώων που υπήρχαν το 1900 έχουν εξαφανισθεί, ενώ το 43% αυτών που παραμένουν, κινδυνεύουν να εξαφανισθούν. Συγχρόνως, υπάρχει πολύ συχνά έλλειψη ακόμη και των πιο στοιχειωδών πληροφοριών για πολλές από αυτές τις φυλές. Βασικά φαινοτυπικά δεδομένα, συμπεριλαμβανομένων και των κατά προσέγγιση αριθμών για τα μεγέθη των πληθυσμών, είναι διαθέσιμα σήμερα μόνο για το 50% των παγκόσμιων ζωικών γενετικών πόρων (Hammond, 1998). Επιπλέον, η εκτροφή πολλών εντοπίων φυλών υποστηρίζει τις τοπικές οικονομίες μειονεκτικών περιοχών (Maijala κ.ά., 12
1984) και συμβάλλει στην κατάλληλη διαχείριση των φυσικών βιότοπων (Ostermann, 1998). Από κοινωνικοοικονομική άποψη, η διατήρηση των ΖΓΠ είναι επίσης σημαντική, δεδομένου ότι οι περισσότερες (70%) από τις περίπου 6400 φυλές των αγροτικών ζώων βρίσκονται στις αναπτυσσόμενες χώρες (FAO, 1999). Από αυτές, οι αυτόχθονοι ζωικοί πληθυσμοί παρουσιάζουν πολύ καλή προσαρμογή στα συστήματα παραγωγής χαμηλών εισροών, πολλά από τα οποία βρίσκονται σε μειονεκτικές περιοχές (Drucker κ.ά., 2001). Οι φυλές είναι, σε μεγάλο βαθμό, προϊόντα του ανθρώπου, καθώς η τεχνητή επιλογή για συγκεκριμένους χρωματισμούς, παραγωγικές ιδιότητες ή μορφολογικά χαρακτηριστικά αποτέλεσε την κινητήρια δύναμη για την ανάπτυξη των φυλών, ειδικά στις οικονομικά αναπτυγμένες χώρες. Οι φυλές των αγροτικών ζώων μπορούν να θεωρηθούν μέρος της πολιτιστικής ή ιστορικής κληρονομιάς μίας ορισμένης περιοχής ή χώρας, την οποία οι άνθρωποι έχουν κληρονομήσει από τις προηγούμενες γενεές και που πρέπει να διατηρήσουν για τις επόμενες γενεές. Μία εικόνα σχετικά με τον ιστορικό και πολιτιστικό ρόλο μίας φυλής μπορεί να σχηματισθεί εξετάζοντας σε ποιό βαθμό οι κάτοικοι μίας περιοχής, θα βίωναν την απώλεια στην περίπτωση που η συγκεκριμένη φυλή θα εξαφανιζόταν (Ruane, 2000). Κατά συνέπεια, οι αυτόχθονες φυλές μπορούν να θεωρηθούν ως πολιτιστικές αξίες σε σχέση με το ρόλο τους στην ιστορία, καθώς συχνά έχουν έναν κεντρικό ρόλο στην κοινωνική ζωή των αγροτικών πληθυσμών και επίσης συμβάλλουν στη διατήρηση των τοπικών παραδόσεων. Σε συντομία, κάθε στοιχείο της ανθρώπινης δράσης, κατά συνέπεια και οι φυλές των αγροτικών ζώων, μπορεί να θεωρηθεί ως τεκμηρίωση του ανθρώπινου πολιτισμού και κατ αυτήν την άποψη έχουν πολιτιστική αξία. Αυτή η υπόθεση φαίνεται λογική για τους ακόλουθους λόγους: 1. Οι εντόπιες φυλές έχουν διαδραματίσει συχνά έναν κεντρικό ρόλο, για σχετικά μεγάλες περιόδους, στην αγροτική παραγωγή και την κοινωνική ζωή των 13
αγροτικών πληθυσμών και, κατά συνέπεια, μπορούν να θεωρηθούν ως στοιχεία της ιστορίας των περιοχών και ειδικότερα σε ό,τι σχετίζεται με τη ζωή στην ύπαιθρο, 2. Η παραγωγή τυπικών προϊόντων ζωικής προέλευσης, από εντόπιες φυλές, με τις παραδοσιακές μεθόδους εκτροφής στις συγκεκριμένες περιοχές, η αξία των οποίων αναγνωρίζεται σήμερα και προστατεύεται από οδηγίες της ΕΕ, 3. Οι εντόπιες φυλές αποτελούν συχνά ένα βασικό παράγοντα στην εξέλιξη της πολιτιστικής ζωής, και 4. Οι εντόπιες φυλές είναι συχνά σήμερα σημείο αναφοράς των τοπικών παραδόσεων, όπως οι διατροφικές συνήθειες και τα είδη χειροτεχνίας και λαογραφίας, συμβάλλοντας έτσι στην προστασία της τοπικής πολιτιστικής κληρονομιάς (Gandini και Villa, 2003). Εάν οι άνθρωποι θεωρούν ότι η διατήρηση δεσμών με το παρελθόν τους είναι σημαντική, είναι δυνατόν να αφιερώσουν κάποιο μέρος των ενεργειών για το σκοπό αυτό. Ορισμένες φυλές αγροτικών ζώων μπορούν απλώς να διατηρηθούν για την εμφάνισή τους. Είναι πιθανόν, δηλαδή, να ενδιαφερθούν για τις φυλές λόγω της αισθητικής τους εμφάνισης, όπως για παράδειγμα τα άλογα της φυλής Pentro, τα οποία εκτρέφονται στην Ιταλία εδώ και 2500 έτη. Αν και έχει λίγη οικονομική αξία σήμερα, οι άνθρωποι απολαμβάνουν το άλογο ως σύμβολο του παρελθόντος τους (Cicia κ.ά., 2003). Συμπερασματικά, οι αυτόχθονες φυλές των αγροτικών ζώων είναι ζωτικής σημασίας στοιχεία, στο πλαίσιο του πολιτιστικού ιστού μίας κοινωνίας. Συμβάλλουν στη διατήρηση της ταυτότητας των τοπικών πληθυσμών και ανταποκρίνονται πλήρως στην έννοια της πολιτιστικής αξίας. Στις αναπτυσσόμενες χώρες, από τα μικτά συστήματα φυτικής και ζωικής παραγωγής προκύπτουν συνήθως χαμηλά εισοδήματα, τα οποία βρίσκονται στα όρια της φτώχειας (ILRI, 2000). Υπολογίζεται ότι σε παγκόσμιο επίπεδο το 70% των αγροτών με εισόδημα που βρίσκεται στα όρια της φτώχειας, στηρίζει τα εισοδήματά τους στην κτηνοτροφία (Rege και Gibson, 2003). Η προσπάθεια για 14
την αύξηση της βιωσιμότητας αυτών των συστημάτων παραγωγής μπορεί να συμβάλει περισσότερο στη μείωση της φτώχειας από ό,τι η αύξηση της παραγωγικότητας στα εντατικά βιομηχανικά συστήματα (Ashley κ.ά., 1999). Οι παραδοσιακές πρακτικές των κοινοτήτων της Αφρικής που εκτρέφουν αγροτικά ζώα, περιέχουν εύρος επιλεκτικών στόχων, στους οποίους, εκτός από την εκτροφή των ζώων για πολλαπλές παραγωγικές κατευθύνσεις, περιλαμβλάνονται ιδιότητες, όπως η εμφάνιση και τα χαρακτηριστικά συμπεριφοράς. Οι κοινότητες μπορούν να έχουν διαφορετικές ανάγκες, αντιλήψεις και προτιμήσεις, με βάση τις οποίες λαμβάνουν τις αποφάσεις για την αναπαραγωγή ή την πώληση των ζώων. Σε αρκετές περιπτώσεις, υπάρχουν περιορισμοί ή προκαταλήψεις στη χρήση και τις πρακτικές αναπαραγωγής, οι οποίες συνδέονται συχνά στενά με τη θρησκεία ή τον πολιτισμό των ανθρώπινων κοινωνιών. Η παραμέληση, κατά το παρελθόν και σήμερα, της τοπικής γνώσης σχετικά με τους ΖΓΠ και τις παραδοσιακές τεχνικές εκτροφής, αποτέλεσε την αιτία μεγάλων δυσκολιών στην ανάπτυξη επιτυχημένων στρατηγικών διατήρησης σε εθνικό και τοπικό επίπεδο. Η έρευνα ως προς τα παραδοσιακά συστήματα εκτροφής, στην οποία όμως να συμμετέχει ο κτηνοτρόφος με ενεργό ρόλο, είναι απαραίτητη για την ενσωμάτωση της παραδοσιακής γνώσης στην ανάπτυξη στρατηγικών διατήρησης των ΖΓΠ (Wollny, 2003). Χωρίς να υπάρχει στόχος για πολλές χρήσεις, η αντικατάσταση των παραδοσιακών φυλών με τις βελτιωμένες, μπορεί να έχει δυσμενείς επιπτώσεις στο βιοτικό επίπεδο των οικογενειών με χαμηλό εισόδημα (Drucker κ.ά., 2001). Αν και ένα μέρος των διατροφικών αναγκών των ανθρώπων, σε πολλά από τα φτωχότερα έθνη παγκοσμίως, ικανοποιείται ακόμα από τα άγρια ζώα και τα φυτικά είδη (Groombridge, 1992), κατά μεγάλο ποσοστό η διατροφή του ανθρώπου προέρχεται από τα εξημερωμένα είδη (Rege και Gibson, 2003). Χρησιμοποιώντας κοινούς πόρους, όπως οι ζωοτροφές που συλλέγονται από τη βοσκήση σε κοινοτικά εδάφη και η οικογενειακή εργασία, ακόμη και οι ιδιοκτήτες αγροτικών ζώων χωρίς ιδιοκτησία γης, μπορούν να παράγουν προϊόντα υψηλής 15