Î Â Ê Ï È Ô 22 2 ÔÌË Î È ÏÂÈÙÔ ÚÁÈ ÙÔ ÌÓËÌÔÓÈÎÔ Û ÛÙËÌ ÙÔÛ appleâúèâ fiìâó appleâúèâ fiìâó Kˆ ÈÎÔappleÔ ËÛË - appleôı ΠÛË - Ó appleï ÛË 38 ˆ ÈÎÔappleÔ ËÛË 39 appleôı ΠÛË 40 Ó appleï ÛË ( Ó Û ÚÛË) 40 ÔÌ ÙÔ ÌÓËÌÔÓÈÎÔ Û ÛÙ Ì ÙÔ 41 Ô ÌÔÓÙ ÏÔ ÙˆÓ Atkinson Î È Shiffrin 42 ÈÛıËÙËÚÈ Î ÓÙ ÏË Ë 44 µú ÚÔÓË ÌÓ ÌË 45 ÍÈÔÏfiÁËÛË 50 ª ÎÚfi ÚÔÓË ÌÓ ÌË 51 ËÌ ÛÈÔÏÔÁÈÎ ÌÓ ÌË 52 appleâèûô È Î ÌÓ ÌË 58 ËψÙÈÎ Î È ÌË ËψÙÈÎ ÌÓ ÌË 58 ÍÈÔÏfiÁËÛË 61 ÓÔ Ë 61 37
Kˆ ÈÎÔappleÔ ËÛË - appleôı ÎÂ ÛË - Ó appleï ÛË Μ ια απ τις κ ριες θεωρητικές διαφωνίες, που έχουν προκ ψει εδώ και αρκετά χρ νια, αφορά τη δοµή της µνήµης, το αν δηλαδή είναι ένα ενιαίο ή περισσ τερα ξεχωριστά συστήµατα. Οι περισσ τεροι ερευνητές συµφωνο ν µε την παρξη δ ο τουλάχιστον συστηµάτων, της βραχ χρονης µνήµης (στο εξής, ΒΜ) και της µακρ χρονης µνήµης (στο εξής, ΜΜ) µε διαφορετικά χαρακτηριστικά το καθένα. Η πεποίθηση µως αυτή δεν είναι τ σο πρ σφατη. Έχει τις ρίζες της στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία (βλ. Herrmann & Chaffin, 1988). Οι Έλληνες φιλ σοφοι πίστευαν τι η φ ση των µνηµονικών φαινοµένων στο καθένα απ τα δ ο συστήµατα είναι διαφορετική, µια άποψη που «χρωµατίζει» την έρευνα στη µνήµη µέχρι σήµερα. Για παράδειγµα, ακ µα και για τον αδαή φαίνεται να υπάρχει διαφορά µεταξ της εφήµερης και περαστικής πληροφορίας (λ.χ. το νοµα µιας απ τις παραλίες που πήγαµε το περασµένο καλοκαίρι), και του πώς αυτή συγκρατείται, και της ανθεκτικής στο χρ νο πληροφορίας που µετατρέπεται σε µ νιµη γνώση (λ.χ. το νοµα της παραλίας που κολυµπο σαµε σ ολ κληρη την παιδική µας ηλικία). Ένας συνήθης τρ πος να ερευνηθεί η µνήµη είναι µέσω της διαίρεσής της σε τρεις διακριτές φάσεις: της κωδικοποίησης, της αποθήκευσης και της ανάπλασης (ή ανάσυρσης). Η διαίρεση αυτή έχει τις ρίζες της στο περίφηµο βιβλίο του Wolfgang Kohler, Gestalt Psychology (1947, σ. 279, στον Roediger, 2000). Κατά την κωδικοποίηση, οι πληροφορίες εισάγονται στο µνηµονικ σ στηµα µε ορισµένες τεχνικές ή τρ πους. Στη φάση αυτή είναι δυνατ ν να δηµιουργηθο ν τριών ειδών αναπαραστάσεις: οπτικές (η πληροφορία αποθηκε εται ως εικ να), λεκτικές (η πληροφορία αποθηκε εται αυτολεξεί, ως φωνολογικ σ νολο) και σηµασιολογικές (η πληροφορία αποθηκε εται ως ν ηµα). Η σηµασιολογική κωδικοποίηση φαίνεται να είναι ισχυρ τερη των άλλων δ ο και έτσι εξηγείται το γεγον ς τι µπορο µε να θυµ µαστε το περιεχ µενο εν ς βιβλίου ή µιας ιστορίας για πάρα πολ καιρ. Κατά την αποθήκευση, οι κωδικοποιηµένες πληροφορίες µεταφέρονται µε διάφορους τρ πους στη ΜΜ. Στη φάση της ανάπλασης ανασ ρουµε τις πληροφορίες που θέλουµε απ τη ΜΜ, για να τις χρησιµοποιήσουµε. ταν µιλάµε για µνήµη, ίσως δηµιουργείται η εντ πωση τι οι αναµνήσεις µας είναι «ακριβή αντίγραφα» του αρχικο γεγον τος ή εµπειρίας. Άρα κάθε φορά που ανασ ρουµε απ τη ΜΜ κάτι, η ανάπλαση αφορά την ακριβή αναπαράσταση του πρωτοτ που, η οποία έρχεται στο προσκήνιο, έρχεται δηλαδή στη ΒΜ ή στην εργαζ µενη µνή- 38
ΟΜΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΜΝΗΜΟΝΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ º πo 2 µη. εν πρ κειται, µως, για κάτι τέτοιο. Στην ουσία, θυµ µαστε εκδοχές της πρωτ τυπης εµπειρίας, πληροφορίας, γεγον τος, οι οποίες δεν έχουν «φωτοαντιγραφικ» χαρακτήρα. Ο άνθρωπος τροποποιεί τις πληροφορίες που προσλαµβάνει µε βάση τις εµπειρίες του, τις πεποιθήσεις του, το γνωστικ του στυλ, τις προκαταλήψεις του. Λειτουργεί επίσης αφαιρετικά, διατηρώντας τα βασικά σηµεία του αρχικο γεγον τος, και αποθηκε ει µια νέα εκδοχή των πληροφοριών αυτών, που φέρει την προσωπική του σφραγίδα. Η ανάπλαση στα παιδιά έχει παρ µοια χαρακτηριστικά, αλλά οι αναµνήσεις τους είναι λιγ τερο ακριβείς απ των ενηλίκων, ιδίως κατά την προσχολική ηλικία (Kail, 1990). ˆ ÈÎÔappleÔ ËÛË Ενας απ τους λ γους, για τους οποίους τα παιδιά δεν ανακαλο ν πληροφορίες µε την ακρίβεια των µεγάλων, είναι τι δίνουν µεγαλ τερη έµφαση στην κατά λέξη κωδικοποίηση, παρά στη σηµασιολογική (Brainerd, Reyna, Howe, & Kingma, 1990). Εφ σον οι κατά λέξη πληροφορίες ξεχνιο νται ευκολ τερα, οι αναµνήσεις των παιδιών δεν είναι το ίδιο ανθεκτικές µε των ενηλίκων, οι οποίοι βασίζουν την κωδικοποίησή τους στο ν ηµα της πληροφορίας. Αυτ δεν σηµαίνει τι τα µικρά παιδιά δεν κωδικοποιο ν καθ λου τις σηµασιολογικές πλευρές των πληροφοριών, αλλά η έµφαση σ αυτές τις παραµέτρους είναι µικρ τερη. Τα αίτια της ανεπαρκο ς σηµασιολογικής κωδικοποίησης σχετίζονται καταρχήν µε τη µειωµένη γνώση των µικρών παιδιών. Είναι απαραίτητη προϋπ θεση, προκειµένου να επιλεγο ν τα ουσιώδη στοιχεία που συνθέτουν το πλαίσιο της κωδικοποίησης. σο περισσ τερα γνωρίζει το παιδί για το τι συµβαίνει και τι δεν συµβαίνει στα διάφορα πλαίσια τ σο αποτελεσµατικ τερα συγκρατεί τα στοιχεία εκείνα της πληροφορίας που θα το βοηθήσουν να της αποδώσει ν ηµα. Απ την άλλη πλευρά, η προηγο µενη γνώση µπορεί να επηρεάσει και αρνητικά, παραµορφώνοντας την ακρίβεια της κωδικοποίησης. Για παράδειγµα, η γενική γνώση που έχουν τα παιδιά για τον κ σµο είναι δυνατ ν να λειτουργήσει ως στερεοτυπικ ς παράγοντας, που επηρεάζει τη διαµ ρφωση της ανάµνησης. Στον Siegler (1998, σ. 176) αναφέρεται το παράδειγ- µα µιας έρευνας (Leichtman & Ceci, 1995), στην οποία παιδιά προσχολικής ηλικίας άκουσαν ιστορίες για τον Sam Stone, έναν χαζο λη µπουνταλά. Μετά, ένας άντρας µπήκε στην αίθουσα για δ ο λεπτά και συστήθηκε σαν Sam Stone. Τίποτε δεν συνέβη στη διάρκεια της επίσκεψης. Την επ - 39
º πo 2 ΟΜΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΜΝΗΜΟΝΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ µενη µέρα, «ανακαλ φθηκε» πως ένα αρκουδάκι ήταν βρ µικο και ένα βιβλίο σκισµένο. Παρ λο που τα παιδιά δεν ανέφεραν ευθέως τι έφταιγε ο Sam Stone, ταν δέχτηκαν παραπειστικές ερωτήσεις απ τους ερευνητές 72% των παιδιών 3 και 4 ετών είπαν τι τις ζηµιές τις είχε κάνει ο ίδιος, 44% τι τον είχαν δει να τις κάνει και 21% επέµειναν στη θέση αυτή. Αντίθετα, παιδιά που δεν είχαν ακο σει τις σχετικές ιστορίες, είχαν λιγ τερες πιθαν τητες να υποστηρίξουν παρ µοια πράγµατα. Ο Siegler θεωρεί τι προηγο µενες γνώσεις για το πώς συµβαίνουν τα πράγµατα παρεµβαίνουν στην κωδικοποίηση και στις αναµνήσεις των παιδιών. appleôı ÎÂ ÛË Ενα δε τερο αίτιο των βελτιωµένων µνηµονικών επιδ σεων των µεγαλ τερων παιδιών είναι η αποτελεσµατικ τερη αποθήκευση των πληροφοριών. Τα µικρ τερα παιδιά έχουν δυσκολία να ξεχωρίσουν την πραγµατικ τητα απ τη φαντασία. Συγχέουν αυτ που πράγµατι συνέβη µ αυτ που φαντάστηκαν τι συνέβη (Parker, 1995). Απ την άλλη πλευρά, έχει φανεί τι τα µικρά παιδιά, ακ µα και ταν θυµο νται τα ίδια πράγµατα µε τα µεγαλ τερα παιδιά αµέσως µετά απ ένα γεγον ς, ξεχνο ν µε πιο γρήγορους ρυθµο ς (Brainerd & Reyna, 1995). Μεγάλος γκος πληροφοριών ξεχνιέται σε σ ντοµο χρονικ διάστηµα µετά το γεγον ς, αλλά η απώλεια συνεχίζεται για µεγάλο χρονικ διάστηµα. Ó appleï ÛË ( Ó Û ÚÛË) Τα µικρά παιδιά δεν αναπλάθουν,τι συνέβη σχετικά µε ένα γεγον ς στην πλήρη έκτασή του. Η ανάπλαση περιέχει στοιχεία ακριβή και σχετικά, την ίδια ωστ σο στιγµή παραλείπονται και σηµαντικές πληροφορίες. Επίσης έχει σηµασία αν ζητάµε απ τα παιδιά να ανακαλέσουν ή να αναγνωρίσουν πληροφορίες. Η αναγνώριση προηγείται χρονικά της ανάκλησης (DeCasper & Fifer, 1980 βλ. και Μπαµπλέκου, 1995) στις µνηµονικές λειτουργίες των παιδιών και είναι ευκολ τερη για λους τους ανθρώπους. Εξάλλου, η ενθάρρυνση των παιδιών να σκεφτο ν περισσ τερο για το συµβάν οδηγεί στην καλ τερη ανάπλασή του (Butler, Gross, & Hayne, 1995). Τέλος, οι απαντήσεις των παιδιών προσχολικής ηλικίας επηρεάζονται απ τις προσδοκίες που θεωρο ν τι έχουν οι ερευνητές απ αυτά, πως στην περίπτωση που τα ίδια είναι αυτ πτες µάρτυρες εν ς γεγον τος (Ceci, Loftus, Leichtman, & Bruck, 1994). 40
ΟΜΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΜΝΗΜΟΝΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ º πo 2 ÔÌ ÙÔ ÌÓËÌÔÓÈÎÔ Û ÛÙ Ì ÙÔ Στον χώρο της ψυχολογίας, ο Williams James (1890) ήταν ένας απ τους πρώτους που έγραψαν για τη διπλή φ ση της µνήµης, αποκαλώντας την πρωτογενή και δευτερογενή.υποστήριξε τι το περιεχ µενο της πρωτογενο ς µνήµης είναι συνειδητ και αποτελείται απ τις πληροφορίες, τις οποίες πραγµατε εται το άτοµο κάθε στιγµή. Εφ σον λοιπ ν οι ενεργοποιηµένες πληροφορίες αλλάζουν πολ συχνά, συνάγεται το συ- µπέρασµα τι η πρωτογενής µνήµη είναι ασταθής και παροδική. Αντίθετα, το περιεχ µενο της δευτερογενο ς µνήµης δεν είναι συνειδητ. Είναι µ νιµα «χαραγµένο» στον νου, βρίσκεται σε µια κατάσταση αδρανή και ενεργοποιείται ποτε χρειάζεται το άτοµο την πληροφορία, µε τη µεταφορά της στο συνειδητ τµήµα, την πρωτογενή µνήµη. Παρά την πρωτοποριακή δουλειά του James, µέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1950 η µνήµη θεωρο νταν ένα ενιαίο σ στηµα, ιδίως στις ΗΠΑ (Melton, 1963). Η ιδέα µιας διπλής δοµής, δ ο ξεχωριστών συστηµάτων, άρχισε να κερδίζει έδαφος µε τις αλµατώδεις εξελίξεις στον χώρο των ηλεκτρονικών υπολογιστών. Εκτ ς αυτο, δ ο άλλοι παράγοντες επέδρασαν σηµαντικά στην αποδοχή της διπλής δοµής: Πρώτον, η διαπίστωση, στο τέλος της δεκαετίας του 1950, τι η χωρητικ τητα της ΒΜ είναι εξαιρετικά µικρή και τι τα περιεχ µενά της φθείρονται µε υπερβολική ταχ τητα, αν δεν επαναληφθο ν. Ο δε τερος παράγοντας ήταν οι εργασίες του George Sperling, τη δεκαετία του 1960, στον τοµέα της αισθητηριακής µνήµης. Με αυτές έδειξε, πως θα συζητηθεί παρακάτω, τι υπάρχει ένα σ στηµα αισθητηριακής συγκράτησης, το οποίο περιέχει έναν τεράστιο γκο πληροφοριών που εξασθενο ν πολ γρήγορα. Οι διαφορές στα χαρακτηριστικά των δ ο συστηµάτων θεωρήθηκαν, µεταξ άλλων, ένδειξη της πολυδοµικής φ σης του µνηµονικο συστήµατος. Το 1958 στην Αγγλία και το 1959 στις ΗΠΑ, δηµοσιε τηκαν δεδοµένα απ τον Brown και τους Peterson αντιστοίχως, τα οποία προκάλεσαν αίσθηση. Αυτ που διαπίστωσαν οι δ ο ανεξάρτητες οµάδες ερευνητών είναι τι αν εµπ διζε κάτι τα άτοµα που έπαιρναν µέρος στις µελέτες τους να επαναλάβουν έναν πολ µικρ αριθµ πληροφοριών, ενώ προσπαθο σαν να τις µάθουν, τις ξεχνο σαν σε χρ νο ελάχιστων δευτερολέπτων. Το ε ρηµα αυτ, που επαναλήφθηκε σε εκατοντάδες άλλες µελέτες έκτοτε, θεωρήθηκε απ δειξη για την παρξη δ ο διαφορετικών συστηµάτων: εν ς ε θραυστου, µε µικρή χωρητικ τητα και εξαρτώµενου απ τη χρήση κάποιας µνηµονικής στρατηγικής, και εν ς δε τερου, µε ανυπολ γιστη 41
º πo 2 ΟΜΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΜΝΗΜΟΝΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ χωρητικ τητα, µεγάλη ανθεκτικ τητα και µη επηρεαζ µενου απ µνηµονικές διαδικασίες, πως η επανάληψη. Ô ÌÔÓÙ ÏÔ ÙˆÓ Atkinson Î È Shiffrin Αποτέλεσµα των δεδοµένων που άρχισαν να συσσωρε ονται, σχετικά µε τη δοµή της µνήµης, ήταν ένα απ τα πιο δηµοφιλή µοντέλα µνή- µης, το οποίο αναπτ χθηκε στις ΗΠΑ επί σειρά ετών, το µοντέλο των Richard Atkinson και Richard Shiffrin (1965 1968 1971). Το µοντέλο αυτ άσκησε τεράστια επίδραση στη σκέψη µας για τη δοµή και τη λειτουργία της µνήµης. Προβλέπει τρία µνηµονικά «διαµερίσµατα» (βλ. Σχήµα 2). Οι πληροφορίες απ το περιβάλλον εισέρχονται σε ένα σ στηµα υποδοχής, την αισθητηριακή αντίληψη.η αισθητηριακή αντίληψη έχει πολ µεγάλη χωρητικ τητα και εκεί καταγράφονται ερεθίσµατα απ λες τις αισθήσεις, πως δηλώνει και το νοµά της. Παραµένουν µως για ελάχιστο διάστηµα, λ γω του ε θραυστου του συστήµατος. Το µεγαλ τερο ποσοστ των ερεθισµάτων φθείρεται και εξαφανίζεται σε λίγα δευτερ λεπτα, δεν προωθείται ποτέ στα ενδ τερα της µνήµης. σες πληροφορίες επιλέγονται για περαιτέρω επεξεργασία προωθο νται στο επ µενο µνηµονικ διαµέρισµα, στη βραχ χρονη µνήµη (ΒΜ). Το τρίτο και τελευταίο διαµέρισµα είναι η µακρ χρονη µνήµη (ΜΜ), µε εξαιρετικά µεγάλη χωρητικ τητα. Οι αναµνήσεις που αποθηκε ονται εκεί κατά καν να χάνονται πολ δ σκολα. Σε κάθε σ στηµα υπάρχει µια επικρατο σα µορφή κωδικοποίησης. Στο σ στηµα αισθητηριακής αντίληψης οι πληροφορίες κωδικοποιο νται στην πρωτογενή µορφή, µε την οποία εισέρχονται (π.χ. ένα χρώµα κωδικοποιείται ως χρώµα, ένας θ ρυβος ως ήχος κ.ο.κ.). Στη ΒΜ, η κωδικοποίηση είναι φωνολογικής φ σης. Τα ερεθίσµατα, δηλαδή, µετατρέπονται στο φωνολογικ τους ισοδ ναµο και έτσι κωδικοποιο νται (π.χ. τα οπτικά σ µβολα που απαρτίζουν τη λέξη «γάτα» µετατρέπονται σε ήχους και το σ νολο των ήχων δηµιουργεί µια ακουστική αναπαράσταση της πληροφορίας). Αντίθετα, τα ερεθίσµατα στη ΜΜ κωδικοποιο νται σηµασιολογικά, αποθηκε ονται δηλαδή ως έννοιες. Σε αντίθεση µε την αισθητηριακή καταγραφή, η ΒΜ έχει πολ µικρή χωρητικ τητα, χωρά δηλαδή έναν πολ µικρ αριθµ πληροφοριών. Η διάρκεια παραµονής των πληροφοριών, ωστ σο, είναι µεγαλ τερη εκεί. ιαρκο ν έως 30 δευτερ λεπτα και µπορο ν να παραταθο ν επ α ριστον, εφ σον το άτοµο τις επαναλαµβάνει. Η επανάληψη διατηρεί τις πληροφορίες ενεργές στη ΒΜ, αλλά και αυξάνει τις πιθαν τητες προώθη- 42
ΟΜΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΜΝΗΜΟΝΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ º πo 2 à ª 2 Ô appleôï - ÔÌÈÎfi ÌÔÓÙ ÏÔ ÌÓ ÌË. ÈÛıËÙËÚÈ Î ÓÙ ÏË Ë OappleÙÈÎ ÎÔ ÛÙÈÎ appleùèî Î.Ïapple. µú ÚÔÓË ÁÎÚ ÙËÛË ÚÔÛˆÚÈÓ ÚÁ fiìâóë ªÓ ÌË ªË ÓÈÛÌÔ Ï Á Ô : ñ apple Ó ÏË Ë ñ ˆ ÈÎÔappleÔ ËÛË ñ Ë appleôê ÛÂˆÓ ñ ÙÚ ÙËÁÈÎ Ó Û ÚÛË apple ÓÙËÛË ª ÎÚfi ÚÔÓË appleôı ΠÛË (Atkinson & Shiffrin, 1968) σής τους στη ΜΜ. Το κλασικ παράδειγµα είναι αυτ µε τον αριθµ του τηλεφώνου: απ τη στιγµή που τον διαβάζουµε, ή τον ακο µε, µέχρι τη στιγµή που πάµε στο τηλέφωνο, τον επαναλαµβάνουµε συνεχώς, για να µην τον ξεχάσουµε. Η ΒΜ θεωρείται απ τους εισηγητές του µοντέλου ένα σ στηµα προσωρινής συγκράτησης των ερεθισµάτων, αλλά και επεξεργασίας τους. Το είδος και ο αριθµ ς των πληροφοριών που θα µεταφερθο ν απ τη ΒΜ στη ΜΜ καθώς και το είδος της επεξεργασίας που θα γίνει εξαρτάται απ το άτοµο. Η θέση αυτή αντανακλάται και στο µοντέλο, το οποίο περιλαµβάνει αφεν ς δοµικά χαρακτηριστικά, αφετέρου διεργασίες ελέγχου. Οι διεργασίες ελέγχου είναι στρατηγικές που επιλέγει το άτοµο για να χειριστεί, να µετατρέψει ή και να µεταφέρει πληροφορίες στη ΜΜ. Για παράδειγµα, ταν επεξεργάζεται µια πληροφορία στη ΒΜ, το άτοµο αποφασίζει αν είναι για προσωρινή ή µονιµ τερη χρήση. Στη 43