ΕΠΙΣΗΜΗ ΓΛΩΣΣΑ, ΙΑΛEΚΤΟΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΟΣ



Σχετικά έγγραφα
Η Κυπριακή Διάλεκτος στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Μια ποσοτική ανάλυση στο Twitter

5. Λόγος, γλώσσα και ομιλία

(γλώσσα και σχολική αποτυχία γλώσσα και. συµπεριφοράς) ρ. Πολιτικής Επιστήµης και Ιστορίας Σχολικός Σύµβουλος Π.Ε. 70

ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ. Κείμενο 1 [Η διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας στην πρωτοβάθμια και τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση]

Μελη: Μπετυ Υφαντη Μαρουσα Μακρακη Γεωργια Οικονομου Ευα Μιχαλη. Ομαδα: Αγωνιστριες κατα της βιας

Οι γλώσσες αλλάζουν (5540)

Ιδανικός Ομιλητής. Δοκιμασία Αξιολόγησης Α Λυκείου. Γιάννης Ι. Πασσάς, MEd Εκπαιδευτήρια «Νέα Παιδεία» 22 Μαΐου 2018 ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης. Διδάσκων: Δρ. Βασίλης Ντακούμης

Ο 19ος αιώνας Είδαμε ότι πρώτοι ιστορικο-συγκριτικοί επιστήμονες είχαν στόχο να εξηγήσουν τις ομοιότητες που παρατηρούσαν ανάμεσα στις γλώσσες. Είδαμε

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΣΤΗΝ ΕΚΘΕΣΗ

Εισαγωγικά στοιχεία για την Kοινωνιογλωσσολογία

Κοινωνιογλωσσολογία: Γενικά

Λύδια Μίτιτς

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης

Διαστάσεις της διγλωσσίας α. χρόνος β. σειρά γ. πλαίσιο κατάκτησης της δεύτερης γλώσσας

Νεοελληνική Γλώσσα Γ Λυκείου

ΚΕ 800 Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης (κοινωνικοποίηση διαπολιτισμικότητα)

Ατομικές διαφορές στην κατάκτηση της Γ2. Ασπασία Χατζηδάκη, Επ. Καθηγήτρια Π.Τ.Δ.Ε

Η Κοινωνική ιάρθρωση: ιαστρωµάτωση, Κινητικότητα, Μετάταξη

Α. Φραγκουδάκη. (1987). Γλώσσα και ιδεολογία, Αθήνα: Οδυσσέας (διασκευή). Γλώσσα και ηλικιωμένοι

Αναπτυξιακή Ψυχολογία. Διάλεξη 6: Η ανάπτυξη της εικόνας εαυτού - αυτοαντίληψης

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης Εσωτερικοποίηση του πολιτιστικού υποσυστήματος και εκπαίδευση: Talcott Parsons

Αρχή 1ης σελίδας ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΠΡΟΣΟΜΟΙΩΣΗΣ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ ΠΡΟΤΥΠΩΝ-ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΩΝ ΛΥΚΕΙΩΝ ΣΤΗΝ ΕΚΘΕΣΗ

ΘΕΜΑΤΑ ΟΜΟΦΥΛΟΦΙΛΟΦΙΛΙΑΣ. Ανάθεση: Γραφείο Επιτρόπου Διοικήσεως Εκτέλεση: Κέντρο Ερευνών Cyprus College

ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ

ΠΡΟΣΟΜΟΙΩΣΗ ΑΠΟΛΥΤΗΡΙΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΣΑΒΒΑΤΟ 1 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2017 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ

ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ

Εισαγωγή. ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: Κουλτούρα και Διδασκαλία

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ (ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ) Ημερομηνία: Δευτέρα 10 Απριλίου 2017 Διάρκεια Εξέτασης: 3 ώρες. ΚΕΙΜΕΝΟ [Ρατσισμός]

«ΤΟ ΚΑΝΑΡΙΝΙ ΠΟΔΗΛΑΤΟ»

Η Επιστήµη της Κοινωνιολογίας

ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΚΑΙ ΕΝΝΟΙΟΛΟΓΙΚΉ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΛΕΞΗΣ ΑΤΑΞΙΑ

Ο διάλογος στην εκπαίδευση. ΓΙΑΝΝΗΣ Ι. ΠΑΣΣΑΣ, MED ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΗΡΙΑ «ΝΕΑ ΠΑΙΔΕΙΑ» 23 Οκτωβρίου Α. ΚΕΙΜΕΝΟ [Συνεργατική μάθηση]

Εκπαιδευτική Διαδικασία και Μάθηση στο Νηπιαγωγείο Ενότητα 2: Μάθηση & διδασκαλία στην προσχολική εκπαίδευση: βασικές αρχές

Χρήστος Μαναριώτης Σχολικός Σύμβουλος 4 ης Περιφέρειας Ν. Αχαϊας Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΣΚΕΦΤΟΜΑΙ ΚΑΙ ΓΡΑΦΩ ΣΤΗΝ Α ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ

Πληροφορίες και υλικό του μαθήματος είναι διαθέσιμα ηλεκτρονικά στην πλατφόρμα eclass.uth.gr

Η στοχοθεσία της Ελληνικής ως δεύτερης και ως ξένης γλώσσας. Α. Χατζηδάκη, Επ. Καθηγήτρια Π.Τ.Δ.Ε. Παν/μίου Κρήτης

ΑΝΑΛΥΣΗ ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΥ

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης

Ναπολέων Μήτσης: Αποσπάσματα κειμένων για τη σχέση γλώσσας και πολιτισμού

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΣΧΟΛΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ. ΦΑΚΕΛΟΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ Γιαβρίμης Παναγιώτης Λέκτορας

H γλώσσα θεωρείται ιδιαίτερο σύστηµα,

1 Ος ΥΠΟ ΕΜΦΑΣΗ ΣΤΟΧΟΣ ΒΕΛΤΙΩΣΗ ΤΩΝ ΜΑΘΗΣΙΑΚΩΝ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ. Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ 1ης ΕΡΕΥΝΑΣ (1 ο Ερευνητικό Ερώτημα)

Νεοελληνική Γλώσσα Β Λυκείου. Μανιαδάκη Πόπη

ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΓΡΑΠΤΟΥ ΛΟΓΟΥ ΩΣ ΜΕΣΟ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΗΣ ΜΗ ΒΙΑΣ ΤΩΝ ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ ΚΑΙ ΓΗΓΕΝΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ ΣΤΟ ΣΧΟΛΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

Τίτλος: Power/ Knowledge: Selected interviews and other writings

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης

Jordi Alsina Iglesias. Υποψήφιος διδάκτορας. Πανεπιστήμιο Βαρκελώνης

Το μυστήριο της ανάγνωσης

ΟΜΟΣΠΟΝ ΙΑ ΕΚΠΑΙ ΕΥΤΙΚΩΝ ΦΡΟΝΤΙΣΤΩΝ ΕΛΛΑ ΟΣ (Ο.Ε.Φ.Ε.) ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ 2014 ΑΡΧΕΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ & ΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ Α ΛΥΚΕΙΟΥ ΤΡΑΠΕΖΑ ΘΕΜΑΤΩΝ

ΚΕΙΜΕΝΟ ΟΙ ΑΡΕΤΕΣ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ

Φύλο και διδασκαλία των Φυσικών Επιστημών

Η γλώσσα των νέων. Τηλ: Ανδρέου Δημητρίου 81 & Ακριτών 26 -ΚΑΛΟΓΡΕΖΑ Α.

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΗΡΙΑ «ΝΕΑ ΠΑΙΔΕΙΑ» Τομέας Νέων Ελληνικών

Καλές και κακές πρακτικές στη διδασκαλία της ελληνικής ως δεύτερης/ξένης γλώσσας. Άννα Ιορδανίδου ΠΤΔΕ Παν/μίου Πατρών

Ο ρατσισµός είναι το δόγµα που αναπτύσσεται µε σύνδεσµο συγκεκριµένα γνωρίσµατα ", όπως π.χ. εθνικά, θρησκευτικά, πολιτιστικά κ.λπ., προκειµένου να αν

Project A2- A3. Θέμα: Σχολείο και κοινωνική ζωή Το δικό μας σχολείο. Το σχολείο των ονείρων μας Το σχολείο μας στην Ευρώπη

ΔΙΓΛΩΣΣΙΑ: Εισαγωγικά στοιχεία

Δ Φάση Επιμόρφωσης. Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού Παιδαγωγικό Ινστιτούτο Γραφείο Διαμόρφωσης Αναλυτικών Προγραμμάτων. 15 Δεκεμβρίου 2010

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΟ ΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Α ΛΥΚΕΙΟΥ

ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ. Η αγγλική και οι άλλες γλώσσες της Ευρωπαϊκής Ένωσης

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ Α ΛΥΚΕΙΟΥ

ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΕΧΤΕΛΙΔΗΣ, ΥΒΟΝ ΚΟΣΜΑ

Η προσέγγιση του γραπτού λόγου και η γραφή. Χ.Δαφέρμου

e- EΚΦΡΑΣΗ- ΕΚΘΕΣΗ ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ για ΤΑ ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ εξετάσεις Γ λυκείου ΕΠΑ.Λ.

Κείµενο Οι γυναίκες διδάσκουν και οι άνδρες διοικούν

Η ιδέα διεξαγωγής έρευνας με χρήση ερωτηματολογίου δόθηκε από τη δημοσιογραφική ομάδα του Σχολείου μας, η οποία στα πλαίσια έκδοσης της Εφημερίδας

Νεοελληνική Γλώσσα Β Λυκείου. Πυρίδου Κωνσταντίνα

Ελένη Μοσχοβάκη Σχολική Σύμβουλος 47ης Περιφέρειας Π.Α.

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΔΗΜΟΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΕΞΕΤΑΣΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΟΥ ΕΤΟΥΣ *

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

ΜΑΘΗΤΕΣ ΜΕ ΧΡΟΝΙΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ ΚΑΙ Η ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΕΩΝ ΤΗΣ ΣΥΝΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ

«Ο ρόλος της εκπαίδευσης ενηλίκων στη σύγχρονη κοινωνία»

Η στάση του δασκάλου απέναντι στον δίγλωσσο µαθητή 2. Ιωάννινα 2004

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΣΤΗΝ ΕΚΘΕΣΗ. Ον\μο 9 Α Λυκείου 23\11\2014 Κείμενο: Η γλώσσα μας σήμερα

«Ερευνώ, Βελτιώνομαι και Προχωρώ»

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6 Ο ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ

ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Η γλώσσα των νέων. ΓΙΑΝΝΗΣ Ι. ΠΑΣΣΑΣ, MED ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΗΡΙΑ «ΝΕΑ ΠΑΙΔΕΙΑ» 11 Οκτωβρίου 2018 Α. ΚΕΙΜΕΝΟ

Το Μάθημα της Γλώσσας στο Δημοτικό του Κολλεγίου Αθηνών

Η Ι ΑΣΚΑΛΙΑ ΤΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗΣ ΧΡΗΣΗΣ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΣΕ ΜΗ ΕΛΛΗΝΟΦΩΝΟΥΣ ΜΑΘΗΤΕΣ. Χατζησαββίδης Σωφρόνης, καθηγητής Γλωσσολογίας στο Α.Π.Θ.

ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΗΣ ΤΟΥ ΕΚΛΕΚΤΟΡΙΚΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΛΗΡΩΣΗ ΜΙΑΣ ΘΕΣΗΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗ ΣΤΗ ΒΑΘΜΙΔΑ ΕΠΙΚΟΥΡΟΥ ΚΑΘΗΓΗΤΗ

ΤΙΤΛΟΙ ΘΕΜΑΤΩΝ ΕΝΟΤΗΤΑΣ

II29 Θεωρία της Ιστορίας

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ! Δ. ΜΑΛΑΦΑΝΤΗΣ. το ΠΑΙΔΙ ΚΑΙ Η ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΣΤΑΣΕΙΣ, ΠΡΟΤΙΜΗΣΕΙΣ, Επιστήμες της αγωγής Διευθυντής Μιχάλης Κασσωτάκης.

ΟΛΟΗΜΕΡΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΔΙΑΚΟΓΕΩΡΓΙΟΥ ΑΡΧΟΝΤΟΥΛΑ ΣΧΟΛΙΚΗ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ 2 ΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΠΕΡΦΕΡΕΙΑΣ ΣΑΜΟΥ

Σχολική Μουσική Εκπαίδευση: αρχές, στόχοι, δραστηριότητες. Ζωή Διονυσίου

Με την ολοκλήρωση του μαθήματος ο διδασκόμενος αναμένεται να είναι σε θέση να:

ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΕΠΙΛΟΓΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ

ΣΤΑΘΕΡΗ ΣΤΗΡΙΞΗ ΠΟΛΙΤΩΝ ΠΑ ΛΥΣΗ

Η γλώσσα μας σήμερα... (5537)

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΕΡΕΥΝΑΣ ΔΗΜΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΦΥΛΟ

Η εκμάθηση μιας δεύτερης/ξένης γλώσσας. Ασπασία Χατζηδάκη, Επ. Καθηγήτρια Π.Τ.Δ.Ε

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙ ΕΙΑΣ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΚΑΙ Γ ΤΑΞΗΣ ΕΠΑΛ (ΟΜΑ Α Β ) 2010

Ευρωπαϊκό Πορτφόλιο Γλωσσών. Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού Συμβούλιο της Ευρώπης Για έφηβους χρόνων. Οδηγός προς τους εκπαιδευτικούς

Η διαπολιτισμική διάσταση των φιλολογικών βιβλίων του Γυμνασίου: διδακτικές προσεγγίσεις

Transcript:

ιάλεκτος και Κοινωνικός Αποκλεισµός ΕΠΙΣΗΜΗ ΓΛΩΣΣΑ, ΙΑΛEΚΤΟΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΟΣ Θεοδώρα Σεργίδου Τµήµα Επιστηµών της Αγωγής, Πανεπιστήµιο Κύπρου ΠΕΡΙΛΗΨΗ Η παρούσα ερευνητική εργασία έχει σκοπό να εξετάσει πώς καταλήγουµε στο κοινωνικό αποκλεισµό µέσα από την χρήση της διαλέκτου. Στη σύγχρονη ανταγωνιστική εποχή που ζούµε, οι περισσότερες κοινωνίες έχουν ως στόχο την ενίσχυση του καπιταλιστικού συστήµατος, η αναπαραγωγή του οποίου µπορεί να αυξηθεί µε την επιβολή της επίσηµης γλώσσας. Με αυτήν την πολιτική που θεσµοθετεί η κάθε κοινωνία, εξυπηρετεί τις ανάγκες της οικονοµικές, πολιτικές και άλλες. Αυτό έχει ως αποτέλεσµα η κάθε κοινωνία που έχει διάφορες γλωσσικές παραλλαγές εκτός της επίσηµης γλώσσας, όπως η Κυπριακή, οι οµιλητές των διαφόρων διαλέκτων τυγχάνουν κάποιου είδους κοινωνικού αποκλεισµού που επηρεάζει άµεσα την εξέλιξη τους. Είναι αποδεδειγµένο πως τα ανώτερα κοινωνικά στρώµατα χρησιµοποιούν την επίσηµη γλώσσα, ενώ τα κατώτερα στρώµατα τείνουν να χρησιµοποιούν τη µητρική τους γλώσσα, αφού οι δυνατότητες που τους παρέχονται από το οικογενειακό τους περιβάλλο για να βελτιώσουν και να αναπτύξουν το γλωσσικό τους κώδικα είναι περιορισµένες. Η πολιτική του κράτους µέσω του εκπαιδευτικού συστήµατος να επιβάλλουν µια κυρίαρχη γλώσσα αναγκάζει τα παιδιά που χρησιµοποιούν τη διάλεκτο να αποµακρύνονται από την εθνική τους ταυτότητα και τις οικογενειακές του καταβολές. Γι αυτό τα παιδιά αυτής της οµάδας, για να µην τεθούν στο περιθώριο και να βιώσουν την σχολική αποτυχία πιέζονται να µάθουν την επίσηµη γλώσσα πράγµα που δεν είναι εφικτό γι αυτά, µε αποτέλεσµα σε πρώτο στάδιο να την απορρίπτουν και στη συνέχεια να αντιστέκονται στην εξουσία του επίσηµου γλωσσικού κώδικα. 1. Εισαγωγή Η γλώσσα είναι ένα εργαλείο µε το οποίο ανταλλάσσουµε µηνύµατα, επικοινωνούµε µε τους άλλους και διαµορφώνουµε τη διανοητική µας δύναµη, αφού µας βοηθά να οργανώνουµε την πραγµατικότητα µας. Ο γλωσσικός κώδικας ενεργοποιείται ανάλογα µε τις οικονοµικές, κοινωνικές και πολιτικές ανάγκες της κάθε κοινωνίας και γι αυτό προσπάθεια του κάθε κράτους είναι η επιβολή της επίσηµης γλώσσας που θα εξυπηρετεί τα συµφέροντα και τις ανάγκες της. Ένας αξιοσηµείωτος παράγοντας, που συµβάλλει στην αναπαραγωγή της κυρίαρχης ιδεολογίας, που προωθεί µια επίσηµη γλώσσα η οποία θεωρείται ανώτερη δύναµη και που προσδίδει κύρος και συµβάλλει στην κοινωνική ανέλιξη των οµιλητών της είναι το εκπαιδευτικό σύστηµα. Αυτή η πολιτική του εκπαιδευτικού µας συστήµατος έχει ως αποτέλεσµα την αποµόνωση και τον αποκλεισµό των οµιλητών των διαλέκτων ή µιας άλλης γλωσσικής παραλλαγής. Το θέµα της επίσηµης γλώσσας και της διαλέκτου 9 ο Συνέδριο Παιδαγωγικής Εταιρείας Κύπρου 645

Θ. Σεργίδου απασχολεί άµεσα και την κυπριακή κοινωνία, αφού είναι µια από τις ελληνικές περιοχές που συνεχίζει να συντηρεί σε µεγάλο βαθµό την κυπριακή διάλεκτο. 2. Τι είναι γλώσσα Η γλώσσα είναι ένας πολυσύνθετος και ευρύς όρος, µε τον οποίον ασχολείται επιστηµονικά ο κλάδος της γλωσσολογίας, της κοινωνιολογίας και της κοινωνικής ψυχολογίας. Είναι ένα σύστηµα το οποίο βοηθά το άτοµο στην επικοινωνία και καθορίζει την συµπεριφορά και την εθνική του ταυτότητα. Η γλώσσα λειτουργεί διπλά: σπάζει αλυσίδες και χαλκεύει δεσµά, είναι ενέργεια αλλά και αποτέλεσµα, υπάρχει «φύσει» και υπάρχει «θέσει», γράφει την ιστορία, εφόσον η ιστορία είναι η αφήγηση, αποδεικνύει την ιδεολογία και τον πολιτισµό, συµβάλλει στον σχεδιασµό της οικονοµίας εφόσον εξελίσσεται (Βέλτσος, 1976). Από γλωσσολογικής άποψης υπάρχουν διάφοροι ορισµοί, που αποδίδουν µια εξήγηση στην έννοια γλώσσα. Όπως υποστηρίζει ο γλωσσολόγος Lyons, το ερώτηµα «τι είναι γλώσσα» είναι παρεµφερές και εξίσου γενικό µε το ερώτηµα «τι είναι ζωή». Όσο πιο σύντοµος είναι ο ορισµός που αποδίδεται στην γλώσσα, τόσο πιο σωστός είναι αφού δεν αφήνει να διαφανεί η όποια επιστηµονική τοποθέτηση. Αντίθετα ένας εκτενέστερος ορισµός επιτρέπει να φανεί η αποδοχή αρχών µιας συγκεκριµένης επιστηµονικής σχολής. Σύµφωνα µε το Sapir (όπως αναφέρεται στο Lyons, 1999), η γλώσσα είναι αποκλειστικά ανθρώπινη και µη ενστικτώδης µέθοδος για να µεταδίδουµε ιδέες, συγκινήσεις και επιθυµίες µε τη βοήθεια συµβόλων εκουσίως παραγοµένων. Με αυτό τον ορισµό δηµιουργούνται αρκετά προβλήµατα, γιατί δεν εξηγούνται αλλά ούτε καλύπτονται όλα τα στοιχεία που µεταδίδονται µέσω της γλώσσας. Η γλώσσα είναι ο θεσµός µε τον οποίο οι άνθρωποι επικοινωνούν και επιδρούν ο ένας στον άλλο µέσω προφορικών-ακουστικών, αυθαίρετων συµβόλων που χρησιµοποιούνται καθ έξιν. Ο γλωσσικός κώδικας συγκροτεί µε τρόπο φυσικό µια πλήρη κοινότητα όπου όλοι αντλώντας ελεύθερα από τον καθολικό θησαυρό, συµπράττουν αυθόρµητα στη διατήρηση του. Σύµφωνα µε τους ορισµούς που αποδίδονται στη γλώσσα ενισχύεται η άποψη, ότι η γλώσσα που χρησιµοποιείται από µια συγκεκριµένη κοινωνία αποτελεί µέρος της κουλτούρας αυτής της συγκεκριµένης κοινωνίας. Καµιά γλώσσα δεν έµεινε αναλλοίωτη µέσα στον χρόνο, αφού είναι αποδεκτό πως αποτελεί ένα ζωντανό σύστηµα, το οποίο διαρκώς εξελίσσεται µέσα από τους οµιλητές της, εξυπηρετώντας τις εκάστοτε επικοινωνιακές και οικονοµικές ανάγκες. Ο Labov, Αµερικανός ερευνητής και γλωσσολόγος, υποστηρίζει πως η γλωσσολογία θα έπρεπε να µελετά την γλώσσα σε σχέση µε το κοινωνικό περιβάλλον. Η εξέταση της γλωσσικής παραγωγής θα πρέπει να βασίζεται πάνω στην γλώσσα όπως την χρησιµοποιούν οι φυσικοί οµιλητές της στην καθηµερινή τους επικοινωνία. Είναι σηµαντικό να κατανοήσουµε, πως η γλώσσα δεν είναι απλή µετάδοση πληροφοριών, αλλά προσδίδει µια έννοια εξουσίας. Η εξουσία αυτή δεν πηγάζει από την ίδια την 9 ο Συνέδριο Παιδαγωγικής Εταιρείας Κύπρου 646

ιάλεκτος και Κοινωνικός Αποκλεισµός γλώσσα, αλλά επέρχεται από τα έξω προς την γλώσσα. Αυτό παρουσιάζεται από τα πολύ παλιά χρόνια, όπως και στην οµηρική εποχή, όπου παραχωρείτο στο ρήτορα που θα έπαιρνε το λόγο «το σκήπτρο», σύµβολο εξουσίας (Bourdieu, 1999). Αυτή την αυθεντία και τη δύναµη τείνει να την αποδεικνύει η γλώσσα, καθιερώνοντας την ως την επίσηµη γλώσσα, η οποία εκφράζεται σε πανηγυρική κατάσταση. Χρησιµοποιώντας µια συγκεκριµένη γλώσσα παρουσιάζεται ο συγκεκριµένος τρόπος µε το οποίον κάποιος σκέφτεται. Η γλώσσα µπορεί να θεωρηθεί ως συµπεριφορά ή δραστηριότητα, µέρος της οποίας είναι παρατηρήσιµο και αναγνωρίσιµο ως µια γλωσσική συµπεριφορά. 3. Γλώσσα ως όργανο εξουσίας Oι Bourdieu και Passeron (1993), υποστηρίζουν πως η γλώσσα αποτελεί βασικό στοιχείο του πολιτιστικού κεφαλαίου. H νοµιµοποιηµένη γλώσσα που προωθεί το σχολείο, την οποία ο Bernstein την αποκαλεί «επεξεργασµένο κώδικα επικοινωνίας» αποτελεί για τους συγκεκριµένους µαθητές, που προέρχονται από τα µεσαία και άνω κοινωνικά στρώµατα και έχουν αποκτήσει αυτή την γλώσσα από το οικογενειακό τους περιβάλλον, µια εσωτερικοποιηµένη όψη του πολιτιστικού κεφαλαίου. Έτσι σιγά σιγά χωρίς να έχει διδαχθεί ο συγκεκριµένος γλωσσικός κώδικας επιβάλλεται ως η επίσηµη γλώσσα του σχολείου και απαιτείται να χρησιµοποιείται απ όλα ανεξαιρέτως τα κοινωνικά στρώµατα. Για το σχηµατισµό της γλώσσας φανερός είναι και ο ρόλος του υποκειµένου. Το υποκείµενο που µιλά, ανακαλύπτει τη γλώσσα στο βαθµό που εκφράζεται από παλιά. Η οµιλία µπορεί να θεωρηθεί µια διεκδικητική πράξη, εφόσον ο οµιλητής διεκδικεί και καλείται να µετατρέψει την γλώσσα και µέσα απο την γλώσσα, ολόκληρη την κοινωνία (Βέλτσος, 1976). εν είναι ατοµική υπόθεση, αλλά στην ουσία είναι πράξη λόγου και γλωσσική έκφραση, που αποτελεί συνέπεια της κοινωνικής φύσης. Ολόκληρη η πάλη των τάξεων µπορεί κάποτε να συνοψίζεται στην πάλη για µια λέξη, εναντίον µιας άλλης λέξης. Η γλώσσα µπορεί να ταυτιστεί µε µια κοινωνική οµάδα, γιατί γίνεται η ίδια µια κοινωνική οµάδα ή ένας άλλος µηχανισµός. Είναι ένα εργαλείο που εξυπηρετεί την κοινωνία και έχει άµεση σχέση µε τις κοινωνικές τάξεις. Η παραγωγή της γλώσσας δεν είναι ανεξάρτητη από τη θέση που κατέχουν οι οµιλητές στο χώρο, ούτε από τις συνδιαλλαγές που έχει το άτοµο µε την κοινωνία. Όµως ο γλωσσολόγος Staline υποστηρίζει πως η γλώσσα δεν δηµιουργήθηκε µόνο από µια κάποια τάξη, αλλά από όλες τις κοινωνικές τάξεις και δηµιουργήθηκε για να ικανοποιεί όλες ανεξαιρέτως τις κοινωνικές τάξεις. Με βάση αυτή την άποψη ο Staline δεν αποδέχεται την άποψη ότι η γλώσσα είναι ένα κοινωνικό προϊόν, όπου η ανώτερη κοινωνική τάξη διατηρεί τους κώδικες της µε τους οποίους δυναστεύει τις υπόλοιπες. Βέβαια η γλώσσα στα πλαίσια µιας υλιστικής αντίληψης ανήκει στην υλικότητα της κοινωνικής κυκλοφορίας και ως κοινωνικό προϊόν µεταβάλλει την κοινωνική πραγµατικότητα. Όπως πιστεύουν οι µελετητές, η γλώσσα είναι αποτέλεσµα κοινωνικοοικονοµικών διαδικασιών. Κι όταν λέµε κοινωνικοοικονοµικών διαδικασιών εννοούµε το σύστηµα των τάξεων. Όπως λέει ο Lenine οι κοινωνικές τάξεις είναι οι 9 ο Συνέδριο Παιδαγωγικής Εταιρείας Κύπρου 647

Θ. Σεργίδου ευρύτατες οµάδες ανθρώπων, που διακρίνονται από τη θέση που κρατούν µέσα σ ένα ιστορικά καθορισµένο σύστηµα της κοινωνικής παραγωγής, από την σχέση τους µε τα µέσα παραγωγής, από το ρόλο τους στη κοινωνική οργάνωση της εργασίας και κατά συνέπεια από τα µέσα που διαθέτουν και το µέγεθος του µεριδίου του κοινωνικού πλούτου του οποίου είναι κάτοχοι (παραπέµπεται στο Βέλτσος, 1976). Το σύστηµα των τάξεων είναι ταυτόχρονα και ένα σύστηµα παραγωγής και επηρεάζει και οποιαδήποτε άλλη µορφή παραγωγής, όπως την γλωσσική παραγωγή. Η κάθε κοινωνική τάξη διαµορφώνει και τη δική της γλώσσα µέσα στο οικογενειακό περιβάλλον µε αποτέλεσµα να αποτελεί ένα τρόπο κεφαλαιοκρατικής παραγωγής. Η οικογένεια αναπτύσσει διάφορους γλωσσικούς κώδικες ανάλογα µε την κοινωνική τάξη στην οποία εντάσσεται και τον τύπο οικογένειας που αποτελεί. Υπάρχουν οικογένειες που επιδιώκουν να διατηρούν την ταξική τους συµβολική µε το συντηρητικό λόγο µέσω της επίσηµης γλώσσας και επίσης υπάρχουν οικογένειες που την αποδυναµώνουν, την καταργούν ή τη µεταβάλλουν. Η γλώσσα παρουσιάζει ετερογένεια σχετικά µε το ύφος, τις κοινωνικές τάξεις, την ηλικία, το φύλο των οµιλητών. Ο κάθε οµιλητής διαθέτει ένα και µοναδικό ύφος, δεν χρησιµοποιεί µια και µόνη διάλεκτο και παράγει ανάλογα µε την κοινωνικό-πολιτιστική του περίσταση οµιλίες που ανήκουν σε διάφορα γλωσσικά συστήµατα. Είναι αποδεδειγµένο πως οι οµιλητές τροποποιούν το ύφος τους ανάλογα µε το βαθµό επισηµότητας της κατάστασης. Αυτή η τροποποίηση του ύφους απασχολεί κυρίως την κοινωνιογλωσσολογία. Η κοινωνιογλωσσολογία κάνει αυτό το διαχωρισµό και διαχωρίζει την γλώσσα σε «γλώσσα των εργατών και γλώσσα των χωρικών». Πράγµατι µέσα από έρευνες που διεξήγαγε ο Labov για την γλώσσα των Αφρικοαµερικανών, απέδειξε πως η κοινωνική θέση είναι καθοριστική για την γλωσσική συµπεριφορά. Απτό παράδειγµα αποτελούν έρευνες που επιβεβαιώνουν πως τα παιδιά της κατώτερης τάξης, που υστερούν πολιτιστικά και ιδιαίτερα τα µαύρα παιδιά χρησιµοποιούν γλώσσα που είναι φλύαρη, άλογη και αγράµµατη. Ο Saussure θέλοντας να αποδείξει πως ο χώρος δεν προσδιορίζει την γλώσσα, αλλά η γλώσσα προσδιορίζει το χώρο, υποστηρίζει πως ούτε οι διάλεκτοι ούτε οι γλώσσες γνωρίζουν φυσικά όρια (Lyons, 1999). Οι γλωσσολόγοι, όταν κάνουν αναφορά στον όρο γλώσσα (langue) αποδέχονται σιωπηρά τον ορισµό της «επίσηµης γλώσσας» µε µια πολιτική ενότητα. Ουσιαστικά οι γλωσσολόγοι αποδίδοντας αυτό τον ορισµό εννοούν την γλώσσα, η οποία αναπτύσσεται µέσα στα εδαφικά όρια µιας πολιτικής ενότητας και επιβάλλεται σε όλους τους υπηκόους, ως η µόνη νόµιµη και αναγνωρισµένη γλώσσα. Η επίσηµη γλώσσα ακολουθεί τη πορεία του κράτους. Προκειµένου να συγκροτηθεί µια γλωσσική παραγωγή ενοποιηµένη προωθείται η επίσηµη γλώσσα του κράτους σε επίσηµες εκδηλώσεις και σε επίσηµους χώρους, όπως είναι το σχολείο, η δηµόσια διοίκηση και οι πολιτικοί θεσµοί. Είναι παραδεκτό πως το κράτος προωθεί την χρήση µιας γλώσσας, της επίσηµης γλώσσας, στην περίπτωση που η κοινωνία είναι διαιρεµένη σε τάξεις και χρησιµοποιεί ιδιώµατα ή διαλέκτους. 9 ο Συνέδριο Παιδαγωγικής Εταιρείας Κύπρου 648

ιάλεκτος και Κοινωνικός Αποκλεισµός Η γλώσσα έχει µεγάλη σηµασία για τον εκπαιδευτικό θεσµό. Στόχος του εκπαιδευτικού συστήµατος είναι να παρουσιάζει την επίσηµη γλώσσα ως το µόνο πρότυπο της ορθής γλώσσας, σαν τη µοναδική ποιοτικά άρτια εκδοχή του λόγου και να αγνοεί τις µητρικές γλώσσες του κάθε παιδιού. Έτσι η γλωσσική εκπαίδευση παίρνει τη µορφή της γλωσσικής λογοκρισίας, υποβιβάζει όλες τις άλλες παραλλαγές της εθνικής γλώσσας και τις θέτει στην οµάδα των απαγορευµένων χρήσεων. Με αυτή τη τακτική του εκπαιδευτικού συστήµατος ενισχύεται η σχολική αποτυχία κυρίως για τους µαθητές των κατώτερων στρωµάτων, οι οποίοι κάνουν χρήση µίας διαλέκτου ή ιδιώµατος. Ιδίωµα ή διάλεκτος είναι δυο έννοιες σχεδόν όµοιες και αναφέρονται και οι δυο στον τρόπο, που προφέρεται µια γλώσσα και όχι στην γραµµατική και το λεξιλόγιο. Σύµφωνα µε ένα παλιό γαλλικό ορισµό η διάλεκτος, είναι µια γλώσσα που απέτυχε, δηλαδή µια γλωσσική µορφή που δεν έγινε επίσηµη γλώσσα µιας χώρας. Ο όρος «διάλεκτος» περιγράφει µια γλώσσα, που µπορεί να αποτελείται από ποικίλες διαλέκτους. Ο Lyons (1999) δεν συµφωνεί πως η διάλεκτος µιας συγκεκριµένης περιοχής ή κοινωνικής τάξης είναι υποδεέστερη ή εκφυλισµένη εκδοχή. Αν µελετήσουµε ιστορικά την πορεία των διαλέκτων παρατηρείται µια εξαφάνιση ή παραχώρηση της θέση τους στην επίσηµη γλώσσα. Αυτό παρατηρήθηκε και στη Γαλλία από τον 14 ον αιώνα στις κεντρικές επαρχίες της περιοχής Όιλ όπου τόσο οι διάλεκτοι όσο και οι λογοτεχνικές γλώσσες παραχωρούν προοδευτικά τη θέση τους στην κοινή γλώσσα που χρησιµοποιείται στους καλλιεργηµένους κύκλους του Παρισιού. Με αποτέλεσµα να εγκαταλείπεται η γραπτή µορφή της διαλέκτου και να χρησιµοποιείται µόνο από τις οµάδες των κατώτερων τάξεων. Βέβαια στη Γαλλική κοινωνία, όπως και στην κυπριακή κοινωνία η επιβολή της Γαλλικής γλώσσας στη Γαλλία και της Ελληνικής γλώσσας στην Κύπρο αντίστοιχα δεν επιφέρει την πλήρη κατάργηση της χρήσης των διαλέκτων, ιδίως στην προφορική χρήση όπου εξακολουθούν να υπερισχύουν. Αυτή η κατάσταση τείνει να εγκαθιδρύει ένα φαινόµενο διγλωσσίας, αφού η πλειοψηφία από τα µέλη των κατώτερων τάξεων και ιδίως οι χωρικοί κάνουν χρήση της τοπολαλιάς. Αντίθετα τα µέλη της αριστοκρατίας, της αστικής τάξης του εµπορίου και των συναλλαγών και κυρίως της εγγράµµατης µικροαστικής τάξης κάνουν χρήση ως επί το πλείστον της επίσηµης γλώσσας, ενώ παράλληλα κατέχουν και τη διάλεκτο. Τα µέλη των ανώτερων κοινωνικών στρωµάτων στη Γαλλική κοινωνία, όπως οι γιατροί και οι καθηγητές οφείλουν τη θέση τους στο γεγονός ότι κατέχουν τα εκφραστικά εργαλεία και έχουν πολλά να κερδίσουν από την πολιτική γλωσσική ενοποίηση. Η σηµασία των διαλέκτων και ιδιωµάτων είναι πρόδηλος και δεν είναι µόνο γλωσσική. Τα διαλεκτικά στοιχεία συµπληρώνουν τη γνώση ιστορικά για τις παλαιότερες εποχές και διαφωτίζουν την ιστορία, την κοινωνιολογία και τη λαογραφία του κάθε πολιτισµού. Το γεγόνος πως η διάλεκτος θεωρείται µια υποβαθµισµένη µορφή της γλώσσας αποδεικνύεται και µε την πολιτική που υιοθετεί το εκπαιδευτικό σύστηµα. Το εκπαιδευτικό σύστηµα φαίνεται να συντελεί άµεσα στην υποβάθµιση των λαϊκών τρόπων έκρασης, εξοβελίζει κάθε είδος διαλέκτου ή ιδιώµατος και προωθεί άµεσα την εγκαθίδρυση της νόµιµης γλώσσας. Οι εκπαιδευτικοί είναι προκατειληµµένοι απέναντι στις µητρικές γλώσσες και πιο συγκεκριµένα στις γεωγραφικές ή κοινωνικές 9 ο Συνέδριο Παιδαγωγικής Εταιρείας Κύπρου 649

Θ. Σεργίδου διαλέκτους. Μερικές φορές οι εκπαιδευτικοί περιπίπτουν στο λάθος να χαρακτηρίζουν τα παιδιά, που δεν χρησιµοποιούν την επίσηµη γλώσσα, ως παιδιά µε χαµηλή ευφυΐα. Εκείνο όµως που παίζει το πιο καθοριστικό ρόλο στην υποβάθµιση των διαλέκτων και στην εγκαθίδρυση της νέας ιεραρχίας των γλωσσικών χρήσεων φαίνεται να είναι η διαλεκτική σχέση ανάµεσα στο σχολείο και την αγορά εργασίας. Ακριβέστερα η ενοποίηση της σχολικής και γλωσσικής αγοράς συνδέεται µε το θεσµό των τίτλων σπουδών, οι οποίοι αντικατοπτρίζουν µια αξία εθνική, ανεξάρτητα από τις κοινωνικές ή τοπικές ιδιότητες των κοιµιστών τους και την ενοποίηση της αγοράς (Bourdieu, 1999). Χαρακτηριστικό παράδειγµα, που συναντά κάποιος στη Γαλλική κοινωνία, είναι πως οι οικογένειες των ανωτέρων κοινωνικών στρωµάτων µιλάνε στα παιδιά τους την επίσηµη γλώσσα και απαιτούν από αυτά να κάνουν το ίδιο, έχοντας ως σκοπό να αυξήσουν τη τιµή τους στη σχολική αγορά. ηλαδή θεωρούν πως η κατάκτηση της επίσηµης γλώσσας είναι ένα σοβαρό µέσο πρόσβασης σε διοικητικές θέσεις. Είναι αποδεδειγµένο, πως οι οµιλητές που δεν µιλούν την επίσηµη γλώσσα είτε αποκλείονται έµπρακτα από τα κοινωνικά συστήµατα όπου η ικανότητα αυτή απαιτείται, είτε καταδικάζονται στη σιωπή. Αυτό έχει ως αποτέλεσµα, οι µαθητές και οι εκπαιδευτικοί να µένουν απληροφόρητοι σχετικά µε το θέµα αυτό και πολλές φορές να µισούν και να καταπολεµούν στα σχολεία τους τις τοπικές µορφές της γλώσσας. 4. Επίσηµη Γλώσσα, Κυπριακή ιάλεκτος και Κοινωνικός Αποκλεισµός Η επίσηµη γλώσσα του Κυπριακού κράτους είναι η Κοινή Νέα Ελληνική γλώσσα, που συνήθως λέγεται και λόγια ή αστική δηµοτική. Η Κοινή Νέα Ελληνική γλώσσα είναι ένας κώδικας βασισµένος στον προφορικό λόγο, µε µορφολογικές, συντακτικές και κυρίως λεξιλογικές προσµίξεις από την καθαρεύουσα. Η Κυπριακή διάλεκτος ανήκει στην ευρύτερη οµάδα των νοτιοανατολικών διαλέκτων της ελληνικής γλώσσας και συχνά χαρακτηρίζεται ως η τελευταία επιζώσα ή πλήρης ελληνική διάλεκτος, µε την έννοια ότι παρουσιάζει διαφοροποίηση από την Κοινή Νέα Ελληνική σε όλα τα επίπεδα γλωσσικής αναπαράστασης (Newton,1972, Koντοσόπουλος, 2001). Είναι γνωστό, πως η Κυπριακή διάλεκτος θεωρείται ως µια από τις αρχαιότερες ελληνικές διαλέκτους. Η διατήρηση της κυπριακής διαλέκτου, έστω και µε αρκετά νεοελληνικά στοιχεία, αποτελεί ηθική υποχρέωση µας ως Κύπριοι. Η χρήση της θα πρέπει να γίνεται µε σύνεση και σοφία τόσο για να µπορεί να διακρίνει κάποιος τι ανήκει στη διάλεκτο και τι στη νέα Ελληνική, όσο και να µας επιτρέψει να ανανεώνουµε το λεξιλόγιό µας διασταυρώνοντας την γνώση και την ευφράδεια µε τη διαλεκτική χρήση. Μπορούµε να πούµε µε σιγουριά πως η Κυπριακή διάλεκτος είναι µια πολυδύναµη και πολυδιάστατη διάλεκτος, που µπορεί να σταθεί δίπλα από τη νέα Ελληνική, όπως η διάλεκτος του Quebec δίπλα από τη Γαλλική. Σήµερα ο περισσότερος κόσµος στην Κύπρο έχει αλλοιώσει την εγγενή προφορά του, ακριβώς λόγω της επίδρασης της κοινής νεοελληνικής από τα διάφορα µέσα εκπαίδευσης και επικοινωνίας. Είναι εµφανές πως στην ελληνόφωνη Κυπριακή κοινωνία παρατηρείται το φαινόµενο της 9 ο Συνέδριο Παιδαγωγικής Εταιρείας Κύπρου 650

ιάλεκτος και Κοινωνικός Αποκλεισµός κοινωνικής διγλωσσίας µε όλα τα χαρακτηριστικά που προσδίδει ο κλασσικός ορισµός της διγλωσσία του Ferguson. Σύµφωνα µε το φαινόµενο αυτό υπάρχουν παράλληλα δυο ποικιλίες της ίδιας γλώσσας µε τη διαφορά η κάθε µια να διαδραµατίζει και να εξυπηρετεί ένα συγκεκριµένο ρόλο. Μετά την εισβολή του 1974 παρατηρείται µια τάση προς την οµογενοποίηση της Κυπριακής, µε αποτέλεσµα αφενός τη σαφή τάση για εξάλειψη των πολυάριθµων τοπικών ιδιωµάτων και αφετέρου τη δηµιουργία µιας σχετικά σταθερής αστικής ή µητροπολιτικής Κοινής γλώσσας (Τσιπλάκου,2004). Τις περισσότερες φορές στο Κυπριακό χώρο συνηθίζεται να οµιλείται η τοπική διάλεκτος στο σπίτι ενώ η επίσηµη γλώσσα χρησιµοποιείται κατά την επικοινωνία µε οµιλητές άλλων διαλέκτων ή σε δηµόσιες συνδιαλλαγές. Αυτό συµβαίνει γιατί η Κυπριακή διάλεκτος θεωρείται βαρετή, χωριάτικη, φτωχή και ταυτίζεται µε την οµιλία των κατώτερων κοινωνικών στρωµάτων µε αποτέλεσµα να παραγκωνίζεται. Σε αντίθεση µε την Κοινή Νέα Ελληνική (Κ.Ν.Ε)γλώσσα ή αλλιώς η επίσηµη γλώσσα που θεωρείται κοµψή, εξευγενισµένη, πλούσια και προσδίδουσα µια ανωτερότητα στους οµιλητές της (Papapavlou,1998) Σ έρευνα που έγινε σχετικά µε την Κυπριακή διάλεκτο από την Τσιπλάκου, κάποιος φιλόλογος είπε χαρακτηριστικά «φυσικά αγαπάµε τα Κυπριακά, είναι µέσα στην καρδιά µας, αλλά δεν είναι κατάλληλη για την εκπαίδευση. Είναι φτωχή». Ένας άλλος συνταξιούχος επιθεωρητής έδωσε την απάντηση «δεν υπάρχει πια Κυπριακή, το µόνο που έχει αποµείνει είναι η προφορά». Επίσης µια έρευνα που έγινε στην Κυπριακή κοινωνία πάλι από τη Τσιπλάκου κι είχε σκοπό να εξακριβωθούν οι γλωσσικές τάσεις των νέων (ηλικίας από 12-24 χρόνων) τόσο απέναντι στην Κ.Ν.Ε, όσο και απέναντι στη διάλεκτο, απέδειξε πως οι νεαροί οµιλητές κυρίως µαθητές του Λυκείου και φοιτητές του Πανεπιστηµίου γνωρίζουν καλύτερα την Κ.Ν.Ε απ ότι την Κυπριακή διάλεκτο. Με βάση αυτά τα αποτελέσµατα συµπεραίνεται, πως η εκπαίδευση παίζει καθοριστικό ρόλο στη διαµόρφωση αυτής της τάσης και στην αύξηση της αυτοπεποίθησης όσον αφορά τη γνώση της Κοινής Νέας Ελληνικής. Παρά την πολιτική της επιβολής της Κοινής Νεοελληνικής Γλώσσας µέσω της εκπαίδευσης, ως την πιο ορθή µορφή γραπτού και προφορικού λόγου, εν τούτοις υπάρχει και µια µερίδα ατόµων που πιστεύουν πως η επίσηµη γλώσσα δεν υπερτερεί της διαλέκτου από άποψη γλωσσικού πλούτου ή ακόµη και γοήτρου (Τσιπλάκου, 2004). Ένα άλλο απρόσµενο αποτέλεσµα ήταν η πεποίθηση των οµιλητών ότι σε ανεπίσηµες, ιδιωτικές επικοινωνιακές περιστάσεις µιλούν την Κοινή Νέα Ελληνική και την Κυπριακή εξίσου. Όπως διαφαίνεται µέσα από την έρευνα οι Κύπριοι οµιλητές κάνουν συνεχώς µια εναλλαγή µεταξύ Κ.Ν.Ε και Κυπριακής διαλέκτου για να ικανοποιήσουν τις καθηµερινές τους ανάγκες τους. Μια άλλη µερίδα ατόµων, που προέρχονται κυρίως από την αστική τάξη, πιστεύει πως η χρήση της διαλέκτου στην εκπαίδευση διαµορφώνει ένα χαµηλό επίπεδο στα παιδιά τους. Χαρακτηριστικό του φαινοµένου αυτού είναι η πιο κάτω αναφορά ενός συνταξιούχου επιθεωρητή, που λέει: «ξέρετε, διαµαρτύρονται οι γονείς, ειδικά των αστικών στρωµάτων, ότι τα παιδιά τους πάνε σχολείο και µαθαίνουν βαριές Κυπριακές λέξεις και εκφράσεις». Έτσι οι µαθητές που είναι οµιλητές άλλης παραλλαγής της εθνικής γλώσσας, µόλις βρεθούν στην τάξη υφίστανται τη βίαια καταδίκη της µητρικής τους γλώσσας (Φραγκουδάκη, 1987). Οι µαθητές αισθάνονται µειονεκτικά σε σύγκριση µε τους υπόλοιπους µαθητές και νιώθουν να απορρίπτονται από το δάσκαλο, αφού δεν 9 ο Συνέδριο Παιδαγωγικής Εταιρείας Κύπρου 651

Θ. Σεργίδου χρησιµοποιούν τον επίσηµο γλωσσικό κώδικα, ο οποίος καθορίζει την σχολική επιτυχία τους και την κοινωνική τους άνοδο. Ο µαθητής αναγκάζεται να απορρίψει τη διάλεκτο που µιλά και γενικότερα τις αξίες που έχει αντλήσει από το οικογενειακό του περιβάλλον και να αποδεχτεί πως η µόνη ορθή εκδοχή του λόγου είναι η επίσηµη γλώσσα. Με το να περιφρονεί ο εκπαιδευτικός τη µητρική γλώσσα των µαθητών, που είναι οµιλητές τοπικών και κοινωνικών διαλέκτων, τότε ασκεί έµµεσα µια µορφή βίας µε πολλές αρνητικές συνέπειες απέναντι στα παιδιά. Ο Βοurdieu, χαρακτήρισε αυτή τη βία που ασκείται στα παιδιά που έχουν ως µητρική γλώσσα µια διάλεκτο, ως ρατσισµό της ευφυΐας. Με άλλα λόγια η χρήση της επίσηµης γλώσσας είναι κάτι σαν παράσηµο της κοινωνικής διάκρισης, που αποδίδει στον χρήστη της τη σπουδαιότερη, την ηθικά νοµιµότερη κοινωνική και νοητική ανωτερότητα, την ευφυΐα. Όπως υποστηρίζουν οι Bourdieu και Passeron (1997 & 1996) το σχολείο νοµιµοποιεί την κουλτούρα των κυρίαρχων κοινωνικών οµάδων και λειτουργεί ως επιβολή πάνω στους µαθητές που προέρχονται από τα κατώτερα κοινωνικά στρώµατα. Με αυτή την γλωσσική πολιτική το σχολείο ναρκοθετεί τους κοινά παραδεκτούς στόχους, προκαθορίζει την αποτυχία των µαθητών που ανήκουν στα κατώτερα κοινωνικά στρώµατα και αναπαραγάγει τη δοµή του κοινωνικού χώρου. Με άλλα λόγια το σχολείο αντί να προωθεί την γλωσσική συνύπαρξη των διαλέκτων µε την επίσηµη γλώσσα και να επιτρέπει στους µαθητές να συνειδητοποιήσουν την εναλλαγή κωδίκων ανάλογα µε τον συνοµιλητή και την κατάσταση επικοινωνίας, καταδικάζει τις παραλλαγές της εθνικής γλώσσας. Σήµερα η Κοινή Νέα Ελληνική γλώσσα κατέχει τον ηγεµονικό ρόλο στην Κυπριακή κοινωνία σε αντίθεση µε την Κυπριακή διάλεκτο. Ο ρόλος αυτός αυξάνεται και παράλληλα ισχυροποιείται λόγω της υιοθέτησης της Κ. Ν. Ε. από την Εκπαίδευση, τα Μέσα Μαζικής Ενηµέρωσης και γενικότερα από την πολιτική που υιοθετεί το κράτος για την επιβολή µιας επίσηµης και αναγνωρισµένης γλώσσας. Είναι αυταπόδεικτο πως το κύρος και η αίγλη που αποδίδεται σε µια γλώσσα οφείλεται σε λόγους κοινωνικούς και πως η ανωτερότητα που προσδίδεται στην επίσηµη γλώσσα λειτουργεί σε βάρος των τοπικών ιδιωµάτων ή διαλέκτων, που χαρακτηρίζονται ως κατώτερες γλωσσικές παραλλαγές. Από παλιά η κοινωνική ιεραρχία χάραζε την πορεία της γλώσσας µε σκοπό την εξυπηρέτηση των πολιτικών και επικοινωνιακών αναγκών της κοινωνίας. Η επιλογή και η προτίµηση του γλωσσικού κώδικα συνδέεται άµεσα µε την κοινωνικοοικονοµική τάξη του καθενός. Η επίσηµη γλώσσα είναι αλληλένδετη µε την παιδεία, την κουλτούρα, τις αξίες, τους κοινωνικούς κανόνες, τις ιδεολογίες και τις συµπεριφορές. Η Κ.Ν.Ε. γλώσσα προσθέτει µεγάλη δύναµη στους κατόχους της πολιτικής και µορφωτικής εξουσίας. Σύµφωνα µε τη Φραγκουδάκη, η χρήση της επίσηµης γλώσσας που παράγουν οι οµάδες εξουσίας, οδηγεί στον κοινωνικό µύθο της ανωτερότητας των οµιλητών της. Αυτό έχει ως αποτέλεσµα στις δηµοκρατικές κοινωνίες οι γλωσσικές παραλλαγές, που προέρχονται από τα κατώτερα στρώµατα, να θεωρούνται υποδεέστερες και έτσι τα άτοµα που ανήκουν στις κατώτερες τάξεις να τυγχάνουν µιας µορφής κοινωνικού αποκλεισµού. Η Κυπριακή διάλεκτος θεωρείται γλωσσικά κατώτερη, όχι γιατί υστερεί από γλωσσολογικής άποψης, αλλά γιατί έχει δηµιουργηθεί τα τελευταία χρόνια µια γλωσσική προκατάληψη απέναντι της. Επικρατεί λανθασµένα 9 ο Συνέδριο Παιδαγωγικής Εταιρείας Κύπρου 652

ιάλεκτος και Κοινωνικός Αποκλεισµός η άποψη πως εκείνοι που είναι γνώστες της επίσηµης γλώσσας έχουν υψηλό µορφωτικό επίπεδο και ανήκουν στις ανώτερες κοινωνικές θέσεις. Έτσι οι οικογένειες που ανήκουν στα ανώτερα στρώµατα προτιµούν να µαθαίνουν στα παιδιά τους να χρησιµοποιούν στον προφορικό και γραπτό τους λόγο την Κ.Ν.Ε. γλώσσα, ενώ τα παιδιά των χαµηλότερων τάξεων τείνουν να ταυτίζονται µε τη βαρετή, µη εξευγενισµένη κυπριακή διάλεκτο. Η Κ.Ν.Ε. θεωρείται πως προδίδει κύρος, ενώ η κυπριακή διάλεκτος χρησιµοποιείται πιο άτυπα και κυρίως στο προφορικό λόγο. Η υποτίµηση των οµιλητών των διαλέκτων οφείλεται στην κοινωνική αξιολόγηση, που υποβιβάζει στην κατηγορία του λάθους και της κακής ποιότητας όλες τις άλλες παραλλαγές της εθνικής γλώσσας. Οφείλεται στην κατωτερότητα να µιλάει κανείς άλλη εκτός της επίσηµης γλώσσας. Αυτή η αντίληψη επιβεβαιώνεται και εκτός του κυπριακού χώρου, στα αθηναϊκά σχολεία όπου παρουσιάζεται το σύνηθες φαινόµενο οι µαθητές να κοροϊδεύουν τα νεοφερµένα κρητικόπουλα ή κυπριώπουλα, που µιλούν τη τοπική τους διάλεκτο (Φραγκουδάκη, 1987). Επίσης κάτι παρόµοιο συµβαίνει και µε τα Μέσα Μαζικής Ενηµέρωσης, στα οποία σπάνια ακούγεται διαλεκτική προφορά ενώ σε κάποια συγκεκριµένα έργα οι ηθοποιοί προτιµούν να χρησιµοποιούν τη κυπριακή διάλεκτο για να υποδύονται κωµικούς ήρωες. Τα τελευταία δέκα περίπου χρόνια γίνεται µια προσπάθεια εκ µέρους διαφόρων ανεξάρτητων ατόµων και φορέων να προσδιορίσουν τι είναι διαλεκτικό και τι είναι χωριάτικο. Οι φορείς αυτοί φρονούν πως πρέπει να εκλείψουν οι αρνητικοί χαρακτηρισµοί για τη διάλεκτό µας και να µην περιθωριοποιούνται ή και να κοροϊδεύονται τα άτοµα, που χρησιµοποιούν την Κυπριακή διάλεκτo. Συνέπεια του γεγονότος αυτού είναι οι Κύπριοι να στερούνται γλωσσικού αισθήµατος και πολλές φορές να µην µπορούν να διακρίνουν τι είναι διαλεκτικό, τι τοπικό και τι κοινό. Σταδιακά το ιδίωµα της Λευκωσίας, που είναι το πλησιέστερο προς την Κ.Ν.Ε, τείνει να αντικαταστήσει τα επί µέρους ιδιώµατα καθώς έχει γίνει η ανεπίσηµη γλώσσα διδασκαλίας, επικοινωνίας και ενηµέρωσης. 5. Συµπεράσµατα Είναι εµφανές πως µε τη πάροδο του χρόνου η Κυπριακή διάλεκτος αποµονώνεται όλο και περισσότερο. Η απόρριψη της Κυπριακής διαλέκτου από το επίσηµο κράτος και κατά συνέπεια από το εκπαιδευτικό σύστηµα δεν µπορεί παρά να θεωρείται ως αρνητική εξέλιξη. Για να διαφοροποιηθεί η σηµερινή κατάσταση θα πρέπει ως Κύπριοι να πάψουµε να αισθανόµαστε µειονεκτικά για τη διάλεκτό µας και να προσπαθήσουµε να τη διατηρήσουµε, κρατώντας το ιδιωµατικό της στίγµα και εµπλουτίζοντάς την Κυπριακή διάλεκτο µε νέες λέξεις και εκφράσεις. Μια τέτοια εξέλιξη θα κρατήσει ζωντανή µια διάλεκτο, που σύµφωνα µε όλες τις έρευνες πηγάζει από την Οµηρική γλώσσα και αποδεικνύει την εθνική ταυτότητα και τις ιστορικές καταβολές των Κυπρίων. Επίσης θα ήθελα να επισηµάνω, πως καµιά γλώσσα ή γλωσσική παραλλαγή δεν είναι ανώτερη ή κατώτερη κάποιας άλλης. Όλες είναι εξίσου σηµαντικές και ο καθένας µπορεί και δικαιούται να χρησιµοποιεί µια γλώσσα ή µια διάλεκτο για να καλύψει τις ατοµικές του ανάγκες και όχι τις ανάγκες της καπιταλιστικής κοινωνίας. 9 ο Συνέδριο Παιδαγωγικής Εταιρείας Κύπρου 653

Θ. Σεργίδου Αναφορές Βέλτσος, Σ. Γ. (1976). Κοινωνία και γλώσσα. Αθήνα: Παπαζήση. Bernstein, P. Language, Class and Education, στο βιβλίο The Routledge Language and Cultural Theory Reader (edited by L. Burke, T. Crowley and A. Girvin), pages. New York & London: Taylor & Francis Group, 2003. Bloomfield, L. (1935). Language. London: Allen & Unwin. (American edition, New York: Holt, Rinehart & Winston, 1933). Βourdieu, P. (1999). Γλώσσα και Συµβολική Εξουσία. Αθήνα: Καρδαµίτσα. Bourdieu P. The Production and Reproduction of Legitimate Language, στο βιβλίο The Routledge Language and Cultural Theory Reader (edited by L. Burke, T. Crowley am Bernstein, P. Language, Class and Education, στο βιβλίο The Routledge Language and Cultural Theory Reader (edited by L. Burke, T. Crowley and A. Girvin), pages. New York & London: Taylor & Francis Group, 2003. Bourdieu, P. & Passeron, Cl. (1993). Oι Κληρονόµοι.Oι φοιτητές και η κουλτούρα. Αθήνα: Καρδαµίτσα. Boutet, J. (1984). Eισαγωγή στην Κοινωνιογλωσσολογία. Αθήνα: Γρηγόρη. Βrogger, Chr. F (1992). Culture, language, text. London: Oxford University Press. Delpit, L. Education in a Multicultural Society: Our Future s Greatest Challenge, in Other People s Children, pages, 167-183. New York: The New York Press, 1995d A. Girvin), pages, 467-477. New York & London: Taylor & Francis Group, 2003. Ferguson, C.A., (1959). Diglossia, World, Vol. 15. Giglioli, P., P. (1990). Language and Social Context. England: Penguin Group. Hall, R. A. (1964). An essay on Language. Philadelphia & New York: Chilton Books. Κατσογιάννου, Μ., Παπαπαύλου, Α., Παύλου, Π., Τσιπλάκου, Σ. (υπό δηµοσίευση). «ιαλεκτικές κοινότητες και γλωσσικό συνεχές: η περίπτωση της κυπριακής». Proceedings of the 2 nd Conference on Modern Greek Dialect and Linguistic Theory. Κοντοσοπούλου, Ν.(2001). ιάλεκτοι και ιδιώµατα της Νέας Ελληνικής. Αθήνα: Γρήγορη. Karyolemou, M. & Pavlou, P. (2001). Language attitudes and assessment of salient variable in a bi-dialectal speech community, Proceedings of the 1 st International Conference on Language Variation in Europe, 110-120. Barcelona, Universidad Pompey Fabra. Λάµνιας, Κ. (2001). Κοινωνιολογική Θεωρία και Εκπαίδευση. Αθήνα: Μεταίχµιο. 9 ο Συνέδριο Παιδαγωγικής Εταιρείας Κύπρου 654

ιάλεκτος και Κοινωνικός Αποκλεισµός Labov, W. The logic of non- standard English, στο βιβλίο The Routledge Language and Cultural Theory Reader (edited by L. Burke, T. Crowley and A. Girvin), pages 457-466. New York & London: Taylor & Francis Group, 2003. Lyons, J. (1999). Εισαγωγή στη Γλωσσολογία. Αθήνα: Πατάκη. Newton, B. (1983). Stylistic Levels in Cypriot Greek. Mediterranean Language Review 1. 55-63. Newton, B. (1972). Cypriot Greek: Its Pnonology and Inflections. The Hague, Mouton. Pavlou, P. & Papapavlou, N., A. (submitted for publication). A Review of the Sociolinguistic Aspects of the Greek Cypriot Dialect. Journal of Multilingual Development. Papapavlou, N., A., (1998). Attitudes toward the Greek Cypriot dialect: sociocultural implications. International Journal of the Sociology of Language 13, pages, 15-28. Robins, R. H. (1979). General Linguistic: an Introductory Survey, 3 rd edn. London: Longman. Στάλιν, Ι. Β. (1975). Σχετικά µε τον Μαρξισµό. Αθήνα : Πορεία. Τσιπλάκου, Σ. (2004). Στάσεις απέναντι στη γλώσσα και γλωσσική αλλαγή: Μια αµφίδροµη σχέση; [ Αttitudes towards language and language change: a two-why relation?]. Proceedingw of the 6 th International Conference on Greek Linquistics, eds. G. Castimali, A. Kalikairinow, E. Anagnostopoulou & I. Kappa Τsiplakou, S. (Submitted for publication). The Emperor s Old Clothes: Linguistic Diversity and the Redefinition of Literacy. International Journal of Humanities 2. Φραγκουδάκη, Α. (1987). Γλώσσα και Ιδεολογία. Αθήνα: Οδυσσέας. 9 ο Συνέδριο Παιδαγωγικής Εταιρείας Κύπρου 655

Θ. Σεργίδου 9 ο Συνέδριο Παιδαγωγικής Εταιρείας Κύπρου 656