ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΣΧΟΛΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑΣ Πτυχιακή Εργασία Τίτλος Εργασίας: «Ανθρωπογεωγραφία της Ελλάδος: Μια ανάλυση κοινωνικο-οικονομικών δεδομένων» Φοιτήτρια: Χατζηγεωργίου Μαρία, Α.Μ. : 1612012184 Επιβλέπων: Κορρές Γεώργιος Ημερομηνία υποβολής : Φεβρουάριος 2018
ΠΕΡΙΛΗΨΗ Η παρούσα πτυχιακή εργασία εξετάζει το θέμα της ανθρωπογεωγραφίας στην Ελλάδα. Ειδικότερα, στο πρώτο σκέλος επιχειρείται μια θεωρητική προσέγγιση των σύγχρονων ρευμάτων ανθρωπογεωγραφίας, ενώ αναλύεται και η έννοια των χωρικών ανισοτήτων. Επίσης, αποτυπώνονται οικονομικά χαρακτηριστικά όπως είναι η οικονομική κρίση, η μετανάστευση, ο τουρισμός, η βιομηχανική γεωγραφία, η πολιτισμική γεωγραφία και η κοινωνική οικονομία. Ακολούθως, αποτυπώνονται δείκτες μέτρησης των χωρικών ανισοτήτων στην Ελλάδα, όπως και αντίστοιχα οικονομικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά. Τέλος, παρουσιάζεται εν συντομία η έννοια των χωρικών ανισοτήτων για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι να διαπιστώσει τις ανισότητες μεταξύ των διαφόρων περιοχών της Ελλάδας αλλά και αυτές σε σύγκριση με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι ανισότητες αυτές, όπως θα διαπιστώσουμε και στην εργασία σχετίζονται άμεσα μεταξύ τους, είτε είναι οικονομικές, είτε είναι κοινωνικές κτλ. 1
ABSTRACT This diploma thesis deals with the issue of mangeography in Greece. In particular, the first part attempts a theoretical approach to modern mangegear currents, while the concept of spatial inequalities is analyzed. Also, economic features such as economic crisis, migration, tourism, industrial geography, cultural geography, and the social economy are reflected. Thereafter, indicators for the measurement of spatial inequalities in Greece, as well as corresponding economic and social characteristics, are depicted. Finally, the concept of spatial inequalities for the European Union is briefly presented. The purpose of this paper is to find out the inequalities between the different regions of Greece and those in comparison with the European Union. These inequalities, as we will see in the work, are directly related to each other, whether they are economic or social, etc. 2
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΕΡΙΛΗΨΗ... 1 ABSTRACT... 2 ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΠΙΝΑΚΩΝ... 4 ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ... 5 ΕΙΣΑΓΩΓΗ... 6 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1: Σύγχρονα ρεύματα ανθρωπογεωγραφίας Ορισμοί... 8 1.1 Ορισμός ανθρωπογεωγραφίας... 8 1.2 Βασικές έννοιες ανθρωπογεωγραφίας... 9 1.3 Άλλοι χρήσιμοι ορισμοί... 12 1.4 Παραδοσιακή ανθρωπογεωγραφία... 20 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: Χωρικές ανισότητες και οικονομικά χαρακτηριστικά... 23 2.1 Χωρική ανάλυση... 23 2.2 Χωρική ισορροπία... 24 2.3 Χωρικές ανισότητες... 26 2.4 Μεταβιομηχανική ευρωπαϊκή πόλη... 29 2.4.1 Η κρίση των βιομηχανικών πόλεων... 30 2.5 Κρίση χρέους στην Ελλάδα... 33 2.5.1 Γενικά περί οικονομικής πολιτικής... 33 2.5.2 Η δημοσιονομική πολιτική... 33 2.5.3 Η νομισματική πολιτική... 34 2.5.4 Η εξέλιξη και ελλείμματος και του χρέους στην Ελλάδα... 35 2.5.5 Τα αίτια της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα... 37 2.6 Μετανάστευση... 40 2.7 Τουρισμός... 41 2.8 Βιομηχανική γεωγραφία... 43 2.9 Πολιτισμική γεωγραφία... 45 2.10 Κοινωνική οικονομία... 46 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3: Χωρικές ανισότητες στην Ελλάδα: Οικονομικά χαρακτηριστικά & κοινωνικά χαρακτηριστικά... 50 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4: Χωρικές ανισότητες στην Ευρωπαϊκή Ένωση: Οικονομικά και Κοινωνικά Χαρακτηριστικά... 73 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5: Συμπεράσματα-Προτάσεις... 77 S.W.O.T. Analysis... 80 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ... 85 3
ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΠΙΝΑΚΩΝ Πίνακας 1: Μεταβολές στην απασχόληση στη μεταποιητική βιομηχανία στις αναπτυγμένες χώρες την περίοδο 1975-1982... 31 Πίνακας 2: Κρατική χρέη στην Ευρωζώνη... 36 Πίνακας 3: Εξέλιξη χρέους, ελλειμμάτων και ανάπτυξης (1999-2012)... 36 Πίνακας 4: Κατανομή ΑΕΠ και κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε ΜΑΔ και ευρώ για τις 51 Π.Ε. για το 2010-Σύγκριση με μέσο όρο χώρας, ΕΕ-27 και ΕΖ-17.... 51 Πίνακας 5: Κατανομή του ΑΕΠ, κατά κεφαλή ΑΕΠ σε ευρώ και σε ΜΑΔ για τις 13 Περιφέρειες της χώρας- Σύγκριση με μέσους όρους χώρας. ΕΕ-27 και ΕΕ-17.... 53 Πίνακας 6: Δείκτες εισοδήματος και ευημερίας στις Περιφερειακές Ενότητες της χώρας.... 55 Πίνακας 7: Δημογραφικά χαρακτηριστικά των Περιφερειών της χώρας... 57 Πίνακας 8: Τομεακή διάρθρωση ΑΕΠ στις περιφέρειες της χώρας... 59 Πίνακας 9: Τομεακή διάρθρωση της απασχόλησης στις περιφέρεις της χώρας... 62 Πίνακας 10: Σχετική παραγωγικότητα των τομέων της οικονομίας σε επίπεδο περιφέρειας... 64 Πίνακας 11: Ακαθάριστη Προστιθέμενη Αξία κατά κλάδο για το έτος 2015 σε εκατομμύρια ευρώ.... 66 Πίνακας 12: Απασχόληση του εργατικού δυναμικού ανά κλάδο και περιφέρεια για το έτος 2015... 69 Πίνακας 13: Τυποποιημένα δημογραφικά και οικονομικά χαρακτηριστικά των κρατών μελών της Ε.Ε.... 73 Πίνακας 14: Τυποποιημένα δεδομένα για τις περιφέρειες των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης... 74 4
ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ Ολοκληρώνοντας την παρούσα πτυχιακή θα ήθελα να ευχαριστήσω όλους όσους συνέβαλαν τόσο στα πλαίσια υλοποίησης της παρούσας πτυχιακής εργασίας, όσο και συνολικά κατά τη διάρκεια των σπουδών μου. Θα ήθελα πρώτα από όλα να ευχαριστήσω τον καθηγητή κ. Κορρές Γεώργιος για την ανάθεση και την επίβλεψη της πτυχιακής εργασίας μου, όπως και για την άψογη συνεργασία και καθοδήγηση καθ όλη τη διάρκεια εκπόνησης αυτής της εργασίας. Θα ήθελα ακόμη, να ευχαριστήσω τα μέλη της εξεταστικής επιτροπής και όλους τους διδάσκοντες τους τμήματος Γεωγραφίας για τις γνώσεις που μου πρόσφεραν όλα αυτά τα χρόνια. Τέλος, καθώς με την εργασία αυτή ολοκληρώνονται οι σπουδές μου ως προπτυχιακή φοιτήτρια θα ήθελα να ευχαριστήσω την οικογένειά μου για την αμέριστη στήριξη που μου παρείχε όλα αυτά τα χρόνια. 5
ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η παρούσα εργασία έχει τίτλο «Ανθρωπογεωγραφία της Ελλάδος: Μια ανάλυση κοινωνικο-οικονομικών δεδομένων» και διαρθρώνεται σε τέσσερα κεφάλαια. Ειδικότερα, στο πρώτο κεφάλαιο, εξετάζονται τα σύγχρονα ρεύματα της ανθρωπογεωγραφίας, όπου δίνονται και ορισμοί. Αρχικά, δίνεται ένας ορισμός της ανθρωπογεωγραφίας και παρουσιάζονται οι βασικές έννοιες που σχετίζονται με την ανθρωπογεωγραφία, ενώ τέλος γίνεται μια αναφορά στην παραδοσιακή ανθρωπογεωγραφία. Στο δεύτερο κεφάλαιο αποτυπώνεται η έννοια των χωρικών ανισοτήτων καθώς και τα οικονομικά χαρακτηριστικά τα οποία μπορούν να συσχετιστούν με τις χωρικές ανισότητες. Πιο συγκεκριμένα, παρουσιάζονται οι έννοιες της χωρικής ανάλυσης, της χωρικής ισορροπίας και των χωρικών ανισοτήτων. Ύστερα γίνεται μια ανάλυση της μεταβιομηχανικής ευρωπαϊκής πόλης και το πως εξελίχθηκαν οι κρίσεις που συνέβησαν στις βιομηχανικές πόλεις. Έπειτα, παρουσιάζεται η ελληνική περίπτωση της οικονομικής κρίσης, όπου μετά από κάποιες γενικές αναφορές στην δημοσιονομική και νομισματική πολιτική, αναλύεται η εξέλιξη του ελλείμματος και τους χρέους στην Ελλάδα, ενώ γίνεται μια απόπειρα παρουσίασης των αιτιών της οικονομικής κρίσης. Στη συνέχεια, παρουσιάζονται έννοιες όπως είναι η μετανάστευση, ο τουρισμός, η κοινωνική οικονομία και μελετάται η συσχέτισή τους με τον χώρο της γεωγραφίας, ενώ τέλος αναλύονται η πολιτισμική και η βιομηχανική γεωγραφία. Στο τρίτο κεφάλαιο, γίνεται προσπάθεια αποτύπωσης των χωρικών ανισοτήτων εντός της ελληνικής επικράτειας, όπου εκφράζονται οικονομικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά. Πιο συγκεκριμένα, παρατίθενται πίνακες κα γίνεται μια σύντομη ανάλυση των δεδομένων που παραθέτουν. Οι πίνακες αυτοί αφορούν την κατανομή του ΑΕΠ και το κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε ευρώ και ΜΑΔ για τις 51 Περιφερειακές Ενότητες αλλά και για τις 13 Περιφέρειες της χώρας για το έτος 2010, ενώ γίνεται μια σύγκριση του μέσου όρου της χώρας με την ΕΕ-27 και την ΕΖ-17. Επίσης, αποτυπώνονται οι δείκτες εισοδήματος και ευημερίας στις Π.Ε. και στις Περιφέρειες της χώρας, τα δημογραφικά χαρακτηριστικά των περιφερειών της χώρας, η τομεακή διάρθρωση του ΑΕΠ ανά Περιφέρεια, η τομεακή διάρθρωση της απασχόλησης, η σχετική παραγωγικότητα των ελληνικών περιφερειών ανά τομέα παραγωγής. Όσον 6
αφορά τις γεωγραφικές ανισότητες σε επίπεδο Ε.Ε. παρουσιάζονται ορισμένα τυποποιημένα δημογραφικά δεδομένα από τις χώρες μέλη της Ε.Ε. 7
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1: Σύγχρονα ρεύματα ανθρωπογεωγραφίας Ορισμοί 1.1 Ορισμός ανθρωπογεωγραφίας «Ως ανθρωπογεωγραφία μπορεί να οριστεί το τμήμα της γεωγραφικής επιστήμης, το οποίο ασχολείται με τη χωρική διαφοροποίηση και την οργάνωση της ανθρώπινης δραστηριότητας καθώς και με τους συσχετισμούς της με το φυσικό περιβάλλον», αποτελώντας ουσιαστικά μαζί με τη φυσική γεωγραφία τις δύο βασικές υποδιαιρέσεις της γεωγραφίας. (Johnston, et al., 2000) Οι ανθρώπινες σχέσεις καθίσταται συναρπαστικές και χαρακτηρίζονται από ποικιλία και δυναμισμό στο κοινωνικό σύνολο εξαιτίας της διαφοράς, ενώ παράλληλα συνιστούν πηγή ανισοτήτων στη μεταχείριση και στις ευκαιρίες που ορισμένοι εκμεταλλεύονται και κάποιο προσπαθούν να εξαλείψουν. (Τερκενλή, et al., 2007) Κατά τη διάρκεια της εξέλιξης της ανθρωπογεωγραφίας, ο διαχωρισμός της σε Φυσική και Ανθρώπινη ήταν ιδιαίτερα έντονος και σε ορισμένα άλλα διάστημα υποχωρούσε. Στα πρώτα στάδια εξέλιξης της γεωγραφίας, μπορούμε να την χαρακτηρίσουμε ενιαία, φυσική και ανθρώπινη, ενώ αργότερα, ιδίως κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960, η ανθρώπινη γεωγραφία διαχωρίστηκε σε ορισμένους τομείς, όπως είναι η κλασική περιφερειακή γεωγραφία και η ποσοτική γεωγραφία, που περιελάμβανε τεχνικές χωρικής ανάλυσης περιφερειακό παράδειγμα, νέα κοινωνική γεωγραφία καθώς και κριτική γεωγραφία. Στις μέρες μας η κριτική γεωγραφία εστιάζει στην ερμηνεία των χωρικών δεδομένων, ενώ δεν επικρατεί ένα ενιαίο παράδειγμα στην ανθρωπογεωγραφία. (Λαμπριανίδης, 2001) Όσον αφορά την Ελλάδα, η έννοια της ανθρωπογεωγραφίας είναι σχετικά νέα, όπως και της γεωγραφίας σε ακαδημαϊκό επίπεδο, ωστόσο μαθήματα που αφορούν την ανθρωπογεωγραφία έχουν αρχίσει να διδάσκονται από την δεκαετία του 1950 σε οικονομικές σχολές, αλλά και σε πολυτεχνικές, ιδίως στις σχολές τοπογράφων και αρχιτεκτόνων μηχανικών. Θα πρέπει να επισημάνουμε ότι κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960 δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση στην ανάπτυξη της γεωγραφίας, καθώς μια ομάδα Γάλλων γεωγράφων προχώρησε στη διεξαγωγή γεωγραφικής έρευνας στον 8
ελληνικό χώρο συνεργαζόμενοι με το Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ), ενώ αργότερα οι απόφοιτοι των γαλλικών και αγγλικών πανεπιστημίων συνέβαλαν στην ανάπτυξη της γεωγραφικής σκέψης στην Ελλάδα. (Vaiou, 2005) 1.2 Βασικές έννοιες ανθρωπογεωγραφίας Προκειμένου να μπορεί να μελετηθεί η ανθρωπογεωγραφία, θα πρέπει να προσδιοριστεί μια σειρά από κεντρικές έννοιες που βοηθούν στην ανθρωπογεωγραφική και χωρική διάσταση του ανθρώπινου κόσμου. Οι έννοιες αυτές είναι αναγκαίες για την χωρική διάσταση των κοινωνικών φαινομένων, που αποτελεί και το βασικό αντικείμενο της ανθρωπογεωγραφίας. (Τερκενλή, et al., 2007) Χώρος (space): Πρόκειται για τη σημαντικότερη έννοια της ανθρωπογεωγραφίας, καθώς νοηματοδοτεί την ανθρωπογεωγραφία και αποτελεί ουσιαστικά στοιχείο διαφοροποίησης με τις άλλες κοινωνικές επιστήμες. Μέσω του χώρου συνδέεται ο άνθρωπος με τις δραστηριότητες και το φυσικό περιβάλλον, εκφράζοντας την υλικότητα των κοινωνικών σχέσεων, ουσιαστικά τους τρόπους και τις διαδικασίες παραγωγής, κατασκευής, αντίληψης και νοηματοδότησης της κοινωνικής αλληλεπίδρασης εντός του διαμέσου των ανθρωπογενών γεωγραφιών. (Τερκενλή, et al., 2007) Επομένως, είναι αδύνατο να διαχωριστεί ο χώρος από την κοινωνία, καθώς και οι κοινωνικές από τις χωρικές σχέσεις. Στην κατανόηση της έννοιας της χώρου στα πλαίσια της ανθρωπογεωγραφίας μπορούν να συμβάλλουν οι έννοιες της χωρικής διάστασης (spatial dimension) και της χωρικότητας (spatiality) των κοινωνικών φαινομένων και διαδικασιών, που θα λέγαμε ότι είναι σχεδόν ταυτόσημες. (Johnston, et al., 2000) Οι έννοιες της χωρικής διάστασης και της χωρικότητας σχετίζονται με ζητήματα γεωγραφικής διαφοροποίησης, χωρικών κατανομών των φαινομένων, ομοιογένειας και ετερογένειας χωρικών ενοτήτων, χωρικών σχέσεων, αλληλεξαρτήσεων και αλληλεπιδράσεων, όπως και με ζητήματα χωρο-κοινωνικής συγκρότησης της ανθρώπινης ζωής και δραστηριότητας. (Τερκενλή, et al., 2007) Θέση-τοποθεσία (location): Στην ανθρωπογεωγραφία, η έννοια της θέσης-τοποθεσίας σχετίζεται με τον εντοπισμό στον χώρο στοιχείων τα οποία συνδέονται άμεσα με τις 9
ανθρώπινες δραστηριότητες. Για παράδειγμα, η έννοια της θέσης σχετίζεται με τον εντοπισμό, της γεωγραφικής θέσης των πόλεων μιας συγκεκριμένης χώρας ή με τον εντοπισμό των βιομηχανικών περιοχών εντός της ελληνικής επικράτειας. Η θέσητοποθεσία μπορεί να διακριθεί σε απόλυτη και σχετική, με την απόλυτη να σχετίζεται με τον εντοπισμό ενός στοιχείου στον απόλυτο γεωμετρικό χώρο και την σχετική θέση να αφορά κάποιο στοιχείο το οποίο προσδιορίζεται λαμβάνοντας υπόψη τις θέσεις των άλλων στοιχείων στο χώρο. (Bergman, 1995) Τα πρότυπα που σχετίζονται με τις τοποθεσίες-θέσεις των στοιχείων στο χώρο σχετίζονται με τη θεωρία της χωροθέτησης καθώς και με την ανάλυση της χωροθέτησης. Στην πρώτη θεωρία εμπεριέχονται κυρίως ερμηνείες των προτύπων χωροθέτησης που σχετίζονται με την οικονομική και την παραγωγική δραστηριότητα του ανθρώπου και η δεύτερη σχετίζεται με τα σταθερά πρότυπα χωρικών κανονικοτήτων. (Johnston, et al., 2000) Τόπος (place): Πρόκειται για μια κοινωνική-ανθρώπινη κατασκευή του χώρου, που σχετίζεται την απόδοση είτε νοήματος, είτε αισθητικής, είτε συμβολικής αξίας και χαρακτηρίζεται από μοναδικά χαρακτηριστικά και ιδιότητες, όπως και από ορισμένες κοινωνικές ταυτότητες. (Thrift, 1999) Απόσταση (distance): Η απόσταση είναι μια από τις πιο παραδοσιακές έννοιες που αναφέρονται στη γεωγραφική επιστήμη και αφορά τη μέτρηση του χώρου που παρεμβάλλεται μεταξύ δύο σημείων. Στην ανθρωπογεωγραφία ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στη σχετική απόσταση και όχι τόσο στην απόλυτη, η οποία προσδιορίζεται με συγκεκριμένες μονάδες μέτρησης όπως είναι για παράδειγμα η χιλιομετρική απόσταση ή τον χρόνο μετακίνησης ή το κόστος για τη συγκεκριμένη μετακίνηση. (Κουτσόπουλος, 1990) Θα πρέπει να επισημάνουμε ότι η έννοια της απόστασης στην ανθρωπογεωγραφία μπορεί να λάβει και μια μεταφορική ή μια συμβολή ή ακόμα και μια κοινωνική διάσταση. Για παράδειγμα, η απόσταση μπορεί να εκφράζει κοινωνικές, οικονομικές και πολιτισμικές διαφοροποιήσεις μεταξύ διαφορετικών γεωγραφικών περιοχών, κάτι που ενδέχεται να μην σχετίζεται με την πραγματική απόσταση μεταξύ αυτών των χωρών. Οι διαφορές που εντοπίζονται μεταξύ της πραγματικής και της κοινωνικής απόστασης, παράγουν ορισμένες χωρικές αλληλεξαρτήσεις όπως είναι για 10
παράδειγμα η μετακίνηση κεφαλαίων μεταξύ δύο χωρών, ή η μετακίνηση του ανθρώπινου δυναμικού από μια χώρα σε κάποια άλλη. (Τερκενλή, et al., 2007) Κλίμακα (scale): «Με την έννοια της κλίμακας νοούνται ένα ή περισσότερα επίπεδα αναπαράστασης, εμπειρίας και οργάνωσης των γεωγραφικών δεδομένων και διαδικασιών». (Johnston, et al., 2000) Στην χαρτογραφία η κλίμακα μπορεί να οριστεί ως η σχέση του μεγέθους εντός αντικειμένου στον χάρτη, σε σχέση το πραγματικό μέγεθος που έχει το εν λόγω αντικείμενο στην επιφάνεια της Γης. (Rubenstein, 1999) Η έννοια της κλίμακας στην ανθρωπογεωγραφία διαδραματίζει ιδιαίτερο ρόλο καθώς μέσω της κλίμακας κατανοείται τα χωρο-κοινωνικά φαινόμενα και οι διαδικασίες, τα οποία συνήθως διαφοροποιούνται όταν εξετάζονται σε μεσο και μακρο επίπεδο. Επομένως, η γεωγραφική κλίμακα αναφέρεται στα διαφορετικά χωρικά επίπεδα, συγκρότησης και αναπαραγωγής των κοινωνικών φαινομένων και διαδικασιών, τα όρια των οποίων μεταβάλλονται ανάλογα με τις κοινωνικές, οικονομικές και πολιτιστικές συνθήκες που επικρατούν στην περιοχή. (Τερκενλή, et al., 2007) Χωρική αλληλεπίδραση (spatial interaction): Ως χωρική αλληλεπίδραση νοείται η αλληλεξάρτηση που υπάρχει μεταξύ των διαφορετικών περιοχών, η οποία προκαλείται από τη σταδιακή δημιουργία και αναπαραγωγή ενός συστήματος ροών ανθρώπων, κεφαλαίων, αγαθών, πληροφορίας και συμβόλων. (Johnston, et al., 2000) Στις μέρες μας όπου κυριαρχεί η παγκοσμιοποίηση, η χωρική αλληλεπίδραση σχετίζεται άμεσα με τον χώρο των ροών (space of flows) και με τα χωρο-κοινωνικά δίκτυα κάθε τύπου. (Castells, 1996) Χωρική κατανομή, συγκέντρωση και διασπορά (spatial distribution, concentration and dispersion): Τα ανθρωπογενή και τα κοινωνικά φαινόμενα, καθώς και οι διαδικασίες μπορούν να χαρακτηριστούν από έντονη χωρική διάσταση καθώς εμφανίζουν ανομοιόμορφες κατανομές στον γεωγραφικό χώρο οι οποίες μάλιστα παρουσιάζουν μεταβολή με την εξέλιξη του χρόνου. Ορισμένα παραδείγματα χωρικών κατανομών κοινωνικών φαινομένων αφορούν την χωρική κατανομή του εισοδήματος ανά περιφέρεια εντός μιας χώρας ή η χωρική κατανομή του εργατικού δυναμικού εντός ενός δήμου. Ωστόσο, θα πρέπει να τονίσουμε ότι η μορφή που λαμβάνει η χωρική κατανομή εντός του ανθρωπογενούς και κοινωνικού φαινομένου, 11
σχετίζεται με τις δυνάμεις συγκέντρωσης και με τις δυνάμεις διασποράς του γεωγραφικού χώρου. Όσον αφορά τις δυνάμεις συγκέντρωσης, αυτές συμβάλλουν στην δημιουργία ανομοιόμορφων χωρικών κατανομών, ενώ οι δυνάμεις διασποράς συμβάλλουν σε μορφές περισσότερων ομοιόμορφων κατανομών. (Τερκενλή, et al., 2007) Περιφέρεια (Region): Ως περιφέρεια χαρακτηρίζεται μια γεωγραφική ενότητα που έχει ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά, είτε αυτά είναι φυσικά, είτε ανθρωπογενή και τη διαφοροποιούν από τις υπόλοιπες περιφέρειες. (Johnston, et al., 2000) Τα είδη των περιφερειών που μπορούμε να διακρίνουμε είναι τρία και είναι τα ακόλουθα: Η ομοιογενής περιφέρεια, που χαρακτηρίζεται από έντονη ομοιότητα εντός των ορίων της ως προς κάποιο ή κάποια χαρακτηριστικά σε σχέση με άλλες περιφέρειες. Η πολική περιφέρεια, όπου αναφέρεται σε κάποιο γεωγραφικό πόλο, κόμβο ή κέντρο καθώς και στη γεωγραφική εμβέλεια που έχει αυτός ο πόλος. Οι περιφέρειες προγραμματισμού, που δημιουργούνται από τις αρμόδιες δημόσιες αρχές, έτσι ώστε να μπορούν να ασκήσουν τις κατάλληλες αναπτυξιακές πολιτικές ή να μπορούν να υπηρετήσουν τους σκοπούς της διοικητικής οργάνωσης του γεωγραφικού χώρου. (Κουτσόπουλος, 1990) 1.3 Άλλοι χρήσιμοι ορισμοί Στη συνέχεια θα αναφέρουμε μερικούς χρήσιμους ορισμούς που θα συναντήσουμε στα πλαίσια της παρούσας εργασίας. Άνιση ανάπτυξη: Ως άνιση ανάπτυξη μπορεί να χαρακτηριστεί η κατάσταση της οικονομίας, σε διάφορες κλίμακες, που εν μπορεί να ωφεληθεί αναλογικά από την αναπτυξιακή διαδικασία. Είναι γεγονός ότι παρόλο που οι επιχειρήσεις αναπτύσσονται, η ανάπτυξη αυτή εξακολουθεί να είναι άνιση λαμβάνοντας υπόψη το τοπικό κόστος των συναλλαγών εξαιτίας των διακυμάνσεων μεγέθους των υπηρεσιών, του μεγέθους των πολεοδομικών διαμερισμάτων, των εξωτερικών και αστικοποιημένων οικονομιών, των διαπροσωπικών συναλλαγών και του κόστους μεταφοράς. Σε παγκόσμιο επίπεδο, θεωρείται ότι η άνιση ανάπτυξη προκύπτει ως 12
αποτέλεσμα της καπιταλιστικής οικονομίας που στηρίζεται στον ανταγωνισμό και τη συσσώρευση. (Σιδηρόπουλος, 2014) Ανισότητες χωρικές: Οι χωρικές ανισότητες σχετίζονται με τις διαφορές που αφορούν το επίπεδο ανάπτυξης, τους τομείς της οικονομίας, της κοινωνίας και του πολιτισμού, αν αναδεικνύοντας καταστάσεις ανισσοροπίας ή αδικίας. Οι ανισότητες αναφέρονται σε παραμέτρους που διαφοροποιούνται κατά περίπτωση, όπως είναι το εισόδημα που τότε μιλάμε για εισοδηματικές ανισότητες, το επίπεδο διαβίωσης, η πρόσβαση σε ιατρικές υπηρεσίες και γενικότερα ιατρική φροντίδα, η πρόσβαση στη μόρφωση. Θα πρέπει να επισημάνουμε ότι η άσκηση περιφερειακών πολιτικών έχει ως στόχο την μείωση των ανισοτήτων μεταξύ των περιφερειών και ορισμένες φορές επιτυγχάνεται μέσω κρατικών και ευρωπαϊκών ενισχύσεων, όταν αναφερόμαστε στον ευρωπαϊκό χώρο. (Σιδηρόπουλος, 2014) Αποβιομηχάνιση: Με την έννοια της αποβιομηχάνισης αναφερόμαστε στον περιορισμό της απασχόλησης στον δευτερογενή τομέα που γίνεται προκειμένου να ενισχυθεί ο τριτογενής τομέας (δηλαδή οι υπηρεσίες), ιδίως στις αναπτυγμένες χώρες. Ουσιαστικά η αποβιομηχάνιση αποτελεί χαρακτηριστικό της τρίτης βιομηχανικής επανάστασης, που σχετίζεται με τη μείωση των βιομηχανιών βάσης και με την ανάπτυξη των βιομηχανιών υψηλής τεχνολογίας. Οι πιο ισχυρές οικονομικά χώρες στον κόσμο, παραμένουν ακόμα και σήμερα εκβιομηχανισμένες και η οικονομική τους κυριαρχία σχετίζεται και με την καινοτομική δραστηριότητα που μπορούν να πετύχουν. (Σιδηρόπουλος, 2014) Αποκέντρωση: Ως αποκέντρωση μπορεί να θεωρηθεί η μεταφορά των βιομηχανικών δραστηριότητων ή υπηρεσιών, από τα αστικά κέντρα στις λιγότερα αναπτυγμένες περιφέρειες, αποτελώντας ουσιαστικά ένα εργαλείο αναπτυξιακού σχεδιασμού. Με την ευρύτερη έννοια μπορούμε να πούμε ότι η αποκέντρωση αντιτίθεται στον συγκεντρωτισμό, καθώς δίνει περισσότερες αρμοδιότητες στις περιφερειακές αρχές εν αντιθέσει με το κεντρικό κράτος. (Σιδηρόπουλος, 2014) Αστικοποίηση: Η αστικοποίηση είναι η αύξηση του πληθυσμού των πόλεων συγκριτικά με τον γενικό πληθυσμό, αποτελώντας ιστορικό φαινόμενο μετασχηματισμού της μορφής της κοινωνίας. Η μορφή που λαμβάνει η αστικοποίηση μπορεί να είναι οριζόντια (ακτινοκεντρική, δενδροειδής, γραμμική) ή κάθετη, ή να περιέχει στοιχεία και από τους δύο τύπους. Η αστικοποίηση συμβαίνει συνήθως γύρω 13
από πόλεις που θεωρούνται ελκυστικές είτε για πολιτιστικούς, ιστορικούς και θρησκευτικούς λόγους, είτε για εμπορικούς, βιομηχανικούς ή στρατιωτικούς λόγους. (Σιδηρόπουλος, 2014) Βιώσιμη ανάπτυξη, αειφόρος ανάπτυξη: Η αειφόρος ανάπτυξη αποτελεί ένα μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης, όπου η χρήση των πόρων ικανοποιεί τις ανθρώπινες ανάγκες, προστατεύοντας παράλληλα το περιβάλλον, με στόχο οι ανάγκες αυτές να μπορούν να καλυφθούν όχι μόνο βραχυπρόθεσμα, αλλά και μακροπρόθεσμα. Με την έννοια της βιωσιμότητας αναφερόμαστε στη διαδικασία κατά την οποία οι φυσικοί πόροι υφίστανται εκμετάλλευση με βαθμό που είναι μικρότερος από αυτόν με τον οποίο ανανεώνονται, καθώς σε αντίθετη περίπτωση επέρχεται περιβαλλοντική υποβάθμιση. Θα πρέπει να τονίσουμε ότι προκειμένου να επιτευχθεί η βιώσιμη ανάπτυξη, θα πρέπει να υπάρχουν οι κατάλληλες παραγωγικές δομές, όπως και να υπάρχει και η κατάλληλη ευαισθησία σχετικά με την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος. (Σιδηρόπουλος, 2014) Δημογραφία: Ως δημογραφία νοείται η ποσοτική και ποιοτική μελέτη του πληθυσμού και της δυναμικής που εμφανίζει ο πληθυσμός, μελετώντας χαρακτηριστικά όπως είναι η γεννητικότητα, η γονιμότητα, η θνησιμότητα, η γαμηλιότητα καθώς και η μετανάστευση. Η δημογραφία προχωράει στην ανάλυση αυτών των δεδομένων λαμβάνοντας υπόψη το κοινωνικοοικονομικό και το πολιτισμικό περιβάλλον, ενώ βρίσκεται στο κέντρο των πολιτικών που εφαρμόζονται και αφορούν τη μετανάστευση και τις κοινωνικές πολιτικές γενικότερα. (Σιδηρόπουλος, 2014) Δήμος, καλλικρατικός: Σύμφωνα με το πρόγραμμα Καλλικράτης (Νέα Αρχιτεκτονική της Αυτοδιοίκησης και της Αποκεντρωμένης Διοίκησης-Πρόγραμμα Καλλικράτης) προσδιορίζεται η διοικητική διαίρεση της Ελλάδος. Όπως προσδιορίζεται από τον ισχύοντα νόμο στην Ελλάδα, η εδαφική περιφέρεια του κάθε καλλικρατικού δήμου αποτελείται από διάφορους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης που συνιστούν τις δημοτικές ενότητες του Δήμου. Οι δημοτικές ενότητες έχουν πληθυσμό που ξεπερνά τους 2.000 κατοίκους, ενώ οι τοπικές κοινότητες έχουν πληθυσμό που κυμαίνεται από 300 έως 2.000 άτομα. (Σιδηρόπουλος, 2014) Εγκατάλειψη της υπαίθρου: Ως εγκατάλειψη της υπαίθρου νοείται η μετακίνηση του πληθυσμού από τις αγροτικές στις αστικές περιοχές. Η εγκατάλειψη της υπαίθρου είχε ως αποτέλεσμα να τροφοδοτηθεί με εργατικό δυναμικό ο δευτερογενής τομέας 14
καθώς πολλοί από αυτούς απασχολήθηκαν στις βιοτεχνίες και στα εργοστάσια, ενώ θα πρέπει να σημειώσουμε ότι τα τελευταία χρόνια υπάρχει επιβράδυνση του φαινόμενου, αν όχι αντιστροφή του. (Σιδηρόπουλος, 2014) Επικράτεια: Ως επικράτεια νοείται ο χώρος που έχει διαμορφωθεί από την ανθρώπινη εργασία. Πρόκειται για έναν γεωγραφικό χώρο που έχει νομική υπόσταση, όπως για παράδειγμα το ελληνικό έδαφος, μια φυσική ιδιαιτερότητα, όπως είναι μια ορεινή περιοχή, ή μια πολιτισμική ιδιαιτερότητα, όπως είναι για παράδειγμα τα ελληνόφωνα χωριά της Κάτω Ιταλίας. Ωστόσο, στην αγγλική γλώσσα ο όρος territory έχει μια διαφορετική χρήση σε σχέση με την ελληνική καθώς σημαίνει μη κυρίαρχη γεωγραφική περιοχή που βρίσκεται υπό την εξουσία μιας άλλης κυβέρνησης και στην οποία δεν έχουν χορηγηθεί αρμοδιότητες αυτοδιοίκησης. (Σιδηρόπουλος, 2014) Κέντρο και Περιφέρεια: Με την έννοια κέντρο νοείται το κέντρο της πόλης που βρίσκεται στην καρδιά ενός οικοδομικού συγκροτήματος, ενώ πολύ συχνά το κέντρο χρησιμοποιείται για την έννοια της κεντρικής θέσης και επομένως της πόλωσης, δηλαδή ουσιαστικά το κέντρο είναι μια περιοχή που δεσπόζει μιας περιφέρειας, καθώς εκεί συγκεντρώνονται ειδικές λειτουργίες. (Σιδηρόπουλος, 2014) Μεγαλούπολη: Πρόκειται για αστικά σύνολα που συνδέονται λειτουργικά μεταξύ τους, πρόκειται ουσιαστικά για μια αλυσίδα από παρακείμενες μητροπολιτικές περιοχές. Οι μεγαλουπόλεις διακρίνονται από ένα αστικό συγκρότημα από τις διαστάσεις που μπορούν να καταλάβουν στον χώρο καθώς και από το δημογραφικό τους βάρος. Θα πρέπει να τονίσουμε ότι η πολεοδόμηση αυτών των περιοχών δεν είναι αναγκαστικά συνεχής, καθώς μπορεί να περιλαμβάνει αγροτικές και φυσικές ζώνες, όπως είναι τα δάση, τα επιφανειακά ύδατα κτλ. Η διαφορά της μητρόπολης από την μεγαλούπολη είναι ότι η τελευταία δεν διαθέτει ενιαία τοπική διοίκηση. (Σιδηρόπουλος, 2014) Μητροπολιτική περιοχή: Μητροπολιτική θεωρείται η περιοχή που αποτελείται από πολλές διοικητικές οντότητες και δήμους, γειτονιές, πόλεις, προάστια, νομούς ακόμα και ολόκληρα κράτη. Τις περισσότερες φορές η μητροπολιτική περιοχή περιλαμβάνει ένα ή περισσότερα αστικά συγκροτήματα όπως και τις απομακρυσμένες ζώνες τους, χωρίς να έχουν πάντοτε αστικό χαρακτήρα, ωστόσο εξαρτώνται από το αστικό συγκρότημα αναφορικά με την απασχόληση και το εμπόριο. Όσον αφορά τα αριθμητικά δεδομένα του πληθυσμού μιας μητροπολιτικής περιοχής αυτά διαφέρουν 15
στις επιμέρους διοικητικές μονάδες κατά μερικά εκατομμύρια, ενώ συνήθως η τάση είναι οι κάτοικοι των περιοχών αυτών να δηλώνουν υψηλότερο νούμερο σχετικά με τον μόνιμό πληθυσμό σε σχέση με αυτόν που ισχύει πραγματικά. (Σιδηρόπουλος, 2014) Νησιωτικότητα: Η νησιωτικότητα είναι ο χαρακτήρας απομόνωσης που λαμβάνει ένας χώρος ή μια περιοχή που χαρακτηρίζεται από την έννοια του νησιού. Ο χαρακτήρας που λαμβάνουν αυτές οι περιοχές, δίνει στους κατοίκους ορισμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που αφορούν τους γεωγραφικούς και τους γεωπολιτικούς περιορισμούς του τόπου. (Σιδηρόπουλος, 2014) ΝUTS (Νomenclature of Territorial Units for Statistics): Πρόκειται για την ταξινόμηση των χωρικών στατιστικών μονάδων και αποτελεί ένα ιεραρχικό σύστημα διαίρεσης του οικονομικού χώρου της Ευρωπαϊκής Κοινότητας που έχει τους ακόλουθους στόχους: α) τη συλλογή, επεξεργασία και εναρμόνιση των διαφορετικών στατιστικών των χωρών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας β) Την κοινωνικο-οικονομική ανάλυση των ευρωπαϊκών περιφερειών σε ΝUTS 1: κύριες κοινωνικο-οικονομικές περιφέρειες, NUTS 2: βασικές περιοχές εφαρμογής των περιφερειακών πολιτικών και NUTS 3: μικρές περιοχές για εξειδικευμένες διαγνώσεις. γ) Τη διαμόρφωση των περιφερειακών πολιτικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. (Σιδηρόπουλος, 2014) Οικονομικοί τομείς: Από τη δεκαετία του 1930, οι παραγωγικές δραστηριότητες έχουν ταξινομηθεί μιας χώρας σε τρία υποσυστήματα τα οποία ονομάστηκαν τομείς δραστηριότητων: α) Της εξαγωγής πρώτων υλών: Στην κατηγορία αυτή εντάσσονται οι δραστηριότητες που αφορούν τον μετασχηματισμό από τους φυσικούς πόρους και περιλαμβάνονται η γεωργία, η αλιεία καθώς και οι εξορύξεις. Τα πρωτογενή προϊόντα μπορεί να είναι ακατέργαστα ή ελαφρώς μεταποιημένα, όπως είναι τα γεωργικά προϊόντα, οι ορυκτές πρώτες ύλες καθώς και οι ενεργειακές πηγές. β) Της μεταποίησης, όπου ο δευτερογενής τομέας σχετίζεται με βιομηχανικές δραστηριότητες και δραστηριότητες επεξεργασίας. Είναι γεγονός ότι στις βιομηχανοποιημένες χώρες, εξαιτίας της αυτοματοποίησης των διαδικασιών, ο δευτερογενής τομέας έχει την τάση να χρησιμοποιεί όσο το δυνατόν λιγότερο προσωπικό, παρόλο που ο τομέας αυτός εκπροσωπεί μεγάλο ποσοστό του ΑΕΠ. Ανάλογα με τον τύπο της βιομηχανίες, δηλαδή αν είναι βάσης ή μεταποίησης, τα βιομηχανικά προϊόντα που παράγονται παρουσιάζουν διαφορές μεταξύ τους. γ) Των 16
υπηρεσιών, όπου ο τριτογενής τομέας, περιλαμβάνει τομείς, οι μεταφορές, το εμπόριο, οι τράπεζες, η δημόσια διοίκηση και η εκπαίδευση. Οι οικονομολόγοι διαχωρίζουν τον τριτογενή τομέα σε εμπορεύσιμες και μη εμπορεύσιμες δραστηριότητες. Στον αναπτυγμένο κόσμο, ο τριτογενής τομέας αναπτύχθηκε πριν από τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο, ωστόσο παρουσίασε ανάπτυξη κατά τη διάρκεια του 1950 και σήμερα απασχολεί σχεδόν το 70% του ανθρώπινου δυναμικού σε παγκόσμιο επίπεδο. (Σιδηρόπουλος, 2014) Εκτός από τους παραδοσιακούς τρεις τομείς της οικονομίας, έχουν δημιουργηθεί και υποδιαιρέσεις του τριτογενούς τομέα που είναι ο τεταρτογενής και ο πενταδικός τομέας. Ο πρώτος αναφέρεται στην πνευματική δραστηριότητα και αφορά δραστηριότητες όπως είναι η διακυβέρνηση, ο πολιτισμός, οι βιβλιοθήκες, η επιστημονική έρευνα, η εκπαίδευση καθώς και η τεχνολογία της πληροφορίας. Ο πενταδικός τομέας σύμφωνα με ορισμένους αποτελεί μέρος του τεταρτογενή τομέα, και περιέχει το υψηλότερο λήψης αποφάσεων σε μια κοινωνία ή οικονομία. Ο τομέας αυτός περιλαμβάνει κυρίως τα κορυφαία στελέχη ή τους αξιωματούχους, σε τομείς όπως είναι η επιστήμη, η κυβέρνηση, τα πανεπιστήμια, οι μη κερδοσκοπικοί οργανισμοί, η υγειονομική περίθαλψη, ο πολιτισμός όπως και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Θα πρέπει να επισημάνουμε ότι παρόλο που οι δραστηριότητες αυτές δεν μετρώνται χρηματικά, είναι δεδομένο ότι μπορούν να συνεισφέρουν στην οικονομία σε σημαντικό βαθμό. (Σιδηρόπουλος, 2014) Παραλιακό μέτωπο: Ως παραλιακό μέτωπο νοείται μια λωρίδα γης που ξεκινά από την ακτογραμμή και ενδέχεται να κυμαίνεται από μερικά εκατοντάδες μέτρα μέχρι και μερικά χιλιόμετρα μεταξύ των δύο πλευρών ξηράς-νερού ή μπορεί να αντιστοιχεί μόνο στον αιγιαλό. Το παραλιακό μέτωπο είναι μια ζώνη περιορισμένης έκτασης, είναι συνήθως περιζήτητη και κατάλληλη για διάφορα είδη δραστηριοτήτων, όπως είναι το εμπόριο και οι μεταφορές. Ο χώρος αυτός φιλοξενεί σήμερα το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού, καθώς και πολλά αστικά συγκροτήματα και δραστηριότητες. Οι παράκτιες ζώνες είναι εκτεθειμένες σε μια σειρά από κινδύνους, όπως είναι η θαλάσσια διάβρωση, η φυσική γεωμορφολογική δραστηριότητα, όπως είναι οι καταρρεύσεις, η υφαλμύρωση των παράκτιων υπόγειων υδάτων καθώς και η υπεραλίευση. (Σιδηρόπουλος, 2014) 17
Πληθυσμός αγροτικός: Πρόκειται για τον πληθυσμό που διαμένει στους αγροτικούς δήμους και κοινότητες, ενώ τα κριτήρια για τον χαρακτηρισμό του πληθυσμού ως αγροτικό διαφέρουν από χώρα σε χώρα. (Σιδηρόπουλος, 2014) Πληθυσμός αστικός: Είναι ο πληθυσμός που ζει σε συγκεντρωμένες ζώνες, ενώ σύμφωνα με την Ελληνική Στατιστική Υπηρεσία, ως αστικός θεωρείται ο πληθυσμός που διαμένει σε πόλεις με πληθυσμό μεγαλύτερο από 10.000 κατοίκους, όπως και ο πληθυσμός των πολεοδομικών συγκροτημάτων, ανεξάρτητα από το μέγεθος το οποίο έχουν. (Σιδηρόπουλος, 2014) Πληθυσμός, κατανομή: Η κατανομή του πληθυσμού εκφράζει το που κατοικούν οι άνθρωποι. Θα πρέπει να επισημάνουμε ότι ο παγκόσμιος πληθυσμός είναι άνισα κατανεμημένος, με τις αγροτικές περιοχές να είναι περισσότερο αραιοκατοικημένες και τις αστικές να είναι πιο πυκνοκατοικημένες και πιο ελκυστικές. Ακόμη, οι περιοχές που είναι αραιοκατοικημένες συνήθως είναι δύσκολες για επιβίωση, σε σύγκριση με τις πυκνοκατοικημένες που είναι περισσότερο φιλόδοξες. Σημασία δίνεται συνήθως και στην κατανομή του πληθυσμού κατά το παρελθόν, καθώς έτσι διαπιστώνονται οι λόγοι για τους οποίους ορισμένες περιοχές εξελίχθηκαν σε μεγάλα αστικά κέντρα. (Σιδηρόπουλος, 2014) Πληθυσμός μόνιμος: Πρόκειται για το σύνολο των ατόμων που διαβιούν σε μια συγκεκριμένη διοικητική ενότητα κατά τη διάρκεια του μεγαλύτερου μέρους του έτους. Για την Ελλάδα, μόνιμος πληθυσμός θεωρούνται οι δημότες που απογράφησαν, δηλαδή το σύνολο των ατόμων που βρίσκονται καταχωρημένα στα δημοτολόγια. (Σιδηρόπουλος, 2014) Πυκνότητα πληθυσμού: Η πυκνότητα πληθυσμού σχετίζεται με την μελέτη του μέσου όρου ανθρώπων που κατοικούν σε μια περιοχή και προκύπτει αφού διαιρεθεί ο αριθμός των ατόμων με τη συνολική έκταση. Το αποτέλεσμα που προκύπτει, συνήθως εκφράζεται σε άτομα ανά τετραγωνικά χιλιόμετρα ή σε άτομα ανά τετραγωνικά μίλια. (Σιδηρόπουλος, 2014) Ρεύματα και δίκτυα: Οι πόροι που χρησιμοποιεί και παράγει ο άνθρωπος κατανέμονται με άνισο τρόπο και με μεγάλη ασυνέχεια και για το λόγο αυτό, αναπτύχθηκαν μέθοδοι μεταφοράς προκειμένου να οικοδομηθεί ένα σύστημα το οποίο θα μπορεί να πρωταγωνιστήσει στην οικονομική δραστηριότητα. Οι ροές αποτελούν το περιεχόμενο ενός δικτύου. Στον επιστημονικό χώρο της γεωγραφίας 18
μπορούμε να διακρίνουμε, πολλές μεγάλες κατηγορίες ρευμάτων, όπως είναι για παράδειγμα οι ροές ανθρώπων, που περιλαμβάνουν τις μεταναστατευτικές ροές, τις ροές των επιβατών και των μέσων μεταφοράς, τις ροές των υλικών, όπως είναι των αγαθών και των πρώτων υλών, τις άυλες ροές, όπως είναι οι ροές επικοινωνίας και οι χρηματοπιστωτικές ροές. Ως δίκτυα μπορούν να οριστούν τα σύνολα των γραμμών που τέμνονται μεταξύ τους με αποτέλεσμα να δημιουργούνται κόμβοι ή διασταυρώσεις, δηλαδή σημεία τα οποία συνδέουν έναν ή περισσότερους άξονες. Αξίζει να αναφερθεί ότι υπάρχουν ορισμένα δίκτυα τα οποία έχουν υλική υπόσταση, όπως είναι τα οδικά, τα σιδηροδρομικά, τα δίκτυα αποχέτευσης, ενώ ορισμένα άλλα δίκτυα χαρακτηρίζονται ως άυλα, όπως είναι για παράδειγμα τα οικονομικά δίκτυα και τα δίκτυα πληροφορίας, τα οποία υπάρχει δυνατότητα να χαρτογραφηθούν και να μελετηθούν. (Σιδηρόπουλος, 2014) Τοποθεσία και γεωγραφική θέση: Η έννοια της τοποθεσίας και της γεωγραφικής θέσης θα λέγαμε ότι κατά κάποιο τρόπο συνδέονται μεταξύ τους, καθώς η γεωγραφική θέση επιβάλλει την τοποθεσία, ενώ συχνότερα η τοποθεσία μπορεί να καθοριστεί με σχετική ελευθερία σε ένα γενικό πλαίσιο που καθορίζει τη γεωγραφική θέση. Στα χαρακτηριστικά της τοποθεσίας εμπεριέχονται η γεωμορφολογία, το κλίμα, η φυτοκάλυψη, η διαθεσιμότητα που υπάρχει στο νερό, η ποιότητα του εδάφους, τα μεταλλεύματα καθώς και η «άγρια ζωή». Στην τοποθεσία μπορούμε να διακρίνουμε την τοποθεσία αρχικής εγκατάστασης καθώς και την τοποθεσία επέκτασης, που επιλέγεται σε δεύτερο χρόνο και όχι από τους ιδρυτές των εκάστοτε πόλεων. Η γεωγραφική θέση αφορά τη θέση ενός τόπου σε σχέση με τον περίγυρο του και άλλες περιοχές. Στους παράγοντες που περιλαμβάνουν τα χαρακτηριστικά μιας περιοχής είναι η προσβασιμότητα, η απόσταση των συνδέσεων ενός τόπου με άλλους, η εγγύτητα σε πρώτες ύλες κτλ. (Σιδηρόπουλος, 2014) Ύπαιθρος: Ως ύπαιθρος νοείται το σύνολο των κατοικημένων αγροτικών περιοχών, αποτελώντας αντιδιαμετρική έννοια των όρων οικισμός, πόλη και αστικό συγκρότημα. Χαρακτηριστικό στοιχείο της υπαίθρου είναι η χαμηλή πυκνότητα συγκρινόμενη με τα γειτονικά αστικά κέντρα, ενώ χαρακτηριστικό της υπαίθρου είναι ένα τοπίο στο οποίο επικρατεί η βλάστηση, δηλαδή τα χωράφια, τα λιβάδια, τα δάση και άλλες φυσικές εκτάσεις, όπως κυριαρχεί γενικότερα η γεωργική δραστηριότητα. Στις χώρες που είναι περισσότερο αναπτυγμένες, ένα σημαντικό ποσοστό του 19
πληθυσμού της υπαίθρου εργάζεται στον δευτερογενή και στον τριτογενή τομέα. (Σιδηρόπουλος, 2014) 1.4 Παραδοσιακή ανθρωπογεωγραφία Είναι γεγονός ότι κατά τη διάρκεια του 19 ου και του 20 ου αιώνα η έννοια της γεωγραφίας δεν ήταν μία και μοναδική, αλλά σχετιζόταν με το έργο που άφηνε ο κάθε επιστήμονας που ασχολούνταν με την έννοια της γεωγραφίας. Σύμφωνα με τον Demangeon, o οποίος ενστερνίστηκε τις απόψεις του Vidal-Lablache, προσδιορίστηκε η έννοια της ανθρωπογεωγραφίας ως μελέτη των σχέσεων των ανθρώπινων ομάδων με τον γεωγραφικό περίγυρο. Ως γεωγραφικός περίγυρος δεν νοείται μόνο ο φυσικός περίγυρος, αλλά και ο περίγυρος στον οποίο έχει παρέμβει ο άνθρωπος προκειμένου να τον μετατρέψει. Όσον αφορά αυτόν τον περίγυρο, δεν επιβάλλει κάποια συγκεκριμένη δραστηριότητα, ούτε συγκεκριμένο τρόπο με τον οποίο θα πρέπει να προσαρμοστεί η ανθρώπινη ομάδα σ αυτόν. Τέλος, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι η παραδοσιακή ανθρωπογεωγραφία δεν είναι επιστήμη αιτιοκρατική αλλά δυνητική. (Derruau, 2007) Στην γεωγραφία αρκετές φορές η έννοια του αιτίου θα λέγαμε ότι είναι δυσνόητη, καθώς η γεωγραφία είναι μια επιστήμη όπου κυρίως ερευνώνται οι συσχετίσεις παρά τα αίτια. Andre Cholley, έδειξε ότι τα γεωγραφικά γεγονότα αλληλοσυμπλέκονται σε δέσμες σχέσεων, ενώ πρότεινε ως παράδειγμα αυτών των συνδυασμών τη γεωγραφία του σιταριού στην καναδική στέπα, η οποία ερμηνεύεται λαμβάνοντας υπόψη τα ακόλουθα στοιχεία: Το κλίμα, όπου έχει ως χαρακτηριστικό τα σύντομα καλοκαίρια και τους ψυχρούς χειμώνες. Το έδαφος, που εξαρτάται από τα μητρικά πετρώματα και από το κλίμα, ενώ παρουσιάζει διαφοροποίηση μέσα στη στέπα ανάλογα με την τοπογραφική θέση και τις τοπικές βροχομετρικές διακυμάνσεις. Την κατασκευή των σιδηροδρόμων που προέκυψαν ως απόρροια των τεχνικών επινοήσεων, της διάδοσης τους και της οργάνωσης του κεφαλαιοκρατικού μηχανισμού των εταιριών. Την επιλογή των κατάλληλων για τις τοπικές συνθήκες ποικιλιών σιταριού. 20
Τον ρυθμό του εποικισμού, που εξαρτιόταν από τη μετανάστευση των κατοίκων της Ευρώπης, από τις εσωτερικές μετακινήσεις του πληθυσμού και από την ανταγωνιστική έλξη της Δύσης των Ηνωμένων Πολιτειών. Η παγκόσμια ζήτηση σιταριού που υπήρχε μέσω των διεθνών συμφωνιών και των τελωνειακών εμποδίων, που αποτελούσαν παράγοντες που επηρέαζαν την αρχική τιμή των σιτηρών. Η αντίδραση των γεωπόνων στα προβλήματα που δημιουργούσε ο περιορισμός της ζήτησης του σιταριού ή η εξάντληση ορισμένων παραγωγικών περιοχών, με αποτέλεσμα να επέρχεται αλλαγή στο παραγωγικό σύστημα. Οι αντιδράσεις των καλλιεργητών στις λύσεις που πρότειναν οι γεωπόνοι. Η ανθρωπογεωγραφία διαφέρει από την κοινωνιολογία, καθώς μελετά τις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων όχι τις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων και του φυσικού υποβάθρου της ύπαρξής του, ενώ οι κοινωνικές σχέσεις δεν απασχολούν την επιστήμη της γεωγραφίας όταν παύουν να μεταβάλλονται μέσα στον χώρο. Η ανθρωπογεωγραφία παρουσιάζει διαφορές και από την οικονομική γεωγραφία, καθώς η οικονομική γεωγραφία προκειμένου να κατανοήσει την παραγωγή και την κυκλοφορία του προϊόντος ως ιδιαίτερου αντικειμένου το εξετάζει ανεξάρτητα από τον τρόπο παραγωγής και ανεξάρτητα από τους παραγωγούς. Αντίθετα, από την πλευρά της ανθρωπογεωγραφίας όταν ενδιαφέρεται για ένα προϊόν, το εξετάζει μόνο λαμβάνοντας υπόψη τη δέσμη των σχέσεων που αναπτύσσονται από τους παραγωγούς. Επιπλέον, η εθνογραφία επισημαίνει τη σημασία την ιδιαίτερη σημασία που έχουν τα εργαλεία της ανθρώπινης προσπάθειας, καθώς και τα αποτελέσματα που προκύπτουν από την προσπάθεια αυτή. Θα πρέπει να επισημάνουμε ότι η παραδοσιακή ανθρωπογεωγραφία σχετίζεται και με την οικονομική επιστήμη, την εθνογραφία καθώς και άλλες επιστήμες. (Derruau, 2007) Είναι γεγονός ότι η παραδοσιακή ανθρωπογεωγραφία στηρίχθηκε στην έννοια του τρόπου ζωής, καθώς ο τρόπος ζωής είναι ένα σύνολο από συνήθειες με τις οποίες μια ομάδα ανθρώπων καταφέρνει και εξασφαλίζει την ύπαρξη της. Στην παραδοσιακή ανθρωπογεωγραφία ορισμένοι τρόποι ζωής ήταν το ψάρεμα, το κυνήγι, η συλλογή τροφών, η εδραία γεωργία καθώς και η ποιμενική ζωή. Οι τρόποι ζωής αυτοί χαρακτηρίζονταν από ορισμένα στοιχεία, όπως είναι τα εργαλεία (για παράδειγμα το άροτρο ή το δίχτυ που χρησιμοποιεί ο ψαράς), οι τεχνικές μέθοδοι, όπως είναι η 21
μεταφύτευση του ρυζιού ή το κάψιμο της βλάστησης για να χρησιμοποιηθεί η έκταση που αποδεσμεύεται από μια παραδοσιακή καλλιέργεια, τα κοινωνικά στοιχεία, όπως για παράδειγμα οι δεσμοί που δημιουργούνται σε μια κοινότητα. (Claval, 1984) Όταν ένας τρόπος ζωής έχει επικρατήσει, έχει συνήθως την τάση να διευρύνει τον γεωγραφικό του χώρο, ενώ η επέκταση αυτή μπορεί να γίνει, είτε με εξάπλωση μιας εθνικής ομάδας, είτε μεταφέροντας τον τρόπο ζωής που κυριαρχεί σε άλλες ομάδες, ενώ σε ορισμένες άλλες φορές μπορεί να μεταδοθεί μόνο ένα στοιχείο του τρόπου ζωής σε κάποια άλλη ομάδα. Θα πρέπει να τονίσουμε ότι ορισμένες φορές, η εισαγωγή ενός νέου στοιχείου στον τρόπο ζωής αναστάτωνε έναν συνηθισμένο τρόπο ζωής. Παρόλο που η έννοια και τα χαρακτηριστικά του τρόπου ζωής υπάρχουν και στις σύγχρονες κοινωνίες, η προσαρμογή στις φυσικές συνθήκες θα λέγαμε ότι χαρακτηρίζει τις πρωτόγνωρες κοινωνίες. Ορισμένα παραδείγματα των τρόπων ζωής που επικρατούσαν είναι τα ακόλουθα: Συλλογή τροφών και κυνήγι Ποιμενική ζωή Νομαδισμός Ημιμόνιμη κτηνοτροφία Ποιμενική ζωή του βουνού (Derruau, 2007) 22
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: Χωρικές ανισότητες και οικονομικά χαρακτηριστικά 2.1 Χωρική ανάλυση Ως χωρική ανάλυση νοείται η μελέτη της κατανομής των σημείων, των γραμμών, των περιοχών και των επιφανειών ενός χάρτη. (Jonston, et al., 2000) Σύμφωνα με ένα άλλο ορισμό τη χωρική ανάλυση είναι η ποσοτική ανάλυση/μελέτη ορισμών χωρικών φαινομένων τα οποία βρίσκονται στον γεωγραφικό χώρο. (Baile & Gatrell, 1995) Με την έννοια ανάλυση χωρικών δεδομένων εννοούμε τις καταστάσεις όπου είναι διαθέσιμα τα δεδομένα παρατήρησης για κάποιο φαινόμενο το οποίο συμβαίνει στον γεωγραφικό χώρο και εξετάζει μοντέλα, μεθόδους καθώς και τεχνικές προκειμένου να περιγράψει ή να αποδώσει τη συμπεριφορά αυτού του φαινομένου καθώς και της ενδεχόμενης σχέσης που μπορεί να έχει με ορισμένα άλλα χωρικά φαινόμενα. (Fischer & Wang, 2011) Προκειμένου να αναδειχθεί ο τομέας της χωρικής ανάλυσης θα πρέπει να στηριχθεί στον πρώτο νόμο της γεωγραφίας ή αλλιώς στον νόμο του Tobler. Σύμφωνα με το νόμο αυτό, στα χωρικά δεδομένα, οι γεωγραφικά γειτονικές μεταξύ τους παρατηρήσεις θα πρέπει να παρουσιάζουν παρόμοια τιμή. Έτσι προκύπτει η χωρική εξάρτηση των παρατηρήσεων ενός χωρικού φαινομένου, το οποίο είναι κάτι νέο σε σχέση με τις μεθόδους στατιστικής, όπου η κάθε παρατήρηση θεωρείται ανεξάρτητη από κάθε άλλη. (Tobler, 1970) Σύμφωνα με τον πρώτο νόμο της γεωγραφίας, έχουν αναπτυχθεί ορισμένες μέθοδοι ανάλυσης των χωρικών δεδομένων. Οι συνηθέστερα χρησιμοποιούμενες είναι αυτές που ελέγχουν αν υπάρχει η όχι χωρική εξάρτηση ή χωρική αυτοσυσχέτιση σε κάποια μεταβλητή. (Καλογήρου, 2015) Η χωρική ανάλυση βρίσκει πλήθος εφαρμογών, καθώς με τη μέθοδο αυτή μπορούν να εξεταστούν δεδομένα που αφορούν τις κοινωνικές επιστήμες και ιδίως τα κοινωνικοοικονομικά ζητήματα, όπως είναι το εισόδημα, η ανεργία, καθώς και η περιφερειακή ανάπτυξη. Ειδικότερα, έως τώρα έχει αναλυθεί με τη μέθοδο αυτό η χωρική κατανομή του εισοδήματος, η εκτίμηση του εισοδήματος σε επίπεδο οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης, η χωρική κατανομή των δημοσίων δαπανών, οι 23
χωρικές ανισότητες εισοδήματος, το επίπεδο συμμετοχής στην εκπαίδευση, η ανθρώπινη ανάπτυξη και η φτώχεια. (Καλογήρου, 2015) Επίσης, ορισμένα ακόμα παραδείγματα χρήσης της χωρικής ανάλυσης είναι για την μελέτη εκλογικών αποτελεσμάτων, για τον έλεγχο της προσβασιμότητας σε υπηρεσίες υγείας, για την μελέτη της κλιματολογίας, για την μελέτη των φυσικών καταστροφών, για το περιβάλλον, για την μελέτη της συλλογής των Ανακυκλώσιμων Αστικών Στερεών Αποβλήτων. (Καλογήρου, 2015) 2.2 Χωρική ισορροπία Ιστορικά επικρατεί η άποψη ότι η οικονομική ανάπτυξη των διάφορων περιοχών μιας χώρας σχετίζεται με την θεωρία του Άνταμ Σμιθ για την ελεύθερη λειτουργία της αγοράς, καθώς σύμφωνα με την άποψη αυτή μπορούσε να εξασφαλιστεί ισόρροπη ανάπτυξη αλλά και γενικότερη άνοδος του βιοτικού επιπέδου του πληθυσμού της χώρας αυτής. Σύμφωνα με την ίδια άποψη, οποιαδήποτε παρέμβαση πραγματοποιούνταν από το κράτος δεν ήταν επιθυμητή, καθώς στρέβλωνε τους όρους που είχαν τεθεί από την ελεύθερη αγορά στον γεωγραφικό χώρο, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται προβλήματα στην αναπτυξιακή διαδικασία και δυναμική. Η άποψη αυτή στηριζόταν στην αντίληψη ότι ο γεωγραφικός χώρος είναι ομοιογενές, κάτι που δεν ισχύει καθώς οι ευκαιρίες των επενδύσεων δεν είναι ίδιες και το μόνο εμπόδιο δεν είναι η μεταφορά των πρώτων υλών και των προϊόντων. (Weber, 1969) Επιπλέον, σύμφωνα με την ίδια άποψη θεωρείται ότι οι συντελεστές της παραγωγής, δηλαδή το κεφάλαιο και η εργασία, διαθέτουν απεριόριστη γεωγραφική κινητικότητα και οι τεχνολογίες παραγωγής είναι παντού δεδομένες και σταθερές. Λαμβάνοντας υπόψη αυτές τις παραδοχές, οι επενδύσεις χωροθετούνται εκεί όπου υπάρχει μεγιστοποίηση των κερδών τους, ενώ η εργασία χωροθετείται εκεί όπου μπορούν να υπάρξουν οι μέγιστες αμοιβές. (Κορρές, et al., 2016) Επομένως, ακόμα και αν υπάρχουν οικονομικές ανισότητες σε κάποια φάση της αναπτυξιακής διαδικασίας, μεταξύ των αναπτυγμένων περιοχών και των λιγότερων αναπτυγμένων περιοχών, η δυναμική που δημιουργείται από την ελεύθερη αγορά, μπορεί να διαμορφώσει μια αντίστροφη μετακίνηση των συντελεστών παραγωγής. Ειδικότερα, σύμφωνα με αυτή τη θεώρηση, το κεφάλαιο θα τείνει να εγκαταλείπει τις 24
αναπτυγμένες περιοχές, όπου υπάρχουν χαμηλά κέρδη κεφαλαίου και υψηλές αμοιβές για την εργασία και να εγκαθίσταται σε λιγότερο αναπτυγμένες περιοχές, όπου υπάρχουν υψηλά κέρδη κεφαλαίου αλλά υψηλές αμοιβές εργασίας. Από την άλλη, η εργασία τείνει να ακολουθεί μια αντίστροφη πορεία, καθώς εγκαταλείπει τις λιγότερο αναπτυγμένες περιοχές με χαμηλές αμοιβές μεταναστεύοντας προς τις περιοχές που έχουν υψηλότερες αμοιβές εργασίας. Η αντίστροφη αυτή γεωγραφική μετακίνηση των συντελεστών παραγωγής κεφαλαίου και εργασίας, θέτουν σε κίνηση μεταβολές, οι οποίες οδηγούν σε μια γενική χωρική ισορροπία, δηλαδή ουσιαστικά εξισορρόπησης των κερδών του κεφαλαίου και των αμοιβών της εργασίας για όλες τις περιοχές του γεωγραφικού χώρου. Ωστόσο, για να μπορέσει να επιτευχθεί αυτή η κατάσταση, καθίσταται αναγκαίο από το κράτος να υπάρχουν οι κατάλληλες υποδομές καθώς και να μην υπάρχουν τυχόν θεσμικά εμπόδια τα οποία οδηγούν στη στρέβλωση της ελεύθερες δυνάμεις της αγοράς. (Brown & Burrows, 1977), (Κορρές, et al., 2016) Ωστόσο, η επικράτηση αυτής της άποψης δεν ήταν σε θέση να ερμηνεύσει τον ρόλο που διαδραμάτιζαν οι διάφορες εξωτερικότητες (externalities), στην αυξητική γεωγραφική συγκέντρωση των επενδύσεων. Ουσιαστικά η προσέγγιση αυτή δεν ερμήνευε το γεγονός ότι οι επενδύσεις συγκεντρώνονταν σε περιοχές που ήταν ήδη αναπτυγμένες, όπου και επικρατούσαν ευνοϊκές εξωτερικές οικονομίες κλίμακας και συγκέντρωσης. Αυτές οι ευνοϊκές συνθήκες είχαν δημιουργηθεί εξαιτίας της ύπαρξης προηγούμενων κύκλων επενδύσεων στις περιοχές αυτές, καθώς υπήρχαν σημαντικές υποδομές αλλά και αναπτυγμένη επιχειρηματική κουλτούρα. Επομένως, για τους λόγους αυτούς οι αναπτυγμένες και ήδη πλούσιες περιοχές, έχουν τη τάση να γίνονται ακόμα πλουσιότερες, με αποτέλεσμα να διευρύνονται και οι ανισότητες που υπάρχουν με τις λιγότερο αναπτυγμένες περιοχές. (Κουρλιούρος, 2011) Κατά μια άλλη άποψη, η κάθε οικονομία διέρχεται από δύο διαδοχικές φάσεις ανάπτυξης, όπου πρόκειται για την φάση «ανωριμότητας» και τη φάση της «ωριμότητας». Στο πρώτο στάδιο θα πρέπει να κινητοποιηθούνε περιορισμένοι πόροι προκειμένου να υλοποιηθούν οι στόχοι οικονομικής μεγέθυνσης, να συντελεστούν διαθρωτικές αλλαγές και να βελτιωθεί η αποτελεσματικότητα της οικονομίας. Οι πόροι αυτοί δηλαδή θα πρέπει να μην διατίθενται για την υλοποίηση στόχων μείωσης των χωρο-οικονομικών και χωρο-κοινωνικών ανισοτήτων. Οι πόροι αυτοί δύναται να κινητοποιούνται για τους συγκεκριμένους σκοπούς μόνο όταν η οικονομία βρίσκεται 25
σε φάση «ωριμότητας» και παρουσιάζει υψηλές αποδόσεις και πλεονάσματα, προκειμένου να υπάρχει μια δικαιότερη χωρική κατανομή της ανάπτυξης. Με τον τρόπο αυτό προκύπτει η τοπική ανάπτυξη που γίνεται ως λογικό επακόλουθο της μεταβίβασης των πόρων και των επενδύσεων από τις περισσότερο αναπτυγμένες προς τις λιγότερο αναπτυγμένες περιοχές. Η μεταβίβαση αυτή των πόρων μπορεί να γίνει είτε με άμεσους, είτε με έμμεσους τρόπους, για παράδειγμα μέσω κεντρικών σχεδιασμένων προγραμμάτων δημιουργίας υποδομών, μέσω της κρατικής επιδότησης των επενδύσεων, όπως είναι οι νόμοι και τα αναπτυξιακά κίνητρα, μέσω της δημιουργίας οργανωμένων επιχειρηματικών πάρκων, οργανωμένων τουριστικών ζωνών κτλ., είτε ακόμα μέσω της δημιουργίας μεγάλων δημοσίων οργανισμών όπως είναι τα πανεπιστήμια, τα ανώτατα τεχνολογικά ιδρύματα κτλ. (Κορρές, et al., 2016) 2.3 Χωρικές ανισότητες Οι χωρικές ανισότητες στο σύγχρονο περιβάλλον, χρήζουν ανάλυσης καθώς αποκτούν επίκαιρο ρόλο, ιδίως λόγω της οικονομικής κρίσης και της μεγάλης πρόκλησης της κλιματικής αλλαγής. Ουσιαστικά μέσω των χωρικών ανισοτήτων εξετάζονται οι ανισότητες που υπάρχουν στον χώρο, δηλαδή η διαφορά που παρουσιάζει ένα μέγεθος από περιοχή σε περιοχή. Η μελέτη των χωρικών ανισοτήτων μπορεί γίνει για διάφορους λόγους, όπως είναι η επιδιωκόμενη σύγκλιση των περιφερειών εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αναφορικά με την ανάπτυξη και την κοινωνική συνοχή. (Καλογήρου, 2015) Προκειμένου να μετρώνται οι χωρικές ανισότητες, χρησιμοποιούνται ορισμένοι δείκτες, όπως είναι ο δείκτης Gini, ο οποίος θεωρείται ο πιο διαδεδομένος δείκτης που υπολογίζει την ανισοκατανομή του ατομικού εισοδήματος και ο οποίος βασίζεται στην καμπύλη Lorenz. Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι ο συγκεκριμένος δείκτης χρησιμοποιείται πέρα από την μέτρηση των χωρικών ανισοτήτων και στην δημογραφία. (Τσίμπος, 2008) Άλλος ένας δείκτης που χρησιμοποιείται ευρέως είναι ο περιφερειακός δείκτης χωροθέτησης, όπου είναι ουσιαστικά τα μέτρα σύγκρισης ποιοτικών χαρακτηριστικών ενός πληθυσμού μιας υποπεριοχής σε σχέση με τα χαρακτηριστικά 26
μιας ευρύτερης περιοχής, αποτελώντας τους πιο συχνά χρησιμοποιούμενους δείκτης στην χωρική ανάλυση. Η χρήση του εν λόγω δείκτη γίνεται προκειμένου να παρουσιάσει περιοχές όπου τα τοπικά χαρακτηριστικά υπερτερούν ή υπολείπονται σε σχέση με το σύνολο της χώρας. (Cromley & Hanink, 2012) Επιπλέον, στα πλαίσια μελέτης των χωρικών ανισοτήτων εξετάζονται ζητήματα που αφορούν την ανθρώπινη ανάπτυξη, αλλά και τη φτώχεια. Συνήθως οι δείκτες αυτοί υπολογίζονται σε επίπεδο χώρας ή περιφέρειας, παρουσιάζοντας με τον τρόπο αυτό το επίπεδο ευημερίας των κατοίκων τους. Σε παγκόσμιο επίπεδο για την μέτρηση των ανισοτήτων αυτού του είδους χρησιμοποιούνται δείκτες όπως είναι ο δείκτης στέρησης Townsend, ο δείκτης που υπολογίζει την Ανθρώπινη Φτώχεια του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, όπως και ο Δείκτης Ανθρώπινης Ανάπτυξης του ΟΗΕ. (Καλογήρου, et al., 2011) Ειδικότερα, ο δείκτης του Townsend, χρησιμοποιήθηκε προκειμένου να κατηγοριοποιήσει τις περιοχές, ενώ συμβάλλει στην κατάταξη των περιοχών μιας χώρας λαμβάνοντας υπόψη τα βασικά αγαθά τα οποία μπορεί να λείπουν από ένα νοικοκυριό, όπως είναι η κατοικία και το αυτοκίνητο. Ο δείκτης αυτός είναι γνωστός και ως δείκτης στέρησης του Townsend, ενώ στη διεθνή βιβλιογραφία αναφέρεται ως Townsend Index of Disadvantage and Deprivation. Ουσιαστικά, η χρήση του εν λόγω δείκτη είναι να εντοπίζει καταστάσεις φτώχειας, έτσι ώστε να μπορούν να ληφθούν τα κατάλληλα μέτρα που αφορούν την κοινωνική και οικονομική πολιτική. Ο εν λόγω δείκτης υπολογίζεται λαμβάνοντας υπόψη το ποσοστό των ανέργων επί του συνόλου του οικονομικά ενεργού πληθυσμού, ο οποίος είναι ηλικίας άνω των 16 ετών. Επίσης, λαμβάνεται υπόψη το ποσοστό των νοικοκυριών τα οποία δεν έχουν στη κατοχή τους ιδιόκτητο αυτοκίνητο, καθώς και το ποσοστό των νοικοκυριών τα οποία ζούνε σε ιδιόκτητη κατοικία. Τέλος, λαμβάνεται ακόμη υπόψη η πυκνότητα του νοικοκυριού, δηλαδή το ποσοστό των πολυπληθών νοικοκυριών τα οποία έχουν περισσότερα από ένα άτομο ανά δωμάτιο. (Townsend, et al., 1984) Τα τελευταία χρόνια άρχισε να χρησιμοποιείται σε μεγάλο βαθμό, ο Πολυδιάστατος Δείκτης Φτώχειας ( Multidimensional Poverty Index-MPI), ο οποίος εφαρμόζεται προκειμένου να υπολογιστούν οι πολλαπλές στερήσεις που υπάρχουν σε επίπεδο νοικοκυριού στον τομέα της εκπαίδευσης, στον τομέα της υγείας καθώς και στο βιοτικό επίπεδο. Εν αντιθέσει με τους δείκτες ανθρώπινης ανάπτυξης, ο δείκτης 27
MPI χρησιμοποιεί συνιστώσες, οι οποίες προκύπτουν από την ίδια έρευνα. Θα πρέπει να επισημάνουμε ότι ο συγκεκριμένος δείκτης θεωρείται ιδιαίτερα πολύπλοκος καθώς εκφράζει μια συλλογική προσπάθεια όπου τα δεδομένα συλλέχθηκαν και επεξεργάστηκαν. Οι μεταβλητές που χρησιμοποιούνται είναι οι ακόλουθες: Η εκπαίδευση, όπου εξετάζεται το επίπεδο σπουδών του νοικοκυριού, και η φοίτηση και η διαδικασία φοίτησης στο σχολείο. Η υγεία, όπου μελετάται το επίπεδο της διατροφής ενός πληθυσμού καθώς και το επίπεδο της παιδικής θνησιμότητα. Το βιοτικό επίπεδο. Στο βιοτικό επίπεδο εντάσσονται παράγοντες όπως είναι η ηλεκτρική ενέργεια, το πόσιμο νερό, δηλαδή εξετάζονται οι περιοχές όπου δεν υπάρχει πρόσβαση σε αυτά. Επίσης, περιλαμβάνονται παράγοντες όπως είναι η υγιεινή, όπου εξετάζεται σε μια περιοχή, η χρήση των καυσίμων μαγειρέματος, ο τύπος της κατοικίας, δηλαδή αν είναι κατοικία με χώμα, άμμο, κοπριά. Επίσης, στο βιοτικό επίπεδο, περιλαμβάνονται τα ενεργητικά περιουσιακά στοιχεία. Δηλαδή, εξετάζεται αν υπάρχει έλλειψη της κατοχής τουλάχιστον ενός στοιχείο ενεργητικού το οποίο αφορά την πρόσβαση σε πληροφορίες, όπως είναι για παράδειγμα η τηλεόραση, το ραδιόφωνο, το διαδίκτυο. Επίσης, αναλύεται η ύπαρξη τουλάχιστον ενός στοιχείο ενεργητικού το οποίο αφορά την μετακίνηση, όπως είναι το ποδήλατο, το αυτοκίνητο, ενώ ακόμα αναλύεται ένα περιουσιακό στοιχείο το οποίο σχετίζεται με τα προς τα ζην του ατόμου όπως είναι για παράδειγμα το ψυγείο κτλ. (Derruau, 2007) Από τα όσα αναλύει ο εν λόγω δείκτης, προκύπτει ότι χρησιμοποιείται κυρίως σε αναπτυσσόμενες περιοχές, ωστόσο κάτι τέτοιο δεν σημαίνει ότι τα χαρακτηριστικά αυτά δεν συναντώνται και στις αναπτυγμένες χώρες. (Καλογήρου, et al., 2011) Ο Δείκτης Ανθρώπινης Ανάπτυξης θεωρείται ως τον πιο διαδεδομένο δείκτη διεθνούς ανάπτυξης. «Πρόκειται ουσιαστικά για έναν απλό δείκτη με σαφή μεθοδολογία, όπου στόχευε να αποσυνδέσει την ανθρώπινη ανάπτυξη από την εξέλιξη αποκλειστικά του ΑΕΠ», θεωρώντας νέες παραμέτρους όπως είναι η εκπαίδευση και το προσδόκιμο ζωής. (Καλογήρου, et al., 2012) 28
Ο δείκτης ανθρώπινης ανάπτυξης χρησιμοποιείται για να εκτιμηθεί το επίπεδο ανάπτυξης μεταξύ των κρατών του κόσμου. Ουσιαστικά, ο δείκτης αυτός στηρίζεται σε τρεις βασικές συνιστώσες όπου είναι οι ακόλουθες: Η υγιής μακροζωία, η οποία υπολογίζεται από το προσδόκιμο ζωής κατά τη γέννηση του ατόμου. Η γνώση που μετράτε με το επίπεδο συμμετοχής του πληθυσμού στην εκπαίδευση. Το αξιοπρεπές βιοτικό επίπεδο, το οποίο υπολογίζεται χρησιμοποιώντας στο κατά κεφαλήν εθνικό προϊόν. Παράλληλα με τον δείκτη ανθρώπινης ανάπτυξης ορισμένες φορές χρησιμοποιείται ο προσαρμοσμένος με την ανισότητα δείκτης ανθρώπινης ανάπτυξης (Inequality-adjusted Human Development Index-IHDI). (Καλογήρου, 2015) 2.4 Μεταβιομηχανική ευρωπαϊκή πόλη Είναι γεγονός ότι από την δεκαετία του 1980 και έπειτα πραγματοποιήθηκαν σημαντικοί διαρθρωτικοί μετασχηματισμοί στα λειτουργικά και μορφολογικά χαρακτηριστικά των ευρωπαϊκών πόλεων, καθώς και σε οικονομικό, πολιτικό, κοινωνικό επίπεδο. (Κορρές, et al., 2016) Οι μεταβολές αυτές είχαν ως αποτέλεσμα να γίνει μεταστροφή από την κοινωνική πόλη, όπου ουσιαστικά η πόλη θεωρούνταν πλαίσιο ικανοποίησης κοινωνικών αναγκών για εργασία, κατοικία, εκπαίδευση, πρόνοια, αναψυχή και πολιτισμό, στην επιχειρηματική πόλη, όπου η πόλη αποτελεί πλέον το πλαίσιο ανάπτυξης επενδυτικών στρατηγικών. (Λεοντίδου, 2011) Κάτι ανάλογο θα μπορούσαμε να πούμε ότι έγινε και στην Ελλάδα, αν και σε μικρότερη κλίμακα, ιδίως στην περιοχή της Αττικής. Στην πόλη των Αθηνών κυρίως συνέβησαν σημαντικές αλλαγές, καθώς υπήρξε αποβιομηχάνιση σε παραδοσιακές βιομηχανικές ζώνες, όπως ήταν η περιοχή του Ελαιώνα ή περιοχή του Λαυρίου, ενώ ταυτόχρονα υπήρξε σημαντική ανάπτυξη εμπορικών κέντρων στα προάστια των Αθηνών. Παράλληλα, στην Αθήνα δημιουργήθηκαν επιβλητικά μεταμοντέρνα κτίρια γραφείων σε μεγάλες λεωφόρους, κυρίως στη λεωφόρο Κηφισίας, ενώ άνθισε η μετατροπή εγκαταλειμμένων βιομηχανικών χώρων σε πολιτιστικούς χώρους, όπως 29
έγινε στο Γκάζι, ενώ δημιουργήθηκαν και τεχνολογικά-πολιτιστικά πάρκα, όπως έγινε στην περιοχή στο Λαύριο (Γαλλική Μεταλλευτική Εταιρεία Λαυρίου). (Kourliouros, 1998) 2.4.1 Η κρίση των βιομηχανικών πόλεων Είναι γεγονός ότι οι σημαντικότερες πόλεις της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης, συνδέθηκαν σε μεγάλο βαθμό με την ανάπτυξη του βιομηχανικού καπιταλισμού που έγινε στην Ευρώπη από τις αρχές του 19 ου αιώνα και έπειτα. Παρόλο που οι βιομηχανικές πόλεις της Ευρώπης ήρθαν αντιμέτωπες με μικρές ή μεγαλύτερες οικονομικές υφέσεις, καθώς και με περιόδους πολεμικών αναταραχών, δεν φαίνεται να έχασαν τον χαρακτήρα τους. Αντίθετα, φαίνεται να παρέμειναν βιομηχανικές μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του 1980, όπου εξαιτίας ορισμένων διαρθρωτικών αλλαγών, άρχισαν να αλλάζουν το χαρακτήρα τους. Την ίδια εποχή παρουσιάστηκαν σημαντικά προβλήματα που αφορούσαν την παρακμή της βιομηχανικής βάσης καθώς και την έντονη ανεργία. Όμως η κρίση αυτή που προέκυψε την εποχή αυτή θα λέγαμε ότι σχετίζεται με το μοντέλο οργάνωσης της καπιταλιστικής οικονομίας που επικρατούσε, το οποίο βασιζόταν στη μαζική παραγωγή τυποποιημένων προϊόντων τα οποία προορίζονταν για μαζική κατανάλωση. (Harvey, 2009) Από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 καθώς και τα επόμενα χρόνια, υπήρξε σημαντική επιβράδυνση των μεγεθών όπως ήταν το ΑΕΠ, η προστιθέμενη παραγόμενη αξία, η παραγωγικότητα της εργασίας στον τομέα της μεταποιητικής βιομηχανίας, οι επενδύσεις παγίου κεφαλαίου όπως και ο ρυθμός μεταβολής των πραγματικών απολαβών που λαμβάνουν οι εργαζόμενοι στο χώρο της μεταποίησης. (Κουρλιούρος, 2011) Οι σημαντικότεροι κλάδοι που επηρεάστηκαν από τις εξελίξεις αυτές ήταν οι κλάδοι της «βαριάς» βιομηχανίας, οι οποίοι κατά το παρελθόν στήριξαν την ανάπτυξη και την ευημερία της δυτικής Ευρώπης. Ορισμένοι τέτοιοι κλάδοι ήταν η χαλυβουργία, η μεταλλουργία, η κλωστοϋφαντουργία, η πετροχημική βιομηχανία, η ναυπηγοεπισκευαστική βιομηχανία, η βιομηχανία αυτοκινήτων καθώς και γενικότερα η βιομηχανία διαρκών καταναλωτικών αγαθών. Θα πρέπει να τονίσουμε ότι κατά την διάρκεια αυτής της περιόδου μεγαλύτερο πρόβλημα αντιμετώπισαν οι μεγάλες καθετοποιημένες επιχειρήσεις και λιγότερο οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, οι οποίες προσαρμόστηκαν με σχετικά εύκολο τρόπο. (Κουρλιούρος, 2011) 30
Η αποβιομηχάνιση αυτή είχε σημαντικές συνέπειες στην απασχόληση, ιδίως την δεκαετία 1973-1983, οι περισσότερες χώρες με αναπτυγμένη βιομηχανία, γνώρισαν σημαντική μείωση της απασχόλησης στον τομέα της μεταποιητικής βιομηχανίας. Ο πίνακας 1 αποτυπώνει τις μεταβολές που παρουσιάστηκαν στην απασχόληση στη μεταποιητική βιομηχανία στις αναπτυγμένες χώρες την περίοδο 1975-1982. Πίνακας 1: Μεταβολές στην απασχόληση στη μεταποιητική βιομηχανία στις αναπτυγμένες χώρες την περίοδο 1975-1982 1 Χώρα/Περιοχή Μεταβολή (%) 1975-1982 Βέλγιο -23,3 Κάτω χώρες -15,3 Βρετανία -23,2 Ιταλία -12,0 Κεντρο-δυτικές περιοχές ΗΠΑ -11,5 Μεσο-ατλαντικές περιοχές ΗΠΑ -7,2 Γαλλία -10,5 Γερμανία -7,5 Αξιοσημείωτο του μεγέθους που έλαβε η αποβιομηχάνιση την περίοδο αυτή είναι ότι ο αριθμός των εργαζομένων στη Βρετανική βιομηχανία, που ανέπτυσσε δραστηριότητες κυρίως στη μεταποίηση, στα ορυχεία και τις κατασκευές, από 11,5 εκατομμύρια περίπου το 1966, έφθασε να είναι 7 εκατομμύρια το 1984, παρουσιάζοντας ουσιαστικά μια μείωση της τάξεως του 40%. Επίσης, την ίδια εποχή και πάλι στην Γερμανία, χαρακτηριστικό δείγμα της αποβιομηχάνισης ήταν ότι στην περιοχή του Ruhr, ο αριθμός των ορυχείων μειώθηκε από 140 σε 31, ενώ ο αριθμός των εργαζομένων σε αυτά μειώθηκε από τους 400.000 σε 140.000. Η αύξηση της ανεργίας ως συνέπεια της αποβιομηχάνισης έλαβε ιδιαίτερα μεγάλες διαστάσεις στις ΗΠΑ, με κυριότερες ομάδες εργαζομένων που θίχτηκαν να είναι οι ανειδίκευτοι εργάτες, οι νέοι, οι μειονότητες και οι μετανάστες. (Κορρές, et al., 2016) Η μείωση του αριθμού των εργαζομένων στη μεταποιητική βιομηχανία, σχετίζεται με τρεις μορφές βιομηχανικής αλλαγής που πραγματοποιήθηκαν που ήταν οι ακόλουθες: 1 Κορρές, Γ., Κουρλιούρος, Η. & Τσομπάνογλου, Γ., 2016. Χωρική και Τοπική Κοινωνικό-Οικονομική Ανάπτυξη, Θεωρία-Μέθοδοι-Στρατηγικές. Αθήνα : Εκδόσεις Αθ. Σταμούλης. 31
Το κλείσιμο των εργοστασίων που είχε ως αποτέλεσμα τη μεταφορά πόρων από τη βιομηχανία προς άλλους τομείς όπως ο τριτογενής (υπηρεσίες, τουρισμός), που ήταν πιο προσοδοφόροι. Υπήρξε τεχνικός εξορθολογισμός της παραγωγής, δηλαδή έγινε υποκατάσταση των εργατικών χεριών από τεχνολογικά προηγμένο μηχανολογικό εξοπλισμό. Συνέβη παραγωγική αποκέντρωση, δηλαδή πραγματοποιήθηκε μετεγκατάσταση των γραμμών μαζικής παραγωγής από τα παραδοσιακά φορντικά αστικοβιομηχανικά κέντρα σε χώρες και σε περιφέρειες οι οποίες είχαν χαμηλότερο κόστος παραγωγής. (Κορρές, et al., 2016) Ως κέντρα βιομηχανίας την περίοδο αυτή θεωρούνταν οι μεγάλες μητροπολιτικές περιφέρειες και πόλεις στη Δυτική Ευρώπη αλλά και στις Η.Π.Α., ενώ ήταν αυτές οι περιοχές που βιώσαν με τον πιο έντονο τρόπο της συνέπειες της ύφεσης και της αποβιομηχανοποίησης. Στις πόλεις όπου υπήρχε διαφοροποίηση του οικονομικού μίγματος αλλά και δεν υπήρχε έντονη παρουσία μεταποιητικής δραστηριότητας, η ύφεση ήταν σημαντικά χαμηλότερη. Θα πρέπει να επισημάνουμε, ότι σημαντικές επιπτώσεις είχαν οι ενδο-αστικές περιοχές των βιομηχανικών κέντρων, όπου παρουσιάστηκαν σημαντικά ποσοστά φτώχειας, κοινωνικού αποκλεισμού, έξαρσης της βίας, καθώς και άλλες μορφές παραβατικής συμπεριφοράς. Παράλληλα, το κλείσιμο αυτών των μονάδων, συνδυάστηκε με μια διπλή κίνηση που έγινε για τη μετεγκατάσταση του βιομηχανικού κεφαλαίου, οι οποία έγινε με δύο διαφορετικούς τρόπους: Μετεγκατάσταση σε μικρότερες πόλεις και περιφέρειες της ίδιας χώρας, που ενδεχομένως παρουσίαζαν ορισμένα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα. Μετεγκατάσταση που πραγματοποιήθηκε σε λιγότερο αναπτυγμένες χώρες και περιφέρεις, που ανήκουν στο λεγόμενο «Τρίτο Κόσμο». Το σημαντικότερο κίνητρο για αυτές τις μετεγκαταστάσεις ήταν το χαμηλό εργατικό κόστος που υπήρχε στις περιοχές αυτές σε σχέση με τις περιοχές που ήταν μέχρι πρότινος οι βιομηχανίες. (Κορρές, et al., 2016) 32
2.5 Κρίση χρέους στην Ελλάδα 2.5.1 Γενικά περί οικονομικής πολιτικής Στόχος της οικονομικής πολιτικής που εφαρμόζει μια χώρα είναι να σταθεροποιηθεί η οικονομία της για να καταφέρει να αποκτήσει υψηλό επίπεδο απασχόλησης, χωρίς να είναι ο πληθωρισμός σε υψηλά επίπεδα, προκειμένου να καταφέρει η χώρα να επιτύχει οικονομική μεγέθυνση και κοινωνική ανάπτυξη. Ως οικονομική πολιτική νοείται το σύνολο των διαθέσιμων εργαλείων και οι διαθέσιμες πολιτικές που μπορούν να εφαρμοστούν και σχετίζονται με τη δημοσιονομική και νομισματική πολιτική. (Κορρές & Χιόνης, 2003) Η οικονομική πολιτική όσον αφορά τα θέματα της οικονομικής μεγέθυνσης και κοινωνικής ανάπτυξης έχει τους ακόλουθους στόχους: Την αξιοποίηση των υλικών πόρων καθώς και την αξιοποίηση του ανθρώπινου δυναμικού. Την ισοκατανομή και την αύξηση των εισοδημάτων. Την αύξηση της παραγωγής και των επενδύσεων. Την αύξηση της απασχόλησης και τη μείωση της ανεργίας. Την ύπαρξη σταθερότητας στο επίπεδο των τιμών του πληθωρισμού. Τους υψηλούς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης και την οικονομική σταθερότητα. Την μείωση των ελλειμμάτων και τον ισοσκελισμό του ισοζυγίου πληρωμών. Θα πρέπει να επισημάνουμε ότι η οικονομική ευημερία σχετίζεται με την ορθή εφαρμογή της οικονομικής πολιτικής, ενώ παρόλο που είναι αναγκαία συνθήκη δεν είναι ικανή, για την κοινωνική ευημερία και την κοινωνική μεγέθυνση. Ωστόσο, η κοινωνική πολιτική βοηθάει στην οικονομική πολιτική και ιδίως στα ακόλουθα σημεία που είναι η πλήρης απασχόληση, η μείωση των ανισοτήτων και η κοινωνική ευημερία. (Κορρές & Χιόνης, 2003) 2.5.2 Η δημοσιονομική πολιτική 33
Ως δημοσιονομική πολιτική νοούνται οι αποφάσεις που λαμβάνει η κυβέρνηση αναφορικά με την πολιτική που θα ακολουθηθεί στους φόρους, δηλαδή αν αυτοί πρόκειται να αυξηθούν ή να μειωθούν. Το κράτος ασκεί τη δημοσιονομική πολιτική μέσω του προϋπολογισμού, ενώ εκτός από τους φόρους στην δημοσιονομική πολιτική περιλαμβάνονται η διαχείριση των κρατικών επενδύσεων, καθώς και των δαπανών που αφορούν μια σειρά από τομείς, όπως είναι οι δαπάνες για την υγεία, την παιδεία, την ασφάλεια κτλ. Ως δημοσιονομικό έλλειμμα νοείται η διαφορά (αρνητική) που εμφανίζουν τα έσοδα και του έξοδα του κράτους, ενώ όταν η διαφορά αυτή είναι θετική, τότε καλείται Δημοσιονομικό Πλεόνασμα. (Κορρές & Χιόνης, 2003) 2.5.3 Η νομισματική πολιτική Η νομισματική πολιτική μιας χώρας σχεδιάζεται και υλοποιείται από την κεντρική τράπεζα μιας χώρας και αφορά την προσφορά και ζήτηση χρήματος, ενώ για της χώρες που είναι μέλη της ευρωζώνης, η νομισματική πολιτική ασκείται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Τα σημαντικότερα μέσα για την άσκηση της δημοσιονομικής πολιτικής είναι τα ακόλουθα: Η πολιτική που καλείται «ανοιχτής αγοράς» και έχει ως στόχο να ρυθμίσει την αγορά και την πώληση τίτλων, ομολόγων και εντόκων γραμματίων από τη Κεντρική Τράπεζα στις εμπορικές τράπεζες, επιδιώκοντας τη ρύθμιση της προσφοράς χρήματος. Η πολιτική «προεξοφλητικού επιτοκίου», που έχει ως στόχο να ρυθμίσει το επιτόκιο με το οποίο δανείζει η Κεντρική Τράπεζα τις εμπορικές τράπεζες, προκειμένου να ρυθμιστεί η ζήτηση του χρήματος. Η πολιτική που καλείται «υποχρεωτικών ρευστών διαθεσίμων», η οποία αποσκοπεί στην ρύθμιση των υποχρεωτικών καταθέσεων που έχουν οι εμπορικές τράπεζες στην Κεντρική Τράπεζα, έχοντας ως στόχο τη ρύθμιση της προσφοράς χρήματος. Η πολιτική των «ποιοτικών πιστωτικών ελέγχων», που ρυθμίζει το κατά πόσο ισχύει η νομοθεσία ή το κατά πόσο τηρείται ο ανταγωνισμός, έχοντας ως στόχος τη ρύθμιση της ζήτησης και της προσφοράς του χρήματος. (Κορρές & Χιόνης, 2003) 34
2.5.4 Η εξέλιξη και ελλείμματος και του χρέους στην Ελλάδα Καθώς αναπτυσσόταν η Ελλάδα, υπήρξε μια όλο και πιο έντονη τάση για την αύξηση των εισαγωγών, που αφορούσαν κυρίως μη-διαρκή καταναλωτικά αγαθά. Κατά τη διάρκεια των δεκαετιών 1950,1960, 1970 ο κύριος όγκος των εισαγωγών αφορούσε κεφαλαιουχικά προϊόντα, όπως είναι τα επενδυτικά προϊόντα και τα προϊόντα τεχνολογίας, ενώ τα τελευταία χρόνια και ιδίως μετά την είσοδο της χώρας στην ευρωζώνη, οι εισαγωγές στράφηκαν προς τα καταναλωτικά αγαθά, ως αποτέλεσμα του υπερ-καταναλωτισμού και της εισαγωγής με μεγάλο βαθμό ξένων προτύπων. Η αύξηση των εισαγωγών είχε ως αποτέλεσμα την υποκατάσταση των εγχωρίων προϊόντων κατά ένα ποσοστό, ενώ παράλληλα αυξάνονταν τα ελλείμματα και χρέη των νοικοκυριών. (Gros & Mayer, 2010) Είναι γεγονός ότι κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του 1960 και 1970 η ελληνική οικονομία παρουσίασε μια σημαντική ανάκαμψη, ενώ την ίδια περίοδο το ΑΕΠ παρουσίασε μια αύξηση κατά πέντε περίπου φορές. Η σχέση μεταξύ των εισαγωγών και των εξαγωγών κυμαίνεται μεταξύ 20-80% διαχρονικά για συγκεκριμένους κλάδους. Επιπλέον, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι η δραστηριότητα που αναπτύσσει ο δημόσιος τομέας, καθώς και η δομή που λαμβάνει επιδρούν σημαντικά στα οικονομικά μεγέθη της χώρας. Χαρακτηριστικό είναι ότι στις μέρες μας, ο δημόσιος τομέας συνεισφέρει κατά 60% στο ΑΕΠ της Ελλάδος. (European Comission, 2009) Όσον αφορά το δημόσιο χρέος, αυτό φαίνεται να παρουσίασε αύξηση μεταξύ των ετών 1960 και 1980 και έτσι από 11,8% που ήταν, σε διάστημα 20 ετών έφτασε σε 28,9%, ενώ ιδιαίτερα μεγάλη ήταν η άνοδος που ακολούθησε, καθώς το 1994 πλέον το ποσοστό του χρέους ήταν στο 114,0% και το 2010 είχε ξεπεράσει το 142% του ΑΕΠ. Όσον αυξάνεται ο δημόσιος δανεισμός, τόσο ανεβαίνουν τα επιτόκια δανεισμού με αποτέλεσμα να μην γίνονται πολλές ιδιωτικές επενδύσεις, καθώς το κόστος του χρήματος βρίσκεται σε υψηλά επίπεδα. Την περίοδο 2001-2006, παρόλο που η Ελλάδα ήταν μέλος της Ευρωζώνης παραβίαζε το κριτήριο του δημοσιονομικού ελλείμματος που έθετε η συνθήκη του Μάαστριχτ (3% του ΑΕΠ), ενώ κατόρθωσε τη χρονική περίοδο 2007-2008 να επιτύχει τον συγκεκριμένο στόχο. Αντίθετα τα επόμενα χρόνια η κατάσταση επιδεινώθηκε καθώς το έλλειμμα έφθασε σε πολύ υψηλά επίπεδα (15,4% του ΑΕΠ το 2009) για να αρχίσει να 35
αποκλιμακώνεται το 2010 όπου έφθασε στο 9,4% και κατόπιν να μετατραπεί σε ισχνό πρωτογενές πλεόνασμα το έτος 2014. (Visvizi, 2012) Ωστόσο, όπως αναφέρουν οι (Βαγιανός, et al., 2010) η προσπάθεια που έγινε για την μείωση των ελλειμμάτων δεν συνδέθηκε με αναπτυξιακή διαδικασία και παραγωγική ανασυγκρότηση, ούτε με ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας. Ο δανεισμός του κράτους, παρόλο που έφθασε στα 371 δις για το έτος 2012, χωρίς να συνυπολογίζεται το ενδοκυβερνητικό χρέος, κατευθύνθηκε κυρίως όλα τα προηγούμενα χρόνια σε καταναλωτικές δαπάνες και όχι σε παραγωγικές επενδύσεις. Παράλληλα, εκτός από τον υψηλό δανεισμό του κράτους, η χώρα αναγκάστηκε να ζητήσει βοήθεια για τη χρηματοδότησή της από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και από την Ευρωπαϊκή Ένωση, με το πρώτο πρόγραμμα να συνάπτεται το 2010, το δεύτερο το 2012 και το τρίτο το 2015 το οποίοι ακόμα δεν έχει ολοκληρωθεί. (Κορρές, et al., 2016) Ο πίνακας 1, παρουσιάζει τα κρατική χρέη στην Ευρωζώνη για το 2011 καθώς και τις προβλέψεις που υπάρχουν για τα κρατικά χρέη του Πίνακας 2: Κρατική χρέη στην Ευρωζώνη 2 2011 (δις ) 2011 (ως % ΑΕΠ) 2020 (ως % ΑΕΠ) Αυστρία 214 71,4 58,9 Βέλγιο 361 96,1 94,7 Φιλανδία 89 48,7 31,8 Γαλλία 1689 85,4 87,1 Γερμανία 2090 81,5 57,7 Ελλάδα 347 161,9 123,2 Ιρλανδία 162 103,3 99,2 Ιταλία 1884 121,4 115,8 Ολλανδία 389 64,6 56,8 Πορτογαλία 190 105,6 122,5 Ισπανία 706 69,6 74,2 Ο πίνακας 3, παρουσιάζει την εξέλιξη του δημοσίου χρέους της Ελλάδας, το ποσοστό ανάπτυξης καθώς και το έλλειμμα από το έτος 1999-2012. Πίνακας 3: Εξέλιξη χρέους, ελλειμμάτων και ανάπτυξης (1999-2012) 3 1999 2000 2001 2002 2003 2004 2005 2006 2007 2008 2009 2010 2011 2012 Δημόσιο 118.6 141.0 151.9 159.2 168.0 183.2 195.4 224.2 239.3 263.3 299.7 329.5 355.7 344.6 2 Πηγή: Κορρές, Γ., Κουρλιούρος, Η., & Τσομπάνογλου, Γ. (2016). Χωρική και Τοπική Κοινωνικό- Οικονομική Ανάπτυξη, Θεωρία-Μέθοδοι-Στρατηγικές. Αθήνα : Εκδόσεις Αθ. Σταμούλης. 3 Πηγή: Πηγή: Κορρές, Γ., Κουρλιούρος, Η., & Τσομπάνογλου, Γ. (2016). Χωρική και Τοπική Κοινωνικό-Οικονομική Ανάπτυξη, Θεωρία-Μέθοδοι-Στρατηγικές. Αθήνα : Εκδόσεις Αθ. Σταμούλης. 36
χρέος (δις ) Ποσοστό του 94.9 104.4 104.7 102.6 98.3 99.8 101.2 107.5 107.2 112.9 129.7 148.3 170.6 176.7 ΑΕΠ (%) Ανάπτυξη (%) 3.4 4.5 4.2 3.4 5.9 4.4 2.3 5.5 3.5-0.2-3.1-4.9-7.1-6.0 Έλλειμμα (% GDP) 3.1 3.7 4.5 4.8 5.7 7.6 5.5 5.7 6.5 9.8 15.6 10.7 9.4 6.8 Από τον πίνακα 3 προκύπτει, ότι στην Ελλάδα τόσο το έλλειμμα όσο και το χρέος παρουσιάζουν διαρκώς αύξηση τα τελευταία χρόνια. Το γεγονός αυτό σχετίζεται κυρίως με τη μείωση της παραγωγικής δραστηριότητας της χώρας, σε συνδυασμό με την αύξηση της κατανάλωσης και των εισαγωγών. Εκτός από αυτό, το χρέος δημιουργείται από συσσωρεμένα ελλείμματα και από την ανικανότητα των κυβερνήσεων να ασκήσουν επαγγελματική διοίκηση. 2.5.5 Τα αίτια της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα Όπως έχει αναφέρει μεγάλο μέρος ερευνητών και μελετητών τα προβλήματα που υπήρχαν στην Ελλάδα και αφορούσαν την δημοσιονομική χαλαρότητα και χαμηλή ανταγωνιστικότητα, στα χρόνια πριν την εκδήλωση της οικονομικής κρίσης προκαλούσαν ανησυχίες, γεγονός που είχε οδηγήσει σε πλήθος προειδοποιήσεων. Μάλιστα, στις 27 Απρίλιου 2009 είχε γίνει σύσταση προς την Ελλάδα από το Συμβούλιο της Ευρώπης, προκειμένου να προχωρήσει στον περιορισμό του υπερβολικού ελλείμματος και να προχωρήσει στην υιοθέτηση αποτελεσματικών μέτρων, λαμβάνοντας υπόψη ότι το έλλειμμα που δημιουργούνταν δεν είχε προσωρινό χαρακτήρα. (Καζάκος, et al., 2016) H εξέλιξη των οικονομικών μεγεθών μετά το 2000, φαίνεται να διαμορφώθηκε ως εξής: Από την ελλειμματική δημοσιονομική διαχείριση η οποία είχε μόνιμη διάρκεια μπορούμε να πούμε, και κάλυπτε τις καταναλωτικές δαπάνες ακόμη και σε περιόδους ισχυρής αναπτυξιακής δυναμικής. Ιδίως μετά την ένταξη της χώρας στην Ευρωζώνη, οι δαπάνες συνέχισαν την διαρκή άνοδο χωρίς ωστόσο την ίδια πορεία να ακολουθούν τα έσοδα του κράτους. Από την διαρκή συσσώρευση χρεών. Ως απότοκος της ελλειμματικής δημοσιονομικής πολιτικής συσσωρεύτηκαν σημαντικά χρέη, τα οποία αποτέλεσαν ουσιαστικά και το μοντέλο ανάπτυξης. Επίσης, οι 37
αναδιανεμητικές επιπτώσεις που υπήρχαν σε βάρος των μελλοντικών γενιών δημιούργησαν αρνητικές μακροχρόνιες επιπτώσεις και στην ανάπτυξη. Από την διόγκωση του κράτους και την διαρκή φοροδιαφυγή. Συγκριτικά με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η διαφορά της Ελλάδας σχετίζεται με την ικανότητα της Κυβέρνησης να συλλέγει φόρους που είναι περιορισμένη, παρά με το επίπεδο των δαπανών, οι οποίες βρίσκονται σε παρόμοια επίπεδα με την υπόλοιπη Ευρώπη. Επιπλέον, ορισμένα άλλα χαρακτηριστικά που σκιαγραφούν το προφίλ των οικονομικών μεγεθών μετά το 2000 είναι: Η αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης που έγινε με πολύ μεγάλο βαθμό, η υπερβολική ανάπτυξη των κατασκευών, τα χαμηλά επιτόκια, κυρίως λόγω της ένταξης στην χώρα στην Ευρωζώνη τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα να ενισχυθεί ο δανεισμός ιδιωτών και κράτους, η αύξηση των πραγματικών μισθών στον δημόσιο τομέα, κάτι που είχε ως επακόλουθο να αυξηθούν οι μισθοί και στον ιδιωτικό τομέα. Επιπλέον, μερικά ακόμα χαρακτηριστικά είναι η διαρκής μείωση της εθνικής αποταμίευσης, η αναποτελεσματική προσφορά αγαθών και υπηρεσιών, κάτι που είχε ως επακόλουθο να υπάρχει και αναποτελεσματική χρήση των πόρων και τέλος η διεθνής ειδίκευσης της χώρας, η οποία διαρκώς υποχωρεί, κάτι ανάλογο άλλωστε συμβαίνει και με την ανταγωνιστικότητα. (Οικονόμου, et al., 2010) Πέρα από τα αμιγώς οικονομικά χαρακτηριστικά με την οικονομική κρίση στην Ελλάδα σχετίζονται και ορισμένες λανθασμένες πολιτικές, όπως φάνηκε εκ των υστέρων, που εφαρμόστηκαν όλο την περίοδο προ της κρίσης. Τα λάθη αυτά εστίαζαν κυρίως στην αναβολή αποφάσεων, καθώς και στην ανοχή φαινομένων κακοδιαχείρισης. (Καζάκος, et al., 2016) Επιπλέον, μπορούμε να πούμε ότι για την ελληνική οικονομική κρίση ευθύνονται παράγοντες όπως είναι οι ασθενείς τυπικοί θεσμοί διακυβέρνησης, η ισχυρή δυναμική που επιδείκνυαν για πολλά συναπτά έτη οι συντεχνίες που δημιούργησαν ουσιαστικά μια ιδιάζουσα πολιτική κουλτούρα, η οποία μπορούμε να πούμε ότι συνδυάστηκε με αντιφιλελεύθερες ιδέες. Ακόμη, διαπιστώνονται ορισμένες ιδιομορφίες στο οικονομικό μοντέλο όπως είναι για παράδειγμα το μικρό μέγεθος των επιχειρήσεων, ακόμα και σε επίπεδο οικογένειας, όπου τα μέλη της αναζητούν τη σταθερότητα καθώς και πολλαπλές πηγές εισοδήματος, ενώ σε πολλές οικογένειες τυγχάνει ένα 38
μέλος της οικογένειας τουλάχιστον να απασχολείται στον δημόσιο τομέα. (Τσουκαλάς, 2012) Όμως θα πρέπει να επισημάνουμε ότι πέρα από τα ενδογενή αίτια της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα, υπήρχαν και εξωγενείς αιτίες όπως είναι η ελαττωματική αρχιτεκτονική της Ευρωζώνης και οι ανισότητες στις οποίες αυτή οδήγησε. Στην άποψη αυτή υπάρχουν διαφορετικές προσεγγίσεις όμως, αναμφίβολα όμως η δομή της Ευρωζώνης επίδρασε στις ελληνικές εξελίξεις είτε άμεσα, είτε μέσω της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής. Η Ελλάδα, όντας μέλος της Ευρωζώνης, δεν είχε στη διάθεσή της τα απαραίτητα εργαλεία, όπως είναι η συναλλαγματική ισοτιμία ή η δικής της Κεντρική Τράπεζα. (Kazakos, 2011) Τέλος, θα πρέπει να αναφέρουμε ένα ακόμα πρόβλημα για την επιδείνωση της οικονομικής κρίσης, ή τουλάχιστον ένας ανασταλτικός παράγοντας για να ξεπεράσει η χώρα μας την οικονομική κρίση ήταν οι προβληματικές όψεις των μνημονίων χρηματοδότησης. Ειδικότερα, ιδίως στο πρώτο Μνημόνιο, υπήρξαν προβλήματα καθώς δεν έγινε καμία πρόβλεψη για έγκαιρη αναδιάρθρωση του χρέους. Η επικρατούσα άποψη των εταίρων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είχες ως στόχο να αποφευχθεί μια νέα κρίση των τραπεζών, καθώς και να μην γίνει περαιτέρω επέκταση της κρίσης. Ωστόσο, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι και η ελληνική πλευρά συμφώνησε με αυτή την άποψη καθώς θεώρησε ότι έτσι θα προστατεύονταν καλύτερα οι δικές της τράπεζες, τα ασφαλιστικά ταμεία καθώς και άλλα ιδρύματα και οργανισμοί που είχαν στην κατοχή τους κρατικά ομόλογα. Το δεύτερο μνημόνιο, προέβλεπε μια μείωση χρέους, καθώς και μια σοβαρή ελάφρυνση από την εξυπηρέτησή του. Παράλληλα, οι δανειστές δεν έδωσαν ιδιαίτερη σημασία στις επιπτώσεις που προκαλούσαν τα αυστηρά δημοσιονομικά μέτρα στην παραγωγή. Η αύξηση των φόρων καθώς και οι περικοπές των κρατικών δαπανών είχαν ως αποτέλεσμα να προκληθεί δραματική συρρίκνωση της οικονομίας και να επιτείνουν τον κίνδυνο της πτώχευσης, που προηγουμένως με την προσφυγή της χώρας στον μηχανισμό στήριξης είχε αποφευχθεί. Ακόμη, να τονίσουμε ότι οι θεσμοί δεν έλαβαν υπόψη τους περιορισμούς που έθετε η οικονομική δομή της χώρας η οποία δεν έδινε τη δυνατότητα στις εξαγωγές να συμβάλλουν στην αντιστάθμιση των επιπτώσεων στο 39
ΑΕΠ, ενώ η απόπειρα που έγινε για αύξηση των εξαγωγών μέσω της μείωσης των μισθών δεν απέδωσε. (Καζάκος, et al., 2016) 2.6 Μετανάστευση Οι μετακινήσεις ή μεταναστεύσεις των πληθυσμών από έναν τόπο σε κάποιον άλλο, είναι ένα συνηθισμένο φαινόμενο στην ανθρώπινη κοινωνία, όπου εμφανίζεται σχεδόν καθ όλη τη διάρκεια της ανθρώπινης παρουσίας πάνω στη γη. Οι μετακινήσεις που πραγματοποιούσαν και πραγματοποιούν ακόμα και σήμερα οι άνθρωποι σχετίζονται με τον χώρο, αποτελώντας πάντοτε αντικείμενο μελέτης της γεωγραφίας και μάλιστα όλων των κλάδων της, όπως είναι η ιστορική, η πληθυσμιακή, η κοινωνική, η οικονομική, η πολιτική καθώς και η πολιτισμική γεωγραφία. (Τερκενλή, et al., 2007) Ωστόσο, όπως ήδη αναφέραμε το φαινόμενο της μετανάστευσης δεν είναι καινούργιο, καθώς κατά το χρονικό διάστημα από το 1500 έως το 1800, δύο εκατομμύρια άνθρωποι μετανάστευσαν από την Ευρώπη προς την Αμερική, ενώ την ίδια περίοδο, έντεκα εκατομμύρια άνθρωποι αναγκάζονται να μετακινηθούν από την Αφρική στην Αμερική με τη βία ως σκλάβοι. Μετά το τέλος της δουλείας, οι μετακινήσεις εξακολούθησαν να υπάρχουν με τους υποχρεωτικά συμβασιούχους εργάτες από την Ινδία και την Κίνα, οι οποίοι κατευθύνονταν στις ευρωπαϊκές αποικίες της Καραϊβικής, της Ασίας, της Αμερικής όπως και της ανατολικής Αφρικής. (Cloke, et al., 1999) Στη διάρκεια του 19 ου και κυρίως του 20 ου αιώνα, λόγω της διαμόρφωσης των εθνικών συνόρων, οι μετανάστευση χωρίστηκε πλέον σε διεθνή και σε εσωτερική, ενώ στον διαχωρισμό αυτό συνέβαλε και η διαμόρφωση του έθνους κράτους. Η πρώτη κατηγορία μετανάστευσης, η διεθνής, αφορά την αλλαγή το τόπου διαμονής που γίνεται από ένα κράτος σε κάποιο άλλο, ενώ από την άλλη η εσωτερική μετανάστευση αναφέρεται στις αλλαγές που πραγματοποιούνται στον τόπο κατοικίας ενός ατόμου εντός του κράτους που διαμένει. Θα πρέπει να επισημάνουμε ότι, στο πέρασμα του χρόνου αλλά και χωρικά αλλάζουν οι αντιλήψεις αναφορικά με το τι θεωρείται διεθνές και τι θεωρείται εσωτερικό. Για παράδειγμα, μέχρι και το τέλος του Α Παγκοσμίου Πολέμου, οι μετακινήσεις δεν απαιτούσαν ταξιδιωτικά έγγραφα, ενώ 40
στις μέρες μας σε παγκόσμιο επίπεδο καθίσταται αναγκαία η ύπαρξη αυτού του είδους των εγγράφων, κάτι που δεν είναι αναγκαίο για τους πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι οποίοι μπορούν να ταξιδέψουν μόνο με την επίδειξη της ταυτότητάς τους. (Πετράκου, 2007) Είναι γεγονός ότι ο ρόλος του κράτους, καθώς και η ιδιότητα του πολίτη συνδέονται με το έθνος, ενώ σχετίζονται όλα αυτά με την έννοια της μετανάστευσης καθώς με τον τρόπο αυτό διαχωρίζονται οι άνθρωπο σε διαφορετικούς πληθυσμούς. Κάθε άνθρωπος ανήκει σε ένα κράτος, δηλαδή έχει την ιθαγένεια και την υπηκοότητα ενός κράτους. (Hindess, 2000) Γενικά, μπορούμε να πούμε ότι ο κάθε πολίτης έχει τη δυνατότητα να φύγει από το κράτος στο οποίο είναι πολίτης, ωστόσο δεν έχει το δικαίωμα να περάσει τα σύνορα άλλης χώρας χωρίς να διαθέτει τα κατάλληλα ταξιδιωτικά έγγραφα, όπως είναι το διαβατήριο ή οι κατάλληλες θεωρήσεις. (Πετράκου, 2007) Μέχρι και τη διάρκεια της δεκαετίας του 1970, τα κράτη αποστολής και προορισμού ήταν διακριτά. Για παράδειγμα, στον ευρωπαϊκό χώρο, τα κράτη αποστολής ήταν τα κράτη στη νότια Ευρώπη, ενώ τα κράτη υποδοχής βρίσκονταν στη βόρεια Ευρώπη. Σε παγκόσμιο επίπεδο, η τάση για τις μετακινήσεις που ίσχυε την ίδια περίοδο, ήταν από τον νότο στο βορρά και από την ανατολή προς τη δύση. Από το τέλος της δεκαετίας του 1970, βαθμιαία, όλες οι χώρες πλέον αποτελούν χώρες υποδοχής και αποστολής μεταναστών. (Harris, 1995) Ωστόσο, λόγω της οικονομικής κρίσης της δεκαετίας του 1970, σε συνδυασμό με τον περιορισμό του κοινωνικού κράτους, καθώς και λόγω της αντίληψης ότι η μετανάστευση αποτελεί προσωρινό φαινόμενο και διαμορφώνεται από τις ανάγκες της αγοράς, διαμορφώθηκαν περιοριστικά μέτρα για τη μετανάστευση, με αποτέλεσμα να μειωθεί ο αριθμός των νέων αφίξεων που πραγματοποιούνταν, όπως επίσης και η διάρκεια παραμονής των μεταναστών στο έδαφος των χωρών αυτών. (Appleyard, 2001) 2.7 Τουρισμός Ο τουρισμός αποτελεί ένα πολυεπίπεδο κοινωνικό-οικονομικό φαινόμενο, το οποίο σχετίζεται με τον ελεύθερο χρόνο που διαθέτει ο κάθε άνθρωπος, όπως και με 41
την ανάπτυξη των σύγχρονων κοινωνιών. Επιπλέον, άλλο ένα χαρακτηριστικό του τουρισμού είναι ότι πρόκειται για ένα παγκοσμιοποιημένο φαινόμενο, καθώς αφορά διαρκώς το σύνολο του σύγχρονου κόσμου. Ο τουρίστας επιδιώκει την διακοπή των καθημερινών δραστηριότητων προκειμένου να χαλαρώσει και να ξεκουραστεί, ενώ ο προσανατολισμός του είναι άλλοτε σοβαρός και άλλοτε είναι κάτι ασήμαντο. Πέρα από την ξεκούραση και την ηρεμία, ο τουρίστας επιδιώκει να αναζητήσει νέες εμπειρίες, που εκτός από την ξεκούραση και την ηρεμία και τις καινούργιες οπτικές απολαύσεις, θα καταφέρουν να συμβάλλουν στο γόητρο του τουρίστα στον κοινωνικό του κύκλο. (Jackle, 1987) Σύμφωνα με το Παγκόσμιο Συμβούλιο Ταξιδιών και Τουρισμού (World Travel and Tourism Council, WTTC) ο τουρισμός συνιστά την μεγαλύτερη βιομηχανία σε παγκόσμιο επίπεδο, απασχολώντας τόσο άμεσα, όσο και έμμεσα ένα ποσοστό της τάξεως του 10% του ανθρώπινου δυναμικού σε παγκόσμιο επίπεδο. Ωστόσο, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι υπάρχουν σημαντικά προβλήματα που αφορούν τον προσδιορισμό της έννοιας του τουρισμού. Έτσι, διαπιστώνονται διαφορές μεταξύ των όρων «τουρίστας», «εκδρομέας», «επισκέπτης», που επιδρούν αντίστοιχα και τη συλλογή και επεξεργασία των απαραίτητων δεδομένων. (Κωνστάντογλου, 2006) Θα πρέπει να επισημάνουμε ότι ο η γεωγραφία του τουρισμού, έχει συμβάλει διαχρονικά στη μελέτη του τουριστικού φαινομένου μέσα από την κριτική ή και την φαινομενολογική/ερμηνευτική ανάλυση της ταυτότητας του τόπου ή τοπίου προορισμού, στη χωρική ανάλυση των σχημάτων γεωγραφικής συγκέντρωσης, στη σχέση τουρισμού και ανάπτυξης σε διάφορες γεωγραφικές κλίμακες, καθώς και μια σειρά από προσεγγίσεις που αφορούν τις χωρικές επιπτώσεις του τουρισμού. Ουσιαστικά μπορούμε να πούμε ότι η γεωγραφική προοπτική είναι ιδιαίτερα χρήσιμη στη μελέτη του τουρισμού, όπου το αντικείμενό του είναι πολυδιάστατο, πολύπλοκο και εξαιρετικά δυναμικό. (Τερκενλή, et al., 2007) Όσον αφορά την ανάπτυξη του τουρισμού θα πρέπει να επισημάνουμε ότι τα μεταφορικά δίκτυα διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο κατά το στάδιο σχεδιασμού, προβολής και ανάπτυξης των τουριστικών διασυνδέσεων σε διάφορες κλίμακες. Για παράδειγμα, υπάρχει δυνατότητα δημιουργίας θεματικών διαδρομών καθώς αυτές μπορούν να συνδέσουν παρόμοιας εμβέλειας σημεία τουριστικού ενδιαφέροντος τα 42
οποία δύναται να προσελκύσουν σημαντικό αριθμό τουριστών. (Τερκενλή, et al., 2007) Αναμφίβολα, ο μεγάλος αριθμός αρνητικών επιπτώσεων του τουρισμού σχετίζεται με τις διαδικασίες της χωρικής υπέρ-συγκέντρωσης, με την περιβαλλοντική και τοπικά υποβάθμιση, με τον συνωστισμό των αστικών οδικών αρτηριών από τουριστικά λεωφορεία, καθώς και με την διάβρωση των τοπικών τρόπων ζωής ή την υπερβολική εξάρτηση από μία ή δύο μόνος αγορές. Κατά συνέπεια, τα θετικά αποτελέσματα που παρουσιάζει ο τουρισμός, όπως είναι οι διευρυμένες δυνατότητες απασχόλησης και οι υψηλές οικονομικές πρόσοδοι, ορισμένες φορές περιορίζονται μόνο σε κάποιες περιοχές, με αποτέλεσμα τα κέρδη να μην επενδύονται στην ευρύτερη τοπική ανάπτυξη, ενώ κάποιες φορές ούτε καν στην ίδια την τουριστική βιομηχανία. (Κοκκώσης & Τσάρτας, 2001) 2.8 Βιομηχανική γεωγραφία Η βιομηχανική γεωγραφία θεωρείται η σημαντικότερη ειδίκευση που παίρνει η οικονομική γεωγραφία, καθώς ο βιομηχανικός τομέας αποτελεί σημαντική οικονομική δραστηριότητα, ενώ εκφράζει μεγάλη κινητικότητα η οποία δεν συγκρίνεται με την κινητικότητα που παρουσιάζουν οι άλλοι δύο τομείς. Εξ ορισμού ο πρωτογενής τομέας είναι περισσότερο συνδεδεμένος με την γη, ενώ υπηρεσίες έχουν το χαρακτηριστικό να πρέπει να καταναλωθούν στο σημείο όπου παράγονται. Λαμβάνοντας υπόψη τη διεθνή βιβλιογραφία, η βιομηχανία μπορεί να ταυτιστεί με τον δευτερογενή τομέα της οικονομικής δραστηριότητας, ενώ μπορεί να διαχωριστεί περαιτέρω στους τομείς της μεταποίησης, στις κατασκευές, καθώς και στον τομέα παραγωγής ενέργειας. Καθώς το ενδιαφέρον για τους άλλους κλάδους είναι περιορισμένο, η βιομηχανική γεωγραφία μπορεί να χαρακτηριστεί και ως γεωγραφία της μεταποίησης. (Johnston, et al., 2000) Η βιομηχανική γεωγραφία, είχε ως βασικό στόχο κατά τη διάρκεια των πρώτων ετών ανάπτυξής της, το ζήτημα της χωροθέτησης, δηλαδή της εξεύρεσής χώρου για την εγκατάσταση μια βιομηχανικής μονάδας. Θα πρέπει να τονίσουμε ότι το κόστος μεταφοράς προϊόντων την εποχή εκεί ήταν υπέρμετρα δυσβάστακτο. Οι πρώτες βιομηχανίες που δημιουργήθηκαν εγκαθίστανται κοντά σε πηγές πρώτων υλών, έτσι 43
ώστε να μπορεί να μειωθεί το κόστος και να αυξηθεί η παραγωγικότητα. (Bale, 1987) Τα τελευταία χρόνια ιδιαίτερο ενδιαφέρον επιδεικνύεται για την μελέτη των πολλαπλών διασυνδέσεων, οι οποίες αναπτύσσονται εντός των επιχειρήσεων, αλλά και εκτός των βιομηχανικών επιχειρήσεων. Επιπλέον, λόγω των διαρκών τεχνολογικών εξελίξεων, έχουν βελτιωθεί παράγοντες όπως είναι οι τεχνολογίες μεταφορών, οι επικοινωνίες, οι οργανωτικές καινοτομίες και έτσι αναπτύσσεται μια σημαντική ευελιξία που αφορά τον τόπο εγκατάστασης στη σύγχρονη βιομηχανική επιχείρηση. Στα παραγωγικά δίκτυα μπορούν να ενταχθούν οι χωρικά εντοπισμένες βιομηχανικές συγκεντρώσεις, οι παραγωγικές μονάδες είτε της ίδιας επιχειρήσεις είτε συνεργαζόμενων επιχειρήσεων. (Καυκαλάς, 2004) Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980, παρουσίασαν ισχυρή ανάπτυξη περιοχές που δεν ήταν βιομηχανικές, καθώς ανέπτυξαν τοπικά εντοπισμένα παραγωγικά δίκτυα υψηλής ανταγωνιστικότητας. Προκειμένου να υπάρχει θεσμική πυκνότητα, απαιτούνται παράγοντες όπως είναι η θεσμική υποδομή, η ισχυρή παρουσία και δραστηριοποίηση τοπικών οργανισμών και θεσμών, όπως είναι για παράδειγμα οι χρηματοδοτικοί μηχανισμοί, τα τοπικά επιμελητήρια, οι οργανισμοί κατάρτισης, οι εμπορικές ενώσεις, οι θεσμοί της τοπικής αυτοδιοίκησης, οι αναπτυξιακές εταιρείες, οι εταιρείες παροχής συμβούλων κτλ. Όμως θα πρέπει να επισημάνουμε ότι η επίδραση που πρόκειται να ασκήσουν οι θεσμοί αυτοί σχετίζεται με το πλαίσιο εντός του οποίου λειτουργούν. Τέλος, καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη των περιφερειών διαδραματίζουν οι συμβάσεις, οι άρρητοι κανόνες του παιχνιδιού, δηλαδή αν υπάρχει ή όχι αμοιβαιότητα, συνεργασία κτλ., οι νόρμες, όπως και η εμπιστοσύνη. (Καυκαλάς, 2004) Μετά το 1990, οι μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες στα πλαίσια πειραματισμών τους, ξεκίνησαν να εφαρμόζουν νέους τρόπους διοικητικής οργάνωσης και χωρικής διάταξης των δραστηριοτήτων τους, έτσι ώστε να υπάρξει καλύτερη προσαρμογή τους στις συνθήκες αστάθειας, αβεβαιότητας, γρήγορων αλλαγών και της εντεινόμενης διεθνοποίησης που αποτελούν χαρακτηριστικό του διεθνούς περιβάλλοντος. Στα πλαίσια αυτά οι επιχειρήσεις χρησιμοποιούν τις δυνατότητες που παρέχουν οι Τεχνολογίες Πληροφορικής και Επικοινωνιών. (Dicken & Lloyd, 1990) 44
2.9 Πολιτισμική γεωγραφία Η κουλτούρα συνιστά θεμελιώδες χαρακτηριστικό όλων των πραγμάτων στον ανθρωπογενή χώρο, συνιστώντας ουσιαστικά τον οργανωτικό ιστό της ανθρώπινης ζωής. Θα πρέπει να επισημάνουμε ότι η κουλτούρα, διαμορφώνει τον περιβάλλοντα χώρο, ενώ αποτελεί την βασικότερη ερμηνευτική μεταβλητή των ανθρώπινων γεωγραφιών κατά τη διάρκεια της ανθρώπινης παρουσίας στη γη. Στην Ελλάδα, καθώς πρόσφατα εισήλθε η ανθρωπογεωγραφία στον ακαδημαϊκό και στον επαγγελματικό χώρο και ακόμα και σήμερα είναι σε διάσπαρτη και αποσπασματική μορφή, τα επιμέρους πεδία όπως είναι η πολιτισμική γεωγραφία συγκροτούνται με αργό ρυθμό. (Τερκενλή, et al., 2007) Ως κουλτούρα μπορεί να νοηθεί για τον χώρο των κοινωνικών επιστημών το «σύμπλεγμα των ειδικών προτύπων συμπεριφοράς, κατανόησης, προσαρμογής, και συστημάτων, τα οποία μπορούν να συνοψιστούν στον διδασκόμενο τρόπο ζωής μιας ομάδας ανθρώπων». (Fellmann, et al., 1990) Στα ελληνικά ο όρος κουλτούρα αποδίδεται με τους όρους πολιτισμός, κουλτούρα, παιδεία, καλλιέργεια καθώς και με άλλους, ενώ σύμφωνα με την επικρατούσα τάση η έννοια κουλτούρα εισήλθε στην ελληνική γλώσσα έχοντας συγκεκριμένη ανθρωπιστική ερμηνεία. (Γκιζέλης, 1980) Σε Ευρωπαϊκό επίπεδο η έννοια της κουλτούρας είναι συνυφασμένη με την έννοια του διαφωτισμού στην Ευρωπαϊκή επικράτεια, ενώ ως έννοια προερχόμενη από τον όρο culture δήλωνε εξ αρχής ένα διαχωρισμό μεταξύ «καλλιεργημένων» και μη. (Γκιζέλης, 1980) Κατά αυτόν τον τρόπο η κουλτούρα διαφοροποιούσε κοινωνικά και απέκλειε από το ευρωπαϊκό πολιτισμικό σύστημα άτομα τα οποία δεν διέθεταν το κατάλληλο τεχνολογικό, μορφωτικό καθώς και πολιτισμικό υπόβαθρο σε σχέση με τις επίλεκτες κοινωνικές ομάδες όπως ήταν οι ευγενείς και αργότερα οι αστοί. (Wright, 2000) Ως πολιτισμική διαφοροποίηση νοείται η ποικιλομορφία που αδυνατεί να ερμηνεύσει η εξισωτική παραδοχή της μίας και θεμελιώδους βιολογικής ταυτότητας των ανθρώπινων φύλων. Ουσιαστικά η γενική έννοια του πολιτισμού επινοήθηκε προκειμένου να υπερβεί την χρονίζουσα φιλοσοφική αντίθεση πνευματικού και πραγματικού, σκέψης και ύλης, σώματος και πνεύματος. (Bauman, 1992) 45
Στην περίπτωση της Ελλάδας, η πολιτισμική ζωή παρουσιάζει κοινά χαρακτηριστικά με την περιοχή της Μεσογείου. Ειδικότερα, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι οι μεσογειακοί πολιτισμοί δεν έχουν ως χαρακτηριστικό τον ορθολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την παγκοσμιοποίηση όπως συμβαίνει στην περίπτωση των Η.Π.Α. Χαρακτηριστικό των μεσογειακών πολιτισμών είναι ότι εστιάζουν σε αστικές περιοχές, γεγονός που αποδεικνύεται και μέσω της χρήσης των προτύπων των πόλεων καθώς και μέσω της πολιτισμικής ανάπτυξης. (Δέφνερ, 1998) Αναφορικά και πάλι με την Ελλάδα μπορούμε να πούμε ότι o πολιτισμικός και κοινωνικός χάρτης παρουσιάζει τα ακόλουθα χαρακτηριστικά: Από τα τέλη της δεκαετίας του 1980 και έπειτα επικράτησε η πολιτισμική λογική του μεταμοντερνισμού σε ένα ευρύ τμήμα των κοινωνικών πρακτικών της κατανάλωσης αλλά και της κουλτούρας των μαζών. Αξιοσημείωτο είναι ότι στη θέση των υπολειμματικών πολιτισμικών τρόπων εντοπίζονται κώδικες που αφορούν την «αντιστασιακή ιδιαιτερότητα», δηλαδή λόγους οι οποίοι φαινομενικά είχαν αντιδραστικό προσανατολισμό. Όσον αφορά τον μεταμοντερνισμό κατάφερε να αποτελέσει για την Ελλάδα ένα περιορισμένης έκτασης πολιτισμικό ύφος, ή ένα φάσμα το οποίο αποτελούνταν από αντιφατικά αιτήματα και δεν ήταν δυνατό να μεταπλασθεί σε αυτοδύναμους πολιτισμικούς τρόπους. (Τερκενλή, et al., 2007) Η ελληνική κοινωνία θεωρείται σε διαχρονική πολιτισμική προοπτική κοινωνία με ισχυρό βάθος, καθώς αυτό πηγάζει από το αρχαιοελληνικό ή το χριστιανικό, ενώ από μια σύγχρονη πολιτιστική προοπτική θεωρείται ως «υβριδική» κοινωνία, καθώς χαρακτηρίζεται από ορισμένα στοιχεία παραδοσιακής, βιομηχανικής και μεταβιομηχανικής κοινωνίας. (Αγραφιώτης, 1999) 2.10 Κοινωνική οικονομία Η κοινωνική οικονομία μπορεί να οριστεί ως ο χώρος της οικονομίας που βρίσκεται μεταξύ του ιδιωτικού και του δημοσίου τομέα της οικονομίας και στον οποίο διεξάγονται οικονομικές δραστηριότητες με κοινωνικούς σκοπούς και στόχους. 46
Η κοινωνική οικονομία περιλαμβάνει δραστηριότητες επιχειρήσεων, φορέων και οργανισμών των οποίων η ηθική, ο τρόπος λειτουργίας και οι στόχοι εστιάζουν στη δραστηριοποίηση με στόχο την εξυπηρέτηση των μελών τους ή το συλλογικό όφελος, στη διαχειριστική αυτονομία, στις δημοκρατικές διαδικασίες λήψης αποφάσεων καθώς και στην ανάπτυξη θέτοντας ως προτεραιότητα τις ανάγκες των ανθρώπων και της απασχόλησης. Ορισμένα βασικά χαρακτηριστικά της κοινωνικής οικονομίας είναι τα ακόλουθα: Τα κέρδη που προκύπτουν από την οικονομική δραστηριότητα των κοινωνικών επιχειρήσεων διοχετεύονται στην βελτίωση της εν λόγω δραστηριότητας και δεν αποτελούν το βασικό κίνητρο της επιχειρηματικής δραστηριότητας. Οι φορείς και οι επιχειρήσεις που εντάσσονται στον κλάδο της κοινωνικής οικονομίας παρουσιάζουν πλεονεκτήματα έναντι των δημοσίων φορέων και οργανισμών σε θέματα που αφορούν την ευελιξία και τη διαχειριστική τους λειτουργία. Η αναφορά στις δημοκρατικές διαδικασίες, στο πλαίσιο των οργάνων και των μηχανισμών λήψης αποφάσεων, παραπέμπει στην αρχή του «ένα άτομο-μία ψήφος». Ιδιαίτερη σημασία δίνεται τα πλαίσια της κοινωνικής οικονομίας στους ανθρώπους καθώς και στην ποιότητα και σταθερότητα των θέσεων εργασίας. (Σαρρή & Τριχοπούλου, 2012) H κοινωνική οικονομία συνιστά μια ενεργητική παρέμβαση που εξελίσσεται διαρκώς στο πλαίσιο των αγορών και της κοινωνίας ευρύτερα, ενώ ανεξάρτητα από τη νομική υπόσταση που έχουν οι φορείς της, σχετίζεται με την αρχή της δημοκρατικής οργάνωσης και στηρίζεται σε μια ευρεία κοινωνική βάση, υιοθετώντας συλλογικά κριτήρια για την κατανομή των κερδών, αναπτύσσοντας μια ιδιαίτερη σχέση αλληλεγγύης με το περιβάλλον, προωθώντας και ενισχύοντας παράλληλα τη κοινωνική συνοχή. Οι οργανισμοί της κοινωνικής οικονομίας δημιουργούν θέσεις απασχόλησης λαμβάνοντας υπόψη της αρχές της κοινωνικής αλληλεγγύης, όπως είναι η εργασιακή ενσωμάτωση των κοινωνικών ομάδων που είναι αποκλεισμένες από την αγορά εργασίας, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις προσφέρουν κοινωφελείς υπηρεσίες. Η κοινωνική οικονομία συνδέεται ή δραστηριοποιείται στα πεδία που 47
αφορούν την κοινωνική ενσωμάτωση, την τοπική ανάπτυξη, τη βιώσιμη ανάπτυξη, την πρόληψη κοινωνικών ανισοτήτων, την ενίσχυση του κοινωνικού ιστού, την ενδυνάμωση του κοινωνικού κεφαλαίου καθώς και την ανάπτυξη δημοκρατικών και συμμετοχικών δομών. (Εθνικό Θεματικό Δίκτυο Κοινωνικής Οικονομίας, 2005) Στην ελληνική πραγματικότητα «την Κοινωνική Οικονομία αποτελούν ανεξάρτητοι, η αναγκαστικοί, τυπικά συγκροτημένοι οργανισμοί, οι οποίοι λειτουργούν έχοντας ως πρωταρχικό σκοπό την εξυπηρέτηση των μελών τους, όπως επίσης και την προαγωγή συλλογικών σκοπών. Επίσης, είτε δραστηριοποιούνται στον τομέα της αγοράς και δεν έχουν τον κυρίαρχο χαρακτήρα της κεφαλαιοκρατικής επιχείρησης, όπου τα μέλη διαθέτουν έκαστο από μία ψήφο, είτε δραστηριοποιούνται στο μη αγοραίο τομέα και δε διανέμουν κέρδη. (Νασιούλας, 2012) Η έννοια της κοινωνικής οικονομίας προέκυψε ως προϊόν του ευρωπαϊκού διανοητικού χώρο. Ήδη από τον 19 ο αιώνα οι Charles Dunoyer, Ramon de la Sagra, Frederic Le Play, Leon Warlas χρησιμοποιούσαν τον όρο της κοινωνικής οικονομίας προκειμένου να κάνουν κριτική στις καταχρηστικές πρακτικές της αγοράς και στις προσεγγίσεις του ηγεμονικού παραδείγματος της πολιτικής οικονομίας, όπως είναι ο φιλελευθερισμός και ο ιστορικός υλισμός, όπου η οικονομία θεωρούνταν ως η βάση ή υποδομή κάθε κοινωνικού γεγονότος και νομιμοποιούνταν η παραγνώριση των ηθικών παραγόντων στα πλαίσια ενός ιστορικιστικού λειτουργισμού. Αργότερα, με το πέρασμα στον εικοστό αιώνα καθώς και υπό την επίδραση του έργου του Charles Gide, η κοινωνική οικονομία έπαψε να είναι το όραμα μιας πιο ανθρώπινης και ηθικής οικονομικής πρακτικής ή ως μια κριτική εκδοχή της κλασσικής πολιτικής οικονομίας. Από αυτό το σημείο και πέρα η κοινωνική οικονομία αφορούσε είτε ένα πεδίο της δημόσιας σφαίρας, είτε ήταν ένας κλάδος οικονομικής δραστηριότητας που εκτεινόταν μεταξύ του δημοσίου και του ιδιωτικού τομέα. Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, η χριστιανοδημοκρατική-λαϊκή ευρωπαϊκή οικογένεια, ανέπτυξε τη θεωρία της κοινωνικής οικονομίας της αγοράς (social economy of the market) που προήλθε ως αποτέλεσμα μιας φιλελεύθερης οικονομικής προσέγγισης, που είχε ως στόχο την υπέρβαση των αποτυχιών της αγοράς, αποτελώντας ουσιαστικά τη θεωρητική βάση για την οικοδόμησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μέσω της Ενιαίας Αγοράς. Ωστόσο, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι στο μεταπολεμικό περιβάλλον ο όρος «κοινωνική οικονομία» 48
έπαψε να χρησιμοποιείται ευρέως και στην θέση του άρχισε να χρησιμοποιείται σε μεγάλο βαθμό ο όρος «ανάπτυξη». Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1970, η κοινωνική οικονομία βρέθηκε εκ νέου στο επίκεντρο με πρωταγωνιστή τον Vienney και το έργο του, κάτι που συνεχίστηκε και κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980, όπου αποτέλεσε προτεραιότητα για τους θεσμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Θα πρέπει να τονίσουμε ότι η δημοσιονομική στενότητα, η υιοθέτηση των αρχών και πρακτικών του αμερικανικού και βρετανικού νέο-φιλελευθερισμού που είχαν ως βάση τις ιδιωτικοποιήσεις, την μείωση των κρατικών δαπανών, καθώς και η διάδοση ενός τρόπου ζωής που χαρακτηρίζεται από μεγάλη ζήτηση για προσωπικές και κοινωνικές υπηρεσίες, ενισχύουν την δυναμική που αναπτύσσουν οι οργανισμοί της κοινωνικής οικονομίας, οι οποίοι όλο και περισσότερο διεκδικούν ζωτικό χώρο και οικονομικό μερίδιο, τόσο από τον δημόσιο, όσο και από τον ιδιωτικό τομέα. (Νασιούλας, et al., 2016) Η κοινωνική οικονομία όπως έχει αναπτυχθεί στο διεθνές περιβάλλον, θα λέγαμε ότι στην Ελλάδα μέχρι πριν κάποια χρόνια δεν ήταν διαδεδομένη. Η παράδοση στην Ελλάδα, όπως και σε αρκετές άλλες Ευρωπαϊκές χώρες, ήταν άμεση συνδεδεμένη με την έννοια των συνεταιρισμών που δημιουργήθηκαν στη χώρα κατά καιρούς και επομένως οι κοινωνικές επιχειρήσεις, είχαν ως κοινό χαρακτηριστικό τη συν εργατικότητα, κυρίως των γυναικών, στον τομέα των αγροτικών προϊόντων κατά κύριο λόγο. (Νικολάου, 2013) 49
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3: Χωρικές ανισότητες στην Ελλάδα: Οικονομικά χαρακτηριστικά & κοινωνικά χαρακτηριστικά Στην Ελλάδα, οι περιφερειακές ανισότητες είναι ένα θέμα ιδιαίτερο σοβαρό που μελετάται χρόνια τόσο για την χάραξη πολιτικών, όσο και για την υλοποίησή τους. Σημαντική επίδραση στην αναπτυξιακή προοπτικής της χώρας διαδραματίζει η ανισοκατανομή του πληθυσμού καθώς ο μισός πληθυσμός της χώρας ζεις στην ευρύτερη περιοχή των Αθηνών και της Θεσσαλονίκης, ενώ στην υπόλοιπη χώρα δεν μπορούμε να πούμε ότι υπάρχουν μεγάλες πληθυσμιακές συγκεντρώσεις. Επομένως, η ανισοκατανομή αυτή επιδρά στις υποδομές, στις υπηρεσίες καθώς και στις αναπτυξιακές ευκαιρίες. (Πετράκος & Ψυχάρης, 2016) Ωστόσο ο τρόπος μελέτης των περιφερειακών ανισοτήτων παρουσιάζει ορισμένες δυσκολίες καθώς δεν αποτυπώνονται πάντοτε τα ρεαλιστικά δεδομένα. Για παράδειγμα στις περιοχές της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης οι μετρήσεις του ΑΕΠ δεν είναι ακριβώς οι πραγματικές. Αυτό συμβαίνει καθώς ενώ η Περιφερειακή Ενότητα Αττικής είναι η πιο αναπτυγμένη, σημαντικό κομμάτι της βιομηχανίας της βρίσκεται στης Περιφερειακές Ενότητες Βοιωτίας, Εύβοια και Κορινθίας. Επίσης, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι στις βιομηχανίες αυτές οι εργαζόμενοι προέρχονται από την Αθήνα ως επί το πλείστον, ενώ οι πρώτες ύλες που χρησιμοποιούνται συνήθως δεν προέρχονται από τις περιοχές εγκατάστασης. (Petrakos & Saratsis, 2000) Ο πίνακας 4, αποτυπώνει την κατανομή του ΑΕΠ και το κατά κεφαλή ΑΕΠ σε ΜΑΔ και σε ευρώ για τις 51 Περιφερειακές Ενότητες, ενώ γίνεται σύγκριση με μέσους όρους χώρας, Ευρωπαϊκής Ένωσης των 27 και Ευρωζώνης των 17. 50
Πίνακας 4: Κατανομή ΑΕΠ και κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε ΜΑΔ και ευρώ για τις 51 Π.Ε. για το 2010-Σύγκριση με μέσο όρο χώρας, ΕΕ-27 και ΕΖ-17. 4 Γεωγραφική περιοχή Ποσοστό συμμετοχή ς στο ΑΕΠ Κατά κεφαλ ή ΑΕΠ Μ.Ο. ΕΕ- Μ.Ο. ΕΖ- Μ.Ο. Χώρα ς Κατά κεφαλ ή ΑΕΠ Μ.Ο. ΕΕ- Μ.Ο. ΕΖ- Μ.Ο. Χώρα ς της χώρας (2010) 2010 - Σε ευρώ 27 17-2010 Σε ΜΑΔ 27 17 ΕΕ-27-24.500 100 88 125 24.500 100 92 114 ΕΖ-17-27.700 113 100 141 26.500 108 100 124 Ελλάδα 100,00 19.600 80 71 100 21.400 87 81 100 Αττική 48,00 25.900 106 94 132 28.200 115 106 132 Θεσσαλονίκη 8,91 17.000 69 61 87 18.500 76 70 86 Αχαΐα 2,50 15.800 64 57 81 17.300 71 65 81 Ηράκλειο 2,42 17.700 72 64 90 19.300 79 73 90 Λάρισα 2,01 15.500 63 56 79 16.900 69 64 79 Δωδεκάνησα 1,81 20.300 83 73 104 22.100 90 83 103 Μαγνησία 1,58 17.200 70 62 88 18.700 76 71 87 Κυκλάδες 1,56 30.900 126 112 158 33.600 137 127 157 Βοιωτία 1,50 26.600 109 96 136 29.000 118 109 136 Κοζάνη 1,47 21.200 87 77 108 23.100 94 87 108 Εύβοια 1,41 15.200 62 55 78 16.500 67 62 77 Αιτωλοακαρνανί 1,27 13.000 53 47 66 14.100 58 53 66 α Κορινθία 1,24 18.900 77 68 96 20.600 84 78 96 Χανιά 1,24 18.100 74 65 92 19.700 80 74 92 Ιωάννινα 1,12 13.200 54 48 67 14.400 59 54 67 Φθιώτιδα 1,06 14.200 58 51 72 15.500 63 58 72 Έβρος 1,05 15.700 64 57 80 17.100 70 65 80 Καβάλα 1,04 16.600 68 60 85 18.100 74 68 85 Μεσσηνία 1,03 14.000 57 51 71 15.300 62 58 71 Ηλεία 0,89 11.000 45 40 56 12.000 49 55 56 Σέρρες 0,88 10.500 43 38 54 11.400 73 67 83 Πέλλα 0,86 13.200 54 48 67 14.300 56 52 64 4 AMECO database, 2017. AMECO database. [Ηλεκτρονικό] Available at: https://ec.europa.eu/info/business-economy-euro/indicators-statistics/economicdatabases/macro-economic-database-ameco/ameco-database_en 51
Κέρκυρα 0,86 14.200 58 51 72 15.500 63 58 72 Ημαθία 0,85 13.000 53 47 66 14.200 58 54 66 Χαλκιδική 0,78 17.200 70 62 88 18.700 76 71 87 Πιερία 0,78 13.500 55 49 69 14.700 60 55 69 Ξάνθη 0,77 15.800 64 57 81 17.200 70 65 80 Αργολίδα 0,75 16.300 67 59 83 17.800 73 67 83 Τρίκαλα 0,74 12.600 51 46 64 13.700 56 52 64 Λέσβος 0,73 15.400 63 55 79 16.700 68 63 78 Ροδόπη 0,70 14.100 58 51 72 15.300 62 58 71 Αρκαδία 0,69 17.700 72 64 90 19.300 79 73 90 Λασίθι 0,64 19.000 78 69 97 20.700 84 78 97 Ρέθυμνο 0,63 17.200 70 62 88 18.700 76 71 87 Λακωνία 0,53 12.800 52 46 65 13.900 57 52 65 Δράμα 0,52 11.600 47 42 59 12.600 51 48 59 Καρδίτσα 0,52 10.000 41 36 51 10.900 44 41 51 Κιλκίς 0,49 12.900 53 47 66 14.000 57 53 65 Φλώρινα 0,47 19.100 78 69 97 20.800 85 78 97 Ζάκυνθος 0,42 22.800 93 82 116 24.800 101 94 116 Άρτα 0,40 12.800 52 46 65 14.000 57 53 65 Χίος 0,38 16.100 66 58 82 17.500 71 66 82 Κεφαλληνία 0,37 21.800 89 79 111 23.700 97 89 111 Πρέβεζα 0,36 14.200 58 51 72 15.400 63 58 72 Φωκίδα 0,33 19.700 80 71 101 21.500 88 81 100 Θεσπρωτία 0,32 16.800 69 61 86 18.300 75 69 86 Σάμος 0,31 16.500 67 60 84 17.900 73 68 84 Καστοριά 0,27 11.400 47 41 58 12.400 51 47 58 Ευρυτανία 0,22 25.800 105 93 132 28.100 115 106 131 Λευκάδα 0,17 16.800 69 61 86 18.300 75 69 86 Γρεβενά 0,16 11.700 48 42 60 12.800 52 48 60 Όπως προκύπτει από τον πίνακα 4, το κατά κεφαλή ΑΕΠ της χώρας σε ευρώ βρίσκεται στο 80% της Ευρωπαϊκής Ένωσης των 27 για το έτος 2010, ενώ βρίσκεται στο 71% της Ευρωζώνης των 17. Ωστόσο, θα πρέπει να τονίσουμε ότι το 2010 δεν είχε ακόμα κορυφωθεί η ύφεση και το ΑΕΠ ήταν σε εμφανώς υψηλότερα επίπεδα σε σχέση με τα χρόνια που ακολούθησαν. Όπως μπορούμε επίσης να διαπιστώσουμε ότι σχεδόν το 50% του ΑΕΠ παράγεται στην Περιφερειακή Ενότητα Αττικής, ενώ περίπου 9% παράγεται στην Περιφερειακή Ενότητα Θεσσαλονίκης. Όσον αφορά τις 52
Π.Ε. με το μεγαλύτερο κατά κεφαλή ΑΕΠ διαπιστώνουμε ότι στην πρώτη θέση βρίσκεται η Π.Ε. Κυκλάδων, ενώ ακολουθεί η Π.Ε. Βοιωτία, η Π.Ε. Αττικής, η Π.Ε. Ευρυτανίας και η Π.Ε. Ζακύνθου. Όπως αποδεικνύεται και από τον πίνακα σε πολύ υψηλές θέσεις βρίσκονται Π.Ε. με έντονη τουριστική ανάπτυξη ή αποτελούν βιομηχανικές περιοχές είτε είναι μεγάλα αστικά κέντρα. Αντίθετα, σε ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα σε κατά κεφαλή ΑΕΠ για το έτος 2010 βρίσκονται οι Π.Ε. Σερρών, Ηλείας, Καστοριάς, Γρεβενών, Δράμας. Πρόκειται ουσιαστικά για αγροτικούς νομούς χωρίς ισχυρή αναπτυξιακή δυναμική. Αξιοσημείωτο είναι ότι μόλις τέσσερις Π.Ε. βρίσκονται πάνω από τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως προς το ΑΕΠ, ενώ εννιά μόλις ξεπερνούν τον μέσο όρο της χώρας. Αντιθέτως, υπάρχουν έξι Περιφερειακές Ενότητας οι οποίες βρίσκονται κάτω από το 50% του ΑΕΠ της ΕΕ, δείγμα μεγάλων ανισοτήτων και χαμηλής ανάπτυξης. Ο πίνακας 5, παρουσιάζει την κατανομή του ΑΕΠ, το κατά κεφαλή ΑΕΠ σε ευρώ και σε ΜΑΔ για τις 13 Περιφέρειες της χώρας για το έτος 2010, ενώ γίνονται συγκρίσεις με τους μέσους όρους της χώρας, της ΕΕ-27 και της ΕΖ-17. Πίνακας 5: Κατανομή του ΑΕΠ, κατά κεφαλή ΑΕΠ σε ευρώ και σε ΜΑΔ για τις 13 Περιφέρειες της χώρας- Σύγκριση με μέσους όρους χώρας. ΕΕ-27 και ΕΕ-17. 5 Γεωγραφική περιοχή Ποσοστό συμμετοχή ς στο ΑΕΠ Κατά κεφαλ ή ΑΕΠ Μ.Ο. ΕΕ- 27 Μ.Ο. ΕΖ- Μ.Ο. Χώρα ς Κατά κεφαλ ή ΑΕΠ Μ.Ο. ΕΕ- 27 Μ.Ο. ΕΖ- Μ.Ο. Χώρα ς της χώρας (2010) 2010 - Σε ευρώ 17-2010 Σε ΜΑΔ 17 ΕΕ-27-24.500 100 88 125 24.500 100 92 114 ΕΖ-17-27.700 113 100 141 26.500 108 100 124 Ελλάδα 100,00 19.600 80 71 100 21.400 87 81 100 Αττική 48,00 25.900 106 94 132 28.200 115 106 132 Κεντρική 13,54 15.400 63 56 79 16.800 69 63 79 Μακεδονία Κρήτη 4,93 17.900 73 65 91 19.500 80 74 91 Θεσσαλία 4,84 14.600 60 53 74 15.900 65 60 74 Δυτική Ελλάδα 4,65 13.800 56 50 70 15.100 62 57 71 5 AMECO database, 2017. AMECO database. [Ηλεκτρονικό] Available at: https://ec.europa.eu/info/business-economy-euro/indicators-statistics/economicdatabases/macro-economic-database-ameco/ameco-database_en 53
Στερεά 4,53 18.100 74 65 92 19.800 81 75 93 Ελλάδα Πελοπόννησο 4,25 16.000 65 58 82 17.400 71 66 81 ς Ανατ. 4,08 14.900 61 54 76 16.300 67 62 76 Μακεδονία και Θράκη Νότιο Αιγαίο 3,37 24.100 98 87 123 26.300 107 99 123 Δυτική 2,38 18.000 73 65 92 19.600 80 74 92 Μακεδονία Ήπειρος 2,21 13.700 56 49 70 15.000 61 57 70 Ιόνια Νησιά 1,81 17.200 70 62 88 18.700 76 71 87 Βόρειο Αιγαίο 1,42 15.800 64 57 81 17.200 70 65 80 Όπως διαπιστώνουμε από τον πίνακα 5, μετά την Αττική, όπως ήταν αναμενόμενο στη δεύτερη θέση ως προς τη συνεισφορά της στο κατά κεφαλή ΑΕΠ έρχεται η Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας, ενώ στην τελευταία θέση βρίσκεται η Περιφέρεια Βορείου Αιγαίου, η οποία συμμετέχει μόλις κατά 1,42% στο ΑΕΠ της χώρας. Το κατά κεφαλή ΑΕΠ της Περιφέρειας Αττικής για το έτος 2010 αγγίζει το 106% του μέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ προσεγγίζει και τον μέσο όρο της ΕΖ-17 καθώς ανέρχεται στο 94% αυτού, ενώ όσον αφορά τον μέσο όρο της χώρας τον υπερβαίνει φθάνοντας στο 132%. Όπως προκύπτει από τον πίνακα 5, σε όρους κατά κεφαλήν ΑΕΠ δεύτερη Περιφέρεια μετά την Αττική έρχεται η Περιφέρεια Νοτίου Αιγαίου, στην τρίτη έρχεται η Περιφέρεια Στερεάς Ελλάδας και στην τέταρτη η Περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας. Επίσης, διαπιστώνουμε ότι στις τελευταίες θέσεις βρίσκονται η Δυτική Ελλάδα αλλά και η Ήπειρος, ενώ οι έντεκα από τις δεκατρείς περιφέρειες της χώρας βρίσκονται κάτω από το 75% του μέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης των 27. Ο πίνακας 6, παρουσιάζει τους δείκτες εισοδήματος και ευημερίας στις Περιφερειακές Ενότητας της χώρας. Ειδικότερα, παρουσιάζεται το δηλωθέν εισόδημα αν κάτοικο σε ευρώ για το 2011 και η ποσοστιαία μεταβολή που υπέστη την περίοδο 2000-2011. Επίσης, παρουσιάζονται οι αποταμιευτικές καταθέσεις ανά κάτοικο σε ευρώ για το 2011 όπως και η μεταβολή τους την περίοδο 2000-2011. Τέλος, παρουσιάζονται οι οικιακή χρήση ηλεκτρικής ενέργειας ανά 100 κατοίκους μετρούμενη σε MWh και τα επιβατικά αυτοκίνητα ΙΧ ανά 100 κατοίκους. 54
Γεωγραφική περιοχή Π.Ε. Πίνακας 6: Δείκτες εισοδήματος και ευημερίας στις Περιφερειακές Ενότητες της χώρας. 6 Δηλωθέν εισόδημα ανά κάτοικο (σε ευρώ) Αποταμιευτικές καταθέσεις ανά κάτοικο (σε ευρώ) Οικιακή χρήση ηλεκτρικής ενέργειας ανά 100 κατοίκους (σε ΜWh) Επιβατικά αυτοκίνητα ΙΧ ανά 100 κατοίκους Κατά Μεταβολή Κατά Μεταβολή Κατά Μεταβολή Κατά Μεταβολή κεφαλή % 2000- κεφαλή % 2000- κεφαλή % 2000- κεφαλή % 2000-2011 2011 2011 2011 2011 2011 2011 2011 Ελλάδα 8.396 29,8 15.410 92,7 156 19,6 46 58 Αττική 10.204 17,0 22.276 103,7 173 12,6 67 54,0 Χίος 9.544 57,7 20.566 152,2 187 34,6 44 49,1 Κυκλάδες 9.227 50,5 17.540 74,0 185-5,2 23 73,5 Κοζάνη 8.583 41,9 10.931 96,8 148 14,9 38 64,1 Λευκάδα 8.297 69,6 15.259 88,8 224 42,9 27 101,7 Εύβοια 8.196 46,4 10.488 88,9 190 33,3 28 59,2 Θεσσαλονίκη 8.003 19,0 13.441 74,8 153 3,9 47 48,8 Μαγνησία 7.961 37,4 10.363 70,0 150 19,4 34 51,9 Χανιά 7.959 46,2 11.934 73,8 162 39,1 39 56,5 Κεφαλληνία 7.943 48,9 16.385 74,3 181 40,4 33 73,1 Πρέβεζα 7.864 71,3 11.926 108,5 93 43,2 31 89,4 Σάμος 7.825 54,8 11.681 45,1 166 31,4 26 49,9 Κορινθία 7.816 57,0 11.576 79,5 197 35,9 26 60,1 Αρκαδία 7.807 55,3 16.280 96,2 158 33,3 18 43,4 Καβάλα 7.671 35,1 11.794 72,4 152 24,6 39 63,9 Δωδεκάνησα 7.627 33,4 12.592 52,6 162 23,8 42 59,3 Λάρισα 7.514 43,9 10.468 87,9 128 22,5 35 62,1 Λασίθι 7.504 44,6 12.268 70,8 157 62,5 38 68,0 Τρίκαλα 7.490 66,1 11.078 128,9 138 38,0 34 79,9 Αργολίδα 7.390 58,7 12.108 100,9 212 36,0 30 62,1 Ηράκλειο 7.371 38,0 11.504 96,7 141 39,2 45 63,0 Έβρος 7.359 44,4 11.099 99,4 129 34,0 36 71,9 Λέσβος 7.355 55,0 12.807 46,0 148 63,5 26 55,0 Θεσπρωτία 7.325 64,8 14.811 124,9 140 34,6 31 101,7 Άρτα 7.309 72,8 10.302 109,0 168 30,3 32 72,1 Δράμα 7.295 42,3 12.262 108,6 134 28,7 36 52,2 6 Ελληνική Στατιστική Αρχή, 2017. ΕΛΣΤΑΤ. [Ηλεκτρονικό] Available at: http://www.statistics.gr/ 55
Μεσσηνία 7.264 62,9 12.134 92,0 148 39,1 21 54,6 Γρεβενά 7.226 61,9 12.632 116,3 124 33,2 23 67,9 Ιωάννινα 7.193 27,4 12.250 89,0 112 5,4 35 60,8 Αχαΐα 7.094 23,7 9.779 72,3 143 24,9 30 40,9 Φθιώτιδα 7.091 45,7 10.400 90,0 145 41,0 27 56,9 Καρδίτσα 7.065 63,5 8.791 97,7 135 33,9 28 90,4 Φωκίδα 7.023 71,1 8.604 56,1 140 29,2 12 5,0 Ημαθία 7.005 45,4 8.766 75,4 138 17,3 36 69,0 Βοιωτία 7.002 30,5 9.200 66,9 125 11,7 25 74,2 Ζάκυνθος 6.994 45,1 11.022 57,3 163 34,2 40 63,4 Χαλκιδική 6.911 65,3 8.265 64,8 197 36,5 21 65,8 Φλώρινα 6.856 45,9 8.946 62,5 122 26,9 26 69,7 Καστοριά 6.799 55,4 12.514 108,2 128 13,3 43 65,7 Πιερία 6.797 57,7 9.202 96,7 142 30,2 32 74,6 Ρέθυμνο 6.749 43,0 9.866 69,5 134 41,9 39 91,6 Σέρρες 6.615 59,8 9.837 74,7 122 34,6 28 72,9 Λακωνία 6.586 71,0 13.618 85,5 157 37,2 22 53,5 Πέλλα 6.455 55,5 8.527 86,2 126 27,0 28 84,1 Αιτωλοακαρνανία 6.420 51,5 8.532 44,5 131 38,1 27 118,9 Ξάνθη 6.388 34,1 8.161 76,8 123 34,5 33 68,9 Κιλκίς 6.250 44,4 7.178 54,2 120 27,0 29 60,1 Κέρκυρα 6.223 19,7 8.776 29,7 133-0,9 35 24,1 Ροδόπη 6.079 48,1 8.025 78,4 114 61,8 27 63,8 Ευρυτανία 5.676 52,2 8.917 48,2 116 33,0 5-33,6 Ηλεία 5.351 65,1 7.555 86,5 119 37,8 13 33,0 Όπως προκύπτει από τον πίνακα 6, το υψηλότερο κατά κεφαλή εισόδημα παρουσιάζεται στην Αττική, το οποίο υπερβαίνει κατά περίπου 22% τον μέσο όρο της χώρα, ενώ είναι σχεδόν διπλάσιο σε σχέση με το μικρότερο κατά κεφαλή δηλωθέν εισόδημα, που το έχει η Ηλεία. Από τον ίδιο πίνακα διαπιστώνεται ότι η μεγαλύτερη μεταβολή παρουσιάστηκε στην Π.Ε. Άρτας καθώς η μεταβολή αυτή κατά την περίοδο 2000-2011 ξεπέρασε το 70%. Ωστόσο, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι το δηλωθέν εισόδημα είναι αυτό που προκύπτει από τις φορολογικές δηλώσεις, κάτι που σημαίνει ότι δεν συμπεριλαμβάνει την εκτεταμένη φοροδιαφυγή η οποία σε ορισμένους κλάδους και περιοχές μπορεί να αυξάνεται σε πολύ μεγάλο βαθμό. Αναφορικά με τις τραπεζικές καταθέσεις ανά κάτοικο, όπως ήταν αναμενόμενο στην πρώτη θέση βρίσκεται η Αττική, με το ποσό αυτό να ξεπερνάει κατά περίπου 56
50% τον εθνικό μέσο όρο αποταμιεύσεων ανά κάτοικο σε ευρώ για το 2011. Στην τελευταία θέση στην κατάταξη των αποταμιεύσεων βρίσκεται η Π..Ε Κιλκίς όπου οι αποταμιεύσεις ανά κάτοικο είναι περίπου το 50% του μέσου όσου στην Ελλάδα. Όπως ήταν επίσης αναμενόμενο σε υψηλές θέσεις όσον αφορά τις αποταμιεύσεις βρίσκονται οι νησιωτικές περιοχές. Όσον αφορά κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας ανά 100 άτομα, ουσιαστικά είναι ένας οικονομικός δείκτης, καθώς οι οικογένειες με μεγάλο εισόδημα είναι πιο λογικό να έχουν και αυξημένη κατανάλωση ηλεκτρικού ρεύματος. Σε υψηλά επίπεδα βρίσκεται η κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας ανά 100 κατοίκους στις Περιφερειακές Ενότητες Λευκάδας, Αργολίδος και Χαλκιδικής γεγονός που μπορεί να υποδηλώνει και αυξημένη κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας λόγω της χρήσης οικιακού ρεύματος για ήπιες δραστηριότητες όπως είναι τα τουριστικά. Αντίθετα, όπως προκύπτει από τον πίνακα την χαμηλότερη κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας ανά 100 κατοίκους διαπιστώνουμε ότι την έχει η Περιφερειακή Ενότητας Πρέβεζας. Άλλος ένας δείκτης που μετράει την οικονομική ευημερία μιας περιοχής είναι ο αριθμός των επιβατικών αυτοκινήτων Ι.Χ. ανά 100 κατοίκους. Η Αθήνα, όντας η πρωτεύουσα και η μεγαλύτερη πόλη της χώρας βρίσκεται στην πρώτη θέση, σημαντικά αυξημένη σε σχέση με τον μέσο όρο της χώρας. Ο πίνακας 7 παρουσιάζει τα δημογραφικά χαρακτηριστικά ανά περιφέρειας της χώρας. Δηλαδή παρουσιάζει τον πραγματικό πληθυσμό, το ποσοστό συμμετοχής στον πληθυσμό της χώρας, το ποσοστό μεταβολής του πληθυσμού κατά τη διάρκεια των ετών 1961-2011, όπως και το ποσοστό του μόνιμου αστικού πληθυσμού. Πίνακας 7: Δημογραφικά χαρακτηριστικά των Περιφερειών της χώρας 7 Γεωγραφική Πραγματικός Ποσοστό Πυκνότητα Ποσοστό Ποσοστό περιοχή πληθυσμός συμμετοχής πραγματικού μεταβολής μόνιμου στον πληθυσμού πληθυσμού αστικού πληθυσμό 1961-2011 πληθυσμού της χώρας Ελλάδα 11.309.885 100,00 85,71 34,8 - Αττική 4.113.979 36,38 1080,35 99,90 99,0 7 Ελληνική Στατιστική Αρχή, 2017. ΕΛΣΤΑΤ. [Ηλεκτρονικό] Available at: http://www.statistics.gr/ 57
Κεντρική Μακεδονία Δυτική Ελλάδα 1.956.233 17,30 102,17 47,84 79,2 745.786 6,59 65,71 12,01 68,6 Θεσσαλία 735.410 6,50 52,39 5,76 70,2 Κρήτη 613.591 5,43 73,61 26,97 68,2 Ανατ. Μακεδονία, Θράκη 606.004 5,36 42,81-1,99 65,7 Πελοπόννησος 589.790 5,21 38,08-11,75 51,2 Στερεά Ελλάδα 554.609 4,90 35,67 5,05 59,0 Ήπειρος 357.203 3,16 38,81 1,30 51,8 Νότιο Αιγαίο 310.805 2,75 58,80 39,39 63,6 Δυτική Μακεδονία 292.540 2,59 30,95-4,30 57,9 Ιόνια Νησιά 234.332 2,07 101,57 10,24 37,1 Βόρειο Αιγαίο 199.603 1,76 52,03-21,57 47,1 Όπως προκύπτει από τον πίνακα 7, ένα ποσοστό που ξεπερνά το 35% του συνολικού πληθυσμού της χώρας βρίσκεται εγκατεστημένο στην Αθήνα. Αντίθετα η περιφέρεια με τον μικρότερο πληθυσμό είναι η Περιφέρεια Βορείου Αιγαίου, όπου εκεί κατοικεί μόλις το 1,76% του συνολικού πληθυσμού. Όπως ήταν άλλωστε αναμενόμενο η μεγαλύτερη πυκνότητα πραγματικού πληθυσμού υπάρχει στην Περιφέρεια Αττικής και φθάνει τη τιμή 1080,35 ενώ αντίθετα η πιο αραιοκατοικημένη περιφέρεια της χώρας είναι η Περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας με την πυκνότητα να είναι μόλις 30,95. Μεταξύ των ετών 1961-2011, ο πληθυσμός της Ελλάδος συνολικά παρουσίασε αύξηση που άγγιξε το 77,8%, με την μεγαλύτερη αύξηση ανά περιφέρεια να προκύπτει για την Περιφέρεια Αττικής όπου ο πληθυσμός ουσιαστικά διπλασιάστηκε. Από την άλλη, υπήρχαν και περιφέρειες όπως το Βόρειο Αιγαίο και η Πελοπόννησος 58
όπου παρουσίασαν μείωση και μάλιστα στην περίπτωση του Βορείου Αιγαίου η μείωση αυτή κυμάνθηκε στο 20%. Τα ποσοστά μόνιμου αστικού πληθυσμού που αποτυπώθηκαν στον πίνακα 7 υποδηλώνουν ότι υπήρξε μια τάση τα τελευταία χρόνια για μεγαλύτερη συγκέντρωση του πληθυσμού σε αστικά κέντρα. Ο πίνακας 8 παρουσιάζει την τομεακή διάρθρωση του ΑΕΠ στις περιφέρειες της χώρας. Ειδικότερα, αποτυπώνει την συνολική συμμετοχή της κάθε περιφέρειας για το έτος 2010, την συμμετοχή του πρωτογενούς τομέα στην χώρα και στην περιφέρεια, όπως αντίστοιχα και του δευτερογενούς και του τριτογενούς, ενώ αποτυπώνεται και η μεταβολή αυτών των μεγεθών για την περίοδο 2000-2010. Γεωγραφι Σύνολο κή συμμετ Ενότητα οχή στη χώρα Πίνακας 8: Τομεακή διάρθρωση ΑΕΠ στις περιφέρειες της χώρας 8 Πρωτογενής τομέας Δευτερογενής τομέας Τριτογενής τομέας Συμμετοχ ή στη χώρα Συμμετοχ ή στην περιφέρει α Συμμετοχ ή στη χώρα Συμμετοχ ή στην περιφέρει α Συμμετοχ ή στη χώρα Συμμετοχ ή στην περιφέρει α Ελλάδα 100.0 100.0 3.2 100.0 17.0 100.0 79.8 Αττική 48.0 6.1 0.4 35.7 12.6 52.3 87.0 Κεντρική 13.5 19.6 4.7 15.6 19.6 12.9 75.8 Μακεδονία Κρήτη 4.9 10.0 6.5 4.2 14.5 4.9 78.9 Θεσσαλία 4.8 12.6 8.4 5.9 20.6 4.3 71.1 Δυτική 4.6 10.6 7.4 4.8 17.4 4.4 75.3 Ελλάδα Στερεά 4.5 9.8 7.0 9.9 37.2 3.2 55.9 Ελλάδα Πελοπόννη 4.2 10.0 7.6 6.3 25.0 3.6 67.4 σος Ανατολική 4.1 7.3 5.8 4.7 19.4 3.8 74.8 Μακεδονία και Θράκη Νότιο 3.4 2.3 2.2 1.9 9.7 3.7 88.1 Αιγαίο Δυτική Μακεδονία 2.4 3.4 4.7 7.1 50.7 1.3 44.7 8 Eurostat, 2017. Eurostat. [Ηλεκτρονικό] Available at: http://ec.europa.eu/eurostat/data/database 59
Ήπειρος 2.2 4.7 6.9 2.2 17.2 2.1 76.0 Ιόνια 1.8 1.5 2.6 0.9 8.4 2.0 89.0 Νησιά Βόρειο Αιγαίο 1.4 2.0 4.6 0.9 10.3 1.5 85.2 Όπως προκύπτει από τον πίνακα 8 που παρουσιάζει την τομεακή διάρθρωση του ΑΕΠ ανά Περιφέρεια για το 2010 υπάρχουν σημαντικά μεγάλες διαφορές μεταξύ των περιφερειών. Όσον αφορά τον πρωτογενή τομέα, προκύπτει ότι την μεγαλύτερη συνεισφορά στο ΑΕΠ την έχουν οι περιφέρειες Θεσσαλίας, Πελοποννήσου και Στερεά Ελλάδα. Ουσιαστικά μπορούμε να πούμε ότι για τις περιοχές αυτές αποτελεί δυνατό σημείο ο πρωτογενής τομέας καθώς διαθέτουν υψηλό βαθμό εξειδίκευσης. Το τοπίο που επικρατεί στον δευτερογενή τομέα παρουσιάζει σημαντικές διαφορές σε σχέση με τον πρωτογενή τομέα, καθώς η μεγαλύτερη εξειδίκευση φαίνεται να υπάρχει στην περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας με ποσοστό της τάξεως του 50%, γεγονός που σχετίζεται με τις ενεργειακές δραστηριότητας της ΔΕΗ στην εν λόγω περιφέρεια, ενώ ακολουθούν η Στερεά Ελλάδα, η Πελοπόννησος και η Θεσσαλία. Θα πρέπει να επισημάνουμε ότι η Περιφέρεια Πελοποννήσου έχει και αυτή ενεργειακό χαρακτήρα, ενώ οι Περιφέρειες Στερεάς Ελλάδας και Θεσσαλίας εξειδικεύονται στη μεταποίηση. Επίσης, αξίζει να αναφέρουμε ότι η περιοχή της Αττικής έχει κατά κάποιο τρόπο ενιαίο βιομηχανικό σύμπλεγμα, το οποίο εκτείνεται από το Σχηματάρι έως και τους Αγίους Θεοδώρους. Όσον αφορά την Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας, θα πρέπει να αναφέρουμε ότι πέρα από την Θεσσαλονίκη που αποτελεί βιομηχανικό κέντρο, το Κιλκίς έχει αναπτύξει βιομηχανική ζώνη όπου υπάρχουν αξιόλογες μεταποιητικές μονάδες. Όσον αφορά τον τριτογενή τομέα για το 2010 φαίνεται να συνεισφέρει στο ΑΕΠ ένα ποσοστό της τάξεως του 80%, το οποίο προέρχεται από το εμπόριο και τις υπηρεσίες. Αναφορικά με την κατανομή του ΑΕΠ του τριτογενούς τομέα, ένα ποσοστό που υπερβαίνει το 50% παράγεται στην Περιφέρεια της Αττικής, ενώ τη χαμηλότερη συνεισφορά φαίνεται να έχει η Περιφέρεια Βορείου Αιγαίου, της οποία το ποσοστό κυμαίνεται μόλις στο 1,5%. Στην Περιφέρεια Αττικής, το 87% του ΑΕΠ παράγεται από το εμπόριο και από τις υπηρεσίες, ενώ σε ακόμα υψηλότερα επίπεδα βρίσκονται οι Περιφέρειες Νοτίου Αιγαίου και Ιονίων Νήσων, γεγονός που σχετίζεται άμεσα με τις αναπτυγμένες τουριστικές δραστηριότητες. Αντίθετα, σε 60
χαμηλά επίπεδα συνεισφοράς σε επίπεδο περιφέρειας κυμαίνεται ο τριτογενής τομέας στην Περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας, αλλά και στην Περιφέρεια Στερεάς Ελλάδας, καθώς πρόκειται για περιοχές που δεν έχουν ιδιαίτερα αναπτυγμένο τον τουρισμό. Ο χάρτης 1, παρουσιάζει την ποσοστιαία μεταβολή του ΑΕΠ για το έτος 2008, όπου ουσιαστικά στην χώρα παρουσιάστηκε ύφεση: Χάρτης 1:Ποσοστιαία μεταβολή του ΑΕΠ για το έτος 2008 9 Ο χάρτης 2, παρουσιάζει τη μεταβολή του ΑΕΠ στην Ελλάδα κατά το έτος 2010. Χάρτης 2: Ποσοστιαία μεταβολή του ΑΕΠ για το έτος 2010 10 910 Eurostat, 2017. Eurostat. [Ηλεκτρονικό] Available at: http://ec.europa.eu/eurostat/data/database 61
Όπως μπορούμε να διαπιστώσουμε από τους δύο χάρτες που παρατίθενται δεν υπάρχουν μεταβολές μεταξύ των δύο ετών όπου αναλύθηκαν και έτσι καταλαβαίνουμε ότι δεν υπάρχει σύγκλιση για τον μετριασμό των περιφερειακών ανισοτήτων. Στον πίνακα 9 αποτυπώνεται η τομεακή διάρθρωση της απασχόλησης σε κάθε περιφέρεια της χώρας για το έτος 2010. Ειδικότερα, παρουσιάζονται στοιχεία για τον πρωτογενή, τον δευτερογενή και τον τριτογενή τομέα. Πίνακας 9: Τομεακή διάρθρωση της απασχόλησης στις περιφέρεις της χώρας 11 Γεωγραφι Σύνολο κή συμμετ Ενότητα οχή στη χώρα Πρωτογενής τομέας Δευτερογενής τομέας Τριτογενής τομέας Συμμετοχ ή στη χώρα Συμμετοχ ή στην περιφέρει α Συμμετοχ ή στη χώρα Συμμετοχ ή στην περιφέρει α Συμμετοχ ή στη χώρα Συμμετοχ ή στην περιφέρει α Ελλάδα 100.0 100.0 11.6 100.0 18.2 100.0 70.3 Αττική 37.8 2.8 0.9 36.9 17.7 43.8 81.4 Κεντρική 16.6 17.1 11.90 17.4 16.3 69.1 75.8 11 Eurostat, 2017. Eurostat. [Ηλεκτρονικό] Available at: http://ec.europa.eu/eurostat/data/database 62