17 ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι ΟΙ ΟΙΚΟΙ ΤΩΝ ΣΓΟΥΡΩΝ ΚΑΙ ΟΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ-ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΑΝΟΔΟΥ ΤOYΣ (ΤΕΛΗ 12 ου ΑΡΧΕΣ 13 ου ΑΙΩΝΑ) Οι Σγουροί (Σγούροι) ή Σγουρόπουλοι, καθώς και οι λίγο μεταγενέστεροι συγγενικοί τους Σγουρομάλλαι/Σγουρομαλλαίοι (Σγουρομάλληδες), υπήρξαν μια από τις σημαντικές αρχοντικές οικογένειες της μεσαιωνικής Πελοποννήσου, με καταγωγή από τη Ναυπλία (Ναύπλιο) 1 καθώς και με αξιοσημείωτο παρελθόν. Η κύρια εποχή ανόδου και ακμής των Σγουρών συμπίπτει με την υστεροβυζαντινή περίοδο (11 ος -15 ος αιώνες), κατά δε την τελευταία φάση των υστεροβυζαντινών χρόνων (1204/1261 μ.χ. και εξής) εμφανίζονται στις πηγές και οι τύποι Σγουρανός, Σγουρής, Σγουρισμένος, Σγουρίτζης, Σγουρογιάννης/Σγουρογιαννού 2. Η ρίζα του επιθέτου του επιφανούς αυτού οίκου και των παρακλαδιών του παραπέμπει στο «σγουρός», δηλωτικό του χαρακτηριστικού της σγουρής (κυμματιστής) κώμης (σγουρών μαλλιών), το οποίο θεωρείτο αρκετά συνηθισμένο την εποχή εκείνη συχνά εξάλλου βασικά ανθρώπινα χαρακτηριστικά κατέληγαν σε επώνυμα των φορέων τους 3. Η πλούσια και ισχυρή αυτή «οικογένεια ευπατριδών», όπως χαρακτήρισε στους Σγουρούς, ο Κ. Παπαρρηγόπουλος 4, εμφανίζεται από τα μέσα περίπου του 11 ου αιώνα, με καθαρά επαρχιακή αστική προέλευση, την οποία διατήρησε κατά βάσιν ως το 15 ο αιώνα, αν και στους δύο τελευταίους υστεροβυζαντινούς αιώνες (14 ο -15 ο ) αρκετοί Σγουροί/Σγουρόπουλοι κ.λπ., εμφανίζονται να κατέχουν όχι μόνο πολιτικά αλλά και εκκλησιαστικά αξιώματα, καθώς επίσης και να διακρίνονται ως λόγιοι, γραφείς, ρήτορες κ.λπ. 5. Ο εμβριθής μελετητής της μεσοβυζαντινής και υστεροβυζαντινής κοινωνίας, Αλέξανδρος Καζντάν ( 1997), αναφέρει δώδεκα εκπροσώπους του οίκου, 1 Χωνιάτης Ν., σ. 605.65: «Ὁ δὲ Σγουρός... ἐκ τοῦ Ναυπλίου γεγενημένος». Για την προέλευση των Σγουρών από τη Ναυπλία και τον πλούτο τους στην εκεί περιοχή βλ. Hoffman 1974, σσ. 56-57, 95, 123.- Koder-Hild, σ. 68.- Savvides 1991-92, σ. 293 σημ. 39 με τις σχετικές αναφορές.- Σαββίδης 1994, σσ. 366-367 με τις σημ.- Ilieva 1991, σ. 110 σημ. 8 (βιβλιογρ.). 2 Βλ. στο PLP 10 (1990), σσ. 195-196, αρ. 24. 986-24.993. 3 Βλ. σχετικά Γεωργακάς 1937, passim (ετυμολογικά-ιστορικά σχόλια). 4 Παπαρρηγόπουλος, Δ 2, σσ. 146, 214. 5 Βλ.PLP 10 (1990), σσ. 196-203, αρ. 24.994-25.060: Σγουρομάλλης,. Σγουροπουλίνα/Σγουρόπουλος, Σγουρός/Σγούρος.
18 που την εποχή βασιλείας του Αλεξίου Α Κομνηνού (1081-1118) βρίσκονταν στην πέμπτη σειρά της βυζαντινής αριστοκρατίας, αργότερα όμως, με την εμφάνιση στο προσκήνιο των επιφανεστέρων Σγουρών στα τέλη του 12 ου -αρχές 13 ου αιώνων (Θεοδώρου και Λέοντος), η οικογένεια συνήψε επιγαμίες με τους Αγγέλους 6. Όπως προειπώθηκε, πολλοί Σγουροί διακρίθηκαν σε υψηλά δημόσια διοικητικά αξιώματα από την εποχή του Αλεξίου Α, αν και, όπως παρατηρήθηκε, δε φαίνεται να αποτέλεσαν ποτέ μέλη της αυλικής αριστοκρατίας της βυζαντινής πρωτεύουσας 7. Μερικά από τα σημαντικότερα αξιώματα (οφφίκια) που κατείχαν οι γνωστοί στην έρευνα Σγουροί/Σγουρόπουλοι κ.λπ. κυρίως από το 1086/1088 μ.χ. και εξής ήταν εκείνα του «πρωτοσπαθαρίου», του «σεβαστού», του «χαρτουλαρίου», του «προέδρου», του «δομεστίκου», του «πρωτοστράτορος», του «λογοθέτου», του «μεγάλου εταιρειάρχου», του «λογαριαστού», του «γραμματικού», του «πρωτονοταρίου», «νοταρίου», του «προκαθημένου», του «πρωταλλαγάτορος» καθώς και του «σεβαστοϋπερτάτου» (το οποίο κατείχε ο εδώ βιογραφούμενος Λέων Σγουρός) 8. Πιο συγκεκριμένα, αναφέρεται κάποιος Μιχαήλ Σγουρός ως πρωτοσπαθάριος (απροσδιόριστα στον 11 ο αι.), ο Λέων Σγουρός (προγενέστερός του εδώ βιογραφούμενου) ως «χαρτουλάριος του γενικού» το έτος 1088 (κατά τα πατμιακά /έγγραφα), κάποιος ανώνυμος Σγουρός ως «πρόεδρος» και «λογαριαστής» κατά το 1086 (σύμφωνα με τα αγιορειτικά έγγραφα της μονής Ιβήρων), ο Ιωάννης Σγουρός ως «μεγαλοεπιφανέστατος γραμματικός», αλλά και ως «νοτάριος» μεταξύ 1195-1203 (κατά τα έγγραφα της Πάτμου, αλλά και της αθωνιτικής μονής της Μεγίστης Λαύρας). Επίσης, αναφέρονται Σγουροί κατά τα έτη 1101 και 1192 ιδίως το 1192 κάποιος Μιχαήλ Σγουρός στον προνομιακό ορισμό του Βυζαντίου (επί βασιλείας Ισαακίου Β Αγγέλου: 1185-1195) προς τη Γένουα, που μάλλον θα πρέπει να ταυτίζεται με κάποιο 6 Βλ..σχετικά Kazhdan 1974, σσ. 136, 169, 178.- πρβλ. Radić 1986, σ. 247.- Ilieva 1990, σ. 37 και Ilieva 1991, σ. 115. 7 Βλ. Angold 1975, σ. 123. Γενική βιβλιογραφία για τους Σγουρούς/Σγουρόπουλους, στους Polemis 1968, σσ. 175-177 (γενεαλογικά-προσωπογραφικά), Hrochová 1976, σσ. 12-13, Δοανίδου 1979,σ. 199, Malamut 1982, σ. 349 σημ. 166, Μalamut 1988, σσ. 494 σημ. 105, 523 (Δανιήλ Σγουρισμένος, τοπικός άρχων Άνδρου, μέσα 12 ου αι.) και Σαββίδη 1987, passim.- πρβλ. Παπαρρηγόπουλο, ό.π., Χέρτσμπεργκ, σ. 523 και Κορδάτο 1959, Α, σ. 484 και Β, σ. 21. 8 Βλ. λεπτομέρειες στον Polemis 1968, σσ. 175-176 (Σγουρόπουλοι), 176-177 (Σγουροί).- πρβλ. Cheynet, σσ. 138-139, 455-456 (με τις αναφορές). Πρόβλημα αποτελεί αν ο Λέων (βλ. εδώ στο τέλος, παράρτημα, αρ. 8) έλαβε και το υψηλό αξίωμα του «δεσπότη», το 1204 (βλ. σχετικά το κεφάλαιο IV).
19 Σγουρό «γραμματικό» στα έγγραφα της μονής Μεγίστης Λαύρας, των ετών 1192 και 1197 9. Γνωστός επίσης είναι ο «αντιγραφεύς» Νικήτας Σγουρόπουλος, που αναφέρεται σε κώδικες (2 Αυγούστου 1193) του Μεγάλου Σπηλαίου των Καλαβρύτων 10, ενώ από τους μεταγενέστερους εκπροσώπους του οίκου (που καταλογογραφούνται για την μετά το 1259/1261 περίοδο στο «Προσωπογραφικό Λεξικό της Παλαιολόγειας Εποχής») (PLP), οι σημαντικότεροι υπήρξαν ο άρχοντας της Καρύταινας (την εποχή της οθωμανικής κατάκτησης του Μορέως το 1460) Σγουρομάλλης Παλαιολόγος 11, ο αυτοκρατορικός απεσταλμένος Δημήτριος Σγουρόπουλος, γνωστός για την αλληλογραφία του με τον επιφανή λόγιο Μάξιμο Πλανούδη κατά τα χρόνια 1297- c.1299 12, o σημαντικός γραφέας του Βησσαρίωνος στην Ιταλία, Δημήτριος Σγουρόπουλος επίσης (1443-1447) 13, ο Μανουήλ Σγουρόπουλος, διερμηνέας στην Κωνσταντινούπολη το 1374 14, ο κληρικός της Κωνσταντινούπολης Μιχαήλ Σγουρόπουλος, την περίοδο 1390-1400 15, ο ονομαστός «πρωτονοτάριος» των Μεγάλων Κομνηνών της Τραπεζούντος, Στέφανος Σγουρόπουλος (β μισό 14 ου αρχές 15 ου αι.), συγγραφέας στίχων προς τον αυτοκράτορα του βυζαντινού Πόντου, Αλέξιο Γ Μέγα Κομνηνό (1349-1390), με πολύ χρήσιμα ιστορικά στοιχεία 16, ο μεγαλογαιοκτήμονας των Μετεώρων Σγούρος (άγνωστο το πρώτο του όνομα), το 1422 17, ο επίσης ανώνυμος Σγουρός, κληρικός της επισκοπής Βαραβλωνίας (Αλβανίας) την περίοδο μεταξύ 1282-1298 18, ο «σεβαστός» και «προκαθήμενος» των Ιωαννίνων Σγούρος (επίσης αγνώστου πρώτου ονόματος), το 1321 19, ο αντιλατίνος συγγραφέας και ρήτορας του 15 ου αιώνα Ανδρόνικος Δούκας Σγούρος 20, οι «πάροικοι» Χαλκιδικής Γεώργιος Σγούρος (c. 1300-9 Λεπτομέρειες στους DR Β, σσ. 153, 309 (αρ. 1214 Η και 1609) και Cheynet, σ. 139 σημ. 3. 10 Νοταρά 1976, σσ. 76, 157, 291-292. 11 Οι σχετικές πηγές-βιβλιογραφία στο PLP 10, αρ. 24.996. 12 Στο ίδιο, αρ. 25.012. 13 Στο ίδιο, αρ. 25.014. 14 Στο ίδιο, αρ. 25.028. 15 Στο ίδιο, αρ. 25.031 16 Στο ίδιο, αρ. 25.034.- βλ. επίσης Α.Σαββίδης, «Σγουρόπουλος Στέφανος», Εγκυκλοπαίδεια του Ποντιακού Ελληνισμού 5 (Θεσσαλονίκη 1989), σ. 137 και Α. Σαββίδης-Στ. Λαμπάκης, Γενική βιβλιογραφία περί του βυζαντινού Πόντου και του κράτους των Μεγάλων Κομνηνών της Τραπεζούντας, Αθήνα 1992, σ. 57. 17 PLP 10, αρ. 25.040. 18 Στο ίδιο, αρ. 25.043. 19 Στο ίδιο, αρ. 25.044.- πρβλ. Nicol 1991, σσ. 124-125, 311. 20 PLP 10, αρ. 25.048.
20 1321) 21 και Ραδολίβου Σερρών Μπεζάνος Σγούρος (1316-1341) 22. Επίσης, περί το 1294/1295 αναφέρεται ο Ελληνοαλ- 21 Στο ίδιο, αρ. 25.050 (Σελάς Χαλκιδικής). Για αναφορές στη Σελάδα βλ. Αγγελική Λαϊου-Θωμαδάκη, Η αγροτική κοινωνία στην ύστερη βυζαντινή εποχή, Αθήνα 1987, ευρετήριο σ. 447 α. 22 Στο PLP 10, αρ. 25.057.
21 βανός αξιωματούχος («μέγας εταιρειάρχης») Πρόγονος Σγούρος (Πρόγονος του Σγούρου;), συγγενής (γαμπρός) του Βυζαντινού αυτοκράτορα Ανδρονίκου Β Παλαιολόγου (1282-1328) και ανακαινιστής της εκκλησίας του Αγίου Κλήμεντος (ή Περιβλέπτου) της Αχρίδος 23, ενώ, τέλος, σημαντικοί είναι, μεταξύ άλλων, οι αναφερόμενοι σε δυτικές (λατινικές) πηγές ανώνυμος «Loscuro (= Lo Sguro), φύλακας του κάστρου (των φυλακών) του Licolourafo (Σαλαμίνας;), περί το 1277 24, ο «Petrus (S)Guro (Πέτρος Σγούρος), «καπετάνιος» (capitaneo) στον Χάνδακα/Candia (Ηράκλειο) της Κρήτης την εποχή της Άλωσης της Κωνσταντινούπολης (1452-1453), πιθανόν βενετικής καταγωγής 25, καθώς και ο βουκόλος Damiano Sgurothoma (Σγουροθωμάς) του Ναυπλίου κατά την έβδομη δεκαετία του 14 ου αιώνα 26. Πολύ σημαντικός, τέλος, υπήρξε και ο (μη αναφερόμενος στο PLP) «πρωτοστράτωρ» και «πρωταλλαγάτωρ» Μορέως, Γεώργιος Σγουρομάλλης, εμφανιζόμενος μόνο στη γαλλική παραλλαγή του Χρονικού του Μορέως ως «μαρεσάλης» γύρω στο 1293, με έδρα του το Μυστρά. Ήταν πιθανότατα γασμουλικής καταγωγής (από την πλευρά του πατέρα του Σγουρός, ενώ η Λατινίδα μητέρα του προερχόταν από τον οίκο των de Mailly: εξ ου και Sguro-Maly ή Sguro-Mailly) και ήταν αυτός που τελικά παρέδωσε το κάστρο της Καλαμάτας στους Λατίνους, αφού εξαπάτησε τη σλαβική του φρουρά, αποτελούμενη από Σλάβους της Γενιτζούς 27. Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα είναι η μεταγενέστερη προσπάθεια διασύνδεσης του οίκου των Σγουρών/Σγουροπούλων με αλβανική καταγωγή/προέλευση, μια θεωρία που 23 Στο ίδιο, αρ. 25.060 (βιβλιογρ. για την ανακαίνιση του ναού).-πρβλ. Jireček 1911, σ. 338.- Nicol 1976, σ. 25 σημ. 87.- Γ. Μάντζιος, στο συλλογικό έργο: Ελλάδα. Ιστορία και πολιτισμός, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 1981, σ. 248. Για τον Γεώργιο Σγουρομάλλη του Μορέως, που έδρασε την ίδια περίπου εποχή με τον Πρόγονο Σγούρο, βλ. εδώ πιο κάτω, σημ. 27. 24 Βλ. Nicol 1988, σσ. 203-204 σημ. 1 (με αναφορά στα πολύτιμα έγγραφα των T- Th, Γ, σ. 175). 25 Βλ. PLP 10, αρ. 25.059. «Βενετό πρόσφυγα» (Venetian refugee) κατά το 1453 τον αποκαλεί ο Nicol 1988, σ. 405. 26 Έτσι μνημονεύεται σε έγγραφο της καστελλανίας της Κορίνθου: οι πηγές στην Ilieva 1991, σ. 115, σημ. 21. Ο Σγουροθωμάς αυτός δε μνημονεύεται στο PLP 10. Επίσης, γύρω στα μέσα του 14 ου αι. αναφέρεται ανώνυμος Σγουρός στην περιοχή των Λεχαινών της Ηλείας (Ήλιδος): Ilieva 1991, σ. 115. 27 Βλ. Κασαπίδης 1998 α. Για τον Σγουρομάλλη αυτόν (που δεν ταυτίζεται με τον υπ αρ. 24.994 στο PLP 10), καθώς και για το πολύ ενδιαφέρον αξίωμα του «πρωταλλαγάτορος» (πρβλ. A. Kazhdan, Allagion, ODB, σς. 67-68), βλ. την ανάλυση του Hendrickx 1992, σσ. 212-217, με τις σημειώσεις. Η σχετική αναφορά σ αυτόν και στο γαλλικό Χρονικόν του Μορέως, έκδ. Longnon, παράγραφοι 721 και 731 ( Prothoalogatora, Protealogatora ). Για τον Σγουρομάλλη βλ. και Zakythenos 1975, I, σ. 63 και ΙΙ, σ. 215.- Longnon 1949, σ. 272.- Bon 1969, I, σ. 168. Για τους Γασμούλους γενικά βλ.πλούσιες μνείες στους G. Makres, Die Gasmulen, Θησ. 22 (1992), σσ. 44-96.- Thekla Sansaridou-Ηendrickx, The Gasmules in the 13 th and 14 th centuries: social outcasts or advocates of cultural integration?, APB 8 (1997), σσ. 135-143.- πρβλ. M. Bartusis, ODB, σ. 823 και Δ. Κασαπίδης, ΛΒΠ, σσ. 106-108 (βιβλιογρ.).
22 ανέπτυξαν από τα μέσα περίπου του 19 ου αιώνα οι Ελληνοαλβανοί (Αλβανιστές) και την οποία απέρριψε ο Παπαρρηγόπουλος, γράφοντας: «Το όνομα Σγουρός οι Αλβανισταί της Ιταλίας θεωρούν αλβανικόν ταυτόν τω παρά Χαλκοκονδύλη αναφερόμενον Σκούρας (Σκυρός). Παρά τοις εν Σικελία Ελληνοαλβανοίς πολλαί οικογένεια φέρουσι το όνομα Σκυρός, όπερ οι μεν θεωρούσι προερχόμενον εκ του μικρασιατικού Σκληρός, οι δε μεταποιούσι αυτό εις Ισχυρός. Ο εν τω Πανεπιστημίω Νεαπόλεως καθηγητής της επ εσχάτου χάρην πολιτικού σκοπού ιδρυθείσης έδρας της Αλβανικής Πέτρος Σκληρός (ή και άξιοί αυτός Σκυρός) ισχυρίζεται ότι το όνομα τούτο είναι αυτό τω παρά τω Χαλκοκονδύλη αναφερόμενον Σκούρας ή Σκύρος, όπερ πάλιν θεωρεί τούτον το Σγουρός αλβανικόν, ούτως αποδίδων καταγωγήν τω Λέοντι Σγουρώ» 28. Πράγματι, το όνομα Σγουρός/Σγούρος, παρεφθαρμένο και ως Σκούρος, Σκούρας και Σκυρός, συναντάται από τα τέλη του 13 ου - και κυρίως από τους αιώνες 14 ο και 15 ο σε στενή σχέση με την ακμάζουσα στην Ήπειρο ελληνοαλβανική οικογένεια των Μπούα 29, αυτό όμως δεν αρκεί για να προσδώσει αλβανική προέλευση στον οίκο των Σγουρών όπως εξάλλου αποδεικνύεται από τα προηγηθέντα εδώ σχετικά με τους Σγουρούς/Σγουρόπουλους του Βυζαντίου από τον 11 ο αιώνα και εξής, και μάλιστα σε περιοχές που δεν πιστοποιείται ακόμη αλβανική παρουσία 30. Καθώς έγραφε ο παλαιός μεθοδικός μελετητής της ναυπλιακής ιστορίας, Μιχαήλ Λαμπρυνίδης: «Ο Λέων Σγουρός (σημ.: των αρχών του 13 ου αι.) δεν αφήκε κατιόντας κληρονόμους ούτε αδελφούς, φαίνεται όμως ότι έσχεν απωτέρους τινάς συγγενείς, οίτινες ηκολούθησαν βραδύτερον μετά της χήρας του Σγουρού τον κηδεστήν αυτών, τελευταίον άρχοντα του Ναυπλίου, Θεόδωρον Δούκα Κομνηνόν, εις Ήπειρον. Το όνομα του Σγουρού απαντάται μεταγενεστέρως μεταξύ των μελών της από των αρχών του ΙΔ αιώνος ακμασάσης εν Ηπείρω αρχοντικής οικογενείας των Μπούα Σπάτα. Εις των επιγόνων της οικογενείας ταύτης, ο κατά το 1400 δεσπότης Άρτης, Ιωαννίνων και Αγγελοκάστρου, εκαλείτο Μαυρίκιος Μπούας Σγουρός, τούτου δε δισέγγονοι, οι 28 Παπαρρηγόπουλος Δ 2, σ. 146. 29 Όπως, για παράδειγμα, με τον Αλβανό ηγεμόνα των αρχών του 15 ου αι. Μαυρίκιο Μπούα Σγουρό: βλ. Π. Ροδάκης, «Μπούας», ΜΓΕ 40 (1985), σ. 52γ, αρ. 5.- πρβλ. όμως Nicol 1991, σσ. 249 σημ. 25, 253 σημ. 64. Βλ. ακόμη τα στοιχεία που παραθέτει ο Χαλκοκονδύλης, σσ. 340, 352. 30 Ορθά ο Polemis 1968, σ. 176, δεν αναφέρεται καθόλου σε πιθανή αλβανική προέλευση των Σγουρών και των παρακλαδιών τους.
23 αδελφοί Νικόλαος και Γεώργιος Σγουρός, εγένοντο υποτελείς τοις Τούρκοις τω 1518» 31. Σφάλλουν λοιπόν όσοι εξακολουθούν να πιστεύουν ότι ο οίκος των Σγουρών με τα παρακλάδια του είχε αλβανική προέλευση 32. Αντίθετα, πιθανότατο προβάλλει το γεγονός ότι μέλη του οίκου κατά τους δύο τελευταίους βυζαντινούς αιώνες (14 ο και 15 ο ) αναμείχτηκαν με διαφόρους ελληνοαλβανικούς οίκους, που την περίοδο αυτή είχαν κάνει την εμφάνισή τους σε διάφορα μέρη του ελλαδικού χώρου. Την εποχή όμως δράσης του Λέοντος Σγουρού, δηλ. αμέσως πριν και μετά τη λατινική κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης στις αρχές του 13 ου αιώνα, δεν μπορούμε πάντως να αναφερόμαστε σε οποιαδήποτε διασύνδεση των Σγουρών με Αλβανούς. Την εποχή αυτή, εξάλλου, η αλβανική παρουσία στο Βυζάντιο ("τὸ ἀλβανικὸν", "τὰ 'Αλβανῶν μέρη" στις βυζαντινές πηγές) ήταν ισχνή και δεν έπαιζε ακόμη βασικό δημογραφικό ρόλο στις εξελίξεις -κάτι που θα γίνει σαφέστερο στη μετέπειτα περίοδο και ιδιαίτερα κατά τους 14 ο -15 ο αιώνες. Πιθανότερο ίσως να προβάλλει εδώ το υποστηριζόμενο από τον D. Nicol ότι οι Αλβανοί έποικοι στα εδάφη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας (σημ.: από τον 11 ο αι.) μιμήθηκαν το παράδειγμα του Πελοποννήσιου τοπάρχη Θεόδωρου Σγουρού, πατέρα του Λέοντος, και αποσπάστηκαν από τη βυζαντινή επικυριαρχία γύρω στο 1200» 33. Ήταν αυτή ακριβώς η εποχή που ο Λέων Σγουρός έβγαινε στο προσκήνιο των ιστορικών εξελίξεων, όπου έμελλε να δεσπόσει μέσα στην επόμενη οκταετία. Σημείωση: Αναλυτικό πίνακα με τους 90 γνωστούς Σγουρούς (με όλα τα παρακλάδια του οίκου) στο παράρτημα στο τέλος της μελέτης. 31 Βλ. Λαμπρυνίδης 1975, σσ. 37-38, με τη σημ. 2. 32 Όπως, για παράδειγμα, ο Γκίκας 1979, σ. 9 («κρατούσε [ενν. ο Λέων Σγουρός] από αρβανίτικη γενιά»). Το ίδιο προβληματική είναι και η άποψη ότι πιθανώς ο αναφερόμενος ως «στρατιώτης» στο Χρονικόν του Μωρέως (στίχοι 1363, 1528) Λέων Σγουρός θα πρέπει να θεωρηθεί πρόγονος των «stradioti» του όψιμου μεσαίωνα (εν πολλοίς Ελληνοαλβανών). Όπως όμως ορθά παρατήρησε ο Κορδώσης 1986, σ. 65 σημ. 28, «στις παραμονές της Δ Σταυροφορίας στρατιώτης λεγόταν ο προνοιάριος που ανήκει στην αριστοκρατία». 33 Nicol 1976, σ. 25. Σε αντίθεση με το Λέοντα, δε γνωρίζουμε αν ο πατέρας του Θεόδωρος Σγουρός (βλ. παράρτημα στο τέλος, αρ. 7), είχε κάποιο συγκεκριμένο τίτλο (αξίωμα).επίσης το ίδιο και με τον αδελφό του Λέοντος, Γαβριήλ Σγουρό (παράρτημα αρ. 10).