ουσιώδη στοιχεία (essentiallia negotii) που θέτει ο νόµος, ώστε να είναι νοµικά



Σχετικά έγγραφα
Στοιχεία Αστικού Δικαίου - 4 ο Μάθημα

ΕΞΕΤΑΣΤΕΑ ΥΛΗ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΑΣ (ΕΚΠΑ) ΚΑΤΑΤΑΚΤΗΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΑΚ. ΕΤΟΥΣ ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

περιεχόμενα Πρόλογος 15 Εισαγωγή "ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΔΙΑΙΡΕΣΗ ΤΟΥ ΑΙΚΑΙΟΥ"

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΤΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΓΝΩΡΙΖΩ ΓΙΑ ΤΙΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΕΣ ΕΤΑΙΡΕΙΕΣ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ Η

ΑΡΧΕΣ ΝΑΥΤΙΛΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

32η ιδακτική Ενότητα ΓΕΝΙΚΑ - ΑΣΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΑ ΙΚΑΙΟΥ (ΠΡΟΣΩΠΑ) ΦΥΣΙΚΟ ΠΡΟΣΩΠΟ. Παρατηρήσεις, Σχόλια, Επεξηγήσεις

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ 8 ο ΜΑΘΗΜΑ

9.ΦΟΡΟΙ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΗ ΑΚΙΝΗΤΩΝ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Αρχές Δικαίου Επιχειρήσεων Διάλεξη 3 η. Νικόλαος Καρανάσιος

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΜΟΝΑΔΑ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ (ΜΚΕ)

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ 6 ου ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ. Δίκαιο είναι το σύνολο των ετερόνομων κανόνων που ρυθμίζουν με τρόπο υποχρεωτικό την κοινωνική συμβίωση των ανθρώπων.

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Του Συνεργάτη μας Ηλία Κοντάκου, Δικηγόρου, υπ. Διδάκτορoς Παν/μίου Αθηνών ΚΥΡΙΟΤΗΤΑ Β. ΚΤΗΣΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΟΤΗΤΑΣ

1. Δωρεά κινητού, τήρηση τύπου, αρνητική αναγνώριση χρέους

Τι προβλέπει ο νόμος για την Δικαστική συμπαράσταση (Μέρος Α )

7/3/2014. ό,τι είναι νόμιμο είναι και ηθικό ; νόμος είναι το δίκαιο του εργοδότη ; ή νομικός κανόνας

Ενδεικτικές απαντήσεις στα θέματα των εξετάσεων στο μάθημα «Ασκήσεις Αστικού και Αστικού Δικονομικού Δικαίου» (Εξετ. Περίοδος Σεπτεμβρίου 2014)

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Δικαστική συμπαράσταση. Ποιοι υποβάλλονται σε δικαστική συμπαράσταση:

Του Συνεργάτη μας Ηλία Κοντάκου, Δικηγόρου, υπ. Διδάκτορoς Παν/μίου Αθηνών

Αποφάσεις Ανωτάτου Δικαστηρίου & Επαρχιακών Δικαστηρίων ανά άρθρο του Νόμου ΛΕΥΚΩΣΙΑ Λούης Παρλάς

Πρόλογος... VII Πρόλογος στην πέμπτη έκδοση... VIII Πρόλογος στην τέταρτη έκδοση... IΧ Πρόλογος στην τρίτη έκδοση... ΧI Πρόλογος στη δεύτερη

Εργασιακά Θέματα. Καταχρηστική καταγγελία σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου εκ μέρους του εργοδότη

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑΤΑ ΠΑΡΑΔΟΣΕΩΝ 7 ου ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

[όπως ισχύει μετά το ν. 2447/1996] ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΕΚΤΟ Ι Κ Α Σ Τ Ι Κ Η Σ Υ Μ Π Α Ρ Α Σ Τ Α Σ Η

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πηγές Συντακτική ομάδα

ΕΦΑΡΜΟΣΤΕΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ ΣΤΙΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ

ΕΜΠΟΡΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ

Αποφάσεις Ανωτάτου Δικαστηρίου & Επαρχιακών Δικαστηρίων ανά άρθρο του Νόμου ΛΕΥΚΩΣΙΑ Λούης Παρλάς

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Αθήνα 8 Νοεμβρίου 1993 ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ. ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΠΟΛ ΦΟΡ/ΓΙΑΣ & Δ. Π. ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ Φ/ΓΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ (13η) ΤΜΗΜΑ Α

ΕΠΙΚΑΡΠΙΑ- ΕΝΑΣΚΗΣΗ ΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΕΠΙΚΑΡΠΙΑΣ ΑΚΙΝΗΤΟΥ- ΤΡΟΠΟΣ ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΗΣ-ΠΡΟΣ ΙΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΑΞΙΑΣ ΤΟΥ- ΦΟΡΟΛΟΓΗΣΗ. Επιµέλεια : Καµπέλη Νάντια, ικηγόρος

Συντάκτης: Ομάδα Καθηγητών

Απλή Ετερόρρυθμη Εταιρεία

Θέμα: «ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΕΣ ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΣΕΙΣ» Σχετ. το υπ αρ. πρωτ. Οικ / έγγραφό μας.

ΚΑΛΑΜ ΑΤΑ! ΤΜ ΗΜ Α ΕΚΔΟΣΕΟΝ Λ ΜΒΑΙΟΘΗΚΗΤ } ΣΔΟ(ΧΡΗΜΕΛ) Π.597

ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΙΟΥΝΙΟΣ Ονοματεπώνυμο:. Α.Μ.: /..

Περιεχόμενα. Πρόλογος... Συντομογραφίες..

I. Δικαιοπρακτική ελευθερία

Δίκαιο των προσωπικών εταιρειών Δίκαιο των κεφαλαιουχικών εταιρειών

Επεξηγήσεις - Αναλύσεις - Ειδικά ζητήματα- Παραδείγματα

Ταχ. /νση :Ερµού ΠΡΟΣ: ΑΠΟ ΕΚΤΕΣ Ταχ. Κώδ. : ΑΘΗΝΑ ΠΙΝΑΚΑ ΙΑΝΟΜΗΣ Τηλέφωνο : FAX :

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΠολΠρωτΑθ 528/2002

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΓΙΑΛΑΜΜΑ ΑΣΠΑΣΙΑ. ΤΙΤΛΟΣ: Η αποδέσµευση απο τη σύµβαση κατά τον αστικό κώδικα και την κοινοτική νοµοθεσία. Επιβλ. Μ. Αυγουστιανάκης, Φ.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ. 1. Ρύθμιση

Αθήνα, ΑΠ: Γ/ΕΞ/133-1/

Συντάκτης: Ομάδα Καθηγητών

Α Π Ο Φ Α Σ Η 21 /2012

Διαφάνεια των όρων της σύµβασης µεταξύ καταναλωτή (επιλέγοντα πελάτη) και παρόχου υπηρεσιών στον τοµέα της ενέργειας.

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Α. ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ Β. ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΕΝΟΧΕΣ

ΤΟΜΕΑΣ ΑΣΤΙΚΟΥ, ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΚΑΙ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΜΠρΑθ 10689/2008 [Διαδικασία συνδιαλλαγής κατά τον ΠτΚ - Προληπτικά μέτρα*] (παρατ. Ι. Σπυριδάκης)

Διοικητικό Δίκαιο. Αστική ευθύνη του δημοσίου 1 ο μέρος. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

Πάνος Κορνηλάκης Καθηγητής του Αστικού Δικαίου στο Τμήμα Νομικής του ΑΠΘ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Έχει ανακύψει εκατοντάδες φορές το ζήτημα τα τελευταία χρόνια στην ελληνική νομολογία και

Περιεχόμενα ΘΕΜΑΤΑ ΠΟΛΛΑΠΛΩΝ ΕΠΙΛΟΓΩΝ Πρόλογος... 7

Κατατακτήριες Εξετάσεις Ακαδημαϊκού Έτους

ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ ΝΟΜΙΚΗ ΣΧΟΛΗ

Ε Ι Σ Η Γ Η Τ Ι Κ Ο Σ Η Μ Ε Ι Ω Μ Α

ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ. Εξωσυμβατική ευθύνη Δημοσίου 12/4/2016

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝ/ΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ. ΕΡΓΑΣΙΑ 5 η :

Ο περί Πωλήσεως Γης (Ειδική Εκτέλεση) Νόµος (ΚΕΦ.232)

VIII. Αιρέσεις - Προθεσµίες

β)διαγραφή βεβαιωθέντων ποσών από τους Χρηματικούς Καταλόγους 062/2017, 063/2017, 064/2017 και 001/2017,002/2017 και 003/2017».

Ενώπιον του Α Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών

Ε Ι Σ Η Γ Η Τ Ι Κ Ο Σ Η Μ Ε Ι Ω Μ Α

Αθήνα, $$202$$ Αριθ. Πρωτ.: $$201$$

Εφαρμοστέο δίκαιο στα έναντι τρίτων αποτελέσματα των εκχωρήσεων απαιτήσεων. Πρόταση κανονισμού (COM(2018)0096 C8-0109/ /0044(COD))

Δίκτυο Υπηρεσιών Πληροφόρησης & Συμβουλευτικής Εργαζομένων και Ανέργων

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/65-2/

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Συντομογραφίες...15 Ελληνικές...15 Ξενόγλωσσες...18

Θέµα εργασίας. Η Θεσµική Προσαρµογή των Συνταγµατικών ικαιωµάτων I (Μον.Πρωτ.Θεσ/νίκης 1080/1995)

Ν.4072/2012 ΟΜΟΡΡΥΘΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ

Oργάνωση της δικαιοσύνης - Πορτογαλία

Θέμα: «Η ιστορική μέθοδος ερμηνείας» Υπεύθυνος καθηγητής: κ. Ανδρέας Δημητρόπουλος

ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΔΟΜΗΣΗΣ, ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΥ & ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ. Βικέλα 4, Τ.Κ , Βέροια. Γραμματεία: , Fax:

Οι πρόσφατες νομοθετικές εξελίξεις στις επαγγελματικές μισθώσεις,

Εργασιακά Θέματα. Συμβάσεις ορισμένου χρόνου

Αντί προλόγου. Χολαργός, Ιούλιος 2014 Πόπη Χριστακάκου-Φωτιάδη

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΟΛΟΓΟΣ...IX ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ...XI ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Σχέδιο ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) ΑΡΙΘ. /.. ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ. της [ ]

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Η δήλωση του εγγυητή πρέπει να περιέχει με σαφήνεια τη βούλησή του να δώσει εγγύηση.

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

669/2013 ΜΠΡ ΑΘ ( ) (Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ (ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΑ)

ΓΝΩΜΟΔΟΣΗΗ. Επί υποβληθέντων ερωτημάτων από τη Δ.Ε.Υ.Α. Αρ. Πρωτ. Εισ. 1492/

ΓΝΩΜΟΔΟΣΗΗ. Θέμα: «Δυνατότητες και τρόποι είσπραξης απαιτήσεων από συνδεδεμένους στην αποχέτευση»

ΘΕΜΑ : Μεταβίβαση ακινήτου µε γονική παροχή ή δωρεά µε ανέκκλητη πληρεξουσιότητα, µε ή χωρίς προσύµφωνο, µετά το θάνατο του εντολέα.

Transcript:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΚΥΡΟΤΗΤΑ 1 1. ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΑΚΥΡΟΤΗΤΑΣ 2 Η δικαιοπραξία, ως πράξη που θέτει ένα ατοµικό και συγκεκριµένο κανόνα δικαίου µέσω µίας ή περισσοτέρων δηλώσεων βουλήσεως, προκειµένου να είναι υποστατή, θα πρέπει να συντρέχουν σε αυτή όλα τα ουσιώδη στοιχεία (essentiallia negotii) που θέτει ο νόµος, ώστε να είναι νοµικά υπαρκτή και ισχυρή. Μία, λοιπόν, υποστατή δικαιοπραξία µπορεί να αναπτύξει τη σκοπούµενη ενέργειά της. 3 Ωστόσο κάθε υποστατή δικαιοπραξία δεν είναι και ενεργός. Θα πρέπει να συντρέχουν οι όροι ενέργειας της δικαιοπραξίας που διακρίνονται σε όρους του κύρους και όρους του ενεργού. Συνεπώς, όροι του κύρους είναι αυτοί που πρέπει να συντρέχουν κατά την κατάρτιση της δικαιοπραξίας και τάσσονται υπό κανόνες αναγκαστικού δικαίου υπέρτερους κατά την ισχύ τους από την δικαιοπραξία. Αν οι όροι αυτοί δεν συντρέχουν, η δικαιοπραξία είναι άκυρη, δηλαδή ανενεργός. Ενώ, όροι του ενεργού είναι οι όροι που θα πρέπει να συντρέχουν µετά την κατάρτιση 1 Βλ. Σχετικά: Γεωργιάδης ΑΠ., Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, Εκδόσεις Σάκκουλα (2002), σελ. 492-503, Μαριάνος Δ. Καράσης, Εγχειρίδιο Γενικών Αρχών του Αστικού Δικαίου Δίκαιο της Δικαιοπραξίας, Εκδόσεις Αντ. Σάκκουλα (1996), σελ. 12-19, 117-118, Γεωργιάδης Απ.- Σταθόπουλος Μ., Αστικός Κώδιξ, Γενικαί Αρχαί, Εκδόσεις Σάκκουλα (Αθήνα 1978), σελ. 279-288, Μπαλής Γ., Γενικαί Αρχαί του Αστικού Δικαίου, Εκδόσεις Σάκκουλα (1969), σελ. 192-203, Γιαννόπουλος Δ., Γενικαί Αρχαί Αστικού Κώδικος (ερµηνεία κατ άρθρον), Τόµος ΙΙ, Εκδόσεις Σάκκουλα (1948), σελ. 55-66 2 Η ακυρότητα εξετάζεται στα πλαίσια του ανίσχυρου των δικαιοπραξιών: Βλ. Σχετικά: Αυγουστιανάκης, Η έννοια της ανίσχυρης δικαιοπραξίας και οι ειδικότερες µορφές της, ΝοΒ 39/1991, 1340, Ζέπος, Περί το πρόβληµα του ανισχύρου των δικαιοπραξιών, ΕΕΝ 23/1956, 705: Ανίσχυρη δικαιοπραξία: Η δικαιοπραξία και τα έννοµα αποτελέσµατα της δεν είναι ισχυρά. Έχουµε τρεις κατηγορίες ανίσχυρων δικαιοπραξιών: α) την ανυπόστατη δικαιοπραξία: όταν λείπει η µορφή δικαιοπραξίας που αξιώνει το δίκαιο, β) την άκυρη δικαιοπραξία: υποστατή, ανενεργός δικαιοπραξία (βλ. πιο κάτω), γ) την ακυρώσιµη δικαιοπραξία: υποστατή δικαιοπραξία που παράγει έννοµα αποτελέσµατα, τα οποία όµως µπορούν να ανατραπούν µε δικαστική απόφαση από λόγους που καθορίζει το δίκαιο (σε περίπτωση πλάνης, απάτης, απειλής). 3 Βλ. σχετικά: ΑΠ 410/63, ΝοΒ 11/946,ΜΠρΘ 1963/2004, ΔΙΚΗ 2005,587: Ανυπόστατη δικαιοπραξία ~ 1 ~

της δικαιοπραξίας για να αποκτήσει η δικαιοπραξία ενέργεια 4. Όσο δεν τηρούνται οι όροι αυτοί, η δικαιοπραξία βρίσκεται σε µία µετέωρη κατάσταση. Δεν είναι ούτε οριστικά έγκυρη ούτε οριστικά άκυρη 5. Αν, λοιπόν ο όρος µαταιωθεί, η δικαιοπραξία καθίσταται οριστικά άκυρη. Οι όροι αυτοί καλούνται αιρέσεις δικαίου και τίθενται από κανόνες αναγκαστικού δικαίου. Με λίγα λόγια άκυρη δικαιοπραξία είναι µία υπόστατη δικαιοπραξία ανίσχυρη και ανενεργός. Στην άκυρη δικαιοπραξία δεν συντρέχει όρος του κύρους και µάλιστα, τέτοιος η συνδροµή του οποίου είναι απαραίτητη για το κύρος και άρα την ενέργεια της δικαιοπραξίας. Κατά την ΑΚ180: «Η άκυρη δικαιοπραξία θεωρείται σαν να µην έγινε». Ο νοµοθέτης έχει θέσει εν προκειµένω ένα πλάσµα δικαίου 6 προς το σκοπό εξοµοίωσης της άκυρης, αλλά υποστατής δικαιοπραξίας µε την ανυπόστατη όσον αφορά τις έννοµες συνέπειες. Όπως η ανυπόστατη, έτσι και η άκυρη δικαιοπραξία, αν και 4 Τέτοιοι όροι είναι π.χ. η έγκριση της δικαιοπραξίας από τον αντιπροσωπευόµενο, σε περίπτωση κατάρτισης δικαιοπραξίας χωρίς πληρεξουσιότητα (ΑΚ 279), η µεταγραφή της εµπράγµατης δικαιοπραξίας για τα ακίνητα, χωρίς την οποία δεν επέρχεται η µεταβίβαση της κυριότητας του ακινήτου (ΑΚ 1192), η περιέλευση της δηλώσεως στον λήπτη για την ενέργεια αυτής (ΑΚ 167), η έγκριση της δικαιοπραξίας από τον δικαιούχο επί διαθέσεως από µη δικαιούχο (ΑΚ 239), η αναγγελία της εκχωρήσεως για την ενέργεια αυτής έναντι του οφειλέτη και των τρίτων. 5 Πρόκειται για την περίπτωση της λεγόµενης ηρτηµένης ακυρότητας. Οι εν λόγω δικαιοπραξίες είναι ατελείς. Στην περίπτωση αυτή κατατάσσεται συνήθως και δικαιοπραξία που συµφωνήθηκε µε αναβλητική αίρεση ή προθεσµία. Ακριβέστερο όµως είναι τη δικαιοπραξία αυτή να µην την θεωρούµε ατελή, γιατί σ αυτήν µόνο η ενέργεια παραµένει µετέωρη, ενώ δεν υπολείπεται κανένα στοιχείο για να ολοκληρωθεί. Η ηρτηµένη ακυρότητα δεν συνιστά ιδιαίτερη κατηγορία ανίσχυρης δικαιοπραξίας, αλλά παραλλαγή συνήθως της ακυρότητας ή της ακυρωσίας. βλ.σχετικά: Παπαντωνίου Κ., Γενικές Αρχές του Αστικού Δικαίου, Εκδόσεις Σάκκουλα (1983), σελ. 420, Αραβαντινός, Ακυρότης, Μερική Ακυρότης, Μετατροπή, Αθήναι 1957, σελ. 5-22: Διακρίνει την ακυρότητα σε: α) θεραπεύσιµη ακυρότητα όπου ανήκει η ατελής δικαιοπραξία και σε β) αθεράπευτη ακυρότητα, όπου ανήκει η ελαττωµατική δικαιοπραξία που τη διακρίνει σε: 1. Απολύτως ελαττωµατική, 2. Σχετικώς ελαττωµατική δικαιοπραξία και 3. Ακυρωθείσα δικαιοπραξία: πρόκειται για τις ακυρώσιµες δικαιοπραξίες µετα τη δικαστική κήρυξη της ακυρότητας τους. 6 Καράσης Μ., Τι είναι ακυρότητα; Το πλάσµα του άρθρου 180 ΑΚ, Αρµ. 32/897 ~ 2 ~

υποστατή δεν παράγει έννοµες συνέπειες δικαιοπρακτικές 7. Ωστόσο ορισµένα άλλα έννοµα αποτελέσµατα είναι εν προκειµένω δυνατά. 8 Όπως προκύπτει, λοιπόν, από την έννοια της ακυρότητας αυτή προέρχεται αυτόµατα εκ του νόµου χωρίς να απαιτείται καµία ενέργεια των µερών ή του δικαστηρίου. Δυνατή, είναι µόνο η έγερση αναγνωριστικής αγωγής (ΚπολΔ 70) και όχι και η αγωγή για κήρυξη της ακυρότητας. 9 2. ΛΟΓΟΙ ΑΚΥΡΟΤΗΤΑΣ 10 Η ακυρότητα απαγγέλλεται ρητά από ειδική διάταξη η οποία προβλέπει και το λόγο ακυρότητας. Οι λόγοι ακυρότητας είναι πολλοί και ανάγονται σε ελλείψεις όρων του κύρους της δικαιοπραξίας, όπως ειπώθηκε και ανωτέρω. Τέτοιοι είναι π.χ. η ανικανότητα για δικαιοπραξία (ΑΚ 128 επ.), τα ελαττώµατα της δήλωσης βουλήσεως (εικονικότητα ΑΚ 138, αστεϊσµός), η µη τήρηση του νόµιµου συστατικού τύπου (ΑΚ 159), η αντίθεση της δικαιοπραξίας στο νόµο (ΑΚ 174) 11 ή στα χρηστά ήθη (ΑΚ 178, 179) 12. 7 Βεβαίως, εξωδικαιοπρακτικές έννοµες συνέπειες είναι δυνατές, όπως π.χ. η κατά ΑΚ 197-198, 904, 914 κόκ. 8 Όπως π.χ. η υποχρέωση αποζηµίωσης κατά ΑΚ 132, 171 2, η µετατροπή κατ ΑΚ 182, η επικύρωση κατ ΑΚ 183, η δηµιουργία πραγµατικής (de facto) συµβατικής σχέσεως σε άκυρες διαρκείς συµβάσεις ιδίως εργασίας και εταιρείας: έννοµα αποτελέσµατα αδιανόητα επί ανυπόστατης δικαιοπραξίας, γιατί προϋποθέτουν δικαιοπρακτική υπόσταση 9 Κατ εξαίρεση απαιτείται δικαστική κήρυξη της ακυρότητας στις περιπτώσεις του άκυρου γάµου (ΑΚ 1376): βλ. σχετικά: Γιαννόπουλος, ό.π., σελ. 61 και της άκυρης απόφασης γενικής συνέλευσης (ΑΚ 101 εδ 2): Βλ. Σχετικά Παπαντωνίου Κ., ό.π., σελ. 419, Α.Π. 181/2001, ΕλλΔνη, τ. 43 2002, σελ. 75. Διαφορετική είναι η περίπτωση της δυνητικής ακυρότητας (ΑΚ 1621, 1653ξ2, 1721ξ4), όπου η κήρυξη της ακυρότητας εναπόκειται στην κρίση του Δικαστηρίου,καθώς και η περίπτωση της δικονοµικής που αφορά τις διαδικαστικές πράξεις και απαγγέλλεται από το δικαστήριο (ΚπολΔ 159). 10 Βλ. σχετικά: Γεωργιάδης Απ Σταθόπουλος Μ., όπ., σελ. 267 επ. Μπαλής, όπ., σελ. 168 επ. 11 Βλ. Σχετικά 1291/2001, ΕλλΔνη 2002, σελ. 128: Επειδή µετά την κατάργηση µε το άρθρο 3 1 του ν. 1401/1983 του άρθρου 36 2 του ν.δ. 136/1946 κάθε σύµβαση ανάληψης της ποινικής ευθύνης για αγορανοµικά αδικήµατα ορισµένης επιχείρησης από τρίτο πρόσωπο που δεν περιλαµβάνεται στα αναφερόµενα στο άρθ. 36 1 του ν.δ. 136/46 πρόσωπα είναι άκυρη σύµφωνα µε τις διατάξεις των άρθρων 174, 180 ΑΚ, 45-47 του ΠΚ που καθορίζουν περιοριστικώς τα υποκείµενα της ποινικής ευθύνης. 12 Θα αναλυθούν πιο κάτω διεξοδικότερα. ~ 3 ~

3. ΕΙΔΗ ΤΗΣ ΑΚΥΡΟΤΗΤΑΣ Η ακυρότητα διακρίνεται σε αρχική που υπάρχει ήδη κατά την κατάρτιση της δικαιοπραξίας 13 και σε επιγενόµενη που επέρχεται εκ των υστέρων µετά την κατάρτιση της δικαιοπραξίας 14. Διακρίνεται επίσης σε απόλυτη ακυρότητα όταν παραβιάζεται διάταξη που έχει τεθεί προς εξυπηρέτηση του γενικού συµφέροντος 15, ισχύει υπέρ 16 και κατά παντός 17, λαµβάνεται υπόψη αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο και είναι οριστική και αθεράπευτη 18, καθώς και σε σχετική ακυρότητα στην περίπτωση παραβάσεως διάταξης που έχει τεθεί προς προστασία ορισµένων µόνο προσώπων 19, η οποία προτείνεται µόνο από τα συγκεκριµένα πρόσωπα υπέρ των οποίων ετάχθη, κατά παντός όµως τρίτου, όπως και επί απόλυτης ακυρότητας, δεν λαµβάνεται υπόψη αυτεπάγγελτα 20 και µπορεί να θεραπευτεί µε τη µορφή παραιτήσεως από το δικαίωµα επικλήσεως των δικαιουµένων προσώπων. Σηµαντική, τέλος, είναι η διάκριση της ακυρότητας σε ολική και µερική. Η ολική ακυρότητα αφορά το σύνολο του περιεχοµένου της δικαιοπραξίας, ενώ η µερική ακυρότητα αφορά µέρος µόνο του περιεχοµένου 13 Π.χ. η ακυρότητα που οφείλεται σε ανικανότητα για δικαιοπραξία (ΑΚ 130-131), σε µη τήρηση του νόµιµου συστατικού τύπου (ΑΚ 159 1). 14 Π.χ. η ακυρότητα διαθέσεως του αντικειµένου που επιχειρήθηκε όσο εκκρεµούσε η αίρεση, µετά την πλήρωση της αίρεσης. 15 Π.χ. η ακυρότητα δικαιοπραξίας που έχει τεθεί έναντι των χρηστών ήθων (ΑΚ 178, 179). Βλ. Σχετικά Ππρβερ. 230/1992, ΝοΒ41/1993, σελ. 338,ΕφΘεσ 171/2001,Αρµ. 2001,813. 16 Π.χ. σε περίπτωση πώλησης την ακυρότητα µπορεί να την επικαλέσει όποιος έχει έννοµο συµφέρον, όχι µόνο οι συµβαλλόµενοι, εν προκειµένω και οι δανειστές του πωλητή. 17 Ακόµη και κατά της καλής πίστεως τρίτων. Κατ εξαίρεση προστασία των καλόπιστων τρίτων προβλέπεται από ειδικές διατάξεις όπως π.χ. επί εικονικότητας (ΑΚ 139), επί κτήσεως κινητού παρά µη κυρίου: (ΑΚ 1036). 18 Δεν χωρεί µεταγενέστερη αναγνώριση της δικαιοπραξίας από τα µέρη, ούτε συµβιβασµός, ούτε παραίτηση, ούτε θεραπεύεται µε την πάροδο του χρόνου ή την έκλειψη του λόγου ακυρότητας ή την οικεοθελή εκπλήρωση της άκυρης δικαιοπραξίας. 19 Π.χ. η ακυρότητα διαθέσεως αντικειµένου, διαθέσεως που απαγορεύεται από το νόµο, εφόσον η απαγόρευση αυτή έχει ταχθεί υπέρ ορισµένων µόνο προσώπων (ΑΚ 175, εδ. 2). Βλ. σχετικά: Δηµητρίου, Τι εστί σχετική ακυρότητα, ΕΕΝ 28, 499. 20 Απαιτείται επίκληση της δικαιοπραξίας από το δικαιούµενο να την επικαλεστεί πρόσωπο, όχι όµως αγωγή προς κήρυξη της. Μέχρι δε την επίκληση, η δικαιοπραξία αναπτύσσει πλήρως την ενέργεια της. ~ 4 ~

της δικαιοπραξίας. Το λοιπό δε µέρος είναι έγκυρο. Ο εισαγόµενος στο άρθρο 181 ΑΚ θεσµός της µερικής ακυρότητας. Συγκαταλέγεται µεταξύ των θεσµών που συντελούν στον περιορισµό των συνεπειών της ακυρότητας, καθώς η ακυρότητα µέρους δεν συνεπιφέρει την ακυρότητα του όλου, εάν δεν συνάγεται ότι οι συµβαλλόµενοι δεν θα επιχειρούσαν την δικαιοπραξία χωρίς το άκυρο µέρος 21. Ο θεσµός αυτός θα αναληθεί κατωτέρω µέσω µιας προσπάθειας ανάλυσης και ερµηνείας του ΑΚ 181 µε τη βοήθεια περιπτώσεων και παραδειγµάτων. ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ Η ΜΕΡΙΚΗ ΑΚΥΡΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΩΝ 22 1. ΓΕΝΙΚΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΜΕΡΙΚΗ ΑΚΥΡΟΤΗΤΑ α. Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΜΕΡΙΚΗΣ ΑΚΥΡΟΤΗΤΑΣ Ολική ακυρότητα είναι η ακυρότητα που καταλαµβάνει ολόκληρο το περιεχόµενο της δικαιοπραξίας. Μερική ακυρότητα είναι η ακυρότητα µέρους µόνο του περιεχοµένου της δικαιοπραξίας. Το άλλο µέρος της δικαιοπραξίας που δεν καταλαµβάνεται από τον ίδιο ή οποιονδήποτε άλλο λόγο ακυρότητας είναι καθ εαυτό έγκυρο. Συνεπώς, ενώ η ακυρότητα συνήθως καταλαµβάνει ολόκληρη τη δικαιοπραξία, οπότε και µιλάµε για ολική ακυρότητα, δεν αποκλείεται συγκεκριµένη δικαιοπραξία να πάσχει από µερική ακυρότητα. 21 Εξ αντιδιαστολής ερµηνεία του άρθρου 181 ΑΚ. 22 Βλ. Σχετικά: Απ. Γεωργιάδης, ό.π. σελ. 494 επ., Μ. Καράσης, ό.π., σελ. 120 επ., Κ. Παπαντωνίου, Γενικές Αρχές του Αστικού Δικαίου, Εκδόσεις Σάκκουλα (1983), σελ. 423 επ., Π.Β. Λάδας, Η ακυρότης της δικαιοπραξίας λόγω αντιθέσεως εις τα χρηστά ήθη, (1979), σελ. 241 επ., Αναστ.Δηµ.Παπαχρήστου, Γενικές Αρχές του Αστικού Κώδικος (ερµηνεία κατ άρθρο-νοµολογία), Εκδόσεις Σάκκουλα (1979), σελ. 445 επ., ΑΠ. Γεωργιάδης Μ. Σταθόπουλος, ό.π., σελ. 281 επ., Α. Τούσης, Γενικαί Αρχαί του Αστικού Δικαίου, Ηµίτοµος Β, (1978), σελ.549 επ., Α. Λιτζερόπουλος: Μερική Ακυρότης της δικαιοπραξίας κατ αποκλεισµόν της ολικής, εν Ερανίω Μαριδάκη, Συµπλήρωµα, σελ. 271 (1970), Γ. Μπαλής, ό.π. σελ. 199 επ., Ι. Αραβαντινός, Ακυρότης, µερική ακυρότης, µετατροπή (1957), Δ. Γιαννόπουλος, ό.π., σελ. 62 επ. σελ. ~ 5 ~

Μερική ακυρότητα νοείται σε περιπτώσεις που το τµήµα της δικαιοπραξίας, το οποίο δεν θίγεται από την ακυρότητα µπορεί να αποτελεί ισχυρή δικαιοπραξία. Το απλούστερο παράδειγµα είναι η σύµβαση, π.χ. πώληση, η οποία έχει ως αντικείµενο περισσότερα πράγµατα. Αν η πώληση του ενός είναι άκυρη (π.χ. περίπτωση του 175), η πώληση των άλλων πραγµάτων µπορεί να είναι έγκυρη. Ακόµη, σύµφωνα µε το 294, δικαιοπραξία για τόκο που υπερβαίνει το ανώτατο θεµιτό όριο, είναι άκυρη µόνο για «το υπερβάλλον». Η µερική ακυρότητα, µπορεί όµως να αναφέρεται και στη συµφωνία µε ένα από τα περισσότερα πρόσωπα που συµµετέχουν στη δικαιοπραξία π.χ. χρέος του Α προς τον Β εγγυώνται οι Χ και Ψ, από τους οποίους ο Ψ είναι ανίκανος. β. ΤΑ ΕΙΔΗ ΤΗΣ ΜΕΡΙΚΗΣ ΑΚΥΡΟΤΗΤΑΣ Όπως ειπώθηκε και πιο πάνω αναφορικά µε τα είδη της ακυρότητας, τα αυτά ταύτα ισχύουν και στην µερική ακυρότητα. Συνεπώς, η µερική ακυρότητα διακρίνεται σε απόλυτη και σε σχετική. Απόλυτη µερική ακυρότητα είναι ακυρότητα µέρους της δικαιοπραξίας, την οποία µπορεί να επικαλεστεί οποιοσδήποτε έχει έννοµο συµφέρον. Για παράδειγµα στην περίπτωση που η πώληση του ενός των περισσοτέρων πραγµάτων είναι άκυρη λόγω αντιθέσεως στα χρηστά ήθη, την ακυρότητα µπορούν να επικαλεσθούν όχι µόνο ο πωλητής ή ο αγοραστής, αλλά και οι δανειστές τους. Η ακυρότητα αυτή τίθεται για εξυπηρέτηση του δηµοσίου συµφέροντος. Για το λόγο αυτό λαµβάνεται υπόψη αντεπαγγέλτως από το δικαστήριο, αν προκύπτει από τα πραγµατικά περιστατικά που έχουν υποβληθεί σ αυτό, ενώ η παραίτηση από ~ 6 ~

το δικαίωµα επικλήσεως της είναι άκυρη. Σχετική, δε, µερική ακυρότητα 23 είναι η ακυρότητα, µέρους της δικαιοπραξίας, την οποία µπορούν να επικαλεσθούν ορισµένα µόνο πρόσωπα, υπέρ των οποίων θεσπίζεται, ή οι δανειστές τους µε πλαγιαστική αγωγή (ΚπολΔ 72). Επειδή η ακυρότητα αυτή τίθεται για την εξυπηρέτηση ιδιωτικού συµφέροντος, δεν λαµβάνεται υπόψη αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο, αλλά πρέπει να προταθεί από τον δικαιούµενο δικαστικά ή εξώδικα. Μέχρι τότε η δικαιοπραξία παράγει όλα τα έννοµα αποτελέσµατα της. Για παράδειγµα, στην περίπτωση που χρέος του Α προς τον Β εγγυώνται οι Χ και Ψ, από τους οποίους ο Ψ δεν είχε συνείδηση των πράξεων του ή βρισκόταν σε ψυχική ή διανοητική διαταραχή που περιόριζε αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησης του (ΑΚ 131 1) κατά την κατάρτιση της δικαιοπραξίας της εγγύησης, έχουµε σχετική ακυρότητα, η οποία µπορεί να προταθεί µόνο από τον Ψ και η οποία µέχρι την επίκληση της παράγει έννοµα αποτελέσµατα. Επίσης, η µερική ακυρότητα µπορεί να διακριθεί σε αρχική, όταν το ελάττωµα που την προκαλεί υφίσταται κατά την κατάρτιση της δικαιοπραξίας, όπως στο ανώτερω παράδειγµα που ο ένας των συνεγγυητών είναι δικαιοπρακτικά ανίκανος, και σε επιγενόµενη όταν η ακυρότητα του µέρους επήλθε µεταγενέστερα, όπως στην περίπτωση που όρος της δικαιοπραξίας ακυρώθηκε µε δικαστική απόφαση λόγω πλάνης. Βεβαίως, όσον αφορά την εφαρµογή της ΑΚ 181 είναι αδιάφορο αν η ακυρότητα του µέρους είναι αρχική ή επιγενόµενη. 23 Βλ. σχετικά: Α.Π. 583/1994, ΝοΒ 43/1995: Η πώληση οικοπέδου από τον πατέρα σε αγοραστή χωρίς την άδεια του δικαστηρίου (ΑΚ 1526) είναι άκυρη ως προς το µερίδιο των ¾ του ανήλικου γιου του. Πρόκειται για έλλειψη εξουσίας διαθέσεως που έχει ταχθεί από το νόµο προς το συµφέρον ορισµένων µόνο προσώπων (ΑΚ 175εδ2) οπότε και πρόκειται για περίπτωση µερικής σχετικής ακυρότητας βλ. Επίσης: ΠπρΒερ 230/1992, ΝοΒ 41/1993, 338, ΕφΘεσ 171/2001,Αρµ. 2001,813. ~ 7 ~

γ. ΟΙ ΛΟΓΟΙ ΤΗΣ ΜΕΡΙΚΗΣ ΑΚΥΡΟΤΗΤΑΣ 24 ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ Η µερική ακυρότητα µπορεί να στηρίζεται σε οποιονδήποτε λόγο ακυρότητας 25. Τέτοιοι λόγοι είναι η ανικανότητα για δικαιοπραξία (ΑΚ 128 επ.), η µη τήρηση του νόµιµου συστατικού τύπου (ΑΚ 159 1), τα ελαττώµατα της βουλήσεως του δικαιοπρακτούντος (ΑΚ 138: εικονικότητα, αστεϊσµός), τα ελαττώµατα του περιεχοµένου της δικαιοπραξίας (ΑΚ 174: η αντίθεση της δικαιοπραξίας στο νόµο, ΑΚ 178-179: η αντίθεση της δικαιοπραξίας στα χρηστά ήθη). Έτσι, για παράδειγµα στην περίπτωση που ο Α, ο Β και ο Γ συνάπτουν µία εταιρεία είναι δυνατόν η εταιρική σύµβαση να είναι έγκυρη ως προς τον Β και τον Γ, αλλά άκυρη ως προς τον Α, γιατί στερείται δικαιοπρακτικής ικανότητας 26, είτε γιατί είναι ανήλικος (ΑΚ 128 εδ1) είτε γιατί βρίσκεται σε πλήρη στερητική δικαστική συµπαράσταση (ΑΚ 128 εδ 2 134) είτε γιατί κατά την δεδοµένη στιγµή δεν έχει συνείδηση των πράξεων του ή βρίσκεται σε ψυχική ή διανοητική διαταραχή που περιορίζει αποφασιστικά τη βούλησή του (ΑΚ 131) είτε γιατί τελεί υπό επικουρική δικαστική συµπαράσταση και συνάπτει τη σύµβαση χωρίς τη συναίνεση του δικαστικού του συµπαραστάτη (ΑΚ 129 περ. 3, 433, 1683 εδ.γ, 1678 2). Επίσης, συλλογική σύµβαση εργασίας είναι άκυρη ως προς ανήλικο που συµπλήρωσε το δέκατο πέµπτο έτος, εφόσον συνάπτει τη συγκεκριµένη σύµβαση εργασίας χωρίς τη 24 Βλ. σχετικά: Μ. Καράσης, ό.π., σελ. 125 επ., Παπαντωνίου Κ.,ό.π. σελ. 425 επ., Τούσης, ό.π., Ηµίτοµος Α, σελ. 489 επ. 25 Ακολουθεί παράθεση περιπτώσεων για κάθε λόγο ακυρότητας. Κρίθηκε σκόπιµο ενόψει του αντικειµένου της διατριβής η µη ανάλυση των λόγων ακυρότητας, καθώς πρόκειται για θέµα που εντάσσεται στα πλαίσια εξέτασης της ολικής ακυρότητας. Οπότε θεωρήθηκε αρκετή και κατατοπιστική η παράθεση παραδειγµάτων σε σχέση µε την µερική ακυρότητα. 26 Σπυριδάκης Ι., Γενικές Αρχές του Αστικού Δικαίου (1985), σελ. 536. ~ 8 ~

συναίνεση των γονιών του ή των προσώπων που ασκούν την επιµέλειά του (ΑΚ 136). Επιπλέον, στην περίπτωση που ο Χ και ο Ψ, κύριοι όµορων κτηµάτων, καταρτίζουν εγγράφως σύµβαση µε την οποία: α) ο Χ επιτρέπεται να αποθέτει τα αγριόχορτα που µαζεύει κάθε φορά, όταν καθαρίζει το κτήµα του, στο κτήµα του Ψ έναντι 1.000 ευρώ ετησίως και β) ο Ψ πρέπει να µεταβιβάσει στον Β το ακίνητό του έναντι του τιµήµατος των 500.000 ευρώ µετά την πάροδο 10 ετών, η σύµβαση είναι άκυρη ως προς το µέρος µε το οποίο ο Ψ ανέλαβε την υποχρέωση να µεταβιβάσει την κυριότητα του ακινήτου του στον Χ, γιατί δεν περιβλήθηκε τον νόµιµο συστατικό τύπο, ήτοι τον τύπο του συµβολαιογραφικού εγγράφου (ΑΚ 159 1 και 369). Τα αυτά ταύτα ισχύουν και στην περίπτωση δωρεάς περισσοτέρων του ενός πραγµάτων. Δηλαδή η σύµβαση θα είναι άκυρη για το πράγµα ως προς το οποίο δεν καταρτίστηκε συµβολαιογραφικό έγγραφο. Το ίδιο και όταν συµφωνήθηκε η πώληση ποιµνίου µαζί µε τον τόπο εγκαταστάσεώς του µε ιδιωτικό έγγραφο. Ακόµη, στην περίπτωση που περισσότεροι εγγυώνται το χρέος του Α για παράδειγµα, η σύµβαση της εγγύησης είναι άκυρη ως προς τον εγγυητή του οποίου η δήλωση δεν περιελήφθη σε ιδιωτικό έγγραφο (ΑΚ 849). Πρόκειται για το νόµιµο συστατικό τύπο που θα πρέπει να τηρηθεί λόγω ανάγκης προστασίας του Α. Τα ίδια ισχύουν και στην περίπτωση της αφηρηµένης υπόσχεσης ή αναγνώρισης χρέους από περισσότερους (ΑΚ 873). Γενικότερα, στον νόµιµο συστατικό τύπο πρέπει να υποβληθεί ολόκληρο το περιεχόµενο της δικαιοπραξίας, όχι µόνο το ουσιώδες, αλλά και το επουσιώδες, οι παρεπόµενες συµφωνίες (π.χ. η συµφωνία ποινικής ρήτρας), οι µεταγενέστερες τροποποιήσεις (ΑΚ 164 ΑΚ). Η δε µικτή σύµβαση ~ 9 ~

υποβάλλεται στον τύπο µιας από τις συµβάσεις που την αποτελούν. Διατάξεις, λοιπόν, της δικαιοπραξίας που δεν έχουν περιβληθεί τον νόµιµο συστατικό τύπο είναι άκυρες οπότε και τίθεται ζήτηµα µερικής ακυρότητας. 27 Επίσης, είναι δυνατό µέρος της δικαιοπραξίας να είναι εικονικό (ΑΚ 138 1), δηλαδή η αµοιβαία συµφωνία των µερών να µην έχει γίνει στα σοβαρά, αλλά φαινοµενικά ως προς ένα τµήµα της Π.χ. ο Α πωλεί και µεταβιβάζει 2 ακίνητα αξίας στον γιο του Β, εκ των οποίων το ένα εικονικά είτε προς καταδολίευση των δανειστών του (απόλυτη εικονικότητα) είτε για να καλύψει δωρεά προς το σκοπό αποφυγής του βαρύτερου φόρου δωρεάς (σχετική εικονικότητα). Η εικονική δικαιοπραξία της πώλησης είναι άκυρη ως εικονική, ενώ η καλυπτόµενη δικαιοπραξία της δωρεάς είναι έγκυρη υπό την προϋπόθεση ότι οι συµβαλλόµενοι ήθελαν την δωρεά και τηρήθηκε ο συµβολαιογραφικός τύπος (ΑΚ 138 2 και 498). Περίπτωση δε που εµφανίζεται συχνά στην πράξη είναι η πώληση ακινήτου µε συµβολαιογραφικό έγγραφο, στο οποίο αναγράφεται για λόγους φοροδιαφυγής τίµηµα µικρότερο από το συµφωνηθέν. Κατά µία άποψη 28, η εµφανιζόµενη πώληση είναι άκυρη ως εικονική (ΑΚ 138 1). Άκυρη, επίσης, είναι και η καλυπτόµενη πώληση µε το πραγµατικό τίµηµα, αφού η συµφωνία για το τίµηµα αυτό δεν έχει περιβληθεί τον τύπο του συµβολαιογραφικού εγγράφου. Κατ άλλη ορθότερη άποψη 29, η σύµβαση είναι άκυρη ως εικονική (ΑΚ 138 1). Η καλυπτόµενη πώληση µε το µεγαλύτερο τίµηµα είναι έγκυρη, αλλά µόνο για το τίµηµα που αναγράφεται στο συµβόλαιο. Διότι, η πραγµατικά ηθεληµένη δικαιοπραξία µε το µεγαλύτερο τίµηµα υποβλήθηκε εν 27 Βλ. Σχετικά Μ. Καράσης, ό.π., σελ. 59-62 28 Μπαλής, Γεν. Αρχαί, 40, σ. 130 29 Γεωργιάδης, Γεν. Αρχές, 37 αρ. 12 και Ειδικό Ενοχικό Ι, 12 αρ. 13. Κατά δε τη νοµολογία του ΑΠ, η σύµβαση είναι έγκυρη, παρά την απόκρυψη του πραγµατικού τιµήµατος, και ως τίµηµα θεωρείται το αναγραφόµενο στο συµβόλαιο. ~ 10 ~

µέρει στον προσήκοντα τύπο και είναι ως προς αυτό το τµήµα έγκυρη (ΑΚ 138 2), θα συµπαρασύρονταν και αυτό το τµήµα σε ακυρότητα µόνο υπό τους όρους της ΑΚ 181. Τέλος, στην περίπτωση κρυψιβουλίας 30 ή αστεϊσµού 31 αναφορικά µε τµήµα µόνο της δικαιοπραξίας, η µερική ακυρότητα επέρχεται εφόσον ο αποδέκτης της δηλώσεως διέγνωσε την επιφύλαξη ή τον αστεϊσµό του δηλούντος. Εν συνεχεία, µπορεί µέρος της δικαιοπραξίας να αντίκειται σε απαγορευτική διάταξη νόµου 32, όπως π.χ. στην περίπτωση που ο Α δάνεισε ένα χρηµατικό ποσό στον Β µε ετήσιο τόκο (επιτόκιο) 50%, ενώ το ανώτερο ετήσιο ποσοστό του δικαιοπρακτικού τόκου που καθορίζεται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα είναι 9,25% ετησίως (αρ. 3 2 ν. 2842/2000). Συνεπώς, ενόψει της ΑΚ 294 όπου κάθε δικαιοπραξία για τόκο που υπερβαίνει το ανώτατο θεµιτό όριο είναι άκυρη ως προς το επιπλέον, ο όρος σχετικά µε τον τόκο του δανείου είναι άκυρος ως προς το πέραν το επιτρεπόµενο ύψος επιτόκιο. Εδώ δεν ανατρέπεται όλη η δικαιοπραξία, αλλά 30 Η δήλωση βουλήσεως γίνεται µε την εσωτερική επιφύλαξη του δηλούντος να µην ισχύσει το δηλωθέν και µε τη θέληση του δηλούντος να µην γνωρίζει ο αποδέκτης την επιφύλαξή του. Μπορεί να υποκρύπτει άλλη δικαιοπραξία (π.χ. ο Α υπόσχεται δωρεά, αλλά επιθυµεί χρησιδάνειο) ή όχι, προς το σκοπό παραπλάνησης κόκ. 31 Η δήλωση βουλήσεως δεν γίνεται στα σοβαρά, αλλά στα αστεία µε την πεποίθηση ότι αυτό θα γίνει αντιληπτό από τον άλλο (π.χ. πολιτικός δηλώνει οτι εγκαταλείπει το κόµµα του και πάει σ άλλο κόµµα). 32 Η απαγορευτική διάταξη είναι ένας κανόνας αναγκαστικού δικαίου που αποδοκιµάζει είτε την δικαιοπραξία καθεαυτή (περιεχόµενο ή επιδιωκόµενο αποτέλεσµα), είτε τις εξωτερικές συνθήκες συνάψεως της δικαιοπραξίας. Από την απαγορευτική διάταξη του νόµου δεν θα πρέπει να συνάγεται άλλη κύρωση. Η ακυρότητα είναι απόλυτη και πλήττει τόσο την υποσχετική όσον και την εκποιητική δικαιοπραξία εφόσον η απαγόρευση θέλει να εµποδίζει την µετακίνηση περιουσιακών αγαθών. Επίσης, αν η απαγόρευση δεν αναφέρεται στην υποσχετική σύµβαση, αλλά στην εκπλήρωση της παροχής τέτοιας συµβάσεως, πρόκειται, για νόµω απαγορευµένη παροχή και όχι για νόµω απαγορευτική δικαιοπραξία, οπότε και έχει εφαρµογή η ΑΚ 365. Η σύµβαση είναι έγκυρη αλλά συντρέχει περίπτωση νοµικής αδυναµίας παροχής που εξοµοιώνεται µε τη φυσική αδυναµία παροχής, οπότε και ο υποσχεθείς οφείλει στον ανασυµβαλλόµενο την αποκατάσταση του θετικού διαφέροντος (ΑΚ 365, 362-363). Υπάρχουν τέλος και οι δικαιοπραξίες προς καταστρατήγηση του νόµου. Αυτές είναι τυπικώς άψογες, οδηγούν όµως σε αποτέλεσµα που αποδοκιµάζεται από απαγορευτικές διατάξεις, όπως στην περίπτωση συνάψεως διαδοχικών συµβάσεων εργασίας ορισµένου χρόνου, αντί για σύµβαση αορίστου χρόνου προς το σκοπό καταστρατήγησης του κανόνα που υποχρεώνει τον εργοδότη σε αποζηµίωση του εργαζοµένου σε περίπτωση καταγγελίας της συµβάσεως αορίστου χρόνου. ~ 11 ~

κατά το µέρος της που συµφωνήθηκε τόκος που υπερβαίνει το ανώτατο θεµικό όριο 33. Τα ίδια ισχύουν και στην περίπτωση που έχει περιληφθεί, στη σύµβαση συµφωνία περί µη ευθύνης ενέκα δόλου ή βαριάς αµέλειας (ΑΚ 332 1). Ο όρος αυτός είναι άκυρος, αλλά δεν επηρεάζεται εκ της ακυρότητας το λοιπό µέρος της σύµβασης. Το ίδιο και αν και σε σύσταση ενεχύρου περιελήφθη η κατά την ΑΚ 1239 απαγορευµένη συµφωνία να περιέρχεται το ενέχυρο στον δανειστή, αν δεν ικανοποιηθεί εµπρόθεσµα. 34 Επίσης, είναι δυνατό η µερική ακυρότητα να οφείλεται στο ότι µέρος της δικαιοπραξίας προσκρούει στις ΑΚ 175-177 µε τις οποίες θεσπίζονται απαγορεύσεις διαθέσεως. 35 Έτσι, για παράδειγµα στην περίπτωση που ο Χ πουλά στον Ψ την κυριότητα ενός πράγµατος και την επικαρπία ενός άλλου, η πώληση είναι άκυρη ως προς το τµήµα της που αφορά την πώληση της επικαρπίας του ενός πράγµατος ενόψει της απόλυτης απαγόρευσης διάθεσης που τίθεται στην ΑΚ 1166, µε την οποία θεσπίζεται το αµεταβίβαστο της επικαρπίας. Ακόµη, αν ο πατέρας Α πουλήσει στον Τ το οικόπεδο που κληροδότησε σ αυτόν και στον γιο του Β η σύζυγος του Σ χωρίς να ζητήσει την άδεια του δικαστηρίου (1526 ΑΚ), η πώληση θα είναι άκυρη ως προς το µερίδιο των ¾ του ανηλίκου. Πρόκειται για περίπτωση σχετικής απαγόρευσης διαθέσεως 36 εκ του νόµου που έχει ταχθεί για την προστασία ορισµένων προσώπων. Από το συνδιασµό των διατάξεων 1526, 175 ΑΚ προκύπτει ότι ο 33 Βλ. σχετικά Πην.Χρ. Αγαλλοπούλου, Γενικές Αρχές του Αστικού Δικαίου, Εκδόσεις Αντ. Σάκκουλα (2003), σελ. 165-166. 34 Βλ. επίσης και τις διατάξεις των ΑΚ 598, 634, 679, 752 1 εδ.2, 753 1 εδ.3, 755, 766 εδ.2, 797 εδ.2, 808 εδ.2, 1726 2, 2015 όπως και στον ποινικό κώδικα ή σε ειδικούς νόµους. 35 ΑΚ 175: Απαγόρευση διαθέσεως εκ του νόµου. ΑΚ 175εδ.1: Απόλυτη απαγόρευση διαθέσεως που τάσσεται για λόγους γενικότερους συµφέροντος. ΑΚ 175εδ.2: Σχετική απαγόρευση διαθέσεως που τάσσεται για την προστασία ορισµένου προσώπου. ΑΚ 176: Απαγόρευση διαθέσεως µε δικαστική απόφαση. Η απαγόρευση τάσσεται κατά κανόνα µόνο υπερ ορισµένου προσώπου. ΑΚ 177: Απαγόρευση διαθέσεως µε δικαιοπραξία: Έχει ενοχική µόνο ενέργεια και δεν δρα στο κύρος της διαθέσεως. 36 Κατά την κρατούσα γνώµη πρόκειται για απόλυτη ακυρότητα: Βλ. σχετικά: Απ. Γεωργιάδης, ό.π., σελ. 498-499. ~ 12 ~

νοµοθέτης δεν θέλει να εκποιούνται τα περιουσιακά στοιχεία των ανηλίκων και κυρίως τα ακίνητα χωρίς έλεγχο του λόγου και της σκοπιµότητας της διάθεσης από το δικαστήριο, ακόµη και στην περίπτωση που η εκποίηση διενεργείται από τους γονείς του ανηλίκου, που ασκούν τη γονική µέριµνα 37. Τα ίδια ισχύουν και στην περίπτωση που η απαγόρευση διάθεσης έχει ταχθεί υπέρ ορισµένου προσώπου µε δικαστική απόφαση. Επιπλέον µέρος της δικαιοπραξίας µπορεί να αντίκειται στα χρηστά ήθη (ΑΚ 178) µε γνώµονα τις αντιλήψεις του µέσου χρηστού και υγιώς σκεπτόµενου κοινωνικού ανθρώπου 38. Πρόκειται για κρίση που ελέγχεται κάθε φορά απο το δικαστήριο και υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο του Αρείου Πάγου 39. Έτσι, είναι άκυρη η ρήτρα αγαµίας σε µία σύµβαση εργασίας και δεν επισύρει την ακυρότητα ολόκληρης της δικαιοπραξίας, ακόµη και αν τα µέρη απέδωσαν αποφασιστική σηµασία στην ρήτρα. Η ακυρότητα της ρήτρας αποσκοπεί στην παρεµπόδιση επεµβάσεως του εργοδότη στις προσωπικές νοµικές σχέσεις του εργαζοµένου, ως έκφραση της προστασίας της προσωπικότητας του εργαζοµένου (ΑΚ 57). Η ολική ακυρότητα και η απώλεια της εργασίας θα ερχόταν σε αντίφαση µε την ανωτέρω προστασία της προσωπικότητας του εργαζοµένου. Επίσης, η συµφωνία γιατρού και ασθενή περί υποβολής του τελευταίου σε εγχείρηση, συνοδευόµενη από υπόσχεση ευθανασίας σε περίπτωση που η εγχείρηση αποδείξει το ανίατο της ασθένειας είναι άκυρη µόνο ως προς το δεύτερο σκέλος. Κατά τον ίδιο τρόπο η 37 Βλ. Σχετική νοµολογία: ΑΠ 583/1994, ΝοΒ 43/1995, 810, ΑΠ 1492/1977, ΝοΒ 26/1978, 1199. 38 Π.χ στην περίπτωση που η δικαιοπραξία δεσµεύει υπέρµετρα την ελευθερία του προσώπου όπως για πδ δικαιοπραξία την οποία δεµσεύεται το δικαίωµα στην προσωπικότητα (ΑΚ 57) ή το εκλογικό δικαίωµα κοκ. Καθώς και δικαιοπραξίες που προωθούν ανήθικο αποτέλεσµα εις βάρος τρίτου ή της ολότητας π.χ. η συµφωνία για τέλεση εγκληµατικής πράξης είναι απολύτως άκυρη. Πλήττει τόσο την υποσχετική, όσο και την εκποιητική δικαιοπραξία, εφόσον είναι αιτιώδης. 39 Βλ. αναλυτικότερα: Παν. Β. Λαδάς, Η ακυρότητα της δικαιοπραξίας λόγω αντιθέσεως εις τα χρηστά ήθη, Εκδόσεις Σάκκουλα (1979), σ. 241 επ. ~ 13 ~

συµφωνία περί µή ασκήσεως του επαγγέλµατος του χρυσοχόου µε αληθινά ή µε µη γνήσια κοσµήµατα σε ορισµένο τόπο κρίνεται ισχυρή µόνο ως προς τα µη γνήσια κοσµήµατα. Τέλος, µερική ακυρότητα, δεν αποκλείεται και στην περίπτωση των αισχροκερδών δικαιοπραξιών (ΑΚ 179) 40. Η δικαιοπραξία θα είναι τότε έγκυρη κατά το µέρος για το οποίο θα υπάρχει αναλογία παροχής και αναπαροχής και άκυρη µόνο για το υπερβάλλον. Ο κερδοσκοπών δύσκολα θα µπορεί στην περίπτωση αυτή να επικαλεσθεί, κατ εφαρµογή της ΑΚ 181, ολική ακυρότητα. Συνεπώς, αν ο Γ πωλήσει στον Δ 2 γλυπτά, εκ των οποίων το ένα για 80.000 ευρώ, ενώ η αγοραία αξία του δεν υπερβαίνει τα 10.000 ευρώ, εκµεταλλευόµενος την απειρία του Δ, τότε η πώληση θα είναι άκυρη ως προς το ένα γλυπτό. 2. Η ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ ΑΚ 181-ΑΝΑΛΥΣΗ α. ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ α.α. Η Περιορισµένη ενέργεια του λόγου ακυρότητας Επειδή, κατ άρθρον 181 ΑΚ «η ακυρότητα µέρους συνεπιφέρει την ακυρότητα ολόκληρης της δικαιοπραξίας, αν συνάγεται ότι δεν θα είχε επιχειρηθεί χωρίς το άκυρο µέρος», συνάγεται ότι η ολική ακυρότητα περιλαµβάνει ολόκληρη την δικαιοπραξία, ενώ η µερική αφορά µέρος µόνο αυτής. Για την εύρεση, λοιπόν, ύπαρξης σχέσεως µερικής ακυρότητας προαπαιτείται η εύρεση και η αφαίρεση του µέρους εκείνου για τα οποίο 40 Πρόκειται για επαχθείς αµφοτεροβαρείς (π.χ. πώληση) ή ετεροβαρείς (π.χ. έντοκο δάνειο) δικαιοπραξίες περιουσιακού δικαίου όπου υπάρχει φανερή δυσαναλογία µεταξύ παροχής και αντιπαροχής. Στηρίζονται στην εκµετάλλευση της ανάγκης, κουφότητας ή απειρίας του άλλου προς το σκοπό αποκόµισης περιουσιακών ωφεληµάτων είτε για τον κερδοσκοπώντα είτε για κάποιον τρίτο. Η ακυρότητα είναι απόλυτη και καταλαµβάνει τόσο την υποσχετική όσο και την εκποιητική δικαιοπραξία ανεξαρτήτως του αιτιώδους ή αναιτιώδους αυτής. ~ 14 ~

επέρχεται η ακυρότητα. Συνεπώς, η διάγνωση του ανίατου ελαττώµατος που πλήττει την δικαιοπραξία οδηγεί στην ανεύρεση του αφαιρετέου µέρους. Το ανίατο δε ελάττωµα µπορεί να αφορά οποιονδήποτε όρο της δικαιοπραξίας. Ωστόσο, η µερική ακυρότητα προϋποθέτει όχι ότι ο λόγος (η αιτία) της ακυρότητας δηλαδή το ελάττωµα, αφορά µέρος της δικαιοπραξίας, αλλ ότι η ενέργεια της ακυρότητας, κατά την έννοια του νόµου πλήττει µέρος µόνο της δικαιοπραξίας, κάποιον όρο αυτής 41. Διότι είναι δυνατόν ο λόγος της ακυρότητας, δηλαδή το ελάττωµα να αφορά µέρος µόνο της δικαιοπραξίας και παρόλ αυτά η ενέργεια της ακυρότητας να είναι ολική, δηλαδή η δικαιοπραξία να είναι εξ ολοκλήρου άκυρη όπως για παράδειγµα σε περίπτωση πώλησης, όπου το τίµηµα είναι αόριστο. Δυνατόν είναι, επίσης, ο λόγος της ακυρότητας να αφορά ένα µόνο από τα µετέχοντα στη δικαιοπραξία πρόσωπα και παρόλ αυτά η ενέργεια της ακυρότητας αυτής, να επεκτείνεται κατά την έννοια του νόµου σε ολική ακυρότητα π.χ. επί επιλογής υπό πλειόνων δανειστών ή οφειλετών (ΑΚ 306 2), επί υπαναχωρήσεως υπό πλειόνων ή κατά πλειόνων (ΑΚ 396), επί εξωνήσεως υπέρ ή κατά πλειόνων (ΑΚ 572) 42, επί καταγγελίας εταιρίας από έναν έταιρο προς όλους τους υπόλοιπους. Επίσης, στις περιπτώσεις των άρθρων 771, 1122. Στα θέµατα αυτά ο νόµος δεν παραδέχεται µερική (δηλαδή υποκειµενική) ενέργειας της ακυρότητας. Εποµένως, αν η επιλογή, η υπαναχώρηση, η αναστροφή, η εξώνηση, η καταγγελία κλπ.είναι για κάποιο λόγο άκυρη για έναν από τους µετέχοντες, 41 Βλ. σχετικά: εφαθ 4196/2003-ΕλλΔνη 2004, σελ. 1467. 42 Αν η δήλωση εξώνησης δεν ασκηθεί έστω και από ένα από τα µετέχοντα πρόσωπα ή παραλειφθεί να ασκηθεί κατά ενός από τα αρµόζοντα πρόσωπα ή ασκηθεί µεν κατ αυτών, αλλά δεν περιβληθεί τον νόµιµο συστατικό τύπο για ένα από αυτά, τότε η δήλωση προς τους λοιπούς δεν έχει καµία αξία βάσει του νόµου και συνεπώς δεν δύναται να γίνει λόγος περί εφαρµογής του άρθρου. Σε παρόµοιες, λοιπόν, περιπτώσεις πρόκειται µάλλον για ατελείς δικαιοπραξίες, για την ολοκλήρωση των οποίων απαιτείται να λάβει χώρα και το παραλειπόµενον µέρος τους, και όχι για µερικώς άκυρες δικαιοπραξίες: βλ. σχετικά: Γιαννόπουλος, ό.π. σελ. 62-63. ~ 15 ~

χωρεί ολική ακυρότητα, αφού και εξαρχής δεν θα ήταν ισχυρή αν γινόταν µόνο από έναν 43. ββ. Η ενιαία δικαιοπραξία 44 Η εφαρµογή του κανόνος της ΑΚ 181 προϋποθέτει ενιαία δικαιοπραξία. Ενιαία δικαιοπραξία είναι προπάντων ένας ορισµένος τύπος συµβάσεων (π.χ. πώληση, µίσθωση πραγµάτων κτλ). Συνεπώς, η ΑΚ 181 δεν εφαρµόζεται σε περισσότερες συνδεδεµένες µεταξύ τους δικαιοπραξίες. Εν προκειµένω, δεν τίθεται θέµα ολικής µερικής ακυρότητας, αλλά ουσιαστικά περί τρόπου αλληλεξάρτησης τους 45. Εποµένως, δεν πρόκειται περί µερών µιας και της αυτής δικαιοπραξίας, αλλά περί περισσότερων αλληλεξαρτηµένων- για διαφορετικό λόγο κάθε φορά- δικαιοπραξιών. Δεν δύναται, λοιπόν, να θεωρηθεί ότι οι εκ των συνδεοµένων άκυρες δικαιοπραξίες είναι άκυρα µέρη των λοιπών, οι οποίες είναι ισχυρές π.χ. αν ο Α αγοράσει από τον Β το άλογό του και µισθώσει τον σταύλο του, η τυχόν ακυρότητα της πωλήσεως του ίππου, δεν επιφέρει την ακυρότητα της µισθώσεως του σταύλου καθώς η ισχύς κάθε συµβάσεως κρίνεται αυτοτελώς. Συνεπώς, δεν εφαρµόζεται εν προκειµένω η ΑΚ 181, καθώς η άκυρη πώληση του ίππου δεν αποτελεί αφαιρετέο µέρος της ισχυρής µίσθωσης του σταύλου. 43 Βλ. σχετικά: Μπαλής, ό.π. σελ. 199-200. Αντίθετα, όµως: Ι. Αραβαντικός, Ακυρότης, µερική ακυρότης, µετατροπή, Εκδόσεις Σάκκουλα (1957), σελ. 35 υποσηµ. 12: Η άποψη αυτή δεν είναι ορθή, διότι στα θέµατα, στα οποία η ενέργεια της ακυρότητας είναι περιορισµένη, όπως στην περίπτωση της ΑΚ 294, αποκλείεται η εφαρµογή της ΑΚ 181. Άλλωστε από τα παραδείγµατα που παραθέτει, συνάγεται ότι αυτός ως περιπτώσεις περιορισµένης ενέργειας της ακυρότητας αντιλαµβάνεται τις άκυρες δικαιοπραξίες που επιδέχονται επιµερισµό, ως περιπτώσεις σε ολικής ενέργειας της ακυρότητας τις άκυρες, ανεπίδεκτες επιµερισµού δικαιοπραξίες. 44 Βλ. σχετικά: Λαδάς, ό.π., σελ. 244, Αραβαντικός, ό.π., σελ. 34. 45 Π.χ στην περίπτωση υποσχετικής και της συναφούς προς αυτήν εκποιητικής δικαιοπραξίας, ποια θα είναι η τύχη της δεύτερης, αν η πρώτη είναι άκυρη. ~ 16 ~

Ωστόσο, ενιαία δικαιοπραξία µε την εδώ έννοια αποτελούν όµως και περισσότερες αυτοτελείς δικαιοπραξίες που συνάπτονται από τους ίδιους συµβαλλόµενους µε εξωτερικώς ενιαία πράξη, οι οποίες βρίσκονται σε άρρηκτο σύνδεσµο µεταξύ τους και αποτελούν ενόψει του περιεχοµένου και του σκοπού τους ενιαία οικονοµική ενότητα 46. Η ενότητα αυτή κρίνεται τόσο αντικειµενικώς, όπως στην περίπτωση πώλησης µαζί µε δάνειο του τιµήµατος στον αγοραστή, µίσθωσης του πράγµατος στον πωλήτη, συνάψεως σύµβασης εργασίας και µίσθωσης χώρου κατοικίας στον εργαζόµενο, συνάψεως δανείου µαζί µε εγγύηση, συνάψεως ενεχύρου ή υποθήκης προς εξασφάλιση του δανειοδότη, συνάψεως συµβάσεως εργασίας µαζί µε την αναγκαία για την πραγµάτωση της εργασίας ή της εντολής πληρεξουσιότητα, όσο και υποκειµενικώς όπως στην περίπτωση αγοράς πράγµατος από περισσότερους, όπου έκαστος πουλά το ίδιο µέρος του πράγµατος. Περαιτέρω, οι συνδεόµενες δικαιοπραξίες δεν απαιτείται να είναι οµοειδής, αλλά είναι δυνατό να είναι η µία εµπράγµατη και η άλλη ενοχική π.χ. µίσθωση οικοδοµής προς το σκοπό άσκησης επαγγέλµατος και αγορά των χρήσιµων για το επάγγελµα τούτο εγκαταστάσεων. Η ενότητα δε αυτή υπάρχει, όταν η σύναψη της µιας αυτοτελούς δικαιοπραξίας εξαρτήθηκε και από τα δύο µέρη από τη σύναψη της άλλης, όταν κατά βούληση των δικαιοπρακτούντων η ενέργεια µίας δικαιοπραξίας αποτελεί αίρεση για την ισχύ της άλλης ή όταν ορίζουν ότι µόνο µαζί µπορούν να ισχύσουν. Τούτο αποτελεί ζήτηµα ερµηνείας, λαµβάνεται υπόψη η πραγµατική και όχι η υποτιθέµενη βούληση των συµβαλλοµένων µερών κατά 46 ΑΠ 627/69 ΝοΒ 18/431, ΕφΑθ 6165/1982, Αρµ. 1983, 380, ΕφΑθ 3327/1999, ΝοΒ 2000, 485. ~ 17 ~

τον χρόνο συνάψεως µε κριτήριο τις υγιείς αναλήψεις των συναλλαγών, τον οικονοµικό σκοπό και τις εκάστοτε συνθήκες. Πάντως, το όλο θέµα ξεκίνησε από τη θεωρία 47 και συγκεκριµένα από τις περιπτώσεις, στις οποίες πίστευε ότι ήταν αναγκαίος ο περιορισµός της αρχής του αναιτιώδους των δικαιοπραξιών, θεωρώντας την αναιτιώδη δικαιοπραξία, λόγω της οικονοµικής της συνάφειας ως µέρος της δικαιοπρακτικής ενότητας µε αποτέλεσµα την επέκταση και σ αυτή της ακυρότητας που έπληττε την αιτία αυτής υποσχετική δικαιοπραξία. Ωστόσο, ενιαία δικαιοπραξία µε την εδώ έννοια δεν αποτελεί η αφηρηµένη εκποιητική µαζί µε την υποσχετική δικαιοπραξία που αποτελεί την αιτία της (π.χ. η σύµβαση µεταβιβάσεως της κυρότητας ακινήτου κατ ΑΚ 1033 µαζί µε την πώληση κατ ΑΚ 513), διότι διαφορετικά θα ετίθετο εκποδών η θεµελιώδης αρχή του αναιτιώδους, η οποία θέλει την εκποιητική δικαιοπραξία έγκυρη σε κάθε περίπτωση, δηλαδή ανεξαρτήτως της υπάρξεως και του κύρους της αιτίας της. Βέβαια, τα µέρη µπορούν, εφόσον διατηρούν αµφιβολία ως προς το κύρος της ενοχικής δικαιοπραξίας, να προσθέσουν στην εκποιητική δικαιοπραξία αίρεση µε την οποία να εξαρτούν την ισχύ της τελευταίας από την ισχύ της υποσχετικής 48. Σε περίπτωση ακυρότητας της αιτίας και έγκυρης µεταβίβασης χωρεί αναζήτηση κατά τους όρους του αδικαιολογήτου πλουτισµού. 49 47 Βλ. σχετ. Αραβαντινός, ό.π., σελ. 34: Αδιαίρετοι κατά την βούληση του νοµοθέτη είναι η υποσχετική και η εκποιητική δικαιοπραξία περί ακινήτου, καθώς η ακυρότητα της υποσχετικής, λόγω του κατ ΑΚ 1033 αιτιώδους, επάγεται την ακυρότητα της εκποιητικής, βλ. επίσης: Μπαλής, ό.π., σελ. 201. 48 Βλ. σχετικά: Μ. Καράσης, ό.π., σελ. 121, Απ. Γεωργιάδης-Μ. Σταθόπουλος, ό.π., σελ. 282. 49 Τα ίδια ισχύουν και στην περίπτωση πώλησης και παράδοσης κινητού. Η τυχόν ακυρότητα της πώλησης δεν επηρεάζεται το κύρος της συµβάσεως της παράδοσης, εφόσον δεν αποδεικνύεται ότι τα µέρη έθεσαν ως όρο της µεταβίβασης την ισχύ της πώλησης. Το ίδιο και στην περίπτωση εκχώρησης απαιτήσεως λόγω πώλησης. Αν η πώληση είναι άκυρη (διότι π.χ. δεν εδόθη τίµηµα), δεν επηρεάζεται το κύρος της εκχωρήσεως. ~ 18 ~

Τέλος, αξιοσηµείωτον ότι η ανωτέρω βούληση των µερών περί συσχετίσεως δύο ή περισσότερων δικαιοπραξιών, ώστε καµία από αυτές να αποτελεί µέρος µιας δικαιοπρακτικής ενότητας είναι ελεύθερη και δεν επηρεάζεται από το νόµο. Η βούληση αυτή είναι πάντοτε επιτρεπτή και πρέπει να διακρίνεται από τη βούληση των µερών ως παράγοντα της µετατροπής της µερικής ακυρότητας σε ολική. 50 γγ Η διαιρετότητα της δικαιοπραξίας 51 Δεύτερη προϋπόθεση εφαρµογής της διατάξεως του άρθρου 181 ΑΚ αποτελεί η διαιρετότητα της δικαιοπραξίας, η δυνατότητα δηλαδή κατάτµησης, της δικαιοπραξίας σε διάφορα µέρη χωρίς µεταβολή του περιεχοµένου της, διότι διαφορετικά θα επρόκειτο περί µετατροπής. Με άλλα λόγια ενόψει του ότι η µερική ακυρότητα αφορά µέρος µόνο της δικαιοπραξίας, το «φαινόµενο» της διάσπασης της δικαιοπραξίας σε έγκυρα και άκυρα µέρη, µπορεί να συµβεί µόνο σε δικαιοπραξία µε διαιρετό περιεχόµενο, δηλαδή σε δικαιοπραξία που µπορεί να διαιρεθεί σε δύο τουλάχιστον αυτοτελή τµήµατα, το καθένα από τα οποία αποτελεί περιεχόµενο αυτόνοµης ρυθµίσεως (ιδιαίτερης συµφωνίας), δηλαδή µπορεί να επιχειρηθεί σαν αυτοτελής δικαιοπραξία 52. Όπως για παράδειγµα η πώληση περισσότερων πραγµάτων 50 Π.χ. ο Α και Π συµφωνούν µε ιδιωτικό έγγραφο την πώληση µίας υπό ανέγερση οικοδοµής και την αποπεράτωση της. Η σύµβαση αυτή είναι µικτή και ειδικότερα αποτελείται από τη σύµβαση πώλησης του ακινήτου και τη σύµβαση έργου για την κατασκευή της οικοδοµής. Συνεπώς βούληση των Α και Π είναι οι δύο αυτές συµβάσεις να αποτελέσουν µία ενιαία εξωτερικώς δικαιοπρακτική ενότητα, καθώς εξαρτούν τη σύνοψη της µίας από τη σύναψη της άλλης. Η ακυρότητα της πώλησης λόγω µη τήρησης του νόµιµου τύπου (ΑΚ 159 1, 369, 1033) έχει ως συνέπεια και την ακυρότητα,διότι ως συνάγεται ενόψει του σκοπού των συµβαλλοµένων για την αλληλεξάρτηση των περισσότερων παροχών, οι Α και Π δεν θα ήθελαν την δεύτερη σύµβαση αν γνώριζαν την ακυρότητα της πρώτης (ΑΚ 181). Βλ. σχετικά. Απ.Γεωργιάδης, ό.π., σελ. 497. 51 Βλ. σχετικά: Λαδάς, ό.π., σ. 245 επ., Αραβαντινός, ό.π., σελ. 35 επ. 52 Βλ. σχετικά, ΑΠ 627/69, ΝοΒ 18, σελ. 431: Κατά το άρθρο 181 ΑΚ, η µερική ακυρότητα δικαιοπραξίας µπορεί να αναφέρεται και σε µέρος µόνο διαθήκης, όπως σε διάταξη ~ 19 ~

ως προς ένα από τα οποία δεν τηρήθηκε ο απαιτούµενος τύπος (π.χ. πωλώ µε ιδιωτικό συµφωνητικό ένα διαµέρισµα και τους επτά πίνακες ζωγραφικής που βρίσκονται σ αυτό: Ως προς το ακίνητο η πώληση είναι άκυρη κατα της ΑΚ 159 1 και 369, ενώ ως προς τους πίνακες έγκυρη). Έτσι, σε δικαιοπραξία µε αδιαίρετο περιεχόµενο µερική ακυρότητα δεν είναι νοητή. 53 Εννοείται, δε ότι η µερική ακυρότητα δεν θα πρέπει να αφορά ουσιώδη στοιχεία της συµβάσεως, διότι τότε η ακυρότητα είναι από τη φύση της δικαιοπραξίας ολική (δηλαδή επεκτείνεται και στο άλλο µέρος). Αν π.χ. είναι άκυρη η πρόταση για σύµβαση (λ.χ. λόγω εικονικότητας), η δήλωση αποδοχής καθίσταται άνευ αντικειµένου και άκυρη είναι και η ίδια η σύµβαση. Τα ίδια ισχύουν και επί προσδιορισµού του τιµήµατος χωρίς προσδιορισµό του πράγµατος, καθώς και στην περίπτωση που η ανηθικότητα πλήττει το τίµηµα, σε µια αισχροκερδή πώληση, ως και στην περίπτωση της αυτοσύµβασης (ΑΠ 174/62, ΝοΒ10, 777). Η τοιάυτη όµως αυτοτέλεια δέον, όµως, να υφίσταται στο πλαίσιο µίας ενιαίας δικαιοπραξίας. Και βάσει των προαναφερθέντων, ενιαία δικαιοπραξία είναι προπάντων ένας ορισµένος τύπος συµβάσεως (π.χ. πώληση κοκ). Στην περίπτωση αυτή η µερική ακυρότητα µπορεί να αναφέρεται σε οποιονδήποτε καταπιστεύµατος, η οποία αποτελεί ιδιαίτερη δικαιοπραξία και υπόκειται σύµφωνα µε το άρθρο 1783 ΑΚ αυτοτελώς, ως διάταξη διαθήκης, σε ακύρωση (Φίλιος, Κληρ. Δ. Ειδ. 81). Εξάλλου, η διάταξη διαθήκης που αφορά το καταπίστευµα, ως ιδιαίτερη δικαιοπραξία, είναι δυνατόν, κατά τα γενικώς ισχύοντα, να διαιρείται σε περισσότερα αυτοτελή τµήµατα, εφόσον καθένα από αυτά επιδέχεται αυτόνοµη ρύθµιση (Τούσης, Γεν. Αρχ. (1962), σ. 547, σηµ.2) βλ. επίσης: ΑΠ 305/79, ΝοΒ 27, σελ. 1296, ΠΠΑ 3517/83, Δνη 25/σελ. 216, ΕφΑθ 3327/1999, ΝοΒ 2000, σελ. 485. 53 Βλ. σχετ. : Χ. ΚΑΡΑΤΖΑΣ 2004, ΔΕΝ 2004, 606, ΕφΑθ 11108/ 1995, ΔΕΕ 1996, 406, ΑΠ 443/693, ΕΔ Γ, 755 π.χ. υπαναχώρηση που ασκείται από περισσότερους, εκ των οποίων, ο ένας είναι ανήλικος παραµένει άκυρος, ως προς όλους, διότι η δικαιοπραξία αυτή δεν επιδέχεται επιµερισµού. Αντιθέτως σε πολυπρόσωπες ενοχές, όπως είναι η εγγύηση, αν ο ένας εκ των εγγυητών είναι ανήλικος, διατηρείται η εγγύηση ως προς τους λοιπούς, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις της ΑΚ 181, καθώς η δικαιοπραξία αυτή είναι επιδεκτική διαιρέσεως. Ενόψει τούτων, ο Αραβαντινός θεωρεί µη ορθή την άποψη του Μπαλή αναφορικά µε την περιορισµένη ενέργεια της δικαιοπραξίας ως προϋπόθεση εφαρµογής της ΑΚ 181. Βλ. σχετικά: Αραβαντινός, ό.π., σελ. 35, υποσηµ. 12. ~ 20 ~