Ενδεικτικές απαντήσεις στα θέματα των εξετάσεων στο μάθημα «Ασκήσεις Αστικού και Αστικού Δικονομικού Δικαίου» (Εξετ. Περίοδος Σεπτεμβρίου 2014)



Σχετικά έγγραφα
Έχει ανακύψει εκατοντάδες φορές το ζήτημα τα τελευταία χρόνια στην ελληνική νομολογία και

Αρχές Δικαίου Επιχειρήσεων Διάλεξη 3 η. Νικόλαος Καρανάσιος

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ 8 ο ΜΑΘΗΜΑ

ΕΞΕΤΑΣΤΕΑ ΥΛΗ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

Του Συνεργάτη μας Ηλία Κοντάκου, Δικηγόρου, υπ. Διδάκτορoς Παν/μίου Αθηνών ΚΥΡΙΟΤΗΤΑ Β. ΚΤΗΣΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΟΤΗΤΑΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΑΣ (ΕΚΠΑ) ΚΑΤΑΤΑΚΤΗΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΑΚ. ΕΤΟΥΣ ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Α. ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ Β. ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΕΝΟΧΕΣ

Του Συνεργάτη μας Ηλία Κοντάκου, Δικηγόρου, υπ. Διδάκτορoς Παν/μίου Αθηνών

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ 6 ου ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

1. Δωρεά κινητού, τήρηση τύπου, αρνητική αναγνώριση χρέους

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Συντάκτης: Ομάδα Καθηγητών

Συγκροτήθηκε από την Ειρηνοδίκη όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Ειρηνοδικείου Αθηνών, με την παρουσία της Γραμματέως

Πρόλογος... VII Πρόλογος στην πέμπτη έκδοση... VIII Πρόλογος στην τέταρτη έκδοση... IΧ Πρόλογος στην τρίτη έκδοση... ΧI Πρόλογος στη δεύτερη

Ζήτημα τρίτο (βαθμοί 2) Να απαντήσετε αιτιολογημένα εάν η εκχώρηση είναι υποσχετική και αιτιώδης σύμβαση.

ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΞΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΟΤΗΤΑΣ ΑΝΩΝΥΜΩΝ ΜΕΤΟΧΩΝ* Ελευθέριου Σκαλίδη Καθηγητή Πανεπιστημίου

Ζαμπυρίνης Μιχάλης Γκούμα Κατερίνα

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑΤΑ ΠΑΡΑΔΟΣΕΩΝ 7 ου ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

Στοιχεία Αστικού Δικαίου - 4 ο Μάθημα

Γ Ν Ω Μ Ο Δ Ο Τ Η Σ Η

Επεξηγήσεις - Αναλύσεις - Ειδικά ζητήματα- Παραδείγματα

ΠΕΡΙ ΠΑΡΑΓΡΑΦΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ

Έντυπο Προσφοράς Αγοράς Ακινήτου προς την Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρία Λτδ [η «Τράπεζα»]

Αρ. Απόφασης 5679/2015 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ _ *

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3413, 16/6/2000

ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΙΟΥΝΙΟΣ Ονοματεπώνυμο:. Α.Μ.: /..

Ο περί Πωλήσεως Γης (Ειδική Εκτέλεση) Νόµος (ΚΕΦ.232)

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΟλΑΠ 18/1999

Περιεχόμενα ΘΕΜΑΤΑ ΠΟΛΛΑΠΛΩΝ ΕΠΙΛΟΓΩΝ Πρόλογος... 7

1 Μνηστεία Επιστροφή δώρων και συμβόλων

Αποφάσεις Ανωτάτου Δικαστηρίου & Επαρχιακών Δικαστηρίων ανά άρθρο του Νόμου ΛΕΥΚΩΣΙΑ Λούης Παρλάς

περιεχόμενα Πρόλογος 15 Εισαγωγή "ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΔΙΑΙΡΕΣΗ ΤΟΥ ΑΙΚΑΙΟΥ"

ΠΑΣΠ ΝΟΜΙΚΗΣ ΑΘΗΝΑΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΝΟΧΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΠΑΣΠ ΝΟΜΙΚΗΣ - 1 -

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ. Δίκαιο είναι το σύνολο των ετερόνομων κανόνων που ρυθμίζουν με τρόπο υποχρεωτικό την κοινωνική συμβίωση των ανθρώπων.

Δίκτυο Υπηρεσιών Πληροφόρησης & Συμβουλευτικής Εργαζομένων και Ανέργων

PUBLIC ΤΟΣΥΜΒΟΥΛΙΟ 9755/98 LIMITE JUSTCIV59 ΣΗΜΕΙΩΜΑ. της Προεδρίας ΡΩΜΗΙ

ΠΡΟΣ. Το Δ.Σ. του Συνεταιρισμού Διεθνής Ιπποκράτειος Πολιτεία

ΦΥΛΛΑΔΙΟ ΟΡΩΝ ΠΩΛΗΣΗΣ ΑΚΙΝΗΤΩΝ

Εργασιακά Θέματα. Καταχρηστική καταγγελία σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου εκ μέρους του εργοδότη

Οδηγίες για την υποβολή αίτησης ρύθµισης των οφειλών υπερχρεωµένων φυσικών προσώπων στο Ειρηνοδικείο

Αποφάσεις Ανωτάτου Δικαστηρίου & Επαρχιακών Δικαστηρίων ανά άρθρο του Νόμου ΛΕΥΚΩΣΙΑ Λούης Παρλάς

Του Συνεργάτη μας Ηλία Κοντάκου, Δικηγόρου, υπ. διδάκτορος Παν/μίου Αθηνών ΦΥΣΙΚΟ ΠΡΟΣΩΠΟ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

(EEL 280/ ) την απόκτηση δικαιώματος χρήσης ενός ή περισσοτέρων ακινήτων υπό καθεστώς χρονομεριστικής

Ταχ. /νση :Ερµού ΠΡΟΣ: ΑΠΟ ΕΚΤΕΣ Ταχ. Κώδ. : ΑΘΗΝΑ ΠΙΝΑΚΑ ΙΑΝΟΜΗΣ Τηλέφωνο : FAX :

Καταχρηστικές ρήτρες σε συµβάσεις: Τι πρέπει να προσέχουν οι αγοραστές ακινήτων

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Β ΓΕΝΙΚΟΙ ΟΡΟΙ ΣΥΜΒΑΣΗΣ. Άρθρο 1 ο. Αντικείμενο της Σύμβασης

ΕΙΣΑΓΩΓΗ. 1. Ρύθμιση

ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ ΑΠΟΣΒΕΣΤΙΚΗ ΠΡΟΘΕΣΜΙΑ

ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ. Εξουσία που απονέμεται από το δίκαιο στο φυσικό ή νομικό πρόσωπο (δικαιούχος) για την ικανοποίηση έννομων συμφερόντων του.

ΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΛΗΡΩΣΗ ΘΕΣΕΩΝ ΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΤΟΥ ΗΜΟΣΙΟΥ TOMEΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΠΕ ΕΞΕΤΑΣΗ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ: «Ι ΙΩΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ»

Θέμα: «ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΕΣ ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΣΕΙΣ» Σχετ. το υπ αρ. πρωτ. Οικ / έγγραφό μας.

Η ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΕΝΑΡΞΗ ΙΣΧΥΟΣ ΤΟΥ ΚΩΔΙΚΑ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ/ΚΦΔ (ν. 4174/2013, όπως ισχύει μετά τον ν. 4223/2013 ΦΕΚ 287Α )

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΣΥΜΦΩΝΗΤΙΚΟ

Η θέση του ετερόρρυθμου εταίρου μετά την ισχύ του Ν. 4072/2012

ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ. Εξωσυμβατική ευθύνη Δημοσίου 12/4/2016

Εισαγωγή EΙΣΑΓΩΓΗ. 1. Η εγγύηση ως προσωπική παρεπόμενη ασφάλεια. I. Έννοια και προϋποθέσεις γέννησης της ευθύνης του εγγυητή

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3791, 31/12/2003 Ο ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑΣ ΕΓΓΥΗΤΩΝ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 2003

Προς: Τα μέλη του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου Εφετείου Θεσσαλονίκης. Θέμα: Κωδικοποίηση νομοθεσίας ΕΝΦΙΑ

ΕΙΔΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΙΔΙΩΤΙΚΟΥ ΧΡΕΟΥΣ Υποχρεωτικοί Κανόνες Σύμβασης Αναδιάρθρωσης Οφειλών (άρθ. 9 Ν.4469/2017)

ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ 1 Ποια είναι τα είδη διάρκειας της ασφαλιστικής σύμβασης; α Τυπική - είναι το χρονικό διάστημα για το οποίο ισχύει η ασφαλιστική

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΜΟΝΑΔΑ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ (ΜΚΕ)

Ε.Ε. Παρ.Ι(Ι), Αρ. 4349, (Ι)/2012 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΝΟΟΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗ ΤΩΝ ΚΑΘΥΣΤΕΡΗΣΕΩΝ ΠΛΗΡΩΜΩΝ ΣΤΙΣ

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΩΝ ΟΡΩΝ ΤΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΛΑΙΟΥ

ΣΥΜΒΑΣΗ ΥΠ. ΑΡΙΘ. Στην Καβάλα σήμερα την 21 Ιανουαρίου του έτους 2016, οι πιο κάτω συμβαλλόμενοι: Αφενός

* ΛΟΙΠΕΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΕΣ * Νο. 77

Κατατακτήριες Εξετάσεις Ακαδημαϊκού Έτους

Πάνος Κορνηλάκης Καθηγητής του Αστικού Δικαίου στο Τμήμα Νομικής του ΑΠΘ

ΕΙΔΙΚΟ ΕΝΟΧΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Ο ΠΕΡΙ ΠΩΛΗΣΗΣ ΑΚΙΝΗΤΩΝ (ΕΙΔΙΚΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗ) ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 2011 (81(Ι)/2011)

ΕΦΑΡΜΟΣΤΕΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ ΣΤΙΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ

ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΔΑΠΜ-41623

ΤΕΥΧΟΣ 2 ΣΧΕΔΙΟ ΣΥΜΦΩΝΗΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΑΣΗ : ΔΣΥ /2017

Για τους σκοπούς του παρόντος νόμου ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί: 3) «αιτούν κράτος-μέλος»: το κράτος-μέλος από το έδαφος του οποίου έχει

ΑΡΧΕΣ ΝΑΥΤΙΛΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟΥ (τόπος έδρας) (Διαδικασία Εκουσίας Δικαιοδοσίας) ΑΙΤΗΣΗ (άρθρου 4 παρ. 1 ν. 3869/2010)

εναγομένου στην πολιτική δίκη της καταδολίευσης δανειστών (παυλιανή αγωγή)». Το άρθρο

ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΑΡΙΘΜΟΣ 2422/2012

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Συντομογραφίες...15 Ελληνικές...15 Ξενόγλωσσες...18

ΠΡΟΣ Το Δ.Σ. του οικοδομικού Συνεταιρισμού Διεθνής Ιπποκράτειος Πολιτεία ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ

ΓΝΩΜΑΤΕΥΣΗ. ΘΕΜΑ: Τρόποι δικαστικής διεκδίκησης αχρεωστήτως καταβληθεισών εισφορών υπέρ ΤΣΜΕ Ε και λοιπών τρίτων.

Αθήνα, 12 Φεβρουαρίου 2008 Αριθ. Πρωτ. : 186. Ε Γ Γ Ρ Α Φ Η Σ Υ Σ Τ Α Σ Η Π Ο Ρ Ι Σ Μ Α (Άρθρο 4 παρ. 5 ν. 3297/2004)

ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΟ ΟΜΟΡΡΥΘΜΟΥ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΩΝΥΜΙΑ

Αρχές Δικαίου Επιχειρήσεων Διάλεξη 16 η

«Βασικές Αρχές Ασφάλισης Ζημιών»

Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ΕΚΤΕΛΕΣΉΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΔΙΠΛΩΜΑ ΕΥΡΕΣΙΤΕΧΝΙΑΣ ΓΙΑ 1ΉN ΚΟΙΝΗ ΑΓΟΡΑ

Nexans EλλάςΑ.Β.Ε Τιµοκατάλογος & Υπηρεσίες 14/02/2017

ΤΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΓΝΩΡΙΖΩ ΓΙΑ ΤΙΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΕΣ ΕΤΑΙΡΕΙΕΣ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

FxPro Financial Services Ltd. Ταμείο Αποζημίωσης Επενδυτών ( ΤΑΕ )

ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ - ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗ (Ζ ΕΞΑΜΗΝΟ) ΧΕΙΜΕΡΙΝΟ ΕΞΑΜΗΝΟ [επίκ. καθ. Απόστολος Σοφιαλίδης]

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΚΟΡΙΝΘΟΥ ΤΑΚΤΙΚΉ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 278/2016 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΙΙΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΚΟΡΙΝΘΟΥ

Εννοιολογικός προσδιορισμός της αναγκαίας ομοδικίας

Οι Περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων Νόμοι του 1999 έως 2015

ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑΣ ΥΠΟΨΗΦΙΩΝ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ ΣΤΟ ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ. Ευάγγελος Ι. Μαργαρίτης Δικηγόρος, Δρ.Νομικής Senior Associate Drakopoulos Law Firm

Δ ι α φ ά ν ε ι ε ς β ι β λ ί ο υ

ΕΥΘΥΝΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΛΟΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΦΟΠΛΙΣΤΗ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΘΑΝΑΣΙΑ ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΚΑΜΠΟΥΡΟΠΟΥΛΟΥ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ

Transcript:

Ενδεικτικές απαντήσεις στα θέματα των εξετάσεων στο μάθημα «Ασκήσεις Αστικού και Αστικού Δικονομικού Δικαίου» (Εξετ. Περίοδος Σεπτεμβρίου 2014) Ζήτημα 1 ο 1) α) Η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων της Β ορθά ασκείται κατά 1402ΑΚ, εφόσον ήδη έχει ασκηθεί η αγωγή διαζυγίου. β)εξετάζεται εάν έχει παραγραφεί η αγωγή κατά 1401εδ.γΑΚ. Εφόσον η διάταξη αυτή δεν μιλά για την τριετή διάσταση, παρά μόνο για τη διετία μετά τη λύση του γάμου, διατυπώθηκαν δύο απόψεις: Παραγραφή μετά διετία μετά τη γέννησή της άρα και από τη διάσταση, συνεπώς εδώ παραγεγραμμένη (Κουμάντος) και παραγραφή σε κάθε περίπτωση μετά διετία από τη λύση του γάμου (Γαζής, Δεληγιάννης, Κουνουγέρη κλπ, ορθ.), συνεπώς μη παραγεγραμμένη εν προκειμένω η αξίωση της Β. Σε κάθε περίπτωση η παραγραφή προτείνεται κατ ένσταση. γ) Ως προς τον υπολογισμό της αύξησης της περιουσίας του Α γίνεται λάθος εκτίμηση, δεδομένου ότι η προ του γάμου περιουσία εκτιμάται και αυτή κατά την αξία που είχε στον τελικό χρόνο υπολογισμού, άρα η τιμαριθμική αναπροσαρμογή της δεν λαμβάνεται ως επαύξηση, καθώς επίσης αφαιρούνται οι πίνακες ως κληρονομία καθώς και το αυτοκίνητο που είναι δωρεά κατά 1400παρ.3 και σε κάθε περίπτωση αποκτήθηκε ως bonus για τα αποτελέσματα του Α στην εταιρεία του κατά το τελευταίο έτος που είναι σε διάσταση και άρα δεν υπάρχει συμμετοχή της Β. Άρα η επαύξηση της περιουσίας του Α υπολογίζεται σε 300.000 + 150.000=450.000. δ) Ο Α μπορεί και αυτός να ισχυριστεί και αύξηση της περιουσίας της Β, η οποία ξεκίνησε στο γάμο της με χρέος 50.000, ενώ απέκτησε και περιουσία, ώστε κατά τον χρόνο διάστασης αυτή να θεωρείται ότι ανέρχεται σε 80.000+40.000 +(50.000 εφόσον και το παθητικό προστίθεται στη επαύξηση) = 170.000, άρα μπορεί και ο Β να ζητήσει συμμετοχή του στο 1/3 στην επαύξηση αυτή. Την αξίωσή του ο Α μπορεί να την ασκήσει είτε με ανταγωγή είτε με ένσταση συμψηφισμού. 2) Εφόσον δεν ασκήθηκε η αγωγή μέσα στην προθεσμία που ορίζεται στα άρθρα 693παρ.1ΚΠολΔ αλλά και 715παρ.5ΚΠολ, το ασφαλιστικό μέτρο αίρεται αυτοδίκαια. Εδώ υπάρχει η ιδιαιτερότητα ότι δεν ήταν δυνατή η άσκηση της αγωγής 1400ΑΚ μέσα στον χρόνο που ορίζονταν με τις άνω διατάξεις, εφόσον δεν είχε ακόμη γεννηθεί το δικαίωμα. Κατά μια άποψη θα μπορούσε να ασκηθεί η αγωγή 1400ΑΚ με ερμηνευτική εκδοχή εφαρμογής 69παρ.1εδ.ε ΚΠολΔ. Κατ άλλη άποψη, εφόσον πριν τη γέννηση της αξίωσης 1400ΑΚ δεν είναι δυνατή η άσκηση της

σχετικής αγωγής, δεν μπορεί να αρχίσει η ισχύς της προθεσμίας 693παρ.1ΚΠολΔ πριν τη συμπλήρωση της τριετούς διάστασης. Όμως σε κάθε περίπτωση εν προκειμένω η αγωγή 1400ΑΚ ασκήθηκε μετά πενταετία από τη διάσταση, συνεπώς έπαυσε το ασφαλιστικό μέτρο και άρα μπορεί ο Α να μεταβιβάσει το σπίτι. Ζήτημα 2ο 1. Η πώληση με τον όρο διατήρησης της κυριότητας ρυθμίζεται κατά βάση από την ΑΚ 532 που περιέχει στην 1 δύο ερμηνευτικούς κανόνες, δηλ. πρώτον, εάν δεν έχει συμφωνηθεί τίποτε άλλο, η αίρεση αναφέρεται στην εμπράγματη δικαιοπραξία και όχι στην ενοχική, η οποία είναι «καθαρή», δηλ. άνευ όρου ή αίρεσης. Αυτό σημαίνει ότι η εμπράγματη δικαιοπραξία της μεταβίβασης της κυριότητας τελεί υπό την αναβλητική αίρεση της αποπληρωμής του τιμήματος (εμπράγματη ενέργεια). Δεύτερον (ενοχική ενέργεια), εάν ο αγοραστής είναι ασυνεπής και περιέλθει σε υπερημερία, ο πωλητής κύριος δικαιούται είτε να απαιτήσει το τίμημα, είτε, αν επιθυμεί πίσω το πράγμα το οποίο δεν ανακτά αυτομάτως, να υπαναχωρήσει και στη συνέχεια να το διεκδικήσει εφόσον δεν του αποδίδεται. Επομένως, αν ο αγοραστής «Α και Ω ο.ε.» σταματήσει να καταβάλλει τις δόσεις, ο πωλητής μπορεί ή να απαιτήσει το τίμημα ή να υπαναχωρήσει, χωρίς να τηρήσει την εύλογη προθεσμία της ΑΚ 383 και να ασκήσει τα δικαιώματά του από την κυριότητα. Στην εξεταζόμενη όμως περίπτωση η «Α και Ω ο.ε.» τοποθέτησε τις πόρτες, οι οποίες έγιναν συστατικά του ακινήτου (ΑΚ 954 2) και η «Α και Ω ο.ε.» έγινε κύριος αυτών με ένωση (ΑΚ 1057). Με τον τρόπο αυτό η Β απώλεσε την κυριότητά τους. Ο όρος διατήρησης της κυριότητας δεν καταργείται ολοσχερώς, απλώς μετατρέπεται σε όρο διατήρησης των υποκαταστάτων της κυριότητας. Επομένως, αφού υπαναχωρήσει η Β, θα ασκήσει αξίωση αδικαιολόγητου πλουτισμού (ΑΚ 1063) εναντίον της «Α και Ω ο.ε.», χωρίς να αποκλείεται και αδικοπρακτική ευθύνη τελευταίας. 2. Στην πώληση με τον όρο αυτό ο κίνδυνος μεταφέρεται στον αγοραστή με την παράδοση (ΑΚ 532 2 και 522 1). Επομένως, τις δυσμενείς συνέπειες φέρει ο αγοραστής, ο οποίος θα πρέπει να καταβάλει το τίμημα. Η ΑΚ 523 η οποία αναφέρει ότι στην πώληση με αναβλητική αίρεση, ο πωλητής συνεχίζει και φέρει τον κίνδυνο και μετά την παράδοση, δεν εφαρμόζεται, επειδή αναφέρεται στην πώληση με αίρεση, ενώ εδώ, όπως τονίσθηκε παραπάνω, η αίρεση αναφέρεται στην εκποιητική δικαιοπραξία. 3.Τέτοιες συμφωνίες αντιμετωπίζονται ως ποινικές ρήτρες, με αποτέλεσμα να μπορεί το δικαστήριο να «μειώσει» την ποινή, με αναλογία της ΑΚ 409. Θα πρέπει να ληφθεί όμως υπόψη και η χρησιμοποίηση των πραγμάτων που μειώνει την αξία τους.

4. Εάν η «Α και Ω ο.ε.» πούλησε τις πόρτες, ενώ ανήκαν, μέχρι να αποπληρωθεί το τίμημα, στη Β, θα εξετασθεί αν συντρέχει εφαρμογή της ΑΚ 1036, οπότε πάλι επέρχεται απώλεια της κυριότητας για τη Β. Αυτή, αφού υπαναχωρήσει, θα ασκήσει αξίωση αδικαιολόγητου πλουτισμού, απαιτώντας το αντάλλαγμα που έλαβε η «Α και Ω ο.ε.» (ΑΚ 908 εδ. 1). 5. Η διαζευτική εναγωγή (ή το α ή το β αίτημα), που δίνει τη δυνατότητα στο δικαστήριο να επιλέξει ανάμεσα σε περισσότερες νόμιμες κρίσεις, επιτρέπεται μόνο αν αυτές καθιερώνονται από συγκεκριμένη διάταξη, γεγονός που εν προκειμένω δεν συμβαίνει, αφού όπως προκύπτει από την ΑΚ 532 οι πλείονες επιλογές που καθιερώνει δεν μπορούν να συνυπάρξουν, αλλά η κάθε μία αποκλείει την άλλη. 6. Όχι, δεν είναι βάσιμος ο ισχυρισμός του Α (ότι η εναντίον του αγωγή είναι απαράδεκτη αφού δεν στρέφεται και κατά της αναγκαίας ομοδίκου του «Α και Ω ο.ε.») κατά πρώτο λόγο γιατί εν προκειμένω δεν πρόκειται για αναγκαστική ομοδικία, αφού η κατ εφαρμογή του άρθρου 329 ΚΠολΔ επέκταση του δεδικασμένου, που θα τη θεμελίωνε, ισχύει μόνο όταν η αγωγή και η απόφαση αφορούν το νομικό πρόσωπο και όχι μέλος του, όπως εδώ. Ακόμη όμως και να συνέτρεχε αναγκαστική ομοδικία, η απάντηση θα ήταν η ίδια, γιατί στη συγκεκριμένη περίπτωση από καμιά διάταξη δεν καθιερώνεται υποχρεωτική εναγωγή όλων των ομοδίκων. 7. Εν προκειμένω ανάμεσα στους Α και Ω υπάρχει απλή ομοδικία, καθόσον το άρθρο 329 αφορά το νομικό πρόσωπο και τα μέλη του μόνο. Επομένως για μεν τον Α θα προχωρήσει η συζήτηση, για δε τον Ω θα κηρυχθεί απαράδεκτη (άρθρο 271 2 ΚΠολΔ). 8. Ο Γ ως καλόπιστος τρίτος έγινε κύριος, άρα το δεδικασμένο δεν τον καταλαμβάνει (ΚΠολΔ (άρθρο 325 αριθ. 3 ΚΠολΔ). Επομένως δεν νομιμοποιείται και παθητικά σε αναγκαστική εκτέλεση (άρθρα 919 αριθ. 1 και 325 αριθ. 3 ΚΠολΔ). Ζήτημα 3ο 1. α) Ο Β κατέβαλε στον Α το ποσό των 30.000 ευρώ σε εκπλήρωση του χρέους που είχε ο Β έναντι του Α. Κατά συνέπεια, ο Β δεν μπορεί να αναζητήσει το ποσό αυτό από τον Α με τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό (ΑΚ 904), αφού η καταβολή έγινε με νόμιμη αιτία. Εξετάζουμε επομένως αν ο Β μπορεί να ασκήσει τη διεκδικητική αγωγή (ΑΚ 1094) για να αναζητήσει τα χρήματα που κατέβαλε. Η αγωγή αυτή προϋποθέτει ότι ο Β έχει την κυριότητα επί των χρημάτων. Δεδομένου ότι ο Α έχει περιορισμένη δικαιοπρακτική ικανότητα (ΑΚ 134), τίθεται το ερώτημα αν η καταβολή από τον Β προς τον Α αποτελεί δικαιοπραξία. Κατά την

κρατούσα γνώμη, η καταβολή της παροχής (ΑΚ 416) είναι υλική πράξη και όχι δικαιοπραξία, εκτός αν το αποτέλεσμα της παροχής μπορεί να επιτευχθεί μόνο με δικαιοπραξία, όπως εδώ, όπου για να ικανοποιηθεί η χρηματική αξίωση αποζημίωσης του Α κατά του Β πρέπει ο Β να μεταβιβάσει στον Α την κυριότητα επί των χρημάτων. Η μεταβίβαση όμως της κυριότητας κινητού πράγματος επέρχεται με σύμβαση (ΑΚ 1034) και συνεπώς στην περίπτωσή μας η καταβολή από τον Β προς τον Α είναι δικαιοπραξία. Ερωτάται λοιπόν αν από τη δικαιοπραξία αυτή ο ανήλικος Β «αποκτά απλώς και μόνο έννομο όφελος» (ΑΚ 134). Η κρατούσα γνώμη δέχεται ότι ο ανήλικος που συμπλήρωσε το 10ο έτος δεν μπορεί να εισπράξει απαίτησή του, διότι η πράξη του αυτή δεν πορίζει σ αυτόν απλώς και μόνο έννομο όφελος, αφού η εκ μέρους του αποδοχή της καταβολής περιέχει διάθεση, δεδομένου ότι συνεπάγεται συγχρόνως την απώλεια της ενοχικής απαίτησης του ανηλίκου, που με την καταβολή αποσβήνεται (ΑΚ 416). Επομένως, η εμπράγματη σύμβαση για τη μεταβίβαση της κυριότητας των χρημάτων από τον Β στον Α (ΑΚ 1034) είναι άκυρη, αφού ο τελευταίος δεν έχει δικαιοπρακτική ικανότητα κατ ΑΚ 134. (Κατ ακριβολογία, σύμφωνα με την αρχή της ειδικότητας που διέπει το εμπράγματο δίκαιο, δεν πρόκειται για μία εμπράγματη σύμβαση, αλλά για τόσες εμπράγματες συμβάσεις όσες είναι και τα χαρτονομίσματα ή/και τα κέρματα που δόθηκαν). Ο Α δεν απέκτησε λοιπόν με σύμβαση (ΑΚ 1034) την κυριότητα επί των χρημάτων που του καταβλήθηκαν. Θα μπορούσε όμως ο Α να αποκτήσει την κυριότητα επί των χρημάτων λόγω συμμίξεως (ΑΚ 1059), αν τα χρήματα αυτά είχαν αναμιχθεί με άλλα χρήματα που τυχόν αυτός είχε. Τούτο όμως δεν ισχύει, διότι σύμφωνα με το πρακτικό ο Α δεν είχε άλλα χρήματα. β) Στη συνέχεια, μεταξύ του Α και του Ε καταρτίστηκαν οι εξής συμβάσεις: 1) η ενοχική σύμβαση πώλησης του μοτοποδηλάτου από τον Ε στον Α (ΑΚ 513), 2) η εμπράγματη σύμβαση για τη μεταβίβαση της κυριότητας του μοτοποδηλάτου από τον Ε στον Α (ΑΚ 1034) και 3) οι εμπράγματες συμβάσεις για τη μεταβίβαση της κυριότητας των χρημάτων από τον Α στον Ε (ΑΚ 1034). Η ενοχική σύμβαση της πώλησης είναι άκυρη λόγω δικαιοπρακτικής ανικανότητας του Α κατ ΑΚ 134, διότι με αυτήν ο Α δεν αποκτά απλώς και μόνο έννομο όφελος, αφού ναι μεν με τη σύμβαση αυτή αποκτά την ενοχική αξίωση κατά του Ε για τη μεταβίβαση της κυριότητας επί του μοτοποδηλάτου και την παράδοσή του, πλην όμως με την ίδια σύμβαση ο Α αποκτά και την ενοχική υποχρέωση έναντι του Ε για τη μεταβίβαση της κυριότητας επί των 6.000 ευρώ και την παράδοσή τους. Οι εμπράγματες συμβάσεις για τη μεταβίβαση της κυριότητας των χρημάτων από τον Α στον Ε (ΑΚ 1034) έχουν ως αιτία τους την ενοχική σύμβαση της πώλησης μεταξύ

Ε και Α, η οποία, όπως είπαμε, είναι άκυρη. Επειδή πρόκειται για εμπράγματες συμβάσεις για τη μεταβίβαση της κυριότητας κινητών πραγμάτων, είναι αναιτιώδεις και συνεπώς το κύρος τους δεν επηρεάζεται από την ακυρότητα της αιτίας τους. Όμως οι εν λόγω εμπράγματες συμβάσεις είναι άκυρες, διότι ο Α, αφού δεν είναι κύριος των χρημάτων, δεν μπορεί έγκυρα να μεταβιβάσει την κυριότητά τους. Το γεγονός ότι ο Ε είναι ενδεχομένως καλόπιστος δεν έχει εν προκειμένω σημασία, διότι οι εμπράγματες συμβάσεις για τη μεταβίβαση της κυριότητας των χρημάτων από τον Α στον Ε είναι άκυρες και λόγω δικαιοπρακτικής ανικανότητας του Α κατ ΑΚ 134, αφού με αυτές ο Α δεν αποκτά έννομο όφελος. Η καλή πίστη του αποκτώντος κατ ΑΚ 1036 καλύπτει μόνον την έλλειψη κυριότητας του μεταβιβάζοντος και όχι άλλα ελαττώματα της μεταβιβαστικής σύμβασης, όπως η ακυρότητά της λόγω έλλειψης δικαιοπρακτικής ικανότητας. Επομένως ο Ε δεν απέκτησε με σύμβαση την κυριότητα επί των 6.000 ευρώ. Απέκτησε όμως ο Ε την κυριότητα επί των χρημάτων λόγω συμμίξεως (ΑΚ 1059), αφού τα χρήματα που έλαβε από τον Α αναμίχθηκαν με τα χρήματα που είχε στο χρηματοκιβώτιό του ο Ε. Συνεπώς, κύριος των χρημάτων έγινε πρωτοτύπως ο Ε και άρα ο Β δεν μπορεί να ασκήσει κατά του Ε διεκδικητική αγωγή για την απόδοση των 6.000 ευρώ. Μπορεί όμως ο Β να αναζητήσει το ποσό των 6.000 ευρώ από τον Ε κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό σύμφωνα με την ΑΚ 1063. γ) Περαιτέρω, μεταξύ του Α και της Ζ καταρτίστηκαν οι εξής συμβάσεις: 1) η ενοχική σύμβαση δωρεάς των 15.000 ευρώ από τον Α στη Ζ (ΑΚ 496) και 2) οι εμπράγματες συμβάσεις για τη μεταβίβαση της κυριότητας των χρημάτων από τον Α στην Ζ (ΑΚ 1034). Και αν ακόμη θεωρηθεί ότι η Ζ, η οποία ήταν 16 ετών, είχε σύμφωνα με την ΑΚ 135 δικαιοπρακτική ικανότητα για κατάρτιση των ανωτέρω συμβάσεων, επειδή τα χρήματα αυτά της δόθηκαν για να τα χρησιμοποιεί ή να τα διαθέτει ελεύθερα, πάντως ο Α ήταν σύμφωνα με την ΑΚ 134 δικαιοπρακτικά ανίκανος για την κατάρτιση των συμβάσεων αυτών, διότι με αυτές ο Α δεν αποκτά έννομο όφελος, αφού με την μεν ενοχική σύμβαση της δωρεάς αναλαμβάνει την υποχρέωση για μεταβίβαση της κυριότητας των χρημάτων και παράδοσή τους στην Ζ, με τις δε εμπράγματες συμβάσεις μεταβιβάζει τα εν λόγω χρήματα στην Ζ. Οι εμπράγματες συμβάσεις για τη μεταβίβαση της κυριότητας των χρημάτων από τον Α στην Ζ (ΑΚ 1034) έχουν ως αιτία τους την ενοχική σύμβαση της δωρεάς μεταξύ Α και Ζ, η οποία, όπως είπαμε, είναι άκυρη. Επειδή πρόκειται για εμπράγματες συμβάσεις για τη μεταβίβαση της κυριότητας κινητών πραγμάτων, είναι αναιτιώδεις και συνεπώς το κύρος τους δεν επηρεάζεται από την ακυρότητα της αιτίας τους. Όμως οι εν λόγω εμπράγματες συμβάσεις είναι άκυρες, διότι ο Α, αφού δεν είναι

κύριος των χρημάτων, δεν μπορεί έγκυρα να μεταβιβάσει την κυριότητά τους. Το γεγονός ότι η Ζ είναι ενδεχομένως καλόπιστη δεν έχει εν προκειμένω σημασία, διότι οι εμπράγματες συμβάσεις για τη μεταβίβαση της κυριότητας των χρημάτων από τον Α στην Ζ είναι άκυρες και λόγω δικαιοπρακτικής ανικανότητας του Α κατ ΑΚ 134, αφού με αυτές ο Α δεν αποκτά έννομο όφελος. Η καλή πίστη του αποκτώντος κατ ΑΚ 1036 καλύπτει μόνον την έλλειψη κυριότητας του μεταβιβάζοντος και όχι άλλα ελαττώματα της μεταβιβαστικής σύμβασης, όπως η ακυρότητά της λόγω έλλειψης δικαιοπρακτικής ικανότητας. Επομένως η Ζ δεν απέκτησε με σύμβαση την κυριότητα επί των 15.000 ευρώ. Θα μπορούσε όμως η Ζ να αποκτήσει την κυριότητα επί των χρημάτων λόγω συμμίξεως (ΑΚ 1059), αν τα χρήματα αυτά είχαν αναμιχθεί με άλλα χρήματα που τυχόν αυτή είχε. Τούτο όμως δεν ισχύει, διότι σύμφωνα με το πρακτικό η Ζ δεν είχε άλλα χρήματα. Κατά συνέπεια, κύριος των 15.000 ευρώ που παραδόθηκαν στην Ζ παραμένει ο Β, ο οποίος και μπορεί να τα αναζητήσει από αυτήν με τη διεκδικητική αγωγή (ΑΚ 1094). Η Ζ δεν δικαιούται να αντιτάξει στον Β ότι δικαιούται κατ ΑΚ 1095 να κατέχει τα χρήματα δυνάμει της σύμβασης δωρεάς που την συνδέει με τον Α, αφενός μεν διότι η σύμβαση αυτή είναι άκυρη, αφετέρου δε διότι, σύμφωνα με την ΑΚ 1095, ο νομέας ή κάτοχος μπορεί να αρνηθεί την απόδοση του πράγματος στον κύριο μόνον αν έχει «έναντι του κυρίου» δικαίωμα νομής ή κατοχής. Στην υπό κρίση περίπτωση, και αν ακόμη η σύμβαση δωρεάς μεταξύ Α και Ζ ήταν έγκυρη, θα έδινε το δικαίωμα στη Ζ να κατέχει το πράγμα έναντι του Α και όχι έναντι του Β. δ) Τέλος, μεταξύ του Α και της Η καταρτίστηκε σύμβαση παραδοτικού δανείου. Με τη σύμβαση αυτή, ο δανειστής μεταβιβάζει στον οφειλέτη κατά κυριότητα χρήματα και ο τελευταίος υποχρεούται να αποδώσει στο δανειστή άλλα χρήματα της ίδιας ποσότητας (ΑΚ 806). Στη σύμβαση αυτή, η μεταβίβαση της κυριότητας των χρημάτων από το δανειστή στον οφειλέτη δεν γίνεται σε εκπλήρωση προϋπάρχουσας υποχρέωσης του πρώτου προς τον τελευταίο, αλλά ακριβώς για να αποκτήσει ο δανειστής κατά του οφειλέτη την υποχρέωση του τελευταίου προς απόδοση του δανείσματος. Κατά συνέπεια, αν η μεταβίβαση της κυριότητας των χρημάτων προς τον οφειλέτη είναι άκυρη, τότε η σύμβαση δανείου είναι άκυρη και ο δανειστής δεν αποκτά με βάση τη σύμβαση αξίωση κατά του οφειλέτη για απόδοση των δανεισθέντων χρημάτων, αλλά ενδεχομένως με βάση τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό (ή και με τις διατάξεις για τη διεκδικητική αγωγή, αν κύριος των δανεισθέντων χρημάτων είναι ο δανειστής). Στην υπό κρίση περίπτωση, η μεταβίβαση των 9.000 ευρώ από τον Α στην Η είναι άκυρη, διότι ο Α, αφού δεν είναι κύριος των χρημάτων, δεν μπορεί έγκυρα να μεταβιβάσει την κυριότητά τους. Το

γεγονός ότι η Η είναι ενδεχομένως καλόπιστη δεν έχει εν προκειμένω σημασία, διότι η μεταβίβαση της κυριότητας των χρημάτων από τον Α στην Η είναι άκυρη και λόγω δικαιοπρακτικής ανικανότητας του Α κατ ΑΚ 134, αφού με αυτήν ο Α δεν αποκτά έννομο όφελος. Η καλή πίστη του αποκτώντος κατ ΑΚ 1036 καλύπτει μόνον την έλλειψη κυριότητας του μεταβιβάζοντος και όχι άλλα ελαττώματα της μεταβιβαστικής σύμβασης, όπως η ακυρότητά της λόγω έλλειψης δικαιοπρακτικής ικανότητας. Επομένως η Η δεν απέκτησε με σύμβαση την κυριότητα επί των 9.000 ευρώ. Απέκτησε όμως η Η την κυριότητα επί των χρημάτων λόγω συμμίξεως (ΑΚ 1059), αφού τα χρήματα που έλαβε από τον Α αναμίχθηκαν με τα άλλα χρήματα που είχε η Η στο κομοδίνο της. Συνεπώς, κύριος των χρημάτων έγινε πρωτοτύπως η Η και άρα ο Β δεν μπορεί να ασκήσει κατά της Η διεκδικητική αγωγή για την απόδοση των 9.000 ευρώ. Μπορεί όμως ο Β να αναζητήσει το ποσό των 9.000 ευρώ από την Η κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό σύμφωνα με την ΑΚ 1063. 2. α) Όπως αναφέραμε παραπάνω, η μεταξύ Α και Ε ενοχική σύμβαση πώλησης του μοτοποδηλάτου είναι άκυρη κατ ΑΚ 134 και συνεπώς, ό,τι ο Α κατέβαλε στον Ε δυνάμει αυτής της ενοχικής σύμβασης, καταβλήθηκε χωρίς νόμιμη αιτία κατά την έννοια της ΑΚ 904. Πρέπει πάντως να τονιστεί ότι αυτό που ο Α κατέβαλε στον Ε χωρίς νόμιμη αιτία είναι όχι η κυριότητα επί των χρημάτων (6.000 ευρώ), αλλά η νομή επ αυτών, αφού και οι εμπράγματες συμβάσεις για τη μεταβίβαση της κυριότητας από τον Α στον Ε είναι επίσης άκυρες κατ ΑΚ 134. Επομένως, αν ο Α έχει κατά του Ε αξίωση για απόδοση των χρημάτων αυτών κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, τότε αυτή η αξίωση έχει ως αντικείμενο την απόδοση της νομής (condictio possessionis) και όχι της κυριότητας επ αυτών. Ωστόσο, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο Α δεν έχει κατά του Ε αξίωση απόδοσης της νομής επί των ανωτέρω χρημάτων κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, διότι ο Ε απέκτησε τον πλουτισμό, δηλ. τη νομή επί των χρημάτων, όχι «με ζημία» του Α (βλ. ΑΚ 904 1 εδ. 1), αλλά με ζημία του Β, αφού αν ο Α δεν είχε παραδώσει τη νομή επί των χρημάτων στον Ε, θα όφειλε σύμφωνα με τις διατάξεις για τη διεκδικητική αγωγή να αποδώσει τη νομή τους στον Β, ως κύριο. β) Αντίστοιχα ισχύουν και για τη σχέση μεταξύ Α και Ζ. Η μεταξύ τους ενοχική σύμβαση δωρεάς είναι άκυρη κατ ΑΚ 134 και συνεπώς, ό,τι ο Α κατέβαλε στην Ζ δυνάμει αυτής της ενοχικής σύμβασης, καταβλήθηκε χωρίς νόμιμη αιτία κατά την έννοια της ΑΚ 904. Πρέπει πάντως να τονιστεί ότι αυτό που ο Α κατέβαλε στην Ζ χωρίς νόμιμη αιτία είναι όχι η κυριότητα επί των χρημάτων (15.000 ευρώ), αλλά η

νομή επ αυτών, αφού και οι εμπράγματες συμβάσεις για τη μεταβίβαση της κυριότητας των χρημάτων από τον Α στην Ζ είναι επίσης άκυρες κατ ΑΚ 134. Επομένως, αν ο Α έχει κατά της Ζ αξίωση για απόδοση των χρημάτων αυτών κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, τότε αυτή η αξίωση έχει ως αντικείμενο την απόδοση της νομής (condictio possessionis) και όχι της κυριότητας επ αυτών. Ωστόσο, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο Α δεν έχει κατά της Ζ αξίωση απόδοσης της νομής επί των ανωτέρω χρημάτων κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, διότι η Ζ απέκτησε τον πλουτισμό, δηλ. τη νομή επί των χρημάτων, όχι «με ζημία» του Α (βλ. ΑΚ 904 1 εδ. 1), αλλά με ζημία του Β, αφού αν ο Α δεν είχε παραδώσει τη νομή επί των χρημάτων στην Ζ, θα όφειλε σύμφωνα με τις διατάξεις για τη διεκδικητική αγωγή να αποδώσει τη νομή τους στον Β, ως κύριο. γ) Αντίστοιχα ισχύουν και για τη σχέση μεταξύ Α και Η. Ο Α κατέβαλε στην Η το ποσό των 9.000 ευρώ δυνάμει της μεταξύ τους συμβάσεως δανείου, δηλ. με σκοπό να αποκτήσει απαίτηση κατά της Η για απόδοση χρημάτων της ίδιας ποσότητας. Αφού η μεταβίβαση της κυριότητας των χρημάτων από τον Α στην Η είναι άκυρη κατ ΑΚ 134, έπεται ότι και η σύμβαση δανείου είναι άκυρη, δηλ. ο Α κατέβαλε το ανωτέρω ποσό στην Η χωρίς νόμιμη αιτία. Πρέπει πάντως να τονιστεί ότι αυτό που ο Α κατέβαλε στην Η χωρίς νόμιμη αιτία είναι όχι η κυριότητα επί των χρημάτων (9.000 ευρώ), αλλά η νομή επ αυτών, αφού η μεταβίβαση της κυριότητας των χρημάτων από τον Α στην Η είναι άκυρη. Επομένως, αν ο Α έχει κατά της Η αξίωση για απόδοση των χρημάτων αυτών κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, τότε αυτή η αξίωση έχει ως αντικείμενο την απόδοση της νομής (condictio possessionis) και όχι της κυριότητας επ αυτών. Ωστόσο, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο Α δεν έχει κατά της Η αξίωση απόδοσης της νομής επί των ανωτέρω χρημάτων κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, διότι η Η απέκτησε τον πλουτισμό, δηλ. τη νομή επί των χρημάτων, όχι «με ζημία» του Α (βλ. ΑΚ 904 1 εδ. 1), αλλά με ζημία του Β, αφού αν ο Α δεν είχε παραδώσει τη νομή επί των χρημάτων στην Η, θα όφειλε σύμφωνα με τις διατάξεις για τη διεκδικητική αγωγή να αποδώσει τη νομή τους στον Β, ως κύριο. 3. Η εμπράγματη σύμβαση για τη μεταβίβαση της κυριότητας επί του μοτοποδηλάτου από τον Ε στον Α είναι έγκυρη, διότι με αυτήν ο Α αποκτά μόνον έννομο όφελος (ΑΚ 134). Αιτία αυτής της εμπράγματης σύμβασης είναι η ενοχική σύμβαση πώλησης του μοτοποδήλατου από τον Α στον Ε, η οποία είναι άκυρη κατ ΑΚ 134, όπως προαναφέρθηκε. Ωστόσο, επειδή οι εμπράγματες συμβάσεις για τη μεταβίβαση κυριότητας κινητών πραγμάτων είναι αναιτιώδεις, έπεται ότι το κύρος της εμπράγματης σύμβασης δεν θίγεται από το κύρος της αιτίας της. Κατά συνέπεια, ο Α

απέκτησε την κυριότητα επί του μοτοποδηλάτου και άρα ο Ε δεν δικαιούται να το αναζητήσει από τον Α με διεκδικητική αγωγή (ΑΚ 1094). Ακριβώς όμως επειδή, λόγω της ακυρότητας της ενοχικής σύμβασης της πώλησης, η μεταβίβαση της κυριότητας στον Α έγινε χωρίς νόμιμη αιτία, ο Ε δικαιούται να αναζητήσει την κυριότητα του μοτοποδηλάτου από τον Α με βάση την ΑΚ 904. 4. Στο δίκαιο της εμπράγματης ασφάλειας ισχύει η αρχή του παρεπομένου. Ειδικά για το ενέχυρο βλ. ΑΚ 1210: «Το ενέχυρο αποτελεί παρεπόμενο δικαίωμα». Αυτό σημαίνει ότι, αν η απαίτηση για την εξασφάλιση της οποίας συνεστήθη το ενέχυρο είναι άκυρη, τότε άκυρο είναι και το ενέχυρο, δηλ. η εμπράγματη σύμβαση με την οποία συνεστήθη το δικαίωμα ενεχύρου. Στην υπό κρίση περίπτωση, μεταξύ Α και Η καταρτίστηκε εμπράγματη σύμβαση για τη σύσταση ενεχύρου υπέρ της Η προς εξασφάλιση της απαίτησης του Α κατά της Η που απορρέει από τη μεταξύ τους σύμβαση δανείου και έχει ως αντικείμενο την απόδοση του δανείσματος από την Η στον Α. Λόγω της ακυρότητας της σύμβασης δανείου, ο Α δεν έχει κατά της Η απαίτηση από τη σύμβαση αυτή για απόδοση του δανείσματος. Υποστηρίζεται όμως και η άποψη ότι το ενέχυρο (ή η υποθήκη, βλ. ΑΚ 1258) που συνεστήθη υπέρ απαιτήσεως από άκυρη ενοχική σχέση δεν είναι άκυρο, αλλά ασφαλίζει την εκ του αδικαιολογήτου πλουτισμού απορρέουσα απαίτηση. Εδώ όμως, όπως προαναφέρθηκε, ο Α δεν έχει κατά της Η απαίτηση από αδικαιολόγητο πλουτισμό. Επομένως, η εμπράγματη σύμβαση μεταξύ Α και Η για τη σύσταση του ενεχύρου είναι άκυρη κατ ΑΚ 1210 και άρα η Η δικαιούται να απαιτήσει από τον Α απόδοση του ενεχυράσματος (δηλ. του κοσμήματος) κατ ανάλογη εφαρμογή της ΑΚ 1094 (βλ. ΑΚ 1236). 5. Σύμφωνα με την ΑΚ 729, αν κάποιος έδωσε συμβουλή ή σύσταση, δεν ευθύνεται για τη ζημία που προξενήθηκε από αυτήν, εκτός αν με σύμβαση ανέλαβε την ευθύνη ή αν βρισκόταν σε δόλο. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, αυτός που δίνει ορισμένη συμβουλή, ευθύνεται για τη ζημία που προξενήθηκε απ αυτήν, αν καταρχήν η συμβουλή δόθηκε στα πλαίσια συμβάσεως μεταξύ εκείνου που την έδωσε και εκείνου που την έλαβε (και ζημιώθηκε από αυτήν). Τέτοια σύμβαση θεωρείται ότι υπάρχει όταν η παροχή της συμβουλής γίνεται με αμοιβή ή ανάγεται στις επαγγελματικές υποχρεώσεις εκείνου που την παρέχει. Με τη σύμβαση αυτή μπορεί αυτός που έδωσε τη συμβουλή να ανέλαβε εγγυητική ευθύνη για την ορθότητα της συμβουλής, δηλ. ευθύνη ανεξαρτήτως υπαιτιότητας. Αν δεν υπάρχει ανάληψη τέτοιας εγγυητικής ευθύνης, τότε αυτός που έδωσε τη συμβουλή βάσει συμβάσεως θα ευθύνεται κατά τις γενικές διατάξεις (ΑΚ 330) για δόλο ή αμέλεια. Αν δεν υπάρχει καν σύμβαση, τότε αυτός που έδωσε τη συμβουλή ευθύνεται μόνον αδικοπρακτικά

και μόνον ένεκα δόλου (πρόκειται για ειδική μορφή αδικοπρακτικής ευθύνης για την οποία δεν απαιτείται η ύπαρξη παρανομίας). Στην υπό κρίση περίπτωση δεν προκύπτει δόλος του δικηγόρου. Επειδή όμως η παροχή της συμβουλής ανάγεται στις επαγγελματικές υποχρεώσεις του δικηγόρου, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι υπάρχει σύμβαση μεταξύ αυτού και του πελάτη του. Ανάληψη εγγυητικής ευθύνης του δικηγόρου για την ορθότητα της συμβουλής που έδωσε δεν προκύπτει. Κατά συνέπεια, ο δικηγόρος ευθύνεται εκ συμβάσεως μόνο για δόλο και αμέλεια. Ειδικότερα, υπάρχει αμέλεια του δικηγόρου, διότι όφειλε να γνωρίζει ότι η καταβολή χρημάτων για την εξόφληση χρέους προς ανήλικο 11 ετών αποτελεί δικαιοπραξία και συνεπώς δεν μπορεί να γίνει στον ίδιο αλλά μόνο στους γονείς του κατ ΑΚ 1510 1 εδ. 2. Επομένως, αν ο Β δεν καταφέρει να λάβει πίσω το ποσό των 30.000 ευρώ που έδωσε στον Α, τότε μπορεί να ζητήσει από το δικηγόρο του αποκατάσταση της ζημίας αυτής με βάση την ΑΚ 729 σε συνδ. με ΑΚ 330.