Συνέντευξη με τον κύριο Γιαννακάκη Διονύση 16-5-98 στη Σητεία ΠΡΩΤΗ ΚΑΣΕΤΑ. Α. Πλευρά Για πέστε μου κύριε Διονύση στο σόι σας είχατε κι άλλους μουσικούς; Πρώτα-πρώτα, αφού σας καλωσορίσω στη Σητεία και εκτιμήσουμε μετά μεγάλης προσοχής την προσπάθειά σας και να σας ευχαριστήσω για την προσπάθεια που κάνετε για να διατηρήσετε την παράδοση και την ιστορία και της μουσικής και των δικών μας, εν πάση περιπτώσει, εδώ πέρα νοοτροπιών, τρόπων διασκεδάσεως, παλιά μουσική, καινούργια μουσική, σας ευχαριστώ πάρα πολύ, σας καλωσορίζω και είμαι έτοιμος να απαντήσω σ ό,τι θελήσετε και σ ό,τι μπορώ να βοηθήσω σ αυτή την αξιόλογη προσπάθειά σας. Ευχαριστούμε πολύ. Στο σπίτι μας παίζουμε, στη Σητεία βασικά στους δέκα, οι οχτώ παίζουν κάτι. Ή βιολί, ή κιθάρα και το παραδοσιακό όργανο της Σητείας είναι το βιολί. Είναι άλλωστε και η πατρίδα του Καλογερίδη, του μεγαλύτερου μουσικοσυνθέτη που γέννησε ποτέ η Κρήτη, ο άνθρωπος που έφτιαξε την ωραία μουσική που πρέπει να την ξέρετε και απ αυτή τη μουσική έχουν αντλήσει, περιτράνως αποδεδειγμένα, έχουν αντλήσει και ο Θεοδωράκης και ο Ξαρχάκος και ο Μαρκόπουλος, έχουν πάρει στοιχεία, τα συρτά και τα περιβόητα, ξεκινήσανε από την μουσική του Καλογερίδη. Η Σητεία, λοιπόν, είναι φιλόμουση όλη η επαρχία, κατεξοχήν, όπως είπα όργανο, το βιολί και στη Σητεία, όπως είπα, επαναλαμβάνω στους δέκα οι οχτώ παίζουν μουσική, τραγουδάνε όλοι, χορεύουνε όλοι, δεν περιαυτολογούμε, γιατί αν δεν παινέσεις το σπίτι σου, λέει, θα πέσει να σε πλακώσει, αλλά η αλήθεια είναι αυτή. Στο σπίτι μας παίζω εγώ, παίζει ο αδελφός μου βιολί, παίζει ο άλλος, τα δύο μου αδέλφια παίζουν βιολί, όλοι ερασιτέχνες φυσικά, παίζουμε για συντροφιά, για το δικό μας 1
κέφι, για τους φίλους, μαντινάδες γράφουμε, λέμε και εν πάση περιπτώσει, και στον ευρύτερο χώρο της οικογενείας μας έχουμε αρκετούς, οι οποίοι ασχολούνται με βιολί. Πριν από τους σύγχρονους, τον αδελφό σας, εσάς και λοιπά, ο πατέρας ή ο παππούς Ο πατέρας μου έπαιζε μαντολίνο. Πιο παλιά ακόμα; Πιο παλιά ο παππούς μου έπαιζε βιολί, ο παππούς μου, ο προπάππος μου, το παραδοσιακό βιολί. Ο πατέρας ήτανε ένας γλεντζές, πολύ γλεντζές, έμπορος βέβαια, είμαστε μια μεγάλη οικογένεια, ο οποίος πρέπει να σας πω ότι είχε μια τεράστια ιστορία. Τον θυμάμαι πολύ καλά, είχε μαγαζί εδώ στη Σητεία και κατέβαζε από το οροπέδιο Σητείας, Χανδρά Αρμένοι, ζούσε εκεί ο Καλοχωριανός και ο Φοραδάρης. Εγώ τους θυμάμαι και τους δυο. Και τους δυο τους γνωρίσατε; Και τους δυο. Πιο πολύ θυμάμαι τον Καλοχωριανό. Πότε, περίπου, πέθανε ο Φοραδάρης; Ο Φοραδάρης πρέπει να πέθανε γύρω στο 35, δεν είμαι σίγουρος. Ο Καλοχωριανός, όμως, τον θυμάμαι στην κατοχή μέσα και μετά την κατοχή και κατέβαζε με μία λύρα στο ντουρβά και το νταούλι κρεμασμένο, θυμάμαι, λοιπόν, τη συντροφιά αυτή, αφού είχανε ετοιμάσει τους μεζέδες, τα πάντα και τα λοιπά να καθίσουνε με τις οικογένειες και τα κρασιά, να βγάλουνε λύρα και το νταούλι. Δηλαδή, κρατούσε και λύρα και νταούλι μαζί; Και λύρα και νταούλι. Δηλαδή, ο οπλισμός του ήτανε η λύρα και το νταούλι μαζί; Μαζί, μέσα σ ένα σακούλι τη λύρα Δεν περίμενε να το βρει από άλλο; Όχι, πάντα ήτανε, όπου πήγαινε, με τον πατέρα του πάρα πολλές φορές κι όλη αυτή η συντροφιά, δεν τους ξέρετε εδώ πέρα, η παραδοσιακή 2
συντροφιά της Σητείας, Μοτάκης Κωστής ξενοδόχος, ο Ντουσάκης, ένας ξενοδόχος, ο Φραγκούλης της οικογενείας των Φραγκούληδων, είναι συγγενής του φίλου μου και του ανιψιού του γιατρού κ.τ.λ. Αυτοί, λοιπόν, ζούσανε στο οροπέδιο της Σητείας, ο Καλογερίδης μετά από τις σπουδές του από το Παρίσι, έψαχνε φυσικά και πήγε και κάθισε αρκετές μέρες στη Ζήρο και έγραψε και σημείωσε με το δικό του τρόπο της εποχής και τα μέσα που υπήρχαν και ήντλησε και είναι ξεκάθαρο, ότι από κει ξεκινάνε οι παραδοσιακές στειακές κοντυλιές. Μετά έκανε τα ανάμεικτα μαλεβιζιώτικο Σητείας, που έχει βγάλει δίσκους και εν πάση περιπτώσει αυτοί οι παλιοί, οι πιο παλιοί μουσικοί ακολουθεί ένας Γιάννης Σολιδάκης ή Κιρλίμπας, ο οποίος πέθανε, πολύ ωραίος, ακολουθεί ο Δερμιτζογιάννης, πάμε σ ένα Παπαχατζάκη που έπαιζε βιολί στο Σταυροχώρι τυφλός, ο οποίος με λάτρευε και έπαιζε πολύ ωραίο βιολί, μετά ένας άλλος Νίκος στους Αρμένους τυφλός κι αυτός, μιλάμε για τους πολύ παλιούς. Μου κανε εντύπωση, επίσης, ένας άλλος, μου διαφεύγει να θυμηθώ απ το Καρύδι, ο οποίος έπαιζε λύρα, Λιμπίτης, αυτόν τον θυμάμαι εγώ πριν πενήντα χρόνια. Λιμπίτης ήταν τ όνομά του; Λιμπιτάκης, ο Λιμπίτης, γερο-λιμπίτης, ο οποίος έπαιζε λύρα κι έπαιζε ένα πολύ ωραίο στειακό πηδηχτό με τη λύρα βέβαια πάντα. Αυτοί ήτανε λυράρηδες όλοι. Βιολί είπαμε παίζανε μετά νεότεροι. Στη Σητεία παίζανε πάρα πολύ, ο Ανδρουλιδάκης ο δάσκαλος, ο καλλιτέχνης, ο οποίος πρέπει να ναι περίπου ενενήντα χρονών, δάσκαλος, τρομερός.. Ο Δερμιτζογιάννης άντλησε πάρα πολλά από τον Ανδρουλιδάκη το δάσκαλο. Στη συνέχεια είχε ένα ανιψιό, Ανδρουλιδάκη Κώστα, ο οποίος είναι στην Αθήνα, κι αυτός παίζει πάρα πολύ ωραία βιολί. Βιολί επίσης, παίζανε ένας Κουβαράκης Ανδρέας από το Πισκοκέφαλο, ο οποίος είναι στην Αθήνα τώρα, πολύ ωραίο, ένας άλλος Μυλωνάς Λευτέρης, ο οποίος είναι απ το Χουδέτσι, κάθεται στο Χουδέτσι μυλωνάς εδώ στη Σητεία, είχε ένα μύλο και πολλές φορές επήγαινα στο μύλο απέναντι απ το 3
χωριό στο Πισκοκέφαλο, που ήτανε ο μύλος ενούς παραδοσιακού παίχτη του λεγόμενου εδώ πέρα στη Σητεία, πες τονε γιατρέ, που είχε το μύλο, του Καβρού, έχει λοιπόν ο Καβρός Καβρός είναι παρατσούκλι. Ναι, ένας Χασαπλαδάκης. Λοιπόν, ο Καβρός με λάτρευε, να περάσω απ το μύλο «Διονύση έλα μια τσικουδιά» να στρώσει, λοιπόν, το σοφρά και να μου διηγείται. Αυτός, βέβαια, τη γυναίκα του την έκλεψε από ένα χωριό δίπλα το Σταυρωμένο. Κάθε χρόνο, λοιπόν, την επέτειο της απαγωγής, πίσω από την πόρτα του μύλου, έγραφε και μια μαντινάδα. Γράφει, λοιπόν, μεταξύ των άλλων στη γυναίκα του απευθυνόμενος, λέει «ρόδο ήσουνα όταν σ έκλεψα και σ έφερα στο μύλο, μα κάθε χρόνος που περνά σου πέφτει κι ένα φύλλο» κι άλλες πολλές. Και διάβασε να πω ένα καλαμπούρι, δεν ξέρω πού θα πάνε και πού να μην παν αλλά θα το πω. Ο μυλωνάς, λοιπόν, αυτός ο Καβρός ο φίλος μου, πέθανε βέβαια, είχε μύλο και παράλληλα καλλιεργούσε αμπέλια. Κάθε πρωί, λοιπόν, έπαιρνε τ αλέσματα της εποχής εκείνης στο ντουρβά, ας πούμε, τα είκοσι οκάδες το κριθάρι, το σιτάρι να τα φέρει με το μουλάρι στη Σητεία κοντά. Τ αμπέλια του, ξυπνάει ένα πρωί, έχει πέσει περονόσπορος, βλέπει στάχτη το αμπέλι. Καταλαβαίνεις τώρα τη στενοχώρια του, αλλά είναι υποχρεωμένος να φέρει τ αλέσματα στη Σητεία. Έχει μάθει ο κόσμος, όμως, όλοι ότι λέει μαντινάδες έτσι αυθόρμητες και περνάει έξω απ τη Σητεία, θα μου επιτρέψετε τώρα, δεν πειράζει ένα καλαμπούρι σόκιν είναι θα το πω. Κατεβαίνει, λοιπόν, που λες κύριε καθηγητά, είναι οι κοπέλες των ελευθερίων ηθών απ έξω, οι οποίες έχουν μάθει ότι ο Καβρός λέει μαντινάδες. Ξεπετιέται, λοιπόν, μια ξεβράκωτη και πιάνει τα χαλινάρια, λέει «μπαρμπα-γιάννη, μια μαντινάδα» λέει «άσε με μωρέ παιδί μου στη στενοχώρια μου» της λέει «θα μου πεις μια μαντινιάδα» «βρε άσε με» της λέει «και δεν με φτάνει η στενοχώρια μου που χασα τη σταφίδα μου» κ.τ.λ. οπότε της είπε, να μη μακρηγορώ, λέει «εσύ είσαι η καλύτερη που ζεις με το κορμί σου, 4
γιατί ο περονόσπορος δεν πιάνει το» το βάζετε στο μυαλό σας. Κι άλλη μια φορά κατέβαινε, είχε και περιβόλια και καλλιεργούσε, είχε φορτώσει αγγούρια, κολοκύθια, ντομάτες, πατάτες, η άλλη πάλι, η άλλη κοπέλα που είχε μάθει τι της είπε, του λέει να μου πεις και μένα μια μαντινάδα. Της είπε, λοιπόν, αυτηνής της δεύτερης, της λέει «αγγούρια έχω και λαλιώ» δηλαδή φορτωμένα, λαλιώ «αγγούρια έχω και λαλιώ κι ο κόσμος τα πληρώνει, μα το δικό σου το κρατώ μέσα στο παντελόνι». Αυτός ήτανε ο Καβρός λοιπόν, ο Καβρός ήτανε ένας παραδοσιακός ποιητής κι άλλοι πολλοί. Τώρα τι συγκεκριμένα θα θέλατε να πούμε, να ρωτήσετε κάτι. Μπορώ να υποθέσω απ αυτά που είπατε, ότι παίζανε παλιότερα και λύρα και βιολί το ίδιο στη Σητεία; Περισσότερο βιολί, αλλά η λύρα της Σητείας ήτανε μια αντιγραφή του βιολιού. Δεν ήταν δηλαδή, ήταν η λύρα η στειακιά, άκουγες λύρα και δεν ξεκαθάριζες αν ήταν βιολί ή λύρα. Δηλαδή, η Σητεία αισθάνεται ότι είναι το όργανό της το βιολί; Το βιολί, το βιολί βέβαια. Αλλά δυστυχώς τώρα, πρέπει να πω δυστυχώς, είχαμε πάει μια φορά μαζί με το φίλο μου το γιατρό, το Φραγκούλη και άλλους στο Ηράκλειο, βρεθήκαμε εκεί με το Γαργανουράκη και έκαμαμε πάρα πολλά σχέδια για τα Χανιά. Tου λέω «εμείς στη Σητεία και στην ανατολική Κρήτη παίζουμε τα Ρεθυμνοχανιώτικα τα συρτά και τα χορεύουμε και τα τραγουδάμε. Μου κάνει εντύπωση, γιατί εσείς δεν κάνετε το ίδιο, που εν πάση περιπτώσει, η μουσική μας είναι αυτή». Όταν λέμε κοντυλιές εννοούμε Σητεία, Καλογερίδη και από κει ξεκινάνε όλες οι κοντυλιές που παίζουνε. Στα Χανιά παίζουνε επίσης βιολί, στα Χανιά επίσης βιολί. Ρέθυμνο, Ηράκλειο και στο Ηράκλειο βέβαια λίγο, τα χωριά του Ηρακλείου κατεξοχήν λύρα. Πιο παλιά θυμάστε το βιολί εσείς από τη λύρα εδώ στην περιοχή; Το βιολί. Το βιολί, είχαμε ένα Καραντώνη ήτανε τον Καραντώνη τον Αντώνη παλιά βιολί. Ο γιατρός ο Αικατερινίδης 5
Σχ. Ο πατέρας του Νίκου που ήτανε. Ο Αικατερινίδης ο γιατρός, ο χειρούργος, παίζει το βιολί, επίσης, αυτός. Και άλλοι πολλοί. Ζει ακόμα αυτός; Όχι, δεν ζει. Ο Αικατερινίδης, όχι δεν ζει. Αλλά απ ό,τι ακούεται απ τους παλαιότερους, απ τον πατέρα σας, τον παππού σας, ξέρω γω, έτσι μαρτυρίες που έχετε, υπήρχε παλιότερα και βιολί και λύρα μαζί; Και βιολί και λύρα υπήρχε, αλλά κατεξοχήν βιολί. Κατεξοχήν βιολί; Βεβαίως. Και το συνόδευε το βιολί τι; Κιθάρα, κιθάρα πάντα. Πολύ παλιά; Κιθάρα, κιθάρα. Μαντολίνο, κιθάρα. Λέτε για τους παλιότερους τον Καλοχωριανό, για τον Φοραδάρη. Για το Φοραδάρη, όλοι αυτοί παίζανε βιολί. Όχι λύρα παίζανε αυτοί. Αντέγραψε απ αυτούς ο Καλογερίδης, υπήρχαν, όμως, την εποχή εκείνη με βιολιά, είπα Καλοχωριανό και Φοραδάρη, διότι αυτοί ήτανε, ας πούμε, οι Μα δεν καταλάβατε ότι η λύρα στη Σητεία παιζόταν όπως το βιολί ή λύρα άκουγες ή βιολί δεν το ξεκαθάριζες, αν δεν το βλεπες. Και τώρα ακόμα σε πολλά χωριά, άσε τώρα που έχει μπασταρδέψει, ας το πω έτσι και με συγχωρείτε για τη φράση μου, μπασταρδέψει τώρα η λύρα και παίζουν τα δικά τους αυτούς. Έχεις να μας πεις δυο, τρεις αντίστοιχους βιολάτορες σαν τον Φοραδάρη εκείνης της εποχής; Μα είπαμε πιο μπροστά. Τόσο παλιούς. Της σειράς του Φοραδάρη δηλαδή. 6
Αμέσως μετά απ το Φοραδάρη ήταν ο Καλογερίδης, μετά ήταν ο Ανδρουλιδάκης ο δάσκαλος, όπως σας είπα. Όχι, όχι της εποχής του Φοραδάρη. Ο Φοραδάρης μου είπατε ότι πέθανε πριν το 35. Ήταν ο Γιάννης ο Παπαχατζάκης ο τυφλός απ το Σταυροχώρι, ο οποίος πέθανε δυστυχώς πέρσι, σε ηλικία 90 χρονών, 90 τόσο, 95 χρονών. Ήτανε ο Νίκος από τους Αρμένους ο τυφλός επίσης, μου διαφεύγει το επίθετό του, ήτανε άλλοι από δω από τη Σητεία. Ναι, αλλά αυτοί πεθάνανε μεταπολεμικά, όχι εμείς λέμε να πεθάνανε κι αυτοί γύρω σε κείνη την εποχή. Ο Φοραδάρης μου είπατε πέθανε το 34 35. Ναι, πιο μπροστά δεν μπορεί να θυμάμαι, βέβαια δεν μπορεί να θυμάμαι, δηλαδή συγκεκριμένα. Όχι, λέω μήπως ακούσατε από τον πατέρα σας ή από τον παππού σας ή από άλλους γέροντες, ότι υπήρχε κάποιος καλός βιολιστής Που ζούσε παράλληλα με τον Φοραδάρη. Ναι, στις αρχές του αιώνα ή και πριν από τον αιώνα αυτό, στα τέλη του περασμένου αιώνα, υπήρχε κανείς βιολιστής, όπως τον Φοραδάρη, της τάξεως του Φοραδάρη. Όχι, δεν νομίζω να θυμάμαι κανένα, δεν θυμάμαι. Κάτι θυμάμαι, δεν θυμάμαι ονόματα. Δεν μπορώ να συγκρατήσω αυτή τη στιγμή, άλλωστε με βρίσκετε και εντελώς έτσι, όχι προετοιμασμένο. Μα θέλουμε να μας πείτε αυτά που θυμάστε όχι προετοιμασμένο από βιβλία και λοιπά. Το πρόβλημά μας είναι και αυτό προσπαθούμε, έτσι, να εξιχνιάσουμε, αυτά που παίζονται σήμερα προέρχονται από τη λύρα ή από το βιολί; Απ το βιολί, ανάμεικτα. Γιατί πάντα ακούω ότι ο Φοραδάρης κι αναφορές του Φοραδάρη, δηλαδή, ότι σαν να είναι η πηγή, ας πούμε, της κρητικής μουσικής ο Φοραδάρης. 7
Πρέπει να σας πω ότι έπαιζε βιολί ο Φοραδάρης, το παρέλειψα. Έπαιζε και βιολί, αλλά κατεξοχήν έπαιζε λύρα, την οποία σου λέω λύρα ήδη την άκουγες, δηλαδή κι ο Καλοχωριανός επίσης. Ήτανε ή βιολί άκουγες ή λύρα ίδιο και το αυτό είναι. Και ο Καλοχωριανός έπαιζε και βιολί και λύρα; Όχι ο Φοραδάρης. Τι έπαιζε ο Καλοχωριανός; Μόνο λύρα; Μόνο λύρα ο Καλοχωριανός. Δηλαδή, αυτές οι κοντυλιές που υπάρχουν σήμερα, που παίζονται σήμερα στη Σητεία πιστεύετε ότι είναι πολύ παλιές και τις παίζαν με τη λύρα παλιότερα; Πολύ παλιές, τουλάχιστον 150 με 200 χρόνια παίζονται, είμαι σε θέση να γνωρίζω, παίζονται περίπου τρεις, τέσσερις κοντυλιές οι ίδιες, όπως τις παίζουμε σήμερα εμείς. Πώς το ξέρετε αυτό; Πώς το ξέρω; Το ξέρω, γιατί από παράδοση σε παράδοση. Θυμάμαι, δηλαδή, τον πατέρα μου τραγουδούσε, να πούμε, όταν ήμουνα παιδί κι είμαι σήμερα 69, 70 χρονών κι ήμουνα δέκα χρονών, οχτώ χρονών και θυμάμαι, θυμάμαι που έλεγε, να πούμε, για τα γλέντια, όταν έχουν μεσολαβήσει, λοιπόν, πενήντα χρόνια, εξήντα χρόνια και πάμε κι άλλα εξήντα πίσω, δεν είμαστε στην αρχή του αιώνος; Να σε ρωτήσω κάτι άλλο Διονύση, υποθετικά, εάν δεν είχε γεννηθεί ο Καλογερίδης, τι νομίζεις, πώς θα ήταν η κατάσταση; Εάν δεν είχε γεννηθεί ο Καλογερίδης πιστεύω ότι δεν θα μπορούσαμε σήμερα να μιλάμε ότι διατηρείται η παράδοση, όπως είχε τότε. Διότι ο Καλογερίδης δεν είναι μόνο επειδή έπαιζε, είναι ότι έχει σπουδάσει μουσική και την έγραψε. Και ό,τι γράφεται μένει. Ό,τι γράφεται μένει, αν δεν το χε γράψει με νότες κ.λ.π. δεν θα μπορούσαμε να το κουβεντιάζουμε σήμερα. Γιατί υπήρξανε κι άλλοι, ο Καλοχωριανός φερ 8
ειπείν, εάν η ιστορία δεν τον έφερνε στο προσκήνιο και δεν βρισκόταν κάποιος να γράψει, δεν θα υπήρχε σήμερα. Ξέρεις τι θέλω να σε ρωτήσω; Μήπως, δηλαδή, η παρουσία του Καλογερίδη και του ότι έδωσε τόσο κύρος και ώθηση στο βιολί, παρέσυρε κι άλλους να πιάσουν το βιολί και ν αφήσουν τη λύρα. Εδώ στη Σητεία οπωσδήποτε επέδρασε. Οπωσδήποτε, ο Καλογερίδης, να πούμε, με το βιολί επέδρασε στο να παίξουν περισσότερο βιολί. Αλλά βιολί επαιζόταν πάντα στη Σητεία ανέκαθεν, από αρχαιοτάτων χρόνων. Μπορώ να σου πω ότι στη Ζάκρο, μα δεν μπορώ να θυμηθώ γιατρέ, δεν μπορώ να θυμηθώ ονόματα στη Ζάκρο, βιολιά που παίζανε, ένας Ανατολιωτάκης Γιώργης, τελευταία, ήταν του Τάκη ο πατέρας, ο οποίος πέθανε σε ηλικία 90 χρονών κι έχει πεθάνει πριν από 20 χρόνια, παραπάνω. Και τον θυμάμαι πολύ καλά στη Ζάκρο κι έπαιζε βιολί. Μιλάω τώρα 60 χρόνια πίσω, 60-70 χρόνια πίσω. Δεν μιλάμε χτες. Και πόσα χρόνια έχουν μεσολαβήσει από κει και ύστερα. Επίσης, πού αλλού να σου πω τώρα, και στη Σκοπή υπήρχανε, αλλά και στα έξω Μουλιανά, στη Μυρσίνη οι Ζερβάκηδες έπαιζαν βιολί, στη Τουρλωτή, ο Γιάννης ο Ζερβάκης, στη Σφάκα, επίσης, στη Λάστρο, παντού έπαιζαν βιολιά. Όλα αυτά τα ορεινά, ιδιαίτερα τα χωριά τούτα δω, όλη η Σητεία, σε κάθε χωριό της Σητείας θα δεις τρεις, τέσσερις, πέντε. Μ άλλα λόγια, αν καταλαβαίνω, δηλαδή, η ερώτηση του Νίκου είναι ότι, εάν δεν ήταν ο Καλογερίδης, μήπως κι εμείς είχαμε τη λύρα εδώ πέρα; Κάπως έτσι; Να έχει μεγαλύτερη παρουσία. Είπα επέδρασε η παρουσία του Καλογερίδη, επέδρασε στο να διατηρηθεί το βιολί και να αντιγράφουμε όλοι μας τον Καλογερίδη. Να σε ρωτήσω ένα άλλο πράγμα απ ό,τι θυμάσαι προπολεμικά, αν θυμάσαι. Έχεις την εντύπωση ότι τα βιολιά περισσότερο παιζόντουσαν μέσα στην πόλη ή στα μεγάλα χωριά και στα χωριά τα ορεινά παιζόταν περισσότερο η λύρα ή ήταν ανεξάρτητο; 9
Ανεξάρτητο, παντού βιολί. Και στο Ορεινό και στο Σταυροχώρι, που σας είπα με τον Παπαχατζάκη, ο Παπαχατζάκης πέθανε ενενήντα χρονών, πέθανε πέρσι ο Παπαχατζάκης, αυτός έπαιζε βιολί από οχτώ χρονών παιδί, από ό,τι μου λεγε ο ίδιος πάντα και το βιολί το είχε κι αυτός μάθει, μου είχε πει ονόματα, πού να τα θυμάμαι τώρα, δεν κάθισα ποτέ μου αυτά, έκαμα λάθος εδώ πέρα, έπρεπε να καθίσω εγώ που αγαπώ τη μουσική και μ αρέσει και τη ζω και τη πιστεύω όταν παίζω βιολί, δεν το παίζω, εγώ κάνω έξι μήνες να παίξω βιολί, αλλά την ώρα που το παίζω το καταλαβαίνω, το νιώθω και αυτό συμβαίνει σ όλους τους Στειακούς, όχι μόνο σε μένα. Να σε ρωτήσω ένα άλλο πράγμα, τώρα, βέβαια, δεν παίζεις λύρα και δεν ξέρω πόσο μπορείς να δεις από μέσα το πράγμα, οι κοντυλιές του Καλογερίδη, έτσι όπως τις παίζει ο Καλογερίδης, θα θελες να τις παίξεις έτσι, μπορείς να τις παίξεις με λύρα; Ναι, είχα ένα θείο, πέθανε, τον σκότωσαν στην Αλβανία, Κιρλίμπας, τον λέγανε Κιρλίμπα επειδή ήτανε εφάμιλλος του Σολιδάκη, που είπαμε πιο μπροστά του Κιρλίμπα, ο οποίος η λύρα του ήτανε, δηλαδή Καλογερίδη κοντυλιές ρε ματζόρε, ντο, φα ν ακούσεις, δεν ξεχωρίζεις απ το βιολί, τις απέδιδε, όπως ακριβώς το βιολί. Και άλλοι, όχι μόνο αυτός και άλλοι. Έχεις ακούσει και άλλους; Οι σημερινοί πρέπει να στο πω ότι έχουνε μπασταρδέψει τις κοντυλιές του Καλογερίδη στη λύρα, την πολυγουργουνάνε και έτσι ξεφεύγουν από το τόξο του βιολιού, να το πω αλλιώτικα. Φοβούμαι, δηλαδή, ότι η λύρα, επειδή έχει τρεις χορδές και το κούρδισμά της είναι τέτοιο, δεν επιτρέπει τη δεξιοτεχνία του βιολιού και μήπως δηλαδή Όχι, κοίταξε το σολ του βιολιού δεν χρησιμοποιείται πολλές φορές στις κοντυλιές, σπανίως. Μόνο για τη συγχορδία. Στις τρεις χορδές, το βιολί, αν πούμε ότι έχει σπάσει η τέταρτη κόρδα, θα αποδώσει και τη φα και 10
τη ντο και τη ρε, δεν παίζει τόσο μεγάλο ρόλο η τέταρτη χορδή που είπατε. Θεωρείς, δηλαδή, ότι με τον ίδιο τρόπο μπορείς να παίξεις ένα κομμάτι δύσκολο και στη λύρα και στο βιολί; Βεβαίως. Δεν παίζεται, όπως παίζει το βιολί 100%, αλλά ένα 80%, 90% περίπου αποδίδει. Το στειακό, ας πούμε, μπορεί να τον παίξει η λύρα εξίσου καλά, όπως το βιολί; Διαφέρει ο στειακός, γιατί το βιολί έπαιζε με κιθάρα, η λύρα έπαιζε με το γερακοκούδουνο, το δοξάρι της είχε τα κουδουνάκια, το οποίο ήτανε τζαζ, δηλαδή, ήτανε το δοξάρι της λύρας, εδώ στη Σητεία, ήτανε φορτωμένο με τα κουδουνάκια, τα γερακοκούδουνα, που έπαιζες ήτανε η τζαζ κι έπαιζε ο δεξιοτέχνης λυράρης, δηλαδή, έπαιζε παράλληλα αυτό που αντικαθιστά σήμερα η τζαζ. Και το βιολί συμπλήρωνε τη αυτό ήταν γεγονός. Η λύρα, όμως, όπως την παίζανε παλιά με χωρίς κουδούνια που την παίζανε απέδιδε εξίσου όπως το βιολί. Χωρίς κουδούνια την παίζανε; Μπορεί ν ανέβει στις ψηλές νότες. Οι περισσότεροι παίζουν με κουδούνια μετά. Ο Φοραδάρης πώς την έπαιζε; Είχε. Αυτό που θυμάμαι, θυμάμαι, ακούω για τον Φοραδάρη, αυτό που θυμάμαι πολύ καλά, τον Καλοχωριανό Και ο Καλοχωριανός με κουδούνια δεν έπαιζε; Είχε δυο τόξα, δυο δοξάρια, ένα με κουδούνια κι ένα χωρίς κουδούνια. Πότε χρησιμοποιούσε το ένα, πότε το άλλο. Πότε το ένα, πότε το άλλο, ανάλογα με τι θέλανε να παίξουνε κι ανάλογα με τη ρετσίνα που θα ήταν κ.λ.π. Η λύρα μπορούσε να παίξει τις ψιλές νότες που παίζει τώρα το βιολί στον πηδηχτό χορό; Βεβαίως. Αν είχαμε ένα βιολί εδώ πέρα θα σας έκανα μια αυτή, πώς παίζεται και οι λυρίστικες, ο λυρίστικος, πώς λέμε, λυρίστικες παίζει το 11
βιολί κι εμείς παίζουμε βιολί. Εγώ πολλές φορές παίζω βιολί, κοντυλιές, οι οποίες είναι παλιές, να ο γιατρός ξέρει και παίζω σε στυλ, το τόξο του βιολιού, το δοξάρι, το χρησιμοποιώ, όπως το χρησιμοποιώ με τη λύρα. Η Ρουμπεκά μπορούσε να παίξει λύρα; Και βάικα πώς. Να δείξεις αυτό που είπες, ήταν σημαντικό. Η λύρα φερ ειπείν που θες. (Μουσική). Έτσι παίζει. Στάσου, για παίξε το βιολί, πώς θα το παιζες στο βιολί; (Μουσική) Έτσι περίπου, γιατί το βιολί, εγώ δεν με βολεύει εδώ που κάθομαι, έτσι περίπου παίζεται. Διονύση, το λυρίστικο είναι, δηλαδή, ότι παίζεις διπλόχορδα; Όχι διπλόχορδα, το τόξο, το δοξάρι πώς παίζεται. Το βιολί παίζεις περισσότερες αυτό, ενώ της λύρας το γουσγουνάς, το κανακίζεις το δοξάρι. Παρατήρησα, επίσης, ότι παίζεις και πιο πολλές νότες, όταν παίζεις με το βιολί, γιατί το πλουμίζεις καλύτερα. Ε, σίγουρα. Γιατί η διαφορά; Ε, υπάρχει η διαφορά του βιολιού. Η πιο άνεσις. Το βιολί πατάς τη χορδή, στη λύρα βάζεις το δάχτυλο μέσα. Βάζεις το νύχι μέσα να παίζει, έχει διαφορά η απόδοση του ενός πατήματος απ το άλλο. Αυτά μιλάω τώρα, όσα μιλάω, πραχτικά, δεν μιλάω, δεν έχω σπουδάσει, δεν έχω κάτσει ποτέ μου να λεπτολογήσω τις λεπτομέρειες, τώρα μου δίνετε την αφορμή εσείς και μπράβο σας που ζητάτε αυτές τις διευκρινίσεις, που κάτι θα προκύψει ωφέλιμο για να ξεκαθαρίσετε και σεις ορισμένα πράγματα, μπράβο σας εν πάση περιπτώσει επαναλαμβάνω. Εγώ αγαπάω τη μουσική, τη ζω, όλη η Σητεία είναι φιλόμουση, όλη η Σητεία είναι φιλόμουση, η ανατολική Κρήτη, έχουμε μια ταυτότητα με το Ηράκλειο πολύ και διαφέρει η ανατολική Κρήτη στη μουσική, διαφέρει από τη δυτική. Ο Καλογερίδης, όπως είπαμε πιο μπροστά, έχει γράψει 12
δίσκους αρκετούς, φερ ειπείν πηδηχτό, ανάμεικτος στειακός μαλεβιζιώτικος, ανάμεικτος, έτσι τον θυμάμαι, τον έχω το δίσκο, ανάμεικτος στειακός μαλεβιζιώτικος και έχει κάνει ένα αυτό, μετά από τις άλλες τις κοντυλιές. Μπορείς, μια και τον παίζεις αυτό το χορό, να μας πεις, να μας εξηγήσεις, σε τι διαφέρει ο μαλεβιζιώτικος από το στειακό; Εσύ όταν ακούς, ας πούμε, ένα δίσκο λες αυτός είναι μαλεβιζιώτικος, αυτός είναι στειακός, πώς το ξεχωρίζεις αυτό το πράγμα; Παίζεται πιο γρήγορα ο μαλεβιζιώτικος. Παίζεται σε ρυθμό πιο γρήγορο ο μαλεβιζιώτικος. Ένα στοιχείο, λοιπόν, ότι είναι πιο γρήγορος. Πιο γρήγορα. Στο χορό τώρα, στο χορό ο στειακός χορεύεται με βήματα στρωτά και αργά και όχι πήδους, (ελάχιστες φορές θα δεις την πασπαλιά, όπως λέμε πασπαλιά, δηλαδή το χτύπημα στο πόδι), αργά, στρωτά και χωρίς τούμπες στον αέρα κ.λ.π. και τις ανάποδες αυτά δεν τα χει ο στειακός. Στο μαλεβιζιώτικο χορεύουνε περισσότερο οι μπροστινοί και ολιγότερο οι πισινοί. Στο στειακό χορεύανε όλοι, από τη κουντούρα ως την ομπρός μερά, με τον ίδιο ρυθμό και ο μπροστινός έκανε κι ορισμένες στροφές αριστερά, δεξιά, αλλά όχι με πήδους κι όχι με σάλτους. Ο μαλεβιζιώτικος παίζεται πολύ πιο γρήγορα και χορεύεται πιο φόρτε. Όσον αφορά τη μουσική όμως, τη μουσική, δηλαδή, όταν ακούς κάτι, μπορείς να διακρίνεις αν είναι μαλεβιζιώτικος και αν είναι στειακός; Βέβαια διακρίνεται, αλλά όχι με μεγάλες διαφορές, όχι μεγάλες διαφορές στον ήχο, στο ρυθμό η διαφορά είναι τεράστια. Ναι, είναι πιο γρήγορος ο ένας. Πολύ πιο γρήγορος. Διονύση, αν παίζει κάποιος στειακό, μπορεί ένας Καστρινός να το χορέψει μαλεβιζιώτικο; 13
Δεν διαφέρει, το πολύ, πολύ να πει στα όργανα παίξε πιο γρήγορα και να παίξει πιο γρήγορα το πολύ. Αλλά ο βηματισμός είναι σχεδόν ο ίδιος. Ο γνήσιος βηματισμός του μαλεβιζιώτη, ο γνήσιος, ο πρώτος είναι ο ίδιος. Οι φιγούρες διαφέρουνε και οι φιγούρες για μένα χαλάσανε πολλά παραδοσιακά πράγματα. Όπως και στη λύρα, έχουνε χαλάσει πάρα πολλά, δηλαδή, πού ναι ο Ροδινός, πού ναι ο συχωρεμένος πες τόνε, πέθανε προχθές, ο Σκορδαλός κ.λ.π., εγώ είχα την τύχη να τους έχω γνωρίσει και τον Μουντάκη, πολύ φίλος μου ο Μουντάκης, είχαμε κάνει χιλιάδες πράγματα, το Σκορδαλό επίσης, με το Σιφογιωργάκη, με όλους αυτούς τους μεγάλους μ αρέσει η μουσική, με τον Ξυλούρη. Ο Ξυλούρης πρέπει να σας πω το εξής, ότι, να κάνω μια αναδρομή, ένα βράδυ μπαίνω σ ένα αυτοκίνητο ενός φίλου μου μηχανικού και έχει ένα πικάπ, αυτό που έβαζε το δίσκο μέσα κι ακούω την Ανιφαντού, «ποιος παίζει μωρέ εδώ πέρα» του λέω, τον ακούω να λέει ο «Ψαρονίκος Ξυλούρης». Να μη μακρηγορώ, κατεβαίνω τον βρίσκω στο Ηράκλειο, του λέω «Διονύσης Γιαννακάκης από τη Σητεία», λέει «σας έχω ακούσει, σας ξέρω» λέω «πότε θα ρθεις στη Σητεία και πόσο θες» μου λέει «εφτά χιλιάδες» λέω «δέκα χιλιάδες να ρθεις να παίξεις σ ένα φίλο μου εδώ πέρα έχει ένα κέντρο». Μόλις, τελικά, γίναμε φίλοι, αυτές τις ημέρες ήταν έτοιμο το φεστιβάλ που κάνουμε εδώ πέρα της Σουλτανίνας, τη γιορτή της Σουλτανίνας και εν πάση περιπτώσει, με το δικό μου τρόπο κατάφερα να επιβάλω να παίξει ο Ξυλούρης. Ήτανε τότε που ανέβαινε, στα πρώτα του βήματα, κανά δυο μήνες ήταν που είχε στο Ηράκλειο συζητηθεί η «Ανιφαντού» κ.λ.π. Ήρθε λοιπόν εδώ πέρα και τον ακούσανε 10000 κόσμος, ήταν τετραήμερο και εκτελούσε το κρητικό πρόγραμμα. Είναι ο Γιάννης ο Μαρκόπουλος εδώ πέρα, επίσης ο Γιάννης ο Μαρκόπουλος πρέπει να σας πω ότι η μάνα του είναι από δω, τη Σητεία κι ο πατέρας του απ την Ιεράπετρα, οι θείες του κ.λ.π., κι ο Δερμιτζάκης είναι ανιψιός του ο Μαρκόπουλος, φωνάζει, λοιπόν, το Γιάννη και καθόμαστε εκεί στην πλατεία κάτω στα αλμυρίκια και του λέω «ρε 14
Γιάννη έλα να σε φωνάξω, μένει στο ξενοδοχείο μου ο Ξυλούρης» του λέω «ν ακούσεις μια αλλιώτικη φωνή», τον εκατεβάζω στο υπόγειο, κάθεται ο Μαρκόπουλος απέναντι και έχει δίπλα του τον αδελφό του Ξυλούρη το Γιάννη και τον Αεράκη τον Στέλιο που χει στο Ηράκλειο τώρα την Columbia, αυτούς είχε λαούτα. Του λέω «Νίκο τραγούδησε το πότε θα κάνει ξαστεριά» κ.λ.π. κι έπαιξε την Ανιφαντού, κι ήταν η πρώτη γνωριμία με τον Μαρκόπουλο. Μετά είχανε τη συνεργασία, ύστερα χωρίσανε, πήγε με Ξαρχάκο. Εγώ τον Ξυλούρη τον λάτρευα και με λάτρευε βέβαια, είχαμε μεγάλες σχέσεις και φιλίες, ερχότανε για μένα. Είχε σε πανηγύρια παίξει που τανε, ξέρεις, αυτοί επαγγελματίες. Στο Άγιο Πνεύμα, εκεί έπιασε θυμάμαι τότε 300.000. Και σηκώνεται και λέει «Διονύση για χατίρι σου, τα χαρίζω στην εκκλησία του χωριού». Ήταν πολύ λεβέντης ο συχωρεμένος ο Ξυλούρης. Είχα την ευκαιρία να τους γνωρίσω και δεν το κανα φιάσκο. Πίστευα στον καλλιτέχνη, μ άρεσε η μουσική και μ αρέσει ακόμα. Να σε ρωτήσω, επειδή είπαμε για το χορό, οι κοντυλιές χορεύονταν; Οι κοντυλιές είναι το παραδοσιακό αυτό το, πώς το λένε; Με τις μαντινάδες σιγανό; Το σιγανό. Ο σιγανός με τις κοντυλιές. Οι κοντυλιές χορεύονταν σιγανό χορό. Έχουν κάποια σειρά που μπαίνουν η μία πίσω απ την άλλη; Ε, βέβαια. Αν σας λέγαμε να δώσετε, έτσι, έναν ορισμό, για σας τι σημαίνει κοντυλιά, λέτε θα παίξω κοντυλιά του ντο, του ρε. Κοντυλιές είναι γενική έννοια της μουσικής, οι κοντυλιές, τραγουδιστές είναι κοντυλιές λα, ρε, φα, ντο ματζόρε, φα ματζόρε και είναι κοντυλιές αυτές, λέγονται όλες κοντυλιές, δεν έχουμε διαχωρισμό μια κοντυλιά, μια κοντυλιά του ντο, αυτό είναι κοντυλιά. Ωραία, η κοντυλιά για σας τι είναι δηλαδή; 15
Η κοντυλιά είναι ο χαρακτηρισμός για μένα του λέγεται κοντυλιά, πως λέμε τώρα ταγκό, πως λέμε βαλς. Ναι. Από τι αποτελείται, δηλαδή, μια κοντυλιά; Αρχίζετε και παίζετε εσείς την κοντυλιά του ντο, ξεκινάτε από ένα μοτίβο, μέχρι το τέλος πάει έτσι; Όχι, κοντυλιές είναι όλες, όπως ξεκινάς με μια κοντυλιά, ρε ματζόρε φερ ειπείν, μια στιγμή το γυρίζεις λα, μετά γυρίζεις σολ, ύστερα κάποια στιγμή την πας, παίξε μου ντο. Όλα είναι κοντυλιές. Στη σειρά, χωρίς να σταματήσετε ενδιάμεσα; Χωρίς να σταματήσεις, αλλάζει. Δεν έχουμε, δηλαδή, εδώ, όταν διασκεδάζουμε στη Σητεία και παίζουμε βιολί φερ ειπείν, ξεκινάμε από κοντυλιές ρε και τραγουδάμε κοντυλιές. Δηλαδή, μπορεί κάποιος να παίξει την κοντυλιά του φα και αμέσως μετά να το γυρίσει στο ντο και στο λα, χωρίς να σταματήσει. Βέβαια, στο ντο, χωρίς να σταματήσει, βέβαια, είναι συνέχεια. Στο άκουσμα αυτό δεν, είναι κάπως, έτσι, περίεργο, άμα δεν το κάνει καλά; Δηλαδή, μπορούμε από οποιαδήποτε να πάμε σε οποιαδήποτε; Παίζομε τις κοντυλιές και τραγουδούμε ρε, μετά ο άλλος, που τραγουδάει, θέλει ν ακούσει λα, τη γυρίζει, είναι συνέχεια, δεν διακόπτεται εν πάση περιπτώσει, δεν διαχωρίζεται, η λέξη κοντυλιά δεν διαχωρίζει κοντυλιά, είναι κοντυλιές όλες και παίζομε ντο, φα, όπως είπαμε και πιο μπροστά. Δεν έχει τίποτα διαχωριστικό. Να στο πω πιο απλά. Γιατί θέλουμε κι εμείς να ξεκαθαρίσουμε ορισμένα πράγματα. Μου λες τώρα θα σου παίξω κοντυλιές του ρε και κάθεσαι και παίζεις δύο, τρία, τέσσερα, δέκα λεπτά κοντυλιές του ρε. Παίζοντας αυτά όλα τα λεπτά κοντυλιές του ρε, τι είναι αυτό που εκτυλίσσεται εκεί μέσα, μπορούμε να το περιγράψουμε; Τι κάνεις εκεί παίζοντας τις κοντυλιές αυτές του ρε; Έχει οι κοντυλιές του ρε εδώ στη Σητεία τουλάχιστον έχει τουλάχιστον πενήντα παραλλαγές. Δηλαδή αλλάζεις 16
Πώς τα λέτε αυτά; Υπάρχουν κομμάτια, κομμάτια, ας πούμε, το οποίο μπαίνει το ένα μετά το άλλο και το λέτε όλο αυτό κοντυλιές του ρε; Αυτοί που θέλουν να μιμηθούν τον Καλογερίδη, ας πούμε, που τον μιμούνται, παίζουν ασκαρδαμυκτί τις κοντυλιές του Καλογερίδη. Εμείς οι ερασιτέχνες ξεκινάμε από ρε και ανάλογα με το κέφι της παρέας και τι ζητάει ο καθένας, γυρίζουμε κοντυλιά και είναι συνέχεια η μία της άλλης, δεν διαχωρίζουμε, δεν το καταλαβαίνω αυτό που θέλετε να πείτε απόλυτα. Μπορείς να μου πεις μια κοντυλιά; Πόσο είναι μια κοντυλιά; Απ Μια κοντυλιά είναι όσο τη θέλει η συντροφιά. Αν την παίξει το βιολί και θέλεις να την αποτυπώσεις κάτω σ ένα δίσκο, θα βάλεις, ας πούμε, οι κοντυλιές σολ, εδώ στη Σητεία έχει τουλάχιστον τριάντα παραλλαγές. Αυτό θέλω να μου πεις. Όταν θα αποτυπώσω σε δίσκο, θα παίξω μία, δύο, τρεις παραλλαγές. Όταν κάθομαι και διασκεδάζω, μπορεί να τις ανακατέψω όλες, ανάλογα με το κέφι και ανάλογα με το τι ζητάει, να τις ανακατέψω και να τις παίξω όλες τις παραλλαγές. Να σας ρωτήσουμε πιο συγκεκριμένα, όταν λέτε παραλλαγές, εννοείτε από άνθρωπο σε άνθρωπο, ότι κάνει κάποιες παραλλαγές και ότι μπορείτε να τις βάλετε; Όχι, από την κοντυλιά. Ή είναι, ας πούμε, η ίδια η κοντυλιά στα μέτρα αυτά και διαλέγετε και παίρνετε; Στον ίδιο τόνο, στο σολ στον ίδιο τόνο. Στον ίδιο τόνο την παίζεις. Άλλη μελωδία Άλλη μελωδία, είναι άλλη μελωδία. Άλλο το ένα κι άλλο τ άλλο. Το λέτε και γύρισμα αυτό; Ε, γυρίσματα είναι αυτά. Δηλαδή, όπως τότε με το κύριε καθηγητά, η σολ έχει τριάντα γυρίσματα, η λα το ίδιο, η ρε, οι κοντυλιές σε ρε, επίσης. Πολλές παραλλαγές δεν έχουνε οι φα, ντο. Δεν έχουν πολλές 17
παραλλαγές. Είναι συγκεκριμένες μπορώ να πω. Οι λιγότερες εν πάση περιπτώσει παραλλαγές που έχουμε σε κοντυλιές. Δηλαδή, θέλω να μου πεις αν το κατάλαβα καλά τώρα, να το πω με άλλα λόγια. Όταν παίζουμε αυτή την κοντυλιά που είπαμε προηγουμένως του ρε, που κρατάει τόσα λεπτά, από ένα λεπτό, μέχρι ξέρω γω μια ώρα, όπως θέλεις, μέσα εκεί παίζεις διάφορες παραλλαγές της κοντυλιάς του ρε. Δηλαδή, διάφορες μελωδίες σε κοντυλιά του ρε. Έτσι είναι; Βέβαια, έτσι είναι, ακριβώς. Ακριβώς έτσι είναι. Η μια διαφέρει από την άλλη, διαφέρει απ την άλλη στο, ακουστικά φυσικά. Αλλά είναι στις χορδές, ρε ματζόρε φερ ειπείν, να στο πω αλλιώτικα. Ναι. Μπορείς να ξεκινήσεις από διαφορετική παραλλαγή κάθε φορά; Μπορείς, βεβαίως μπορείς. Δηλαδή, δεν υπάρχει μια ορισμένη σειρά που μπαίνει η μια παραλλαγή πίσω απ την άλλη; Η αρχή στις κοντυλιές ρε, φα, ντο, λα αυτές ξεκινάνε σίγουρα 90% με το ίδιο, ξεκινάνε. Οι παραλλαγές ακολουθούν μετά. Δηλαδή, ξεκινάνε πάντα, όταν πατάμε το βιολί στο ρε, ξεκινάμε πάντα απ το ρε, όταν αρχίζουμε απ το λα, ξεκινάμε πάντα απ το λα. Λοιπόν, οι παραλλαγές είναι μετά μαθές, οι οποίες πάντα στις ίδιες χορδές. Ναι, αλλά όταν ξεκινάτε από την ρε, ξεκινάτε πάντα με το ίδιο μοτίβο; Σχεδόν, περίπου. Κι ύστερα από κει και πέρα, τ ανακατεύετε ανάλογα με τη Σας λέω, όταν γράφεις ένα δίσκο, παραδείγματι, κοντυλιές σολ, δεν μπορείς να γράψεις παραπάνω από δυο, τρεις παραλλαγές. Όταν παίζεις σε μια συντροφιά βιολί, μπορεί να θες σε μια ώρα ν αλλάξεις τριάντα, σαράντα παραλλαγές πάνω στις κοντυλιές του σολ. Είναι εμείς λέμε εδώ πέρα κοντυλιές φερ ειπείν «βορινές», «πλατυβολιώτικες», «του Διονύση», «του Φραγκούλη», «του Κιρλίμπα», έχουμε ορισμένα 18
τσεκαρίσματα, δηλαδή, κάθε βιολάτορας έχει κάτι το χαρακτηριστικό, κάπου πατάει κάτι παραπάνω και δημιουργεί μια παραλλαγή. Αυτό ήθελα να μου το εξηγήσεις επίσης, όταν λες «του Κιρλίμπα» ή, πώς τις είπες τις άλλες, «πλατυβολιώτικες», αυτό σημαίνει πως είναι η πηγή τους από κει, δηλαδή, τις έφτιαξε ο Κιρλίμπας, ή τις έπαιζε ο Κιρλίμπας; Τις έπαιζε ο Κιρλίμπας, αλλά τις ζούσαν. Δηλαδή, αυτά τα γυρίσματα, δηλαδή, στα βορινά ορεινά χωριά, Χαμαίτζι, π.χ. Σκοπή, την κοντυλιά του σολ την τραγουδάνε κάπως αλλιώς, ίδια, παρόμοια, αλλά με διαφορετικά τσεκαρίσματα, να στο πω αλλιώτικα. Όχι, θέλω να πω ότι η καταγωγή της είναι από κει, πιστεύετε ότι είναι η καταγωγή της από κει, ή απλώς καθιερώθηκε εκεί πέρα και είναι γνωστή τώρα ως Πλατυβολιώτικη; Καθιερώθηκε, γιατί τις τραγουδούσανε, τις παίζανε, περισσότερο στο οροπέδιο, φερ ειπείν. Φοραδάρη, παίξε μου του Φοραδάρη μία, ή παίξε μου μια του Καλοχωριανού. Ήτανε από κει, από κει τις βρίσκανε περισσότερο, αυτός τις έβρισκε. Έχω ακούσει και σε άλλη περίπτωση Καβουσανές κοντυλιές. Καβουσανές, ναι. Αυτό σημαίνει πως φτιάχτηκαν στο Καβούσι και διαδόθηκαν από κει; Τις τραγουδάνε στο Καβούσι με παραλλαγές. Μπορεί να ναι, ας πούμε, λέω παράδειγμα υποθετικό, μπορεί να ήταν και του Φοραδάρη και επειδή τις παίζανε πολύ στο Καβούσι να είναι Καβουσανές. Μπορεί να συμβεί κάτι τέτοιο; Ακριβώς. Είπατε προηγουμένως, όμως, ότι, όταν πάει κάποιος και γράψει σε στούντιο, θα παίξει δυο, τρεις του σολ, ενώ, όταν θα ναι σε παρέα, θα παίξει τριάντα παραλλαγές στο σολ. Γιατί, δηλαδή, δεν μπορείτε να το οδηγήσετε; 19
Δεν μπορείς σ ένα δίσκο, να πούμε, να γράψεις τόση, γιατί χάνει πια την ουσία της. Ναι, αλλά πόσες είναι τελικά αυτές οι παραλλαγές, που λέμε, αυτά τα γυρίσματα; Εξαρτάται, είπα περιορισμένες είναι στου ντο και στου φα, περιορισμένες. Όχι στο σολ που είπαμε τώρα, γιατί τρεις και τριάντα, γιατί αυτή η διαφορά; Δεν μπορείς να τις βάλεις μέσα σ ένα δίσκο, σ ένα πεντάλεπτο μέσα. Απ αυτή την πλευρά; Βέβαια, διότι δεν μπορείς να το εκδόσεις, το γύρισμα αυτό έχει μια σειρά, θα το παίξεις μία, δύο, τρεις φορές, πας στο άλλο, θα το παίξεις τέσσερις, πέντε φορές, αυτό πόσο πιάνει, για να τα κάνεις αυτά σε είκοσι, δεν χωράνε ούτε σε πέντε δίσκους μαζεμένους. Αλλά ουσιαστικά, δηλαδή, υπάρχουνε τριάντα και για τη σολ; Βεβαίως. Υπάρχουνε πολλές παραλλαγές. Επαναλαμβάνω στη λα, στη σολ και στη ρε, ιδιαίτερα λα και σολ υπάρχουν απεριόριστες παραλλαγές. Μπορείτε ν αναμείξετε παραλλαγές του σολ και να τις βάλετε στη λα; Δηλαδή, γινότανε; Παίζονται, ορισμένες κοντυλιές, παίζονται από φα. Υπάρχουνε δεξιοτέχνες βιολίστες, οι οποίοι παίζουνε κοντυλιές και τις παίζουνε στον τόνο του φα. Βεβαίως. Θα ακούσεις φερ ειπείν τώρα ο γιατρός, θα ακούσεις να σου παίζει, παίζει κοντυλιές και ξεκινάει από φα. Ανεξάρτητα απ το αν τις παίζει ή όχι, είναι θεμιτό, δηλαδή, είναι αποδεκτό να κάνει αυτή την αλλαγή. Δηλαδή, όταν έχει καθιερωθεί μια κοντυλιά να παίζεται στο ρε, οι άλλοι που το ακούνε, ακούνε ότι αυτή την κοντυλιά την μεταφέρει στο φα. Όταν θα καθίσουμε να αξιολογήσουμε μια κοντυλιά, φυσικά, δεν πρέπει να ξεφύγει, αλλά όταν κάθεσαι σε μια συντροφιά δεν κρατιέται τέτοια, δεν υπάρχει τέτοια. 20