Οικογένεια και δίκαιο στην εποχή του Ιουστινιανού αγάπη και περιουσία MANUEL JOSÉ VIAL DUMAS Universitat Oberta de Catalunya Σήμερα, χρησιμοποιούμε τον όρο οικογένεια κυρίως για να ορίσουμε ένα σύνολο ατόμων. Μπορούμε επίσης να χρησιμοποιήσουμε την ίδια λέξη για τον προσδιορισμό ενός ευρύτερου συνόλου συγγενών, αλλά και ενός πιο περιορισμένου συνόλου ή τέλος για την πυρηνική οικογένεια, που είναι και το πιο μικρό σύνολο ατόμων που περιγράφουμε με τη λέξη οικογένεια. Αυτά τα σύνολα μπορούν να περιέχουν το ένα το άλλο, δηλαδή μπορούν να είναι ομόκεντρα, ταυτόχρονα όμως μπορούν να συνενώνονται ή και να τέμνονται. Για παράδειγμα, συνήθως λέμε ότι με το γάμο και ειδικά με τη γέννηση των παιδιών, δημιουργείται μια οικογένεια. Ωστόσο κάθε σύζυγος ανήκει σε μια οικογένεια που προϋπάρχει, ήτοι αυτή των γονιών του. Έτσι κάθε σύζυγος συμμετέχει σε δύο οικογένειες. Αυτό το στοιχειώδες παράδειγμα μας επιτρέπει να παρουσιάσουμε αυτό το παιχνίδι των νομικο-οικονομικών συνόλων και υποσυνόλων, στο οποίο βασίζεται η ανάλυσή μας. 1
Επίσης, εμμένοντας στα στοιχειώδη, αυτές οι διαπροσωπικές σχέσεις, που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε ηθικές ή σχέσεις αγάπης (ανεξάρτητα απ το ότι για την πλειοψηφία των περιπτώσεων είναι επίσης βιολογικές), συνήθως έχουν μια νομικοπεριουσιακή αντιστοιχία. Για παράδειγμα, η πατρική αγάπη παρουσιάζει μια περιουσιακή αντιστοιχία στην υποχρέωση που έχει ο πατέρας να μεταβιβάζει μέρος ή το σύνολο της περιουσίας του μέσω της κληρονομιάς στα τέκνα του. Υπάρχουν κοινωνίες όπου ο πατέρας μπορεί να κάνει τη διαθήκη του ελεύθερα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υφίσταται μια ηθική σχέση με το τέκνο, αλλά μπορεί να υπάρξουν και άλλα στοιχεία που μπορούν να υπερισχύσουν αυτής της σχέσης τη στιγμή του διαχωρισμού της περιουσίας, όπως για παράδειγμα, η ενότητα της εξουσίας ή της οικογενειακής περιουσίας. Σε αυτό το πλαίσιο, και οι δύο οικογένειες, η αρχική και η προκύπτουσα από το γάμο, συνηθίζουν να είναι ανεξάρτητες περιουσιακές μονάδες, αλλά ποτέ ξένες μεταξύ τους, επειδή δεσμεύονται μέσω της κληρονομιάς. Και μέχρι ενός σημείου δεν είναι ανεξάρτητα ούτε και τα υπόλοιπα νομικο-περιουσιακά σύνολα που συνδέονται έμμεσα: παραδείγματος χάριν λέμε σε κάποιον ξένο ότι ένας ξάδερφος είναι μέλος της οικογένειάς μας, αν και ο ηθικός δεσμός που μας συνδέει είναι γενικά λιγότερο δυνατός σε σχέση με τους γονείς ή τα αδέρφια. Επίσης, αυτός ο ηθικός δεσμός έχει μια νομικο- 2
περιουσιακή αντιστοιχία ομοίως λιγότερο δυνατή όσον αφορά την κληρονομιά, αφού, αν υπάρχει συμμετοχή του ξαδέρφου σε αυτήν, αυτό θα γίνει αφού απουσιάσουν άλλοι συγγενείς για τους οποίους το δίκαιο θεωρεί ότι οι ηθικοί δεσμοί είναι πιο δυνατοί. Θα μας βοηθήσει, επομένως, ως βάση της ανάλυσης, η δυνατή σχέση που έχει αναπτυχθεί, στην ιστορία της ανατολικής και δυτικής Χριστιανοσύνης, ανάμεσα στις ηθικές και τις νομικο-περιουσιακές σχέσεις. Όσον αφορά στις ηθικές σχέσεις, θα καταλάβουμε, για τις ανάγκες της ανάλυσης, και τις πολιτισμικές και κοινωνικές σχέσεις που προκύπτουν από τη συγγένεια, δηλαδή, τη δεοντολογική αγάπη. Από τις νομικο-περιουσιακές σχέσεις, θα καταλάβουμε τις σχέσεις που το δίκαιο προβλέπει για την ατομική ή την κοινή περιουσία των συγγενών. Με άλλα λόγια, όταν μιλάμε για ηθικές σχέσεις δεν αναφερόμαστε μόνο στις συναισθηματικές σχέσεις, αλλά και στις κοινωνικές, όχι τόσο στην αγάπη του ενός αδερφού για τον άλλο, όσο στο γεγονός του ότι τα αδέρφια είναι επιβεβλημένο κοινωνικώς να αγαπιούνται μεταξύ τους. Οι συναισθηματικές σχέσεις μπορούν να μεταβληθούν ελεύθερα, αλλά δεν είναι εύκολο να σταματήσει κανείς να είναι αδερφός του άλλου. Οι ηθικές και νομικο-περιουσιακές σχέσεις, που καλούμαστε να αναλύσουμε, είναι γενικώς καθιερωμένες, όπως είπαμε και στην αρχή, ως ένα σύστημα συνόλων που αναπαριστά 3
ex ante τις σχέσεις μεταξύ των συγγενών. Σε τελική ανάλυση, αυτές οι σχέσεις αποτελούν, γενικά, την πρόθεση της συμπεριφοράς μας και συνεπώς, την προβολή μιας επιθυμίας ή μιας εκτίμησης της πραγματικότητας. Είναι ακριβώς σε αυτό στο οποίο βρίσκεται και η αξία της ανάλυσης της οικογένειας από την άποψη της περιουσίας. Αυτές οι σχέσεις έχουν τεράστια συμβολική αξία, λόγω των συνεπειών που έχουν στους απόγονους, στον οικογενειακό πυρήνα αλλά επίσης και στο ευρύτερο σύνολο των συγγενών, και γι αυτό ποτέ δεν αφέθηκαν στην τύχη. Οι νομικο-περιουσιακές σχέσεις είναι καρπός της δεοντολογικής αγάπης. Και όταν λέμε «αγάπη», την εννοούμε υπό μία ευρεία έννοια που μπορεί να περιλαμβάνει αναρίθμητες αξίες, αρχές, επιθυμίες, πιστεύω, προτεραιότητες, προτιμήσεις κλπ, που παίζουν ρόλο τη στιγμή της διανομής της περιουσίας. Γι αυτό, όταν υπάρχει νομικοπεριουσιακή σχέση πρέπει να διερευνούμε το κίνητρο που την έχει προκαλέσει. Όταν αλλάζει η ένταση ή η σημασία αυτής της σχέσης, σημαίνει ότι ίσως είμαστε μπροστά σε μια κοινωνική αλλαγή, και σε περίπτωση που δεν το έχουμε δει, αυτό το δεδομένο μας προκαλεί να το ψάξουμε και ταυτόχρονα μας βοηθά να το ερμηνεύσουμε. Οι γονείς είναι πάντα γονείς για τα τέκνα τους, αλλά αυτό δεν μένει το ίδιο από τη μια εποχή στην άλλη, γι αυτές τις διαφορές μας πληροφορεί ο χάρτης των νομικο-περιουσιακών σχέσεων που αποτελεί μια αντανάκλαση ενός 4
μεγάλου μέρους αυτών των κινήτρων. Γι αυτό, το δίκαιο και συγκεκριμένα το οικογενειακό δίκαιο είναι όπως ένα απολίθωμα σε ένα βράχο, αφού αν και το ίδιο δεν είναι η οικογένεια, σε αυτό καταγράφεται η μορφή της, οι γραμμές της, οι προσδοκίες της, οι προτεραιότητές της και οι μεταλλάξεις της. Το αρχαίο ρωμαϊκό δίκαιο και η πατρική εξουσία Το αρχαίο ρωμαϊκό δίκαιο αναγνώριζε δύο οικογενειακά σύνολα. Το πρώτο είναι αυτό του pater familias, και ό,τι συμπεριλαμβανόταν στη σφαίρα εξουσίας του ήταν προσδιορισμένο με τη λέξη «familia», αυτό σημαίνει ότι τα μέλη της οικογένειας ήταν τόσο η γυναίκα (που έμπαινε μετά το γάμο cum manu) υπό την εξουσία του, όσο και τα παιδιά και τα εγγόνια αλλά και οι σκλάβοι και τα αντικείμενα 1. Όπως φαίνεται, η πατρική εξουσία, η patria potestas, ήταν αυτή που καθορίζει το σύνολο της οικογένειας, ό,τι είναι μέσα ανήκει στην οικογένεια και ό,τι είναι έξω δεν ανήκει. Το δεύτερο σύνολο αποτελούταν από τα άτομα που βρίσκονταν ή θα είχαν βρεθεί υπό την εξουσία του ίδιου προγόνου αν αυτός ήταν ζωντανός. Όταν πέθαινε ο πατέρας, τα παιδιά του δεν σταματούσαν να είναι συγγενείς, αλλά επειδή υπήρξαν υπό τη εξουσία του ίδιου πατέρα, τους αναγνώριζε σαν συγγενείς. Συνεπώς, και εδώ η πατρική εξουσία επιτελεί ένα καίριο ρόλο. Η 5
λειτουργία του ήταν να προσδιορίζει ποιος θα έμπαινε στα δύο σύνολα, αφού το μεν πρώτο σύνολο συγγενών προσδιοριζόταν από τα όρια εξουσίας του pater familias και το δεύτερο σύνολο προσδιοριζόταν από την ύπαρξη υπό την εξουσία ενός κοινού προγόνου. Η πατρική εξουσία λειτουργούσε εφ όρου ζωής, δηλαδή το παιδί δεν μπορούσε να βγει από τη σφαίρα εξουσίας του πατέρα του χωρίς ο ίδιος να το ελευθερώσει. Έτσι κατά τη διάρκεια της ζωής του πατέρα υπάρχει ένα μόνο αδιάσπαστο περιουσιακό σύνολο. Τα τέκνα δεν έχουν τίποτα ιδιόκτητο, ούτε μπορούν να δημιουργήσουν άλλο ανεξάρτητο περιουσιακό σύνολο, αντιθέτως αποτελούν, κατά κάποιο τρόπο, ιδιοκτησία του πατέρα τους. Ο γάμος δεν επιτρέπει στο τέκνο να δημιουργήσει μια διαφορετική σφαίρα εξουσίας, αντιθέτως η παντρεμένη γυναίκα μπαίνει στη σφαίρα εξουσίας του πατέρα του άντρα της, αυτή και η περιουσία της αποτελούν μέρος της οικογενειακής περιουσίας του πεθερού της. Αυτή η νομική περιγραφή αναπαρίσταται συμβολικά και στη λογοτεχνία. Έτσι, κατά την ίδρυση της Ρώμης, όταν τελικά βρίσκεται λύση στην σύγκρουση με το λαό των Σαβίνων, οι γυναίκες φεύγουν από την πόλη που γεννήθηκαν για να ενταχθούν στην πόλη των συζύγων τους, την καινούργια Ρώμη, και ο Ρωμύλος υπόσχεται στους γονείς των γυναικών, ότι θα τους συμπεριφερθούν με αξιοπρέπεια. Εκεί αποτυπώνονται και οι συνέπειες του γάμου. 6
Αυτό σημαίνει ότι ο γάμος, στην αρχαία Ρώμη, δεν επιφέρει περιουσιακή επίπτωση στους συζύγους, αφού διεξάγεται μόνο ανταλλαγή αγαθών (η προίκα) ανάμεσα στην οικογένεια της γυναίκας και σε αυτήν του συζύγου, αλλά ο σύζυγος ούτε με το γάμο ούτε με τη γέννηση των παιδιών δημιουργεί νέα ανεξάρτητη περιουσιακή σφαίρα. Ο γαμήλιος δεσμός δεν είναι αρκετά δυνατός, ώστε να υπερβεί το σημαντικότερο κίνητρο της διατήρηση του γένους, της θρησκείας των προγόνων, της ιδιοκτησίας, της δύναμης και εν τέλει ό,τι εκπροσωπείται από τη μορφή του pater familias. Η αγάπη στο γένος επισκιάζει οποιαδήποτε άλλη αγάπη, και η ενότητα της πατρικής περιουσίας επικαλύπτει οποιαδήποτε άλλη περιουσιακή δύναμη. Όταν ο Αινείας φεύγει από την Τροία, οφείλει να εγκαταλείψει τη γυναίκα του και να πάρει μαζί του τον πατέρα και το γιο του. Οι κύριοι δεσμοί αγάπης στην αρχαία Ρώμη αναπτύσσονται στο γένος που αποτελείται από τις τρεις γενεές που μπορούν να συνυπάρξουν, τον παππού, τον πατέρα και τον εγγονό. Ο γιός παραμένει υπεξούσιος μέχρι να πεθάνει ο πατέρας, και μόνο τότε θα αποκτήσει μερίδιο της κληρονομιάς και θα αποτελεί ανεξάρτητο πολίτη, μόνο τότε θα αρχίσει να συμμετέχει στα κοινά, μόνο τότε θα μπορεί να χρησιμοποιήσει την πιο σημαντική δυνατότητα επιβολής επί της οικογένειας και της ιδιοκτησίας: τη διαθήκη. Η ρωμαϊκή οικογένεια, μέσω μιας μεταφυσικής οπτικής, δεν εξαφανίζεται ποτέ, αλλά διατηρείται 7
μέσω των απογόνων μετά το θάνατο του προγόνου. Αλλά, αν την παρακολουθήσουμε υπό μία νομικο-περιουσιακή οπτική, ξεκινά με το θάνατο, αφού ο θάνατος δημιουργεί μια ανεξάρτητη περιουσιακή σφαίρα του γιου. Ο θάνατος είναι αυτό που τον μετατρέπει σε pater familias, χωρίς απαραίτητα να έχει απογόνους. Γι αυτό λέμε ότι η ρωμαϊκή οικογένεια είναι εκτεταμένη, γιατί, εκτός από την de facto επέκτασή της, τα τέκνα, με εξαίρεση την περίπτωση απελευθέρωσής τους, ποτέ δεν ανεξαρτητοποιούνται από τον pater familias και μόνο με το θάνατο αυτού που τους εξουσιάζει άμεσα, αποκτούν περιουσία. Η ρωμαϊκή οικογένεια βασιζόταν πάντα στην κληρονομιά και όχι στον γάμο, και πάντα, ενώ σεβόταν αυτήν την παράδοση, βασιζόταν στο ευρύτερο σύνολο και τον αρχηγό του 2. Από το χωριό στον κόσμο Η εξάπλωση στην Μεσόγειο σήμαινε και το άνοιγμα της Ρώμης στον κόσμο, κυρίως τον ελληνιστικό, και αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη διακοπή πολλών δεσμών που η ρωμαϊκή κοινωνία είχε διαμορφώσει μέσω των παραδόσεών της, της λογοτεχνίας της και του δικαίου της. Οι δεσμοί με τη γη, με τη λατρεία προς τους προγόνους και την ηθική και περιουσιακή υποταγή των παιδιών στον πατέρα, χαλάρωσαν, όχι μόνο στο ρωμαϊκό «domus» αλλά και στον ελληνικό «οἶκο». Η παραδοσιακή 8
οικογένεια που βασιζόταν στην υποχρέωση προς τον πατέρα και τους προγόνους, στην pratria potestas, και στην ιδέα μιας μεταφυσικής οικογένειας όπου το κάθε μέλος είχε προορισμό να την προστατεύει και να την διατηρεί, σταδιακά αποδυναμώθηκε. Ένας αυξανόμενος ατομικισμός, σε μεγάλο βαθμό ελληνιστικής προέλευσης, κυριαρχεί εκείνη την εποχή και θρησκείες όπως αυτή προς την Ίσιδα ή η επικουρική και η στωική φιλοσοφία τοποθέτησαν το άτομο σε ένα χώρο πιο ιδιωτικό, ακόμα και έξω από τη δομή της οικογένειας. Ο χριστιανισμός εισάγει καινοτομίες στην ηθική της οικογένειας, αλλά ταυτόχρονα ιδιοποιείται πολλές από τις αλλαγές εκείνης της εποχής δίνοντάς τους υπερφυσικό περιεχόμενο. Οι μεταμορφώσεις στην ηθική της οικογένειας εντοπίζονται σε δύο άξονες: στις σχέσεις μεταξύ γονέων και παιδιών και στη θέση του γάμου στην κοινωνία. Συνοψίζοντας θα μπορούσαμε να αναφέρουμε τις πιο σημαντικές από αυτές που προέκυψαν λίγο μετά τον 1ο αιώνα π.χ. μέχρι και την εποχή του Ιουστινιανού: Η συγγένεια εξ αίματος. Η πατρική εξουσία ήταν η βάση της παραδοσιακής οικογένειας, όπως έχουμε πει, και κάποιος είχε συγγένεια με ένα άτομο μόνο στον βαθμό που το άτομο υποτασσόταν ή είχε υποταχθεί στην εξουσία του κοινού προγόνου. Ωστόσο, σιγά σιγά το ρωμαϊκό δίκαιο άρχισε να αναγνωρίζει ως παράγοντα προσδιορισμού της οικογένειας τη συγγένεια εξ 9
αίματος και να μεταφέρει την πατρική εξουσία σε δεύτερο πλάνο 3. Η ανεξαρτητοποίηση των τέκνων. Η πατρική εξουσία στην παραδοσιακή ρωμαϊκή οικογένεια περιέκλειε την οικογένεια σε μια περιουσιακή σφαίρα. Ωστόσο, στα τέκνα σταδιακά αναγνωριζόταν μεγαλύτερη ανεξαρτητοποίηση όσον αφορά στα ίδια αγαθά τους. Ο Αύγουστος, ο Νέρβας και ο Τραϊανός θα δώσουν στα τέκνα της οικογένειας τη δυνατότητα να κάνουν τη διαθήκη τους ως προς το peculio castrensi τους, δηλαδή ως προς την περιουσία που είχαν αποκτήσει κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής τους θητείας 4. Ο Μέγας Κωνσταντίνος θα θεωρήσει ότι αυτή η περιουσία αποτελείται γενικά από τα πράγματα που προέρχονται από άλλους συγγενείς που δεν είναι ο πατέρας και από ανεξάρτητες οικονομικές δραστηριότητες. Αργότερα, ο Ιουστινιανός επεκτείνει αυτή τη ρύθμιση και στη θυγατέρα 5. Αυτή τη δυνατότητα, που πρωτύτερα είχε αποκλειστικά ο pater familias, περνά από αυτή τη στιγμή και στα τέκνα, και με αυτό φθίνει η βασική αρχή της παραδοσιακής οικογένειας, αφού τα τέκνα θα μπορούν πλέον να αφήσουν κληρονομιά στα δικά τους παιδιά και η κληρονομιά δεν θα είναι πια αποκλειστικότητα του πατέρα 6. Ο χριστιανισμός θα δώσει ένα θρησκευτικό περιεχόμενο στον αποχωρισμό από τον πατέρα και την οικογένεια, προτείνοντας μια πνευματική αντιστοιχία στην περιουσιακή χειραφέτηση, ακόμα πιο στέρεα από 10
τον απλό ατομικισμό που αναπτύσσεται στη μεσογειακή κοινωνία εκείνη την εποχή. Απέναντι από την αγελαία οικογένεια, ο χριστιανισμός τοποθετεί την ιδέα του ανθρώπου. Ο άνθρωπος ως υιός του Θεού είναι ασύμβατο με τις αρχές του αρχαίου ρωμαϊκού οίκου. Γι αυτό και ο χριστιανισμός διέλυσε τα υπολείμματα της αρχαίας ρωμαϊκής οικογένειας και ανακατεύθυνε την εξουσία του πατέρα ως εργαλείο φιλανθρωπίας προς τα τέκνα και όχι πια ως εργαλείο εκμετάλλευσης του αιώνιου «είναι» που αποτελεί το γένος. Εν τέλει θα μπορούσαμε να πούμε ότι κατασκεύασε ένα νέο μοντέλο οικογένειας 7. Ο γάμος και η γυναίκα. Σύμφωνα με τον Paul Veyne, η νέα ηθική σημαίνει το πέρασμα από μία κοινωνία στην οποία ο γάμος δεν είναι ένας θεσμός για όλους σε μία κοινωνία όπου είναι φυσικό ο γάμος να αφορά την κοινωνία ολόκληρη 8. Μια κοινωνία που είδε να διευρύνεται ο ρόλος της γυναίκας στην σφαίρα που σχηματίζεται και από τους δύο συζύγους, όχι τόσο γιατί πριν δεν είχε ιδιαίτερη αξιοπρέπεια, αλλά γιατί η κοινωνία που σχηματίζεται από τους δύο συζύγους γίνεται πια ολοένα και πιο ανεξάρτητη από τις οικογένειες προέλευσης του καθένα. Η πνευματική ταύτιση των συζύγων ως τέκνα του Θεού ήταν μια αξία πάνω στην οποία η Εκκλησία θα χτίσει τη θεωρία της για το γάμο 9. Ακόμα και πριν από τον χριστιανισμό η απόφαση να παντρευτεί κανείς άρχισε να μετατρέπεται 11
σιγά σιγά σε μια κεντρική απόφαση στη ζωή του ανθρώπου της εποχής. Επομένως, η χριστιανική οικογένεια, από θεωρητική άποψη, αποτελείτο από τους γονείς και τα τέκνα και βασιζόταν στο γάμο. Δεύτερον, στηρίζεται στη μονογαμία και στο αδιάσπαστο του γαμήλιου δεσμού. Τρίτον, διατηρεί την ιδέα της πατρικής εξουσίας, ο πατέρας εξακολουθεί να είναι ο αρχηγός του οίκου, ωστόσο οι αμοιβαίες σχέσεις μεταξύ των συζύγων είναι αυτές μιας κοινωνίας με δικαιώματα και υποχρεώσεις. Τέλος, η οικογένεια, βασισμένη στα προηγούμενα, επεκτείνεται στα τέκνα, είναι ο κύριος σκοπός της, και η χριστιανική θεωρία επιδιώκει να δείξει τις υποχρεώσεις του πατέρα προς τους απογόνους του 10. Μπροστά στην ευρύτερη οικογένεια, το γένος που συνεχίζεται αιωνίως, η Εκκλησία προτάσσει την κοινότητα και το έλεος της ως μια επίσης αιώνια οικογένεια. Μία νέα αγάπη, μία καινούργια περιουσιακή οργάνωση Είναι δύσκολο να γνωρίζουμε μέχρι που εισχώρησαν οι ρωμαϊκές αξίες στον ελληνικό κόσμο όσον αφορά στην οργάνωση της οικογένειας. Ο Gayo, νομικός του 2 ου αιώνα μ.χ., διακήρυττε ότι η patria potestas ήταν κάτι που ανήκε στο ρωμαϊκό δίκαιο, άγνωστο στο δίκαιο των άλλων λαών 11. Το σίγουρο είναι πως ο ελληνιστικός κόσμος που κατακτήθηκε από τη Ρώμη, πυροδότησε μια εξέλιξη που θα 12
κορυφωθεί με την νομοθεσία του Ιουστινιανού. Το κορυφαίο έργο του ελληνορωμαϊκού δικαίου, το έργο που θα χρησιμεύσει ως αναφορά σε όλη τη διάρκεια της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, αυτό που οι ίδιοι οι Βυζαντινοί μεταλαμπάδευσαν στους σλαβικούς λαούς την εποχή του Λέοντα του Σοφού με τη μορφή του κειμένου «Τὰ Βασιλικά», περιλαμβάνει αυτή τη νέα ιδέα της οικογένειας που βασίζεται σε περιουσιακές σχέσεις που ωθούνται από το γάμο και το θάνατο. Ο Κωσταντίνος ο Μέγας ξεκίνησε την καθιέρωση ενός νέου θεσμού που συνίσταται σε μια δωρεά που έκανε ο σύζυγος στη γυναίκα με αφορμή το γάμο (donationes ante nuptias ή sponsalicia donatio largitas), και μετά από μια μεγάλη εξέλιξη, ο Ιουστινιανός θα τη θεωρήσει ίδια με τη φύση της προίκας και θα διατάξει να έχουν την ίδια αξία 12, ώστε οι σύζυγοι να είναι ίσοι ως προς αυτό. Επομένως, με το γάμο και οι δυο οικογένειες προέλευσης θα κάνουν ισάξιες δωρεές για να οριστεί η καινούργια οικογένεια που θα σχηματίσουν οι σύζυγοι. Ως αποτέλεσμα, η περιουσία που θα σχηματιστεί από τις δύο συνεισφορές, η δωρεά του συζύγου (donatio propter nuptias ή προγαμιαία δωρεὰ) και η προίκα (dos ή προίξ), θα αποτελέσουν ένα περιουσιακό σύνολο ανεξάρτητο από τις οικογένειες προέλευσης 13, ένα σύνολο προορισμένο για τα τέκνα και στον σύζυγο που θα μείνει χήρος, και επί του οποίου ο pater familias δεν έχει καμιά εξουσία, έτσι ώστε η 13
κληρονομιά, ακόμα και χωρίς διαθήκη, πρώτα θα περάσει στα τέκνα και έπειτα, αν δεν υπάρχουν απόγονοι, στους γονείς και στους αδελφούς, και αν δεν υπάρχουν αυτοί, στους λοιπούς συγγενείς 14. Αυτό σηματοδοτεί το τέλος της πατρικής εξουσίας ως βάση για την ενότητα της οικογένειας, η οικογένεια δεν θα εγκαινιάζεται πια με το θάνατο, αλλά με το γάμο που έγκειται στη στιγμή στην οποία οι σύζυγοι αποτελούν μία περιουσιακή σφαίρα που διαχωρίζεται από τις οικογένειες προέλευσης. Ο Ιουστινιανός καθιερώνει έτσι, την πυρηνική οικογένεια, αποτελούμενη από πατέρα-μητέρα-τέκνα, ως την ιδανική οικογένεια για όλη την χριστιανοσύνη. 1 Βλ. τους ορισμούς του Upiano, ρωμαίος νομικός του 2 ου και 3 ου αιώνα μ.χ, Digestα 50.16.195.1-4 2 Για μια πανοραμική θέα της παραδοσιακής ρωμαϊκής οικογένειας βλ. THOMAS, YAN, «A Rome, pères citoyens et cité des pères (IIe siècle av. J.-C. - IIe siècle après J.-C.)» BURGUIERE, ANDRE (Εκδ.) Histoire de la famille, τ. 1 ος,παρίσι, 1986, σσ. 195-230 3 Οι σημαντικότερες νομικές πηγές για αυτό το θέμα είναι Institutiones. 3.5.1; 3.3.5; Codex Iustinianus. 6.58.15.1; 6.58.14.6; 6.56.7.pr.; 8.58.2; 6.56.6; 6.61.4; 6.59.11; 6.61.6.1c Codex Theodosianus. 5.1.2; 5.1.4; 5.3.1; 8.18.1; 8.18.6; 8.18.10. Ιδικά Novellae Constitutiones 118 4 Από τον Αύγουστο, ήρθε το συμβολικό χτύπημα που άφησε μετέωρη όλη τη δομή της παραδοσιακής οικογένειας. Ο Πρίγκιπας έβαλε τον παντοδύναμο pater στη θέση ενός υπηκόου. Με αυτό ανοίγει ένα τραύμα στα θεμέλια εκείνης της οικογένειας, αλλά όχι μόνο αυτό, επιπλέον παραβιάσει η σφαίρα των αποκλιτικών της αποδόσεων ενσωματώνοντας τη δημόσια εξουσία όπου πριν υπήρχε μόνο η πατρική. 14
5 Για την περιουσία της γυναίκας βλ. GARCÍA GARRIDO, M., Ius uxorium, Roma-Madrid, 1958 6 cum filii familias in castrensi peculio vice patrum familiarum fungantur. «τα τέκνα της οικογένειας ως πατέρας της οικογένειας λειτουργούν στην στρατιωτική περιουσία» Digesta.14.6.2 ή επίσης παραπέμποντας στο στρατιωτικό, et filii filius duplex ius sustinet, patris familias «το τέκνο διατηρεί δύο δικαιώματα, αυτό του πατέρα και αυτό του γιου της οικογένειας» Digesta 49.17.15.3. Η δυσκολία των νομικών να εξηγήσουν αυτό το φαινόμενο αποτελεί μαρτυρία για τη βαθιά δομική αλλαγή που συντελούνταν. Ο τρόπος που εξηγείται επιτρέπει, επίσης, την εκτίμηση της στενή σχέσης μετάξι στην ιδέα του pater familias και σε αυτήν της περιουσιακής ανεξαρτησίας 7 Η εντολή να εγκαταλείψει την οικογένεια, τη γη και την αρχαία θρησκεία για να ακολουθήσει κάποιος τον Χριστό είναι πολύ ρητό και συχνή στα Ευαγγέλια. Για παράδειγμα: Mt. 10, 35-37 ἦλθον γὰρ διχάσαι ἄνθρωπον κατὰ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ καὶ θυγατέρα κατὰ τῆς μητρὸς αὐτῆς καὶ νύμφην κατὰ τῆς πενθερᾶς αὐτῆς, καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ. ὁ φιλῶν πατέρα ἢ μητέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστιν μου ἄξιος: καὶ ὁ φιλῶν υἱὸν ἢ θυγατέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστιν μου ἄξιος: 8 VEYNE, P., «La Famille et l amour sous le haut-empire romain» Annales: économies, sociétés, civilisations, 33, 1978, σσ. 35-63 9 Παρόλο που η Εκκλησία αρχικά κρατούσε αδιάφορη στάση και κατά περιπτώσεις εχθρική απέναντι στον γάμο, η θεωρία για τον γάμο αναπτύσσεται αρκετά νωρίς σε συγγραφείς όπως ο Άγιος Αυγουστίνος ή ο Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος. Για την εμμονή αυτής της εχθρότητας απέναντι στον γάμο βλ. PATLAGEAN, E., Pauvreté économique et pauvreté sociale à Byzance (4 e 7 e siècles), Παρίσι, 1977, σσ. 128 ss. 10 GAUDEMET, J., «Les transformations de la vie familiale au Bas- Empire et l influence de Christianisme» Romanitas 5, 1962 σσ. 58-85, καταρχάς ορίζει την ιδανική οικογένεια που έχουμε παρουσιάσει και έπειτα αναλύει τα προβλήματα που δημιουργεί να γνωρίζουμε εάν αυτό το μοντέλο είχε ή όχι πρακτική εφαρμογή και αν ήταν ή όχι αποφασιστικός παράγοντας για τις νομικές αλλαγές. 11 Gai institutionum commentarii quattuor. 1.55 και Institutiones 1.9 2. 15
12 Novellae Constitutiones 97 13 Αυτό το σύνολο αργότερα θα ονομάσετε Προικοϋπόβολον. Βλ. BEAUCAMP, J «Προικοϋπόβολον Υπόβολον Υποβάλλω» Αφιέρωμα στον Νίκο Σβορώνο, Ρέθυμνο, 1986 pp. 153-161 14 Novellae Constitutiones 118 (113) 16