κεφάλαιο ΛΗΔΑ ΤΣΕΝΕ από την κρίση των ΜΜΕ στα social media ένα νέο μοντέλο κοινωνικής ευθύνης 1
Από την κρίση των ΜΜΕ σ τα social media Εκδόσεις ΑΙΩΡΑ 2012 1η έκδοση Ιούνιος 2012 ISBN: 978-960-7872-92-0 Κεντρική διάθεση: ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ ΑΙΩΡΑ Μαυρομιχάλη 11, 106 79 Αθήνα τηλ.: 210 3839000 e-mail: info@aiora.gr www.aiora.gr 6
κεφάλαιο περιεχόμενα εισαγωγικό σημείωμα... 7 πρόλογος του Μ. Ανδριωτάκη... 9 εισαγωγή... 11 1. σε αναζήτηση της ευθύνης...13 η ανάδειξη της εταιρικής κοινωνικής ευθύνης η ευθύνη είναι για όλους τα Μέσα στην εποχή της ευθύνης 2. τα ΜΜΕ σε κρίση... 33 εξουσία, κέρδη και κοινωνική ευθύνη το προφίλ του δημοσιογράφου το προϊόν των MME το επιχειρηματικό μοντέλο των σύγχρονων Μέσων το ελεγκτικό πλαίσιο των σύγχρονων Μέσων το τοπίο των MME στην Ελλάδα 3. εταιρική κοινωνική ευθύνη και ΜΜΕ... 69 η πολύπλοκη σχέση των ΜΜΕ με την ευθύνη δύο διαφορετικές οπτικές: ΕΡΤ και BBC ο ρόλος της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης η περίπτωση της ΕΡΤ η περίπτωση του BBC ΕΡΤ και BBC: συγκλίσεις και αποκλίσεις 4. social media και κοινωνική ευθύνη... 143 3
α πό την κρίση των ΜΜΕ σ τα social media από τον πλούτο των εθνών στον πλούτο των δικτύων διακυβέρνηση 2.0, η πολιτική ως πλατφόρμα: το παράδειγμα του Obama κοινωνία των πολιτών: οι άνθρωποι γνωστοί μέχρι σήμερα ως κοινό τα κοινωνικά Μέσα στην Ελλάδα οι επιχειρήσεις οι πολιτικοί οι πολίτες συμμέτοχοι στο δημόσιο βίο 5. ένα νέο μοντέλο ευθύνης για τα ΜΜΕ... 171 φτιάχνοντας συλλογικές αφηγήσεις ισχύοντα, αναδυόμενα και νέα μοντέλα λειτουργίας των MME επιτυχημένα παραδείγματα social media: ένα νέο μοντέλο λειτουργίας των σύγχρονων MME η κοινωνία και οι πολίτες στην καρδιά του ενδιαφέροντος επίλογος... 209 σημειώσεις... 217 επιλεγμένη βιβλιογραφία... 237 4
κεφάλαιο η περίπτωση της ΕΡΤ [...] Παρατηρώντας το σημερινό επιχειρηματικό πλαίσιο λειτουργίας της ΕΡΤ, θα μπορούσε κανείς να σχηματίσει την εικόνα ενός οργανισμού που παρουσιάζει έντονες αντιφάσεις και στοιχεία αδιαφάνειας στο οικονομικό του μοντέλο. Και, ενώ κάθε χρόνο παρουσιάζεται ο απολογισμός του οικονομικού σκέλους από τον εκάστοτε πρόεδρο του ΔΣ, ορισμένα ζητήματα παραμένουν θολά και χωρίς ερμηνεία. Πού και πώς επενδύονται τα έσοδα από το ανταποδοτικό τέλος; Πώς δικαιολογούνται οι αυξημένες δαπάνες σε μισθούς και αμοιβές υψηλόβαθμων στελεχών και ορισμένων δημοσιογράφων; Γιατί αυτές οι δαπάνες δεν συμβαδίζουν με την ποιότητα των παραγόμενων εκπομπών; Πόσα είναι τα έσοδα της ΕΡΤ από τις κομματικές διαφημίσεις; Πώς ορίζεται η μισθοδοσία των υπαλλήλων; Γιατί συμβαίνει υπάλληλοι με τα ίδια προσόντα να αμείβονται διαφορετικά; Πόσα είναι τα έσοδα της ΕΡΤ από την αποκλειστική και προνομιακή κάλυψη σημαντικών εθνικών γεγονότων (π.χ. Ολυμπιακοί Αγώνες, εγκαίνια του Μουσείου της Ακρόπολης) ή από την Eurovision; Και γιατί σχεδόν πάντα ο ισολογισμός της ΕΡΤ είναι ελλειμματικός; Όλα τα παραπάνω, και αρκετά ακόμα, είναι ερωτήματα που μένουν μετέωρα και εγείρουν ζητήματα αδιαφανούς διαχείρισης του επιχειρηματικού μοντέλου της ελληνικής δημόσιας ραδιοτηλεόρασης. Και πάλι καλούμαστε να μιλήσουμε για την έννοια του ελέγχου και της λογοδοσίας. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε το γεγονός ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξετάζει με ιδιαίτερη λεπτομέρεια το σύστημα χρηματοδότησης των δημόσιων ραδιοτηλεοράσεων και κινείται προς μια κατεύθυνση ευρύτερου ελέγχου. Μήπως και η ΕΡΤ θα πρέπει να αξιολογείται πιο αυστηρά και να λαμβάνει χρηματοδότηση ανάλογα με το αν πληροί τα κριτήρια και τις παραμέτρους που θα αιτιολογούν τη δημόσια αποστολή της; Ως δημόσιος οργανισμός ίσως θα πρέπει να κινηθεί προς μια κατεύθυνση ενός πιο προσβάσιμου, διαφανούς μοντέλου, σύμφωνα με το οποίο τα οικονομικά 5
α πό την κρίση των ΜΜΕ σ τα social media στοιχεία της θα είναι διαθέσιμα προς όλους τους πολίτες, αφού ο καθένας από εμάς έχει δικαίωμα να ελέγχει το πώς αξιοποιούνται οι φόροι που καταβάλλει στο ελληνικό κράτος. Το ρυθμιστικό της πλαίσιο διαφέρει από εκείνο των ιδιωτικών ΜΜΕ κυρίως επειδή στη διαμόρφωσή του εμπλέκεται το κράτος, το οποίο ασκεί και τον έλεγχο στη δημόσια τηλεόραση. Δύο είναι τα βασικά νομικά κείμενα στα οποία υπάγεται η ΕΡΤ. Το πρώτο είναι ο νόμος 1730/87, ο ιδρυτικός νόμος της ελληνικής δημόσιας ραδιοτηλεόρασης που όρισε την αναδιάρθρωσή της με τη συγχώνευση της ΕΡΤ1 και ΕΡΤ2 σε ενιαίο φορέα, την ΕΡΤ ΑΕ, η οποία σήμερα λειτουργεί ως ανώνυμη εταιρεία, νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου. Ο νόμος αυτός ορίζει λεπτομερώς την αποστολή, τη σύνθεση της διοίκησης, τη χρηματοδότηση, αλλά και το ελεγκτικό πλαίσιο της ΕΡΤ. Το δεύτερο νομικό κείμενο είναι το άρθρο 15 του Συντάγματος, το οποίο ασχολείται κυρίως με τη ραδιοφωνία και την τηλεόραση οι οποίες, σύμφωνα με την παράγραφο 2, «υπάγονται στον άμεσο έλεγχο του Κράτους. Ο έλεγχος και η επιβολή διοικητικών κυρώσεων υπάγονται στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης που είναι ανεξάρτητη αρχή, όπως ο νόμος ορίζει». Σύμφωνα λοιπόν με τις νομικές διατάξεις η ΕΡΤ ελέγχεται και εποπτεύεται από το κράτος, μέσω του αρμόδιου Υπουργείου και του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης, με αποτέλεσμα να εγείρονται διάφορα ερωτήματα και διλήμματα σχετικά με το πώς διαμορφώνονται οι πρακτικές λογοδοσίας, πόσο χαλαρά ή όχι είναι τα όρια αυτού του ελέγχου και πόσο επηρεάζουν τη γενικότερη λειτουργική συμπεριφορά και τις διαδικασίες παραγωγής του ραδιοτηλεοπτικού προϊόντος. Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειώσουμε ότι στο άρθρο 3 του ιδρυτικού νόμου της ΕΡΤ αναφέρεται ότι η ελληνική δημόσια ραδιοτηλεόραση τελεί υπό κοινωνικό έλεγχο. Τι σημαίνει όμως κοινωνικός έλεγχος και πώς αυτός εφαρμόζεται; Η έννοια του κοινωνικού ελέγχου δεν διασαφηνίζεται στις διατάξεις του νόμου και προφανώς ταυτίζεται με την άσκηση του κρα- 6
η περί π τωση της ερτ τικού ελέγχου εν είδει διαμεσολαβητή της κοινωνίας των πολιτών. Παρ όλα αυτά όμως η πραγματικότητα δείχνει ότι αυτός ο έλεγχος συχνά δεν ασκείται ή ασκείται κατά βούληση εξυπηρετώντας, αρκετές φορές, σκοπιμότητες και συμφέροντα. Χαρακτηριστικά είναι τα ιδιαίτερα ελαστικά πρόστιμα που επιβάλλονται στην ΕΡΤ από το ΕΣΡ σε σύγκριση με τους υπόλοιπους τηλεοπτικούς σταθμούς. 23 Αν ανατρέξει κανείς στην πορεία της ΕΡΤ θα διαπιστώσει ότι καθ όλη τη διαδρομή της το ζήτημα της λογοδοσίας και της διαφάνειας τίθεται υπό αμφισβήτηση. Παγιώνοντας και ενισχύοντας τους δεσμούς της με την εκάστοτε πολιτική εξουσία, είτε έχοντας στη διοίκησή της άτομα που προέρχονται από εκεί, είτε βρισκόμενη υπό τον έλεγχο ανεξάρτητων ή μη φορέων που και πάλι όμως διορίζονται από την ηγεσία του κράτους έχουμε φτάσει σήμερα να μιλάμε για έναν «άρρωστο οργανισμό», έντονα διαπλεκόμενο που δρα με τη συγκάλυψη και την επιείκεια των κυβερνήσεων εις βάρος του δημοσίου συμφέροντος. Έχοντας δημιουργήσει λοιπόν ένα βεβαρυμένο παρελθόν οι εκάστοτε αρμόδιοι κρύβονται πίσω από αυτό, μην αναλαμβάνοντας ουσιαστικά την ευθύνη για τις πράξεις και τις αποφάσεις τους, μετατρέποντας την ΕΡΤ σε πεδίο κομματικής αντιπαράθεσης και αδυνατώντας να τολμήσουν την εξυγίανσή της. Παρά το αμφισβητούμενο πλαίσιο λειτουργίας της όμως, η ΕΡΤ καταφέρνει να κερδίζει την εμπιστοσύνη μερίδας του τηλεοπτικού και ραδιοφωνικού κοινού, επενδύοντας κυρίως στην ποιοτική ενημέρωση και στην παραγωγή πολιτιστικών και ενημερωτικών προγραμμάτων που φαίνεται να λείπουν από τα υπόλοιπα ελληνικά ιδιωτικά τηλεοπτικά κανάλια. Όμως και πάλι παρατηρείται ένα παράδοξο στη σχέση της ΕΡΤ με την κοινή γνώμη. Παρά το γεγονός ότι το μεγαλύτερο μέρος των πολιτών αναγνωρίζουν την ποιοτική διαφορά της ΕΡΤ στο μιντιακό περιβάλλον της Ελλάδας, η τηλεθέαση παραμένει σε χαμηλά επίπεδα. Σύμφωνα με έρευνες, «τα δελτία ειδήσεων της ΕΡΤ είναι πολύ ισχυρά, με απήχηση στην κοινωνία», 24 ενώ οι μετρήσεις της AGB δείχνουν πρωτιά της ΕΡΤ στις κατηγορίες τέχνες-πολιτισμός καθώς 7
α πό την κρίση των ΜΜΕ σ τα social media και πολύ ικανοποιητικά «νούμερα» στις κατηγορίες της ενημέρωσης. Πώς θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε λοιπόν το παραγόμενο προϊόν της ελληνικής δημόσιας ραδιοτηλεόρασης; Αν μελετήσουμε το τηλεοπτικό της πρόγραμμα μπορούμε να διαπιστώσουμε μια ποικιλομορφία με έμφαση στην ποιοτική ενημέρωση και ψυχαγωγία. Εμβαθύνοντας όμως, εντοπίζουμε ορισμένες προβληματικές διαστάσεις που εγείρουν ερωτήματα. Ποια είναι τα κριτήρια με τα οποία εγκρίνονται οι εκπομπές, ποιος είναι ο προϋπολογισμός για καθεμιά από αυτές και πώς αυτός αποφασίζεται; Γιατί στο πρόγραμμα της ελληνικής δημόσιας ραδιοτηλεόρασης βλέπουμε την έντονη παρουσία ξένου προγράμματος και εξωτερικών παραγωγών; Γιατί τα τελευταία χρόνια έχει υποβαθμιστεί η παιδική ζώνη; Γιατί απουσιάζουν εκπομπές που απευθύνονται σε νεανικές ηλικίες; Τελικά η ΕΡΤ αξιοποιεί με τον καλύτερο τρόπο τη χρηματοδότηση που λαμβάνει από τους Έλληνες πολίτες; Ένα σημείο στο οποίο θα σταθούμε σχετίζεται με τον τρόπο και κυρίως στις ομάδες που επιλέγουν το παραγόμενο πρόγραμμα. Πρόκειται και πάλι, όπως στα περισσότερα παραδοσιακά Μέσα, για μια κλειστή ομάδα ανθρώπων, οι οποίοι επιλέγουν με βάση τα δικά τους κριτήρια τις εκπομπές που θα παρουσιαστούν μέσα από τις συχνότητες της ΕΡΤ. Όταν όμως μιλάμε για δημόσια ραδιοτηλεόραση, όπου αφενός ο πολίτης υποτίθεται ότι βρίσκεται στο κέντρο του ενδιαφέροντος και αφετέρου συμμετέχει στο λειτουργικό της πλαίσιο μέσω του ανταποδοτικού τέλους, η έρευνα για την επιλογή του προγράμματος ίσως θα έπρεπε να αποτελεί προϊόν διαλόγου με μια ευρύτερη ομάδα κοινωνικών μετόχων. Παράλληλα, ενδιαφέρον έχει να παρατηρήσει κανείς και τους ανθρώπους, οι οποίοι αναλαμβάνουν την παρουσίαση ή παραγωγή των εκπομπών της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης. Τις περισσότερες φορές είτε πρόκειται για ανθρώπους με μια μακροχρόνια διαδρομή στα ελληνικά Μέσα Ενημέρωσης, οι οποίοι ή εργάζονται στην ΕΡΤ από την αρχή της καριέρας τους ή επιστρέφουν για να κλείσουν τη δημοσιογραφική καριέρα τους, είτε για ανθρώπους με ισχυρούς δε- 8
η περί π τωση της ερτ σμούς με πολιτικά πρόσωπα ή πρόσωπα της διοίκησης της ΕΡΤ. Αποτέλεσμα αυτού είναι από τη μία πλευρά η παγίωση ορισμένων προσώπων ή η ευκαιριακή παρουσία τους στους τηλεοπτικούς δέκτες και από την άλλη η δυσκολία ανέλιξης νέων δημοσιογράφων. Και πάλι η ΕΡΤ εμφανίζεται δυσκίνητη ως προς την επιλογή και παραγωγή προγράμματος. Συγκριτικά βέβαια με τα ιδιωτικά Μέσα Ενημέρωσης δείχνει να διατηρεί μια ποιοτική υπεροχή σε συγκεκριμένου τύπου εκπομπές, παρ όλα αυτά όμως βρίσκεται αρκετά πίσω σε αντίθεση με άλλες ευρωπαϊκές δημόσιες ραδιοτηλεοράσεις. Ένας από τους λόγους για τους οποίους η ΕΡΤ φαίνεται να έχει χάσει το κύρος και την αξιοπιστία της έχει τις ρίζες του στη μακρά σχέση που έχει διαμορφωθεί ανάμεσα στην ελληνική δημόσια ραδιοτηλεόραση και στην πολιτική εξουσία. Όλη αυτή η διαδρομή δημιούργησε στερεότυπα, παγίωσε πρακτικές και σχημάτισε αντιλήψεις, οι οποίες δύσκολα πλέον ανατρέπονται, με αποτέλεσμα η ΕΡΤ σήμερα να παρουσιάζει την εικόνα, ενός όχι και τόσο ανεξάρτητου ραδιοτηλεοπτικού φορέα, προσανατολισμένου αποκλειστικά στην εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος. Χαρακτηριστικά ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε δηλώσει: «Στην Ελλάδα έχουμε κρατική τηλεόραση, της οποίας η ευθύνη ανήκει στην εκλεγμένη κυβέρνηση. Για τούτο εκείνοι που διορίζονται στη διοίκησή της πρέπει να εφαρμόζουν την πολιτική της κυβέρνησης κι όχι τη δική τους». 25 Κάνοντας μια σύντομη αναδρομή στην ιστορία της ελληνικής ραδιοτηλεόρασης βλέπουμε ότι μάλλον ποτέ δεν χρησιμοποιήθηκε για να συμβάλει στην ανάπτυξη της μόρφωσης, του πολιτισμού και της ενημέρωσης του ελληνικού λαού. Η δικτατορία του Μεταξά και στη συνέχεια η χούντα, που έθεσαν τις βάσεις για τη λειτουργία του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης, ήθελαν τα Μέσα Ενημέρωσης περισσότερο όργανα προπαγάνδας παρά διαμεσολαβητές και ρυθμιστές του δημόσιου διαλόγου. Αυτή η πρακτική υιοθετήθηκε αργότερα και από τις δημοκρατικές κυβερνήσεις που ακολούθησαν, με αποτέλεσμα να ισχύει μέχρι και τις μέρες μας. Ο Δημήτρης Ψυχογιός αναφέρει ότι «από τότε, παρ όλες τις συνταγματικές και άλλες 9
α πό την κρίση των ΜΜΕ σ τα social media αλλαγές, κάθε διαδοχική κυβέρνηση έχει χρησιμοποιήσει τα μαζικά μέσα, ειδικά την τηλεόραση, ως όπλο για την ενίσχυση της προπαγάνδας, ως μέσο κύρους, και ως πολιτικό θέαμα για την ενδυνάμωση του κυβερνώντος κόμματος». 26 Ήδη με την αποκατάσταση της δημοκρατίας το 1974 και την ψήφιση του νέου Συντάγματος του 1975, η ραδιοφωνία και η τηλεόραση δεν απολαμβάνουν τις ίδιες ελευθερίες με αυτές των εντύπων. Σύμφωνα με το άρθρο 15 η ραδιοτηλεόραση βρίσκεται υπό τον άμεσο έλεγχο του κράτους, ενώ λίγο αργότερα ιδρύεται και η ΕΡΤ, που αντικαθιστά το ΕΙΡΤ και ουσιαστικά διοικείται από το υπουργείο Προεδρίας, το οποίο διορίζει τον εκάστοτε γενικό διευθυντή, υπεύθυνο για την καθημερινή λειτουργία της. Η ανατροπή της ιδιότυπης αυτής νομικής δομής της ΕΡΤ, που εξαρτιόταν άμεσα από την πολιτική ηγεσία της χώρας, αποτέλεσε έναν από τους βασικούς στόχους του ΠΑΣΟΚ πριν κερδίσει τις εκλογές του 1981. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά και πάλι ο Δημήτρης Ψυχογιός, «το ΠΑΣΟΚ υποσχέθηκε να αλλάξει τη δομή επειδή ήταν συνηθισμένη κατάσταση να υπηρετεί το κόμμα που κατείχε την εξουσία, ιδιαίτερα στις προεκλογικές περιόδους. Εντούτοις, το ΠΑΣΟΚ όταν ανέλαβε τη διακυβέρνηση δεν έκανε την ΕΡΤ περισσότερο ανεξάρτητη από την κυβέρνηση, αν και τα κόμματα που αντιπροσωπεύονταν στο κοινοβούλιο απέκτησαν μεγαλύτερη πρόσβαση στην οθόνη». 27 Από τότε και μέχρι σήμερα η ΕΡΤ, η «προίκα της κυβέρνησης» όπως αποκαλείται από μερικούς, αποτελεί πεδίο πολιτικής διαμάχης αλλά και ισορροπίας, με το κυβερνών κόμμα να ελέγχει την κατάσταση δίνοντας περισσότερο τηλεοπτικό χρόνο σε ειδήσεις και γεγονότα που το αφορούν, διορίζοντας και αλλάζοντας κατά βούληση διευθυντές ειδήσεων και προέδρους. Χαρακτηριστικά, «κατά τη διάρκεια της πρώτης διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ (1981-1989) διορίστηκαν δεκατρείς διαφορετικοί διευθυντές ειδήσεων και επτά διαφορετικοί γενικοί διευθυντές της ΕΡΤ1. Η ΕΡΤ2 είχε πέντε διαφορετικούς προέδρους μεταξύ 1982 και 1987, οπότε συνενώθηκε με την ΕΡΤ1». 28 Πέρα, όμως, από τις πολιτικές παρεμβάσεις στη δη- 10
η περί π τωση της ερτ μόσια ραδιοτηλεόραση τίθενται μια σειρά από ερωτήματα: Γιατί στην Ελλάδα, περισσότερο ίσως από άλλες Ευρωπαϊκές χώρες, με την εξαίρεση της Ιταλίας, αναπτύχθηκε τόσο στενή σχέση μεταξύ δημόσιας ραδιοτηλεόρασης και πολιτικής εξουσίας; Γιατί, ενώ όλες οι κυβερνήσεις αντιλαμβάνονται την ανάγκη ύπαρξης μιας ποιοτικής δημόσιας ραδιοτηλεόρασης, η οποία θα μπορέσει να παίξει καταλυτικό ρόλο στην εξυγίανση του ελληνικού ραδιοτηλεοπτικού τοπίου, δεν αναλαμβάνουν την ευθύνη να κόψουν τον ομφάλιο λώρο που τις συνδέει με την ΕΡΤ; Γιατί στην ελληνική δημόσια ραδιοτηλεόραση έχουν προβάδισμα οι ενημερωτικές εκπομπές; Πώς επιλέγονται οι ειδήσεις που προβάλ - λονται; Πώς επηρεάζει την όλη κατάσταση το πολιτικό πλαίσιο και η πρακτική της πολιτικής επικοινωνίας στην Ελλάδα; Πράγματι, η ιστορική πολιτική συγκυρία στην Ελλάδα ευνόησε ιδιαίτερα την ανάπτυξη μιας δημόσιας ραδιοτηλεόρασης με έντονες κρατικές και πολιτικές προεκτάσεις. Η ανάπτυξη της πολιτικής σκηνής της Ελλάδας, η οποία βασίστηκε σε πολύ μεγάλο βαθμό στις πελατειακές σχέσεις και στη συνέχεια η χρήση των Μέσων από το δικτάτορα Μεταξά και τους Συνταγματάρχες της χούντας για προπαγανδιστικούς σκοπούς, βοήθησαν στο να παγιωθεί η αντίληψη ότι τα Μέσα Ενημέρωσης και κυρίως η τηλεόραση είναι ικανά να εξυπηρετήσουν αποτελεσματικά τους σκοπούς της εκάστοτε πολιτικής ηγεσίας. Χαρακτηριστικό είναι ότι, «μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας το 1974, η κυβέρνηση ζήτησε από τον Sir Hugh Green του BBC να σχεδιάσει νέα νομική διάρθρωση για την ΕΡΤ. Οι περισσότερες από τις προτάσεις του, όμως, δεν ενσωματώθηκαν στις μεταγενέστερες νομικές διατάξεις διότι απαιτούσαν μεγαλύτερη ανεξαρτησία των ραδιοτηλεοπτικών εκπομπών από την κυβέρνηση. Η κυβέρνηση δικαιολόγησε την ενέργεια αυτή δηλώνοντας ότι οι υποδείξεις του Green δεν αντικατόπτριζαν την ελληνική πραγματικότητα». 29 Βέβαια, η συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία θα μπορούσε κάλλιστα να αποτελέσει και το κίνητρο για τη δημιουργία μιας αντι- 11
α πό την κρίση των ΜΜΕ σ τα social media κειμενικής και ανεξάρτητης πολιτικά δημόσιας ραδιοτηλεόρασης. Έχοντας ζήσει μια μακρά περίοδο υποβάθμισης των ατομικών ελευθεριών και διψώντας για την αποκατάσταση της δημοκρατίας, του πλουραλισμού και της ανεξαρτησίας, οι πολιτικοί της μεταπολίτευσης ίσως θα μπορούσαν να είχαν αναθεωρήσει τα στερεότυπα που είχαν δημιουργηθεί τους προηγούμενους αιώνες. Φ Φαίνεται όμως ότι η ελληνική πραγματικότητα δεν μπορούσε να αποποιηθεί τόσο εύκολα την ιδεολογία που είχε διαμορφωθεί με το πέρασμα των χρόνων και που απαιτούσε την ίδρυση μιας κρατικής και όχι δημόσιας ραδιοτηλεόρασης. Η αντίληψη αυτή, φαίνεται να ισχύει μέχρι τις μέρες μας. Παρά τις εξαγγελίες για την εξυγίανση και αποκατάσταση της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης, οι σύγχρονες πολιτικές εξουσίες δεν φαίνονται διατεθειμένες να κόψουν τον ομφάλιο λώρο που τους συνδέει τόσα χρόνια με την ΕΡΤ. Χαρακτηριστικό αυτής της τάσης είναι και το προβάδισμα που δίνεται στον ενημερωτικό χαρακτήρα της ΕΡΤ, έναντι του μορφωτικού και πολιτιστικού. Ενδιαφέρον έχει και η αντίληψη που επικρατούσε για το τι αποτελεί είδηση, στα χρόνια μετά τη μεταπολίτευση. «Στα μετα-χουντικά χρόνια, οι κυβερνήσεις της Νέας Δημοκρατίας δεν επέτρεπαν στην ΕΡΤ να μεταδίδει ειδήσεις σχετικά με τα άλλα κόμματα γιατί δεν ήθελαν η ΕΡΤ να ασχολείται με πολιτικά ζητήματα. Παρ όλα αυτά, η ΕΡΤ μετέδιδε ειδήσεις σχετικές με τις πολιτικές δραστηριότητες της κυβέρνησης, επιμένοντας ότι οι κυβερνητικές ενέργειες δεν ήσαν πολιτικά ζητήματα, αλλά ειδήσεις. Όμως ειδήσεις για τις εργατικές απεργίες καθώς και άλλα ευαίσθητα ζητήματα δεν μεταδιδόντουσαν». 30 Η πρακτική αυτή κορυφωνόταν κατά τη διάρκεια των προεκλογικών εκστρατειών, όταν το κυβερνών κόμμα φαίνεται να επικρατεί «τηλεοπτικά» της αντιπολίτευσης. Η ισότιμη παρουσίαση των προγραμμάτων των κομμάτων από τη δημόσια ραδιοτηλεόραση, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια προεκλογικών περιόδων, είναι ένα θέμα που αποτελεί και σήμερα σημείο πολιτικής διαμάχης. Συχνές είναι επίσης οι αναφορές, κυρίως από τα κόμματα της 12
η περί π τωση της ερτ αντιπολίτευσης, για τους διορισμούς και τις προσλήψεις των στελεχών και εργαζομένων στο δημόσιο ραδιοτηλεοπτικό φορέα. Όμως, ελάχιστες ή σχεδόν μηδαμινές είναι οι φορές εκείνες που έχουν αναλάβει την πολιτική ευθύνη τόσο για την ισχύουσα κατάσταση όσο και για τον επαναπροσδιορισμό της. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η περίπτωση του Κ. Λαλιώτη, όταν το 1985 διορίστηκε υφυπουργός Προεδρίας και συνεπώς υπεύθυνος της ΕΡΤ. Ο Κ. Λαλιώτης επιχείρησε να φέρει καινοτομίες στην δομή και οργάνωση της ΕΡΤ, δίνοντας έμφαση στην πολυπόθητη αντικειμενική και ισότιμη παρουσίαση ειδήσεων που προέρχονταν από όλους τους πολιτικούς χώρους. Παρ όλα αυτά, το εγχείρημα αποδοκιμάστηκε, τόσο από τους οπαδούς του ΠΑΣΟΚ όσο και από τον ίδιο τον πρωθυπουργό, ο οποίος απομάκρυνε τον Κ. Λαλιώτη και τους συνεργάτες του από τα ηνία του υπουργείου και της ΕΡΤ. Όπως μπορούμε να συμπεράνουμε λοιπόν, βρισκόμαστε και πάλι μπροστά σε μια κοινή συναινέσει συμφωνία μεταξύ των πολιτικών αρχηγών και στελεχών της χώρας για διατήρηση μιας κατάστασης, η οποία στην πραγματικότητα τους εξυπηρετεί όλους. Προκειμένου να μην διαταραχθούν οι υπάρχουσες ισορροπίες και να μπορούν όλοι να έχουν το μερίδιο που τους αντιστοιχεί, ανεξαρτήτως με το ποιος βρίσκεται στην εξουσία, αποφασίζουν να μην αλλάξουν τα δεδομένα. Και στη δημόσια ραδιοτηλεόραση φαίνεται να ισχύει το παιχνίδι της «μονόπολης των Μέσων», όπου όλοι ανταγωνίζονται, αλλά ταυτόχρονα συμμαχούν για τα ίδια συμφέροντα. Τέλος, στην επίμονη διατήρηση αυτής της προβληματικής κατάστασης των πολιτικών επιρροών στην ΕΡΤ ίσως διαδραματίζει κάποιο ρόλο η γενικότερη πρακτική της πολιτικής επικοινωνίας στην Ελλάδα. Η άσκηση της πολιτικής έχει υποβαθμιστεί και γίνεται κυρίως μέσα από επικοινωνιακά τρικ με κύριο όχημα την τηλεόραση. Οι πολιτικοί έχουν ανακαλύψει και εκμεταλλεύονται στο έπακρο το «τηλεοπτικό» τους μπαλκόνι ψάχνοντας το δυνητικό τους ακροατήριο μέσα από τους τηλεοπτικούς δέκτες. «Πού είναι όμως η κοι- 13
α πό την κρίση των ΜΜΕ σ τα social media νωνία;» αναρωτιέται πολύ εύστοχα ο Νίκος Ξυδάκης. 31 Σίγουρα όχι στο γυαλί. Η πολιτική επικοινωνία δεν μπορεί πλέον να είναι απρόσωπη και μονόδρομη. Στην εποχή των δικτύων, του διαλόγου και όλων των προοπτικών που ανοίγουν οι νέες τεχνολογίες, η πολιτική επικοινωνία θα πρέπει να αφήσει πίσω της τους όρους του θεάματος και τα τηλεοπτικά σόου και να ανοίξει έναν ουσιαστικό διάλογο με τους πολίτες. Οι πολιτικοί δεν θα πρέπει να θεωρούν τα Μέσα, και δη τα δημόσια ως μοναδικά μέσα επιρροής, «χρειάζεται μια αλλαγή στη σχέση κυβέρνησης και Μέσων. Οι κυβερνήσεις θα πρέπει να λογοδοτούν στα Μέσα, όχι γιατί τους ενώνει μια σχέση εξυπηρετήσεων, αλλά γιατί αυτό είναι το σωστό». 32 [...] 14