ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΙΑΤΡΟΥΣ
Μετεµµηνοπαυσιακό Ορµονικό Προφίλ (Για µετεµµηνοπαυσιακούς και ακανόνιστους κύκλους) Η εµµηνόπαυση προκαλείται από σταδιακή µεταβολή της ευαισθησίας των ωοθηκών προς τις Γοναδοτροπίνες (FSH & LH) και διακοπή στην αρνητική παλίνδροµη αλληλορύθµιση (feedback) των ορµονών. Οι µεταβολές αυτές αντανακλούν σαν ανισορροπία της ωοθηκικής έκκρισης και εκδηλώνονται ως διακοπή της έµµηνου ρύσεως. Συχνά, διάφορες σωµατικές, νοητικές και συναισθηµατικές διαταραχές προπορεύονται και συνοδεύουν την εµµηνόπαυση που συνήθως συµβαίνει φυσιολογικά, στις ηλικίες µεταξύ 40 και 56 ετών. Πρώιµες µεταβολές: Περιεµµηνόπαυση Αρκετά χρόνια πριν την έναρξη της εµµηνόπαυσης, οι διακυµάνσεις της Οιστραδιόλης κατά τη διάρκεια του κύκλου αυξάνονται ενώ η έκκριση της Προγεστερόνης µειώνεται σηµαντικά παρά την ωοθυλακιορρηξία. Οι σηµαντικές διακυµάνσεις της Οιστραδιόλης θεωρείται ότι οφείλονται στην καταστολή της αρνητικής παλλίνδροµης αλληλορύθµισης (feedback) στον άξονα υποθάλαµος υπόφυση ωοθήκες. Οι παρατηρούµενες αυξήσεις της FSH, αντανακλούν την µειωµένη ευαισθησία των ωοθυλακίων στη διεγερτική δράση της FSH και GnRH. Η περίοδος της κλιµακτηρίου χαρακτηρίζεται από ποικιλία συµπτωµάτων όπως φαίνεται στον Πίνακα 1. Στην εµµηνόπαυση το ποσοστό συµµετοχής των επινεφριδίων στην Οιστρογονική δράση αυξάνει περίπου σε ποσοστό 95%. Αυτό οφείλεται στην αυξηµένη µετατροπή των κυκλοφορούντων επινεφριδιακών ανδρογόνων σε Οιστρόνη στα λιπώδη και µυϊκά κύτταρα, και στην αύξηση του κλάσµατος µετατροπής Οιστρόνης σε Οιστραδιόλη. Με την πάροδο του χρόνου η γυναίκα µπαίνει στην Εµµηνόπαυση και η Οιστρόνη γίνεται το κυρίαρχο Οιστρογόνο. 2
Γιατί να χρησιµοποιήσουµε test σιέλου; Η σίελος περιλαµβάνει το ελεύθερο κλάσµα των ορµονών το οποίο αντανακλά τα βιοενεργά επίπεδα στους ιστούς. Τα ελεύθερα κλάσµατα της σιέλου συσχετίζονται µε τα κλινικά συµπτώµατα µε µεγαλύτερη ακρίβεια από ό,τι τα επίπεδα των ορµονών του ορού, στα οποία συνήθως µετρώνται τα επίπεδα της συνολικής ορµόνης (συνδεδεµένο + ελεύθερο κλάσµα). Σιελικά test που περιλαµβάνονται στο Μετεµµηνοπαυσιακό Ορµονικό Προφίλ: Ελεύθερα κλάσµατα στη σίελο: Οιστρόνης (Ε1), Οιστραδιόλης (Ε2), Οιστριόλης (Ε3), Προγεστερόνης (Ρ1), DHEA, Τεστοστερόνης (TTF) και επιπλέον Ωχρινοτρόπου (LH), και Ωοθυλακιοτρόπου (FSH). Τρία είδη Ορµονικού Προφίλ παρέχονται: 1) PHP-1: Βασικό Μετεµµηνοπαυσιακό προφίλ Σε δείγµα σιέλου µετρώνται 6 ορµόνες: Ε1, Ε2, Ε3, P1, DHEA & TTF Κλινικές εφαρµογές: Μέτρηση των ορµονών για σηµείο αναφοράς Παρακολούθηση της φυσικής ορµονικής θεραπείας υποκατάστασης Εκτίµηση κινδύνου για κακοήθεις παθήσεις µαστού/ µήτρας και οστεοπόρωσης Διερεύνηση ορµονοεξαρτώµενων διαταραχών libido και συναισθηµατικών διαταραχών, κολπικής ατροφίας.και των άλλων συµπτωµάτων που καταγράφονται στον Πίνακα 1. 2) PHP-2: Απώτερο Μετεµµηνοπαυσιακό προφίλ 2 δείγµατα σιέλου, 1 ο δείγµα µετρώνται οι 6 ορµόνες: Ε1, Ε2, Ε3, P1, DHEA & TTF. 2 ο δείγµα επανάληψη των άνω ορµονών Κλινικές Εφαρµογές: Ακανόνιστοι κύκλοι σε γυναίκες που η έµµηνος ρύση είναι απρόβλεπτη, κάνοντας ένα πλήρες, ορµονικό προφίλ µε 11 δείγµατα δεν είναι εφικτό πρακτικά. Περιεµµηνοπαυσιακά όταν η ορµονική αστάθεια προκαλεί ανώµαλη ρύση. Στις περιπτώσεις αυτές το ένα δείγµα είναι ελάχιστα αντιπροσωπευτικό της ορµονικής κατάστασης, ενώ τα 11 δείγµατα για την ορµονική χαρτογράφηση είναι µη πρακτικά. Σηµείωση: Το πρώτο δείγµα συλλέγεται σε οποιαδήποτε στιγµή και µπαίνει στη κατάψυξη. 20 ηµέρες αργότερα συλλέγεται το 2 ο δείγµα και αποστέλλονται και τα δύο για έλεγχο. Παρακολούθηση Θεραπευτικού αποτελέσµατος/ Ορµονική Πρόκληση σε µετεµµηνοπαυσιακές γυναίκες, σε θεραπεία υποκατάστασης ή για τροποποίηση της θεραπείας υποκατάστασης. 3
Το PHP-2 µπορεί να χρησιµοποιηθεί για τη µέτρηση των βασικών επιπέδων των ορµονών και την αποτελεσµατικότητα τροποποιήσεως της Θεραπείας Ορµονικής Υποκατάστασης (HRT) ως προς τη δόση και οδό χορήγησης. 3) ephp-1: Εκτεταµένο Μετεµµηνοπαυσιακό Προφίλ Σε δείγµα σιέλου µετρώνται: Ε1, Ε2, Ε3, Ρ1, DHEA, TTF καθώς και FSH & LH. Κλινικές Εφαρµογές: Όµοιες µε το PHP-1 Συσχέτιση των FSH & LH µε την ωοθηκική ορµονική απάντηση. Πιο συγκεκριµένη διάγνωση εµµηνοπαυσιακών κλινικών εκδηλώσεων σε νεότερες γυναίκες. Ποιες Γυναίκες θα ωφεληθούν από τα Ορµονικά Προφίλ: Τα άνω ορµονικά προφίλ δεν αφορούν γυναίκες µε περίοδο. Εκτίµηση των ορµονών σε γυναίκες µε περίοδο από την εφηβεία µέχρι την εµµηνόπαυση γίνεται µε την κυκλική χαρτογράφηση χρησιµοποιώντας 11 δείγµατα σιέλου, (FHP) Βασικό Ορµονικό Προφίλ 4
LH & FSH Η Ωχρινοτρόπος (LH), και η Ωοθυλακιοτρόπος (FSH) είναι οι Γοναδοτροπίνες που ο ρόλος τους είναι να ρυθµίζουν την ωοθηκική λειτουργία. Οι Γοναδοτροπίνες ενεργοποιούνται από έναν κοινό υποθαλαµικό παράγοντα: τη GnRH (Γοναδοτρόπος). Η LH έχει κυµατοειδή ρυθµό κατά τη διάρκεια του κύκλου. Το stress και οι καταστάσεις υπερκορτιζολαιµίας έχουν ανασταλτική δράση στην LH αλλά όχι στην FSH. Αγχώδεις και ανταγωνιστικές γυναίκες θεωρούνται πιο Οιστρογονικές και είναι λιγότερο γόνιµες και πιο επιρρεπείς σε κακοήθεις νόσους. Στην περίοδο της κλιµακτηρίου σηµειώνεται µεγάλη έλλειψη ωοθυλακίων στις ωοθήκες. Η παραγωγή LH & FSH, εµφανίζεται 3πλάσια και 7πλάσια αντίστοιχα συγκρινόµενη µε τις τιµές της αναπαραγωγικής περιόδου. Το εκτεταµένο ορµονικό Προφίλ (ephp-1), µετράει ταυτόχρονα τα επίπεδα των δυο Γοναδοτροπινών LH & FSH και τις αντίστοιχες συγκεντρώσεις της Οιστραδιόλης και Προγεστερόνης. Χρησιµοποιώντας το εκτεταµένο ορµονικό προφίλ (ephp-1) η είσοδος στην κλιµακτήριο µπορεί να εκτιµηθεί µε µεγαλύτερη ακρίβεια και πριν αρχίσουν τα συµπτώµατα. Πρώιµη θεραπεία υποκατάστασης µπορεί να χρησιµοποιηθεί για την αποφυγή απώλειας οστικής µάζας και άλλων συµπτωµάτων. Ερµηνευτικά πλεονεκτήµατα Ανάλυση της Ορµονικής Ισορροπίας Η έκθεση του µετεµµηνοπαυσιακού Ορµονικού Προφίλ µας επιτρέπει να εξετάσουµε και να εξατοµικεύσουµε την ισορροπία διαφόρων ορµονών παρά απλά να υποκαταστήσουµε µόνο µια από αυτές. Τα PHP-1 & ephp-1 περιέχουν πάντα και µια έκθεση µε ειδική για την κάθε ασθενή ανάλυση και εκτίµηση κινδύνου ανάπτυξης κακοήθους νόσου του µαστού ή της µήτρας. Τα αποτελέσµατά µας περιλαµβάνουν πάντα δείκτες Πιθανών Κακοηθειών (Proliferation Potential Indexes PPI) οι οποίοι συσχετίζουν την προ καρκινική επίδραση των τριών Οιστρογόνων (Ε1, Ε2 και Ε3) µε τα προστατευτικά αποτελέσµατα της Προγεστερόνης και της Τεστοστερόνης. Τα αποτελέσµατα µας συνοδεύονται από προτεινόµενες θεραπευτικές λύσεις οι οποίες διευκολύνουν την εξοµάλυνση των παρατηρούµενων ορµονικών ανωµαλιών. Σηµείωση: Τα φυσικά οιστρογόνα, συµπεριλαµβανοµένης της Οιστριόλης είναι υπερπλαστικά: τα Οιστρογόνα και οι µεταβολίτες τους διαφέρουν µόνο ως προς το βαθµό της υπερπλαστικής τάσης. Ορισµένοι οιστρογονικοί µεταβολίτες θεωρούνται λανθασµένα ως δείκτες κινδύνου ανάπτυξης καρκίνου του µαστού. Σε µια πρόσφατη πολυκεντρική µελέτη συγκρίθηκαν οι αναλογίες της 2/16 Υδροξυοιστρόνης σε γυναίκες µε διαπιστωµένο καρκίνο του µαστού και σε µια οµάδα ελέγχου από υγιείς γυναίκες. Διαπιστώθηκε ότι «τα αποτελέσµατα της έρευνας δεν υποστηρίζουν την υπόθεση ότι η αναλογία της 2/16 Υδροξυοιστρόνης αποτελεί σηµαντικό παράγοντα κινδύνου για καρκίνο του µαστού, ή ότι είναι σηµαντικότερος παράγοντας πρόβλεψης για καρκίνο του µαστού από τα επίπεδα των οιστρογόνων Ε1, Ε2 και Ε3» (Environ Health Perspect. 1998 Mar. 106 (3): A 126-7). 5
6
7
ΣΥΝΟΨΙΖΟΝΤΑΣ ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΙΚΑ 1) Στα αποτελέσµατα των εξετάσεων περιλαµβάνονται: δείκτες δυσπλασίας για καρκίνο του µαστού και της µήτρας καθώς και γενικές συστάσεις. 2) Μη ελεγχόµενη θεραπεία ορµονικής υποκατάστασης (ΗRT) µπορεί να αποτελέσει πραγµατικό ρίσκο για την ασθενή. 3) Η LH & FSH κάνουν την διάγνωση της εµµηνόπαυσης ποιο οριστική. Για περισσότερες πληροφορίες επικοινωνίστε µαζι µας: Medical ID Ltd., Βασιλίσσης Σοφίας 117, Αθήνα 11521 τηλ: 210-6454201 email:info@medicalid.gr ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 1. Gann PH et al. Cancer Epidemiol Biomarkers Prev 2001 Jan; 10(1):59-64 2. Prestwood KM et al. J Clin Endocrinol Metab 2000; 85(12): 4462-4469 3. Chatterton RT et al. Fertil Steril 1999 ;71(5):863-8 4. Johnson SG et al. Clin Chim Acta 1987 ; 163(3): 309-18 5. Wang C et al. J Clin Endocrinol Metab 1981; 53(5): 1021-1024 6. Walker RF et al. Intl J Androl 1980; 3: 105-120 7. Griffiths K et al. Steroids 1980; 36(2): 219-228 8. Wong YF et al. Eur J Obs Gynecol Reprod Biol 1990; 34: 129-135 9. Follingstad AH. JAMA 1978; 239(1): 29-30 10. Riad-Fahmy D et al. J Reprod Med 1987; 32(4) : 254-72 11. Boever JD et al. Clin Chem 1990; 36(12):2036-2041 12. Tallon DF et al. Clin Chem 1984 30(9): 1507-1511 13. Mounib N et al. J Steroid Biochem 1988;31(5): 861-865 14. Wisborg T et al. Acta Obset Gynecol Scand 1981; 60:417-420 15. Vining RF et al. J Clin Endocrinol Metab 1983; 56(3):454-60 8