Γ. ΑΠΟ ΤΗ ΓΝ ΩΣΙΟΘΕΩΡΙ Α ΤΗΣ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗΣ ΣΤΗ ΘΕΩΡΙ Α ΤΗΣ ΓΛΩΣΣ ΑΣ. Η ΓΛΩΣΣΟΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΣΤΡΟΦΗ ΚΑΙ ΤΑ ΕΝΙΑΙΑ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΚΑ ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΑ. Κεφάλαιο 9. Η ενιαία λογική της μεθόδου στη φύση και την κοινωνία Ένας από τους κύκλους της συζήτησης περί (ερμηνευτικής) κατανόησης και (αιτιώδους) εξήγησης διεξήχθη σε μια χρονική περίοδο κατά την οποία αρκετοί εκπρόσωποι της αναλυτικής φιλοσοφίας θέλησαν να επεκτείνουν τα μεθοδολογικά τους ενδιαφέροντα στο χώρο των κοινωνικών και ιστορικών επιστημών. Η αισιόδοξη προοπτική μιας ενιαίας μεθοδολογίας προέκυψε από το γεγονός ότι στις πρώτες δεκαετίες του εικοστού αιώνα η ταχύτατη εξέλιξη της αναλυτικής σκέψης οδήγησε στην αποδοχή επιστημονικών πορισμάτων που προσδιορίζονται μέσω αιτιωδών σχέσεων. Τα πορίσματα των ερευνών υποβάλλονται μέσω λογικής ανάλυσης σε διυποκειμενικό έλεγχο, προκρίνοντας έτσι τη λογική μορφή (και όχι το περιεχόμενο) των επιστημονικών αποφάνσεων, καθώς και τα λογικά πρότυπα εξήγησης των επιστημονικών θεωριών. Από τη σκοπιά αυτή εξασφαλίζονται οι προϋποθέσεις για την ορθολογική ανασυγκρότηση της επιστήμης (ακρίβεια, σαφήνεια και έγκυρη ελεγξιμότητα κατά τη γνωστική διαδικασία), ανεξάρτητα από την ίδια την ιστορία της επιστήμης. Σύμφωνα με την άποψη αυτή, η επιστημονική γνώση διέπεται από τις αρχές του εμπειρισμού και του λογικού γλωσσοαναλυτικού θετικισμού και διακρίνεται σαφώς από άλλες μορφές γνώσης. Το ίδιο και τα γεγονότα, συλλαμβανόμενα μέσα από προτάσεις με αναφορά στα δεδομένα της αισθητηριακής αντίληψης, διακρίνονται από τις αξίες. Παράλληλα, η αξίωση ισχύος των επιστημονικών αποφάνσεων, οι οποίες αποκτούν νόημα μόνον όταν επιδέχονται επαλήθευση, 1 τίθεται με βάση τους κανόνες της λογικής συνεπαγωγής και αφορά προτάσεις μιας ενιαίας γλώσσας ή μεταγλώσσας (επιστήμη της βάσης, αρχή απαγωγικών διαδικασιών), που εξασφαλίζει, κάτω από ένα πρόταγμα δικαιολόγησης ή θεμελίωσης (Begründungszusammenhang), την αυθεντική γνώση για τα δεδομένα του υπαρκτού κόσμου. Η παραπάνω άποψη σηματοδότησε μια βαθειά ρήξη στην εξελικτική πορεία της παραδοσιακής ευρωπαϊκής φιλοσοφίας, καθώς η νέα επιστημονική σκέψη με την 1 «Το νόημα μιας πρότασης συνίσταται στη μέθοδο επαλήθευσής της», F. Waismann : Logische Analyse des Wahrscheinlichkeitsbegriffs, Erkenntnis 1, 1930, σελ. 229.
εμμονή σε λογικά δομημένα συστήματα προτάσεων απομακρύνεται από τον κλασικό εμπειρισμό, αφού εγκαταλείπεται η αναγωγή της γνώσης στις αισθητηριακές εμπειρίες του υποκειμένου, υπέρ της λογικής θεμελίωσης των προτάσεων, οι οποίες αναφέρονται στα άμεσα εμπειρικά δεδομένα (Protokollsätze) και οι οποίες αποτελούν γλωσσικά μορφώματα που ικανοποιούν το αίτημα για διυποκειμενικό έλεγχο. Επιπλέον, απομακρύνεται τόσο από πορίσματα και στοχασμούς, που εδράζονται σε εσχατολογικές και μεταφυσικές προσεγγίσεις, όσο και από μια ιστορικά και αξιακά τεκμηριωμένη επιστημονική γνώση. 2 Σύμφωνα με αυτήν την αντίληψη, η αποστολή της Γνωσιοθεωρίας έγκειται στην ανάδειξη μιας μεθόδου για τη δικαιολόγηση της προσλαμβανόμενης γνώσης και με ποιον τρόπο θεμελιώνεται η άποψη ότι η γνώση αυτή μπορεί να αποτιμηθεί ως έγκυρη. 3 Πιο συγκεκριμένα, η εμπλοκή των αξιών στην κοινωνικοεπιστημονική έρευνα καθίσταται προβληματική κυρίως σε επίπεδο διατύπωσης επιστημονικών αποφάνσεων. Όπως υπογραμμίζει ο Albert, 4 οι αξιακές κρίσεις στις κοινωνικές επιστήμες γίνονται αποδεκτές σε επίπεδο αποφάνσεων για την επιλογή του αντικειμένου ή της μεθόδου έρευνας ή για το ότι το ίδιο το αντικείμενο της έρευνας αποτελεί και υποκείμενο, διότι αναφέρεται σε δρώντες που έχουν ενσωματώσει και εκφράζουν έναν κόσμο αξιών στις σχέσεις αλληλόδρασης που αναπτύσσουν. Το πρόβλημα εμφανίζεται κυρίως στην αξίωση επιστημονικής ισχύος συγκεκριμένων αποφάνσεων, οι οποίες δεν τηρούν τους μη κανονιστικούς και αξιακούς όρους που θέτουν οι ουδέτερες αξιών μεθοδολογίες των τεχνολογικών συστημάτων, και οι οποίες δεν αναγνωρίζουν και δεν επεξεργάζονται αξιακό υλικό, αλλά μόνο πληροφορίες για τις δυνατότητες διενέργειας πράξεων και αντίστοιχων επιδράσεων. 2 Για την κριτική στη διάκριση που επιχειρεί ο λογικός θετικισμός ανάμεσα στην ιστορία και τη φιλοσοφία της επιστήμης, καθώς και στην απόλυτη βεβαιότητα των πορισμάτων της λογικής ανάλυσης στο εμπειρικό υλικό, βλ. Τ. Kuhn: Die Struktur Wissenschaftlicher Revolutionen, Suhrkamp, Frankfurt a.m., 1967 [ελλ. έκδ. : Η δομή των Επιστημονικών Επαναστάσεων (εισαγ. Β. Κάλφας), Σύγχρονα Θέματα, Αθήνα, χ.χ., (7)]. Για τη μεταβλητότητα και την ιστορικότητα των προτάσεων πρωτοκόλλου, γεγονός που πιστοποιεί το συμβατικό και υποθετικό τους χαρακτήρα, αλλά και την αμφισβήτηση της γνωσιοθεωρητικής τους σπουδαιότητας, βλ. O. Neurath : Protokollsätze, Erkenntnis, 1932/33 και Κ. Popper :Logik der Forschung, Mohr, Tübingen, 1982, σελ. 60 επ. 3 R. Carnap : Scheinproblem e in d er Philosophie. Das Fremd psychische u nd d er Realismusstrei t, Suhrka mp, Frankfurt a.m, 1966, σελ 9 επ. 4 H. Albert :Kritischer Rationalismus, Mohr, Tübingen, 2000, σελ. 47 επ. Σχολιασμό για το θέμα, βλ. επίσης στο R. Brühl : ό.π, σελ. 302 επ.
Επομένως, το ερώτημα που τίθεται είναι εάν η επιστημονική εξήγηση μιας πράξης αποτελεί πράγματι διαδικασία ερμηνείας μιας λογικής αναπαράστασης, η οποία χαρακτηρίζει τους λόγους που οδήγησαν το άτομο να προβεί σε αυτή την πράξη. Στο πλαίσιο αυτού του προβληματισμού, η επέκταση του φυσικοεπιστημονικού μεθοδολογικού υποδείγματος στις επιστήμες που αφορούν τον άνθρωπο αξιώνει εμφαντικά και προγραμματικά τη λογική ενότητα των επιστημών (Einheitswissenschaft), με αποτέλεσμα οι κοινωνικές-πνευματικές επιστήμες να μετασχηματίζονται σε αντικειμενοποιημένες κοινωνικές επιστήμες, στην κατεύθυνση μιας κοινωνικής μηχανικής τεχνολογίας, κατά την οποία η επιστημονικότητα ταυτίζεται με την αυστηρή φυσικοεπιστημονική μεθοδολογία. Επίσης, η γλώσσα που συνοδεύει τις θεωρίες στο λογικοθετικιστικό αυτό μοντέλο είναι η τυπική, αυστηρά επιστημονική γλώσσα στη διατύπωση προτάσεων γύρω από πράξεις ανθρώπων που αντιμετωπίζονται αποκλειστικά ως γεγονότα, χωρίς να αποτελούν έκφραση γλωσσικών επεισοδίων (Sprechakten). Κατ αυτή την έννοια, το νόημα μιας πράξης δεν υπερβαίνει τον τρόπο, δηλαδή τη μεθοδολογία, σύμφωνα με την οποία το νόημα αυτό μπορεί να επαληθευτεί. Άρα, με την «αντικειμενικοποίηση» που επιτελείται κατά την εξηγητική διαδικασία μπορεί να αξιώνεται η προγνωστική και τεχνική γνώση του εξωτερικού, ανεξάρτητου από τα υποκείμενα, κόσμου, απουσιάζει όμως η αναφορά στην κατανόηση και ερμηνεία των νοημάτων που εκπέμπουν οι πράξεις ως προς περιεχόμενό τους. Στην ουσία απουσιάζει το ίδιο το υποκείμενο και οι εσωτερικές παρακινήσεις για την επιλογή πράξεων συγκεκριμένης κατηγορίας, με αποτέλεσμα την επικράτηση ενός ενιαίου κριτηρίου για την επιστήμη που αφενός αναπαράγει και διευρύνει τη φυσικοεπιστημονική μεθοδολογία, αφετέρου συνδέεται με ένα «τεχνικό διαφέρον» και με μια μονοδιάστατη εργαλειακή ορθολογικότητα. 5 Οι γλωσσικές διαστάσεις που προσέλαβε η συζήτηση περί αξιακής ουδετερότητας ήταν ακριβώς το σημείο αιχμής για την πρώιμη αναλυτική σκέψη, που ως γλωσσοαναλυτικός ή λογικός πλέον θετικισμός απέρριπτε ως μεταφυσικές όλες τις 5 Για την κριτική στις εμπειρικοαναλυτικές μεθοδολογίες, βλ. επόμενο κεφάλαιο της παρούσας εργασίας.
αξιώσεις αλήθειας, οι οποίες εκφράζονταν μέσω γλωσσικών αποφάνσεων και ήταν έμφορτες αξιών. Τη θέση περί αξιακής ουδετερότητας είχε υποστηρίξει και ο Weber, διατυπώνοντας την άποψη ότι αποστολή μιας εμπειρικής κοινωνικής επιστήμης δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να είναι η υποστήριξη δεσμευτικών και δεοντολογικών αρχών, αξιών και κρίσεων, έτσι ώστε η επιστήμη να ιεραρχεί και να προκρίνει συγκεκριμένα υποδείγματα και να αποφαίνεται τελικά η ίδια ως προς το δέον. 6 Φαίνεται λοιπόν να μην υπάρχει επιστημονικός τρόπος που να επιτρέπει την ιεράρχηση των αξιών και την προτροπή, αποτροπή ή γενικότερα τη δεοντική χρήση της επιστήμης και της επίλυσης του ζητήματος αξιακών κρίσεων με επιστημονικούς όρους. Από την άλλη βέβαια, τα κανονιστικού τύπου φαινόμενα αντιμετωπίζονται στην Κοινωνιολογία ανεμπόδιστα ως κοινωνικά γεγονότα και αναγνωρίζονται με τον ίδιο τρόπο όπως και τα φαινόμενα που δεν έχουν κανονιστικό χαρακτήρα. Ο κανονιστικός χαρακτήρας των γεγονότων δεν μειώνει τη γνωστική σημαντικότητα και την ισότιμη αναγνώρισή τους ως αντικείμενα των κοινωνικών επιστημών. Το πρόβλημα εμφανίζεται όταν στη διατύπωση αποφάνσεων γι αυτά εμπεριέχονται αξιακές κρίσεις από τους κοινωνικούς επιστήμονες και ερευνητές. Βέβαια, κατά τη διάρκεια των συζητήσεων αναδείχθηκαν οι δυσκολίες μιας «λογικής ανασυγκρότησης του κόσμου», 7 ενώ η απόρριψη της δογματικής εμμονής στην αναζήτηση ενός αρχιμηδείου σημείου της γνώσης και μιας ουδέτερης περιγραφής της πραγματικότητας, αλλά και τα αδιέξοδα του λογικού θετικισμού, οδήγησαν σε αλλεπάλληλα αναθεωρητικά σχήματα της εξηγητικής πρότασης. Το αισιόδοξο του εγχειρήματος μιας «λογικής ανασυγκρότησης του κόσμου» αίρεται, πρωτίστως, από τον ίδιο τον εμπνευστή του, τον R. Carnap, ο οποίος στο ύστερό του έργο διακρίνει τη γλώσσα της επιστήμης σε γλώσσα της θεωρίας και σε γλώσσα της παρατήρησης. 8 6 M. Weber. Η επιχειρηματολογία αυτή αναπτύσσεται στο κείμενο : Die Objekti vit ät sozial wissenscha flicher und sozialpolitischer Erkennt nis που εμπεριέχεται στο M. Weber:Gesammelte Aufsätze zur Wissensch aftslehre, Tübingen, 1951, 146-214. Πρόκειται για έναν ισχυρισμό τον οποίο πρώτος διετύπωσε ο D. Hu me, ο οποίος απέκλειε τη δυνατότητα σύζευξης της εμπειρικής διαδικασίας με τη λογική συνεπαγωγή και τους λογικούς συμπερασμούς, καταδεικνύοντας την αδυνατότητα από προτάσεις που αναφέρονται στην εμπειρία να συναχθούν προτάσεις που να αναφέρονται στο δέον. 7 R. Carnap: Der logische Aufbau der Welt, Weltkreis, Berlin, 1928. 8 R. Carnap : Th e Methodologic a Chara cter o f Theor etical Concep ts, στο H. Feigel - M. Scri ven : The found ation of Science and the Concepts of Psychology and Psychoanalysis, Minnesota Studies in the Philosophy of Science 1, Mineapolis, 1965.
Οι προτάσεις της θεωρητικής γλώσσας δεν παραπέμπουν σε δεδομένα της αισθητηριακής αντίληψης, ούτε αποτελούν προϊόν επαγωγικών γενικεύσεων και συμπερασμών. Πρόκειται για υποθέσεις υψηλής σπουδαιότητας, που κατασκευάζονται ανεξάρτητα από την εμπειρία και μπορούν να αποκτήσουν το κύρος αξιωματικών συστημάτων, των οποίων όμως η αξιοπιστία κρίνεται εκ των υστέρων από τα εμπειρικά τους συνακόλουθα. Ο όλος προβληματισμός κορυφώνεται στην αλλαγή επιχειρηματολογίας μέσα στην αναλυτική φιλοσοφία, δηλαδή στην μετατόπιση του ενδιαφέροντος με την εισαγωγή νέου πραγματολογικού γλωσσικού παραδείγματος. Ταυτόχρονα, αναδεικνύεται το μεθοδολογικό πρόβλημα ως διάκριση ανάμεσα σε λόγους που δικαιολογούν μια πράξη και αιτίες που καθορίζουν συγκεκριμένες συμπεριφορές. Στο πλαίσιο αυτό αντιδιαστέλλονται: οι αξίες στα γεγονότα, οι πράξεις στη συμπεριφορά, και η θεωρία στην άμεση και κατ αίσθηση εμπειρία. Η εσωτερική ρήξη στην αναλυτική σχολή σκέψης προέκυψε κυρίως από την αμφισβήτηση του ισχυρισμού ότι το νόημα μιας πρότασης είναι ταυτόσημο με τη δυνατότητα επαλήθευσής της και κατ επέκταση της ίδιας της «γλώσσας αντικείμενο» (Objekt-Sprache), η οποία, ως μεταγλώσσα, θα μπορούσε να συγκροτήσει το κριτήριο οριοθέτησης της επιστήμης από τη μεταφυσική. Η θέση περί μη παγίωσης του νοήματος συνδέθηκε με την αναζητούμενη νοηματική και σημασιολογική σημαντικότητα σε πραγματικές ομιλιακές καταστάσεις, έτσι όπως αποδίδονται στη γλώσσα της καθημερινής ζωής, πάνω στην οποία το κοινωνικό πράττειν διαμορφώνει όρους και προϋποθέσεις δημιουργίας ποικίλων μορφών κοινωνικής ζωής. Η εξέλιξη αυτή μπορεί να χαρακτηριστεί ως μετάβαση από το γλωσσικό σύστημα και την εκτασιακή αναφορά του στον Λόγο και σε εκφάνσεις νοήματος, 9 σε μια σχέση ανάμεσα στη μορφή (σημαίνον) και στο περιεχόμενο (σημαινόμενο) που εκφράζεται μέσα από τη μετατόπιση του ενδιαφέροντος από τη δομή της γλώσσας ως σύστημα σημείων (langue) στη χρήση της γλώσσας ως πράξης. Οι μετατοπίσεις αυτές επαναδιατυπώθηκαν με τη γλωσσοαναλυτική ανανέωση της μεθοδολογικής αυτοδυναμίας της κοινωνικής επιστήμης, μέσω της οποίας αναδείχθηκε το 9 Πέρα από τον ύστερο Wittgenstein : Philosophische Untersuchungen, Suhrkamp, Frankfurt a. M, 2003 μια πειστική επιχειρηματολογία συναντά κανείς στο H. Putnam : Mind, Language and Reality. Philosophical Papers, Cambrid ge Uni versit y Press, 1975, vol. 2,.
αναβιωμένο ενδιαφέρον για μια αναλυτική θεωρία της πράξης. 10 Επιβεβαιώνουν επίσης, παράλληλα με τις συνθετικές δημιουργικές ικανότητες του γνωστικού υποκειμένου, την ανεπάρκεια μιας απλουστευτικής θεωρίας της απεικόνισης εμπειρικών δεδομένων, όπως διαμορφώνεται στη θετικιστική μεθοδολογία. Η διάκριση αυτή αν και στη συγκεκριμένη περίπτωση διατυπώνεται ως εσωτερικό πρόβλημα της αναλυτικής σχολής, στην ουσία επαναφέρει το βεμπεριανό μεθοδολογικό προβληματισμό, όμως εμμένει εσφαλμένα σε έναν απόλυτο δυϊσμό και μοιραία απομακρύνεται από το συνθετικό βεμπεριανό υπόδειγμα. Η ανεπάρκεια του νέου δυϊσμού γίνεται φανερή σε απόπειρες συγκρότησης μιας ορθολογικής εξήγησης, ή μιας ιδεαλιστικής σύλληψης του κοινωνικού κόσμου, όπου οι αιτιώδεις προσεγγίσεις απορρίπτονται από τον χώρο της κοινωνικής πρόσβασης σε μορφές κοινωνικού πράττειν, ενώ προτάσσεται αποκλειστικά η κατανόηση της φύσης των θεσμοποιημένων φαινομένων ως παραγώγων των κοινωνικών πράξεων. 9.1 Γνώση και γλωσσική διυποκειμενικότητα. Ο γλωσσοαναλυτικός δυ ϊσμός. Λόγοι και αιτίες στην παραγωγή γνώσης Στο σημείο αυτό θα πρέπει να γίνει σαφές ότι ανεξάρτητα από την ορθότητα ή όχι των παραπάνω διακρίσεων, αυτές, στα αναθεωρημένα γλωσσοαναλυτικά σχήματα, αφορούν συνήθως ατομικές και όχι κοινωνικές πράξεις. Με την ποιοτική ανάδειξη μιας πράξης ως κοινωνικής πράξης, οι διαχωρισμοί αυτοί σε ένα βαθμό αίρονται και βοηθούν στα αποτελέσματα μιας επιστημονικής κοινωνικής επιστήμης. Παράλληλα, κατά την προσέγγιση των ανθρωπίνων πράξεων τόσο η επαγωγική όσο και η παραγωγική μέθοδος κρίνονται ανεπαρκείς. Η πρώτη διότι δεν εξασφαλίζει αξιοπιστία ως προς τη σύλληψη συνολικών νοηματικών αποδόσεων των πράξεων, ενώ η δεύτερη δεν ενδείκνυται για κοινωνικές πράξεις, διότι αποκλείονται νόμοι γενικής ισχύος 11 στη βάση των οποίων θα μπορούσαν αυτές να εξηγηθούν. Κατά τον ίδιο τρόπο, ασκείται κριτική στις απόπειρες για την κατασκευή μιας γενικής θεωρίας της ανθρώπινης συμπεριφοράς τύπου Hobbes, υποστηρίζοντας δύο 10 Βλ. G. Meggle A. Beckermann (επιμ.) :Analytische Handlungstheorie, Suhrkamp, Frankfurt a.m, 1985, τόμ. 2. 11 Η συζήτηση για το θέμα αυτό είχε αποκτήσει μεγάλο ενδιαφέρον ιδιαίτερα μετά την αξίωση επικράτησης ενός απαγωγικού-νομολογικού εξηγητικού σχήματος παράλληλα για τις φυσικές και κοινωνικές επιστήμες, βλ. C. G. Hempel, P. Oppenheim : Studies in the Logic of Explanation Philosophy of Science Vol. 15, No. 2, 1948, σελ. 135-175.
εξηγητικούς τύπους. 12 Εξήγηση σύμφωνα με αιτίες που ταυτίζονται με απλές σωματικές κινήσεις, και εξήγηση σύμφωνα με τους λόγους και τα επιχειρήματα που θέτει ο πράττων, απορρίπτοντας το ενδεχόμενο υπαγωγής των κοινωνικών πράξεων κάτω από αιτιώδη εξηγητικά σχήματα. Η θέση αυτή στηρίζεται στο επιχείρημα ότι η έννοια της προθετικότητας προϋποθέτει ορθολογικό σχεδιασμό και δεν εμπεριέχει την έννοια της αιτίας. Επίσης, δεν είναι πάντα τα κατανοητά εναργή κίνητρα αυτά που υπερισχύουν για την ανάληψη συγκεκριμένων πράξεων. Σε κάθε περίπτωση, η κατανόηση ελέγχεται ως προς τις μεθόδους αιτιοκρατικού καταλογισμού. Επιπλέον, η έννοια της πράξης δεν ταυτίζεται οπωσδήποτε με παρατηρήσιμες δραστηριότητες, αφού μπορεί να γίνει κατανοητή ως πράξη και μια στάση που εμπεριέχει νόημα χωρίς να καθίσταται παρατηρήσιμη η όλη νοηματοδοτημένη συμπεριφορά του πράττοντος. Οι λόγοι του πράττοντος συνθέτουν μια βουλησιακή και μια γνωσιακή τοποθέτηση. Η αναγκαιότητα της επιλογής του συγκεκριμένου μέσου αναδεικνύεται ως δεσμευτικότητα και υποχρεωτικότητα στην επίκληση των λόγων που υποκινούν μια πράξη, αντικειμενικοποιώντας στην ουσία τον υποκειμενικό σκοπό της. Η κάλυψη του ορθολογικού κενού της ιστορικής εξήγησης ταυτίζεται με την παραδοχή ότι η ιστορική εξήγηση δεν είναι παρά ειδική περίπτωση ενός εξηγητικού τύπου που χαρακτηρίζεται ως τελεολογικός, και διαφοροποιείται από αιτιώδεις εξηγητικούς τύπους. Πάντως, η κατασκευή των προς εξήγηση πρακτικών επιχειρημάτων εξασφαλίζουν μια λογική δεσμευτική επιχειρηματολογία μόνο όταν η πράξη έχει ήδη εκτελεσθεί. Η αναγκαιότητα ενός πρακτικού σκοπού δεν συνεπάγεται αιτιοκρατία αλλά αποτελεί μία αναγκαιότητα που νοείται ex post actu. Στην κατεύθυνση αυτή υποστηρίζεται ότι μόνο εκείνη η συμπεριφορά η οποία προσανατολίζεται σε έναν τελικό σκοπό, 13 ή ακολουθεί κάποιους κοινωνικούς κανόνες ως συλλογικά υποδείγματα πράξεων, μπορεί να θεωρηθεί ως πράξη. 14 Η προθετικότητα, παρότι δικαιολογεί και καθιστά κατανοητή μια πράξη, δεν αποτελεί 12 Βλ. R.S. Peters : Typen der Erklärung in psychologischen Theorien, στο Α. Beckermann (επιμ.) : Analytische Handlungstheorie, Suhrkamp, Frankfurt a.m, τόμ. 2, σελ. 106-120. 13 Βλ. C. Taylor : Erklärung und Interpretation in den Wissenschaften vom Menschen, Suhrkamp, Frankfurt a.m, 1975. 14 P. Winch : Die Idee der Sozialwissenschaften und ihr Verhältnis zur Philosophie, Suhrkamp, Frankfurt a. M, 1974.
μια αιτία με εξηγητική ισχύ. 15 Η εξήγηση μιας πράξης είναι τελεολογική και αντιπαρατίθεται στην αιτιώδη εξήγηση, διότι ανάμεσα στην προθετικότητα και στο ένσκοπο πράττειν δεν επικρατεί εκείνη η ενδεχόμενη σχέση που ισχύει ανάμεσα στις αρχικές αιτίες και τις συνεπαγόμενες συνθήκες, οι οποίες είναι ανεξάρτητες μεταξύ τους. Η θέση αυτή προκρίνει την ερμηνεία των πράξεων μέσω των λόγων που δικαιολογούν την εκτέλεσή τους, και παράλληλα απορρίπτει τον όρο της αιτίας, καθότι συνδέεται άμεσα με την αντίληψη του φυσικού νόμου, της επαναληπτικότητας και της κανονικότητας. Περαιτέρω, οι αντιλήψεις που τείνουν να καθιερώσουν ένα νέο δυϊσμό, δεν υιοθετούνται μόνο από εκπροσώπους της αναλυτικής θεωρίας της πράξης (analytische Handlungstheorie) που διασπά το γνωστικό της αντικείμενο, αλλά τυγχάνουν μιας ευρύτερης αναγνώρισης από νέες σχολές και σύγχρονα ρεύματα εντός ή εκτός της γλωσσοαναλυτικής σχολής, που συλλαμβάνουν τα κοινωνικά φαινόμενα στην ολική τους διάσταση και επιδιώκουν να εξηγήσουν τα επιμέρους ιδιαίτερα γεγονότα από τη σχέση που αναπτύσσουν με τις ολότητες. Οι νέες αυτές τάσεις δεν ακολουθούν αναλυτικά μεθοδολογικά σχήματα, όπως για παράδειγμα η σχολή της σύγχρονης ερμηνευτικής, ή η μαρξιστική οπτική της Σχολής της Φρανκφούρτης. Πέραν των εσωτερικών επιστημονικών ερίδων εντός της αναλυτικής σχολής, που επικεντρώνονται στην άνευ προϋποθέσεων μεθοδολογική επικάλυψη των κοινωνικών και των ιστορικών επιστημών, καθώς και στην υποβάθμιση της ερμηνευτικήςκατανοητικής πρόσβασης, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν απόψεις που εξειδικεύουν την, κατά Weber, σημασιολογικά διαμορφωμένη «αντικειμενική» πραγματικότητα, και εξετάζουν κριτικά τόσο τα επιμέρους πεδία της όσο και την καθολική κυριαρχία της ορθολογικότητας κατά τον σκοπό πάνω στις ανθρώπινες πράξεις. Με τη μετατόπιση του ενδιαφέροντος της αναλυτικής σκέψης στη γλώσσα της καθημερινής ζωής (ordinary language), κυρίως μέσα από το όψιμο έργο του 15 Για έναν αντίθετο ισχυρισμό, ότι δηλαδή η δικαιολόγηση των πράξεων μπορεί, υπό προϋποθέσεις, να συγκροτεί μια αιτιώδη σχέση σε ένα αναβαθμισμένο και εμπλουτισμένο με προθετικότητα και διανοητικό σχεδιασμό εξηγητικό σχήμα βλ. D. Da vidson : Action, Reasons and Causes, Journal of Philosophy, 60, 1963.
Wittgenstein και του Austin, η ανάλυση των εννοιών και των προτάσεων έφερε στην επιφάνεια ζητήματα της πράξης και της κοινωνικής οργάνωσης που προκύπτουν μέσα από τη θεωρία της γλώσσας και της επικοινωνίας (linguistic turn). 16 Στην κατεύθυνση αυτή, ο Habermas, με επιρροές από την αναλυτική φιλοσοφία ως προς τη δύναμη της γλώσσας και έχοντας ως υπόβαθρο την κριτική διάσταση της σχολής της Φρανκφούρτης, επιχείρησε να διατυπώσει μια θεωρία του επικοινωνιακού πράττειν για τη διερεύνηση των διαδικασιών εφαρμογής γλωσσικών υποδειγμάτων σε κοινωνικές καταστάσεις. Με τη θεωρία αυτή αναδείκνυε τη γλώσσα και κατ επέκταση τον διάλογο σε μια διαφορετική μορφή και περιεχόμενο από ένα ουδέτερο σύστημα συμβόλων και ανταλλαγής πληροφοριών, και έχοντας ως στόχο την εξάλειψη της παραπλάνησης από την επιφανειακή μορφή και χρήση της γλώσσας, καθιστούσε την ιδεώδη γλωσσική επικοινωνία ως μια πραγματολογική προϋπόθεση, προκειμένου να επιτευχθεί η υποκειμενική συνεννόηση των δρώντων. 16 Στον χώρο της Κοινωνιολογίας, μαζί με τον Habermas, τη γλωσσική αυτή «στροφή» υιοθέτησε και ο Luhmann, ο οποίος χρησιμοποίησε το βασικό επιχείρημα του νέου παραδείγματος για τη σπουδαιότητα της γλωσσικής επικοινωνίας, ώστε να διαμορφώσει την Κοινωνιολογία των κοινωνικών συστημάτων.
Βιβλιογραφία/Αναφορές Albert H. : Kritischer Rationalismus, Mohr, Tübingen, 2000 Beck ermann Α. (επιμ.):analytische Handlungstheorie,Suhrkamp, Frank furt a.m, τόμ. 2 Carnap R : Der logische Aufbau der Welt, Weltkreis, Berlin, 1928 Carna p R. : Scheinprobleme in der Philosophie Da s Fremdpsychische und der Realismusstreit, Su hrkamp, Frank furt a.m., 1966 Carna p R.: The Methodological Chara cter of Theoretica l Concepts, στο H. Feigel - M. Scriven : The foundation of Science and the Concepts of Psychology and Psychoanalysis, Minnesota Stu dies in the Philosophy of Science 1, Mineapolis, 1965 Davidson D. : Action, Rea sons and Cau ses, Journal of Philosophy, 60, 1963 Kuhn Th : Die Struktur Wissenschaftlicher Revolutionen, Suhrkamp, Frankfurt a.m., 1967 [ελλ. έκδ. :Η δομή των Επιστημονικών Επαναστάσεων (εισαγ. Β. Κάλφας), Σύγχρονα Θέματα, Αθήνα, χ.χ., (7)] Ναγόπουλος N. : Τα θεμέλια της Κοινωνιολογικής γνώσης και οι κοινωνίες της νεωτερικότητας, Κριτική, Αθήνα, 2003 Neurath O. : Protokollsätze, Erkenntnis, 1932/33 Meggle G.. Beckermann A. (επιμ.) : Analytische Handlungstheorie, Suhrkamp, Frankfurt a.m, 1985, τόμ. 2 Peters R.S. : Typen der Erklaerung in psychologischen Theorien, στο Α. Beckermann (επιμ.) : Analytische Handlungstheorie, Suhrkamp, Frankfurt a.m., τόμ. 2, σελ. 106-120 Popper Κ.: Logik der Forschung, Mohr, Tübingen, 1982 Putnam Η. : Mind, Language and Reality, Philosophical Papers, vol. 2., Cambridge University Press, 1975 Taylor C.: Erklärung und Interpretation in den Wissenschaften vom Menschen, Suhrkamp, Frankfurt a.m, 1975 Waismann F: Logische Analyse des Wahrscheinlichkeitsbegriffs, Erkenntnis 1, 1930 Weber M.: Gesammelte Aufsätze zur Wissenschaftslehre, Tübingen, 1951
Winch P. : Die Idee der Sozialwissenschaften und ihr Verhältnis zur Philosophie, Suhrkamp, Frankfurt a.m,, 1974