ΑΡΘΡΟ ΣΤΟΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΤΑΧΥΔΡΟΜΟ «Η ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΤΡΑΠΕΖΩΝ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ» Το ελληνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα υπήρξε πρωτοπόρος κλάδος στη διαδικασία μετασχηματισμού και σύγκλισης της ελληνικής οικονομίας. Μέρος της οικονομικής προόδου που έχει επιτελεστεί τα τελευταία χρόνια μπορεί να αποδοθεί σε αυτόν. Οι ελληνικές τράπεζες πλέον ανήκουν στο πιο δυναμικό κομμάτι της ελληνικής οικονομίας. Με την είσοδο όμως της χώρας μας στην ΟΝΕ, οι ελληνικές τράπεζες έχουν να αντιμετωπίσουν την πρόκληση του ολοένα και αυξανόμενου διεθνοποιημένου ανταγωνισμού στα πλαίσια του ενοποιημένου χρηματοπιστωτικού χώρου που δημιουργεί η έλευση του ενιαίου νομίσματος,η σημαντική πρόοδος στον τομέα των νέων τεχνολογιών και η απελευθέρωση των αγορών χρηματοπιστωτικών προϊόντων. Προκειμένου να εξετασθεί αν οι ελληνικές τράπεζες μπορούν να αντεπεξέλθουν στον ανταγωνισμό από τις αντίστοιχες ευρωπαϊκές στα πλαίσια του ενιαίου, σκόπιμο κρίνεται να εξεταστούν τα επιμέρους στοιχεία που συνθέτουν την εικόνα του εγχώριου τραπεζικού συστήματος σε σχέση με τα αντίστοιχα των χωρών της ευρωζώνης. Επιπλέον χρησιμοποιώντας συγκριτικά απολογιστικά στοιχεία θα συγκριθούν οι επιδόσεις των ελληνικών εμπορικών τραπεζών με τις αντίστοιχες των χωρών της Ευρωζώνης προκειμένου να προσδιοριστεί η διεθνής θέση των ελληνικών τραπεζών. ΘΕΣΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΚΛΑΔΟΥ Ακολουθώντας τις διεθνείς τάσεις απελευθέρωσης του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος, η διαδικασία αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρηματοπιστωτικού συστήματος ξεκίνησε στο τέλος της δεκαετίας του 1980. Πραγματική ορμή όμως απέκτησε στις αρχές του 1990 που οδήγησε μέχρι και την πλήρη απελευθέρωση, δημιουργώντας νέα δεδομένα και πολλές ευκαιρίες για τα εγχώρια χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Η απελευθέρωση της αγοράς περιελάμβανε την απελευθέρωση των επιτοκίων, τα οποία τώρα δεν είναι διοικητικά καθοριζόμενα αλλά προσδιορίζονται από τις δυνάμεις της αγοράς, την κατάργηση των άμεσων
πιστωτικών περιορισμών και τον εκσυγχρονισμό των αγορών χρήματος και κεφαλαίου. Η απελευθέρωση του ελληνικού χρηματοπιστωτικού συστήματος ολοκληρώθηκε τον Ιούνιο του 2000, όταν η ΤτΕ μείωσε το ποσοστό υποχρεωτικών διαθεσίμων από 12% σε 2% σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά δεδομένα. Περίπου την ίδια στιγμή, η νομισματική πολιτική εναρμονίζονταν πλήρως με αυτή της ΕΚΤ. Με την απελευθέρωση του τραπεζικού συστήματος, η ισχυροποίηση της τραπεζικής εποπτείας, έγινε κεφαλαιώδους σημασίας ζήτημα. Οι εξελίξεις σε αυτόν τον τομέα ακολούθησαν πολύ στενά τις εξελίξεις στις άλλες χώρες της Ε.Ε. Είναι εμφανές λοιπόν, ότι οι ελληνικές τράπεζες λειτουργούν πλέον σε ένα ανταγωνιστικό περιβάλλον ελεύθερο από κρατικό έλεγχο και παρεμβατισμό που εμπόδιζε την πρόοδο τους. ΔΟΜΗ ΚΛΑΔΟΥ Το σκηνικό στο εγχώριο χρηματοπιστωτικό σύστημα μεταβλήθηκε δραματικά με την σταδιακή απελευθέρωση. Η δεκαετία του 90 σημαδεύτηκε από την ενίσχυση των μεριδίων αγοράς των ιδιωτικών τραπεζών σε βάρος των κρατικών είτε μέσω των ιδιωτικοποιήσεων μικρών κρατικών τραπεζών είτε μέσω της αυτόνομης οργανικής ανάπτυξης των εργασιών τους. Οι ιδιωτικοποιήσεις έδωσαν το έναυσμα για την περαιτέρω συγκέντρωση του κλάδου μέσω συγχωνεύσεων και εξαγορών ώστε πλέον να συγκαταλέγεται ο εγχώριος τραπεζικός τομέας από τους πλέον συγκεντρωμένους στην Ευρώπη με τις πέντε μεγαλύτερες εμπορικές τράπεζες να ελέγχουν κάτι παραπάνω από το 90% του συνολικού ενεργητικού του κλάδου των εμπορικών τραπεζών (μη συμπεριλαμβανομένου της Αγροτικής τράπεζας) Έπειτα από την τετραετία επέκτασης και ανακατατάξεων στον εγχώριο τραπεζικό τομέα τα πιστωτικά ιδρύματα κατευθύνουν την προσπάθεια τους στην λειτουργική συγχώνευση και ενοποίηση των τραπεζών που εξαγοράστηκαν και στην αξιοποίηση των συνεργιών και των οικονομιών κλίμακας. Παράλληλα πολλές από αυτές πλέον στρέφονται στην σύναψη στρατηγικών συμμαχιών με εγχώριους ή διεθνείς οργανισμούς.
Από την άλλη πλευρά η δομή του ευρωπαϊκού χρηματοοικονομικού τομέα αλλάζει με πολύ γρήγορο ρυθμό. Αντιμέτωπος με τον αυξανόμενο ανταγωνισμό και την παγκοσμιοποίηση που δημιούργησε η έλευση του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος και των τεχνολογικών καινοτομιών, οι ευρωπαϊκές τράπεζες έχουν εισέλθει σε μια νέα εποχή. Στο καινούργιο περιβάλλον, ο παράγοντας «μέγεθος» έχει γίνει ιδιαίτερα σημαντικός, τα παραδοσιακά σύνορα έχουν ατονήσει και οι τεχνολογικές μεταβολές έχουν αλλάξει τους κανόνες του παιχνιδιού. Όσο η πίεση να βελτιωθεί η αποδοτικότητα αυξάνεται, τόσο αυξάνεται και η τάση συγκέντρωσης στον κλάδο. Την περίοδο 1998-2000 περισσότερες από 20 από τις 40 μεγαλύτερες τράπεζες στην ζώνη του Ευρώ ήταν εμπλεκόμενες σε διαδικασίες συγχωνεύσεων και εξαγορών. Η μετάβαση στο ενιαίο νόμισμα δείχνει να έχει περισσότερο ισχυροποιήσει την τάση συγκεντρωτισμού στον ευρωπαϊκό τραπεζικό τομέα, καθώς έκανε εφικτές τις οικονομίες κλίμακας. Στα μέσα της δεκαετίας του 1980 υπήρχαν περισσότερα από 11000 πιστωτικά ιδρύματα στην ευρώ-ζώνη συγκρινόμενα με περίπου 7500 σήμερα. Αυτό αντικατοπτρίζει μια μείωση 3500 ιδρυμάτων μέσα σε 15 χρόνια ή μια ετήσια μείωση περίπου 230 ιδρύματα. Σε αυτό το πλαίσιο, όπου οι ευρωπαϊκές τράπεζες προσπαθούν να απαλλαγούν από την υπερβάλλουσα δυναμικότητα που δημιουργείται από το πρόσφατο κύμα συγκέντρωσης, τραπεζικοί τομείς όπως ο ελληνικός που έχουν μεγάλα περιθώρια ανάπτυξης εμφανίζονται καλύτερα τοποθετημένοι. (σχήμα:δυναμικότητα-αριθμός υποκαταστημάτων ανά 1000 κατοίκους, Μεταβολή 1995-1999 Δυναμικότητα-Αριθμός υποκαταστημάτων ανά 1000 κατοίκους) Παρόλα αυτά, οι ελληνικές τράπεζες από άποψη μεγέθους εξακολουθούν να θεωρούνται «μικρές» για τα ευρωπαϊκά δεδομένα. Σύμφωνα με στοιχεία της κοινοτικής στατιστικής υπηρεσίας Eurostat το 1999 μόλις 4 ελληνικές τράπεζες εμφάνιζαν μέγεθος ενεργητικού από 10-99 δις ευρώ σε συνολικά 8.330 εξεταζόμενα πιστωτικά ιδρύματα στις 15 χώρες μέλη. Στα επίπεδα των τεσσάρων αυτών ελληνικών τραπεζών κινούνται περί τα 279 ευρωπαϊκά πιστωτικά ιδρύματα. Συνολικά στην Ευρωπαϊκή Ένωση 31 ευρωπαϊκές τράπεζες κινούνται σε επίπεδο ενεργητικού άνω των 99 δις ευρώ.
ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ-ΤΑΣΕΙΣ Το πιο σημαντικό χαρακτηριστικό το οποίο διαφοροποιεί τον ελληνικό τραπεζικό τομέα από τους υπόλοιπους στην Ευρώπη είναι οι μεγάλες προοπτικές ανάπτυξης. Η ζήτηση για χρηματοοικονομικές υπηρεσίες στην Ελλάδα ήταν μέχρι πρόσφατα πολύ μικρή κυρίως λόγω των υψηλών επιτοκίων και των περιορισμών στην τραπεζική χρηματοδότηση. Η πτωτική πορεία των επιτοκίων σε συνδυασμό με σχετική μακροοικονομική σταθερότητα έχουν αποδειχτεί καταλυτικοί παράγοντες για την γρήγορη αύξηση στην ζήτηση για χορηγήσεις. Οι πιο πρόσφατες τάσεις δείχνουν πως οι ελληνικές τράπεζες βρίσκονται στην διαδικασία σύγκλισης με τους ευρωπαίους εταίρους. Ο ρυθμός αύξησης των χορηγήσεων ξεπερνάει τόσο τον εγχώριο ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ, όσο και τον ρυθμό αύξησης των χορηγήσεων σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Κατά την διάρκεια της περιόδου 1995-2000 η στεγαστική και καταναλωτική πίστη αυξήθηκε με ένα μέσο ετήσιο ρυθμό του 25,9% και 34,4% αντίστοιχα, σε σύγκριση με 9,5% αύξηση του δανεισμού στην βιομηχανία και 21,9% στην χρηματοδότηση του εμπορίου, έτσι ώστε στο τέλος του 2000 να αντιπροσωπεύουν το 17,7% και το 12% των συνολικών χορηγήσεων των εμπορικών τραπεζών προς τον ιδιωτικό τομέα Σύμφωνα με την European Mortgage Association η αύξηση μόνο των νέων στεγαστικών δανείων για το 1999 ήταν 48%, υπολειπόμενης μόνο αυτής της αγοράς του Ηνωμένου Βασιλείου. (σχήμα:χορηγήσεις εμπορικών τραπεζών προς τον ιδιωτικό τομέα 1995-2000) Παρά την ισχυρή ανάπτυξη, η καταναλωτική και στεγαστική πίστη ως ποσοστό του ΑΕΠ είναι ακόμα ανάμεσα στις χαμηλότερες στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με στοιχεία της ΤτΕ το άθροισμα των καταναλωτικών και στεγαστικών δανείων για την Ελλάδα ανερχόταν το 2000 σε 14% του ΑΕΠ έναντι 11,1% για το 1999, ένα μέγεθος σημαντικά υπολειπόμενο από χώρες με παρόμοια οικονομία το ίδιο περίπου κατά κεφαλήν εισόδημα όπως η Πορτογαλία (50,8% του ΑΕΠ) ή η Ισπανία (30,7% του ΑΕΠ) και σαφέστατα κάτω από τον κοινοτικό μέσο όρο. (σχήμα: European Mortgage Association 1999, Τράπεζα της Ελλάδος Έκθεση Διοικητή 2000)
ΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΙΣΟΛΟΓΙΣΜΩΝ Η χαμηλή ζήτηση για δάνεια λόγω των υψηλών επιτοκίων του παρελθόντος, ο υψηλός δημόσιος δανεισμός που καθιστούσε ελκυστικές τις αποδόσεις των κρατικών χρεογράφων αποτελούν τις βασικές αιτίες για την διαφοροποίηση των ισολογισμών των ελληνικών τραπεζών από αυτούς των ευρωπαϊκών τραπεζών. H διαφοροποίηση αυτή ποσοτικοποιείται από τα χαμηλά ανοίγματα των τραπεζών στις χορηγήσεις συγκριτικά με τις ευρωπαϊκές τράπεζες, Οι χορηγήσεις των ελληνικών εμπορικών τραπεζών το 2000 ξεπέρασαν το 40% υπολείπονται όμως σημαντικά από τις αντίστοιχες ευρωπαϊκές τράπεζες. (σχήμα: Διάρθρωση Ενεργητικού Ελληνικών Εμπορικών Τραπεζών, πίνακας: Χορηγήσεις ως ποσοστό του μέσου ενεργητικού και των καταθέσεων στην Ευρώπη για τα έτη 1995,1997,1999) Αυτό σε συνδυασμό με τα χαμηλά επίπεδα αποδιαμεσολάβησης όπως αυτά εκφράζονται από τους σχετικά υψηλούς δείκτες των τραπεζικών καταθέσεων ως ποσοστό του ενεργητικού τους (78,7% του συνολικού τους ενεργητικού για το έτος 2000 και 79,69% αντίστοιχα για το 1999 συμπεριλαμβανομένων και των repos σε σύγκριση με ένα αντίστοιχο κοινοτικό μέσο όρο κάτω του 50% για το 1999 ) υποδεικνύουν ότι η πλειοψηφία των αποταμιεύσεων βρίσκονται με την μορφή των τραπεζικών καταθέσεων. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι οι ελληνικές τράπεζες απολαμβάνουν υψηλά επίπεδα ρευστότητας. Ο δείκτης χορηγήσεων προς καταθέσεις πελατών για τις ελληνικές εμπορικές τράπεζες το 2000 κυμαινόταν από 38,42% (Εθνική Τράπεζα) ως 94,31 (Εγνατία Τράπεζα) με ένα μέσο 51,61% και 45,36% για το 1999 συγκρινόμενο με ένα αντίστοιχο μέσο των ευρωπαίων εταίρων τους πάνω από 130% για το 1999. Επιπλέον, oι εγχώριες τράπεζες απολαμβάνουν υψηλά επίπεδα ιδίων κεφαλαίων ως αποτέλεσμα των ευνοϊκών συνθηκών στην κεφαλαιαγορά μέχρι πρόσφατα, πράγμα το οποίο τους επέτρεψε να ενισχύσουν την κεφαλαιακή τους βάση και τον δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας (περίπου στο 15%) διαμορφώνοντας όμως τον πολλαπλασιαστή ιδίων κεφαλαίων τους σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Αυτό όμως συνεπάγεται ωστόσο πως θα είναι σε πλεονεκτική θέση να εκμεταλλευτούν τις
αναπτυξιακές ευκαιρίες που παρουσιάζονται στην ελληνική οικονομία και να επεκτείνουν τις δραστηριότητες τους τόσο μέσω της οργανικής ανάπτυξης τους όσο και διαμέσου συγχωνεύσεων και εξαγορών. ΠΗΓΕΣ ΚΕΡΔΟΦΟΡΙΑΣ-ΑΠΟΔΟΤΙΚΟΤΗΤΑ Οι ιδιαιτερότητες της ελληνικής οικονομίας και η διάρθρωση των ισολογισμών των ελληνικών τραπεζών επιδρούν τόσο στα επίπεδα της αποδοτικότητας όσο και στους προσδιοριστικούς παράγοντες της κερδοφορίας τους. Σε γενικές γραμμές η κερδοφορία των ελληνικών εμπορικών τραπεζών κρίνεται αρκετά ικανοποιητική αλλά μόνο υπό προϋποθέσεις διατηρήσιμη στο μέλλον. Η αποδοτικότητα του ενεργητικού ως ποσοστό του μέσου ενεργητικού προ φόρων (ROAA) σχεδόν διπλασιάστηκε την τελευταία τετραετία (από 0,98% το 1997 σε 1,90% για το 2000) με αποκορύφωμα το 1999 όπου έφθασε το 2,30%. Δεν παύει όμως να είναι σημαντικά υψηλότερη από τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Προχωρώντας περισσότερο αν συγκρίνουμε την αποδοτικότητα του μέσου ενεργητικού με τις χώρες του ευρωπαϊκού νότου (Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία) θα παρατηρήσουμε πως ενώ σε αυτές τις χώρες διατηρήθηκε σχεδόν σταθερή,. (σχήμα: Αποδοτικότητα προ φόρων εμπορικών τραπεζών στην Ευρώπη) Η αποδοτικότητα των μέσων ιδίων κεφαλαίων αντίστοιχα κινήθηκε σε πολύ υψηλά επίπεδα πάνω από 20% για όλη την εξεταζόμενη περίοδο 1997-2000. Από 20,31% το 1997 διαμορφώθηκε σε 22,01% το 2000 μετά την μεγάλη άνοδο που σημείωσε το 1999 φθάνοντας κοντά στο 30%. Σε κάθε περίπτωση η αποδοτικότητα των μέσων ιδίων κεφαλαίων των ελληνικών εμπορικών τραπεζών είναι ανάμεσα στις πρώτες στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι ελληνικές τράπεζες παραδοσιακά έχουν να επιδείξουν υψηλή καθαρή επιτοκιακή αποδοτικότητα συγκρινόμενες με τις αντίστοιχες ευρωπαϊκές και μεγάλα μη επιτοκιακά έσοδα. Η αιτία για αυτά τα σχετικά υψηλά επιτοκιακά έσοδα βρίσκεται στο περιοριστικό οικονομικό περιβάλλον στο οποίο λειτουργούσαν οι τράπεζες, για παράδειγμα, τα διοικητικά καθοριζόμενα επιτόκια πράγμα που είχε σαν αποτέλεσμα την έλλειψη ανταγωνισμού και την διατήρηση των επιτοκιακών περιθωρίων σε υψηλά επίπεδα και στο γεγονός ότι μεγάλο μέρος των τοποθετήσεις κατευθυνόταν σε
κρατικά χρεόγραφα με υψηλές σχετικά αποδόσεις σε σχέση με τις αντίστοιχες ευρωπαϊκές. (σχήμα: Αποτελεσματικότητα και Επιτοκιακή & Μη επιτοκιακή αποδοτικότητα εμπορικών τραπεζών στην Ευρώπη) Τα υψηλά μη επιτοκιακά έσοδα υποστηρίχτηκαν επίσης από αμοιβές και προμήθειες που πλήρωνε το δημόσιο για την διάθεση των κρατικών χρεογράφων στο κοινό και την υποχρεωτική ανακατάθεση των καταθέσεων σε ξένο νόμισμα στην κεντρική τράπεζα. Ακόμα πιο σημαντικά στην αύξηση των μη επιτοκιακών εσόδων επέδρασαν τα ισχυρά κέρδη από τις χρηματοοικονομικές πράξεις από τα μεγάλα τραπεζικά χαρτοφυλάκια ομολόγων (ιδιαίτερα από τα trading portfolios) και χαρτοφυλάκια συμμετοχών. Το 1999 ήταν ένα έτος ρεκόρ από αυτήν τη άποψη. Το εισόδημα από τις χρηματοοικονομικές πράξεις για τις ελληνικές τράπεζες ανερχόταν σε 1,5% των μέσων στοιχείων ενεργητικού τους συγκρινόμενο με 0,2% στην Πορτογαλία, 0,16% στην Ιταλία, και μόλις 0,09% στην Ισπανία. (σχήμα: Διάρθρωση εσόδων ελληνικών εμπορικών τραπεζών, σχήμα: Διάρθρωση εσόδων ευρωπαϊκών τραπεζών) Οι πιέσεις που ασκούνται στις ελληνικές τράπεζες από την μετάβαση στο Ευρώ και τις εξελίξεις επηρεάζουν σημαντικά τις στρατηγικές τους και μεταβάλλουν τις πηγές κερδοφορίας τους. Η απελευθέρωση των χρηματοοικονομικών αγορών η οποία είχε ως αποτέλεσμα την δημιουργία νέων δανειακών προϊόντων και την απελευθέρωση των επιτοκίων, είχε σαν αποτέλεσμα την αύξηση του καθαρού επιτοκιακού περιθωρίου. Η σημαντική αύξηση του ΑΕΠ συνδυαζόμενη με τα χαμηλά επιτόκια θα έχει ως αποτέλεσμα την σημαντική μεγέθυνση των τραπεζικών χαρτοφυλακίων χορηγήσεων. Η πρόσφατη εμπειρία της Πορτογαλίας, μιας χώρας με παρόμοιο βαθμό ανάπτυξης του χρηματοπιστωτικού τομέα, δείχνει πως με την έλευση του Ευρώ και σε συνδυασμό με το θετικό μακροοικονομικό περιβάλλον, ο τραπεζικός δανεισμός αυξήθηκε σε βαθμό άνευ προηγουμένου. Ο αυξημένος ανταγωνισμός, μεταξύ των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων και μηχρηματοοικονομικών εταιρειών θα τείνει να συμπιέσει τα επιτοκιακά περιθώρια και θα πιέσει τα τις τράπεζες να επεκταθούν σε άλλα, μη παραδοσιακά προϊόντα και υπηρεσίες. Επιπλέον, η τάση αποδιαμεσολάβησης και η χαμηλή αποδοτικότητα παραδοσιακών καταθετικών προϊόντων όπως οι τραπεζικές καταθέσεις θα επηρεάσει την ρευστότητα των τραπεζών αναγκάζοντας αυτές να στραφούν σε εναλλακτικές μορφές άντλησης κεφαλαίων, αυξάνοντας έτσι το κόστος τους.
Όσον αφορά τα μη επιτοκιακά έσοδα, οι τράπεζες θα απωλέσουν ένα πολύ σημαντικό μέρος των εσόδων αυτών λόγω της μείωσης των πράξεων συναλλάγματος με τα νομίσματα των χωρών της Ευρωζώνης, ενώ θα πρέπει να αντιμετωπίσουν το κόστος της μετάβασης στο ενιαίο νόμισμα. Η Ένωση Ελληνικών Τραπεζών υπολογίζει πως οι ελληνικές τράπεζες θα πρέπει να αντιμετωπίσουν ένα κρυμμένο κόστος περίπου 90δις δρχ. ή 9,4% των προ φόρων κερδών τους. Η δημιουργία μεγαλύτερου μεγέθους και ρευστότητας κεφαλαιαγορών όμως, θα ενισχύσει τα έσοδα από εργασίες αποδιαμεσολάβησης (αναδοχές, συμβουλευτικές υπηρεσίες, θεματοφυλακή, χρηματιστηριακές υπηρεσίες κ.α.). Το ίδιο θα συμβεί με την ενασχόληση των με δραστηριότητες όπως ασφάλειες, διαχείριση κεφαλαίων, και διαχείριση ακίνητης περιουσίας. Αντιμέτωπες με τον αυξανόμενο ανταγωνισμό και τις πιέσεις στα εσωτερικά επιτοκιακά περιθώρια, οι ελληνικές τράπεζες συνειδητοποιούν την ανάγκη να περιορίσουν τα κόστη για να αντιμετωπίσουν τον ανταγωνισμό και να διαφυλάξουν την κερδοφορία τους. Κατά την δεκαετία του 1990 οι ελληνικές τράπεζες (ιδιαίτερα αυτές υπό τον κρατικό έλεγχο) ξεκίνησαν φιλόδοξα προγράμματα αναδιάρθρωσης με σκοπό την εξυγίανση των δανειακών και μετοχικών χαρτοφυλακίων τους, μειώνοντας το ρυθμό ανάπτυξης των λειτουργικών τους εξόδων και εξορθολογίζοντας τις διαδικασίες τους. Επιπλέον, οι τράπεζες επενδύουν στην τεχνολογία με την προοπτική να μειώσουν τα κόστη τους, βελτιώνοντας την διαχείριση της πληροφορίας και παρέχοντας στους πελάτες τους εναλλακτικά δίκτυα διανομής. Η μείωση του κόστους περιορίζεται από δυσκαμψίες στην αγορά εργασίας οι οποίες καταλήγουν σε αδυναμία των τραπεζών να μειώσουν το προσωπικό τους. Σύμφωνα με στοιχεία της κοινοτικής στατιστικής υπηρεσίας Eurostat το 1999 οι ελληνικές τράπεζες απασχολούσαν τετραπλάσιο αριθμό προσωπικού. Το τυπικό κατάστημα μιας ελληνικής εμπορικής τράπεζας είχε στο τέλος του 1999 κατά μέσο όρο 26 εργαζόμενους ένα μέγεθος πολύ παραπάνω από τις αντίστοιχες Πορτογαλικές, Ιταλικές και Ισπανικές ενώ από τα απολογιστικά στοιχεία διαμορφώνεται η εικόνα ότι το μεγαλύτερο μέρος των λειτουργικών εξόδων των ελληνικών τραπεζών είναι αυτό των αμοιβών του προσωπικού.
Το γεγονός όμως ότι τα λειτουργικά έσοδα των ελληνικών τραπεζών παρουσίαζαν σημαντική αύξηση τα τελευταία χρόνια διαμόρφωσε και τον δείκτη αποτελεσματικότητας (λειτουργικά έξοδα προς λειτουργικά έσοδα ή πιο γνωστός σαν δείκτης Cost/Income) σε πολύ ανταγωνιστικά επίπεδα. Έτσι ο δείκτης αποτελεσματικότητας για τις ελληνικές εμπορικές τράπεζες από τα έπεσε κάτω από 50% για να διαμορφωθεί για το 2000 λίγο πάνω από 55% όταν ο αντίστοιχος δείκτης για τις περισσότερες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το 1999 διαμορφωνόταν πολύ πάνω από 65%. ΕΠΙΛΟΓΟΣ-ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ Οι ελληνικές τράπεζες αντιμετωπίζοντας την πρόκληση να μετεξελιχθούν και να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα που διαμορφώθηκαν από την περαιτέρω αποκανονικοποίηση και απελευθέρωση των αγορών η οποία σημάδεψε την ελληνική οικονομία κατά την τελευταία δεκαετία, κατόρθωσαν να υπερκεράσουν μεγάλα εμπόδια και να γίνουν πιο ανταγωνιστικές. Ο μετασχηματισμός του ελληνικού τραπεζικού συστήματος με κανένα τρόπο δεν μπορεί να ειπωθεί ότι έχει ολοκληρωθεί. Η πιο πρόσφατη απελευθέρωση και ο εκσυγχρονισμός έχει σημάνει ότι η απαραίτητη υποδομή είναι πλέον έτοιμη ώστε οι ελληνικές τράπεζες να μπορούν να ανταγωνιστούν σε ίσο βαθμό με τις αντίστοιχες ευρωπαϊκές. Απομένει στις διοικήσεις των επιμέρους τραπεζών να αυξήσουν την ανταγωνιστικότητα τους και να αυξήσουν την επιχειρησιακή τους αποδοτικότητα ώστε να παίξουν ένα καθοριστικό ρόλο στις εγχώριες και περιφερειακές αγορές.