Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση Η έννοια της κρίσης πριν τη συγκρότηση της Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας Σ. Δρόσος, Β. Χωραφάς

Σχετικά έγγραφα
Κεφάλαιο και κράτος: Από τα Grundrisse στο Κεφάλαιο και πίσω πάλι

Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση Αξίες και τιμές παραγωγής. Η σχέση μεταξύ του 1ου και του 3ου τόμου του «Κεφαλαίου» Γιώργος Σταμάτης

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης

Η σύγχρονη εργατική τάξη και το κίνημά της (2) Συντάχθηκε απο τον/την ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ Παρασκευή, 11 Σεπτέμβριος :57

Περί της έννοιας της άρνησης στη διαλεκτική*

Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση Η θέση της «κυκλοφορίας» στην αναπαραγωγή του οικονομικού συστήματος... Γιώργος Σταμάτης

Σημειώσεις Κοινωνιολογίας Κεφάλαιο 1 1

Οικονομική Κοινωνιολογία

13/1/2010. Οικονομική της Τεχνολογίας. Ερωτήματα προς συζήτηση ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

1.3 Λειτουργίες της εργασίας και αντιλήψεις περί εργασίας

ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

ΔΙΑΦΟΡΑ ΤΜΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ

ΘΕΩΡΗΤΙΚΟΙ ΚΑΙ ΘΕΩΡΙΕΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ Χ. ΑΠ. ΛΑΔΙΑΣ

Η Κοινωνική ιάρθρωση: ιαστρωµάτωση, Κινητικότητα, Μετάταξη

Η έννοια της αλλοτρίωσης στον Μαρξ: βάζοντας στο επίκεντρο τα Χειρόγραφα του

Ε Θ Ν Ι Κ Ο Μ Ε Τ Σ Ο Β Ι Ο Π Ο Λ Υ Τ Ε Χ Ν Ε Ι Ο

1)Στην αρχαιότητα δεν υπήρχε διάκριση των κοινωνικών επιστημών από τη φιλοσοφία. Σ Λ

2 ο Σεμινάριο ΕΓΚΥΡΗ ΠΡΑΞΗ & ΣΥΝΟΧΗ ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ. Δίκτυο σχολείων για τη μη-βία

ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Εισαγωγή στην Πολιτική Οικονομία

Κοινωνικός µετασχηµατισµός:...

Ο σχεδιασμός για προστασία της «παλιάς πόλης» ως σχεδιασμός της «σημερινής πόλης»

Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση Mea culpa (?) Γιώργος Η. Οικονομάκης

Εισαγωγή στην κοινωνική έρευνα. Earl Babbie. Κεφάλαιο 2. Έρευνα και θεωρία 2-1

ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΣΕΙΣ. 1.Στόχοι της εργασίας. 2. Λέξεις-κλειδιά ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΣΠΟΥΔΕΣ ΣΤΟΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: ΕΠΟ42

ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΔΙΑ ΒΙΟΥ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ: Η ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΝΙΣΟΤΗΤΩΝ

Μαρξιστική θεωρία του κράτους. Γ. Τσίρμπας

Πρώτη ενότητα: «Η ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ»

«καθορισμός μακροχρόνιων στόχων και σκοπών μιας επιχείρησης και ο. «διαμόρφωση αποστολής, στόχων, σκοπών και πολιτικών»

πως θα θα παραχθούν αυτά τα προϊόντα αυτό εξαρτάται από την τεχνολογία που έχει στη διάθεσή της μια κοινωνία

«Τα Βήματα του Εστερναχ»

Η ΚΡΙΣΗ ΞΕΠΕΡΑΣΤΗΚΕ ΚΑΘΩΣ ΛΕΝΕ;

τι είναι αυτό που κάνει κάτι αληθές; τι κριτήρια έχουμε, για να κρίνουμε πότε κάτι είναι αληθές;

Τι είναι η Φιλοσοφία της Ιστορίας: Εξέλιξη της συνείδησης της ελευθερίας. (Αυτή δεν είναι αυστηρή και ιστορικά συνεχής.)


ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ 23

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙ ΕΙΑΣ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΚΑΙ Γ ΤΑΞΗΣ ΕΠΑΛ (ΟΜΑ Α Β ) 2010

Κοινωνιολογία του Πολιτισμού

Τίτλος Ειδικού Θεματικού Προγράμματος: «Διοίκηση, Οργάνωση και Πληροφορική για Μικρομεσαίες

Η ΝΟΗΤΙΚΗ ΔΙΕΡΓΑΣΙΑ: Η Σχετικότητα και ο Χρονισμός της Πληροφορίας Σελ. 1

ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Εισαγωγή. Αποτελεσματικότητα κατά Pareto. 1. ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ (επεξεργασία σημειώσεων Β. Ράπανου)

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης Εσωτερικοποίηση του πολιτιστικού υποσυστήματος και εκπαίδευση: Talcott Parsons

Καρλ Πολάνυι. Επιμέλεια Παρουσίασης: Άννα Κουμανταράκη

ΔΙΕΚ ΜΥΤΙΛΗΝΗΣ ΤΕΧΝΙΚΟΣ ΜΗΧΑΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗΡΙΟΥ Γ ΕΞΑΜΗΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΛΟΓΙΣΤΙΚΗ ΚΟΣΤΟΥΣ Ι ΜΑΘΗΜΑ 2 ο

ΕΙΔΗ ΕΡΕΥΝΑΣ I: ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ & ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟΙ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΙ

Διάταξη Θεματικής Ενότητας ΕΠΑ70/ Εκπαιδευτική Πολιτική και Αναλυτικά Προγράμματα

ΑΝΘΡΩΠΟΓΕΩΓΡΑΦΙΑ- ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ κ. ΦΟΥΤΑΚΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΤΜΗΜΑ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΤΕ ΚΑΙ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΑΣ &ΓΕΩΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗΣ ΤΕ

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης. Διδάσκων: Δρ. Βασίλης Ντακούμης

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ ΓΙΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΑ ΣΤΕΛΕΧΗ

Η Θεωρία της Οικονομικής Ενοποίησης

Μεθοδολογία Έρευνας Διάλεξη 1 η : Εισαγωγή στη Μεθοδολογία Έρευνας

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Τµήµα Οικονοµικών Επιστηµών Ακαδηµαϊκό έτος (διαβάζουμε κεφ. 4 από Μ. Χλέτσο και σημειώσεις στο eclass)

9. Κάθε στρατηγική επιχειρηματική μονάδα αποφασίζει για την εταιρική στρατηγική που θα εφαρμόσει. α. Λάθος. β. Σωστό.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ. Εξελίξεις στον Ευρωπαϊκό πολιτισμό κατά τον 20 ο αιώνα

Διδακτική της Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης

ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ ΤΩΝ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΕΩΝ

e-seminars Διοικώ 1 Επαγγελματική Βελτίωση Seminars & Consulting, Παναγιώτης Γ. Ρεγκούκος, Σύμβουλος Επιχειρήσεων Εισηγητής Ειδικών Σεμιναρίων

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ MANAGEMENT ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟΥ. Ορισμοί

ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΚΑΝΤ ( )

ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΩΝ & ΣΥΝΑΦΩΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΩΝ ΕΛΛΑΔΑΣ (Ο.Ε.Φ.Σ.Ε.Ε.) ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ

e-seminars Αναπτύσσομαι 1 Προσωπική Βελτίωση Seminars & Consulting, Παναγιώτης Γ. Ρεγκούκος, Σύμβουλος Επιχειρήσεων Εισηγητής Ειδικών Σεμιναρίων

Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση Οι συνθήκες πραγματοποίησης της παραγωγής στην απλή αναπαραγωγή του κοινωνικού κεφαλαίου Παρασκευάς Παρασκευαΐδης

Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση Οι συνθήκες πραγματοποίησης της παραγωγής στην απλή αναπαραγωγή του κοινωνικού κεφαλαίου Παρασκευάς Παρασκευαΐδης

Περί της Ταξινόμησης των Ειδών

Κοινωνιολογία του Πολιτισμού

ΕΝΟΤΗΤΑ 4η ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ ΤΩΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΩΝ

Γράφοντας ένα σχολικό βιβλίο για τα Μαθηματικά. Μαριάννα Τζεκάκη Αν. Καθηγήτρια Α.Π.Θ. Μ. Καλδρυμίδου Αν. Καθηγήτρια Πανεπιστημίου Ιωαννίνων

Ανάλυση Πολιτικού Λόγου

Dani Rodrik, Economics Rules why economics works, when it fails, and how to tell the difference, Oxford University Press, U.K.

ΑΝΘΡΩΠΟΓΕΩΓΡΑΦΙΑ- ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ κ. ΦΟΥΤΑΚΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΤΜΗΜΑ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΤΕ ΚΑΙ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΑΣ &ΓΕΩΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗΣ ΤΕ

ΑΝΕΡΓΙΑ ΟΡΙΣΜΟΣ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ ΜΟΡΦΕΣ ΑΝΕΡΓΙΑΣ

Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση Για την έννοια του συλλογικού εργάτη Ηλίας Ιωακείμογλου

Νοητική Διεργασία και Απεριόριστη Νοημοσύνη

Περιφερειακή ανάπτυξη- Περιφερειακές ανισότητες. Εισαγωγικές έννοιες. Συσσώρευση Κεφαλαίου, Χωρικός Καταμερισμός Εργασίας

2. Κριτική Σκέψη και Έρευνα

ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΕΧΤΕΛΙΔΗΣ, ΥΒΟΝ ΚΟΣΜΑ

ηµόσια ιδιοκτησία και Κοινοκτηµοσύνη

η ενημέρωση για τις δράσεις που τυχόν υιοθετήθηκαν μέχρι σήμερα και τα αποτελέσματα που προέκυψαν από αυτές.

Περιληπτικά, τα βήματα που ακολουθούμε γενικά είναι τα εξής:

Ηγεσία και Διοικηση. Αποτελεσματική Ηγεσία στο Χώρο της Εργασίας

Διαπολιτισμική Εκπαίδευση

Η άσκηση αναπαράγεται ταυτόχρονα στον πίνακα ανάλογα με όσο έχουν γράψει και αναφέρουν οι φοιτητές.

Η Θεωρία του Διεθνούς Εμπορίου

Η ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΥ.

ΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΑΝΑΦΟΡΑΣ ΤΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΩΝ ΕΝΝΟΙΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥΣ ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΚΑΙ ΟΙ ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΟΙ ΤΟΥΣ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ

ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΣΧΟΛΙΚΩΝ ΜΟΝΑΔΩΝ- ΣΧΟΛΙΚΗ ΗΓΕΣΙΑ Η

Η ελληνική οικονοµία ως µια αποτυχία της καπιταλιστικής πατριαρχίας & η επιλογή της δυστοπίας

ΑΕΙΦΟΡΙΑ ΚΑΙ ΒΙΩΣΙΜΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ

ΓΝΩΣΗ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟ: 2

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης

ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΜΟΝΤΕΛΩΝ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ. «Μεικτά» Συστήματα Καπιταλισμού και η Θέση της Ελλάδας

Περιεχόμενα. Εισαγωγή... 13

ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΛΙΤΟΧΩΡΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

Κείµενο Οι γυναίκες διδάσκουν και οι άνδρες διοικούν

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΧΩΡΟΤΑΞΙΑΣ, ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ

ΓΙΑ ΜΙΑ ΑΝΑΤΓΩΝΙΣΤΙΚΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

Transcript:

Βαγγέλη Χωραφά των Σάκη Δρόσου και Εισαγωγή Όπως επισημάναμε στο πρώτο μέρος αυτού του άρθρου, που δημοσιεύθηκε στις θέσεις No 17, στο έργο των Μαρξ και Ένγκελς δεν υπάρχει μια ολοκληρωμένη και συνεκτική θεωρία των καπιταλιστικών κρίσεων. Εντούτοις, παράλληλα με τη συγκρότηση των εννοιών της Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας (θεωρία της αξίας και της υπεραξίας, θεωρία των τιμών και του κέρδους, θεωρία της αναπαραγωγή; του συνολικού κοινωνικού κεφαλαίου κλπ.) αναπτύσσονται από τους Μαρξ και Ένγκελς και οι θεωρητικές θέσεις με βάση τις οποίες μπορούμε να αντιληφθούμε και να αναλύσουμε τις καπιταλιστικές κρίσεις. Η εξέταση και παρουσίαση της εξέλιξης των θέσεων των Μαρξ Ένγκελς για την κρίση γίνεται με βάση τα έργα τους της περιόδου 184357, τα οποία εξετάζονται με σειρά χρονολογικής συγγραφής και δημοσίευσης. Στο πρώτο μέρος του άρθρου εξετάστηκαν τα κείμενα: 1) «Διάγραμμα για μια Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας», 2) «Τα Παρισινά Τετράδια», 3) «Σχόλια στο βιβλίο του James Mill: "Elements d'economie politique"», 4) «Οικονομικά και Φιλοσοφικά Χειρόγραφα 1844», 5) «Η Κατάσταση της Εργατικής Τάξης στην Αγγλία», 6) «Τετράδια των Βρυξελών και του Μάντσεστερ», 7) «Η Αγία Οικογένεια», 8) «Η Γερμανική Ιδεολογία», 9) «Η Αθλιότητα της Φιλοσοφίας», 10) «Μισθός». 11. «Μισθωτή Εργασία και Κεφάλαιο» Το έργο του Κ. Μαρξ «Μισθωτή Εργασία και Κεφάλαιο» δημοσιεύθηκε με την μορφή μας σέρας άρθρων στην Neue Reinische Zeitung από τις 4 Απρίλη 1849 μέχρι 19 Μαΐου 1849 όπου και έκλεισε η εφημερίδα αυτή της οποίας αρχισυντάκτης ήταν ο ίδιος ο Μαρξ. Στην βάση του κειμένου βρίσκεται το υλικό που χρησιμοποίησε ο Μαρξ κατά τις διαλέξεις του στον Γερμανικό Εργατικό Σύλλογο των Βρυξελλών το 1847. Το κείμενο έχει θεωρηθεί σαν η πρώτη ολοκληρωμένη παρουσίαση της θεωρίας του Μαρξ για την Αξία και την Υπεραξία. Ωστόσο ο ίδιος ο Ένγκελς στην Εισαγωγή του (1891) μας προειδοποιεί ότι πολλές εκφράσεις ή και φράσεις ολόκληρες θα φαίνονταν άστοχες ή ακόμα και λαθεμένες αν συγκρίνονταν με τα μαρξικά έργα που γράφτηκαν μετά το 1859. Εδώ, ο Ένγκελς περιοδολογεί - και exprecis verbis - το έργο του Μαρξ με τον τρόπο που κάναμε κι εμείς: «Στη δεκαετία 1840-1850 ο Μαρξ δεν είχε ακόμα τελειώσει την «Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας». Αυτό έγινε μόνο προς το τέλος της δεκαετίας 1850 1860» 136. Με βάση το ώριμο κριτικό έργο του Μαρξ, ο Ένγκελς τροποποιεί ορισμένα σημεία ή όρους του κειμένου. Και κατ' αρχήν αντικαθιστά τον όρο αξία της εργασίας με τον όρο αξία της εργασιακής δύναμης. Ο Μαρξ, λοιπόν, δεν είχε στην διάθεση του την έννοια της εργασιακής δύναμης ούτε το 1847, αλλά ούτε το 1849 όπου ξανάγραψε το κείμενο. Το αρχικό σχέδιο του κειμένου περιελάμβανε 3 θέματα: Σελίδα 1 / 15

1) την σχέση της εργασίας με το Κεφάλαιο που πάνω του στηρίζεται η εξουσία του καπιταλιστή 2) την «αναπόφευκτη» καταστροφή των μεσαίων τάξεων 3) την εμπορική υποδούλωση και εκμετάλλευση των αστικών τάξεων στα διάφορα ευρωπαϊκά έθνη από την διεύρυνση της παγκόσμιας αγοράς. Από αυτά, λόγω των πολιτικών γεγονότων που οδήγησαν στο κλείσιμο της N.R.Z. αναπτύχθηκε μόνο το πρώτο. Τι εξυπηρετούσε όμως, αυτή η θεματική, σε τι απαντούσε; Σύμφωνα με τον ίδιο τον Μαρξ θα έδινε το πλαίσιο των υλικών οικονομικών σχέσεων που αποτέλεσαν την βάση των μεγάλων πολιτικών ταξικών συγκρούσεων στην Ευρώπη το 1848. Σκοπός του είναι να δείξει σε τι στηρίζεται η αστική ταξική κυριαρχία και ποιες είναι οι αντιθέσεις της. Αξίζει να προσέξει κανείς ότι το εγχείρημα αυτό περιλαμβάνει μια καθαρά τυπική ανάλυση της μισθωτής σχέσης για να προσδιορισθεί η βασική σύνθεση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, μια κατάδειξη των τάσεων σ' ολόκληρο τον οικονομικοκοινωνικό σχηματισμό και μια ανάλυση του διεθνούς καταμερισμού της εργασίας όπως επιβάλλεται από την κυρίαρχη δύναμη. Και τα τρία αυτά στοιχεία συγκροτούν μια ανάλυση, δηλ. ένα θεωρητικό σχεδίασμα όχι ακαδημαϊκό αλλά προσανατολισμένο στην ταξική πάλη. Τα καθήκοντα που έθετε ο Μαρξ στον εαυτό του και στο κίνημα του οποίου ήταν μέλος, ήσαν άμεσα πολιτικά. Γι αυτό θα διατηρήσει ότι τον ενδιαφέρει για να είναι κατανοητός από τους εργάτες. Έχουμε, λοιπόν, να κάνουμε με ένα κυρίως πολιτικό κείμενο κριτικής της πολιτικής οικονομίας. Με τις πρώτες ήδη φράσεις του ο Μαρξ αποσαφηνίζει τον προσανατολισμό του κειμένου του: η ανάλυση των οικονομικών σχέσεων χωρίς την οποία μένει ανεξήγητο το νόημα των επαναστατικών αγώνων. Η δε προβληματική του βλέπουμε να περνάει σιγά σιγά από την εργασία σαν ζωτική εκδήλωση του ανθρώπινου είδους και την αλλοτρίωση που πηγάζει από την υποταγή της στο κεφάλαιο, στην εμπορευματοποίηση της δυνατότητας εργασίας και την μετατροπή της σε στοιχείο τον κεφαλαίου. Τίθενται οι βάσεις της προβληματικής της αναπαραγωγής του κεφαλαίου ή αλλιώς της αναπαραγωγής της εργατικής τάξης σαν τέτοιας. Ενώ λοιπόν, η έννοια της εργατικής τάξης δεν χρησιμοποιείται βέβαια για πρώτη φορά, εννοείται πλέον όχι σαν ανθρωπολογική κατηγορία αλλά σαν αναγκαίο προϊόν μιας κοινωνικής σχέσης «καταδικασμένο» να αναπαράγεται μαζί με αυτήν σε μια αντιφατική ενότητα. Γι αυτό η εργασιακή δύναμη πρέπει να αντιμετωπισθεί κατ' αρχήν σαν εμπόρευμα, σαν ένα οποιοδήποτε εμπόρευμα. Τι καθορίζει την τιμή ενός εμπορεύματος; Για τον Μαρξ η σχέση προσφοράς ζήτησης και ο ανταγωνισμός (που έχει 3 διαστάσεις: πωλητές πωλητές, αγοραστές αγοραστές και αγοραστές πωλητές). Η έκβαση αυτών των ανταγωνισμών καθορίζει την σχέση ανταλλαγή, των εμπορευμάτων. Όμως ποιο είναι το κριτήριο με βάση το οποίο μια τιμή είναι μεγάλη ή μικρή; Ο Μαρξ απαντά: το κόστος παραγωγής του. Γύρω από αυτό το μέγεθος πραγματοποιούνται οι διακυμάνσεις της τιμής. Ο Μαρξ εφαρμόζει την ρικαρντιακή θεωρία για την αξία με βάση το κόστος παραγωγής. Όμως οι διακυμάνσεις γύρω από αυτό είναι τυχαίες; Το ερώτημα είναι κρίσιμο γιατί συνδέεται με το ζήτημα των οικονομικών κρίσεων. Ο Μαρξ καταφέρνει να εντάξει την θεωρία του κόστους παραγωγής στο αρχικό σχήμα του για την αναγκαιότητα των κρίσεων λόγω της αναρχίας της αγοράς και του ανταγωνισμού. «Τον καθορισμό Σελίδα 2 / 15

αυτό της τιμής από το κόστος της παραγωγής δεν πρέπει να τον πάρουμε με την έννοια που του δίνουν οι οικονομολόγοι. Οι οικονομολόγοι λένε πως η μέση τιμητών εμπορευμάτων είναι ίση με το κόστος παραγωγής, πως αυτός είναι ο νόμος. Την αναρχική κίνηση, που χάρη σ' αυτήν ισοφαρίζονται η ύψωση με την πτώση και η πτώση, με την ύψωση, τη θεωρούν σαν τυχαίο γεγονός. Με το ίδιο δικαίωμα θα μπορούσαμε τότε, όπως συνέβηκε σε άλλους οικονομολόγους, να καθορίσουμε τις διακυμάνσεις σαν [το] νόμο και τον καθορισμό της τιμής από το κόστος παραγωγής σαν τυχαίο γεγονός. Όμως, μόνο οι διακυμάνσεις αυτές, που αν τις εξετάσουμε από πιο κοντά προκαλούν τις πιο τρομερές ερημώσεις και συγκλονίζουν σαν σεισμός συθέμελα την αστική κοινωνία, μόνο αυτές οι διακυμάνσεις είναι εκείνες, που στην πορεία τους καθορίζουν την τιμή από το κόστος παραγωγής. Η συνολική κίνηση της αταξίας αυτής είναι η τάξη της. Στην πορεία της βιομηχανικής αυτής αναρχίας, στην κυκλική αυτή κίνηση, ισοφαρίζει, σαν να πούμε ο ανταγωνισμός τη μια υπερβολή με την άλλη (137)». Η τιμή λοιπόν δεν καθορίζεται πλέον από τις διακυμάνσεις της αγοράς ωστόσο οι κρίσεις προκύπτουν κατ' ανάγκη γιατί οι διακυμάνσεις είναι η μόνη μορφή με την οποία εκδηλώνεται ο πραγματικός καθορισμός από το κόστος παραγωγής. Κατόπιν, προχωράει ο Μαρξ στην εφαρμογή της θεωρίας αυτής του κόστους παραγωγής και στην περίπτωση του «εμπορεύματος εργασία». «Ποιο είναι λοιπόν το κόστος παραγωγής της εργασίας; [εργασιακής δύναμης Φ.Ε.] Είναι τα έξοδα που απαιτούνται για να διατηρηθεί ο εργάτης σαν εργάτης και για να τον καταρτίσουν σε εργάτη (138)» (υπογ. δική μας). Ο καπιταλιστής οφείλει να υπολογίσει αυτό το κόστος όπως κάνει και για την φθορά της μηχανής. Είναι φανερό ότι αυτό το κόστος ενώ επηρεάζει το πραγματικό κόστος παραγωγής για τον καπιταλιστή, δεν επηρεάζει καθόλου το «κόστος παραγωγής» έτσι όπως το όρισε ο Μαρξ, δηλαδή την αξία. Η αξία είναι ανεξάρτητη από την αξία της εργασιακής δύναμης εξαρτάται μόνο από τον χρόνο της εργασίας ανεξάρτητα από την σχέση του πληρωμένου με το απλήρωτο μέρος της. Ανεξάρτητα από τα σφάλματα αυτά θα πρέπει πάντως να επισημάνουμε (δικαιολογώντας την υπογράμμιση μας στο προηγούμενο απόσπασμα) και ένα στοιχείο νέο στην σκέψη του Μαρξ, που έμελλε να αναπτυχθεί στο ώριμο έργο του. Το κόστος της εργασίας (εργασιακής δύναμης) είναι το κόστος της φυσικής και κοινωνικής αναπαραγωγής του εργάτη. Δηλαδή περιλαμβάνει ό,τι απαραίτητο: 1) για την φυσική του επιβίωση και αναπαραγωγή, 2) για την καθήλωση αυτής της αναπαραγωγής σε τέτοια επίπεδα ώστε να μην πάψει να είναι εργάτης και 3) για να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της ιδιότητας του σαν εργάτη (κατάρτιση). Το νέο, είναι η πρόοδος του Μαρξ προς μια προβληματική της κοινωνικής αναπαραγωγής (κυρίως σημείο (2)). Αν και το λάθος του «σιδερένιου νόμου των μισθών» επαναλαμβάνεται (βλ. το Α' μέρος του άρθρου μας για την αντίφαση αυτής της αντίληψης σελ. 89) στην νέα διατύπωση του εμπεριέχει, τονισμένο το εξωατομικό αναπαραγωγικό στοιχείο: «Το κατώτατο αυτό όριο του μισθού της εργασίας ισχύει, όπως γενικά και ο καθορισμός της τιμής στα εμπορεύματα από το κόστος παραγωγής, όχι για το ένα ξεχωριστό άτομο μα για ολόκληρο το γένος (nicht für einzelne Individuum, sondern für die Gattung)» (υπογρ. Κ. Μαρξ), θέση με μέλλον στην οικονομική σκέψη του Μαρξ. Στη συνέχεια ο Μαρξ προχωράει στον ορισμό του κεφαλαίου. Αποσυνδέει την έννοια του κεφαλαίου από την συγκεκριμένη υλική μορφή που λαβαίνει - αυτό που αργότερα θα ονομάσει αξία χρήσης. «Το Κεφάλαιο δεν είναι λοιπόν μόνο ένα άθροισμα από υλικά προϊόντα, είναι άθροισμα από εμπορεύματα, από ανταλλακτικές αξίες, από κοινωνικά μεγέθη (von gesellschefllichen Größen)' 140 ' (υπογρ. K.M.). Το κεφάλαιο ενδιαφέρει λοιπόν σαν αξιακό (και κατά συνέπεια κοινωνικό και όχι φυσικό) μέγεθος. Αυτό ισχύει για κάθε εμπόρευμα. Τι είναι όμως αυτό που μεταβάλλει ένα άθροισμα εμπορευμάτων σε κεφάλαιο; «Το γεγονός πως σαν ανεξάρτητη κοινωνική δύναμη, δηλαδή σαν δύναμη ενός μέρους της κοινωνίας, διατηρείται και αυξάνει όταν ανταλλάσσεται με την άμεση, τη ζωντανή εργασία [εργασιακή δύναμη Φ.Ε.]» (141) (υπογρ. K.M.). Εδώ, το κεφάλαιο εκτός από «κοινωνικό μέγεθος» είναι κύρια «κοινωνική παραγωγική σχέση» (gesellscheftliche Produktionsverhältnis) που συνδέει αδιάσπαστα δύο κοινωνικές αξίες. «Το κεφάλαιο και η μισθωτή εργασία είναι δύο πλευρές μιας και της αυτής σχέσης» 142. Εδώ δεν πρόκειται πλέον για την έννοια Σελίδα 3 / 15

Verkehrsverhältnisse της «Γερμανικής Ιδεολογίας», αλλά για την αυστηρή στη χρήση της έννοια Productionsverhältnisse, έτσι όπως θα χρησιμοποιείται στο εξής από τον Μαρξ. Όσον αφορά την αντίληψη του μισθού ο Μαρξ εισάγει τον νέο όρο: σχετικός μισθός (relativer Arbetslohn), που «εκφράζει το μερίδιο, που παίρνει η άμεση εργασία από την καινούρια αξία, που έφτασε η ίδια, σε σύγκριση με το μερίδιο, που αντιστοιχεί στη συσσωρευμένη εργασία, στο κεφάλαιο» 143. Είναι φανερό ότι πρόκειται για το αντίστροφο της σχέσης που θα ονομασθεί αργότερα «ποσοστό εκμετάλλευσης» ή «ποσοστό υπεραξίας». Ο Μαρξ ενδιαφέρεται να δείξει ότι αυτό το μέγεθος - ο σχετικός μισθός - μειώνεται ακόμα κι όταν ο πραγματικός μισθός μένει ο ίδιος ή αυξάνει κιόλας. Αυτός είναι ο λόγος της εισαγωγής αυτής νέας έννοιας του σχετικού μισθού: να καταδειχθεί η ανταγωνιστική σχέση των δυο μεριδίων στα οποία χωρίζεται η νέα αξία. Στην προσπάθεια του να δείξει την τάση για συνεχή επιδείνωση της «κοινωνικής θέσης» των εργατών όσο αυξάνει η συσσώρευση, ο Μαρξ στην ουσία αναιρεί την προηγούμενη προβληματική του για τον «σιδερένιο νόμο των μισθών», αφού δέχεται ότι ο πραγματικός μισθός μπορεί να ανεβαίνει («η υλική κατάσταση του εργάτη καθυστέρησε, μα σε βάρος της κοινωνικής του θέσης»). Η επιχειρηματολογία του «σχετικού μισθού» δεν εδραιώνει την τάση του μισθού να πέφτει στο όριο φυσικής επιβίωσης, αλλά την τάση του ποσοστού εκμετάλλευσης ή υπεραξίας να ανέρχεται, πράγμα εντελώς διαφορετικό. Η διαίσθηση του Μαρξ τον οδηγεί σ' ένα μετριασμό της διατύπωσης του «νόμου» που ουσιαστικά τον αναιρεί. Αυτή η αναίρεση θα πραγματοποιηθεί ρητά στο «Κεφάλαιο» όπου πλην των άλλων στον καθορισμό των μισθών καθοριστικό ρόλο παίζει η συγκροτημένη πάλη των εργατών. Αξίζει να παρατηρηθεί ότι στο «Μισθωτή Εργασία και Κεφάλαιο» αυτή η πάλη δεν λαβαίνετε υπ' όψη. Όμως, θυμόμαστε την πρώτη κιόλας φράση των «Χειρόγραφων 1844»: «Οι μισθοί καθορίζονται από την ανταγωνιστική πάλη άμεσα στον καπιταλιστή και στον εργάτη» 144. Γιατί 5 χρόνια αργότερα ο Μαρξ δεν το επαναλαμβάνει αυτό; Πρόκειται για υπαναχώρηση; Η απάντηση βρίσκεται στην αλλαγή πεδίου που πραγματοποιεί ο Μαρξ, στον τρόπο προσέγγισης. Όχι μόνο δεν ξεχνάει την ταξική πάλη, όχι μόνο συμμετέχει ο ίδιος ενεργά σ' αυτήν, αλλά το ίδιο το κείμενο του αποτελεί τέτοιου είδους παρέμβαση. Όμως, ενδιαφέρεται να δείξει όχι τόσο τα αλλοτριωτικά αποτελέσματα (ούτε εξάλλου, σ' αυτό το κείμενο, αλλά ούτε το ώριμο έργο του: Grundrisse, Κεφάλαιο, θεωρίες για την Υπεραξία, παύει να αναφέρεται σ' αυτά), αλλά κύρια την λογική τον κεφαλαίου. Τον αναγκαίο, απρόσωπο, εξωατομικό χαρακτήρα των αντιθέσεων που πηγάζουν από το κεφάλαιο και οδηγούν στην κρίση του. Αυτό που ονομάζει ο ίδιος αργότερα «τάση», «εσωτερική λογική». Πάνω σ' αυτή την τάση επενεργούν ασφαλώς σχέσεις δύναμης ή εξωγενείς παράγοντες, αλλά η αποτελεσματικότητα τους δεν μπορεί να κατανοηθεί χωρίς την ανάλυση της «τάσης» στην αφαίρεση της. Δεν υπαναχωρεί, λοιπόν, ο Μαρξ αλλά αφαιρεί την ταξική πάλη, σε μια πρώτη προσέγγιση της «τάσης» για να μπορέσει να δείξει κατόπιν την πάλη αυτή σαν εσωτερική αναγκαία της διάσταση, που μόνο μέσα από τα συνεχή της εμπόδια εκδηλώνεται στην πραγματικότητα (πλέον κι όχι στη σκέψη) η «τάση». Πρόκειται για την προβληματική της κοινωνικής αναπαραγωγής τον κεφαλαίου που συνάγεται από την ανάλυση της «τάσης» και που δεν μπορούσε να συναχθεί στο πλαίσιο μιας αποκλειστικά φιλοσοφικής ανθρωπολογικής προσέγγισης. Εδώ πλέον ο ανταγωνισμός δεν είναι - παρά τα άναρχα αποτελέσματα του - διϋποκειμενική σύγκρουση αλλά εκτελεστής κοινωνικών νόμων που πηγάζουν από τις σχέσεις παραγωγής. Με βάση αυτή τη νέα προβληματική επανατίθεται το ζήτημα των κρίσεων. «Στο βαθμό τέλος που οι καπιταλιστές αναγκάζονται, από την κίνηση που περιγράψαμε πιο πάνω, να εκμεταλλεύονται σε μεγαλύτερη κλίμακα τα γιγάντια μέσα της παραγωγής που υπάρχουν και να βάζουν σε κίνηση για το σκοπό αυτό όλους τους μοχλούς της πίστης, στον ίδιο βαθμό πληθαίνουν οι βιομηχανικοί σεισμοί, που όσο διαρκούν ο εμπορικός κόσμος κρατιέται μόνο με το να θυσιάζει στους θεούς του κάτω κόσμου ένα μέρος από τον πλούτο, από τα Σελίδα 4 / 15

προϊόντα, ακόμα και από τις παραγωγικές δυνάμεις - με μια λέξη δυναμώνουν οι κρίσεις. Οι κρίσεις γίνονται πιο συχνές και πιο έντονες, γιατί στον ίδιο βαθμό που αυξάνει η μάζα των προϊόντων και κατά συνέπεια και η ανάγκη για επέκταση των αγορών, στενεύει όλο και πιο πολύ η παγκόσμια αγορά, μένουν όλο και λιγότερες καινούριες αγορές για εκμετάλλευση, γιατί κάθε κρίση που προηγήθηκε υπόταξε στο παγκόσμιο εμπόριο μια αγορά που δεν την είχε ακόμα κατακτήσει ή την εκμεταλλευόταν μόνο επιφανειακά. Το κεφάλαιο όμως ζει μονάχα από την εργασία» 145 Αξιοσημείωτο και νέο στοιχείο για την κατανόηση της κρίσης, αποτελεί η επισήμανση των αναγκαίων δυσκολιών όχι αποκλειστικά στην σφαίρα της πραγματοποίησης, όπως μέχρι τότε, αλλά και της αξιοποίησης. «Έτσι ο καπιταλιστής δεν θα είχε τίποτε να κερδίσει με τις δικές του προσπάθειες, τίποτε άλλο παρά την υποχρέωση να προσφέρει περισσότερα στον ίδιο εργάσιμο χρόνο, μ' άλλα λόγια δυσκολότερους όρους για την αξιοποίηση του κεφαλαίου του» 146) Τέλος ο Μαρξ μην έχοντας ακόμα απαλλαγεί από την έμμονη ιδέα του «νόμου των μισθών» της βρίσκει μια νέα θεμελίωση με βάση τη νέα του προβληματική. Οι μισθοί πέφτουν όχι μόνο λόγω της αύξησης του ανταγωνισμού μεταξύ των εργατών αλλά και λόγω της ανάπτυξης του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας, ο οποίος απλοποιεί τόσο την διαδικασία εργασίας ώστε απαιτεί όλο και χαμηλότερη κατάρτιση από πλευράς εργατών και εφόσον η κατάρτιση αυτή αποτελεί στοιχείο του «κόστους της εργασίας» συνεπάγεται ότι το κόστος αυτό, δηλαδή ο μισθός τείνει να πέφτει. Έτσι ο «νόμος των μισθών» αποκτά μια συνοχή που δεν είχε πριν, δεν παύει ωστόσο να περιγράφει μια πολύ αφηρημένη τάση που δεν λαβαίνει υπ' όψη τους ειδικούς κοινωνικούς όρους καθορισμού της αξίας της εργασιακής δύναμης. Αυτοί οι ειδικοί όροι περιγράφονται πολύ αργότερα στο «Μισθός, Τιμή, Κέρδος» έργο επίσης πολιτικής παρέμβασης στην οικονομική θεωρία αλλά που γράφεται την ίδια στιγμή με το «Κεφάλαιο». 12. «Κομμουνιστικό Μανιφέστο» και «Οι Βάσεις του Κομμουνισμού. Η αντίληψη των Μαρξ Ένγκελς για τον καταστροφικό χαρακτήρα των κρίσεων, εκφράζεται κατά συμπυκνωμένο τρόπο στο «Κομμουνιστικό Μανιφέστο» αλλά και στο κείμενο του Ένγκελς «Οι Βάσεις του Κομμουνισμού». Το δεύτερο αυτό κείμενο γράφτηκε κατ' ανάθεση της παρισινής οργάνωσης της «Λίγκας των Κομμουνιστών» που αποφασίστηκε τον Οκτώβρη του 1847. Το κείμενο αυτό κατά πάσα πιθανότητα αποτέλεσε το κύριο υλικό για την σύνταξη του «Μανιφέστου», που ανατέθηκε επίσης από την Λίγκα στους Μαρξ Ένγκελς τον Νοέμβρη του 1847 και τυπώθηκε λίγες εβδομάδες πριν την επανάσταση του Φλεβάρη του 1848. Στις «Βάσεις...» ο Ένγκελς αναφερόμενος στις εμπορικές κρίσεις, κωδικοποιεί σε λίγες φράσεις όλη την σχετική αντίληψη: «Ο ελεύθερος ανταγωνισμός που έγινε απαραίτητος από την μεγάλη αυτή βιομηχανία, απέκτησε σύντομα, με την ευκολία αυτή της παραγωγής, εξαιρετικά βίαιο χαρακτήρα. Ένα πλήθος καπιταλιστών ρίχτηκαν στην βιομηχανία και σε λίγο χρονικό διάστημα παράγονταν περισσότερα απ' όσα ήταν δυνατόν να χρησιμοποιηθούν, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να πουληθούν όλα τα εμπορεύματα, που είχαν παραχθεί και να εμφανισθεί αυτό που ονομάζεται εμπορική κρίση» 147). Οι κρίσεις αποδίδονται στον ελεύθερο ανταγωνισμό. Το ίδιο επαναλαμβάνεται και στο «Μανιφέστο» 148. Εκεί ο ανταγωνισμός δηλαδή, το αναγκαίο προϊόν των σχέσεων ανταλλαγής και παραγωγής καθιστά τις τελευταίες, εμπόδιο στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. «Στις κρίσεις ξεσπά μια κοινωνική επιδημία, που σ' όλες τις προηγούμενες εποχές θα φαινόταν παραλογισμός - η επιδημία της υπερπαραγωγής. (...) Γιατί η κοινωνία έχει πάρα πολύ πολιτισμό, πάρα πολλά μέσα ύπαρξης, πάρα πολλή βιομηχανία, πάρα πολύ εμπόριο. Οι παραγωγικές δυνάμεις που βρίσκονται στη διάθεση της δεν Σελίδα 5 / 15

εξυπηρετούν πια την προώθηση των αστικών σχέσεων ιδιοκτησίας αντίθετα οι παραγωγικές δυνάμεις. χουν γίνει πολύ ισχυρές γι' αυτές τις σχέσεις, εμποδίζονται απ' αυτές(...)» (149) Οι οικονομικές αυτές κρίσεις θίγουν περισσότερο απ' όλους τους εργάτες, οι οποίοι βλέπουν τους μισθούς τους να συμπιέζονται και οδηγούνται στην εξαθλίωση. Η εργασία, θεωρείται εμπόρευμα σαν όλα τ' άλλα. (Απουσιάζει ακόμα η έννοια της εργασιακής δύναμης). Σαν τέτοια «η τιμή της εργασίας είναι ίση με το κόστος παραγωγής της» 150. Σχετικά με τις θεωρητικές ανεπάρκειες αυτής της αντίληψης για το μισθό αλλά και την αξία γενικά, έχουμε αναφερθεί διεξοδικά παραπάνω στην εξέταση του κειμένου «Μισθωτή εργασία και κεφάλαιο». Η κρίση επομένως οξύνει και επιταχύνει αυτή την διαδικασία εξαθλίωσης. Είναι ενδιαφέρον το ότι αυτή η διαδικασία συνδέεται ρητά από τους δύο συγγραφείς με την αδυναμία αναπαραγωγής της κοινωνίας υπό τις κρατούσες σχέσεις. «Ο εργάτης εξαθλιώνεται και η αθλιότητα αυξάνεται πιο γρήγορα από τον πληθυσμό και τον πλούτο. Απ' αυτό γίνεται φανερό πως η αστική τάξη είναι ανίκανη να παραμείνει περισσότερο η κυρίαρχη τάξη της κοινωνίας και να επιβάλλει, ως ρυθμιστικό νόμο, τους δικούς της όρους ύπαρξης. Είναι ανίκανη να κυριαρχεί επειδή είναι ανίκανη να εξασφαλίσει στο σκλάβο της την ύπαρξη, ακόμα και μέσα στη σκλαβιά του(...)» (151} (υπογρ. δική μας). Έχουμε επισημάνει ήδη ότι χαρακτηριστικό αυτής της περιόδου στον προβληματισμό των Μαρξ Ένγκελς είναι η απουσία της έννοιας της αναπαραγωγής. Πάνω σ' αυτή την απουσία στηρίζεται ο καταστροφικός χαρακτήρας των κρίσεων και η άμεση πολιτική τους διάσταση. Βλέπουμε ότι οι ίδιοι οι συγγραφείς, σ' ένα κείμενο τους που κωδικοποιεί τις θεωρητικές και πολιτικές τους αντιλήψεις θέτουν ρητά ζήτημα αδυναμίας της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων να αναπαραχθεί, για το λόγο ότι αδυνατεί να εξασφαλίσει όρους αναπαραγωγής στην εκμεταλλευόμενη τάξη πάνω στην οποία στηρίζεται. Φυσικό επακόλουθο είναι οι κρίσεις να θεωρούνται άμεση απειλή αποσύνθεσης και κατάρρευσης όλης της κοινωνίας «Κάθε πέντε ή επτά χρόνια, παρουσιαζόταν μια τέτοια κρίση, που τη συνόδευε κάθε φορά η πιο μεγάλη αθλιότητα των εργατών, ένας γενικός επαναστατικός ερεθισμός και ο πιο μεγάλος κίνδυνος για όλη την υπάρχουσα κατάσταση»' 152 '. Αλλά και στο Μανιφέστο: «(...) κάθε φορά που οι παραγωγικές δυνάμεις ξεπερνούν το εμπόδιο, φέρνουν όλη την αστική κοινωνία σε αναταραχή, βάζουν σε κίνδυνο την ύπαρξη της αστικής ιδιοκτησίας» ( ;>3). Είναι πολύ χαρακτηριστικός ο τρόπος που ο Ένγκελς απαντά το ερώτημα: «Τι ακολουθεί αυτές τις κανονικά επαναλαμβανόμενες κρίσεις;» Γράφει: «Η μεγάλη βιομηχανία, όσο καιρό γίνεται στη σημερινή της βάση, μπορεί να διατηρηθεί μόνο με τις γενικές αναστατώσεις που επαναλαμβάνονται κάθε επτά χρόνια, βάζοντας κάθε φορά σε κίνδυνο ολόκληρο τον πολιτισμό, μιας και δεν ρίχνουν μόνο το προλεταριάτο στην αθλιότητα, αλλά καταστρέφουν και μεγάλο αριθμό αστών. Κατά συνέπεια η ίδια η μεγάλη βιομηχανία ή θα πρέπει να εγκαταλειφθεί ολότελα, πράγμα που είναι απόλυτα αδύνατο, ή θα προβεί απαραίτητα σε καινούργια οργάνωση της κοινωνίας, όπου τη βιομηχανική παραγωγή δεν θα την έχουν μεμονωμένοι εργοστασιάρχες, που ανταγωνίζονται ο ένας τον άλλο, αλλά το σύνολο της κοινωνίας, που θα διευθύνει τη βιομηχανική παραγωγή σύμφωνα με καθορισμένο σχέδιο και ανάλογα με τις ανάγκες όλων»" '' 41 (υπογρ. δική μας). Τι άλλο σημαίνει αυτός ο αποκλεισμός μιας τρίτης δυνατότητας, παρά τον αποκλεισμό δυνατότητας αναπαραγωγής παρά και μέσα από την κρίση; Με βάση αυτόν τον αποκλεισμό, ο Ένγκελς συνδέει την κρίση άμεσα με την διαδικασία μετάβασης στον κομμουνιστικό τρόπο παραγωγής! Παρέκβαση: Ζητήματα μεθοδολογίας στο έργο της περιόδου 1843-1847. Οι διαφοροποιήσεις στο έργο του Μαρξ, πρέπει να κατανοηθούν με τρόπο συνεκτικό που σχετίζεται, όχι μόνο Σελίδα 6 / 15

με τη μεθοδολογία δόμησης των θεωρητικών υποθέσεων, αλλά και με τη διαδικασία πραγματοποίησης της συνολικής θεωρίας και που εξειδικεύεται στα εξής: α) Τη μεθοδολογία δόμησης της θεωρίας μέσα από τις αλλαγές και τις αλληλοσυσχετίσεις των αναλυτικών κατηγοριών και των κριτικών πρακτικών στιγμών, και που εκδηλώνεται σαν μια μεταβαλλόμενη ανισόβαρη σχέση μεταξύ της κριτικής φιλοσοφίας και της πολιτικής οικονομίας. β) Τη δυνατότητα ενότητας θεωρίας και πράξης, που αναφέρεται στις διαφοροποιημένες μεθόδους σύνδεσης της εκάστοτε διαμορφούμενης θεωρίας στο υπαρκτό εργατικό κίνημα και που συνεπάγεται διαφορετικές στρατηγικοί που εγγράφονται στο πολιτικό πεδίο. γ) Το στόχο της δυνητικά ενοποιημένης θεωρητικο-πολιτικής πρακτικής που εκδηλώνεται σε διαφοροποιημένες αντιλήψεις για τη σοσιαλιστική κοινωνία, αλλά διαμεσολαβείται από τη διαδικασία συγκρότησης της εργατικής σαν τάξης για τον εαυτό της. Αυτή η διαμεσολάβηση αποτρέπει τη μηχανιστική προβολή στο μελλοντικό επίπεδο της σοσιαλιστικής κοινωνίας, απόψεων και θεωρητικών συλλήψεων που συλλαμβάνονται στα πλαίσια του καπιταλισμού και που μπορεί να θεωρηθεί ότι θα επιβιώσουν μετεξελισσόμενες σε μελλοντικές μορφές κοινωνιών. Με την έννοια αυτή η σοσιαλιστική κοινωνία προσδιορίζεται όχι μόνο από τη κριτική της καπιταλιστικής κοινωνίας και από τους όρους που καθορίζουν τη δυνατότητα διαμόρφωσης του επαναστατικού υποκειμενικού παράγοντα, αλλά και από την ιστορική εξέλιξη της πραγματικότητας όπως αντανακλάται στο πολιτικό επίπεδο και συναρτάται με τους μεταβαλλόμενους ταξικούς συσχετισμούς. Ο τρόπος αυτός προσέγγισης αναδεικνύει το πρόβλημα της συγκρότησης της εργατικής τάξης σαν κορυφαία στιγμή στην διαδικασία ενότητας θεωρίας και πράξης που εμπεριέχει την διαμορφωμένη σχέση μεταξύ φιλοσοφίας και πολιτικής οικονομίας και στοχεύει στην ανάλυση των πραγματικών όρων στην πορεία μετάβασης προς τον σοσιαλισμό. Θα προσπαθήσουμε να ανιχνεύσουμε στα επόμενα την ανάδειξη της προβληματικής της συγκρότησης της εργατικής τάξης και τις δυνητικές της συνέπειες για την ανάλυση του φαινομένου της οικονομικής κρίσης. Είδαμε ότι σ' ολόκληρο το έργο τους, της εξεταζόμενης περιόδου, οι Μαρξ Ένγκελς, παρά τις όποιες διαφοροποιήσεις της μεθόδου προσέγγισης του αντικειμένου, διατηρούν την ιδέα της μη δυνατότητας αναπαραγωγής. Η ιδέα αυτή λανθάνει πίσω από την αντίληψη τους για την κρίση, σαν κατάσταση που θέτει άμεσα σε κίνδυνο την διατήρηση του καπιταλιστικού συστήματος και της κυριαρχίας της αστικής τάξης. Αυτό που απουσιάζει από την μέχρι τότε αντίληψη τους είναι η συγκρότηση του «οικονομικού» δηλαδή της λογικής του κεφαλαίου. Η ανάλυση της λογικής αυτής μόνο, μπορεί να επιτρέψει την κατανόηση του οικονομικού περιεχομένου των κρίσεων. Την κατανόηση τους δηλαδή σαν στιγμών στην ανάπτυξη του κεφαλαίου. Η ανάλυση της αλληλουχίας των ανέσεων που αποτελούν καθορισμούς τουκεφαλαίου δείχνει σαν κινητήρια δύναμη του την ανάπτυξη των εσωτερικών του αντιθέσεων. Στον πυρήνα αυτών των αντιθέσεων βρίσκεται η αντίθεση μισθωτής εργασίας και κεφαλαίου. Αυτή η αντίθεση εκδηλώνεται σαν ταξικός ανταγωνισμός. Στ βαθμό, όμως, που ο ανταγωνισμός αυτός παραμένει εσωτερικός στο κεφάλαιο δεν έχει σαν αντικείμενο του παρά τους όρους εκμετάλλευσης. Η σχέση του κεφαλαίου αποτελεί ενότητα του εαυτού του και της άρνησης του. Ενότητα, σημαίνει κυριαρχία. Ο ανταγωνισμός αυτός κυριαρχείται από την σχέση του κεφαλαίου και στον βαθμό αυτό την αναπτύσσει. Η άρση της σχέσης αυτής δεν μπορεί να πραγματωθεί από έναν ανταγωνισμό που αφορά τους όρους τους εσωτερικούς στην σχέση, αλλά από έναν ανταγωνισμό που θέτει σαν αντικείμενο του την σχέση την ίδια. Ανταγωνισμός που αντιμετωπίζει την σχέση εξωτερικά. Εδώ, αυτό το «εσωτερικά» και το «εξωτερικά» θέτει το ζήτημα των επιπέδων αφαίρεσης. Το «εξωτερικά» υπαινίσσεται τον πολιτικό υπερπροσδιορισμό της σχέσης του κεφαλαίου. Αυτό σημαίνει ότι η ανάπτυξη των εσωτερικών αντιθέσεων του κεφαλαίου - βλ. η σύγκρουση της Σελίδα 7 / 15

αστικής και της εργατικής τάξης στο επίπεδο των όρων εκμετάλλευσης ή αλλιώς στο «οικονομικό επίπεδο» - που κορυφαίες στιγμές εκδήλωσης της αποτελούν οι κρίσεις, δεν μπορεί από μόνη της, άμεσα να επιφέρει την άρση του καπιταλιστικού συστήματος. Εδώ, «άμεσα», σημαίνει χωρίς την μεταμόρφωση της αντίθεσης σε πολιτικό ανταγωνισμό, δηλαδή σε πολιτική ταξική πάλη με επίδικο αντικείμενο το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων, συνεπώς και την συμπύκνωση τους στο κράτος. Βέβαια μια τέτοια πάλη δεν ξεκινάει παρά από τις εσωτερικές αντιθέσεις του κεφαλαίου. Όμως, δεν μένει εκεί, παρόλο που η άρση της σχέσης αυτής προϋποθέτει την «επιστροφή» της πάλης αυτής σ' αυτό το επίπεδο. Μια τέτοια «επιστροφή» όμως σημαίνει τον εμπλουτισμό της αντίθεσης με νέα, αρχικά, εξωτερικά στοιχεία. Αυτά τα αρχικά εξωτερικά στοιχεία συνιστούν τον μεσολαβημένο (και όχι άμεσα) επαναστατικό χαρακτήρα του ταξικού ανταγωνισμού. Και η μεσολάβηση αυτή έγκειται στην πολιτική συγκρότηση της εργατικής τάξης, την συγκρότηση της δηλαδή σε αυτό που ο Μαρξ ονόμαζε «τάξη για τον εαυτό της» (Klasse für sich selbst). Μόνο όταν η κρίση αποτελεί διαδικασία εκδήλωσης ενός τέτοιου μεσολαβημένου ανταγωνισμού, μόνο τότε μπορεί να της αποδοθεί ο χαρακτήρας της συνολικής, επαναστατικής κρίσης - χαρακτήρα που απέδιδαν οι κλασικοί σε όλες τις κρίσεις. Αυτή η θεωρητική σύνθεση όμως, προϋποθέτει μια διάκριση. Την διάκριση ανάμεσα στους όρους αναπαραγωγής της καπιταλιστικής σχέσης και στους όρους συγκρότησης της εργατικής τάξης σε τάξη για τον εαυτό τους. Με βάση τη συλλογιστική που έχουμε αναπτύξει, προσδιορίζουμε τις κύριες μεθοδολογικές παρατηρήσεις ανάμεσα στα βασικά κείμενα αυτής της περιόδου: δηλαδή στα «Χειρόγραφα του 1844» και στα κείμενα της περιόδου 1845-1847 («Γερμανική Ιδεολογία», «Αθλιότητα της Φιλοσοφίας», «Μισθός», «Μισθωτή Εργασία και Κεφάλαιο»). «Χειρόγραφα 1844»: Η ανάδειξη της ανθρωπολογικής συνιστώσας σε κυρίαρχο μεθοδολογικό στοιχείο συγκρότησης της κριτικής της πολιτικής οικονομίας. Όπως, ήδη δείξαμε (βλ. Α' μέρος, «θέσεις 17» σ.σ.) σύμφωνα με τη προβληματική των «Χειρογράφων» οι αστικές θεωρίες της οικονομίας αποδίδουν, στο πλαίσιο των λογικών αντιφάσεων τους, μια σωστή περιγραφή της εμπειρικής πραγματικότητας της καπιταλιστικής οικονομίας σαν κλειστού συστήματος με μια ιδιαίτερη λογική και δυναμική. Ο Μαρξ αποφαίνεται υπέρ της εμπειρικής ορθότητας των περιγραφών αυτών ακολουθώντας μια μεθοδολογία εμπνευσμένη από την χεγκελιανή φαινομενολογία. Οι θεωρίες αυτές είναι ορθές σαν πρώτες, «υποκειμενικές» προσεγγίσεις του αντικειμένου. Αυτό το γεγονός όμως, προσδιορίζει και τα όρια της ορθότητας τους. Οι θεωρίες αυτές αδυνατούν να κατανοήσουν μιαν «αντικειμενικότητα» ακριβώς επειδή μένουν στο εμπειρικά αντιληπτό και δεν εντοπίζουν σε αυτό - όπως θα έπρεπε - μια «στιγμή», μια «μορφή εμφάνισης» της «ουσίας». Εξ ου και ο χαρακτηρισμός τους σαν «αφηρημένων» θεωριών. Και η «ουσία» δεν βρίσκεται, για τον Μαρξ, παρά έξω από τον χώρο της οικονομίας. Ο αφηρημένος τους χαρακτήρας έγκειται ακριβώς στο ότι είναι θεωρίες μόνο οικονομικές. Στις θεωρίες αυτές αντικατοπτρίζεται το πραγματικό γεγονός της επικυριαρχίας της οικονομικής σφαίρας σε ολόκληρη την κοινωνική ζωή και η λανθασμένη τους υπόσταση, σύμφωνα με τον Μαρξ, έγκειται στο ότι αναγνωρίζουν την ιδιάζουσα λογική του καπιταλιστικού συστήματος σαν απόλυτη λογική, γεγονός που συνεπάγεται και την αυτόματη αναγνώριση της ορθολογικότητας του. Κατά τον Μαρξ εδώ, η δυνατότητα υπέρβασης των εσωγενών αντιφάσεων της θεωρίας, αλλά και του πραγματικού χαρακτήρα της καπιταλιστικής οικονομίας, συνίσταται στην υπέρβαση του οικονομικού στοιχείου, αφού η κριτική μέθοδος αντίληψης της κοινωνίας, δεν μπορεί να θεωρείται, παρά σαν φιλοσοφική Σελίδα 8 / 15

κριτική που αναδεικνύει πίσω από τους νόμους της οικονομίας, την αντιφατικότητα τους με τη συγκεκριμένη, υπαρκτή πραγματικότητα και τις ανάγκες των υποκειμένων που την απαρτίζουν. Η ιδιαίτερη μέθοδος αυτής της φιλοσοφικής κριτικής εστιάζεται στη διάκριση του εργάτη από τον κοινωνικό πλούτο, όπως προσδιορίζεται από την πολιτική οικονομία. Η ουσία αυτής της διάκρισης περιλαμβάνει σαν ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της το ιστορικό στοιχείο που καθορίζει αυτή τη σχέση υποκειμένου αντικειμένου. Το ιστορικό στοιχείο, εκδηλώνεται στον προσδιορισμό του εργάτη σαν μια από τις ιδιαίτερες αντιπροσωπευτικές υποκειμενικότητες της αστικής κοινωνίας και με την έννοια αυτή, η προαναφερθείσα σχέση υποκειμένου αντικειμένου σαν σχέση εργάτη κοινωνικού πλούτου, δεν είναι παρά η εξωτερικευμένη έκφραση της σχέσης του εργάτη προς την ίδια την δραστηριότητα του - σαν αλλοτριωμένη εργασία. Η έννοια της αλλοτρίωσης αναδεικνύεται έτσι σε κεντρική κατηγορία της θεωρίας με βάση την οποία προσδιορίζονται οι δύο αντίπαλες υποκειμενικότητες της καπιταλιστικής κοινωνίας: ο εργάτης και ο καπιταλιστής. Ο εργάτης ορίζεται σαν ο άνθρωπος ο αλλοτριωμένος ως προς την «υποστασιακή του πράξη»: την εργασία. Η αλλοτρίωση αυτή δεν σημαίνει παρά την απώλεια της ουσίας του, σαν ανθρώπου, σαν μέλους του γένους. Το συσσωρευμένο προϊόν της εργασίας του, του αντιπαρατίθεται σαν ιδιοκτησία άλλου, σαν ιδιοκτησία του καπιταλιστή. Με την μορφή του κεφαλαίου, παρουσιάζονται οι πιο ουσιαστικές κοινωνικές σχέσεις, σαν αντικειμενικοποιήσεις, σαν σχέσεις όχι υποκειμένων αλλά πραγμάτων. Η θεωρία στον βαθμό που δεν αποκαλύπτει αυτήν την πραγματοποίηση, μένει δέσμια της και αντιστοιχεί σε μια μη αναπτυγμένη συνείδηση, που δεν μπορεί να κατανοήσει ούτε τον εαυτό της δηλαδή να ανέλθει στο επίπεδο της αυτοσυνειδησίας. Γεγονός που δείχνει, αρνητικά τον ιστορικά προσδιορισμένο χαρακτήρα των οικονομικών θεωριών. Η αλλοτρίωση μπορεί να εξετασθεί και να κατανοηθεί σε σχέση με τις ακόλουθες διαδικασίες. Τη διαδικασία εξαθλίωσης της εργατικής τάξης, τη φύση των επιπτώσεων της αλλοτρίωσης και τη διαδικασία υπέρβασης της αλλοτρίωσης. Εξετάζοντας τη πρώτη διαδικασία μπορούμε να παρατηρήσουμε τα εξής. Η εργασιακή θεωρία της αξίας, όπως αναπτύσσεται στα ώριμα έργα του Μαρξ, στοιχειοθετεί και ερμηνεύει μια σχετική εξαθλίωση της εργατικής τάξης, κυρίως στον «Γενικό Νόμο της Καπιταλιστικής Συσσώρευσης» στον Ιο τόμο του «Κεφαλαίου». Αντίθετα στα «Χειρόγραφα του 1844» ο Μαρξ παρουσιάζει τα στοιχεία μιας θεωρίας απόλυτης εξαθλίωσης της εργασίας, χρησιμοποιώντας δύο βασικές θεωρητικές αντιλήψεις: (α) Την κατανόηση της ανόδου της παραγωγικότητας της εργασίας μόνο σαν αποτελέσματος της πιο εντατικής και εκτατικής κατανάλωσης εργασίας στη διαδικασία παραγωγής. Μια αύξηση του όγκου της παραγωγής δημιουργεί μια μεγαλύτερη απώλεια εργασίας του ίδιου του εργαζόμενου, γεγονός που οδηγεί και στην απόλυτη απώλεια των προϊόντων της εργασίας. (6) Τη θεωρία της τιμής της εργασίας, που υπολογίζεται αποκλειστικά με όρους προσφοράς και ζήτησης και που συνδέεται με τις συνθήκες αύξησης του κεφαλαίου και της προσόδου. Το κεφάλαιο, εφόσον θεωρείται συσσωρευμένη εργασία, δεν μπορεί να αυξηθεί παρά μόνο, μέσα από τη συσσώρευση περισσότερης εργασίας. Οι άλλες δύο συνθήκες συσσώρευσης του κεφαλαίου, είναι η άνοδος του καταμερισμού εργασίας και η συγκεντροποίηση του κεφαλαίου, μέσα από την αύξηση του όγκου της εργατικής τάξης. Ο Μαρξ επισημαίνει ότι η αύξηση του όγκου της εργατικής τάξης εντείνει τον ενδοεργατικό ανταγωνισμό, που επηρεάζει την καθοδική πορεία του μισθού, γεγονός που συνδέεται άμεσα με μια απόλυτη εξαθλίωση της εργατικής τάξης. Εξετάζοντας τη φύση των επιπτώσεων της αλλοτρίωσης, δηλαδή την ποιοτική της διάσταση παρατηρούμε, ότι η αλλοτρίωση θεωρείται σαν μια απώλεια της δυνατότητας του ατόμου για δημιουργική δραστηριότητα. Η αύξηση του κοινωνικού πλούτου επιφέρει μια επακόλουθη μείωση της ζωής και των ανθρώπινων αναγκών. Η αλλοτρίωση όμως, δεν συνδέεται μόνο με τη δυνητική δημιουργικότητα αλλά και με την οντολογική απώλεια του ατόμου. Η βαρύτητα των δυο αυτών όψεων στα «Χειρόγραφα του 1844» είναι δύσκολο να προσδιορισθεί, αλλά στο έργο αυτό μπορούμε να επισημάνουμε ένα καθοριστικό στοιχείο για την παραπέρα αξιολόγηση των δυο συνιστωσών. Η ανάπτυξη μιας θεωρίας για την εκμετάλλευση της εργασίας (της οποίας, έχουμε εδώ απλώς μια πρώτη προσέγγιση) μπορεί να αξιοποιήσει τις προτάσεις των «Χειρογράφων» σχετικά με τις αντικειμενικές Σελίδα 9 / 15

απώλειες που επιφέρει η λειτουργία της παραγωγικής διαδικασίας, χωρίς, αυτό να συνεπάγεται κατ' ανάγκη και αποδοχή της αντίληψης περί οντολογικής απώλειας. Όλα τα προηγούμενα προκύπτουν από την βασική μεθοδολογία που έχει ήδη αναπτύξει ο Μαρξ και εστιάζεται στη διάκριση ανθρώπινης ουσίας και ατομικής ύπαρξης όπως αυτή καθορίζεται από τον αρχικό διαχωρισμό κοινωνίας και ατόμου που διαμορφώνεται ιστορικά. Η έννοια του κομμουνισμού όπως αναπτύσσεται εδώ, από τον Μαρξ, νοείται, κατά κύριο λόγο, σαν μια διαδικασία επανένωσης της ατομικής ύπαρξης και της ανθρώπινης ουσίας, μέσα από την εγκαθίδρυση μη αλλοτριωτικών σχέσεων ανάμεσα στη κοινωνία και το άτομο. Αυτή η διαδικασία μορφοποίησης της έννοιας του κομμουνισμού, δεν μπορεί παρά να είναι περιορισμένη από τη φύση της - όσον αφορά τη δυνατότητα συνειδητού αποφετιχισμού των κοινωνικών φαινομένων - γιατί προϋποθέτει τη δημιουργία ανταγωνιστικών μορφών κοινωνικής υποκειμενικότητας που μπορούν να αντιπαρατεθούν με την υπαρκτή υποκειμενικότητα του εργάτη. Μπορεί όμως να κατανοηθεί μόνο αν επισημανθούν μια σειρά αντικαταστάσεις εννοιών που απομακρύνουν τον Μαρξ από το χεγκελιανό φιλοσοφικό παρελθόν του και που προσδιορίζονται πιο συγκεκριμένα: (α) στην αντικατάσταση των μορφών συνείδησης από τους τύπους κοινωνικής υποκειμενικότητας, (β) στην αντικατάσταση της άμεσα αντιληπτής σχέσης υποκειμένου αντικειμένου με τη σχέση εμπειρικού υποκειμένου και του προϊόντος της εργασίας του με τη μορφή του κοινωνικού πλούτου, (γ) στην αντικατάσταση της θεωρητικής κατανόησης του κόσμου σαν εξωτερίκευσης της συνείδησης από την ιδιοποίηση του κοινωνικού πλούτου από τους δημιουργούς μέσα από κοινωνικούς μετασχηματισμούς. Ο επαναστατικός κοινωνικός μετασχηματισμός καθορίζει και το ρόλο της εργατικής τάξης σαν του υποκειμένου, αλλά ταυτόχρονα και του φορέα της φιλοσοφικής κριτικής. Ο ρόλος της εργατικής τάξης γίνεται κατανοητός μόνο μέσα από τη μέθοδο άρνησης της άρνησης. Η αλλοτρίωση των εργατών τους εμποδίζει από το να συγκροτηθούν σαν τάξη της αστικής κοινωνίας. Επομένως τίθεται το ερώτημα: μέσα από ποιες διαδικασίες και με ποιους φορείς μπορεί να συγκροτηθεί η εργατική τάξη σαν τέτοια. Δεν φαίνεται να προσδιορίζεται καμιά πολιτική στρατηγική που να προσεγγίζει την υπαρκτή, δηλαδή αλλοτριωμένη, κατάσταση του επαναστατικού υποκειμένου, προωθώντας τους, όρους συνεκτικότητας του, με την διατυπωμένη επαναστατική θεωρία. Ο Μαρξ κατανοεί αυτή τη διάκριση και ξεκινώντας από τον προσδιορισμό των ατόμων στα πλαίσια της υλικής ζωής της κοινωνίας καθορίζει το σημείο υπέρβασης όχι μόνο της προηγούμενης μεθόδου που χρησιμοποιεί αλλά και του χάσματος ανάμεσα στη θεωρία και τη πρακτική. Κείμενα της περιόδου 1845-1847: Η ανάδειξη της προτεραιότητας της πολιτικής πρακτικής στα πλαίσια της θεμελίωσης της υλιστικής αντίληψης της ιστορίας. Σε σχέση με τη μεθοδολογία που αναπτύσσεται στα «Χειρόγραφα του 1844» εμφανίζεται μια μεταλλαγή την περίοδο αυτή. Ενώ στα «Χειρόγραφα του 1844» υπάρχει ένας προσανατολισμός προς μια φιλοσοφική κριτική της πολιτικής οικονομίας που θεωρείται σαν η βασική ιδεολογία της καπιταλιστικής κοινωνίας, στα κείμενα της περιόδου 1845-1847 γίνεται για πρώτη φορά προσπάθεια σύνθεσης μιας οικονομικής θεωρίας που συνδυάζει τόσο το κριτικό στοιχείο, όσο και τον φιλοσοφικό προσανατολισμό. Απαραίτητη προϋπόθεση για την επίτευξη του στόχου αυτού είναι οι μεταβολές στο επίπεδο της φιλοσοφίας. Η φιλοσοφικά προσανατολισμένη κριτική της ιδεολογίας που προσπαθεί να κάνει κατανοητή την εμπειρική πραγματικότητα της ιστορικής διαδικασίας, δεν θεωρείται πια επαρκής, γιατί δεν μπορεί να απαντήσει στα πρακτικά πολιτικά προβλήματα της εργατικής χειραφέτησης. Η φιλοσοφία αναδεικνύει τη χρησιμότητα τους μόνο στη σχέση της με την ριζοσπαστική έρευνα εμπειρικών κοινωνικών προβλημάτων που σχετίζονται άμεσα με την ανάπτυξη των ταξικών αγώνων. Οι τελευταίοι δεν είναι δυνατόν να κατανοηθούν παρά μόνο μέσα στην ιστορική εξέλιξη και τους μετασχηματισμούς τους σε συνδυασμό με την κατανόηση των μορφών που εμφανίζονται στην υπαρκτή συγκυρία. Με την έννοια αυτή, είναι απαραίτητη η κατανόηση της κοινωνικής Σελίδα 10 / 15

ολότητας, όχι μόνο στο επίπεδο της αλληλοσύνδεσης των πραγματικών και φετιχοποιημένων μορφών των κοινωνικών φαινομένων, αλλά και στο επίπεδο ανάλυσης της ιστορικής διαδικασίας με όρους ασυνέχειας, που καθορίζουν τις κυρίαρχες μορφές εμφάνισης των κοινωνικοοικονομικών σχηματισμών. Όπως έχουμε ήδη δείξει στο πρώτο μέρος του άρθρου, ούτε στη περίοδο 1845-1847 ο Μαρξ, διαμορφώνει ακόμα τη δική του θεωρία για την υπεραξία και τη διαδικασία αναπαραγωγής, πράγμα, το οποίο αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση μαζί με μια θεωρία της πολιτικής ηγεμονίας, για τη κατανόηση της κρίσης σαν μιας μη γραμμικής διαδικασίας, της οποίας τα επιμέρους στοιχεία - οικονομικό, πολιτικό, κοινωνικό - χάνουν τους όρους της σχετικής αυτονομίας τους. Ωστόσο - και αυτό αποτελεί στοιχείο της άνισης ανάπτυξης της μαρξικής σκέψης - βρίσκουμε στο έργο της περιόδου και μάλιστα στην «Γερμανική Ιδεολογία», στοιχεία και υλικό για την ανάπτυξη μιας θεωρίας της πολιτικής συγκρότησης του προλεταριάτου, χωρίς να έχει προηγηθεί μια θεωρία της αναπαραγωγής του κεφαλαίου. Στην «Γερμανική Ιδεολογία», έχουμε έναν διπλό προσδιορισμό των κοινωνικών τάξεων: οι τάξεις θεωρούνται κατ' αρχήν προϊόντα του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας και σε ένα δεύτερο επίπεδο προσδιορίζονται από την ίδια την πολιτική τους δραστηριότητα. Επειδή τα δυο επίπεδα αυτά δεν είναι αυστηρά διαχωρισμένα και αναλυμένα, θα χρειαστεί να ανιχνεύσουμε τα στοιχεία τους στο ίδιο το κείμενο. Κατ' αρχήν, αναφερόμενοι στην δημιουργία των αστικών κέντρων στον καπιταλισμό οι Μαρξ-Ένγκελς γράφουν: «Εδώ έγινε φανερή για πρώτη φορά η διαίρεση του πληθυσμού σε δυο μεγάλες τάξεις, που βασίζεται άμεσα πάνω στον καταμερισμό της εργασίας και στα εργαλεία «παραγωγής» 055 ' (υπογρ. δική μας). Οι τάξεις λοιπόν κατ' αρχήν «βασίζονται άμεσα» στον κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας δηλαδή τους κοινωνικούς όρους κάτω από τους οποίους τίθενται σε λειτουργία οι παραγωγικές δυνάμεις μιας ιστορικά καθορισμένης κοινωνίας. Όμως, οι όροι αυτοί είναι συνυφασμένοι με την κυριαρχία μιας τάξης πάνω στην κοινωνία. «Οι όροι που κάτω απ' αυτούς μπορούν να μπουν σ' εφαρμογή καθορισμένες παραγωγικές δυνάμεις, είναι οι όροι της κυριαρχίας μιας καθορισμένης τάξης της κοινωνίας, που η κοινωνική της δύναμη, που πηγάζει από αυτά που κατέχει, έχει την πρακτική της έκφραση με ιδεολογική μορφή στην κάθε περίπτωση στον τύπο του κράτους, και επομένως κάθε επαναστατικός αγώνας κατευθύνεται εναντίον μιας τάξης που ως τότε βρισκόταν στην εξουσία»''', Εδώ, επιτελείται σιωπηλά το πέρασμα στο δεύτερο - το πολιτικό - επίπεδο προσδιορισμού του ταξικού ανταγωνισμού. Ας προσέξουμε ότι στο δεύτερο αυτό επίπεδο, η οπτική γωνία της θεώρησης αλλά και της πρακτικής συλλαμβάνει το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων. Μια τάξη είναι κυρίαρχη μόνο στον βαθμό που κυριαρχεί σ' όλα τα επίπεδα. Αυτό θέτει σαν προϋπόθεση της κυριαρχίας της την κατάκτηση της κορυφαίας στιγμής των κοινωνικών σχέσεων, της πολιτικής εξουσίας. «(...) Κάθε τάξη που αγωνίζεται για την κυριαρχία, ακόμα κι αν η κυριαρχία της, όπως συμβαίνει με το προλεταριάτο, απαιτεί την κατάργηση της παλιάς μορφής της κοινωνίας στο σύνολο της και της ίδιας της κυριαρχίας, πρέπει πρώτα να κατακτήσει για τον εαυτό της την πολιτική εξουσία με σκοπό να παρουσιάσει με τη σειρά της τα συμφέροντα της σαν γενικό συμφέρον» 157. Η ουσία της πολιτικής εξουσίας είναι, λοιπόν, η κυριαρχία των συμφερόντων της άρχουσας τάξης στο σύνολο της κοινωνίας, με την μορφή όμως τον γενικού συμφέροντος. Μ' άλλα λόγια πρόκειται για την ηγεμονία μιας τάξης πάνω στην κοινωνία. Η συγκρότηση, λοιπόν μιας τάξης σε κυρίαρχη προϋποθέτει την συγκρότηση των ιδιαίτερων ταξικών της συμφερόντων και την παρουσίαση τους σαν γενικών κοινωνικών συμφερόντων. Πρόκειται για δύο όψεις μιας και της αυτής διαδικασίας, μιας διαδικασίας πολιτικής που διεξάγεται στην βάση μιας μορφής παραγωγής δηλαδή μιας κοινωνικής μορφής οργάνωσης των παραγωγικών δυνάμεων. Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορεί μια τάξη να είναι κυρίαρχη παρά μόνο στη βάση κάποιας μορφής παραγωγής που της προσιδιάζει. Σ' αυτή τη βάση μόνο μπορεί να παρουσιάσει τα συμφέροντα της σαν κοινωνικά συμφέροντα. Γιατί μόνο σ' αυτή τη βάση μπορεί να «προσφέρει» στην κοινωνία σαν σύνολο έναν τρόπο αναπαραγωγής της. Σελίδα 11 / 15

Όσον αφορά την αστική τάξη, η μορφή παραγωγής που της προσιδιάζει, προϋποθέτει την πολυδιάσπαση της σε ατομικά, εγωιστικά συμφέροντα. Η κοινή θέση των ξεχωριστών αστών στον κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας δεν τους συγκροτεί άμεσα σε κοινωνική τάξη. Τα κοινά τους συμφέροντα προϋποθέτουν για την συγκρότηση τους σαν τέτοια την υπέρβαση των άμεσων ατομικών συμφερόντων. Αυτή η υπέρβαση δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί στη σφαίρα των οικονομικών σχέσεων. Σ' αυτή τη σφαίρα οι ξεχωριστοί αστοί αντιπαρατίθενται ο ένας στον άλλον σαν ανταγωνιστές. Η συγκρότηση τους σε τάξη είναι μια πολιτικά μεσολαβημένη διαδικασία. «Ο ανταγωνισμός απομονώνει τα άτομα το ένα από το άλλο, όχι μόνο τους αστούς, αλλά ακόμα περισσότερο τους εργάτες παρά το γεγονός ότι τους συνενώνει. Χρειάζεται λοιπόν καιρός ώσπου να μπορέσουν αυτά τα άτομα να ενωθούν, εκτός από το γεγονός ότι για να γίνει αυτή η ένωση - αν δεν πρόκειται να είναι απλώς τοπική - πρέπει πρώτα να δημιουργηθούν από τη μεγάλη βιομηχανία τα αναγκαία μέσα, οι μεγάλες βιομηχανικές πόλεις και φτηνές και γρήγορες συγκοινωνίες. Επομένως κάθε οργανωμένη δύναμη που στέκεται αντιμέτωπη σ' αυτά τα απομονωμένα άτομα, που ζουν σε σχέσεις που καθημερινά αναπαράγουν αυτή την απομόνωση, μπορεί να υπερνικηθεί μονάχα με μακροχρόνιους αγώνες»' 158 '. Στην «Αθλιότητα της Φιλοσοφίας» η διάκριση γίνεται σαφέστερη: «Στην αστική τάξη ξεχωρίζουμε δύο φάσεις: τη φάση που στη διάρκεια της συγκροτήθηκε σε τάξη κάτω από το καθεστώς του φεουδαρχικού συστήματος και της απόλυτης μοναρχίας και τη φάση όπου, συγκροτημένη πια σε τάξη, ανάτρεψε το φεουδαρχικό σύστημα και τη μοναρχία, μεταβάλλοντας την κοινωνία σε αστική» 159. Η ταξική σύγκρουση τίθεται, έτσι σαν συγκροτησιακό στοιχείο της κοινωνικής τάξης. «Τα ξεχωριστά άτομα διαμορφώνουν μια τάξη μονάχα εφόσον έχουν να διεξάγουν ένα κοινό αγώνα εναντίον μιας άλλης τάξης, αλλιώς βρίσκονται σε εχθρική κατάσταση ανάμεσα τους όντας ανταγωνιστές» 160. Μόνο μια συγκροτημένη για τον εαυτό της τάξη μπορεί να παρουσιάσει τα συμφέροντα της, σαν συμφέροντα όλης της κοινωνίας και να τους δώσει μια ανεξάρτητη μορφή εμφάνισης στο κράτος. Το κράτος αυτό εκφράζει την απατηλή κοινότητα, την απατηλή καθολικότητα, που παρουσιάζεται απέναντι στο επιμέρους σαν ο «εγγενής σκοπός» του, η δε βάση αυτού του κράτους είναι οι πραγματικοί δεσμοί της κοινωνίας, που στη σύγχρονη καπιταλιστική κοινωνία έχουν την μορφή των τάξεων όπως αυτές έχουν προσδιορισθεί από τον κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας 161. Βλέπουμε, λοιπόν, ότι αυτό που για τον Hegel αποτελεί αυτοσυνείδηση του απόλυτου πνεύματος, για τον Μαρξ δεν είναι παρά μια ιστορικά καθορισμένη διαδικασία συγκρότησης και ηγεμονίας μιας τάξης πάνω στην κοινωνία και το κράτος, είναι μια μεσολάβηση αυτής της διαδικασίας. Αυτή η νέα αντίληψη έχει συνέπειες στην πολιτική πρακτική. Σημαίνει ότι μια τάξη (στην προκειμένη περίπτωση το προλεταριάτο) δεν μπορεί να καταργήσει την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων παρά μόνο αποσυνθέτοντας την ηγεμονία της αστικής τάξης και συγκροτώντας την δική του, συγκροτούμενο συγχρόνως σε τάξη για τον εαυτό της. Η απαίτηση της ηγεμονίας, είναι μια νέα πρακτική πολιτική απαίτηση, στη σκέψη των Μαρξ Ένγκελς. Αν μέχρι εκείνου του σημείου κατήγγειλαν την αθλιότητα της μάζας των εργατών και κήρυτταν την επαναστατική κοινωνική δύναμη τους, τώρα πλέον στρέφουν το ενδιαφέρον τους, στους υλικούς όρους της νίκης του προλεταριάτου. Η απαίτηση για ηγεμονία δείχνει καθαρά ότι οι όροι αυτοί δεν μπορούν να εκπληρωθούν άμεσα από τις οικονομικές σχέσεις ούτε από την κρίση τους. Η ηγεμονία της αστικής τάξης σημαίνει την δυνατότητα της να Σελίδα 12 / 15

αναπαράγεται στον βαθμό που, παρά τα όποια εμπόδια κατορθώνει να παρουσιάζει τα ταξικά της συμφέροντα σαν συμφέροντα όλης της κοινωνίας. Όμως, η εργατική τάξη σαν τάξη για τον εαυτό της δεν είναι δεδομένο προϊόν του καταμερισμού της εργασίας. Εκείνο που είναι δεδομένο είναι απλά μια μάζα προλετάριων. Αν ο ανταγωνισμός αποτελεί κυρίαρχο νόμο της κοινωνίας αυτής - όπως θεωρούν οι Μαρξ-Ένγκελς στην πρώτη φάση της περιόδου - τότε αυτός ο νόμος διέπει και τις σχέσεις των εργατών μεταξύ τους. Αν ο συνδετικός διαχωριστικός δεσμός της κοινωνίας είναι το χρήμα, τότε το ίδιο είναι που συνδέει τους εργάτες και μεταξύ τους διαχωρίζοντας τους. Αν η ενοποίηση τους αποτελεί ζητούμενο, τότε θα πρέπει να αναζητηθεί μια άλλη κοινωνικοποιός αρχή έξω από την χρηματική. Η πρώτη σχετική μορφή που ανακαλύπτουν οι εργάτες στην καθημερινή τους εμπειρία είναι η εργατική ένωση. Αποτελεί βήμα ανεπαρκές γιατί περιορίζει τον ανταγωνισμό των τάξεων στο επίπεδο των όρων εκμετάλλευσης. Αλλά αποτελεί αναγκαία στιγμή για την συγκρότηση της τάξης σε πολιτική δύναμη. Γράφει ο Μαρξ στην «Αθλιότητα της Φιλοσοφίας»: «Η μεγάλη βιομηχανία συγκεντρώνει σ' ένα μονάχα μέρος πλήθος ανθρώπους, που είναι άγνωστοι μεταξύ τους. Ο συναγωνισμός χωρίζει τα συμφέροντα τους. Ωστόσο, η διατήρηση του μισθού, αυτό το κοινό συμφέρον που έχουν αντίκρυ στον εργοδότη τους, τους ενώνει με μία μοναδική σκέψη αντίστασης - την εργατική ένωση. Έτσι, η εργατική ένωση έχει πάντα διπλό σκοπό: να σταματήσει το συναγωνισμό ανάμεσα στους εργάτες για να μπορέσουν να κάνουν γενικό ανταγωνισμό στον κεφαλαιοκράτη. Αν ο πρώτος σκοπός αντίστασης στάθηκε η διατήρηση των μισθών, στο μέτρο που οι κεφαλαιοκράτες ενώνονται με τη σειρά τους, με σκοπό να καταπιέσουν, οι εργατικές ενώσεις απομονωμένες στην αρχή, συγκροτούνται σε ομάδες κι αντίκρυ στο ενωμένο κεφάλαιο, η διατήρηση του συνδέσμου τους γίνεται περισσότερο αναγκαία γι' αυτούς απ' τη διατήρηση του μισθού (...) Όταν ο σύνδεσμος φτάσει σε τούτο το σημείο, παίρνει πολιτικό χαρακτήρα» 162. Όμως, αυτός ο πολιτικός χαρακτήρας δεν είναι εγγενής στην σχέση του κεφαλαίου. Δεν μεσολαβείται από τις κατηγορίες του. κεφαλαίου. Αντίθετα, αντιτίθεται σ' αυτές σαν όλο. Και αυτή του η αντιπαράθεση έχει σαν κριτήριο επιτυχίας την συγκρότηση κοινωνικών συμμαχιών που θα της επιτρέπουν να θέσει το αίτημα της ανατροπής του κεφαλαίου όχι σαν αίτημα μιας επιμέρους τάξης αλλά σαν αίτημα ολόκληρης της κοινωνίας. «Γιατί κάθε καινούργια τάξη που μπαίνει στη θέση μιας άλλης που κυριαρχούσε πριν απ' αυτήν, είναι υποχρεωμένη, απλώς για να πραγματοποιήσει το σκοπό της, να παρουσιάζει το συμφέρον της σαν κοινό συμφέρον όλων των μελών της κοινωνίας, ή, για να το εκφράσουμε με ιδεατή μορφή: πρέπει να δώσει στις ιδέες της τη μορφή της καθολικότητας και να τις παρουσιάζει σαν τις μόνες λογικές και καθολικά έγκυρες. Η τάξη που κάνει μιαν επανάσταση εμφανίζεται ευθύς εξ' αρχής, έστω και μόνο επειδή αντιτίθεται σε μια τάξη, όχι σα μια τάξη, αλλά σαν εκπρόσωπος ολόκληρης της κοινωνίας» (...) Μέσα στα πλαίσια αυτά μπορούμε να κατανοήσουμε τη στροφή προς τη θεωρία της αξίας του Ρικάρντο. Η θεωρία του Ρικάρντο δεν ενσωματώνεται στο συνολικό ερευνητικό πρόγραμμα του Μαρξ, αλλά χρησιμοποιείται με συγκεκριμένο εκλεκτικό τρόπο για να απαντήσει σε φαινόμενα που σχετίζονται άμεσα με την ταξική πάλη. Η απάντηση των προβλημάτων αυτών, αν και έχει μια μερική σημασία, συνδέεται με την αδυναμία ή και την απροθυμία της αστικής πολιτικής οικονομίας να ασχοληθεί μαζί τους, παρά μόνο σε οριακές περιπτώσεις και με τάσεις διαστρέβλωσης. Από το σύνολο των εμπειρικών προβλημάτων που σχετίζονται με την προαγωγή της ταξικής πάλης, ο Μαρξ την περίοδο αυτή, προκρίνει σαν σημαντικότερη τόσο για την συγκρότηση, όσο και για την παραπέρα ανάπτυξη της εργατικής τάξης, το ζήτημα των μισθών. Η θεωρία των μισθών όπως αναπτύσσεται κυρίως στο «Μισθός» παρουσιάζει τις εξής διαφοροποιήσεις. Ο Μαρξ αποδέχεται τον Μαλθουσιανό νόμο του υπερπληθυσμού, ξεπερνώντας τις απόψεις του Smith, για να ερμηνεύσει την καθοδική κίνηση των μισθών την οποία εξακολουθεί να αποδέχεται και να τη συνδέει με την αντίληψη για απόλυτη εξαθλίωση της εργατικής τάξης. Η κυριότερη διαφοροποίηση έγκειται ;.στ > γεγονός ότι αυτή η διαδικασία δεν είναι μια φυσική, αλλά μια ιστορική αναγκαιότητα που προκύπτει από τον κοινωνικό χαρακτήρα της τεχνολογικής εξέλιξης την εποχή του καπιταλισμού. Η θετική πλευρά αυτής της ιστορικής διαδικασίας δεν προσδιορίζεται από τον Μαρξ, μόνο στο οικονομικό επίπεδο αλλά και στο πολιτικό. Είναι η εμφάνιση των εργατικών συνδικάτων, σαν των ενώσεων, που πέρα από Σελίδα 13 / 15