ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ

Σχετικά έγγραφα
MANUFACTURA Y USO DE INSTRUMENTOS EN HUESO EN SITIOS PREHISTÓRICOS DEL ESTE DE URUGUAY

Θεμελιώδεις αρχές επιστήμης και μέθοδοι έρευνας

Διάταξη Θεματικής Ενότητας ΕΛΠ42 / Αρχαιολογία στον Ελληνικό Χώρο

ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΤΗΣ ΧΗΜΕΙΑΣ

Παραδοτέο Π.1 (Π.1.1) Εκθέσεις για προµήθεια εκπαιδευτικού υλικού

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ

ΑΝΑΛΥΣΗ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ. Δρ. Βασίλης Π. Αγγελίδης Τμήμα Μηχανικών Παραγωγής & Διοίκησης Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης

Β.δ Επιλογή των κατάλληλων εμπειρικών ερευνητικών μεθόδων

Μεθοδολογία Έρευνας Διάλεξη 1 η : Εισαγωγή στη Μεθοδολογία Έρευνας

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος

Κεφάλαιο 5 Κριτήρια απόρριψης απόμακρων τιμών

ΕΙΔΗ ΕΡΕΥΝΑΣ I: ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ & ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟΙ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΙ

Περιεχόμενα. Πρόλογος... 15

Στόχος της ψυχολογικής έρευνας:

Ζητήματα μεθοδολογίας στη διαπολιτισμική έρευνα

Φυσικές Επιστήμες. Επιμόρφωση εκπαιδευτικών στα νέα βιβλία των Φ.Ε. για την Ε Δημοτικού. Πέτρος Κλιάπης. Πέτρος Κλιάπης 12η Περιφέρεια Θεσσαλονίκης

Περιεχόμενα. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 Κατευθύνσεις στην έρευνα των επιστημών υγείας. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Έρευνα και θεωρία

Λογιστική Θεωρία και Έρευνα

Γ Γυμνασίου: Οδηγίες Γραπτής Εργασίας και Σεμιναρίων. Επιμέλεια Καραβλίδης Αλέξανδρος. Πίνακας περιεχομένων

710 -Μάθηση - Απόδοση

ΙΑ119 Θεωρητικές και μεθοδολογικές αρχές στη μελέτη της κλασικής τέχνης. Δημήτρης Πλάντζος

2. Έρευνα και πειραματισμός. Εκπαιδευτικός: Ρετσινάς Σωτήριος

Μεθοδολογία έρευνας ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΕΙΔΗ ΕΡΕΥΝΑΣ ΣΚΟΠΟΣ/ΕΙΔΟΣ ΕΡΕΥΝΑΣ

710 -Μάθηση - Απόδοση

Η γεφύρωση της οικονομικής θεωρίας και της εφαρμοσμένης οικονομικής ανάλυσης: η χρησιμότητα μίας ενημερωμένης οικονομικής Βιβλιοθήκης

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΠΟΛΥΤΕΧΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΑΓΡΟΝΟΜΩΝ ΚΑΙ ΤΟΠΟΓΡΑΦΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ. Σπύρος Τσιπίδης. Περίληψη διατριβής

εισήγηση 8η Είδη Έρευνας ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΕΡΕΥΝΑΣ (#Ν151)

Ιδιότητες και Τεχνικές Σύνταξης Επιστημονικού Κειμένου Σχολιασμός ερευνητικής πρότασης

Media Monitoring. Ενότητα 2: Ερευνητικές Μεθοδολογίες και Media Monitoring. Σταμάτης Πουλακιδάκος Σχολή ΟΠΕ Τμήμα ΕΜΜΕ

Media Monitoring. Ενότητα 2: Η ανάλυση περιεχομένου. Σταμάτης Πουλακιδάκος Σχολή ΟΠΕ Τμήμα ΕΜΜΕ

Μάθηση & Εξερεύνηση στο περιβάλλον του Μουσείου

Μέρος Β /Στατιστική. Μέρος Β. Στατιστική. Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών Εργαστήριο Μαθηματικών&Στατιστικής/Γ. Παπαδόπουλος (

Συγγραφή ερευνητικής πρότασης

Περιγραφή Χρηματοδοτούμενων Ερευνητικών Έργων 1η Προκήρυξη Ερευνητικών Έργων ΕΛ.ΙΔ.Ε.Κ. για την ενίσχυση Μεταδιδακτόρων Ερευνητών/Τριών

Μέθοδοι έρευνας και μεθοδολογικά προβλήματα της παιδαγωγικής επιστήμης

«Αριθμητική και πειραματική μελέτη της διεπιφάνειας χάλυβασκυροδέματος στις σύμμικτες πλάκες με χαλυβδόφυλλο μορφής»

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ. 1 η ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ. Ι. Δημόπουλος Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων και Οργανισμών. ΤΕΙ Πελοποννήσου

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ.

Σχεδιασμός και Διεξαγωγή Πειραμάτων

ΣΑ88 Θεωρητικές και μεθοδολογικές αρχές στη μελέτη της κλασικής τέχνης. Δημήτρης Πλάντζος

ΑΝΑΛΥΣΗ ΠΟΙΟΤΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ. Γεράσιμος Παπαναστασάτος, Ph.D. Αθήνα, Σεπτέμβριος 2016

ΑΝΑΛΥΣΗ ΠΟΙΟΤΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ

Η δειγματοληψία Ι. (Από Saunders, Lewis & Thornhill 2009)

Η διδασκαλία στο εργαστήριο. Kώστας Χαρίτος - ΔιΧηΝΕΤ

Νεολιθική εποχή στην Ελλάδα

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Εισαγωγή Μεθοδολογία της Έρευνας ΕΙΚΟΝΑ 1-1 Μεθοδολογία της έρευνας.

2. Μοντέλα Ερευνας Γενικά Μοντέλα έρευνας

Η ανάπτυξη της Εποικοδομητικής Πρότασης για τη διδασκαλία και τη μάθηση του μαθήματος της Χημείας. Άννα Κουκά

ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ

ΟΔΗΓΟΣ ΣΥΓΓΡΑΦΗΣ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΗΣ ΑΝΑΦΟΡΑΣ


Με την ολοκλήρωση του μαθήματος ο διδασκόμενος αναμένεται να είναι σε θέση να:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5. Κύκλος Ζωής Εφαρμογών ΕΝΟΤΗΤΑ 2. Εφαρμογές Πληροφορικής. Διδακτικές ενότητες 5.1 Πρόβλημα και υπολογιστής 5.2 Ανάπτυξη εφαρμογών

ΑΝΑΛΥΣΗ ΠΟΙΟΤΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ

Εισαγωγή στην κοινωνική έρευνα. Earl Babbie. Κεφάλαιο 7. Κοινωνικά πειράματα 7-1

Γιάννης Τούρλος, ΠΕ 17 Ηλεκτρολόγος, Πρόεδρος Πανελλήνιας Ένωσης Καθηγητών Τεχνολογίας (ΠΕΚΑΤΕ)

1 η ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΗ ΑΣΚΗΣΗ

ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΜΟΥΣΕΙΑ ΠΑΙΔΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ

Η αβεβαιότητα στη μέτρηση.

Μια από τις σημαντικότερες δυσκολίες που συναντά ο φυσικός στη διάρκεια ενός πειράματος, είναι τα σφάλματα.

Σοφία Αυγερινού-Κολώνια, Καθηγήτρια

Δ4.3. Μια Δημοσίευση σε έγκυρο περιοδικό και δυο Ανακοινώσεις Δημοσιεύσεις στα Πρακτικά Διεθνών Συνεδρίων

Προγραµµατισµός από Ιανουάριο 2007 έως Ιούνιο 2007

ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΙΧΝΟΥΣ ΤΗΣ ΟΠΤΙΚΗΣ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗΣ: ΜΙΑ ΜΕΘΟΔΟΣ ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗΣ ΤΗΣ ΕΠΙΛΕΚΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΗΣ ΟΠΗΣ ΩΣ ΒΑΣΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΟΥ ΤΟΥ ΣΧΗΜΑΤΟΣ

Μέθοδος : έρευνα και πειραματισμός

1. Οι Τεχνολογίες της Πληροφορίας και των Επικοινωνιών στην εκπαιδευτική διαδικασία

ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ. Μεταπτυχιακό πρόγραμμα ΑΣΚΗΣΗ ΚΑΙ ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΖΩΗΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΚΟ ΕΝΤΥΠΟ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

Εναλλακτικά του πειράματος

ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΚΑΙ ΥΛΟΠΟΙΗΣΗ ΜΙΑΣ ΕΡΕΥΝΑΣ. ΜΑΝΟΥΣΟΣ ΕΜΜ. ΚΑΜΠΟΥΡΗΣ, ΒΙΟΛΟΓΟΣ, PhD ΙΑΤΡΙΚHΣ

ΔΙΔΑΣΚΟΝΤΑς ΤΟΥς ΕΦΗΒΟΥΣ ΙΣΤΟΡΙΑ: ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΕΡΩΤΗΜΑ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ. Κουσερή Γεωργία

Εισαγωγή - Πειραματικοί Σχεδιασμοί. Κατσιλέρος Αναστάσιος

Η ερευνητική διαδικασία: Προετοιμασία ερευνητικής πρότασης

Εισαγωγή Ιστορική Αναδρομή Μεθοδολογικό Πλαίσιο Προϋποθέσεις εφαρμογής Στόχοι Πρότυπα Αξιολόγησης Κύκλου Ζωής Στάδια

Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία. Κ. Αλεξανδρής Αν. Καθηγητής, ΤΕΦΑΑ, ΑΠΘ

Γεώργιος Φίλιππας 23/8/2015

2.2 Οργάνωση και ιοίκηση (Μάνατζµεντ -Management) Βασικές έννοιες Ιστορική εξέλιξη τον µάνατζµεντ.

Παραδόσεις 3. Δεν υφίστανται απαιτήσεις. Ελληνική/Αγγλική

Τμήμα Συντήρησης Αρχαιοτήτων και Έργων Τέχνης (676)

Μουσεία και Εκπαίδευση (υποχρεωτικό 3,4 εξ.) Προσδοκώμενα αποτελέσματα: Στη διάρκεια του μαθήματος οι φοιτητές/τριες

Ενότητα 1: Εισαγωγή. ΤΕΙ Στερεάς Ελλάδας. Τμήμα Φυσικοθεραπείας. Προπτυχιακό Πρόγραμμα. Μάθημα: Βιοστατιστική-Οικονομία της υγείας Εξάμηνο: Ε (5 ο )

Ανάλυση ποιοτικών δεδομένων

Α. Ερωτήσεις Σωστού - Λάθους

Α.Σ.ΠΑΙ.Τ.Ε. Π.Μ.Σ. ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ

<5,0 5,0 6,9 7 7,9 8 8,9 9-10

"Ερευνώ και Ανακαλύπτω" τον Στατικό Ηλεκτρισμό στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση

Διάλεξη 2. Εργαλεία θετικής ανάλυσης Ή Γιατί είναι τόσο δύσκολο να πούμε τι συμβαίνει; Ράπανος-Καπλάνογλου 2016/7

Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΗΓΕΤΙΚΟΥ ΣΤΥΛ ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΟΥΛΤΟΥΡΑΣ ΣΤΙΣ ΕΠΔΟΣΕΙΣ ΤΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ ΤΩΝ ΔΗΜΟΤΙΚΩΝ ΣΧΟΛΕΙΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

Κοινωνική Ψυχολογία. Διδάσκουσα: Δέσποινα - Δήμητρα Ρήγα. Πανεπιστημιακά Μαθήματα-Έρευνα-Ανάλυση Δεδομένων

Εκπαίδευση Ενηλίκων: Εμπειρίες και Δράσεις ΑΘΗΝΑ, Δευτέρα 12 Οκτωβρίου 2015

Γιάννης Τούρλος, ΠΕ 17 Ηλεκτρολόγος, Πρόεδρος Πανελλήνιας Ένωσης Καθηγητών Τεχνολογίας (ΠΕΚΑΤΕ)

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ Γ Γυμνασίου (Διευκρινιστικές σημειώσεις)

ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ- ΑΝΑΛΥΣΗ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ & ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΑ ΠΑΚΕΤΑ (ΣΤ3) ΘΕΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ. ΚΩΔΙΚΟΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ ΣT3 ΕΞΑΜΗΝΟ ΣΠΟΥΔΩΝ 2 ο

Εγκυρότητα και Αξιοπιστία. Χριστίνα Καραμανίδου, PhD

ΣΑ88 Θεωρητικές και μεθοδολογικές αρχές στη μελέτη της κλασικής τέχνης. Δημήτρης Πλάντζος

III_Β.1 : Διδασκαλία με ΤΠΕ, Γιατί ;

Η ΧΡΗΣΗ ΤΩΝ ΨΥΧΟΜΕΤΡΙΚΩΝ ΕΡΓΑΛΕΙΩΝ ΣΤΟΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΟ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟ

"Ερευνώ και Ανακαλύπτω" την ΗλεκτροΜαγνητική Επαγωγή στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση Από τον Ηλεκτρισμό στο Μαγνητισμό, από το Μαγνητισμό στον Ηλεκτρισμό

ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗ ΚΑΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΟΤΗΤΑ 21

ΚΕΝΤΡΟ ΕΡΕΥΝΩΝ ΓΙΑ ΘΕΜΑΤΑ ΙΣΟΤΗΤΑΣ (Κ.Ε.Θ.Ι.)

Αρχαιολογία των κλασικών και ελληνιστικών χρόνων (480 π.χ. - 1ος αι. π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος

Transcript:

ΡΟΖΑΛΙΑ ΧΡΗΣΤΙΔΟΥ * ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΓΕΝΙΚΕΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΕΙΣ, ΕΦΑΡΜΟΓH ΣΤΗ ΜΕΛΕΤΗ ΤΩΝ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΩΝ ΕΡΓΑΛΕΙΩΝ ΟΡΙΣΜΟΙ ΚΑΙ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΕΙΣ ΤΗΣ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΗΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ Με τον όρο «πειραματική αρχαιολογία» περιγράφεται η εφαρμογή της πειραματικής μεθόδου σε διαφόρους τομείς και στάδια της αρχαιολογικής έρευνας για να μελετηθούν υλικά κατάλοιπα και πρακτικές του παρελθόντος. Το γενικό εγχειρίδιο Αρχαιολογία: Θεωρίες, μεθοδολογία και πρακτικές εφαρμογές των Colin Renfrew και Paul Bahn (2001) περιλαμβάνει ποικίλα παραδείγματα εφαρμογών της πειραματικής μεθόδου, π.χ. για τη διαφοροποίηση της φθοράς των λίθινων εργαλείων ανάλογα με τη χρήση τους, για τον συσχετισμό των μακροβοτανικών καταλοίπων με την επεξεργασία των φυτών και για την παρατήρηση των διαχρονικών μεταβολών των αρχιτεκτονικών κατασκευών. Τα πειράματα έχουν μεγάλη διάρκεια όταν εξετάζονται περιοδικές ή, όπως στο τελευταίο παράδειγμα, μακροχρόνιες διαδικασίες (βλ. επίσης Andrews 1995, Reynolds 1994, Willcox 2009 κ.ά.). Επειδή στις διάφορες αποθέσεις η διάκριση μεταξύ ανθρωπογενούς και φυσικής μεταβολής δεν είναι πάντα σαφής, τα πειράματα εξετάζουν και φυσικά φαινόμενα, π.χ. τη φθορά και τη διασπορά των οστών λόγω της δράσης του νερού (Fernández-Jalvo & Andrews 2003 με βιβλιογραφικές αναφορές). Δίνουν επίσης τη δυνατότητα να αναγνωριστούν ακούσιες μεταβολές των υλικών κατά τη διάρκεια της χρήσης τους (π.χ. κατά την κατασκευή εργαλείων, Newcomer 1976) ή μετά την απόρριψή τους (π.χ. λόγω της κατοίκησης του χώρου και της συνακόλουθης αναμόχλευσης των αποθέσεων, Gifford-Gonzalez et al. 1985). Ο πειραματισμός λοιπόν, ως * CNRS/UMR 5133 (chercheur associé), e-mail: rozalia.christidou@gmail.com

14 ΡΟΖΑΛΙΑ ΧΡΗΣΤΙΔΟΥ μέρος της ανάλυσης διαφόρων φυσικών ή ανθρωπογενών υλικών και των αποθετικών και διαγενετικών διεργασιών που λαμβάνουν χώρα σε μία θέση, συμβάλλει στην κατανόηση της παρουσίας (ή της απουσίας), της μορφής και της κατανομής στον χώρο των υλικών καταλοίπων (βλ. επίσης Dibble et al. 1997, Okazawa 1999 με βιβλιογραφικές αναφορές, Shick 1987 κ.ά.). Ο πειραματισμός χρησιμοποιείται επίσης για τη σύγκριση και την αξιολόγηση ανασκαφικών και αναλυτικών τεχνικών ανάλογα με το αντικείμενο της έρευνας (π.χ. Ascher 1961: 793, Koon et al. 2003, Way 1992). Γενικώς, η αναγνώριση και η μελέτη των υλικών καταλοίπων προϋποθέτει τη γνώση της φύσης και των αιτίων των διαδοχικών μεταβολών των υλικών και της διασποράς τους στον χώρο. Τη διερεύνηση των μηχανισμών των μεταβολών μέσω της παραγωγής ανάλογων δεδομένων εξυπηρετεί εν πολλοίς η πειραματική μέθοδος ήδη από τις πρώτες εφαρμογές της στην αρχαιολογία. Τον 19 ο αιώνα, ο Johann Steenstrup απέδωσε, βάσει πειραματικών δεδομένων, την απουσία οστών και τμημάτων οστών από τα διατροφικά κατάλοιπα που βρέθηκαν σε προϊστορικές θέσεις της Δανίας στην κατανάλωση των οστών από σκύλους (Brain 1981: 22). Το 1910, ο Henri Martin δημοσίευσε την υπόθεση εργασίας, το πρωτόκολλο και τα αποτελέσματα των πειραμάτων που πραγματοποίησε για να περιγράψει χαρακτηριστικά υπολείμματα της σκόπιμης θραύσης των μακρών οστών των ζώων στις προϊστορικές θέσεις. Το 1929, o Léon Coutier ανακοίνωσε ότι εκτέλεσε πειράματα για να αναπαράγει τα χαρακτηριστικά της κατασκευής των λίθινων απολεπισμένων εργαλείων που προέρχονταν από διαφορετικά στάδια της Παλαιολιθικής Εποχής. 2 Τα αρχαιολογικά πειράματα αναπαράγουν υπό ελεγχόμενες συνθήκες ανθρωπογενείς και φυσικές διαδικασίες με σκοπό την παρατήρηση της αλληλεπίδρασης υλικών και ενεργειών. Το ερώτημα που ο μελετητής επιθυμεί να απαντήσει ορίζει τα χαρακτηριστικά των υλικών και των ενεργειών καθώς και τη σχέση των χαρακτηριστικών που θα εξετάσει το πείραμα. Αυτά τα χαρακτηριστικά ονομάζονται μεταβλητές. Παραδείγματος χάριν, βασισμένοι σε προηγούμενα πειράματα και στη μελέτη παλαιολιθικών λίθινων απολεπισμένων εργαλείων με δευτερογενή επεξεργασία, οι Sally McBrearty et al. (1998) εξέτασαν σε μία σειρά πειραμάτων την ποσότητα και τη μορφή των απολεπισμάτων που προκαλεί το ποδοπάτημα των αποθέσεων από τον άνθρωπο σε σχέση με την πρώτη ύλη των αντικειμένων, την πυκνότητα της κατανομής τους στον χώρο και τη σύσταση των αποθέσεων. Δηλαδή, εξέτασαν τη διαφοροποίηση των δύο πρώτων μεταβλητών, που καλούνται εξαρτημένες, ανάλογα με τις μεταβολές κάθε μιας από τις υπόλοιπες τρεις μεταβλητές, που καλούνται ανεξάρτητες. Επειδή η προετοιμασία των πειραματικών λίθινων αντικειμένων, η έκταση των επιφανειών που ποδοπατούνται, ο αριθμός των ατόμων που βαδίζουν, η δι- 1 Για περισσότερα παραδείγματα, βλ. Coles 1973.

ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ 15 εύθυνση της κίνησής τους και ο χρόνος εκτέλεσης κάθε πειράματος είναι παράμετροι που επηρεάζουν τη μεταβολή των εξαρτημένων μεταβλητών, διατηρήθηκαν σταθερές σε όλα τα πειράματα και επέτρεψαν τη σύγκριση των αποτελεσμάτων τους. Τα πειράματα επιτρέπουν λοιπόν τον διαχωρισμό της μελέτης των μεταβλητών, την καταγραφή ποιοτικών και ποσοτικών δεδομένων, την επανάληψη της διαδικασίας και την τροποποίησή της σε επόμενη σειρά πειραμάτων. Η επανάληψη της διαδικασίας και του αποτελέσματος του πειράματος αποτελούν προϋπόθεση για να θεωρηθεί το αποτέλεσμα ως ισχυρή πιθανότητα και να αποκτήσει ερμηνευτική αξία. Αυτή η αξία κατοχυρώνεται από τη σύγκριση με το υπό μελέτη αρχαιολογικό εύρημα (Pelegrin 1998, Reynolds 1994). Στο παραπάνω παράδειγμα, τα αποτελέσματα των πειραμάτων θεωρήθηκαν ιδιαιτέρως σημαντικά για τη διάκριση των μουστέριων λίθινων εργαλείων με εγκοπή και αυτών με οδοντωτή κόψη από τα ψευδο-εργαλεία με τα οποία παρουσιάζουν μορφολογικές ομοιότητες. Έδειξαν επίσης ότι όλες οι ανεξάρτητες μεταβλητές δεν επηρεάζουν στον ίδιο βαθμό τις εξαρτημένες μεταβλητές. Η σύγκριση πειραματικών και αρχαιολογικών δεδομένων βασίζεται στην αναλογία που ορίζεται μεταξύ των συγκρινόμενων φαινομένων. Οι McBrearty et al. φρόντισαν να εκτελέσουν τα πειράματα με υλικά και σε συνθήκες ανάλογες με αυτές που επικρατούσαν μετά την απόρριψη και πριν τον ενταφιασμό των λίθινων αντικειμένων. Επειδή η πειραματική αρχαιολογία βασίζεται στη χρήση της αναλογίας, το αποτέλεσμα των πειραμάτων εκφράζεται ως πιθανότητα. Προϋποθέτει δε τη θεώρηση και άλλων πιθανοτήτων (σύγκρ. Wylie 1985). Ο πειραματισμός βασίζεται επίσης στην ακριβή διατύπωση των προτάσεων και των εκτιμήσεων των ερευνητών και στην πρόγνωση συστηματικών σφαλμάτων. Στο παράδειγμα του Πίν. 1, προσδιορίζονται με σαφήνεια οι μεταβλητές με τις οποίες μετρήθηκε η παραγωγικότητα των προκεραμεικών δρεπανιών. Αυτές οι μεταβλητές περιλαμβάνουν την εμπειρία του χρήστη του εργαλείου επειδή: 1) τα πειράματα δεν ήταν εργαστηριακές προσομοιώσεις με τη βοήθεια μηχανών, αλλά βασίζονταν στη χειρωνακτική εργασία και 2) ο χρόνος της εργασίας των πειραματιστών ήταν κριτήριο υπολογισμού της παραγωγικότητας του εργαλείου. Η εμπειρία των τεχνιτών έχει αποτελέσει επανειλημμένως αντικείμενο πειραματικής μελέτης των ψυχολογικών και κινητικών παραμέτρων των τεχνικών επηρεάζει τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της εργασίας των τεχνιτών. Η πειραματική αρχαιολογία εξετάζει διεργασίες που λαμβάνουν χώρα στο παρόν για να διερευνήσει διεργασίες που συνέβησαν στο παρελθόν. Συνδυάζεται με την actualistic research και πιο συγκεκριμένα την εθνοαρχαιολογία και τη συστηματική παρατήρηση σύγχρονων παραδειγμάτων φυσικών μεταβολών, όπως γίνεται στην περίπτωση της νεοταφονομίας (π.χ. Faith & Behrensmeyer 2006, Klippel & Synstelien 2007, Robert & Vigne 2002, βλ. επίσης Lyman 1994 με βιβλιογραφικές αναφορές). Και στις τρεις κατηγορίες έρευνας η υπόθεση εργασίας και τα φαινόμενα που αυτή εξετάζει έχουν οριστεί εξαρχής και η σχέση

16 ΡΟΖΑΛΙΑ ΧΡΗΣΤΙΔΟΥ αιτίου και αποτελέσματος μπορεί να μελετηθεί. Στον τομέα της ταφονομίας των οστών έγινε αρκετά νωρίς φανερό ότι αυτές οι κατηγορίες έρευνας δεν εξυπηρετούν ακριβώς τους ίδιους σκοπούς, ότι αλληλοεπηρεάζονται και ότι είναι συμπληρωματικές (π.χ. Hill 1978: 88) ο πειραματισμός επιτρέπει τη συστηματική μελέτη μεμονωμένων παραμέτρων. Οι γενικές κατευθύνσεις της πειραματικής αρχαιολογίας περιγράφηκαν το 1961 από τον Robert Ascher και το 1979 από τον John Coles. Της έκδοσης του Coles προηγήθηκε αυτή των Daniel Ingersoll, John Yellen & William MacDonald (1977), οι οποίοι συζήτησαν και παρουσίασαν εφαρμογές του πειραματισμού καθώς και εθνοαρχαιολογικές μελέτες. Γενικώς, τα εθνογραφικά, εθνοϊστορικά και εθνοαρχαιολογικά δεδομένα έπαιξαν και παίζουν σημαντικό ρόλο στο είδος και στη διατύπωση των υποθέσεων που εξετάζονται πειραματικά. Την ίδια δεκαετία, ο Peter Reynolds (1974, 1976, 1979) συζήτησε, με βάση το πρόγραμμα της Butser Farm, τις αρχές και τα είδη των αρχαιολογικών πειραμάτων. Οι ειδικές εργασίες που στηρίζονται σε πειραματικά δεδομένα πολλαπλασιάστηκαν με την πάροδο του χρόνου και διάφορα μεθοδολογικά προβλήματα έγιναν αντικείμενο συζήτησης σε τομείς όπου εφαρμόζεται συστηματικά η πειραματική μέθοδος, όπως η τεχνολογική ανάλυση των αρχαίων εργαλείων και η ταφονομία των οστών (π.χ. Domínguez- Rodrigo 2008, González Urquijo & Ibáñez Estévez 1994: 15-9 με βιβλιογραφικές αναφορές). Τα τελευταία χρόνια δημοσιεύτηκαν εργασίες που επανεξετάζουν τις κατευθύνσεις της πειραματικής αρχαιολογίας (π.χ. Ferguson 2010, Mathieu 2002, Stone & Planel 1999. Βλ. επίσης World Archaeology 40(1), 2008, special issue: experimental archaeology). Το ενδιαφέρον μονοπωλεί η ανθρώπινη δραστηριότητα. Αυτό οφείλεται ως έναν βαθμό στο ενδιαφέρον των αρχαιολόγων για εξοικείωση με τις αρχαίες τεχνικές και τις ψυχολογικές παραμέτρους που συνδέονται με τη χρήση τους (κοινωνικοποίηση, αντίληψη, γνώση, εμπειρία). Οφείλεται επίσης στο ανανεωμένο ενδιαφέρον, εντός και εκτός του ακαδημαϊκού χώρου, για την εκπαιδευτική και ψυχαγωγική λειτουργία των αρχαιολογικών ευρημάτων και πρακτικών. Η ανανέωση αυτή με τη σειρά της οφείλεται στην καταστροφή, συχνά σε μεγάλη κλίμακα, αρχαιολογικών χώρων, στη συχνή χρήση αρχαιολογικών και ιστορικών δεδομένων από τα μέσα ενημέρωσης και ψυχαγωγίας καθώς και στη συνειδητοποίηση ότι το παρελθόν ανακυκλώνεται στο παρόν και προδιαγράφει πολιτικές και κοινωνικές συμπεριφορές. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, οι αναπαραστάσεις αρχαίων κατασκευών και δραστηριοτήτων αναφέρονται ως experiential (βιωματική) archaeology και ως πειραματική αρχαιολογία. Χωρίς να υποβαθμίζεται ο εκπαιδευτικός και ο ψυχαγωγικός ρόλος των αναπαραστάσεων, η περιγραφή τους ως έκφανση της πειραματικής αρχαιολογίας δεν γίνεται αποδεκτή από όλους (π.χ. Outram 2008, Pelegrin 1998, Reynolds 1999). 3 Καταρχήν, η εξοικείωση του αρχαιολόγου με τα υλικά και τις διαδικασίες 2 Το πρόγραμμα της Butser Farm που διεύθυνε ο Reynolds είχε εξαρχής διττό χαρακτήρα, ερευνητικό και εκπαιδευτικό.

ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ 17 Πρόταση προηγούμενων ερευνητών: Η μορφολογική εξέλιξη των δρεπανιών στη Μέση Ανατολή από την Επιπαλαιολιθική έως την Ύστερη Προκεραμεική Β είναι ένδειξη της βελτίωσης της παραγωγικότητας του εργαλείου. Προϋποθέσεις για την εξέταση της πρότασης: Προσδιορισμός των παραμέτρων (βλ. παρακάτω, μεταβλητές εισόδου) βάσει των οποίων υπολογίζεται η παραγωγικότητα του δρεπανιού, εκτίμηση της επιρροής κάθε μεταβλητής στην παραγωγικότητα του εργαλείου, χρονολογική και γεωγραφική κατανομή των δεδομένων που προέκυψαν από την τεχνολογική ανάλυση των δρεπανιών. Μεταβλητές παράμετροι εισόδου (εξαρτημένες): Βαθμός καμπυλότητας της λαβής του δρεπανιού, μήκος της κόψης του δρεπανιού (15, 20 εκατοστά), θέση των λίθινων στοιχείων του οπλισμού του δρεπανιού ως προς τον κατά μήκος άξονα της λαβής (πλάγια, παράλληλα), πρώτη ύλη των λίθινων στοιχείων (οψιανός, πυριτόλιθος), χρήστης του δρεπανιού (εμπειρία, σωματική δύναμη, προσαρμοστικότητα). Μεταβλητές παράμετροι εξόδου (ανεξάρτητες): Διάρκεια χρήσης του δρεπανιού, αριθμός κινήσεων που εκτελείται με κάθε δρεπάνι, αριθμός φυτών που κόβεται σε δύο λεπτά. Σταθερές παράμετροι: Διαστάσεις και γωνία κόψης των λίθινων εργαλείων, γεωγραφική θέση και έκταση των αγροτεμαχίων. Μη ελεγχόμενες παράμετροι (αιτιολογείται): Βάρος της σοδειάς, πυκνότητα των φυτών στα αγροτεμάχια, σκληρότητα του στελέχους των φυτών (σιτάρι, κριθάρι), βαθμός ωρίμανσης των φυτών στην αρχή και στο τέλος της περιόδου που διήρκεσαν τα πειράματα. Βασικά αποτελέσματα: 1) Η ιεραρχία των παραμέτρων εισόδου και των συσχετισμών των παραμέτρων δεν είναι η ίδια για κάθε παράμετρο εξόδου. 2) Η μορφή της λαβής επηρεάζει τον αριθμό κινήσεων, ο οποίος με τη σειρά του εξαρτάται από την εξοικείωση του θεριστή με τη χρήση συγκεκριμένου τύπου δρεπανιού. 3) Ο πυριτόλιθος φθείρεται με πιο αργούς ρυθμούς από τον οψιανό. 4) Η καμπύλη λαβή σε συνδυασμό με κόψη 20 εκατοστών μειώνει τον αριθμό των κινήσεων και επιτρέπει να συλλεχθεί με μια κίνηση μεγάλος αριθμός φυτών. 5) Η καμπύλη λαβή σε συνδυασμό με την τοποθέτηση των λίθινων στοιχείων πλαγίως προς τον άξονα της λαβής μεγιστοποιεί τον αριθμό των φυτών που κόβονται σε δύο λεπτά. Σύνοψη τελικής πρότασης: Η αρχική πρόταση ισχύει για τη Βόρεια Συρία σε άλλες περιοχές της Μέσης Ανατολής η εξέλιξη είναι διαφορετική. Στη Βόρεια Συρία, η βελτίωση της παραγωγικότητας των δρεπανιών αρχίζει με την εμφάνιση των εξημερωμένων δημητριακών κατά τη διάρκεια της μέσης Προκεραμεικής Β και ειδικότερα την 8 η χιλιετία π.χ. Η χρήση του πιο παραγωγικού τύπου δρεπανιού (καμπύλη λαβή με πλαγίως τοποθετημένα λίθινα εργαλεία) γίνεται συχνότερη κατά την ύστερη φάση της περιόδου, μετά το 7000 π.χ., και συμπίπτει με αλλαγές στην παραγωγή των λίθινων απολεπισμένων εργαλείων, στο είδος και στην οργάνωση των γεωργικών δραστηριοτήτων, στη διασπορά των οικισμών και των σχέσεών τους με ανταλλακτικά δίκτυα. Η εξέλιξη των δρεπανιών πρέπει να μελετηθεί σε σχέση με το κατά τόπους τεχνολογικό, οικονομικό και κοινωνικό πλαίσιο. Πίν. 1. Σύντομη περιγραφή παραδείγματος πειραματικής έρευνας (Astruc et al. 2012).

18 ΡΟΖΑΛΙΑ ΧΡΗΣΤΙΔΟΥ που εξετάζονται με τη βοήθεια του πειραματισμού είναι χρήσιμη, προαπαιτούμενη δε για όποιον κάνει πειράματα. Η εξοικείωση εντάσσεται στην εκπαίδευσή του και στο αρχικό στάδιο της εργασίας του κατά το οποίο είναι δυνατή η εξαγωγή προκαταρκτικών συμπερασμάτων και η διατύπωση υποθέσεων που διερευνώνται στη συνέχεια. Η εξοικείωση του ευρέος κοινού επιδιώκεται με: 1) αναπαραστάσεις που στηρίζονται στη χρήση αρχαίων υλικών και διαδικασιών χωρίς αναφορά σε συγκεκριμένο πολιτιστικό πλαίσιο και 2) αναπαραστάσεις που λαμβάνουν υπ όψιν αυτό το πλαίσιο. Στην πρώτη περίπτωση, οι live ή μη απομιμήσεις ονομάστηκαν μερικές φορές πειράματα (π.χ. Coles 1979: preface, 36) μολονότι δεν αντανακλούν μια βασική αρχή της πειραματικής αρχαιολογίας, την αναφορά σε συγκεκριμένα αρχαιολογικά δεδομένα. Στη δεύτερη περίπτωση, η απομίμηση δεν συμβαδίζει με την πρακτική που ακολουθείται στην οργάνωση και στην εκτέλεση των πειραμάτων. Όπως προαναφέρθηκε, τα πειράματα επαναλαμβάνονται και σειρές πειραμάτων εκτελούνται όταν η έρευνα εξετάζει τη σχέση περισσότερων των δύο μεταβλητών. Η αναπαράσταση αποτελεί ολοκληρωμένη πρόταση που βασίζεται στη σύνθεση επιλεγμένων αποτελεσμάτων μίας ή περισσοτέρων ερευνών και, όταν απευθύνεται στο ευρύ κοινό, σπανίως συζητά το είδος και την ποιότητα των δεδομένων. Επιπλέον, στην περίπτωση της έρευνας, οι ψυχολογικές παράμετροι της ανθρώπινης δραστηριότητας (και αυτής της δραστηριότητας του πειραματιστή) αποτελούν είτε αντικείμενο μελέτης είτε εξετάζονται ως πιθανά σφάλματα στη διατύπωση της υπόθεσης εργασίας και στην εκτέλεση του πειράματος. Στην περίπτωση της αναπαράστασης, αυτές οι παράμετροι αποτελούν το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Οι αναπαραστάσεις που απευθύνονται στο ευρύ κοινό είναι ένα πολύ χρήσιμο μέσο διάδοσης των αρχαιολογικών πορισμάτων και πρακτικών, η οποία είναι αναγκαία αφού η αρχαιολογική έρευνα δεν είναι αυτόνομη, αλλά υποστηρίζεται από κρατικούς και ποικίλους ιδιωτικούς φορείς. 4 Είναι λοιπόν χρήσιμο να διευκρινίζονται οι στόχοι κάθε εργασίας, ερευνητικής, εκπαιδευτικής ή ψυχαγωγικής και να καθίσταται σαφές ότι οι προτάσεις που παρουσιάζονται τόσο εντός όσο και εκτός του ακαδημαϊκού χώρου αφορούν πάντα ορισμένες όψεις της πραγματικότητας. Παρόμοια προβλήματα ανέκυψαν στο παρελθόν με τις αποκαταστάσεις των μνημείων και άλλων αρχαιολογικών ευρημάτων. Οι νόρμες άλλαξαν με την πάροδο του χρόνου χωρίς όμως να σταματήσουν οι αποκαταστάσεις. Η σύγχρονη τεχνολογία (πολυμέσα, αναπαραστάσεις εικονικής πραγματικότητας, βιντεοσκόπηση κ.ά.) επιτρέπει την παρουσίαση και τη σύγκριση διαφόρων προτάσεων και την εποικοδομητική επικοινωνία με το κοινό (Stanley-Price 2009). Κατά τη γνώμη μου, ανάλογη αντιμετώπιση των αναπαραστάσεων μπορεί να συμβάλει στην κατανόηση του ρόλου τους και στην εξέλιξή τους με τη βοήθεια εννοιών και 3 Στην Ιαπωνία, η παρουσίαση της αρχαιολογικής έρευνας στο κοινό είναι αναγκαία για την έγκριση και τη συνέχιση της έρευνας.

ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ 19 μεθόδων των γνωστικών επιστημών. Τέλος, έχουν διατυπωθεί αμφιβολίες για τη χρησιμότητα της πειραματικής μεθόδου στη μελέτη των πολιτιστικών διαφορών και της ποικιλίας των ανθρώπινων συμπεριφορών και πρακτικών (π.χ. Lucas 2001: 181-3). Η κριτική εστιάζει στον συσχετισμό των πειραματικών δεδομένων με τη middle-range theory και με την αναζήτηση κανονιστικών προτύπων της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Από την άλλη πλευρά, ο προβληματισμός σχετικά με το θεωρητικό υπόβαθρο της actualistic research, με ή χωρίς πειράματα, δεν είναι νέος μεταξύ των αρχαιολόγων που κάνουν έρευνα αυτού του είδους και που προσεγγίζουν το θέμα από διαφορετικές οπτικές γωνίες και σε διαφορετικά επίπεδα (Gould 1980, Gifford-Gonzalez 1991, van Gijn & Raemaekers 1999, Gosselain 2011, Juel-Jensen 1994: 14-7, Hodder 1982, O Connell 1995 κ.ά.). Όσον αφορά την πειραματική αρχαιολογία μπορούν να γίνουν δύο βασικές επισημάνσεις. Πρώτον, ο πειραματισμός είναι ένα μέσο ελέγχου υποθέσεων και κατ επέκταση μέσο παραγωγής δεδομένων. Συνδέεται δε με διάφορους επιστημονικούς κλάδους στους οποίους στηρίζεται η αρχαιολογία και με μεθόδους που δεν υποκαθιστά. Παραδείγματος χάριν, στην εργαστηριακή μελέτη της φθοράς των επιφανειών των λίθινων εργαλείων τα πειράματα χρήσης πειραματικών εργαλείων και αυτά που εκτελούνται στο πλαίσιο της σκληρομετρικής ανάλυσης δεν υποκαθιστούν, αλλά συνδυάζονται με την πετρογραφική ανάλυση (π.χ. Astruc et al. 2001). Με δεδομένο ότι ο πειραματισμός δεν αποτελεί αυτόνομο ερευνητικό τομέα, μπορεί να υποστηριχθεί ότι δεν υπάρχει πειραματική αρχαιολογία (Pelegrin 1998) υπάρχουν προσεγγίσεις, όπως η προαναφερθείσα ανάλυση της φθοράς των εργαλείων, οι οποίες περιλαμβάνουν τον πειραματισμό. Αν μία προσέγγιση γίνεται αποδεκτή ή, αντιθέτως, απορρίπτεται ως ανεπαρκής, απαρχαιωμένη ή άσχετη με το θέμα που απασχολεί τον ερευνητή είναι άλλης τάξεως ζήτημα. Η υπερεκτίμηση του πειραματισμού σε κείμενα της δεκαετίας του 1960 και ιδίως της δεκαετίας του 1970 μπορεί να ερμηνευθεί κυρίως από: 1) την επιλογή μιας μονοδιάστατης, υλιστικής στη βάση της, θεώρησης των αρχαιολογικών ευρημάτων και των σχέσεών τους και 2) την ευφορία που δημιούργησε αυτή η θεώρηση ως απάντηση στις δυσκολίες του συμβιβασμού της μέχρι τότε κυρίαρχης ιστορικής περιγραφικής ερμηνείας των αρχαιολογικών ευρημάτων με την αύξηση της ποσότητας και της ποικιλίας τους και με τη δυναμική της εφαρμογής αναλυτικών τεχνικών των θετικών επιστημών στην αρχαιολογία. Από την επόμενη δεκαετία, η συνειδητοποίηση του πολύπλοκου χαρακτήρα των αρχαιολογικών δεδομένων συνέβαλε: 1) στη χρήση πολλαπλών προσεγγίσεων και μεθόδων ανάλυσης, 2) στην εμπεριστατωμένη επιλογή των μεθόδων ανάλογα με το θέμα της έρευνας και 3) στον καλύτερο έλεγχο της οργάνωσης των πειραμάτων και της χρήσης των αποτελεσμάτων τους. Ορισμένα συμπεράσματα που εξήχθησαν στα αρχικά στάδια της αρχαιολογικής πειραματικής έρευνας κρίνονται σήμερα αφελή ή βεβιασμένα. Παραδείγματος χάριν, ποικίλες τε-

20 ΡΟΖΑΛΙΑ ΧΡΗΣΤΙΔΟΥ χνικές διαδικασίες χαρακτηρίστηκαν πολύπλοκες και κοπιαστικές λόγω των δυσκολιών που συναντούσε ο πειραματιστής, ενώ η εξοικείωσή του με τις δραστηριότητες που εξέταζε δεν υπολογιζόταν. Στο σημείο αυτό μπορεί κανείς να παραπέμψει στον Gosselain (2011: 90), ο οποίος υπενθυμίζει ότι τα πρώιμα στάδια της έρευνας κληρονομούν συχνά στη μεταγενέστερη έρευνα «bêtises et fausses vérités». Δεύτερον, η πειραματική αρχαιολογία διερευνά κανονικότητες και αναλογίες κατά την ανάλυση φυσικών και πολιτιστικών φαινόμενων in tandem με τα αρχαιολογικά ευρήματα. Η συνάφεια των συγκρινόμενων φαινομένων προϋποτίθεται βάσει στοιχείων που προέρχονται από προηγούμενη εμπειρία και γνώση και επομένως κρίνεται. Παραδείγματος χάριν, η ανάλυση της φθοράς των εργαλείων βασίζεται στην παραδοχή ότι τα υλικά, αρχαία ή σύγχρονα, φθείρονται. Περαιτέρω, ένα πείραμα δεν προδικάζει το αποτέλεσμα που παράγει αλλά τα ποιοτικά χαρακτηριστικά και τη φύση του αποτελέσματος. Στον τομέα ή στο στάδιο της έρευνας όπου εφαρμόζεται, ο πειραματισμός, ως πρακτική, δεν εμποδίζει τη μεθοδική αναζήτηση διαφοροποιήσεων, ποικιλομορφίας και πολλαπλών ερμηνειών, αφού είναι δυνατή η μεταβολή του αρχικού ερωτήματος και βεβαίως η διατύπωση νέου. Παραδείγματος χάριν, η στίλβη των λίθινων επιφανειών μπορεί να αναλυθεί ως οπτικό φαινόμενο, αλλά εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την τραχύτητα της επιφάνειας, η οποία ελέγχεται με την αφή. Η μελέτη της απτικής αντίληψης στο εργαστήριο έχει σημαντικές προεκτάσεις στη μελέτη των δεξιοτήτων των τεχνιτών (π.χ. Procopiou et al. 2011). Η έλλειψη ιστορικής προοπτικής κατά τη θεώρηση συγκεκριμένων πρακτικών της έρευνας, όπως είναι ο πειραματισμός, καθώς και η έλλειψη κατανόησης (από τους ίδιους τους χρήστες της μεθόδου ή άλλους) του είδους των δεδομένων που παράγουν οδηγούν σε παρανοήσεις ή σε καρικατούρες της μεθόδου και των αποτελεσμάτων της εφαρμογής της. Είναι βεβαίως δυνατή η αμφισβήτηση της ουσίας μιας πρακτικής, η χρήση της αναλογίας στην περίπτωση της πειραματικής αρχαιολογίας (σύγκρ. Porr 1999, βλ. και Lyman 1994: 46-69). Ωστόσο, με δεδομένο ότι η αναλογία χρησιμοποιείται σε διάφορα στάδια της αρχαιολογικής έρευνας, από την πρώτη περιγραφή των ευρημάτων κατά την ανασκαφή ή την επιφανειακή έρευνα έως την τελική περιγραφή τους (π.χ. van Gijn & Raemaekers 1999: 43), η κριτική που γίνεται, τυπικά, σε μία εργασία που βασίζεται στον πειραματισμό αφορά την επιλογή των μεταβλητών, οι οποίες αντανακλούν το περιεχόμενο της αναλογίας, την οργάνωση των πειραμάτων και τη χρήση των αποτελεσμάτων τους. Αυτή η κριτική έχει ως σκοπό να εξασφαλίσει δεδομένα που είναι κατανοητά, ελέγξιμα και αξιοποιήσιμα από άλλους αναλυτές. ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΗΣ ΜΕΘΟΔΟΥ ΣΤΗ ΜΕΛΕΤΗ ΤΩΝ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΩΝ ΕΡΓΑΛΕΙΩΝ Το πλαίσιο της εφαρμογής Ο πειραματισμός αποτελεί βασική πρακτική της τεχνολογικής μελέτης των προϊστορικών εργαλείων και ειδικότε-

ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ 21 ρα της ανάλυσης των ιχνών κατασκευής και χρήσης. Τον συνδυασμό αυτής της ανάλυσης με τον πειραματισμό και εθνογραφικά ανάλογα με σκοπό τη μελέτη των αρχαίων τεχνικών εισήγε στην αρχαιολογία πριν από περίπου 80 χρόνια ο Ρώσος Sergei Semenov (1970, βλ. επίσης Longo & Skakun 2005). Η αντίστοιχη μελέτη εξελίχθηκε στη Δύση από τη δεκαετία του 1970 με κύριο πόλο την ανάλυση των ιχνών χρήσης των εργαλείων από απολεπισμένο λίθο. Η ανάλυση των ιχνών κατασκευής και χρήσης των οστέινων εργαλείων συστηματοποιήθηκε με πιο αργούς ρυθμούς. Τα μεταλλικά και τα ξύλινα εργαλεία είναι σχετικώς σπάνια η πρώτη ύλη και η διατήρησή τους οδηγούν συχνά στην επιλογή διαφορετικών αναλυτικών μεθόδων (αλλά βλ. Koda 1993, Nugent 2006, Soriano & Gutiérrez Sáez 2009). Τα απολεπισμένα λίθινα εργαλεία απαντούν σε μεγάλες ποσότητες στην πλειονότητα των προϊστορικών θέσεων και ως εκ τούτου αποτελούν ένα σημαντικό τομέα της αρχαιολογικής έρευνας. Τα πειράματα κατασκευής αυτών των εργαλείων είναι από τα γνωστότερα παραδείγματα εφαρμογής της πειραματικής μεθόδου στην αρχαιολογία. Η περιγραφή απολεπισμένων λίθινων εργαλείων με τη βοήθεια σύγχρονων παραδειγμάτων, συμπεριλαμβανομένων των δοκιμών αναπαραγωγής των κατασκευαστικών χαρακτηριστικών των εργαλείων, χρονολογείται από τον 19 ο αιώνα. Βαρύνουσα σημασία στις τεχνικές κατασκευής απέδωσαν ωστόσο εργασίες που δημοσιεύτηκαν τις δεκαετίες του 1950 και του 1960 (π.χ. Johnson 1978: 350-1, Inizan 2012: 11-4, Tixier et al. 1980: 27-9). Όπως και στην περίπτωση των οστέινων εργαλείων (Camps-Fabrer 1985), η εντατικοποίηση της αρχαιολογικής έρευνας μετά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο και ο συνακόλουθος πολλαπλασιασμός των ευρημάτων που έδειξε τη γεωγραφική και χρονολογική ποικιλία των λίθινων εργαλείων, αλλά και το αυξημένο ενδιαφέρον για την ανθρώπινη συμπεριφορά και δραστηριότητα εξηγούν, τουλάχιστον εν μέρει, τη σταδιακή στροφή της αρχαιολογικής έρευνας των δυτικών χωρών προς τις αρχαίες τεχνικές. Από το 1980, η μελέτη της κατασκευής των απολεπισμένων λίθινων εργαλείων βασίζεται στον πειραματισμό. Η ανάλυση των τεχνικών περιλαμβάνει τα διάφορα υλικά που χρησιμοποιεί ο κατασκευαστής των εργαλείων, τις κινήσεις που εκτελεί και τη θέση του σώματός του κατά την εργασία (Pelegrin 1995: 20). Η μελέτη των παραλλαγών των τεχνικών μπορεί να αποδειχθεί πολύπλοκη και μακροχρόνια (π.χ. Desrosiers 2012). Τα υλικά και η κίνηση είναι κεντρικά στοιχεία της ερμηνείας των μακροσκοπικών και μικροσκοπικών ιχνών της φθοράς που σχηματίζεται στα διάφορα λίθινα και στα οστέινα εργαλεία κατά την κατασκευή και τη χρήση τους. Από τη δεκαετία του 1930, ο Semenov και οι ερευνητές του Ινστιτούτου του Υλικού Πολιτισμού στη Ρωσία μελετούν αυτά τα ίχνη με τη βοήθεια πειραματικών δεδομένων. Βεβαίως, ο πειραματισμός δεν θεωρήθηκε από τον Semenov (ούτε και είναι) μια ανεξάρτητη μέθοδος μελέτης των τεχνικών. Η μέθοδος που πρότεινε είναι πιο σύνθετη, αφού συνδυάζει έννοιες και πρακτικές διαφόρων επιστημονι-

22 ΡΟΖΑΛΙΑ ΧΡΗΣΤΙΔΟΥ κών κλάδων (γεωλογία, παλαιοντολογία, εθνολογία, ανθρωπολογία κ.ά.) και κάνει χρήση της αναλογίας. 5 Δεν είναι λοιπόν τυχαία η απήχηση που είχε στη Δύση η πρώτη αγγλική μετάφραση του βιβλίου του Pervobitnaya tekhnika, η οποία δημοσιεύτηκε με τον ίδιο τίτλο, Prehistoric technology, το 1964 και επανεκδόθηκε έξι χρόνια αργότερα. Είναι η περίοδος ανάπτυξης και διάδοσης του ρεύματος της Νέας Αρχαιολογίας, η οποία έστρεψε το ερευνητικό ενδιαφέρον προς την ανθρώπινη συμπεριφορά και δραστηριότητα και χρησιμοποίησε έννοιες και μεθόδους άλλων επιστημών (Longo in Anderson et al. 2005: 11-2). Όσον αφορά τη φθορά των εργαλείων, στην οποία επικεντρώθηκε καταρχήν η έρευνα στις δυτικές χώρες, ο Semenov υποστήριξε ότι τα μακροσκοπικά και μικροσκοπικά ίχνη φθοράς διαφοροποιούνται ανάλογα με τα υλικά και τις κινήσεις που χρησιμοποιούν οι κατασκευαστές και οι χρήστες αυτών των αντικειμένων. Ανέλυσε με τον ίδιο τρόπο αρχαία και παραδοσιακά εργαλεία και επέμεινε στη διάκριση των σκόπιμων μεταβολών των αρχαίων αντικειμένων από τις τυχαίες αλλοιώσεις που αυτά υφίστανται πριν και μετά τον ενταφιασμό τους. Οι Ruth Tringham et al. (1974) βασίστηκαν στη μέθοδο του Semenov και πρότειναν την ανάλυση των ιχνών χρήσης που παρατηρούνται με γυμνό μάτι και με μικρές μεγεθύνσεις (έως 100 ), κυρίως την απολέπιση και το στόμωμα, των ενεργών άκρων των απολεπισμένων λίθινων εργαλείων. Την ανάλυση με μεγάλες μεγεθύνσεις (200-500 ) της φθοράς που συχνά αναφέρεται ως στίλβη εξέλιξε ο Laurence Keeley (1980). Αυτή η ανάλυση αφορά κατ ουσίαν τις μεταβολές της στιλπνότητας και στοιχείων του αναγλύφου της λίθινης επιφάνειας (τραχύτητα, καμπύλωση, βαθύνσεις κ.ά., Εικ. 1). Οι παραπάνω αναλύσεις είναι συμπληρωματικές. Γρήγορα συνδυάστηκαν με τη μελέτη των υπολειμμάτων και των φυσικών και χημικών διαδικασιών ανάπτυξης της φθοράς (π.χ. Anderson 1980, Christensen 1998, Fullagar 1991). Ο μικροσκοπικός εξοπλισμός και το software διευρύνθηκαν με σκοπό την ποσοτικοποίηση των παρατηρούμενων μεταβλητών (Faulks et al. 2011 με βιβλιογραφικές αναφορές), αφού η παρατήρηση μιας επιφάνειας κάτω από το μικροσκόπιο δεν παράγει ακριβείς μετρήσεις. 6 Οι εφαρμογές εννοιών και αναλυτικών τεχνικών της τριβολογίας, η οποία μελετά τη φθορά των εφαπτόμενων κατά την κίνησή τους σωμάτων, επέτρεψε την εμβάθυνση της γνώσης των μηχανισμών της φθοράς και των τεχνικών ποσοτικοποίησης της μικρογεωμετρίας των φθαρμένων επιφανειών (π.χ. Anderson et al. 1998, 2006, Astruc 2002, Astruc et al. 2001, 2003). Οι μελέτες της φθοράς αφορούν πλέον την κατασκευή και τη χρήση διαφόρων λίθινων αντικειμένων (π.χ. Adams 1997, Astruc et al. 2011, Christensen, Valla 1999, D Errico et al. 2000, Hamon 2003). Πρότυπα εργασιών που συνδυάζουν διάφορες αναλυτικές τεχνικές αφορούν ποικίλα λίθινα αντικείμενα από το προϊστορικό Αιγαίο (π.χ. Boleti 2009, Morero 4 Ειδικότερα για τη χρήση των εθνογραφικών δεδομένων από τον Semenov, βλ. Skakun & Aleksashenko 2008. 5 Την ανάγκη ακριβών μετρήσεων επέσημανε και ο Semenov (Plisson & Anderson in Anderson et al. 2005: 15).

ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ 23 Εικ. 1. Στίλβη σε εργαλείο από οψιανό που χρησιμοποιήθηκε στο θερισμό. Σχετίζεται με τη φθορά των ρωγμών (πλάγιες γραμμικές βαθύνσεις) της αρχικής επιφάνειας, των απολεπισμάτων κατά μήκος της κόψης και διαφόρων βαθύνσεων μικρότερου μεγέθους (βέλη) που σχηματίστηκαν κατά τη χρήση του εργαλείου (κλίμακα: 0,005 χιλιοστά, φωτογραφία: L. Astruc). 2009, Procopiou 1998, Procopiou et al. 2002, Vargiolu et al. 2007). Οι δυνατότητες διασύνδεσης του πειραματισμού με τη μελέτη των chaîne opératoire παραγωγής και χρήσης των λίθινων αντικειμένων είναι προφανείς. Μετά το 1980, η έρευνα στράφηκε σταδιακά στο γνωστικό-ψυχολογικό και στο κοινωνικό υπόβαθρο των τεχνικών και η ανάλυση των υλικών και των κινήσεων με τη βοήθεια του πειραματισμού συνδέθηκε με τη μελέτη της κινησιακής ικανότητας, των αισθητηριακών λειτουργιών, των νοητικών διαδικασιών και της οργάνωσης της εργασίας με τις οποίες είναι συνυφασμένες οι τεχνικές (π.χ. Pelegrin 2005, 2007, Ploux 1989, Risch 2008, Roux & David 2005, Uomini 2006, όλα με βιβλιογραφικές αναφορές). Η επιλογή των παραμέτρων που εξετάζονται πειραματικά είναι συνυφασμένη με τη γνώση που αποκτήθηκε από προηγούμενες έρευνες αρχαιολογικές, actualistic και συναφών με τα εξεταζόμενα θέματα επιστημονικών πεδίων (π.χ. ψυχολογία και γεωλογία), τη διαφοροποίηση του αρχαιολογικού υλικού και τις διαθέσιμες αναλυτικές τεχνικές. Η αλληλεπίδραση αναλυτικών τεχνικών και επιστημονικών κλάδων είναι καθοριστική της ποικιλίας και της ιεραρχίας των φαινομένων που ελέγχονται με τον πειραματισμό. Ένα τέτοιο παράδειγμα, που ήδη αναφέρθηκε, είναι οι εφαρμογές τριβολογικών μεθόδων μέτρησης στη μελέτη της αισθητηριακής αντίληψης. 7 6 Για το ανανεωμένο ενδιαφέρον για την αισθητηριακή αντίληψη, βλ. Fahlander & Kjellstrom 2010 με βιβλιογραφικές αναφορές.

24 ΡΟΖΑΛΙΑ ΧΡΗΣΤΙΔΟΥ Περαιτέρω, ποικίλες παράμετροι που διερευνώνται πειραματικά εξετάζονται και στο πλαίσιο εθνοαρχαιολογικών προγραμμάτων και επαναξιολογούνται ως κριτήρια χαρακτηρισμού της φθοράς των αρχαίων αντικειμένων (π.χ. Beyries 2008, Beyries & Rots 2008). Γενικώς, οι μεταβλητές που εξετάζει ένα πείραμα είναι αποτελέσματα της αλληλεπίδρασης θεωριών, ερευνητικών μέσων και μορφών που αναγνωρίζονται στα υλικά κατάλοιπα. Στην ταφονομία των οστών γίνεται διάκριση των ανθρώπινων ενεργειών κατά τη σφαγή, την κατανάλωση της τροφής και την κατασκευή και τη χρήση οστέινων αντικειμένων από άλλα ανθρωπογενή και από φυσικά αίτια που προκαλούν αλλοιώσεις στα οστά. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1960, τα βασικά κριτήρια γι αυτή τη διάκριση καθορίζονται μέσω του πειραματισμού (π.χ. Lyman 1994: 315-3). Σε αυτό το πλαίσιο εξετάστηκαν τα προβλήματα αναγνώρισης των ανεπεξέργαστων ή των στοιχειωδώς επεξεργασμένων οστών που χρησιμοποιήθηκαν ως εργαλεία. Αυτά τα προβλήματα οξύνονται όταν τα εν λόγω εργαλεία αποτελούν τη μοναδική ένδειξη χρήσης των οστών για την κατασκευή εργαλείων ή ακόμη τη μοναδική ένδειξη κατοίκησης (π.χ. Binford 1973, 1981, D Errico & Backwell 2003, D Errico & Villa 1997, Johnson 1985, Johnson et al. 2000). Πρέπει ωστόσο να τονιστεί ότι ο βαθμός επεξεργασίας των οστών είναι βασικό μέσον διερεύνησης του χαρακτήρα της παραγωγής των εργαλείων και της ποικιλίας των συμπεριφορών που αναγνωρίζονται σε διάφορες αρχαιολογικές θέσεις (Choyke 1997, Stordeur 1978). Κατά τη δεκαετία του 1960 άρχισε επίσης η δημοσίευση πειραμάτων κατασκευής ποικίλων οστέινων αντικειμένων (Camps-Fabrer 1985, Sidéra & Legrand 2006, και τα δύο με βιβλιογραφικές αναφορές). Ο αρχικός στόχος ήταν η χρήση τεχνολογικών δεδομένων για την ταξινόμηση του υλικού. Τα πρώτα σύγχρονα παραδείγματα μελέτης ιχνών χρήσης δημοσιεύτηκαν την επόμενη δεκαετία, αρχικώς για να μελετηθούν εργαλεία με ιδιαίτερη μορφή (π.χ. Campana 1979, 1989, Stordeur 1988α, 1988β, Stordeur & Anderson- Gerfaud 1985. Βλ. και Sidéra & Legrand 2006). Έγιναν επίσης προσπάθειες σύγκρισης των ιχνών χρήσης σε διαφορετικά αντικείμενα (π.χ. Lemoine 1989, Olsen 1984, Peltier & Plisson 1986, Shipman 1989, Shipman & Rose 1988). Αν και πρόσφατες εθνοαρχαιολογικές έρευνες με επίκεντρο την τεχνολογία (π.χ. Beyries 2008 με βιβλιογραφικές αναφορές) δεν αγνόησαν τις σπάνιες, πλέον, περιπτώσεις χρήσης οστέινων εργαλείων, τα εθνογραφικά και εθνοϊστορικά δεδομένα αποτελούν τη κύρια πηγή πληροφοριών για τη χρήση αυτών των εργαλείων. Τα ίχνη στην επιφάνεια των οστέινων αντικειμένων ποικίλλουν και συνδέονται με πλήθος παραγόντων που δρουν ταυτόχρονα ή διαδοχικά και αλλοιώνουν τα οστά από τον θάνατο του ζώου μέχρι τη μελέτη του υλικού (π.χ. D Errico 1993). Οι μικρές μεγεθύνσεις έπαιξαν και παίζουν σημαντικό ρόλο στην ανάλυση της φθοράς (π.χ. van Gijn 2005, Griffitts & Bonsal 2001, Maigrot 1997, 2003. Βλ. και Sidéra & Legrand 2006). Οι μεγάλες χρησιμοποιούνται από σχετι-

ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ 25 κώς μικρό αριθμό ερευνητών με σκοπό τη διεύρυνση των κριτηρίων ταξινόμησης της φθοράς που παράγεται κατά τη χρήση των εργαλείων από οστά και όστρεα (π.χ. Buc 2011, Christidou 1999, Cristiani 2010, Lammers-Keijers 2008, Legrand 2007, Stordeur & Christidou 2008) αλλά και κατά την επεξεργασία των οστών (Christidou 2008α, 2000β). Η χρησιμότητα των ακριβών μετρήσεων φάνηκε κατά τη λεπτομερή ανάλυση συγκεκριμένων τύπων ιχνών (D Errico 1990, 1996). Τελευταίως άρχισε συνεργασία με τριβολόγους για να αντιμετωπιστούν προβλήματα αποσαφήνισης και ποσοτικοποίησης βασικών ιδιοτήτων της τοπογραφίας των φθαρμένων οστέινων επιφανειών (Christidou & Vargiolu, υπό προετοιμασία). Αυτή η εργασία εντάσσεται στο πλαίσιο πειραματικής έρευνας 8 που επιχειρεί για πρώτη φορά τη σύγκριση λίθινων και οστέινων εργαλείων με σκοπό την εμβάθυνση κρίσιμων παραμέτρων της φθοράς τους. Κατηγορίες πειραμάτων Η πιο απλή περίπτωση πειραματισμού είναι αυτή της διερεύνησης της σχέσης δύο μεταβλητών. Αυτό σημαίνει ότι η προηγηθείσα έρευνα, πειραματική ή άλλη, έχει περιορίσει τη μελέτη σε αυτές τις δύο μεταβλητές. Στην τεχνολογική ανάλυση των εργαλείων γίνεται διάκριση μεταξύ πειραμάτων ειδικού σκοπού και πειραμάτων μεγαλύτερης εμβέλειας, τα οποία αποτελούν τη βάση για την εξακρίβωση υποθέσεων μέσω πειραμάτων ειδικού σκοπού ή τη διατύπωση συμπερασμάτων διά της απαγωγής. Η διάκριση μεταξύ αυτών των δύο κατηγοριών πειραμάτων έχει συζητηθεί εκτενώς από τους αναλυτές των ιχνών χρήσης στα απολεπισμένα λίθινα εργαλεία (van Gijn 1990: 24, González Urquijo & Ibáñez Estévez 1994: 15-6, Hurcombe 1992: 29 κ.ά.). Τα πειράματα της δεύτερης κατηγορίας προβλέπουν τη διερεύνηση των παραμέτρων που σχετίζονται με τις τεχνικές και που επηρεάζουν την εμφάνιση και την εξέλιξη της φθοράς. Η γνώση της συμπεριφοράς των διαφόρων χαρακτηριστικών της φθοράς, δηλαδή των εξαρτημένων μεταβλητών, ανάλογα με τις μεταβολές των χαρακτηριστικών των υλικών και των κινήσεων που προκαλούν τη φθορά, δηλαδή των ανεξάρτητων μεταβλητών, επιτρέπει στη συνέχεια να γίνουν προτάσεις για τα πιθανά αίτια της φθοράς στα αρχαία αντικείμενα. Με τον ίδιο τρόπο εξετάζονται οι αλλοιώσεις των αντικειμένων μετά την απόρριψή τους. Οι συλλογές αναφοράς που δημιουργούνται δεν έχουν λοιπόν ως σκοπό την αναπαραγωγή της φθοράς που παρατηρείται σε κάθε εργαλείο, αλλά επιτρέπουν να καθοριστούν τα κριτήρια της ερμηνείας της ως αποτέλεσμα της χρήσης τεχνικών και της δράσης τυχαίων παραγόντων. Σε αυτό το σημείο πρέπει να τονιστεί ότι στην πραγματικότητα καμιά μορφή φθοράς που παρατηρείται στο αρχαιολογικό υλικό δεν είναι αντίγραφο μιας άλλης γνωστής μορφής, αρχαιολογικής, πειραματικής ή εθνογραφικής. Είναι επομένως αναγκαίο να υπάρχει, σε κάθε περίπτωση, μια βάση σύγκρισης και ταξινόμησης των μορφών. Αυτή 7 Βλ. http:// www.obsidianuseproject.org

26 ΡΟΖΑΛΙΑ ΧΡΗΣΤΙΔΟΥ τη βάση εξασφαλίζει ο συστηματικός χαρακτήρας των πειραμάτων της δεύτερης κατηγορίας. Η αναπαραγωγή της φθοράς που παρατηρείται σε κάθε αρχαίο αντικείμενο είναι χρονοβόρα και δεν εξασφαλίζει ότι η εξεταζόμενη αιτία είναι η μόνη που μπορεί να παράγει την παρατηρούμενη φθορά. Η συνεχής αναπαραγωγή δραστηριοτήτων χωρίς έλεγχο και γνώση της συμπεριφοράς των διαφόρων παραμέτρων που σχετίζονται με τη φθορά δημιουργεί τα ίδια πρακτικά προβλήματα που παράγει η ατέρμονη αναζήτηση αναλογιών ανάμεσα σε εθνογραφικά παράλληλα και στο αρχαιολογικό υλικό (π.χ. Unrath et al. 1986: 170). Η εκτέλεση πειραμάτων της δεύτερης κατηγορίας προϋποθέτει την κατάρτιση ενός προγράμματος πειραματικής έρευνας. Ο προγραμματισμός βασίζεται σε μεγάλο βαθμό: 1) στα δεδομένα που είναι διαθέσιμα για τις πρώτες ύλες και τα κατάλοιπα των δραστηριοτήτων που βρίσκονται στην εκάστοτε εξεταζόμενη αρχαιολογική θέση και στο περιβάλλον της, 2) σε προηγούμενες μελέτες, ανάλογες με αυτή που διεξάγεται και 3) σε αντιστοιχίες με γνωστές εθνογραφικές περιπτώσεις (π.χ. González Urquijo & Ibáñez Estévez 1994: 15-6, Keeley 1980: 5, Moss & Newcomer 1982, Juel-Jensen 1994: 14, Vaughan 1981: 9-10). Προβλέπει την εξέταση ποικίλων δραστηριοτήτων για να δημιουργηθεί μια ευρεία ερμηνευτική βάση. Προϋποθέτει δε μια αναλυτική προσέγγιση των υλικών και των κινήσεων που θα μελετηθούν (González Urquijo & Ibáñez Estévez 1994: 16-7, Gutiérrez Sáez 1993). Το παράδειγμα της Εικ. 2 δείχνει μερικά από Εικ. 2. Παραδείγματα μεταβλητών στις οποίες αναλύεται η δραστηριότητα: (α) γωνία επαφής του εργαλείου με την επιφάνεια του αντικειμένου που δέχεται την επεξεργασία, (β) γωνία εργασίας (γ) γωνία της κόψης του εργαλείου, (Α) κρούση, (Β) έμμεση κρούση, (Γ) τριβή. Τα βέλη δείχνουν δύο πιθανές κατευθύνσεις της κίνησης. τα χαρακτηριστικά ενός εργαλείου και της κίνησης που εξετάζονται κατά τον πειραματισμό ως αίτια διαφοροποίησης της φθοράς. Με παρόμοιο τρόπο αναλύονται οι πρώτες ύλες, οι οποίες ορίζονται κατά κανόνα με βάση την προέλευσή τους (π.χ. ζωικές ή φυτικές) και άλλα χαρακτηριστικά που επηρεάζουν τη φθορά (π.χ. σκληρότητα, υγρασία, τραχύτητα κ.λπ.). Διάφοροι ερευνητές (π.χ. Keeley 1980: 7, Grace 1989: 12) επεσήμαναν ότι ο εξαντλητικός συνδυασμός των δια-

ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ 27 φόρων μεταβλητών δεν ανταποκρίνεται πάντα σε πραγματικές δραστηριότητες. Παραδείγματος χάριν, δεν είναι δυνατόν να διαμορφωθούν απολεπισμένα λίθινα εργαλεία χρησιμοποιώντας κινήσεις που παραπέμπουν στο πριόνισμα. Ορισμένες δραστηριότητες μπορούν να αποκλειστούν, ενώ άλλες διερευνώνται καθώς η καταλληλότητα των εργαλείων ή ιδιοτήτων των εργαλείων για συγκεκριμένες εργασίες δεν είναι γνωστή εκ των προτέρων (π.χ. Christidou & Legrand 2005. Βλ. επίσης Εικ. 3). Για τους ίδιους λόγους, οι περισσότεροι ερευνητές δεν υποκαθιστούν τη χειρωνακτική εργασία με τη χρήση μηχανών σε εργαστηριακές προσομοιώσεις. Τη χρήση μηχανών είχαν προτείνει αρχικώς οι Tringham et al. (1974). Τέτοια πειράματα συνήθως εκτελούνται σήμερα για τον εργαστηριακό έλεγχο συγκεκριμένων παραμέτρων (π.χ. Astruc et al. 2001, Vargiolu et al. 2007). Ωστόσο, και σε αυτές τις περιπτώσεις, γίνεται προσπάθεια να επιτευχθούν συνθήκες παρόμοιες με αυτές της ανθρώπινης εργασίας ή να συνδυαστούν εργαστηριακά μέσα παρατήρησης και μέτρησης με τα πειραματικά αντικείμενα που χρησιμοποιούνται σε χειρωνακτικές εργασίες (π.χ. Anderson et al. 2006). Προκειμένου να αναλυθεί η συμπεριφορά των διαφόρων μεταβλητών στο πλαίσιο της αναπαραγωγής πραγματικών δραστηριοτήτων, προτάθηκε η εκτέλεση σειρών πειραμάτων καθένα από τα οποία εξετάζει, στο πλαίσιο μιας δραστηριότητας, τη σχέση μιας εξαρτημένης μεταβλητής με μια ή το πολύ δύο ανεξάρτητες μεταβλητές (π.χ. González Urquijo & Ibáñez Estévez 1994: 18, Hurcombe 1992: 29. Εικ. 3. Ξέστρα από μεταπόδιο και από πλευρά βοδιών. Η συχνότητα ανανέωσης της κόψης είναι σημαντικά μικρότερη στα εργαλεία από πλευρές απ όσο είναι στα εργαλεία από μεταπόδια (Christidou & Legrand 2005: 389). Για εφαρμογές στην ανάλυση των ιχνών χρήσης των οστέινων εργαλείων, βλ. Christidou 1999, Legrand 2005). Επειδή, όπως προαναφέρθηκε, ένα πείραμα πρέπει να επαναλαμβάνεται, παράγονται τουλάχιστον τρία δείγματα κατά περίπτωση. Η λύση αυτή αποτελεί έναν συμβιβασμό που έλυσε διάφορα προβλήματα ερμηνείας των ιχνών χρήσης στα απολεπισμένα λίθινα εργαλεία. Τη δεκαετία του 1980, ορισμένοι ερευνητές του Ινστιτούτου του Λονδίνου (π.χ. Grace et al. 1985, Newcomer et al. 1986, 1988) συνειδητοποίησαν ότι οι μεταβολές της φθοράς δεν αποδίδονταν σταθερά, από όλους τους ερευνητές, στα ίδια αίτια (π.χ. κίνηση, χρόνο εργασίας,

28 ΡΟΖΑΛΙΑ ΧΡΗΣΤΙΔΟΥ υλικό). Οι δυσκολίες ελέγχου της συμπεριφοράς των διαφόρων παραμέτρων κατά την εκτέλεση των πειραμάτων και οι δυσκολίες ποσοτικοποίησης των στοιχείων της φθοράς, που οφείλονταν κατά κύριο λόγο σε λανθασμένη αντίληψη του είδους των δεδομένων που παράγει η παρατήρηση των εργαλείων κάτω από το μικροσκόπιο (βλ. παραπάνω), οδήγησαν αυτούς τους ερευνητές να απορρίψουν, μάλλον επιπόλαια, την αξιοπιστία της ανάλυσης των ιχνών στα αρχαία εργαλεία. Εκτός από την επανάληψη των πειραμάτων, διάφορα πρωτόκολλα πειραματικής έρευνας περιλαμβάνουν την εκτέλεση blind tests από τον ίδιο τον πειραματιστή ή από ομάδες πειραματιστών. Πρόκειται για ένα πολύ χρήσιμο εργαλείο ελέγχου των παρατηρήσεων των ποιοτικών χαρακτηριστικών της φθοράς στα πειραματικά και στα αρχαιολογικά εργαλεία. Το πιο γνωστό blind test είναι αυτό των Laurence Keeley και Mark Newcomer (1977) που απέδειξε τις δυνατότητες του συνδυασμού της πειραματικής μεθόδου με τη μελέτη των μικροσκοπικών ιχνών χρήσης στα απολεπισμένα λίθινα εργαλεία. Έκτοτε δημοσιεύτηκαν και άλλα blind tests (π.χ. Hamon & Plisson 2008, Newcomer et al. 1986, Odell & Odell-Vereechen 1980, Unger-Hamilton et al. 1987, Unrath et al. 1986). Άρα, ο πειραματισμός είναι το βασικό πλαίσιο αναφοράς της ανάλυσης των ιχνών κατασκευής και χρήσης των προϊστορικών λίθινων και οστέινων εργαλείων. Η οργάνωση των πειραμάτων είναι κρίσιμος παράγοντας για την επιτυχή ταξινόμηση και περιγραφή των ιχνών ως αποτελέσματα της επαφής των εργαλείων με ποικίλα υλικά κατά την εκτέλεση διαφόρων κινήσεων. Από την οργάνωση των πειραμάτων εξαρτώνται οι αναλογίες που ορίζονται ανάμεσα στις μορφές με τις οποίες παρουσιάζονται τα ίχνη κατασκευής και χρήσης στα εργαλεία από τη μια πλευρά και στα χαρακτηριστικά της κίνησης και των υλικών από την άλλη. ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ Ευχαριστώ τη Μαρία Ντίνου, την Ελένη Ψαθή και τον Στρατή Παπαδόπουλο για σχόλια και διορθώσεις του αρχικού κειμένου, τη Laurence Astruc, για τη φωτογραφία της Εικ. 2 και τη συζήτηση επί των θεμάτων που θίγονται στο πρώτο μέρος του άρθρου, και τη Χαρά Προκοπίου για χρήσιμες πληροφορίες σχετικώς με τη μεθοδολογία και τα αποτελέσματα πρόσφατων αναλύσεων λίθινων αντικειμένων.

ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ 29 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Adams, J. L. 1997 Manual for a Technological Approach to Ground Stone Analysis. Tucson: Center for Desert Archaeology. Anderson-Gerfaud, P. 1980 A testimony of prehistoric tasks: Diagnostic residues on stone tool working edges. World Archaeology 12(2): 181-94. Anderson, P., L. Astruc, R. Vargiolu & H. Zahouani 1998 Contribution of quantitative analysis of surface states to a multimethod approach for characterizing plant-processing traces on flint tools with gloss. In Proceedings of the XIII Congress of the International Union of Prehistoric and Protohistoric Sciences, Volume 6(II) (ed. A. Antoniazzi et al.): 1151-60. Forli: ABACO. Anderson, P. C., G. F. Korobkova, L. Longo, H. Plisson & N. Skakun 2005 Various viewpoints on the work of S. A. Semenov. In The Roots of Use-Wear Analysis: Selected Papers of S. A. Semenov (ed. L. Longo & N. Skakun): 11-19. Verona: Memorie del Museo Civico di Storia Naturale di Verona (2. Serie) [Sezione Scienze dell Uomo, 7]. Anderson, P. C., J.-M. Georges, R. Vargiolu & H. Zahouani 2006 Insights from a tribological analysis of the tribulum. Journal of Archaeological Science 33: 1559-68. Andrews, P. 1995 Experiments in taphonomy. Journal of Archaeological Science 22: 147-53. Ascher, R. 1961 Experimental archaeology. American Anthropologist, New Series 63(4): 793-816. Astruc, L. 2002 L Outillage Lithique Taillé de Khirokitia: Analyse Fonctionnelle et Spatiale. Paris: CRA- Monographie 25. Astruc, L., E. Jautée, R. Vargiolu & H. Zahouani 2001 La texture des matières siliceuses et son influence sur la nature et le développement des traces d usure: Apport de méthodes expérimentales. L exemple des cherts de Lefkara (Chypre). In Préhistoire et Approche Expérimentale (éd. L. Bourguignon, I. Ortega & M.-C. Frère-Sautot): 213-32. Montagnac: Editions Monique Mergoil. Astruc, L., R. Vargiolu & H. Zahouani 2003 Wear assessments of prehistoric instruments. Wear 255: 341-7. Astruc L., R. Vargiolu, M. Ben Tkaya, N. Balkan-Atlı, M. Özbaşaran & H. Zahouani 2011 New methods of analysis of polished objects: The obsidian bracelet of Aşıklı Höyük as a case study. Journal of Archaeological Science 38: 3415-24. Astruc, L., M. Ben Tkaya & L. Torchy 2012 De l efficacité des faucilles néolithiques au Proche-Orient: Approche expérimentale. Bulletin de la Société Préhistorique Française 109(4): 671-87. Beyries, S. 2008 Modélisation du travail du cuir en ethnologie: Proposition d un système ouvert à l archéologie. Anthropozoologica 43(1): 9-42. Beyries, S. & V. Rots 2008 The contribution of ethno-archaeological macro- and microscopic wear traces to the understanding of archaeological hide-working processes. In Prehistoric Technology 40 Years Later: Functional Studies and the Russian Legacy (ed. L. Longo & N. Skakun): 21-8. Oxford: British Archaeological Reports [Int. Ser., 1783]. Binford, L. R. 1973 Interassemblage variability: The Mousterian and the functional argument. In The Explanation of Culture Change: Models in Prehistory (ed. C. Renfrew): 227-54. London: Duckworth. 1981 Bones: Ancient Men and Modern Myths. New York: Academic Press.

30 ΡΟΖΑΛΙΑ ΧΡΗΣΤΙΔΟΥ Boleti, A. 2009 L Exploitation de l Emeri en Egée et en Méditerranée Orientale à l Age du Bronze. Thèse de doctorat, Université de Paris I. Brain, C. K. 1981 The Hunters or the Hunted? Chicago: The University of Chicago Press. Buc, N. 2011 Experimental series and use wear in bone tools. Journal of Archaeological Science 38: 546-57. Campana. D. V. 1979 A Natufian shaft-straightener from Mugharet. Journal of Field Archaeology 6(2): 237-42. 1989 Natufian and Protoneolithic Bone Tools: The Manufacture and Use of Bone Implements in the Zagros and the Levant. Oxford: British Archaeological Reports [Int. Ser., 494]. Camps-Fabrer, H. 1985 Historique des recherches sur l industrie de l os préhistorique. In Eléments de Pré- et Protohistoire Européenne: Hommages à Jacques-Pierre Millotte (éd. J.-P. Millotte): 27-34. Paris: Les Belles Lettres [Annales Littéraires de l Université de Besançon, Série Archéologie, 32]. Choyke, A. M. 1997 The bone tool manufacturing continuum. In Proceedings of the 7 th ICAZ Conference, Konstanz 26/09/1994-01/10/1994 (ed. M. Kokabi & J. Wahl): 65-72. Anthropozoologica 25-26. Christensen, M. 1998 Processus de formation et caractérisation physico-chimique des polis d utilisation des outils en silex: Application à la technologie préhistorique de l ivoire. Bulletin de la Société Préhistorique Française 95(2): 183-202. Christensen, M. & F. R. Valla 1999 Pour relancer un débat: Que sont les pierres à rainure du Natoufien proche-oriental? Bulletin de la Société Préhistorique Française 96(2): 247-52. Christidou, R. 1999 Outils en Os Néolithiques du Nord de la Grèce: Etude Technologique. Thèse de doctorat, Université de Paris X. 2008α The use of metal tools in the production of bone artifacts at two Bronze Age sites of the southwestern Balkans: A preliminary assessment. In Prehistoric Technology 40 Years Later: Functional Studies and the Russian Legacy (ed. L. Longo & N. Skakun): 253-64. Oxford: British 2008β Archaeological Reports [Int. Ser., 1783]. An application of micro-wear analysis to bone experimentally worked using bronze tools. Journal of Archaeological Science 35(3): 733-51. Christidou, R. & A. Legrand 2005 Hide working and bone tools: Experimentation design and applications. In From Hooves to Horns, from Mollusc to Mammoth: Manufacture and Use of Bone Artefacts from Prehistoric Times to the Present (ed. H. Luik et al.): 216-27. Tallinn: Muinasaja Teadus, 15. Christidou, R. & R. Vargiolu υ. πρ. Confocal microscopy used to compare bone scraped with flint and obsidian tools. Coles, J. M. 1973 Archaeology by Experiment. London: Hutchinson. 1979 Experimental Archaeology. London: Academic Press. Coutier, L. 1929 Expériences de taille pour rechercher les anciennes techniques paléolithiques. Bulletin de la Société Préhistorique Française 26: 172-4. Cristiani, E. 2010 Lo Sfruttamento delle Materie Dure Animali tra il Pleistocene Finale e l Olocene Antico nella Regione Alpine Orientale. Tesi do dottorato, Università di Roma-La Sapienza. D Errico, F. 1990 Etude technologique à base expérimentale des entailles sur matières dure animale: Implications pour l identification de systèmes de notation. In 25 Ans d Etudes Technologiques

ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ 31 en Préhistoire: Bilan et Perspectives (éd. C. Perlès): 83-97. Juan-les-Pins: APDCA. 1993 Identification des traces de manipulation, suspension, polissage sur l art mobilier en os, bois de cervidés, ivoire. In Traces et Fonction: Les Gestes Retrouvés (éd. P. C. Anderson et al.): 177-88. Liège: ERAUL, 50. 1996 Image analysis and 3-D optical surface profiling of Upper Paleolithic mobiliary art. Microscopy and Analysis January: 27-9. D Errico, F. & L. R. Backwell 2003 Possible evidence of bone tool shaping by Swartkrans early hominids. Journal of Archaeological Science 30: 1559-76. D Errico, F., V. Roux & Y. Dumont 2000 Identification des techniques de finition des perles en roches dures par l analyse microscopique et rugosimétrique. In Les Perles de Cambay: Des Pratiques Techniques aux Techno-Systèmes de l Orient Ancien (éd. V. Roux): 97-169. Paris: Maison des Sciences de l Homme. D Errico, F. & P. Villa 1997 Holes and grooves: The contribution of microscopy and taphonomy to the problem of art origins. Journal of Human Evolution 33: 1-31. Desrosiers, P. M. (ed.) 2012 The Emergence of Pressure Blade Making: From Origin to Modern Experimentation. New York: Springer. Dibble, H. L., P. G. Chase, S. P. McPherron & A. Tuffreau 1997 Testing the reality of a living floor with archaeological data. American Antiquity 62(4): 629-51. Domínguez-Rodrigo, M. 2008 Conceptual premises in experimental design and their bearing on the use of analogy: An example from experiments on cut marks. World Archaeology 40(1): 67-82. Fahlander, F. & A. Kjellström 2010 Beyond sight: Archaeologies of sensory perception. In Making Sense of Things: Archaeologies of Sensory Perception (ed. F. Fahlander & A. Kjellström): 1-13. Stockholm: Stockholm Studies in Archaeology, 53. Faith, J. T. & A. K. Behrensmeyer 2006 Changing patterns of carnivore modification in a landscape bone assemblage, Amboseli Park, Kenya. Journal of Archaeological Science 33: 1718-33. Faulks, N. R., L. R. Kimball, N. Hidjrati & T. S. Coffey 2011 Atomic force microscopy of microwear traces on Mousterian tools from Myshtylagty Lagat (Weasel Cave), Russia. Scanning 33: 304-15. Ferguson, J. R. (ed.) 2010 Designing Experimental Research in Archaeology: Examining Technology through Production and Use. Boulder: University Press of Colorado. Fernández-Jalvo, Y. & P. Andrews 2003 Experimental effects of water abrasion on bone fragments. Journal of Taphonomy 1(3): 147-63. Fullagar, R. 1991 The role of silica in polish formation. Journal of Archaeological Science 18: 1-24. Gifford-Gonzalez, D. P. 1991 Bones are not enough: Analogs, knowledge and interpretive strategies in zooarchaeology. Journal of Anthropological Archaeology 10: 215-54. Gifford-Gonzalez, D. P., D. B. Damrosch, D. R. Damrosch, J. Pryor & R. L. Thunen 1985 The third dimension in site structure: An experiment in trampling and vertical dispersal. American Antiquity 50 (4): 803-18. Gijn, A. van 1990 The Wear and Tear of Flint: Principles of Functional Analysis Applied to Dutch Neolithic Assemblages. Leiden: Analecta Praehistorica Leidensia. 2005 A functional analysis of some late Mesolithic bone and antler implements from the Dutch coastal zone. In From Hooves to Horns, from Mollusc to Mammoth: Manufacture and Use of Bone