Βιώσιµη κατανάλωση στα νοικοκυριά Τάσεις και πολιτικές στα κράτη µέλη του ΟΟΣΑ. Μια έρευνα του Οργανισµού Οικονοµικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης



Σχετικά έγγραφα
Απόβλητα - «Ένας φυσικός πόρος στο σχολείο μας;»

Τα Σκουπίδια µας. Αστικά Στερεά Απόβλητα χαρακτηρίζονται τα:

Τα Αίτια Των Κλιματικών Αλλαγών

Οι περιβαλλοντικές επιβαρύνσεις από τον οικιακό χώρο

Τ Α ΣΤ Σ Ι Τ Κ Ι Ο Π ΕΡ Ε Ι Ρ Β Ι ΑΛΛ Λ Ο Λ Ν

Εναλλακτική διαχείριση στερεών απορριμμάτων. Αδαμάντιος Σκορδίλης Δρ Χημικός Μηχανικός

Ελλάδα Επιχειρησιακό πρόγραµµα : Περιβάλλον και αειφόρος ανάπτυξη

Πρακτικός Οδηγός INΣΕΤΕ με θέμα «Ανακύκλωση και διαχείριση στερεών αποβλήτων στις τουριστικές επιχειρήσεις της Ελλάδας» Σεπτέμβριος 2018

Στην πόλη μας Σχ.έτος:

ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗ ΧΡΗΣΗ ΔΟΜΙΚΩΝ ΥΛΙΚΩΝ ΣΤΙΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΕΣ

κάποτε... σήμερα... ΚΛΙΜΑΤΙΚΗ ΑΛΛΑΓΗ: ποιος ρυπαίνει; η βιομηχανία ήταν ο βασικός χρήστης ενέργειας και κύριος τομέας ενεργειακής κατανάλωσης

Η χρήση ενέργειας γενικότερα είναι η βασική αιτία των κλιµατικών αλλαγών σε

Το παρόν αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης εργασίας, η οποία εξελίσσεται σε έξι μέρη που δημοσιεύονται σε αντίστοιχα τεύχη. Τεύχος 1, 2013.

ΑΝΑΠΤΥΞΗ & ΕΠΙΔΕΙΞΗ ΕΝΟΣ ΕΡΓΑΛΕΙΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΠΡΟΛΗΨΗΣ ΑΠΟΒΛΗΤΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΟΠΙΚΗ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗ WASP TOOL LIFE10 ENV/GR/622

ηµόσια διαβούλευση για το Σύµφωνο των ηµάρχων

ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΚΥΚΛΟΣ ΤΗΣ ΑΝΑΚΥΚΛΩΣΗΣ ΤΟΥ ΧΑΡΤΙΟΥ ;

Διαχείριση Υδάτινων Πόρων στη Βιομηχανική Δραστηριότητα. Δρ. Σπύρος Ι. Κιαρτζής Πρόεδρος Μόνιμης Επιτροπής Βιομηχανίας & Νέων Υλικών ΤΕΕ/ΤΚΜ

Σύντομο Ενημερωτικό Υλικό Μικρών Εμπορικών Επιχειρήσεων για το Ανθρακικό Αποτύπωμα ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ

Αλλάζει τη. ζωή μας. Προστατεύει από τα Απόβλητα

1 ο Λύκειο Ναυπάκτου Έτος: Τμήμα: Α 5 Ομάδα 3 : Σίνης Γιάννης, Τσιλιγιάννη Δήμητρα, Τύπα Ιωάννα, Χριστοφορίδη Αλεξάνδρα, Φράγκος Γιώργος

«Ο ρόλος των ημοσίων Συγκοινωνιών στην αναβάθμιση του περιβάλλοντος στη Θεσσαλονίκη»

ΕΡΓΑΣΙΑ ΟΙΚΙΑΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΘΕΜΑ ΕΠΙΛΟΓΗΣ: ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΜΟΥ ΤΟΥ ΜΑΘΗΤΗ: ΑΣΚΟΡΔΑΛΑΚΗ ΜΑΝΟΥ ΕΤΟΣ

ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΣΙΚΗ ΤΝΕΙΔΗΗ ΣΗ ΚΑΜΑΡΙΔΗ GLOBAL WIRE ΑΒΕΕ

Κρίσιμα σημεία στη διαχείριση των Στερεών Αποβλήτων προς την κατεύθυνση της Κυκλικής Οικονομίας

ΓΙΑ ΝΑ ΣΥΝΕΧΙΣΕΙ ΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΝΑ ΜΑΣ ΕΠΙΒΡΑΒΕΥΕΙ... ΕΞΟΙΚΟΝΟΜΟΥΜΕ ΕΝΕΡΓΕΙΑ & ΝΕΡΟ ΜΗ ΧΑΝΕΙΣ ΑΛΛΟ ΧΡΟΝΟ!

ΕΞΟΙΚΟΝΟΜΙΣΗ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ ΣΤΙΣ ΠΟΛΕΙΣ

ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΕΚΠΟΜΠΩΝ ΑΕΡΙΩΝ ΤΟΥ ΘΕΡΜΟΚΗΠΙΟΥ ΣΕ ΚΤΙΡΙΑ

Πρόγραμμα Eνημέρωσης κι Ευαισθητοποίησης μαθητών, γονέωνκαι εκπαιδευτικών για τα Απόβλητα Συσκευασίας στο Δήμο μας

Πρακτικός Οδηγός Εφαρμογής Μέτρων

Κάθε χρόνο οι Ευρωπαίοι παράγουν 25 εκατομμύρια τόνους πλαστικών απορριμμάτων Το 2015 ανακυκλώθηκε κατά μέσο όρο το 45% των απορριμμάτων πλαστικών

Οργανικά απόβλητα στην Κρήτη

Τι είναι η κλιματική αλλαγή? Ποιά είναι τα αέρια του θερμοκηπίου?

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΑΙ ΕΘΝΙΚΟ ΘΕΣΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΩΝ ΑΠΟΒΛΗΤΩΝ ΤΑ ΑΠΟΒΛΗΤΑ ΩΣ ΠΟΡΟΙ

Όσα υγρά απόβλητα μπορούν να επαναχρησιμοποιηθούν, πρέπει να υποστούν

Σελίδα 2 από 5

: «Ιδιαίτερα» κλάσματα βιομάζας Δυναμικό

2. ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ

Περιβαλλοντικά Προβλήματα της πόλης μου Αναστασία Ματαλιωτάκη Β'3

Διαχείριση Απορριμμάτων

(Σανταµούρης Μ., 2006).

Η σοφή εκμετάλλευση των σκουπιδιών: η Ε.Ε. και η διαχείριση των απορριμμάτων

Μάθημα 8. ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΜΕ ΤΟ ΝΕΡΟ Υπερκατανάλωση, λειψυδρία, ρύπανση. Λειψυδρία, ένα παγκόσμιο πρόβλημα

Εναλλακτική Διαχείριση A.H.H.E. Δήμος Κερατσινίου - Δραπετσώνας 2014

ΕΘΝΙΚΟ ΜΕΤΣΟΒΙΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΣΧΟΛΗ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ «ΑΡΧΕΣ ΟΙΚΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗΣ ΧΗΜΕΙΑΣ»

Η Μελέτη Περίπτωσης για τη Σύρο: Υλοποιημένες δράσεις και η επιθυμητή συμβολή φορέων του νησιού

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΗΣ. Ειρήνη Βασιλάκη. αρχιτέκτων μηχανικός χωροτάκτης Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. Διεύθυνση Περιβαλλοντικού Σχεδιασμού

Διαχείριση Αποβλήτων Πλαστικών στην Κύπρο

Καύση υλικών Ηλιακή ενέργεια Πυρηνική ενέργεια Από τον πυρήνα της γης Ηλεκτρισμό

ΕΝΑΡΧΗ ΗΝ Η ΕΝΕΡΓΕΙΑ. Παναγιώτης Α. Σίσκος Καθηγητής Χηµείας Περιβάλλοντος Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήµιο Αθηνών

Καθαρές Μεταφορές στις πόλεις - Δυνατότητες και Προοπτικές χρήσης του φυσικού αερίου ως εναλλακτικού καυσίμου στα δημοτικά οχήματα

ΥΔΑΤΙΝΗ ΡΥΠΑΝΣΗ ΥΔΑΤΙΝΗ ΡΥΠΑΝΣΗ-ΟΡΙΣΜΟΣ

Προοπτικές του κτιριακού τομέα στην Ελλάδα και τεχνικές εξοικονόμησης ενέργειας

ΑΝΑΚΥΚΛΩΣΗ ΧΑΡΤΙΟΥ. Μαρία Δημητρίου Δ τάξη

ΕΠΑνΕΚ ΤΟΣ Περιβάλλον. Τομεακό Σχέδιο. Αθήνα,

n0e-sport Project number: IEE/12/017/S

Δείκτες Ενεργειακής Έντασης

Εξοικονόμηση καυσίμων στις μεταφορές

ΑΕΙΦΟΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ Όλοι νοιαζόμαστε, όλοι συμμετέχουμε Απόβλητα - «Ένας φυσικός πόρος στο σχολείο μας;»

Διαχείριση των απορριμμάτων και επιπτώσεις

ΦΥΣΙΚΟ ΑΕΡΙΟ. Εργασία των μαθητριών: Μπουδαλάκη Κλεοπάτρα, Λιολιοσίδου Χριστίνα, Υψηλοπούλου Δέσποινα.

Ακολουθεί το πρότυπό µας, το οποίο ελπίζουµε να βρείτε χρήσιµο. ΟΙΚΙΑΚΟΣ ΤΟΜΕΑΣ

«Χείρα Βοηθείας» στο Περιβάλλον με Φυσικό Αέριο

Παράγοντες επιτυχίας για την ανάπτυξη της ελληνικήςαγοράςσυσσωµατωµάτων

ιαχείριση των Υδάτινων Πόρων στην Ελλάδα Ηλίας Μ. Ντεµιάν Svetoslav Danchev Αθήνα, Iούνιος 2010 Ι ΡΥΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ & ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ

4.2 Ρύπανση του εδάφους

ΑΝΑΚΥΚΛΩΣΗ ΤΜΗΜΑ : Α3 ΕΠΙΒΛΕΠΟΝΤΕΣ ΚΑΘΗΓΗΤΕΣ : Σωτηρόπουλος Σάββας. Τσόγκας Βασίλης

Ορισμοί και βασικές έννοιες της αβαθούς γεωθερμίας Συστήματα αβαθούς γεωθερμίας

Η ρύπανση του εδάφους αφορά στη συγκέντρωση σ αυτό ρυπογόνων ουσιών σε ποσότητες που αλλοιώνουν τη σύσταση του και συνεπώς προκαλούν βλάβες στους

«Συµβολή της Εξοικονόµησης Ενέργειας στους διάφορους τοµείς της Οικονοµίας. Εµπειρίες του ΚΑΠΕ»

Προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή μέσω του σχεδιασμού διαχείρισης υδάτων στην Κύπρο 4/9/2014

Δίκτυο ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ SOS Μαμάη 3Α, Αθήνα Τηλ./Fax: Ιστοσελίδα:

ΠΛΕΟΝΕΚΤΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΜΕΙΟΝΕΚΤΗΜΑΤΑ ΠΕΤΡΕΛΑΙΟΥ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΟΥ ΑΕΡΙΟΥ

Δίκτυο ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ SOS Μαμάη 3Α, Αθήνα Τηλ./Fax: Ιστοσελίδα:

ΜΑΘΑΙΝΩ ΓΙΑ ΤΑ ΣΚΟΥΠΙΔΙΑ ΤΑΞΗ :Α ΛΥΚΕΙΟΥ ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΤΟΣ

Παγκόσµια Ηµέρα για το Νερό. 22 Μαρτίου «Νερό για τις Πόλεις: Ανταποκρινόµενοι στην Αστική Πρόκληση»

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9 ο ΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ. 9.1 Εισαγωγή

ΤΟ ΝΕΡΟ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΜΑΣ ΑΝΑΚΥΚΛΩΣΗ ΝΕΡΟΥ ΗΡΩ ΓΚΑΝΤΑ ΕΛΣΑ ΜΕΜΜΟΥ

ΑΕΙΦΟΡΙΑ ΚΑΙ ΒΙΩΣΙΜΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΡΥΠΑΝΣΗΣ. Ι ΑΣΚΟΥΣΑ : ρ. Μαρία Π. Θεοδωροπούλου

Διαβιβάζεται συνημμένως στις αντιπροσωπίες το έγγραφο της Επιτροπής - SEC(2008) 2863.

ΡΥΠΑΝΣΗ. Ρύπανση : η επιβάρυνση του περιβάλλοντος με κάθε παράγοντα ( ρύπο ) που έχει βλαπτικές επιδράσεις στους οργανισμούς ΡΥΠΟΙ

Η Εφαρμογή της Ευρωπαϊκής Οδηγίας- Πλαίσιο περί Υδάτων Πολιτικές Τιμολόγησης Νερού

ΣΧΕΔΙΟ ΔΡΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΕΙΦΟΡΟ ΕΝΕΡΓΕΙΑ

[Η ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΈΝΩΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΕΔΙΑΣΗ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ ΚΑΙ ΟΙ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΣΧΕΔΙΑΣΗ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ ΚΑΙ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ»]

Συνεχίζουµε τις επενδύσεις

Η συµπεριφορά του υπεύθυνου καταναλωτή. Κωνσταντίνος Πούλος. Πανεπιστήµιο Πατρών

Περιβαλλοντικά Προβλήματα της πόλης μου

Η Ενέργεια στο ΑΕΙΦΟΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ. Γιώργος Παυλικάκης Δρ Περιβαλλοντικών Επιστημών Σχολικός Σύμβουλος Φυσικών

ΧΑΡΟΚΟΠΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΣΧΟΛΗ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑΣ ΚΑΙ ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΥΠΟΥ. Αθήνα, 6 η Απριλίου 2016

Στόχοι του υποπρογράμματος «Περιβάλλον», για τον τομέα προτεραιότητας «Περιβάλλον και Αποδοτικότητα Πόρων» & Θέματα έργων

ενεργειακό περιβάλλον

'Απόβλητα, πρόβληµα της σύγχρονης κοινωνίας : Μπορεί η τεχνολογία να δώσει βιώσιµες λύσεις;'

ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΠΕΧΩ Ε κ. ΓΙΩΡΓΟΥ ΣΟΥΦΛΙΑ

ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΠΕΤΡΕΛΑΙΑ ΚΑΙ ΒΙΩΣΙΜΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ. Πηνελόπη Παγώνη ιευθύντρια Υγιεινής, Ασφάλειας & Περιβάλλοντος Οµίλου ΕΛΠΕ


ΡΥΠΑΝΣΗ. Ρύποι. Αντίδραση βιολογικών συστημάτων σε παράγοντες αύξησης

ΔΙΑΘΕΣΗ ΣΤΕΡΕΩΝ ΚΑΙ ΥΓΡΩΝ ΑΠΟΒΛΗΤΩΝ ΣΤΟ ΓΕΩΛΟΓΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

ΑΝΑΚΥΚΛΩΣΗ ΗΛΕΚΤΡΙΚΩΝ ΣΥΣΚΕΥΩΝ

«Ενεργειακή Αποδοτικότητα με Α.Π.Ε.»

Transcript:

Βιώσιµη κατανάλωση στα νοικοκυριά Τάσεις και πολιτικές στα κράτη µέλη του ΟΟΣΑ Μια έρευνα του Οργανισµού Οικονοµικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης Η έρευνα του ΟΟΣΑ Η βιώσιµη κατανάλωση έχει γίνει θέµα προτεραιότητας σε εθνικό και διεθνές επίπεδο. Για να επιτευχθεί η βιώσιµη ανάπτυξη θα πρέπει να αλλάξουν τα καταναλωτικά πρότυπα. Για πολλά χρόνια, οι περιβαλλοντικές πολιτικές που ακολουθούνταν εστίαζαν στη βιώσιµη παραγωγή, ιδιαίτερα στον έλεγχο της ρύπανσης και την εξοικονόµηση ενέργειας. Η έκθεση του ΟΟΣΑ µε τίτλο «Βιώσιµη κατανάλωση στα νοικοκυριά» αναφέρεται στις καθηµερινές δραστηριότητες των νοικοκυριών των κρατών µελών, και στις επιπτώσεις που οι δραστηριότητες αυτές έχουν στο περιβάλλον. Παρουσιάζει δεδοµένα και τάσεις που αφορούν 5 βασικές καταναλωτικές δραστηριότητες των νοικοκυριών: την τροφή, τον τουρισµό, την ενέργεια, το νερό και την παραγωγή αποβλήτων. Σύµφωνα µε τα στοιχεία της έκθεσης, οι επιπτώσεις στο περιβάλλον από τα νοικοκυριά έχουν αυξηθεί τις τελευταίες τρεις δεκαετίες και αναµένεται να αυξηθούν ακόµα περισσότερο τα επόµενα 20 χρόνια. Στην έκθεση παρουσιάζονται επίσης οι ενέργειες που κάνουν, ή που οφείλουν να κάνουν οι κυβερνήσεις για να βοηθήσουν τα νοικοκυριά να µειώσουν τις επιπτώσεις τους προς το περιβάλλον. Γίνεται ανασκόπηση του πλαισίου και των πολιτικών που προωθούν τη βιώσιµη κατανάλωση, και εξετάζεται η αποτελεσµατικότητα των διάφορων εργαλείων που χρησιµοποιούνται. Οι τάσεις στην κατανάλωση Τις δύο τελευταίες δεκαετίες η ανά κάτοικο κατανάλωση παρουσίασε σταθερή αύξηση στις χώρες µέλη του ΟΟΣΑ. Οι αλλαγές στον τρόπο παραγωγής και οι τεχνολογικές καινοτοµίες συνέβαλλαν στην εξοικονόµηση ενέργειας και υλών που χρησιµοποιούνται για την παραγωγή πολλών αγαθών. Όµως, αυξήθηκε η ποσότητα των προϊόντων που παράγονται, αυξήθηκαν τα απόβλητα και άλλαξαν οι καταναλωτικές συνήθειες. Έτσι, τελικά δεν υπήρξε βελτίωση. Τις τελευταίες δύο δεκαετίες στις χώρες µέλη του ΟΟΣΑ αυξήθηκε η κατανάλωση ενέργειας κατά 36% και υπολογίζεται ότι η αύξηση ως το 2020 θα είναι της τάξης του 35%. Σήµερα, υπάρχουν 550 εκατοµµύρια οχήµατα στις χώρες µέλη του ΟΟΣΑ, το 75% των οποίων είναι ιδιωτικά. Ο αριθµός των οχηµάτων αναµένεται να αυξηθεί κατά 32% ως το 2020, ενώ τα χιλιόµετρα που διανύονται µε αυτοκίνητο θα αυξηθούν κατά 40%. Τα αεροπορικά ταξίδια υπολογίζεται ότι θα τριπλασιαστούν ως το 2020. Από το 1995 ως το 2020 υπολογίζεται ότι θα αυξηθούν κατά 43% οι ποσότητες αποβλήτων που παράγονται. Ευτυχώς τα ποσοστά ανακύκλωσης έχουν αυξηθεί, µε αποτέλεσµα η ποσότητα απορριπτόµενων αποβλήτων να µην αυξάνεται µε τον ίδιο ρυθµό. Τα νοικοκυριά παράγουν το 67% της συνολικής ποσότητας αποβλήτων. Σε γενικές γραµµές τα νοικοκυριά δεν είναι οι µεγαλύτεροι καταναλωτές νερού. Οι ανάγκες σε νερό σταθεροποιήθηκαν, ή και µειώθηκαν σε 9 χώρες µέλη του ΟΟΣΑ. Όµως, σε άλλες αυξήθηκαν και έτσι η εξοικονόµηση που επιτεύχθηκε στις 9 χώρες δεν έγινε ιδιαίτερα αισθητή στο σύνολο. Τα νοικοκυριά στις χώρες µέλη του ΟΟΣΑ καταναλώνουν περισσότερο κρέας, λαχανικά, ψάρια, επεξεργασµένα, εισαγόµενα, ή οργανικά τρόφιµα απ ότι στο παρελθόν. Οι πιο σηµαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον από τα τρόφιµα συµβαίνουν στην αρχή της παραγωγικής αλυσίδας. Όµως, τα νοικοκυριά επηρεάζουν αυτές τις επιπτώσεις µέσω των διαιτητικών τους επιλογών. Τα νοικοκυριά επίσης, επηρεάζουν απευθείας το περιβάλλον αφού καταναλώνουν ενέργεια και δηµιουργούν απόβλητα κατά την προετοιµασία της τροφής.

Τι επηρεάζει την κατανάλωση Τα πρότυπα κατανάλωσης επηρεάζονται από διάφορους παράγοντες. Για παράδειγµα, το γεγονός ότι αυξήθηκε το ανά κάτοικο εισόδηµα, ότι περισσότερες γυναίκες εργάζονται, περισσότεροι άνθρωποι ζουν µόνοι τους, επηρεάζει τον τρόπο κατανάλωσης. Έτσι, αυξάνεται η κατανάλωση επεξεργασµένων και συσκευασµένων προϊόντων, αλλά και οι αγορές συσκευών. Οι εξελίξεις στην τεχνολογία επίσης επηρεάζουν την καταναλωτική συµπεριφορά των νοικοκυριών. Οι πολιτικές και τα µέτρα που θα παρθούν για την προώθηση της βιώσιµης κατανάλωσης θα πρέπει να φέρουν αλλαγές στη δοµή τόσο της κατανάλωσης όσο και της παραγωγής, έτσι ώστε να µειωθούν οι επιπτώσεις στο περιβάλλον από τα νοικοκυριά. Οι απαιτήσεις των καταναλωτών όσον αφορά την τροφή έχουν αλλάξει πολύ τα τελευταία τριάντα χρόνια. Μαζί µε τις απαιτήσεις των καταναλωτών έχουν αλλάξει και οι τρόποι παραγωγής της τροφής. Οι αλλαγές αυτές έχουν τεράστιες επιπτώσεις στο περιβάλλον. Τα νοικοκυριά επιβαρύνουν έµµεσα το περιβάλλον µε τις διατροφικές τους επιλογές, τον τρόπο που αγοράζουν, αποθηκεύουν και προετοιµάζουν την τροφή καθώς και από την ποσότητα αποβλήτων που παράγουν. Πολλές από τις απαιτήσεις των καταναλωτών συµβάλλουν στην αύξηση των αερίων του θερµοκηπίου. Για παράδειγµα, τα τελευταία χρόνια όλο και περισσότερα νοικοκυριά ζητούν φρέσκα φρούτα όλο το χρόνο και όχι µόνο την εποχή που αυτά υπάρχουν. Έτσι, τα φρούτα µεταφέρονται από πολύ µακριά, µε αεροπλάνα ή αυτοκίνητα. Η µεγαλύτερη ζήτηση κρέατος συνέβαλε στην αύξηση της εντατικής ζωικής παραγωγής, ιδιαίτερα χοιρινών και πουλερικών, που είναι µια σηµαντική πηγή ρύπανσης του νερού. Τα νοικοκυριά καταναλώνουν ενέργεια για δραστηριότητες που σχετίζονται µε την τροφή (αγορά, αποθήκευση, προετοιµασία, καθαρισµός). Η χρήση ενέργειας για όλες αυτές τις δραστηριότητες αποτελεί ένα σηµαντικό ποσοστό της συνολικής κατανάλωσης ενέργειας από τα νοικοκυριά. Στην Αυστρία το ποσοστό αυτό αντιστοιχεί στο 7%, στις ΗΠΑ το 10% και στην Ελβετία το 12%. Η κατανάλωση ενέργειας για τη διατροφή οφείλεται κυρίως στη χρήση των ηλεκτρικών συσκευών. Στην Ευρώπη πολλές συσκευές, όπως τα ψυγεία, οι καταψύκτες, τα πλυντήρια σχεδιάζονται έτσι ώστε να καταναλώνουν λιγότερη ενέργεια και διαθέτουν τη σχετική σήµανση. Όµως, στο σχεδιασµό των ηλεκτρικών συσκευών εξακολουθεί να δίνεται µεγαλύτερη σηµασία στο στυλ τους, παρά στην εξοικονόµηση ενέργειας. Μελέτες που έγιναν στις ΗΠΑ και την Πολωνία έδειξαν ότι για την προετοιµασία του ίδιου γεύµατος απαιτείται πολύ διαφορετική ποσότητα ενέργειας (έως και 50% διαφορά). Η διαφορά οφείλεται τόσο στον τρόπο προετοιµασίας όσο και στη χρήση των συσκευών. Τα νοικοκυριά προκειµένου να προµηθευτούν την τροφή τους αυξάνουν τις µετακινήσεις τους. Το 10% περίπου των µετακινήσεων που κάνουν τα νοικοκυριά της Αυστρίας αφορά την αγορά τροφίµων. Το αντίστοιχο ποσοστό για τη Σουηδία είναι 4%. Οι καταναλωτές συχνά µετακινούνται εκτός της πόλης που µένουν για να ψωνίσουν σε µεγάλα σούπερ µάρκετ. Παρόλο που πολλά νοικοκυριά διαθέτουν µεγάλα ψυγεία και καταψύκτες, γεγονός που µειώνει τη συχνότητα που ψωνίζουν, οι µετακινήσεις τους δεν έχουν µειωθεί γατί τελικά καλύπτουν µεγαλύτερες αποστάσεις. Σύµφωνα µε µελέτη που έγινε στη Σουηδία, τα νοικοκυριά καταναλώνουν περισσότερη ενέργεια οδηγώντας για να ψωνίσουν, από όση καταναλώνουν οι παραγωγοί για να µεταφέρουν τα προϊόντα στα σηµεία πώλησης. Τα απόβλητα τροφών παράγονται τόσο κατά τη διαδικασία παραγωγής και επεξεργασία ενός τροφίµου, όσο και κατά τη µεταφορά, την πώληση και το µαγείρεµα. Στην Αυστρία υπολογίζεται ότι τα απόβλητα τροφών είναι η δεύτερη σε µέγεθος κατηγορία αποβλήτων (µετά τα απόβλητα από κατασκευές). Στην Ελβετία, σύµφωνα µε µελέτες, το 25% των δηµοτικών αποβλήτων σχετίζονται µε τον τρόπο κατανάλωσης τροφίµων. Η ποσότητα αποβλήτων τροφίµων αυξήθηκε κατά 1,2 εκατοµµύρια τόνους τα τελευταία 25 χρόνια, στις ΗΠΑ.

Η συσκευασία προφυλάσσει τα τρόφιµα κατά τη µεταφορά ή την αποθήκευσή τους και κατά συνέπεια συµβάλει στη µείωση της ποσότητας αποβλήτων τροφίµων που παράγονται, πριν αυτά φθάσουν στα χέρια του καταναλωτή. Όµως, αγοράζοντας συσκευασµένα τρόφιµα αυξάνουµε τις ποσότητες και τα είδη ανόργανων αποβλήτων που απορρίπτουµε. Στις ΗΠΑ τα ποσοστά ανάκτησης ανόργανων αποβλήτων έχουν αυξηθεί τα τελευταία τριάντα χρόνια, όµως είναι πολύ διαφορετικά ανάλογα µε το υλικό και κυµαίνονται από 42% για το χαρτί και το χαρτόνι, 39% για τα µέταλλα, 24% για το γυαλί, έως και 5% για το πλαστικό. Με δεδοµένο ότι αυξάνεται συνεχώς η χρήση της πλαστικής συσκευασίας τροφίµων και ποτών, είναι ανησυχητικό το γεγονός ότι το ποσοστό ανάκτησης είναι τόσο χαµηλό. Επιπλέον, αν και τα ποσοστά ανακύκλωσης και κοµποστοποίησης τετραπλασιάστηκαν από το 1990, το γεγονός αυτό επηρέασε ελάχιστα τα απόβλητα που προέρχονται από την κατανάλωση τροφίµων από τα νοικοκυριά. Σύµφωνα µε υπολογισµούς, στην Πολωνία το 1998 η ποσότητα αποβλήτων συσκευασίας έφθανε τους 2,7 εκατοµµύρια τόνους. Περίπου το 60% προερχόταν από τις συσκευασίες τροφίµων. Μόνο το ¼ της συνολικής ποσότητας ανακυκλωνόταν. Ως το 2005 στην Πολωνία θα παράγονται 3,4 εκατοµµύρια τόνοι αποβλήτων συσκευασίας το χρόνο. Τα νοικοκυριά συµβάλλουν µε τον τρόπο τους στο φαινόµενο του θερµοκηπίου. Όσον αφορά τη διατροφή, τα νοικοκυριά συµβάλλουν σε αυτό επειδή καταναλώνουν ενέργεια έµµεσα ή άµεσα για τη µεταφορά και την προετοιµασία της. Επίσης, µε τις διατροφικής επιλογές που κάνουν επηρεάζουν τους τρόπους παραγωγής, επεξεργασίας και διανοµής της τροφής. Σύµφωνα µε µια γερµανική µελέτη κατά τη διανοµή και την κατανάλωση των τροφίµων εκπέµπεται το 42% της συνολικής ποσότητα CO 2 (Εnquete Kommission, 1994 in Payer, 2000). Οι περισσότερες αρνητικές επιπτώσεις στο περιβάλλον, που σχετίζονται µε την τροφή, οφείλονται σε ανορθόδοξες µεθόδους παραγωγής. Στις επιπτώσεις αυτές περιλαµβάνονται η υποβάθµιση της ποιότητας των νερών, οι εκποµπές αερίων του θερµοκηπίου, η ρύπανση των εδαφών, της ατµόσφαιρας, η καταστροφή των βιοτόπων. Οι απαιτήσεις των καταναλωτών για επεξεργασµένες και συσκευασµένες τροφές έχουν ως αποτέλεσµα την αύξηση της κατανάλωσης ενέργειας από τον τοµέα παραγωγής τροφίµων. Στις ΗΠΑ, η βιοµηχανία τροφίµων είναι ο τέταρτος µεγαλύτερος καταναλωτής ηλεκτρικής ενέργειας. Οι επιπτώσεις στο περιβάλλον από τις µεταφορές τροφίµων διαφέρουν ανάλογα µε τον τρόπο που γίνονται και τις αποστάσεις που καλύπτονται. Με τις αεροπορικές µεταφορές καταναλώνεται µεγαλύτερη ποσότητα ενέργειας, οπότε και οι επιπτώσεις στο περιβάλλον είναι µεγαλύτερες. Η βιοµηχανία επεξεργασίας τροφίµων χρησιµοποιεί φυσικές, χηµικές ή µηχανικές µεθόδους για να προστατεύσει τα τρόφιµα από µικροοργανισµούς, ένζυµα, χηµικές ή µηχανικές αλλοιώσεις. Μελέτες έδειξαν ότι στις ΗΠΑ το 1993, η βιοµηχανία επεξεργασίας τροφίµων εξέπεµψε 85 εκατοµµύρια λίβρες ρυπαντών. Παρόλο που η ποσότητα αυτή αντιπροσωπεύει µόνο το 1,2% των συνολικών εκποµπών, το γεγονός ότι οι µονάδες επεξεργασίας τροφίµων βρίσκονται συγκεντρωµένες σε ορισµένες πολιτείες, κάνει τις επιπτώσεις στο περιβάλλον περισσότερο σοβαρές. Οι χηµικές ουσίες που χρησιµοποιούνται από τη βιοµηχανία επεξεργασίας τροφίµων και είναι επικίνδυνες για το περιβάλλον είναι η αµµωνία, το φωσφορικό οξύ, το θειικό οξύ, το χλώριο, το υδροχλωρικό οξύ, το νιτρικό οξύ κ.α. Κατά τη διάρκεια επεξεργασίας των τροφίµων παράγονται και υγρά απόβλητα. Ταξίδια Στα ταξίδια των νοικοκυριών περιλαµβάνονται τα επαγγελµατικά ταξίδια, οι οικογενειακές και οµαδικές εκδροµές και τα ταξίδια αναψυχής. Τα ταξίδια είναι ένας άλλος τρόπος µε τον οποίο τα νοικοκυριά επιβαρύνουν το περιβάλλον. Οι µετακινήσεις µε οχήµατα ιδιωτικής χρήσης και µε αεροπλάνα θα αυξηθούν ως το 2020, γεγονός που θα συµβάλει στην αύξηση της εκποµπής αερίων του θερµοκηπίου. Οι µετακινήσεις συµβάλλουν στη ρύπανση της ατµόσφαιρας και των νερών και ανεβάζουν τα επίπεδα του θορύβου. Επίσης, προκειµένου να διευκολυνθούν οι µετακινήσεις και τα

ταξίδια κατασκευάζονται δρόµοι και δηµιουργούνται οι κατάλληλες υποδοµές, αλλάζοντας έτσι το φυσικό περιβάλλον της περιοχής. Τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει προσπάθειες να µειωθούν οι επιπτώσεις στο περιβάλλον από τις τουριστικές δραστηριότητες. Όµως οι προσπάθειες αυτές επικεντρώνονται στην προστασία του περιβάλλοντος των τουριστικών περιοχών και πολύ λιγότερο στη µείωση των επιπτώσεων από τις µετακινήσεις των τουριστών. Παρά το γεγονός ότι η ποιότητα των καυσίµων έχει βελτιωθεί και δεν είναι πια τόσο ρυπογόνα, οι απαιτήσεις των ανθρώπων για µεγαλύτερα, γρηγορότερα και πιο άνετα αυτοκίνητα έχουν αυξηθεί. Έτσι τα οφέλη από τη βελτίωση της ποιότητας των καυσίµων δεν έχουν γίνει ορατά. Επιπλέον, έχει αυξηθεί ο αριθµός των µετακινήσεων µε αυτοκίνητο, αλλά έχει µειωθεί ο αριθµός επιβατών ανά αυτοκίνητο. Ανάµεσα στα διάφορα είδη οχηµάτων, τα αυτοκίνητα είναι αυτά που εκπέµπουν µεγαλύτερες ποσότητες µονοξειδίου του άνθρακα, πτητικών οργανικών ουσιών και διοξειδίου του άνθρακα. Οι εκποµπές µολύβδου, οξειδίων του αζώτου και οξειδίου του άνθρακα έχουν µειωθεί, αλλά οι εκποµπές διοξειδίου του άνθρακα από τα οχήµατα αναµένεται να αυξηθούν κατά περίπου 45% από το 1995 ως το 2020, στα κράτη µέλη του ΟΟΣΑ. Τις τελευταίες δεκαετίες έχουν µειωθεί οι µετακινήσεις επιβατών µε τρένο σε όλες τις χώρες µέλη του ΟΟΣΑ, εκτός από τις ΗΠΑ. Μόνο το 6% των µετακινήσεων επιβατών γίνεται µε τρένο. Αντιθέτως, έχουν αυξηθεί πάρα πολύ οι µετακινήσεις µε αεροπλάνο τα τελευταία 30 χρόνια, κυρίως ως αποτέλεσµα της οικονοµικής ανάπτυξης. Τα ταξίδια και ο τουρισµός συµβάλουν στην αλλαγή του κλίµατος, τη ρύπανση της ατµόσφαιρας και του νερού και την ηχορύπανση. Σε µικρότερο βαθµό επηρεάζουν τη βιοποικιλότητα, τους φυσικούς πόρους και την αισθητική του τοπίου. Οι οδικές µεταφορές επηρεάζουν και αυτές την ατµόσφαιρα, το νερό, αυξάνουν τις εκποµπές αερίων του θερµοκηπίου, την ηχορύπανση ενώ καταλαµβάνουν και γη. Κατανάλωση ενέργειας Το 15 30% της συνολικής ενέργειας καταναλώνεται από τα νοικοκυριά και τον εµπορικό τοµέα. Η κατανάλωση ενέργειας από τα νοικοκυριά αυξάνεται µε γοργούς ρυθµούς, κυρίως λόγω της αύξησης της χρήσης ηλεκτρικών συσκευών, των συστηµάτων ψύξης και θέρµανσης αλλά και της αύξησης του χώρου ανά άτοµο. Στις χώρες µέλη του ΟΟΣΑ η χρήση ενέργειας αυξήθηκε κατά 36% από το 1973 ως το 1998 και αναµένεται να αυξηθεί κατά 35% ως το 2020. Τα γερµανικά νοικοκυριά στη δεκαετία του 1990 κατανάλωναν το 30% της ενέργειας, τα ολλανδικά το 20%, ενώ τα µεξικάνικα το 17%. Τα νοικοκυριά συνήθως καταναλώνουν το µεγαλύτερο ποσοστό ενέργειας για τη θέρµανση του χώρου και του νερού και µικρότερο ποσοστό για τον φωτισµό και το µαγείρεµα. Πολλές χώρες έχουν καταφέρει να µειώσουν την κατανάλωση ενέργειας για τη θέρµανση, κυρίως βελτιώνοντας τη µόνωση στα σπίτια. Για παράδειγµα, τα σύγχρονα σπίτια στην Ολλανδία χρησιµοποιούν 40% λιγότερη ενέργεια για θέρµανση από αυτά που χτίστηκαν τη δεκαετία του 1960. Όµως, στην Ολλανδία, όπως και σε πολλές άλλες χώρες, αυξήθηκε η χρήση ηλεκτρικών συσκευών και άρα η κατανάλωση ενέργειας για τη λειτουργία τους. Παρόλο που στις περισσότερες χώρες µέλη του ΟΟΣΑ τα τελευταία χρόνια κυκλοφορούν ηλεκτρικές συσκευές χαµηλής κατανάλωσης δεν έχει µειωθεί η κατανάλωση ενέργειας, αφού αυξάνονται οι συσκευές. Η παραγωγή και η κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας επιβαρύνει την ατµόσφαιρα και συµβάλλει στην αλλαγή του κλίµατος. Επιπλέον, πολλές χώρες µέλη του ΟΟΣΑ καταναλώνουν τεράστιες ποσότητες

νερού για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Από την άλλη πλευρά η παραγωγή πυρηνικής ενέργειας παράγει απόβλητα ιδιαίτερα επικίνδυνα. Τα πυρηνικά απόβλητα παραµένουν ραδιενεργά για εκατοντάδες χρόνια. Κατανάλωση νερού Οι χώρες µέλη του ΟΟΣΑ είναι οι µεγαλύτεροι καταναλωτές νερού στον κόσµο. Από τη δεκαετία του 1980 η άντληση φρέσκου νερού αυξήθηκε κατά 4% και αναµένεται να αυξηθεί κατά 12% ως το 2020. Παρόλο που οι τεχνολογικές εξελίξεις και η αλλαγή της συµπεριφοράς βοήθησαν στο να µειωθεί η ανά κάτοικο κατανάλωση νερού, η άντληση αυξήθηκε λόγω της αύξησης του πληθυσµού. Μόνο εννέα χώρες µέλη του ΟΟΣΑ, κυρίως ευρωπαϊκές, µείωσαν τη συνολική ποσότητα αντλούµενου νερού ανάµεσα στο 1980 και το 1997. Τα νοικοκυριά καταναλώνουν το 8% του νερού, η βιοµηχανία το 65% και η γεωργία το 30%. Η ανά κάτοικο κατανάλωση νερού κυµαίνεται από 100 ως 300 λίτρα την ηµέρα. Τα νοικοκυριά της Γερµανία, της Ολλανδίας και του Μεξικού κατάφεραν τα τελευταία χρόνια να µειώσουν την κατανάλωση νερού, παρόλο που ο πληθυσµός και το ανά κάτοικο εισόδηµα αυξήθηκαν, κυρίως επειδή εφαρµόσθηκαν πολιτικές εξοικονόµησης νερού. Τα νοικοκυριά καταναλώνουν νερό κυρίως για το µπάνιο και το πλύσιµο των ρούχων. Η µέση κατανάλωση των ευρωπαϊκών νοικοκυριών είναι περίπου 150 λίτρα, από τα οποία σχεδόν το 33% χρησιµοποιείται για την προσωπική υγιεινή, το 33% για το πλύσιµο των ρούχων και των πιάτων, το 20-30% στην τουαλέτα και µόνο το 5% για πόση και µαγείρεµα (EEA, 2001). Η ποιότητα του νερού επηρεάζεται από την άµεση ρύπανση των υδροφόρων πόρων και από τη συγκέντρωση µετάλλων και αλάτων εξαιτίας της υπεράντλησης. Η βιοµηχανία και µετά η γεωργία είναι οι σηµαντικότεροι τοµείς που ρυπαίνουν το νερό. Τα νοικοκυριά συµβάλλουν πολύ λιγότερο στη ρύπανση του νερού. Η ρύπανση του νερού που προέρχεται από τα νοικοκυριά έχει µειωθεί τα τελευταία χρόνια, µε τη σύνδεση των περισσότερων νοικοκυριών µε αποχετευτικά δίκτυα και µε την καλύτερη επεξεργασία των υγρών αποβλήτων. Στις χώρες µέλη του ΟΟΣΑ, το 1980, το 51% του πληθυσµού είχε σύνδεση µε µονάδες επεξεργασίας υγρών αποβλήτων. Το αντίστοιχο ποσοστό στη δεκαετία του 1990 έφτασε το 60%. Υπάρχουν όµως µεγάλες διαφορές από χώρα σε χώρα που κυµαίνονται από 10 ως 100%. Τα νοικοκυριά µπορούν να συµβάλουν στη µείωση της κατανάλωσης του νερού καθώς και στη µείωση της ρύπανσης του νερού. Όταν η κατανάλωση νερού είναι χαµηλή, οι µονάδες επεξεργασίας των υγρών αποβλήτων είναι πιο αποτελεσµατικές. Η ρύπανση µπορεί να περιορισθεί µε τη χρήση βιοδιασπώµενων σαπουνιών και απορρυπαντικών καθώς και µε την αποφυγή απόρριψης χηµικών και πετρελαιοειδών στο αποχετευτικό σύστηµα. Παραγωγή οικιακών αποβλήτων Στις επόµενες δύο δεκαετίες στις περισσότερες ΟOΣΑ χώρες, επιδιώκεται ο αποσύνδεση της παραγωγής οικιακών αποβλήτων από την οικονοµική ανάπτυξη. Στο µέλλον, υπολογίζεται ότι τα αστικά και βιοµηχανικά απόβλητα θα παρουσιάσουν υψηλά ποσοστά παραγωγής. Ενώ έχουν παρθεί αρκετά µέτρα για να βελτιωθούν τα συστήµατα διαχείρισης απορριµµάτων, τεράστιες προσπάθειες πρέπει να γίνουν για να ελαττωθεί ο όγκος των απορριµµάτων. Τα απορρίµµατα µπορούν να αντιπροσωπεύουν την ανεπαρκή χρήση των υλικών και ενεργειακών πηγών και µπορούν να είναι µία πηγή περιβαλλοντικής ρύπανσης όταν δεν γίνεται σωστή διαχείρισή τους. Οι περισσότερες κυβερνήσεις των χωρών µελών του ΟΟΣΑ εγκαταλείπουν την απλή συλλογή των απορριµµάτων και στρέφονται προς την ιεράρχηση της διαχείρισης, βάζοντας σε προτεραιότητα την πρόληψη της παραγωγής απορριµµάτων. Παρότι, η υγειονοµική ταφή είναι η πιο ευρέως διαδεδοµένη µέθοδος απόρριψης, η συµµετοχή των νοικοκυριών σε προγράµµατα ανακύκλωσης είναι σε υψηλή ποσοστά σε πολλές χώρες. Σε άλλες χώρες, ο τρόπος διαχείρισης των αστικών αποβλήτων δεν έχει αλλάξει.

Τα προγράµµατα ανακύκλωσης είναι περιορισµένα και δεν επενδύονται κεφάλαια σε τεχνολογίες και υποδοµές που κάνουν τη διαχείριση των αποβλήτων περισσότερο φιλική προς το περιβάλλον. Τα στοιχεία σχετικά µε τα οικιακά απόβλητα είναι δύσκολο να συγκριθούν ή να αθροιστούν επειδή οι µέθοδοι έρευνας ποικίλουν σηµαντικά σε όλες τις χώρες. Τα απόβλητα που παράγονται από τα νοικοκυριά εντάσσονται στα αστικά απόβλητα. Έτσι, τις περισσότερες φορές είναι αδύνατον να διαχωριστούν τα απόβλητα που παράγονται από νοικοκυριά ή από άλλους, όπως µικρές επιχειρήσεις ή υπηρεσίες. Παρόλα αυτά στα περισσότερα κράτη του ΟΟΣΑ, τα απόβλητα από τα νοικοκυριά αποτελούν το µεγαλύτερο ποσοστό (κατά µέσο όρο 67% το 1997). Από το 1980, τα αστικά απορρίµµατα έχουν αυξηθεί περίπου κατά 40%. Το 1997, οι χώρες του ΟΟΟΣΑ παρήγαγαν 540 εκατοµµύρια τόνους αστικών απορριµµάτων ετησίως, οι οποίοι αντιστοιχούν σε περίπου 500 κιλά ανά άτοµο. Ο µέσος ετήσιος συντελεστής αύξησης των αστικών απορριµµάτων αυξήθηκε 1,8% µεταξύ 1980-1985 και 3,6% µεταξύ 1985-1990 αλλά µειώθηκε κατά 1% µεταξύ 1990-1997 (Stutz et al., 2001). Παρόλα αυτά, οι τάσεις αυτές θα πρέπει να ερµηνευτούν µε προσοχή επειδή µπορεί να αντανακλούν αλλαγές στην ποιότητα των δεδοµένων και την κάλυψη. Σύµφωνα µε πρόσφατους υπολογισµούς η παραγωγή αστικών αποβλήτων σε χώρες τους ΟΟΣΑ θα αυξηθεί κατά 43% µέχρι το 2020, δηλαδή κατά 770 εκατοµµύρια τόνους ή 640 κιλά ανά κάτοικο (ΟΟΣΑ, 2001). Στην Ε.Ε. τα οικιακά απόβλητα υπολογίζεται ότι θα αυξηθούν κατά 22% από το 1995 µέχρι το 2010, µε αυξήσεις στα απορρίµµατα του χαρτιού και του χαρτονιού µεταξύ 44% - 62%, και του γυαλιού µεταξύ 24%- 53% (ΟΟΣΑ, 2001). Ο συνολικός όγκος των αποβλήτων ανά κάτοικο αυξήθηκε 9,5% στην Ολλανδία µεταξύ 1993 και 1998, και 26% στο Μεξικό µεταξύ 1990 και 1999. Η παραγωγή ανά κάτοικο εµφανίζεται να έχει µειωθεί 8,6% (από 508 κιλά/κεφαλή το 1990 σε 435 κιλά/κεφαλή το 1997) στην Γερµανία την περίοδο 1990-1997 (Lorek et al., 2001), παρόλο που είναι δύσκολο να υπολογιστούν τα ανά κάτοικο επίπεδα επειδή οι στατιστικές σχετικές µε τα απόβλητα άλλαξαν το 1994. Για παράδειγµα, άλλα δεδοµένα δείχνουν µία αύξηση από 429 κιλά/ανά κάτοικο το 1996 στα 435 κιλά ανά κάτοικο το 1999 (Οµοσπονδιακό Γραφείο Στατιστικής, Γερµανία 2000). Μολονότι, είναι δύσκολη η σύγκριση των δεδοµένων από διάφορες χώρες µέλη του ΟΟΣΑ, ο µέσος όρος παραγωγής ανά κάτοικο εµφανίζεται να έχει αυξηθεί κατά 29% µεταξύ 1980 και 2000, και προβλέπεται να αυξηθεί κατά 30% µέχρι το 2020 στα 640 κιλά ανά κάτοικο (ΟΟΣΑ, 2001; Stutz et al.,2001). Η σύνθεση των αστικών αποβλήτων έχει αλλάξει σηµαντικά. Τα κύρια συστατικά είναι υπολείµµατα κήπου και τροφίµων (38%) και χαρτί και χαρτόνι (23%). Ακολουθούν το πλαστικό (8%), τα µέταλλα (4%) και σε µικρότερες ποσότητες, υφάσµατα και ογκώδη απορρίµµατα (ΟΟΣΑ, 1999c). Υπάρχει µία καθαρή τάση η οποία εµφανίζει αυξηµένες ποσότητες αποβλήτων συσκευασίας. Στο Μεξικό, για παράδειγµα, ο όγκος των προϊόντων µίας χρήση και των συσκευασιών, ειδικά του πλαστικού, χαρτιού και γυαλιού αυξήθηκε περίπου κατά 5%, 3% και 1% αντιστοίχως από το 1991 µέχρι το 1997, ενώ τα οργανικά απόβλητα µειώθηκαν περίπου κατά 8%, Στη Γερµανία, το υαδικό Σύστηµα (Dualles System), πέτυχε να ελαττωθεί η συνολική ποσότητα της συσκευασίας από το 1991 µέχρι το 1996. Από το 1996, ο ρυθµός της µείωσης των απορριµµάτων έχει επιβραδυνθεί, παρόλα αυτά, οι ποσότητες για το χαρτί, τα οργανικά και τα µέταλλα συνεχίζουν να αυξάνονται. Αναµένεται ότι τα απορρίµµατα συσκευασίας θα εξακολουθούν να αυξάνονται, αν συνεχισθούν οι ίδιες τάσεις και δεν καταβληθούν προσπάθειες αλλαγής της πολιτικής. Μολονότι, τα ποσοστά ανακύκλωσης έχουν αυξηθεί σηµαντικά, αυτή είναι µία σχετική αύξηση που έχει σχέση µε την αυξηµένη κατανάλωση. Για παράδειγµα, τα ποσοστά ανακύκλωσης στην ΕΕ για το χαρτί και το χαρτόνι θα χρειαστούν να αυξηθούν κατά 100% µέχρι το 2010 µία αύξηση των 2 εκατοµµυρίων τόνων τον χρόνο εάν η ποσότητα των άχρηστων χαρτιών και χαρτονιών παραµείνει σταθερή (Fischer, 1999). Το ίδιο ισχύει και για το γυαλί: για να σταθεροποιηθούν οι ποσότητες που καταλήγουν σε χώρους ταφής στα επίπεδα του 1996 (6,2 εκατ τόνοι) η ανακύκλωση του γυαλιού θα πρέπει να φθάσει τα 10 µε 14 εκατοµµύρια τόνους (35%-90%) (Fischer 1999).

Οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις της παραγωγής και διαχείρισης οικιακών αποβλήτων Τα απόβλητα αποτελούν µία πιθανή απώλεια υλικών και ενεργειακών πόρων. Είναι, επίσης, πηγή µόλυνσης και υποβάθµισης του εδάφους, όταν δεν διαχειρίζονται κατάλληλα. Οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις της παραγωγής αποβλήτων είναι ποικίλες και διαφέρουν ανάλογα µε τον όγκο και τον τύπο του υλικού (οργανικά, πλαστικά, χαρτί, µέταλλο κτλ.), αλλά και τον τρόπο διαχείρισης. Ο διαχωρισµός και η ανάκτηση, η βελτίωση της τεχνολογίας καύσης και υγειονοµικής ταφής, µειώνουν τις αρνητικές επιπτώσεις στο περιβάλλον από τα απόβλητα. Αλλά ακόµα και αυτές οι διαδικασίες επιβαρύνουν το περιβάλλον (χρήση γης, µόλυνση της ατµόσφαιρας και των νερών και εκποµπές αερίων του θερµοκηπίου). Για να µειωθούν οι επιπτώσεις των οικιακών αποβλήτων απαιτείται η πρόληψη της παραγωγής, η αύξηση των ποσοστών ανακύκλωσης και ανάκτησης και η διάθεση των υπολοίπων µε τρόπο περιβαλλοντικά ασφαλή. Αυτός ο τρόπος προσέγγισης, δηλαδή η ιεράρχηση στη διαχείριση των αποβλήτων, έχει υιοθετηθεί από την ΕΕ και έχει εφαρµοστεί σε χώρες όπως οι Σκανδιναβικές, η Αυστρία, η Ολλανδία και η Γερµανία. Η συγκριτική αξιολόγηση των επιπτώσεων στο περιβάλλον από µεµονωµένες διαδικασίες διαχείρισης αποβλήτων, είναι δύσκολη. Οι ειδικοί δεν έχουν συµφωνήσει σε µία κοινή µεθοδολογία, µε αποτέλεσµα να προσδιορίζονται µόνο οι γενικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις σχετικά µε την παραγωγή αποβλήτων και την επεξεργασία. Η ρύπανση της ατµόσφαιρας και οι εκποµπές αερίων του θερµοκηπίου Οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις των απορριµµάτων στη ρύπανση της ατµόσφαιρας και στις εκποµπές των αερίων του θερµοκηπίου εξαρτώνται από τον τύπο και την ποσότητα των απορριµµάτων όπως επίσης και η τεχνολογία που χρησιµοποιείται. Με την καύση εκπέµπονται ρύποι, κυρίως, διοξίνες και φουράνια, σκόνες και βαρέα µέταλλα, πολυκυκλικοί αρωµατικοί υδρογονάνθρακες κα Η καύση µπορεί να µειώσει τη µάζα των αποβλήτων µέχρι και 70% και τον όγκο τους µέχρι και 80%. Υπάρχει µία καθαρή τάση στις χώρες του ΟΟΣΑ υπέρ της κατασκευής εργοστασίων καύσης µε ανάκτηση ενέργειας. Στην Ε.Ε., οι εκποµπές από εργοστάσια καύσης µειώθηκαν µετά το 1999 αφού µειώθηκε και ο αριθµός τους, εγκαταστάθηκαν συστήµατα καθαρισµού, και η καύση γίνεται µε υψηλότερη θερµοκρασία, η οποία µειώνει την εκποµπή ρύπων, όπως διοξινών και φουρανίων. Παρόλα αυτά, η καύση των αποβλήτων δέχεται κριτική λόγω των σηµαντικών περιβαλλοντικών κινδύνων οι οποίοι προκαλούνται από σκόνες, NΟx, S)x, διοξίνες, στερεά υπολείµµατα (στάχτη, βαρέα µέταλλα, ενώσεις χλωρίου και φθορίου), περιορισµένη αποδοχή και εκµετάλλευση των στερεών αποβλήτων, και υψηλά κόστη επένδυσης και επεξεργασίας (Lorek et al., 2001). Οι χωµατερές και σκουπιδότοποι ευθύνονται για το 2% του συνόλου των εκποµπών αερίων του θερµοκηπίου στις χώρες του ΟΟΣΑ (1998). ιάφοροι τρόποι διαχείρισης απορριµµάτων, κυρίως οι ανεξέλεγκτοι, ήταν υπεύθυνοι για το 34% των εκποµπών µεθανίου, το 1998. Αυτές οι εκποµπές υπολογίζεται να αυξηθούν κατά 20% από το 1995 µέχρι το 2020 (ΟΟΣΑ, 2001). Στις χώρες µη µέλη του ΟΟΣΑ, όπου υπολογίζεται ότι η παραγωγή αποβλήτων θα διπλασιαστεί και όπου η απόρριψη σε χωµατερές είναι η πιο διαδεδοµένη µέθοδος, οι εκποµπές µεθανίου υπολογίζεται να αυξηθούν κατά περίπου 140% την ίδια χρονική περίοδο. Οι εκποµπές αερίων του θερµοκηπίου µπορούν να µετριαστούν είτε µε την αποφυγή της ταφής της οργανικής ύλης ή µε τη συλλογή και χρησιµοποίηση του βιοαερίου που παράγεται στους χώρους ταφής. Η Ε.Ε., και µερικές άλλες χώρες του ΟΟΣΑ έχουν εφαρµόσει, ή σκοπεύουν να εφαρµόσουν, γενικές απαγορεύσεις στην ταφή της οργανικής ύλης. Μόλυνση και ρύπανση του εδάφους και του νερού Ένα σηµαντικό περιβαλλοντικό πρόβληµα µε επίπτωση στη δηµόσια υγεία σχετίζεται µε την διαχείριση των αποβλήτων και είναι η ρύπανση ή/και µόλυνση του εδάφους, η οποία συχνά έχει ως αποτέλεσµα τη ρύπανση ή/και µόλυνση των υπογείων και επιφανειακών υδάτων. Η ανεξέλεγκτη απόρριψη των αποβλήτων (άµεση απόρριψη πάνω ή µέσα στην γη) και οι χωµατερές οι οποίες δεν έχουν την απαραίτητη ασφάλεια µπορούν να εκπλύουν τοξικές ουσίες. Το πρόβληµα ποικίλει

ανάλογα µε τον είδος των αποβλήτων, την κατασκευή, και τις υδρογεωλογικές συνθήκες των χώρων ταφής: οι χώροι ανεξέλεγκτης απόρριψης είναι η χειρότερη επιλογή. Οι κινητήριες δυνάµεις πίσω από την οικιακή κατανάλωση Ποιες είναι οι κύριες επιρροές και οι κινητήριες δυνάµεις πίσω από τα ισχύοντα και µελλοντικά καταναλωτικά πρότυπα; Τι οδηγεί τους καταναλωτές να κάνουν επιλογές οι οποίες είναι υπέρ του περιβάλλοντος; Υπάρχει ένα πλούσιο υλικό θεωρητικής και εµπειρικής εργασίας σχετικά µε την διαµόρφωση των καταναλωτικών τους επιλογών και λήψη αποφάσεων η οποία βοηθάει να εξηγηθεί γιατί τα καταναλωτικά πρότυπα έχουν διαµορφωθεί όπως έχουν διαµορφωθεί και πώς θα εξελιχθούν στο µέλλον. Κατανοώντας αυτές τις καθοδηγητικές δυνάµεις είναι σηµαντικό ούτως ώστε να εκτιµηθούν γιατί οι καταναλωτικές επιλογές µπορεί ν αλλάξουν, πόσο γρήγορα και κάτω από ποια ερεθίσµατα. Αυτό να προσδιοριστεί ο ρόλος του κράτους στην προώθηση περισσότερων βιώσιµων προτύπων κατανάλωσης και στον προσδιορισµό επιλογών και εφαρµογής των διαφορετικών εργαλείων πολιτικών. Κύριες κινητήριες δυνάµεις πίσω από την οικιακή κατανάλωση ενέργειας και νερού και παραγωγής απορριµµάτων Ανάγκες Τα νοικοκυριά χρειάζονται ενέργεια έτσι ώστε να προσφέρουν µία σειρά από υπηρεσίες, ειδικότερα για να θερµαίνουν και να ψύχουν τα δωµάτια, να θερµαίνουν νερό, και να λειτουργούν οι ηλεκτρικές συσκευές. Οι ενεργειακές ανάγκες έχουν αυξηθεί µαζί µε την αυξηµένη ζήτηση για µεγαλύτερα σπίτια, µεγαλύτερο χώρος ανά κάτοικο, και άνεση η οποία έχει σχέση µε τις εσωτερικές θερµοκρασίες δωµατίου και υγιεινής (συχνότερα και εκτενή ντους, συχνότερο πλύσιµο των ρούχων). Πολλές από αυτές τις ίδιες δυναµικές έχουν αυξήσει την ζήτηση για νερό. Αντιθέτως, τα νοικοκυριά δεν χρειάζονται τα απόβλητα: είναι ένα υποπροϊόν, βασισµένο σε διάφορα προϊόντα και υπηρεσίες, αλλά που δηµιουργεί µία σειρά από δευτερεύουσες ανάγκες (π.χ. διαχείριση απορριµµάτων). Πολλές επιρροές διαµορφώνουν την ζήτηση από τα νοικοκυριά για διαφορετικά καταναλωτικά προϊόντα, ειδικά αυτές που έχουν σχέση µε τα τωρινά και τα µελλοντικά έσοδα και τις τιµές των προϊόντων και των υπηρεσιών. Περιστάσεις Ευκαιρίες Η ενεργειακή ένταση (συνολική αρχική ενεργειακή προµήθεια ανά µονάδα ΑΕΠ) έπεσε δραµατικά στις ΟΟΣΑ χώρες, οι οποίες ακολουθήθηκαν από τις αυξήσεις της τιµής του πετρελαίου του 1973/1974 και του 1979. Παρόλα αυτά, η συχνότητα της µείωσης επιβραδύνθηκε µετά το 1985 όταν οι πραγµατικές τιµές έπεσαν σε πολύ χαµηλά επίπεδα, δεν υπήρχε έντονη αύξηση στην ενεργειακή χρήση, µε αυτόν τον τρόπο υποδεικνύοντας ότι µερικές βελτιώσεις στην ενεργειακή απόδοση έχουν παγιδευτεί στις ΟΟΣΑ οικονοµίες µέσω αλλαγών στην τεχνολογία, υποδοµών και µόνιµης συµπεριφοράς (ΟΟΣΑ, 2001). Οι τελικές ενεργειακές τιµές έχουν µειωθεί σε πραγµατικά επίπεδα από το 1980 µέχρι το 1999 (ΟΟΣΑ, 2001h). Παρόλα αυτά, ενώ οι καταναλωτές ανταποκρίνονται περισσότερο σε µία αύξηση τιµών παρά σε µία µείωση η ενέργεια είναι µία αναγκαιότητα µε σχετικά µία ανελαστική ζήτηση. Στην Γερµανία, για παράδειγµα, οι δείκτες δείχνουν ότι οι υψηλότερες τιµές προξενούν µία µετριοπαθή µείωση στη ζήτηση. Την ίδια ώρα, το γεγονός ότι ένα νοικοκυριό είναι ο ιδιοκτήτης της κατοικίας του, µπορεί να επηρεάσει την ικανότητα του νοικοκυριού και την προθυµία του να επενδυθούν συσκευές εξοικονόµησης ενέργειας και/ή βιώσιµου κτιριακού σχεδίου. Η ενέργεια είναι ένας από τους πιο επιδοτούµενους τοµείς στις χώρες του ΟΟΣΑ (ΟΟΣΑ, 1998 α). Η µεγαλύτερη στήριξη πηγαίνει στην παραγωγή πυρηνικής ενέργειας, κάρβουνου και πετρελαίου (de Moor and Calamai, 1998). Οι επιχορηγήσεις σε συγκεκριµένα καύσιµα οδηγούν σε ένα επίπεδο οικονοµικά ανεπαρκούς παροχής ενέργειας κι αποθαρρύνουν τα νέα καύσιµα ή τις τεχνολογικές εξελίξεις οι οποίες θα µπορούσαν να µειώσουν τις αρνητικές περιβαλλοντικές συνέπειες (ΟΟΣΑ,

2001). Οι περισσότερες ΟΟΣΑ χώρες έχουν αρχίσει µία διαδικασία ενεργειακής απελευθέρωσης της ενέργειας και των υπηρεσιών διανοµής. Στις περισσότερες περιπτώσεις, ο µετασχηµατισµός της πολιτικής στον τοµέα της ηλεκτρικής ενέργειας µπορεί να µειώσει περαιτέρω τις τιµές και να αυξήσει τη ζήτηση. Για να εξισορροπηθούν οι αρνητικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις που θα προκύπτουν από αυτές τις αλλαγές είναι απαραίτητο για τις χώρες να υιοθετήσουν πολιτικές που ενθαρρύνουν την µεγαλύτερη ενεργειακή απόδοση, τη µείωση εκποµπών και τη χρήση καθαρότερων καυσίµων (ΟΟΣΑ, 2001). Οι τιµές του νερού αυξάνονται και δεν φαίνεται να έχουν σηµαντική επίδραση στα επίεπεδα κατανάλωσης του σε πολλές ΟΟΣΑ χώρες, επειδή τα νοικοκυριά συχνά δεν γνωρίζουν πόσο θα καταναλώσουν ή θα ξοδέψουν ανά κυβικό µέτρο, ή αντιλαµβάνονται τις τιµές του νερού ως χαµηλές. Στην Ολλανδία, για παράδειγµα, τα έξοδα του νοικοκυριού από την κατανάλωση του νερού (περιλαµβάνοντας πόσιµο νερό και φόρους υγιεινής και νερού) προς το παρόν αντιστοιχούν µόνο στο 0,78% και το 1,90% του µέσου εισοδήµατος. Το 50% των Ολλανδών καταναλωτών δεν γνωρίζουν πόσο πληρώνουν για το νερό τους: από εκείνους που δεν γνωρίζουν, το 43% θεωρούν ότι είναι σχετικά φθηνό (παρόλο που αυτό είναι λιγότερο από το 50% δίνοντας αυτή την ίδια απάντηση το 1995) (Correlje et al., 2001). Στην Γερµανία, παρόλο που οι τιµές του νερού έχουν αυξηθεί, οι υπηρεσίες νερού και αποχέτευσης υπολογίζονται στο 1.3% του διαθέσιµου εισοδήµατος (Lorek et al., 2001). Το 84% των Γερµανών δεν γνωρίζουν ούτε την τιµή που πληρώνουν για νερό ή για τέλη αποχέτευσης ούτε για την ποσότητα που καταναλώνουν. Η µοναδική στιγµή που η τιµή είχε ένα αρνητικό αποτέλεσµα στην κατανάλωση ήταν µεταξύ το 1992 και το 1996, όταν οι καταναλωτές επιβαρυνθήκανε µε µία µεγάλη αύξηση, περίπου 11%, για να καλυφθούν τα κόστη των έργων ύδρευσης. Στο Μεξικό, το νερό είναι σε µεγάλη βαθµό επιδοτούµενο. Η κυβέρνηση πληρώνει το 88% του αληθινού κόστους άντλησης ούτως ώστε να καλύπτεται η οικιακή ζήτηση (π.χ. αληθινά κόστη της άντλησης νερού και διανοµής που δεν περιλαµβάνει τα ενεργειακά κόστη για την µεταφορά του νερού στην Πόλη του Μεξικού (2500 µέτρα υψόµετρο) ή την συντήρηση και διαχείριση του δικτύου ύδρευσης) (CESPEDES, 2000). Συζητήσεις για επιδοτήσεις νερού και κατάλληλη τιµολόγηση έχουν τροφοδοτηθεί από απόψεις που θεωρούν το νερό ως ένα ελεύθερο αγαθό. Παρόλα αυτά, διάφορες µελέτες έχουν δείξει ότι οι κάτοικοι µε ένα πολύ χαµηλό εισόδηµα, και που κατοικούν σε περιοχές οι οποίες δεν έχουν πρόσβαση στο δίκτυο ύδρευσης, προς το παρόν πληρώνουν 30% περισσότερο για νερό από ότι τα νοικοκυριά που βρίσκονται σε πλούσιες αστικές περιοχές (CESPEDES, 2000). Κόστη ιαχείρισης αποβλήτων Οι χώρες του ΟΟΣΑ εφαρµόζουν µία σειρά φόρων και τελών σε όλα τα νοικοκυριά για τη συλλογή των απορριµµάτων. Ενώ αυτά τα τέλη διατηρούν το σύστηµα συλλογής, οι επιπτώσεις τους στην συµπεριφορά των νοικοκυριών δεν είναι τόσο ξεκάθαρη. Όπως και µε το νερό, παρατηρείται ότι τα νοικοκυριά σπανίως αντιλαµβάνονται την τιµή που πληρώνουν για τα απόβλητα τους. Όταν όµως το αντιλαµβάνονται, η τιµή γενικώς θεωρείται χαµηλή, και τα νοικοκυριά δεν αισθάνονται την ανάγκη να µειώσουν την ποσότητα των απορριµµάτων που παράγουν. Σε µερικές χώρες, η µέθοδος της τιµολόγησης των αποβλήτων ανάλογα µε την ποσότητα που πετάγεται χρησιµοποιείται ούτως ώστε τα νοικοκυριά να αντιληφθούν τα κόστη της διαχείρισης των απορριµµάτων. Αυτή η µέθοδος επιβάλει χρηµατικές ποινές βασιζόµενες στον όγκο των απορριµµάτων (π.χ. πληρώνεις για όσα παράγεις). Σε µερικές περιπτώσεις αυτά τα προγράµµατα έχουν οδηγήσει σε µία µείωση των απορριµµάτων, ειδικότερα όταν συνδυάζονται τα τέλη µε συµπληρωµατικά µέτρα ούτως ώστε να παρέχουν υποδοµή, πληροφορία και κίνητρα στα νοικοκυριά για να µειώνουν και να ανακυκλώνουν τα απορρίµµατα τους. Μερικές χώρες επιβάλουν φόρους σε προϊόντα µίας χρήσεως (π.χ. πλαστικά µπουκάλια αναψυκτικών) ή στα υπερβολικά συσκευασµένα προϊόντα ώστε να ενθαρρύνουν την πρόληψη παραγωγής απορριµµάτων. Προϊόντα και υπηρεσίες

Η ενεργειακή ζήτηση από τα νοικοκυριά και οι υπηρεσίες διαχείρισης απορριµµάτων και νερού είναι έντονα συνδεδεµένες µε τα ποσοστά ιδιοκτησίας οικιακών συσκευών και χρήσης, όπως επίσης και µε την ποσότητα και τη σύνθεση του προϊόντος και της συσκευασίας που καταναλώνεται. Η ιδιοκτησία συσκευών εξαπλώνεται σε όλες τις ΟΟΣΑ χώρες και συγκλίνουν στα επίπεδα της ΗΠΑ, παρόλο που το 1992 τα νοικοκυριά κατείχαν τις περισσότερες και µεγαλύτερες οικιακές συσκευές (ΙΕΑ, 2000). Αυτές οι τάσεις εξηγούν την µεγάλη σηµασία των ηλεκτρικών συσκευών, και της ηλεκτρικής ενέργειας γενικότερα, στην τελική ενεργειακή χρήση. Η αυξανόµενη κλίµακα αγορών ηλεκτρικών οικιακών συσκευών και η χρήση εξηγεί γιατί τα Ολλανδικά νοικοκυριά, για παράδειγµα, αύξησαν την κατανάλωση της ηλεκτρικής ενέργειας κατά 14% µεταξύ το 1974 και το 1994, παρά τα σηµαντικά οφέλη ενεργειακής αποδοτικότητας πολλών συσκευών. Τα υψηλά επίπεδα ιδιοκτησίας ηλεκτρικών συσκευών συνδέονται µε τις απαιτήσεις των νοικοκυριών να εξοικονοµούν χρόνο και εργασία ώστε να επεκτείνουν τον ελεύθερο χρόνο τους. Οµοίως, ο αυξανόµενος αριθµός των οικιακών συσκευών νερού συνδέεται µε τις αλλαγές στον τρόπο ζωής. Η θεωρία «καινοτόµα συστήµατα προϊόντων», εξηγεί αυτή τη τάση ως µία διαδικασία από την οποία νέα προϊόντα και συσκευές εισχωρούν στα νοικοκυριά, βοηθούν στην αλλαγή του τρόπου ζωής και της ρουτίνας, και τότε οι ίδιοι γίνονται µέρος αυτής της ρουτίνας. Με το πέρασµα του χρόνου, τα προϊόντα, που αρχικά αποτελούσαν ένα είδος πολυτέλειας, στη συνέχεια έγιναν αναγκαιότητα (π.χ. πλυντήρια ρούχων, πλυντήρια πιάτων, φούρνοι µικροκυµάτων, κινητά τηλέφωνα κτλ.) Την ίδια στιγµή, οι βελτιώσεις αποδοτικότητας οι οποίες ενσωµατώθηκαν σε νέα προϊόντα, είναι τα κλειδιά τα οποία επιβράδυναν την ανάπτυξη της ενεργειακής ζήτησης από τα νοικοκυριά και µειώνουν την κατανάλωση νερού, δείχνοντας ότι η διαφοροποίηση της οικονοµικής ανάπτυξης από την ενέργεια και το νερό λαµβάνει χώρα. Χωρίς αυτό, η οικιακή ζήτηση για ενεργειακές υπηρεσίες τα τελευταία είκοσι χρόνια θα παρουσίαζε µία αύξηση της τάξης του 30-70% ανά κάτοικο/οικιακή ενεργειακή κατανάλωση. Η οικιακή ενεργειακή χρήση έχει αυξηθεί, αλλά κατά 30% το πολύ, και έχει µειωθεί σε κάποιες χώρες (ΙΕΑ, 1997). Με τον ίδιο τρόπο, η διάδοση των υποδοµών εξοικονόµησης (χαµηλής πίεσης τουαλέτες και ντους, κτλ) είναι µία από τις πιο σηµαντικές δυνάµεις που επηρεάζουν τις τάσεις κατανάλωσης νερού σε χώρες οι οποίες έχουν ελαττώσει την οικιακή κατανάλωση ανά κάτοικο. Οµοίως, η σύνθεση του προϊόντος, η παλαιότητα, η συσκευασία, και η ανακύκλωση είναι όλοι παράγοντες οι οποίοι καθορίζονται υψηλότερα στην αλυσίδα παραγωγής. Προσπάθειες για να ελαττωθεί η συσκευασία προϊόντων έχει οδηγήσει σε µικρότερες ποσότητες συσκευασίας σε επίπεδο νοικοκυριού. ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΩΘΗΣΗ ΒΙΩΣΙΜΗΣ ΟΙΚΙΑΚΗΣ ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗΣ Προώθηση της βιώσιµης κατανάλωσης Η προώθηση της βιώσιµης κατανάλωσης απαιτεί το συνδυασµό πολλών παραγόντων, όπως η πολιτική, οι µεταρρυθµίσεις στην αγορά, η κινητοποίηση των καταναλωτών από τις ΜΚΟ, καθώς και οι πρωτοβουλίες από την πλευρά των ίδιων των καταναλωτών. Οι καταναλωτές στις χώρες µέλη του ΟΟΣΑ ενδιαφέρονται για το περιβάλλον και για τον τρόπο µε τον οποίο οι πράξεις τους το επηρεάζουν. Οι περισσότερες χώρες µέλη του ΟΟΣΑ έχουν εφαρµόσει πολιτικές προκειµένου να µειώσουν τις επιπτώσεις στο περιβάλλον από τα νοικοκυριά. Κάποιες από αυτές τις πολιτικές είχαν ως αποτέλεσµα περιορισµένες αλλαγές συµπεριφοράς, όµως γενικότερα τα αποτελέσµατα ήταν µέτρια. Οι κυβερνήσεις µπορούν να γίνουν περισσότερο δραστήριες και να επηρεάσουν τις συνήθειες των πολιτών. Ειδικότερα, θα πρέπει να θέσουν ξεκάθαρους στόχους, να ενδυναµώσουν τις υπάρχουσες πολιτικές και να βελτιώσουν το συντονισµό και τη σταθερότητα των πολιτικών προκειµένου να βοηθήσουν τα νοικοκυριά να αλλάξουν την καταναλωτική τους συµπεριφορά. Βασικές προϋποθέσεις για την επίτευξη της βιώσιµης κατανάλωσης είναι οι εξής: - Η ενσωµάτωση στις τιµές των προϊόντων και των υπηρεσιών του περιβαλλοντικού κόστους

- Η χάραξη πολιτικής και η δηµιουργία νοµικού πλαισίου που θα αποσαφηνίζει τις προτεραιότητες και θα δίνει κατευθύνσεις για τις απαιτούµενες αλλαγές - Η διαθεσιµότητα µεγάλης γκάµας προϊόντων και υπηρεσιών φιλικών προς το περιβάλλον - Η ανάπτυξη τεχνολογιών και υποδοµών που προωθούν τον περιβαλλοντικό σχεδιασµό των µεταφορών, των κατασκευών, της διαχείρισης αποβλήτων κ.α. - Η παροχή πληροφοριών και η ενηµέρωση των καταναλωτών, έτσι ώστε να µπορούν να αναλάβουν δράση. Τις περισσότερες φορές τα νοικοκυριά πληρώνουν περιβαλλοντικούς φόρους όταν αγοράζουν κάποια αγαθά ή όταν χρησιµοποιούν αυτοκίνητα και καύσιµα. Όµως, η αλήθεια είναι ότι οι περιβαλλοντικοί φόροι δεν είναι ακόµα σωστά προσανατολισµένοι και εξακολουθούν να µην είναι αποδεκτοί από τους πολίτες. Οι φόροι που θα αφορούν εξωτερικά κόστη που σχετίζονται µε την παραγωγή και την κατανάλωση, θα είναι µεγαλύτεροι από τους υπάρχοντες, ειδικά αυτοί που θα επιβάλλονται στην ενέργεια και τις µεταφορά. Ο όρος «βιώσιµη κατανάλωση» σηµαίνει χρήση αγαθών και υπηρεσιών που καλύπτουν βασικές ανάγκες και βελτιώνουν την ποιότητα ζωής, ενώ παράλληλα µειώνεται η χρήση φυσικών πόρων, τοξικών υλικών, η παραγωγή αποβλήτων και η εκποµπή ρυπαντών κατά τη διάρκεια του κύκλου ζωής, έτσι ως να µην τίθενται σε κίνδυνο οι ανάγκες των επόµενων γενεών. Τα περισσότερα κράτη µέλη του ΟΟΣΑ υλοποιούν πολιτικές για να µειώσουν τις επιπτώσεις στο περιβάλλον από τις δραστηριότητες των νοικοκυριών. Αυτές περιλαµβάνουν µέτρα για την εξοικονόµηση ενέργειας ή την ανακύκλωση των αποβλήτων, την επιβολή όρων για την προώθηση στην αγορά φιλικών προς το περιβάλλον αγαθών, την επιβολή φόρων που αυξάνουν την τιµή των προϊόντων που επιβαρύνουν το περιβάλλον. Οι καινοτοµίες που έχει υιοθετήσει κάποιες φορές ο ιδιωτικός τοµέας έχουν επιφέρει αλλαγές στο σχεδιασµό των προϊόντων και την τεχνολογία, γεγονός που έχει µειώσει τις επιπτώσεις στο περιβάλλον από τον τρόπο κατανάλωσης, ιδιαίτερα όσον αφορά την ενέργεια και τα απόβλητα. Οι περιβαλλοντικές ΜΚΟ και οι οργανώσεις καταναλωτών έχουν παίξει σηµαντικό ρόλο µεταβάλλοντας το θεωρητικό διάλογο για τη βιώσιµη ανάπτυξη σε πράξη. Πολλές από αυτές τις πρωτοβουλίες έχουν βοηθήσει να µειωθούν οι βλάβες στο περιβάλλον από τα καταναλωτικά πρότυπα. Όµως, σε γενικές γραµµές, τα µέχρι τώρα αποτελέσµατα είναι µέτρια. Η ανά κάτοικο κατανάλωση αυξάνεται σταθερά στις χώρες µέλη του ΟΟΣΑ τις τελευταίες δύο δεκαετίες και θα συνεχίσει να αυξάνεται ως το 2020. Το πλαίσιο των πολιτικών για την προώθηση της βιώσιµης κατανάλωσης. Στο παρελθόν, οι οικονοµικές επιστήµες και η οικονοµικές πολιτικές έδιναν µικρότερη σηµασία στα περιβαλλοντικά αποκτήµατα. Τα πρώτα οικονοµικά µοντέλα έβλεπαν τον καθαρό αέρα, για παράδειγµα, ως έναν άφθονο πόρο και την καλλιεργήσιµη γη ως µη-εξαντλήσιµη Μειώνοντας τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις από τα πρότυπα οικιακής κατανάλωσης Έχουν αναγνωριστεί αρκετοί συνδετικοί κρίκοι µεταξύ της κοινής πολιτικής και του σχεδιασµού και των προτύπων οικιακής κατανάλωσης, και των µέτρων που θα µπορούσαν να πάρουν οι νοµοθέτες για να βοηθήσουν τα νοικοκυριά να µειώσουν τις περιβαλλοντικές τους πιέσεις στην τροφική αλυσίδα. Μερικές πολιτικές υπάρχουν για να χειρίζονται τα πρότυπα ενεργειακής κατανάλωσης, παραγωγής απορριµµάτων, κατανάλωσης τροφίµων περιλαµβάνοντας µερικά ειδικά µέτρα για την µεταφορά τροφίµων ή τις επιπτώσεις των εκποµπών των αερίων του θερµοκηπίου. Είναι ξεκάθαρο ότι τα πρότυπα οικιακής κατανάλωσης τροφίµων δεν θα πρέπει να αντιµετωπίζονται ξεχωριστά αλλά µάλλον σαν ένα σηµαντικό κοµµάτι µίας οµάδας καθηµερινών οικιακών προτύπων τα οποία επηρεάζουν και υποστηρίζουν το ένα το άλλο. Χρειάζεται πιο συστηµατική ανάλυση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων και της αποτελεσµατικότητας κόστους των πολιτικών εργαλείων που εφαρµόζονται ώστε να µειωθούν οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις της κατανάλωσης τροφίµων.