ΧΑΡΟΚΟΠΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ

Σχετικά έγγραφα
Κεφάλαιο 12: Τεχνική γεωλογία και θεµελίωση γεφυρών 12.1

Ευρασιατική, Αφρικανική και Αραβική

2. ΓΕΩΛΟΓΙΑ - ΝΕΟΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

ΑΝΙΧΝΕΥΣΗ ΠΡΟΔΡΟΜΩΝ ΣΕΙΣΜΙΚΩΝ ΦΑΙΝΟΜΕΝΩΝ ΕΥΡΥΤΕΡΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΚΕΦΑΛΛΗΝΙΑΣ

Φαινόµενα ρευστοποίησης εδαφών στον Ελληνικό χώρο Κεφάλαιο 1

ΜΕΡΟΣ 1 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. 1. Γεωλογείν περί Σεισμών Λιθοσφαιρικές πλάκες στον Ελληνικό χώρο Κλάδοι της Γεωλογίας των σεισμών...

ΚΑΘΟΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΠΕΔΙΟΥ ΤΩΝ ΤΑΣΕΩΝ

Συσχέτιση Νεοτεκτονικών αμώυ και Σεισμικότητας στην Ευρύτερη Περιοχή ταυ Κορινθιακού Κόλπου (Κεντρική Ελλάδα).

2. ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ Υ ΡΟΣΦΑΙΡΑΣ

ΜΕΛΕΤΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗΣ. Γέφυρα Ρίο - Αντίρριο

ΜΕΛΕΤΗ ΙΖΗΜΑΤΟΓΕΝΩΝ ΙΕΡΓΑΣΙΩΝ ΚΑΙ ΤΕΚΤΟΝΙΚΩΝ ΟΜΩΝ ΣΤΟΝ ΚΟΡΙΝΘΙΑΚΟ ΚΟΛΠΟ ΜΕ ΤΗ ΧΡΗΣΗ

ΚΑΤΟΛΙΣΘΗΣΕΙΣ. Κατολισθήσεις Ταξινόµηση κατολισθήσεων

ρ. Ε. Λυκούδη Αθήνα 2005 ΩΚΕΑΝΟΙ Ωκεανοί Ωκεάνιες λεκάνες

ΒΕΖΥΡΙΑΝΟΥ ΙΩΑΝΝΑ Α.Μ

ΡΗΞΙΓΕΝΗΣ ΙΣΤΟΣ, ΚΑΤΟΛΙΣΘΗΤΙΚΑ ΦΑΙΝΟΜΕΝΑ ΚΑΙ ΧΡΗΣΗ Σ.Γ.Π. ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΛΟΓΗ ΘΕΣΕΩΝ ΓΕΩΛΟΓΙΚΗΣ ΚΑΤΑΛΛΗΛΟΤΗΤΑΣ

Η δομή των πετρωμάτων ως παράγοντας ελέγχου του αναγλύφου

ΠΟΤΑΜΙΑ ΓΕΩΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑ

Τ Ε Τ Α Ρ Τ Ο Γ Ε Ν Η Σ Ε Ξ Ε Λ Ι Ξ Η Τ Ο Υ Α Ν Α Τ Ο Λ Ι Κ Ο Υ Κ Ο Ρ Ι Ν Θ Ι Α Κ Ο Υ Κ Ο Λ Π Ο Υ

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΤΟΞΟ. Γεωλογική εξέλιξη της Ελλάδας Το Ελληνικό τόξο

ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΓΕΩΛΟΓΙΚΩΝ & ΜΕΤΑΛΛΕΥΤΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ

ΖΕΥΞΙΣ ΡΙΟΥ ΑΝΤΙΡΡΙΟΥ Π. ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΣ Τεχνικός ιευθυντής

Ποτάµια ράση ΠΟΤΑΜΙΑ ΓΕΩΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑ. Ποτάµια ιάβρωση. Ποτάµια Μεταφορά. Ποτάµια Απόθεση. Βασικό επίπεδο

Φυσικό Περιβάλλον ΦΥΣΙΚΗ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ

ΑΛΛΗΛΕΠΙ ΡΑΣΗ ΡΗΓΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΣΕΙΣΜΙΚΗ ΕΠΙΚΙΝ ΥΝΟΤΗΤΑ ΣΤΟΝ ΑΝΑΤΟΛΙΚΟ ΚΟΡΙΝΘΙΑΚΟ

Case Study I. Γέφυρα Ρίο - Αντίρριο

ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΠΑΡΑΜΕΤΡΩΝ ΚΑΙ ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΣΕΙΣΜΙΚΗΣ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟΤΗΤΑΣ R=H*V

Εργαστηριακή Άσκηση Φωτογεωλογίας (Dra)

Γεωτεχνική Έρευνα και Εκτίμηση Εδαφικών παραμέτρων σχεδιασμού Η ΓΕΩΛΟΓΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ

ΚΑΤΟΛΙΣΘΗΣΕΙΣ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΓΝΑΤΙΑ ΟΔΟ. Dr. Βανδαράκης Δημήτριος Dr. Παυλόπουλος Κοσμάς Καθηγητής

ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΤΕΧΝΙΚΗΣ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ Ι ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΕΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΙΑΛΕΞΕΩΝ

«ΟΙ ΓΕΦΥΡΕΣ ΕΝΩΝΟΥΝ» 8 ο ΓΕΛ ΠΑΤΡΩΝ ΣΧ.ΕΤΟΣ: ΤΑΞΗ:Β5 ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΜΕ ΘΕΜΑ. ΟΜΑ Α 1 η

Ερµηνεία Τοπογραφικού Υποβάθρου στη Σύνταξη και Χρήση Γεωλoγικών Χαρτών

Χαρτογράφηση Δείκτη Παράκτιας Τρωτότητας

ENOTHTA 1: ΧΑΡΤΕΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΘΕΩΡΙΑΣ

Γεωδυναµικό Ινστιτούτο Ε.Α.Α. στην Περιφέρεια Πελοποννήοσυ

Τμήμα Γεωγραφίας, Ζ Εξάμηνο σπουδών Αθήνα, 2017

0,5 1,1 2,2 4,5 20,8 8,5 3,1 6,0 14,9 22,5 15,0 0,9

Γεωθερμική έρευνα - Ερευνητικές διαδικασίες

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ ΤΜΗΜΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗΣ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ 3: ΓΕΩΛΟΓΙΚΟΙ ΧΑΡΤΕΣ

7 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΥΝΟΨΗ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ

ΑΣΚΗΣΗ 6 η ΠΡΑΚΤΙΚΗ ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΣΦΑΙΡΙΚΗΣ ΠΡΟΒΟΛΗΣ ΤΩΝ ΑΣΥΝΕΧΕΙΩΝ ΤΗΣ ΒΡΑΧΟΜΑΖΑΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΜΕ ΤΗ ΧΡΗΣΗ ΕΙΔΙΚΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΤΟΥ Η/Υ ΤΩΝ

Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΗΣ ΣΕΙΣΜΙΚΗΣ ΑΝΑΚΛΑΣΗΣ ΣΤΗΝ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΚΟΙΤΑΣΜΑΤΩΝ Υ ΡΟΓΟΝΑΝΘΡΑΚΩΝ

Τεχνικοοικονοµική Ανάλυση Έργων

Οµάδα 4η. Υπ. Καθηγήτρια: Σοφία Μπερδέ Σχ. έτος:

ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΔΙΚΤΥΟ SCHMIDT ΚΑΙ ΟΙ ΧΡΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΣΤΗ ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΗ ΜΗΧΑΝΙΚΗ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Ε. ΡΟΖΟΣ ΕΠ. ΚΑΘ. ΕΜΠ

ΓΕΩΦΥΣΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ SUBDUCTION ZONES ΖΩΝΕΣ ΚΑΤΑΔΥΣΗΣ ΚΟΥΡΟΥΚΛΑΣ ΧΡΗΣΤΟΣ

iv. Παράκτια Γεωμορφολογία

ΕΙΔΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΕΣ ΑΠΟ ΟΠΛΙΣΜΕΝΟ ΚΑΙ ΠΡΟΕΝΤΕΤΑΜΕΝΟ ΣΚΥΡΟΔΕΜΑ. Γ. Παναγόπουλος Καθηγητής Εφαρμογών, ΤΕΙ Σερρών

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΜΑΘΗΜΑ 1 ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΜΑΘΗΜΑ Να γνωρίζεις τις έννοιες γεωγραφικό πλάτος, γεωγραφικό μήκος και πως αυτές εκφράζονται

ΣΕΙΣΜΟΣ ΑΤΤΙΚΗΣ Μ5.3 ΤΗΣ 19/07/2019

ΠΕΡΙΒΑΛΛΩΝ ΧΩΡΟΣ ΤΕΧΝΙΚΟΥ ΕΡΓΟΥ III. Ν. Σαμπατακάκης Καθηγητής Εργαστήριο Τεχνικής Γεωλογίας Παν/μιο Πατρών

ΜΕΛΕΤΗ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗΣ Υ ΑΤΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΤΟΥ ΗΜΟΥ ΤΕΜΕΝΟΥΣ ΚΑΙ ΣΚΟΠΙΜΟΤΗΤΑΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ ΤΑΜΙΕΥΤΗΡΩΝ ΕΠΙ ΤΟΥ ΧΕΙΜΑΡΟΥ ΙΑΚΟΝΙΑΡΗ

4. Η δράση του νερού Η ΠΟΤΑΜΙΑ ΡΑΣΗ. Ποτάµια διάβρωση

ΓΕΩΛΟΓΙΑ ΓΕΩΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑ

Η ΣΤΑΘΜΗ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ ΧΘΕΣ, ΣΗΜΕΡΑ, ΑΥΡΙΟ

ΣΕΙΣΜΟΣ ΛΗΜΝΟΥ-ΣΑΜΟΘΡΑΚΗΣ 24/05/2014

ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΤΕΧΝΙΚΗΣ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ Ι ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΕΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΙΑΛΕΞΕΩΝ

ΠΟΛΥΚΛΑΔΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΕΥΡΥΤΕΡΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΡΗΓΜΑΤΟΣ ΑΤΑΛΑΝΤΗΣ. Επιστημονικός Υπεύθυνος: Καθηγητής Ευάγγελος Λάγιος

ΣΕΙΣΜΟΣ Ν. ΤΗΣ ΛΕΣΒΟΥ (Μ w =6.3, 12/06/2017)

Βασικές μέθοδοι στρωματογραφίας

( Σχόλια) (Κείµ ενο) Κοντά Υποστυλώµατα Ορισµός και Περιοχή Εφαρµογής. Υποστυλώµατα µε λόγο διατµήσεως. α s 2,5

Ενεργά ρήγµατα. Ειδικότερα θέµατα: Ο σεισµός ως φυσικό φαινόµενο. Ενεργά ρήγµατα στον Ελλαδικό χώρο και παρακολούθηση σεισµικής δραστηριότητας.

Γεωγραφικά Πληροφοριακά Συστήµατα (GIS) στη διαχείριση καταστροφών

Tαξινόμηση υδρορρεύματος

4. γεωγραφικό/γεωλογικό πλαίσιο

Μηχανισμοί γένεσης σεισμών

Κεφάλαιο 1. Γεωμορφολογία Ποταμών Μόνιμη δίαιτα ποταμών Σχηματισμός διατομής ποταμού

Σεισμική Πρόγνωση Κεφάλαιο 15. Σώκος Ευθύμιος Λέκτορας

ΣΕΙΣΜΟΣ Ν. ΤΗΣ ΛΕΣΒΟΥ (Μ w =6.3, 12/06/2017)

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ε - ΠΑΡΑ ΕΙΓΜΑ ΤΕΧΝΙΚΗΣ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗΣ

ΠΑΓΕΤΩΝΕΣ. πηγή:nasa - Visible Earth

ΣΕΙΣΜΟΣ Ν. ΤΗΣ ΛΕΣΒΟΥ (Μ w =6.3, 12/06/2017)

ΑΣΚΗΣΗ 5 η ΤΕΧΝΙΚΗ ΓΕΩΛΟΓΙΑ Ι ΤΕΧΝΙΚΟΓΕΩΛΟΓΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ ΣΗΡΑΓΓΑΣ

ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΑΔΙΑ Ε.Ε. Γέφυρα Ρίου-Αντιρίου: Ένας αρχιτεκτονικός κολοσσός που ταξιδεύει στο

ΟΙ ΥΔΡΙΤΕΣ ΚΑΙ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥΣ ΩΣ ΚΑΥΣΙΜΗ ΥΛΗ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ. ΤΟ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ANAXIMANDER. Από Δρ. Κωνσταντίνο Περισοράτη

ΣΕΙΣΜΙΚΗ ΔΙΕΓΕΡΣΗ Β. ΤΗΣ ΛΕΣΒΟΥ (06/02/2017)

Εργαστηριακή Άσκηση Φωτογεωλογίας (Ouarkziz)

E HNIKO A NOIKTO ANE I THMIO Ï Ó ÙË Ë. fiìô. ÂÒÚÁÈÔ ºÂÚÂÓÙ ÓÔ ı Ó ÛÈÔ ÂÔ ÒÚÔ ÂÒÚÁÈÔ apple ıâô ÒÚÔ. À ÚfiÛÊ ÈÚ

ΦΥΣΙΚΗ ΧΗΜΙΚΗ ΓΕΩΛΟΓΙΚΗ ΒΙΟΛΟΓΙΚΗ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΗ

1. Το φαινόµενο El Niño

Επιπτώσεις αποθέσεων φερτών υλικών σε ταµιευτήρες

Άλλοι χάρτες λαμβάνουν υπόψη και το υψόμετρο του αντικειμένου σε σχέση με ένα επίπεδο αναφοράς

ΩΚΕΑΝΟΓΡΑΦΙΑ E ΕΞΑΜΗΝΟ

ΙΖΗΜΑΤΟΓΕΝΗ ΠΕΤΡΩΜΑΤΑ

ιάβρωση στις Παράκτιες Περιοχές

ΦΑΚΕΛΟΣ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΕΥΧΟΣ ΤΕΧΝΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ (Τ.Τ.Δ.)

Σεισµική µόνωση γεφυρών µε το SAP2000

Επιβλέπων καθηγητής: Ευθύμιος Λέκκας

ΕΘΝΙΚΟ ΜΕΤΣΟΒΙΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΣΧΟΛΗ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΜΕΤΑΛΛΕΙΩΝ ΜΕΤΑΛΛΟΥΡΓΩΝ ΗΡΩΩΝ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟΥ ΖΩΓΡΑΦΟΥ ΑΘΗΝΑ

Η Αφρική είναι η τρίτη σε μέγεθος ήπειρος του πλανήτη μας, μετά την Ασία και την Αμερική. Η έκτασή της είναι, χωρίς τα νησιά, 29,2 εκατομμύρια τετρ. χ

Παράκτια διάβρωση: Μέθοδοι ανάσχεσης μιας διαχρονικής διεργασίας

ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ-2 (ο χάρτης)

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Άµφισσα, 6 Ιουνίου 2013 ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΣΤΕΡΕΑΣ ΕΛΛΑ ΑΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ ΦΩΚΙ ΑΣ ΓΡΑΦΕΙΟ ΑΝΤΙΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΡΧΗ ΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ

Ε.Μ. Σκορδύλης Καθηγητής Σεισμολογίας Τομέας Γεωφυσικής, Α.Π.Θ.

Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΩΝ ΑΠΟΘΕΣΕΩΝ ΦΕΡΤΩΝ ΥΛΙΚΩΝ ΣΕ ΤΑΜΙΕΥΤΗΡΕΣ ΩΣ ΥΝΑΜΙΚΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ: ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΣΤΟΝ ΤΑΜΙΕΥΤΗΡΑ ΚΡΕΜΑΣΤΩΝ

Πρόλογος...vi 1 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ Εισαγωγικό σηµείωµα Στόχος της διατριβής οµή της διατριβής...4

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΑΘΗΝΑΣ ΣΧΟΛΗ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΦΑΡΜΟΓΩΝ ΤΜΗΜΑ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΑΣ & ΓΕΩΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗΣ

Ένας χρόνος πριν τη Γέφυρα Ένας χρόνος µετά την Περιµετρική

ΣΗΡΑΓΓΑ ΑΝΗΛΙΟΥ ΑΣΤΟΧΙΑ ΠΡΑΝΟΥΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΟΥ ΜΕΤΩΠΟΥ

Transcript:

ΧΑΡΟΚΟΠΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ Τµήµα Γεωγραφίας Πρόγραµµα Μεταπτυχιακών Σπουδών «Εφαρµοσµένη Γεωγραφία και ιαχείριση του Χώρου» Κατεύθυνση: ιαχείριση Φυσικών και Ανθρωπογενών Καταστροφών Η εδαφική παραµόρφωση της περιοχής του Ρίου- Αντιρρίου, µε βάση τη µέθοδο της συµβολοµετρίας-radar και η ταυτοποίησή της µε πιθανά αίτια γένεσης- δηµιουργίας Πτυχιακή εργασία της ιακογιάννη Γεωργίας Αθήνα 2010 1

ΧΑΡΟΚΟΠΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ Τµήµα Γεωγραφίας Πρόγραµµα Μεταπτυχιακών Σπουδών «Εφαρµοσµένη Γεωγραφία και ιαχείριση του Χώρου» Κατεύθυνση: ιαχείριση Φυσικών και Ανθρωπογενών Καταστροφών Η εδαφική παραµόρφωση της περιοχής του Ρίου- Αντιρρίου, µε βάση τη µέθοδο της συµβολοµετρίας-radar και η ταυτοποίησή της µε πιθανά αίτια γένεσης- δηµιουργίας Πτυχιακή εργασία της ιακογιάννη Γεωργίας Eπιβλέπων : Ισαάκ Παρχαρίδης, Επίκουρος Καθηγητής 2

Περιεχόµενα ΠΡΟΛΟΓΟΣ... 4 ΠΕΡΙΛΗΨΗ... 6 ABSTRACT... 8 ΕΙΣΑΓΩΓΗ... 9 1. ΚΟΡΙΝΘΙΑΚΟΣ ΚΟΛΠΟΣ... 11 1. 1 Χαρακτηριστικά της περιοχής του Κορινθιακού Κόλπου... 11 1.2 Τεκτονική Κορινθιακού Κόλπου... 12 1.3 Τεκτονική Πατραϊκού Κόλπου... 15 1.4 Σεισµικότητα Κορινθιακού Κόλπου... 16 1.5 Θαλάσσια σεισµικά κύµατα (tsunami)... 18 1.6 Σεισµοτεκτονικό πλαίσιο περιοχής Ρίου... 19 1.7 Ιζηµατογένεση Κορινθιακού και Πατραϊκού Κόλπου... 25 2. Η ΓΕΦΥΡΑ... 30 2.1 Σηµασία της Γέφυρας για την ευρύτερη περιοχή... 30 2.1.1 Παγκόσµιο σηµείο αναφοράς... 32 2.2 Στοιχεία της περιοχής... 33 2.3 Σχεδιασµός της γέφυρας... 35 2.3.1 Στοιχεία Κατασκευής- Περιγραφή της γέφυρας... 35 2.3.2 Μέτρα που λαµβάνει η εταιρία από την έναρξη λειτουργίας της Γέφυρας... 39 2.3.3 Φυσικά φαινόµενα που έχουν καταγραφεί στην περιοχή... 45 3. ΕΠΙΚΙΝ ΥΝΟΤΗΤΑ- ΤΡΩΤΟΤΗΤΑ... 47 4. ΣΥΜΒΟΛΟΜΕΤΡΙΑ RADAR... 50 4.1 Ενεργοί ορυφόροι... 50 4. 2 ιαφορική Συµβολοµετρία από δορυφόρους Ραντάρ... 52 4.3 Συµβολοµετρία Σταθερών Ανακλαστήρων... 54 4.4 Χρήση Μεθόδου σε αντίστοιχες περιπτώσεις... 55 4.5 Μεθοδολογία... 56 4.6 Χρήση της µεθόδου στην εξεταζόµενη περιοχή... 59 4.7 Επεξεργασία των συµβολοµετρικών εικόνων και αποτελέσµατα... 59 5. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ... 64 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ... 67 3

ΠΡΟΛΟΓΟΣ Ο Κορινθιακός Κόλπος αποτελεί µια γεωγραφικά κεντρική περιοχή της Ελλάδας, η οποία βρίσκεται σε συνεχή γεωλογική και τεκτονική εξέλιξη. Ο Κόλπος, στον οποίο περιλαµβάνεται και ο Πατραϊκός, «βρέχει» τις νότιες ακτές της Στερεάς Ελλάδας, καθώς και τη βόρεια Πελοπόννησο. Εξαιτίας της σηµαντικής γεωγραφικής του σηµασίας, ήταν απαραίτητη η ζεύξη των δύο ηπειρωτικών περιθωρίων που βρίσκονται εκατέρωθεν του, µια ζεύξη που αποτέλεσε όραµα για πολλές γενιές πολιτικών της χώρας. Στην εργασία αυτή, γίνεται µια προσπάθεια σφαιρικής µελέτης της γεωλογικά εξελισσόµενης αυτής περιοχής, µε ιδιαίτερη έµφαση στο σηµείο της Γέφυρας. Στο πόνηµα αυτό καταγράφονται όλα τα στοιχεία εκείνα που συνθέτουν το γεωλογικό και σεισµοτεκτονικό προφίλ. Επίσης, αναφέρονται σε εκτενή βαθµό τα στοιχεία κατασκευής του µεγάλου έργου της Γέφυρας. Ιδιαίτερη έµφαση δε, δίνεται στις σύγχρονες µεθόδους παρακολούθησης και καταγραφής της γεωλογικής εξέλιξης της περιοχής και τελικά στη σύνθεση των µοντέρνων αυτών τεχνικών της Τηλεπισκόπησης µε την παρακολούθηση της Γέφυρας. Ο προσδοκώµενος στόχος της διπλωµατικής εργασίας είναι να αποτελέσει το έναυσµα για την αξιοποίηση όλων των σύγχρονων µεθόδων, ώστε ο «µυστηριώδης» Κορινθιακός να αποτελέσει ένα επιστηµονικό εργαστήρι παραγωγής σηµαντικότατων δεδοµένων, που θα επιτρέψουν στη διεθνή επιστηµονική κοινότητα να τον εξερευνήσει περαιτέρω. Επίσης, σηµαντική θα ήταν η χρήση τέτοιων µεθόδων τηλεπισκόπησης για εξίσου µεγάλα και σηµαντικά έργα. Στην εκπόνηση της εργασίας αυτής αµέριστη ήταν η επιστηµονική βοήθεια, αλλά και η ηθική συµπαράσταση του επιβλέποντος, Επίκουρου Καθηγητή Ισαάκ Παρχαρίδη, ο οποίος µου ανέθεσε το θέµα και παρακολούθησε αδιαλείπτως την ολοκλήρωση της εργασίας. Θερµές ευχαριστίες αποδίδονται στη µεταπτυχιακή φοιτήτρια Κουρκούλη Πηνελόπη, για τη σηµαντική βοήθεια της, καθώς και στον ιευθυντή Ερευνών του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών, ρ. Γεράσιµο Παπαδόπουλο, για την σηµαντική του 4

υποστήριξη. Τέλος, θερµές ευχαριστίες αποδίδονται στον Αντιπρόεδρο και ιευθύνοντα Σύµβουλο της εταιρίας «ΓΕΦΥΡΑ Α.Ε.», κύριο Παναγιώτη Παπανικόλα για τις εξαιρετικά χρήσιµες πληροφορίες που µας παρείχε σχετικά µε την κατασκευή, οι οποίες ήταν απαραίτητες για την εκπόνηση της εργασίας. 5

ΠΕΡΙΛΗΨΗ Στην συγκεκριµένη διπλωµατική εργασία, µελετώνται οι εδαφικές παραµορφώσεις που έχουν παρατηρηθεί στην περιοχή Ρίου-Αντίρριου. Αναλυτικότερα, χρησιµοποιούνται δεδοµένα από εικόνες συµβολοµετρίας, που έχουν παραχθεί από το 1992 και ως σήµερα. Στις εικόνες αυτές απεικονίζονται οι εδαφικές µετακινήσεις που έχουν παρατηρηθεί. Πιο συγκεκριµένα, µελετάται αναλυτικότερα η γέφυρα (η οποία παραδόθηκε στην κυκλοφορία το 2004), που αποτελεί µια εκθεσιµότητα. Τα στοιχεία που µας ενδιαφέρουν στη δεδοµένη µελέτη- εργασία είναι: Τρωτότητα (Vulnerability) της γέφυρας, από τα δεδοµένα της κατασκευάστριας εταιρίας Κίνδυνος (Risk),ο οποίος σχετίζεται µε τα αναµενόµενα αρνητικά αποτελέσµατα στη γέφυρα, σε περίπτωση γένεσης µια σεισµικής δόνησης. Στην παρούσα εργασία, όµως, λαµβάνονται σηµαντικά υπόψη και δύο ακόµα σηµαντικά στοιχεία που είναι απολύτως χρήσιµα για την τελική ερµηνεία των αποτελεσµάτων: o Η Εκθεσιµότητα της γέφυρας στον κίνδυνο, που µπορεί να οφείλεται σε διάφορες παραµέτρους, όπως: σεισµικά γεγονότα, ασεισµικές κινήσεις, υποβρύχιες κατολισθήσεις, σχετικές ανυψώσεις της χέρσου. o Η Απόσταση της γέφυρας από τα σεισµικά επίκεντρα. Η παράµετρος αυτή παίζει σπουδαίο ρόλο, αφού όσο πιο κοντά είναι η εστία στην κατασκευή τόσο περισσότερο µπορεί να την επηρεάσει. Ακολουθεί η ανάλυση και η ερµηνεία των εικόνων της συµβολοµετρίας, της νέας αυτής τεχνικής, η οποία αναγνωρίζει τις ιδιότητες δύο ή παραπάνω κυµάτων χρησιµοποιώντας το πρότυπο της συµβολής που δηµιουργείται από την επίθεση του ενός πάνω στο άλλο. Βρίσκει εφαρµογή, ως εργαλείο έρευνας σε πολλές επιστήµες, όπως στην ωκεανογραφία, στην αστρονοµία και σε διάφορους κλάδους της φυσικής. 6

Στην παρούσα εργασία, οι παραγόµενες συµβολοµετρικές εικόνες, στις οποίες αποτυπώνονται οι εδαφικές παραµορφώσεις στη περιοχή Ρίου Αντίρριου, θα αποδοθούν σε πιθανά αίτια γένεσης τους. 7

ABSTRACT Ground deformation is the surface expression of various physical processes such as landslides, ground subsidence and earthquakes. Construction and operation of engineering structures in urban or in rural areas can be affected seriously by ground conditions leading to casualties and economic losses. We focus at the example of the new bridge Rio-Antirrio, an important infrastructure which is the longest cable stayed bridge all over the world. Being of a length of 2,250 m it is located in the strait at the northwest edge of Peloponnese, connecting the Gulf of Corinth and the Gulf of Patras, in central Greece. This important bridge facilitates the transportation between Greece and the Western Europe through the Patra s harbour. The area of the strait is characterized by a variety of natural hazards like the absence of stiff seabed, strong seismic activity, tectonic movements, which make the area highly susceptible to ground deformation and the bridge an element at risk. The aim of this paper is to study the observed ground deformation in the area of Rio-Antirrio and interpret the potential causes of the deformation. We combine results of the PS interferometry (IPTA method) covering the period from 1992 to the present using RS1 & 2 scenes and ENVISAT with seismicity data, active tectonics, slope failure, coastal sediment compaction, hydrology and seabed stability. Hazard assessment, prevention and mitigation are discussed under the light of the results in a scheme which includes the exposure item (bridge), hazard (multi-source induced ground stability) and risk (possible impact). 8

ΕΙΣΑΓΩΓΗ Ως εδαφική παραµόρφωση χαρακτηρίζεται η επιφανειακή έκφραση των διαφόρων φυσικών -και όχι µόνο - διεργασιών που λαµβάνουν χώρα σε κάθε περιοχή και είναι οι κατολισθήσεις, οι καθιζήσεις του εδάφους καθώς και οι σεισµικές δονήσεις. Εξαιτίας όλων αυτών των φυσικών διεργασιών που αναφέρθηκαν παραπάνω, οι κατασκευές και η λειτουργία των τεχνικών έργων στις αστικές και στις αγροτικές περιοχές µπορούν να επηρεαστούν σηµαντικά, γεγονός που δυνητικά οδηγεί σε απώλειες και οικονοµικές ζηµίες. Στην παρούσα εργασία αποφασίσαµε να εστιάσουµε το ενδιαφέρον µας και να αξιοποιήσουµε τα επιστηµονικά δεδοµένα προκειµένου να εξετάσουµε ένα σχετικά νέο κατασκευαστικά κοµµάτι της χώρας µας, τη Γέφυρα Ρίου-Αντιρρίου. Είναι ευρέως γνωστό, όχι µόνο στην Ελλάδα, αλλά και παγκοσµίως ότι πρόκειται για µια σηµαντική υποδοµή, αφού χαρακτηρίζεται ως η µεγαλύτερη καλωδιακή γέφυρα σε όλο τον κόσµο. Με µήκος 2.250 µ., είναι κατασκευασµένη στο βορειοδυτικό άκρο της Πελοποννήσου, που συνδέει τον Πατραϊκό Κόλπο (δυτικός Κορινθιακός Κόλπος) µε την Στερεά. Ελλάδα Η κατασκευή αυτής της σηµαντικότατης Γέφυρας αποτέλεσε όραµα για πολλούς πολιτικούς της χώρας, αφού µετά τη λειτουργία της αποδείχθηκε πως µέσω του λιµανιού της Πάτρας όντως διευκολύνει σηµαντικά τις εµπορικές µεταφορές µεταξύ Ελλάδας και υτικής Ευρώπης. Η περιοχή του πορθµού χαρακτηρίζεται και επηρεάζεται από πληθώρα γεγονότων, αποτελέσµατα κυρίως φυσικών διεργασιών, που οδήγησαν πολλούς επιστήµονες και ερευνητές να ασχοληθούν µε αυτό το τόσο γεωλογικά ενεργό εργαστήρι. Άλλωστε, η περιοχή είναι γνωστή για την απουσία σκληρού υποθαλάσσιου πυθµένα, την έντονη σεισµική δραστηριότητα και τις συνεχείς τεκτονικές κινήσεις. Όλα αυτά τα στοιχεία καθιστούν την περιοχή ιδιαίτερα επιρρεπή σε εδαφικές παραµορφώσεις, γεγονός που έχει σαν συνέπεια την δυνητική τρωτότητα της Γέφυρας. Ο σκοπός αυτής της εργασίας είναι η µελέτη των παρατηρηµένων παραµορφώσεων στην περιοχή του Ρίου-Αντιρρίου και η ερµηνεία των πιθανών αιτιών της παραµόρφωσης. Συνδυάζουµε τα αποτελέσµατα της συµβολοµετρία, PS (µέθοδος IPTA) που καλύπτει την περίοδο από το 1992 µέχρι και σήµερα µε τα ERS1 & 2 και εικόνες Envisat µε τα δεδοµένα της σεισµικότητας της περιοχής για την αντίστοιχη περίοδο. 9

Εξετάζουµε επίσης την ενεργό τεκτονική, την παράκτια συµπίεση των ιζηµάτων, την υδρογεωλογία της περιοχής καθώς και τα γεωλογικά στοιχεία που συνθέτουν το προφίλ του πυθµένα της θάλασσας. Η εκτίµηση του κινδύνου, η πρόβλεψη των φυσικών διεργασιών καθώς και ο µετριασµός εξετάζονται υπό το πρίσµα των αποτελεσµάτων σε ένα σχήµα το οποίο περιλαµβάνει το στοιχείο της έκθεσης (Γέφυρα), την επικινδυνότητα καθώς και τον κίνδυνο (πιθανές επιπτώσεις). 10

1. ΚΟΡΙΝΘΙΑΚΟΣ ΚΟΛΠΟΣ 1. 1 Χαρακτηριστικά της περιοχής του Κορινθιακού Κόλπου 1 Η εξεταζόµενη περιοχή αποτελεί ένα σεισµικό εργαστήρι για τον Ελλαδικό χώρο, αφού είναι µια από τις πιο σεισµικά ενεργές περιοχές όχι µόνο της Ελλάδας αλλά και της Ευρώπης. Ο Κορινθιακός Κόλπος έχει µήκος περίπου 130km και το πλάτος του κυµαίνεται από 5-32 km. Στα δυτικά ενώνεται µε τον Πατραϊκό Κόλπο µέσω του στενού του Ρίου Αντιρρίου. Σηµαντικό είναι να αναφέρουµε ότι το στενό αυτό ακολουθεί µια αλλαγή του τεκτονικού καθεστώτος. Ο Κορινθιακός Κόλπος οριοθετείται από ρήγµατα τα οποία χαρακτηρίζονται ως κανονικά. µε διεύθυνση Α- και κλίση είτε προς Βορρά, είτε προς Νότο. O Πατραϊκός Κόλπος, µαζί µε τον Κορινθιακό και το Βόρειο Σαρωνικό, καταλαµβάνουν µια έκταση µε µήκος περίπου 200 km, µε διεύθυνση διάνοιξης της Β120. 11

1.2 Τεκτονική Κορινθιακού Κόλπου Τα κανονικά ρήγµατα διεύθυνσης Α- και κλίσης προς Βορρά ή προς Νότο, τα οποία οριοθετούν τον Κορινθιακό Κόλπο, τέµνουν τις γεωτεκτονικές ενότητες.. Τα ενεργά ρήγµατα είναι διευθετηµένα κλιµακωτά, µε διεύθυνση σχεδόν παράλληλη προς την ακτογραµµή. Το µήκος κάθε ρήγµατος δεν ξεπερνά τα 15-20 km (Roberts and Jackson, 1991). To νότιο περιθώριο του Κορινθιακού Κόλπου καθορίζεται από κανονικά ρήγµατα που δηµιουργούν το όριο µεταξύ των δυο τεµαχών που µετακινούνται. Το νότιο τέµαχος (κάτω τέµαχος footwall) ανυψώνεται (Mariolakos 1975, Doutsos and Poulimenos 1992) και συµβάλλει στην ανύψωση της Βόρειας Πελοποννήσου. Από συνδυασµό ποικίλων παρατηρήσεων (π.χ. γεωµορφολογικές παρατηρήσεις, παρατηρήσεις κατακόρυφων κινήσεων) προκύπτει ότι τα ενεργά ρήγµατα της Βόρειας Πελοποννήσου µετανάστευσαν κατά τη διάρκεια του Τεταρτογενούς βορειότερα, στη σηµερινή τους θέση (Armijo et al.,1996). Έτσι, τα ενεργά ρήγµατα βρίσκονται κατά µήκος των ακτών της Β. Πελοποννήσου, ενώ τα νοτιότερα ευρισκόµενα ρήγµατα είναι λιγότερο ενεργά. Γενικότερα,η µετανάστευση των κανονικών ρηγµάτων προς την πλευρά του επικρεµάµενου τεµάχους (hanging wall) έχει παρατηρηθεί σε διάφορες περιοχές, όπως στον Ευβοικό Κόλπο, στη Βόρειο Ελλάδα, αλλά και στη δυτική Τουρκία και στις δυτικές Η.Π.Α (Goldsworthy and Jackson, 2001). 12

Εικόνα 1: Γεωλογικός χάρτης του Κορινθιακού Κόλπου (απόσπασµα από το γεωλογικό χάρτη της Ελλάδος, 1:500.000, ΙΓΜΕ, 1983) Ξεκινώντας από τα δυτικά προς τα ανατολικά, απαντώνται τα ρήγµατα του Ψαθόπυργου, το µικρότερο σε έκταση (~ 9 km) ρήγµα του Αιγίου, και τα ρήγµατα της Ελίκης, των Μαµουσίων, του ερβενίου και του Ξυλοκάστρου. Τα ρήγµατα έχουν διεύθυνση σχεδόν Α- και κλίση προς Βορρά. Ανατολικότερα βρίσκονται τα ρήγµατα των Πισίων, του Αλεποχωρίου µε διεύθυνση ΑΒΑ- Ν και κλίση προς βορρά, καθώς και Λουτρακίου και της Κακιάς Σκάλας µε παρόµοια διεύθυνση και κλίση προς νότο. Τα ρήγµατα των Πισίων, του Αλεποχωρίου και του Καπαρελίου (βορειοανατολικότερα) έχουν συνδεθεί µε τους σεισµούς του Φεβρουαρίου-Μαρτίου 1981. 13

Εικόνα 2 :Κορινθιακός Κόλπος και ρήγµατα της περιοχής (πηγή :www.ipgp.jussieu.fr) Στο βόρειο περιθώριο βρίσκουµε µικρότερα αντιθετικά ρήγµατα. Η περιοχή αυτή βυθίζεται γι αυτό και χαρακτηρίζεται από απουσία µεταλπικών σχηµατισµών (Mariolakos 1975, Doutsos and Poulimenos 1992). Παρατηρώντας τον χάρτη από τα δυτικά προς τα ανατολικά, τα ρήγµατα που απαντώνται είναι αυτά της Ναυπάκτου, της Ερατεινής, των ελφών, της Αντίκυρας και των Ερυθρών. Τα ρήγµατα αυτά φαίνεται να είναι αντιθετικά ως προς τα ρήγµατα του Νοτίου περιθωρίου του Κορινθιακού Κόλπου, και χαρακτηρίζονται ως ενεργά στο ανατολικότερο τµήµα του Κόλπου. Αντίθετα, και σύµφωνα µε παρατηρήσεις των Hatzfield et al.(2000), στο δυτικό τµήµα είναι ανενεργά. Το συµπέρασµα αυτό εξήχθη, αφού παρατηρήθηκε ότι κατά τη διάρκεια της µετασεισµικής περιόδου ή ακόµα και κατά τη διάρκεια µικροσεισµικών πειραµάτων (1985 και 1993 αντίστοιχα), τα ρήγµατα των Αντικύρων,της Ερατεινής και των ελφών δεν έδωσαν στοιχεία δραστηριότητας. 14

Το υποθαλάσσιο τεκτονικό πλαίσιο του Κορινθιακού Κόλπου έχει αποτελέσει αντικείµενο µελέτης από πολλές επιστηµονικές οµάδες κατά το παρελθόν ( Brooks and Ferentinos 1984, Ferentinos et al. 1985, Chronis et al, Stefatos et al., 2001). Τα περιθώρια του Κορινθιακού Κόλπου καθορίζονται από σύνολο ρηγµάτων διεύθυνσης σχεδόν παράλληλης προς την ακτή, µε κλιµακωτή διάταξη κατά µήκος του Κόλπου. 1.3 Τεκτονική Πατραϊκού Κόλπου Ο Πατραϊκός Κόλπος αποτελεί το δυτικότερο τµήµα του Κορινθιακού Κόλπου. Η γεωλογία ταυτίζεται µε αυτήν του Κορινθιακού, όµως πέρα από τα προαναφερµένα, στο υποκεφάλαιο αυτό γίνεται µια πιο λεπτοµερής αναφορά. Ο Πατραϊκός Κόλπος είναι µια ενεργός Καινοζωική λεκάνη, στην οποία έχουν σχηµατιστεί έλτα, αποτέλεσµα των φερτών υλικών από τα µεγάλα ποτάµια του Αχελώου και του Εύηνου. Το µέγιστο µήκος του Κόλπου σε διεύθυνση ανατολής δύσης είναι περίπου 33 χιλιόµετρα και το µέγιστο εύρος του περίπου 22 χιλιόµετρα. Η επιφάνειά του εκτιµάται στα 400 τετραγωνικά χιλιόµετρα και ο όγκος του σε 45 κυβικά χιλιόµετρα. Το νερό του Πατραϊκού Κόλπου είναι µίγµα των νερών του Κορινθιακού Κόλπο και του Ιονίου και επηρεάζεται από τις εκβολές των ποταµών. Η νοτιοδυτική πλευρά του Κόλπου επηρεάζεται από τα νερά του Ιονίου που για τα ανώτερα στρώµατα φαίνεται ότι εισέρχονται από την δυτική είσοδο κατά µήκος της νότιας ακτής του Κόλπου ενώ για τα στρώµατα κοντά στον πυθµένα επικρατεί η αντίθετη κατεύθυνση κυκλοφορίας. Η ανατολική πλευρά επηρεάζεται από τα νερά του Κορινθιακού στα ανώτερα στρώµατα. Αυτή η επίδραση επεκτείνεται προς το βαθύτερο τµήµα του Κόλπου, επηρεάζεται από δυο υδάτινες µάζες. Σε αυτό το τµήµα η σύνθεση της υδάτινης στήλης είναι σχεδόν κατά 50% νερά του Κορινθιακού και κατά 50% νερά του Ιονίου στα ανώτερα επιφανειακά στρώµατα. Κάτω από την ανώτερη επιφάνεια τα χαρακτηριστικά του νερού δεν διαφέρουν πολύ από αυτά του Κορινθιακού. Από διάφορες επιστηµονικές µελέτες που έχουν εκπονηθεί ( ούτσος και συνεργάτες, 1985), ο Πατραϊκός Κόλπος από γεωδυναµική άποψη διαµορφώθηκε σταδιακά από τη δράση προϋπαρχόντων ρηγµάτων µε διεύθυνση ΒΑ-Ν, τα οποία επαναδραστηριοποιήθηκαν κατά την υποβύθιση της Προαπούλιας ζώνης κάτω από την 15

Πελοπόννησο. Ο Κορινθιακός, άλλωστε, οφείλει το σχηµατισµό του στις εφελκυστικές τάσεις, µε διεύθυνση ΒΒΑ-ΝΝ. Λεπτοµερείς υποθαλάσσιες µελέτες (Περισοράτης και συνεργάτες,1986) οδήγησαν στο συµπέρασµα ότι το στενό του Ρίου- Αντιρρίου µπορεί να θεωρηθεί ως ένα τεκτονικό βύθισµα που δηµιουργήθηκε κατά το Τεταρτογενές. Άλλες υποθαλάσσιες έρευνες στον Πατραϊκό (Φερεντίνος και συνεργάτες,1985) κατέδειξαν την ύπαρξη δυο συστηµάτων ρηγµάτων µε κύριες διευθύνσεις Β -ΑΝΑ και ΒΑ-Ν. Σύµφωνα µε την ίδια µελέτη, ο πυθµένας του στενού Ρίου-Αντιρρίου δεν φαίνεται να επηρεάζεται από ενεργά ρήγµατα. 1.4 Σεισµικότητα Κορινθιακού Κόλπου Η περιοχή του Κορινθιακού Κόλπου χαρακτηρίζεται από υψηλή σεισµικότητα, όπως αυτό αποδεικνύεται τόσο από τις ενόργανες σεισµικές καταγραφές όσο και από την πλούσια βιβλιογραφία ιστορικής σεισµικότητας. Είναι γνωστό ότι η περιοχή έχει πληγεί και στο παρελθόν από πολλούς ισχυρούς σεισµούς, οι οποίοι προκάλεσαν καταστροφές (Ambrasseys & Jackson, 1997, Papadopoulos et al.,2000, Papazachos & Papazachou, 1997, 2003). Ιδιαίτερα καταστροφικός ήταν ο σεισµός του 373 π.χ., στον οποίο µάλιστα αποδίδεται η εξαφάνιση της αρχαίας Ελίκης. Τα αποτελέσµατα αυτού του σεισµού περιγράφονται από πολλούς αρχαίους συγγραφείς όπως ο Αιλιανός, ο Αριστοτέλης, ο ιόδωρος ο Σικελιώτης, ο Παυσανίας, ο Πολύβιος και ο Στράβων. Ο σεισµός αυτός προκάλεσε τη δηµιουργία ενός µεγάλου τσουνάµι που πληµµύρισε την περιοχή µε αποτέλεσµα την καταστροφή της Ελίκης. Οι Mouyaris et al. (1992) αποδίδουν τον σεισµό αυτόν στην δραστηριοποίηση του ρήγµατος της Ελίκης. Επίσης, το 1402 είναι γνωστό ότι η περιοχή επλήγη από ακόµη έναν ισχυρό σεισµό. Είναι γνωστοί και άλλοι ισχυροί σεισµοί όπως αυτοί που έλαβαν χώρα τα έτη 1748, 1817, 1858, 1861, 1870, 1888, 1909, 1928, 1965, 1970, αλλά και πιο πρόσφατοι σεισµοί του 1981 στις Αλκυονίδες και του 1995 στο Αίγιο. 16

Για την υπό µελέτη και σύµφωνα µε επιστηµονικά στοιχεία έχει παρατηρηθεί ότι τα ρήγµατα δεν αναπτύσσονται συνεχόµενα, αλλά µερικά µόνο τµήµατα ρηγµάτων στην κεντρική Ελλάδα που έχουν µήκος περισσότερο από 20 µε 25 km (Ambraseys and Jackson, 1997; Roberts and Jackson, 1991). Από τις σεισµικές ακολουθίες ισχυρών σεισµών του Κορινθιακού Κόλπου, οι περισσότερο µελετηµένες είναι οι ακολουθίες του Φεβρουαρίου-Μαρτίου 1981 στις Αλκυονίδες (24/02/1981) και του Ιουνίου 1995 στο Αίγιο (15/06/1995). Επίσης, µελέτη µερικών σµηνοσειρών δηµοσίευσαν οι Orfanogiannaki and Papadopoulos (2004). Εικόνα 3: Σεισµικότητα υτικής Ελλάδας, για την περίοδο1995-2006, χωρίς περιορισµό στα µεγέθη(πηγή: http://seismo.geology.upatras.gr) 17

1.5 Θαλάσσια σεισµικά κύµατα (tsunami) Η περιοχή του Κορινθιακού παρουσιάζει υψηλή επικινδυνότητα στην γένεση θαλάσσιων σεισµικών κυµάτων. (Galanopoulos 1960, Ambraseys 1962, Papadopoulos and Chalkis 1984, Papazachos and Dimitriou 1991, Papadopoulos 2003). H γένεση των τσουνάµι στον Κορινθιακό Κόλπο ελέγχεται άµεσα από την υψηλή σεισµικότητα, τον υψηλό ρυθµό ιζηµατογένεσης, κυρίως στην νότια ακτή του Κόλπου, και την απότοµη βαθυµετρία του (Papadopoulos, 2003). Τα τσουνάµι προκαλούνται από την συν-σεισµική διάρρηξη στο θαλάσσιο πυθµένα αλλά και από τις παράκτιες κατολισθήσεις που προκαλούνται από το σεισµό, καθώς επίσης και από υποθαλάσσιες ολισθήσεις ασύνδετων ιζηµάτων. Οι υποθαλάσσιες συν-σεισµικές εδαφικές µετατοπίσεις κατά µήκος των υποθαλάσσιων ρηγµάτων, καθώς και οι διακοπές στην συνέχεια των υποθαλάσσιων όγκων θεωρούνται πηγές γένεσης τσουνάµι Επίσης, είναι γνωστές περιπτώσεις τσουνάµι στην περιοχή τα οποία δηµιουργήθηκαν από ασεισµικά αίτια, από υποθαλάσσιες ολισθήσεις ιζηµάτων και βαρυτικές παράκτιες κατολισθήσεις κυρίως σε εκβολές ποταµών. Για παράδειγµα, στις 7 Φεβρουάριου 1963 παρατηρήθηκε ασεισµικό τσουνάµι στις ακτές του δυτικού Κορινθιακού λόγω ολίσθησης παράκτιου τµήµατος (Galanopoulos et al. 1964, Ambraseys 1967). Από την αρχαιότητα έως σήµερα, είναι γνωστά αρκετά τσουνάµι για την περιοχή του Κορινθιακού, όπως αυτό που έπληξε την περιοχή της Ελίκης το 373 π.χ., που φαίνεται να ήταν από τα πιο καταστροφικά. Άλλες εµφανίσεις µικρών η µεγάλων τσουνάµι στην ευρύτερη περιοχή έγιναν κατά τα έτη 1402, 1742, 1748, 1794, 1817, 1861, 1887, 1888, 1963, 1965, 1981, 1995. Σύµφωνα µε τους A. Stefatos et al (2006) «Ένας υποθαλάσσιος σεισµός, µε επίκεντρο τον Κορινθιακό Κόλπο και µε µέγιστο µέγεθος 6,7 (Mw), θα µπορούσε να προκαλέσει διάρρηξη της επιφάνειας του πυθµένα της θάλασσας µε µέγιστη µετατόπιση από 0,66 έως 1,08 µέτρα (ύψος). Το δυνητικό τσουνάµι που παραγόταν από αυτή τη µετατόπιση του πυθµένα θα µπορούσε να έχει ύψος κύµατος ίδιο µε την µετατόπιση». 18

Επιπλέον, προϋπάρχοντα στοιχεία που µαρτυρούν διακοπές των υποθαλάσσιων όγκων, που έχουν συµβεί µέσα στα τελευταία 3000 χρόνια στην ανατολική πλευρά του Κορινθιακού Κόλπου είχαν και έχουν την δυνατότητα παραγωγής τσουνάµι µε µέγιστο ύψος κύµατος από 1,04 m έως 4,04m και µέγιστο µήκος κύµατος από 4,52 km έως 6,25 km (A. Stefatos et al, 2006). Εικόνα 4 : Χάρτης σεισµικών επικέντρων που προκάλεσαν tsunami,ιστορικά συµβάντα στην περιοχή (πηγή : www.tsunami-alarm-system.com) 1.6 Σεισµοτεκτονικό πλαίσιο περιοχής Ρίου Σχεδόν όλοι οι µηχανισµοί γένεσης αλλά και οι επιφανειακές εκδηλώσεις σεισµικών ρηγµάτων στην υπό µελέτη περιοχή υποδεικνύουν εφελκυσµό διεύθυνσης Β-Ν. Η ενεργός παραµόρφωση της περιοχής του Κορινθιακού έχει µελετηθεί µε την χρήση σεισµολογικών (Tselentis and Makropoulos 1986, Papadopoulos 1988, Ambraseys and Jackson 1990, 1997) αλλά και γεωδαιτικών δεδοµένων (Biliris et al. 1991, Clarke et al 1997, Clarke et al 1998, Briole et al 2000). Οι Biliris et al (1991), µε τη χρήση 19

κλασσικών γεωδαιτικών µετρήσεων σε δίκτυα τριγωνισµού, υπολόγισαν τον ρυθµό επέκτασης του Κορινθιακού Κόλπου σε περίπου 10 mm/έτος για χρονική περίοδο 100 ετών. Πρόσφατες γεωδαιτικές µελέτες υποδεικνύουν διαφορετική ταχύτητα παραµόρφωσης κατά µήκος του Κορινθιακού Κόλπου. Σύµφωνα µε τους Clarke et al. (1997), η ταχύτητα παραµόρφωσης αυξάνεται από τα ανατολικά προς τα δυτικά. Παρόµοιες τιµές υπολόγισαν πρόσφατα και οι Briole et al (2000). Ενώ τα ενεργά ρήγµατα της περιοχής έχουν χαρτογραφηθεί και η τεκτονική στην επιφάνεια είναι γνωστή, η γεωµετρία των ρηγµάτων στον χώρο δεν είναι ξεκάθαρη και γι αυτό έχουν προταθεί διάφορα µοντέλα. Οι Rigo et al (1996) εκπόνησαν µικροσεισµική µελέτη στην περιοχή του δυτικού Κορινθιακού Κόλπου και πρότειναν την ύπαρξη µιας ζώνης αποκόλλησης (detachment zone), κλίσης 15 ο ( ± 10) προς Βορρά, που βρίσκεται σε βάθος ~10km. Τα κυριότερα ρήγµατα της περιοχής, σύµφωνα µε το σεισµοτεκτονικό αυτό µοντέλο, δεν προεκτείνονται ανεξάρτητα µεταξύ τους σε βάθος, αλλά ενώνονται πάνω σε αυτήν τη ζώνη. Αυτή η προτεινόµενη γεωµετρία συµφωνεί µε το µηχανισµό που πρότειναν οι King et al. (1985) µελετώντας τη σεισµική ακολουθία του 1982 για το ανατολικό τµήµα του Κορινθιακού, δηλαδή µε την παρουσία ενός µικρής κλίσης κανονικού ασεισµικού ρήγµατος (aseismic normal fault) στο βάθος. Μια άλλη γεωµετρία που έχει προταθεί είναι τα ρήγµατα λιστρικού τύπου (Poulimenos et al 1989, Doutsos and Piper, 1990). Κατά τους Doutsos and Poulimenos (1992), τα λιστρικά ρήγµατα ενώνονται σε µια καµπύλη ράµπα (curved ramp) µε κλίση προς βορρά. Οι Armijo et al. (1996) πρότειναν µοντέλο σύµφωνα µε το οποίο τα ρήγµατα συνδέονται µε τον κατώτερο φλοιό µέσω πλαστικής (ductile)παραµόρφωσης. Tέλος οι Hatzfeld et al. (2000) συσχετίζουν τη σεισµικότητα που εντοπίζεται σε βάθος 8-12 km πιθανώς µε µετάβαση από την σεισµική στην ασεισµική ζώνη, και όχι µε ένα σχεδόν οριζόντιο ενεργό ρήγµα. Οι ίδιοι ερευνητές συνοψίζουν τις διαφορές µεταξύ του ανατολικού και δυτικού τµήµατος του Κορινθιακού: σχέση µε το ανατολικό τµήµα, στο δυτικό παρατηρείται ταχύτερη παραµόρφωση, σεισµικότητα µικρότερου βάθους, ρήγµατα µε µικρότερη κλίση και λιγότερο εκτεταµένα αντιθετικά ρήγµατα, σε. Οι διαφορές που παρατηρούνται στο δυτικό τµήµα, σύµφωνα µε τους Hatzfeld et al. (2000), αποδίδονται στη διαφορά του σύγχρονού ρυθµού εφελκυσµού µεταξύ του δυτικού και του 20

ανατολικού τµήµατος, εφελκυσµός που περιέστρεψε τα ρήγµατα που αρχικά είχαν κλίση 45 ο (όπως και στο ανατολικό τµήµα) στις 30 ο (όπως στο δυτικό). Η περιοχή του Ρίου-Αντιρρίου χαρακτηρίζεται από πρόσφατες µέσα στο γεωλογικό χρόνο δοµές, οι οποίες αποτυπώνονται στο πλήθος και στο µέγεθος των ρηγµάτων που παρατηρούνται και έχουν καταγραφεί στην ευρύτερη περιοχή ( ούτσος και συνεργάτες, 1985). Το γεωτεκτονικό πλαίσιο της περιοχής έχει µελετηθεί από διάφορους γεωεπιστήµονες, ώστε να αποσαφηνιστεί το γεωδυναµικό καθεστώς που δρα στην περιοχή και επηρεάζει µέχρι και σήµερα. Από τεκτονική άποψη, η ευρύτερη περιοχή συνιστά ένα σύστηµα τεκτονικών βυθισµάτων, τα οποία σχηµατίζουν από δυτικά προς ανατολικά τον Πατραϊκό Κόλπο, το στενό µεταξύ Ρίου Αντιρρίου και τον Κορινθιακό Κόλπο. Για τη δηµιουργία της ζώνης αυτής υπάρχουν διάφορες επιστηµονικές απόψεις µε επικρατέστερη αυτή που προτείνει την εξής θεωρία: ότι η δοµή του Κορινθιακού Κόλπου- σε γενικές γραµµές- προέκυψε από την ενεργοποίηση παλαιότερων ρηγµάτων, κάτω από την επίδραση ενός εφελκυστικού πεδίου τάσεων µε διεύθυνση ΒΒΑ-ΝΝ. το οποίο και επηρέασε όλη την περιοχή του Αιγαίου. Ειδικότερα, η γένεση του Κορινθιακού κατά τον Sebrier (1997) µπορεί να αποδοθεί στην επανάδραση ρηγµάτων διεύθυνσης Α-. Όµως, το τεκτονικό καθεστώς του δυτικού τµήµατος του Κορινθιακού δείχνει να είναι πιο πολύπλοκο, αν λάβει κανείς υπόψη το στενό του Ρίου-Αντιρρίου αλλά και τον Πατραϊκό Κόλπο. Από µελέτες που έχουν γίνει ( ούτσος και συνεργάτες, 1985), ο Πατραϊκός Κόλπος από γεωδυναµική άποψη διαµορφώθηκε από τη δράση προϋπαρχόντων ρηγµάτων µε διεύθυνση ΒΑ-Ν, τα οποία επαναδραστηριοποιήθηκαν κατά την υποβύθιση της Προαπούλιας ζώνης κάτω από την Πελοπόννησο. Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, ο Κορινθιακός οφείλει το σχηµατισµό του στις εφελκυστικές τάσεις, µε διεύθυνση ΒΒΑ-ΝΝ. Λεπτοµερείς υποθαλάσσιες µελέτες (Περισοράτης και συνεργάτες,1986) οδήγησαν στο συµπέρασµα ότι το στενό του Ρίου-Αντιρρίου µπορεί να θεωρηθεί ως ένα τεκτονικό βύθισµα που δηµιουργήθηκε κατά το Τεταρτογενές. Σύµφωνα µε άλλες υποθαλάσσιες έρευνες, στον Πατραϊκό (Φερεντίνος και συνεργάτες,1985) έχει εντοπιστεί η ύπαρξη δυο συστηµάτων ρηγµάτων µε κύριες 21

διευθύνσεις Β -ΑΝΑ και ΒΑ-Ν. Σύµφωνα µε την ίδια µελέτη, ο πυθµένας του στενού Ρίου-Αντιρρίου δεν φαίνεται να επηρεάζεται από ενεργά ρήγµατα. Ανεξάρτητα από το µοντέλο που χρησιµοποίησε κάθε οµάδα, το κύριο χαρακτηριστικό της περιοχής είναι ότι ο τεκτονισµός που έχει επηρεάσει την περιοχή αντανακλάται στο έντονο ανάγλυφο, κυρίως από την πλευρά του Ρίου, µε την παρουσία πλήθους ρηγµάτων και βαθιών χαραδρώσεων, γεγονός που µαρτυράει µια έντονη νεοτεκτονική δραστηριότητα, που εκδηλώνεται µε µια έντονη µικροσεισµική δραστηριότητα. Ως αποτέλεσµα αυτών των διεργασιών στην περιοχή είναι η δηµιουργία µιας ασύµµετρης τάφρου µε διεύθυνση Α-. Με µια πιο λεπτοµερή προσέγγιση παρατηρούµε ότι οι αναβαθµίδες της Β.Πελοποννήσου ξεκινούν από απόσταση 50 km στο Καλαµάκι (ανατολικά του Ισθµού της Κορίνθου) µέχρι και δυτικά του Ξυλοκάστρου. Κατά τη διαδροµή προς Πάτρα, οι αναβαθµίδες αναγνωρίζονται από τους υπολειµµατικούς πάγκους για 140 km µέχρι την πόλη της Πάτρας. Για την εξεταζόµενη περιοχή, πρέπει να σηµειώσουµε ότι από το Πλειστόκαινο έως σήµερα, η Β. Πελοπόννησος ανυψώνεται και για το κεντρικό τµήµα της υπάρχει ένας ρυθµός 2mm το χρόνο, ενώ το ανατολικό της τµήµα ανυψώνεται µε βραδύτερο ρυθµό. Έτσι, το Ξυλόκαστρο ανυψώνεται γρηγορότερα σε σχέση µε την Κόρινθο. Η νεοτεκτονική αυτή δραστηριότητα συνεχίζεται µέχρι σήµερα, µε την εκδήλωση έντονης µικροσεισµικής κυρίως δραστηριότητας που χαρακτηρίζει την περιοχή και ιδιατέρως το στενό του πορθµού Ρίου Αντιρρίου. Η µελέτη των σεισµολογικών δεδοµένων και µάλιστα ο µηχανισµός διάρρηξης των µικρών και αβαθών σεισµών ( ελήµπασης και ρακόπουλος 1982) δείχνει τη δράση στην περιοχή ενός εφελκυστικού πεδίου τάσεων µε άξονα Β-Ν διεύθυνσης, που αντανακλά στις τεκτονικές δοµές και το ανάγλυφο της περιοχής. 22

Εικόνα 5: οµικός χάρτης της περιοχής, που απεικονίζει το δυτικό rift της Κορίνθου καθώς και το rift της Πάτρας, το οποίο έχει προταθεί από τουs Melis et al. (1989) (πηγή: N.Flotte et al., 2005) Οι πτυχώσεις και οι συµπιεστικές δοµές του βόρειου τµήµατος του Πατραϊκού Κόλπου έχουν διεύθυνση προς το Νότο και είναι ευρέως καλυµµένες από τις δελταϊκές του ποταµού Εύηνου. Ανατολικά του έλτα, τα 1000 µέτρων αντίκλινα της Κλόκοβας και Βαράσοβας συνοδεύονται από ένα κανονικό ρήγµα µε διεύθυνση Α- (Εικόνα 6: Γεωλογικός χάρτης της περιοχής που απεικονίζει την ζώνη σύζευξης µεταξύ του Πατραϊκού και του Κορινθιακού Κόλπου). Στη βάση του όρους Βαράσοβα, το ρήγµα είναι σφραγισµένο από κεκλιµµένα συµπαγοποιηµένα ασβεστολιθικά λατυποπάγη (British Petroleum, 1971). Οµοιάζουν µε άλλα κεκλιµένα λατυποπαγή της δυτικής Ελλάδας, τα οποία σχηµατοποιήθηκαν κάτω από ψυχρές κλιµατικές συνθήκες µεταξύ της νεότερης Πλειστοκαινικής και µέσης Πλειστοκαινικής περιόδου (Bousquet, 1974) 23

Εικόνα 6: Γεωλογικός χάρτης της περιοχής που απεικονίζει την ζώνη σύζευξης µεταξύ του Πατραϊκού και του Κορινθιακού Κόλπου. (πηγή: N.Flotte et al., 2005) Οι αρχικές Πλειστοκαινικές συσσωρεύσεις µαζών στην υπό καθίζηση λεκάνη της Πάτρας έχουν σήµερα ανυψωθεί στα 500-600 m ύψος στους λόφους της περιοχής Άνω Καστρίτσι. Με σχεδόν ευθεία κλίση οι λόφοι αυτοί διαχωρίζονται από τη στενή παράκτια πεδιάδα της Πάτρας. Αυτό το ΒΑ-Ν σύστηµα διατµητικών ρηγµάτων, το οποίο ονοµάζεται ζώνη ρηγµάτων Ρίου-Πάτρας, είναι παράλληλο µε τα ρήγµατα του Παναχαϊκού όρους. Η διαφορά σε αυτές τις δύο ζώνες ρηγµάτων είναι ότι αυτή του Ρίου- Πάτρας αντικατοπτρίζει καθαρά χαρακτηριστικά µιας πολύ πρόσφατης και πιθανότατα ενεργούς ζώνης ρηγµάτων. Στο βορειότερο των ρηγµάτων, οι λόφοι που δηµιουργήθηκαν από την ανύψωση της ζώνης των ρηγµάτων Ρίου-Πάτρας τέµνονται απότοµα από κοιλάδες. 24

H Πλειστοκαινική ηλικία της ζώνης ρηγµάτων Ρίου-Πάτρας συµφωνεί µε το χρονοδιάγραµµα της διάνοιξης, το οποίο βασίζεται στην κλιµατική στρωµατογραφία των περιφερειακών ηπειρωτικών σχηµατισµών. 1.7 Ιζηµατογένεση Κορινθιακού και Πατραϊκού Κόλπου Οι ασβεστόλιθους ηλικίας Μεσοζωικού είναι τα βασικά πετρώµατα που απαντούν στο βόρειο περιθώριο του Κορινθιακού Κόλπου, ενώ στο νότιο περιθώριο συνανατάµε ιζηµατογενείς αποθέσεις ηλικίας Πλειοκαίνου, µε θαλάσσια και λιµνοθαλάσσια προέλευση τα οποία υπόκεινται Πλειστοκαινικών ποτάµιων και λιµνοθαλάσσιων αποθέσεων (Keraudren & Sorel; 1987; Doustos et al., 1988; Ori, 1989; Poulimenos et al., 1989; Doustos & Piper, 1990; Seger & Alexander, 1993; Dart et al., 1994; Armijo et al., 1996). Ο πυθµένας της λεκάνης του Κορινθιακού καλύπτεται από ιζήµατα πάχους 1000m τουλάχιστον, µετά-καλάβριας ηλικίας τα οποία συνίστανται από τουρβιδίτες µε παρεµβολές ροών κορηµάτων (debris flows) (Brooks & Ferentinos, 1984; Higgs, 1988). Οι Varnavas et al., (1986) υπολόγισαν ότι ο σηµερινός ρυθµός ιζηµατογένεσης κυµαίνεται µεταξύ 0,8 και 2,5 mm/yr. Ο µέσος ρυθµός ιζηµατογένεσης που πρότειναν οι Brooks & Ferentinos (1984), για την περίοδο από τα τέλη του Καλαβρίου έως και σήµερα είναι 1mm/yr. Οι Collier et al., (2000) αναφέρουν ότι η παροχή ιζήµατος στη λεκάνη των Αλκυονίδων, παρουσιάζει ισχυρή εποχιακή διακύµανση, µε αύξηση που ξεπερνά το 60%, στη διάρκεια της τελευταίας παγετώδους περιόδου (OIS2-4) συγκριτικά µε τη προηγούµενη µεσοπαγετώδη περίοδο (OSI5). Οι Perissoratis et al., (2000), βασιζόµενοι σε εκτιµήσεις του ιζηµατογενούς φορτίου των ποταµών, προτείνουν ένα µέσο ρυθµό ιζηµατογένεσης της τάξης του 0,25 mm/yr, ενώ οι Papatheodorou et al., (2003), αναφέρουν ρυθµούς της τάξης των 0,4 µε 2,8 mm/yr, ύστερα από ανάλυση αποθέσεων ερυθράς ιλύος στο κέντρο του Κορινθιακού Κόλπου για την περίοδο 1974 1984. Τέλος, οι Moretti et al., (2004) υπολογίζουν το µέγιστο µέσο ρυθµό ιζηµατογένεσης τα τελευταία 20.000 χρόνια, σε 1,8 mm/yr, βασιζόµενοι στην ανάλυση 25

πυρήνων ιζηµάτων µήκους έως και 30 µέτρων (piston cores) από το κέντρο του Κορινθιακού Κόλπου. Οι Perissoratis et al., (2000) και Collier et al., (2000), παρουσιάζουν τα πρώτα επιστηµονικά στοιχεία που αποδεικνύουν ότι ο Κορινθιακός Κόλπος µεταβαίνει διαδοχικά από θάλασσα σε λίµνη, στη διάρκεια των παγετωδών περιόδων κατά τις οποίες η χαµηλή στάθµη θάλασσας πέφτει κάτω από το οριακό βάθος του στενού του Ρίου Αντιρίου (62 70 m κάτω από το σηµερινό επίπεδο της θάλασσας), µε αποτέλεσµα ο Κόλπος να αποµονώνεται από την ανοικτή θάλασσα. Η παραπάνω ιδέα προτάθηκε αρχικά από τους Piper & Panagos, 1979; Richter et al., 1979, και στη συνέχεια εξελίχτηκε από ευρήµατα θαλάσσιων και λιµνοθαλάσσιων ιζηµατογενών αποθέσεων, από τους περισσότερους επιστήµονες που ασχολούνται µε την περιοχή. Η δράση των ρηγµάτων του νοτίου περιθωρίου του Κόλπου σε συνδυασµό µε τις ευστατικές µεταβολές της στάθµης της θάλασσας στο Τεταρτογενές, είχαν ως αποτέλεσµα την ανύψωση και έκθεση στην επιφάνεια, σε υψόµετρο έως και 400 m, διαδοχικών σειρών θαλάσσιων αναβαθµίδων (Keraudren & Sorel, 1987; Doutsos & Piper, 1990; Collier et al., 1992; Armijo et al., 1996; Dia et al., 1997). Η συνεχής ιζηµατογένεση στον Κορινθιακό Κόλπο είχε ακόµα ένα αποτέλεσµα: τον σχηµατισµό παλαιών και σύγχρονων δελταϊκών ριπιδίων τα οποία προελαύνουν προς βορρά από τα νότια περιθώρια του Κόλπου. Τα προγενέστερα (Πλειόκαινο - Τεταρτογενές) δελταϊκά ριπίδια βρίσκονται σήµερα ανυψωµένα έως και 1000 µε 1200m πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας στις βόρειες ακτές της Πελοποννήσου (Ori, 1989; Poulimenos et al., 1993; Dart et al., 1994; Zelilidis & Kontopoulos, 1996). Τα δελταϊκά αυτά ριπίδια αναγνωρίστηκαν από τους (Ori, 1989; Doutsos & Piper, 1990; Seger & Alexander, 1993; Dart et al., 1994; Collier & Gawthorpe, 1995) ως τύπου Gilbert (χονδρόκοκκα, τριµερούς γεωµετρίας δελταϊκά ριπίδια κατά τον Gilbert, 1885). Οι Poulimenos et al., (1993) και Zelilidis & Kontopoulos, (1996) αναγνώρισαν στο δυτικό Κορινθιακό Κόλπο, έναν καινούργιο υποτύπο των κατηγορίας Gilbert δελταϊκών ριπιδίων, τα τραπεζοειδή δελταϊκά ριπίδια. Τα τραπεζοειδή δελταϊκά ριπίδια, 26

χαρακτηρίζονται από την απουσία του τρίτου και κατώτερου τµήµατος ενός δελταϊκού ριπιδίου τύπου Gilbert. Τα σύγχρονα υποθαλάσσια δελταϊκά και αλλουβιακά ριπίδια σχηµατίζονται κατά µήκος των ακτών του νοτίου περιθωρίου του Κορινθιακού Κόλπου, στις περιοχές εκβολής των ποταµών (Ferentinos et al., 1988; Seger & Alexander, 1993; Dart et al., 1994; Collier & Gawthorpe, 1995). Ο σχηµατισµός των ριπιδίων τόσο στο παρελθόν όσο και στο παρόν αποδίδεται στις ευνοϊκές συνθήκες που επικρατούν στο Κορινθιακό Κόλπο (συνδυασµός έντονου µορφολογικού αναγλύφου και υψηλών ρυθµών παροχής ιζήµατος κατά µήκος των ακτών του Κόλπου) (Seger & Alexander, 1993; Collier & Gawthorpe, 1995). Στο κεντρικό Κορινθιακό Κόλπο, στις περιπτώσεις όπου τα ποτάµια προεκτείνονται υποθαλάσσια, µέσω χαραδρώσεων που διατέµνουν την κρηπίδα και την κατωφέρεια, σχηµατίζονται αλληλο-επικαλυπτόµενα υποθαλάσσια ριπίδια µε ενδιαστρώσεις ροών κορηµάτων και τουρβιδιτικών αποθέσεων που παρεµβάλλονται (Ferentinos et al., 1988). Σύµφωνα µε τον Στεφάτο (2005): «Οι Λυµπέρης κα., (1998), διέκριναν περιβάλλοντα ιζηµατογένεσης εντός του Κόλπου τα οποία χαρακτηρίζονται από περιορισµένη προσφορά ιζηµάτων από τη χέρσο. Στον ανατολικό Κορινθιακό Κόλπο, εκτεταµένες βαρυτικές µετακινήσεις µαζών τροφοδοτούν µε ίζηµα τα βαθύτερα τµήµατα της λεκάνης, κατακερµατίζοντας παλαιότερες αποθέσεις κατά µήκος του υφαλορίου και της ανώτερης πλαγιάς. Οι βαρυτικές µετακινήσεις µαζών, µεταφέρουν και αποθέτουν τα ιζήµατα αυτά στα βαθύτερα σηµεία του Κόλπου (Papatheodorou & Ferentinos, 1993). Οι Heezen et al., (1966), Perissoratis et al., (1984), Varnavas et al., (1986), Ferentinos et al., (1988), Λυκούσης, (1990), Παπαθεοδώρου, Γ., (1990), Papatheodorou & Ferentinos, (1993), Papatheodorou & Ferentinos, (1997), Hasiotis et al., (2002), Papatheodorou et al., (2003) και Moretti et al., (2004) παρουσίασαν αποδείξεις ότι βαρυτικές µετακινήσεις µαζών είναι ιδιαίτερα ενεργές και ότι οι αποθέσεις τους συνιστούν τµήµα των επιφανειακών ιζηµάτων του πυθµένα του Κορινθιακού Κόλπου. Το φάσµα των βαρυτικών µετακινήσεων µαζών που αναγνωρίστηκαν περιλαµβάνει, κατολισθήσεις, ροές κορηµάτων, ροές ιλύος, 27

ρευστοποιηµένες ροές, τουρβιδιτικά ρεύµατα (Ferentinos et al., 1988; Papatheodorou & Ferentinos, 1993; Papatheodorou & Ferentinos, 1997; Hasiotis et al., 2002; Papatheodorou et al., 2003). Στη βόρεια Πελοπόννησο, οι Seger & Alexander, (1993) και Zelilidis, (2000), διέκριναν τις λεκάνες απορροής των ποταµών σε διαφορετικούς τύπους, όπου κάθε τύπος αντανακλά την από δυτικά προς τα ανατολικά διαφορετική επίδραση της τεκτονικής, της λιθολογίας του υποβάθρου και του προϋπάρχοντος τοπογραφικού αναγλύφου. Σύµφωνα µε τους Seger & Alexander, (1993), ο σχηµατισµός και οι διαφορές των δελταϊκών ριπιδίων αποδίδεται κύρια στους διαφορετικούς τύπους λεκανών απορροής που τα τροφοδοτούν». 1 Οι Collier & Gawthorpe, (1995) σε δηµοσίευση τους, διέκριναν το ότι η τοπογραφία, η διάβρωση, και η διανοµή των ιζηµάτων ελέγχονται από µεγάλα σεισµογόνα κανονικά ρήγµατα. Η διάταξη και ο προσανατολισµός των περιφερειακών κανονικών ρηγµάτων καθορίζουν το µέγεθος της λεκάνης ιζηµατογένεσης και της λεκάνης αποροής. Η λεκάνη απορροής είναι αυτή που παρέχει το κλαστικό υλικό στα κέντρα απόθεσης εντός της λεκάνης ιζηµατογένεσης (Leeder, 1991; Leeder & Jackson, 1993; Collier et al., 1994). Επιπλέον οι Dart et al., (1994) και οι Collier & Gawthorpe, (1995), παρουσίασαν στοιχεία για το πως µεταβολές του επιπέδου της στάθµης της θάλασσας / λίµνης, του κλίµατος, της πηγής τροφοδοσίας σε ίζηµα και η ύπαρξη προγενέστερων λεκανών απορροής (antecedent drainage) επηρεάζουν την ιζηµατογένεση και αφήνουν τα ίχνη τους πάνω στο περίγραµµα των ιζηµατογενών αποθέσεων. Οι Leeder & Jackson, 1993, υπέδειξαν την ιδιαίτερη σηµασία των προγενέστερων διατηρούµενων λεκανών απορροής στο καθορισµό των κύριων θέσεων εισαγωγής ιζηµατογενούς φορτίου στη λεκάνη. Παράλληλα, οι Dufaure, (1975); Seger & Alexander, (1993); Dart et al., (1994); Zelilidis (2000), διέκριναν ποταµούς που τροφοδοτούνται από προγενέστερες διατηρηµένες λεκάνες απορροής και οι οποίοι µε τη σειρά τους τροφοδοτούν σύγχρονα δελταϊκά ριπίδια. Οι ζώνες µεταβίβασης (transfer / relay zones) 1 Στεφάτος Αρ., 2005,Μελέτη ιζηµατογενών διεργασιών και τευτονικών δοµών στον Κορινθιακό κόλπο µε τη χρήση γεωφυσικών µεθόδων, ιδακτορική ιατριβή, Πανεπιστήµιο Πατρών. 28

µε το χαµηλό τοπογραφικό τους ανάγλυφο θεωρείται ότι ευνοούν σε κάποιο βαθµό το σχηµατισµό ριπιδίων καθώς υποβοηθούν την πρόσβαση στον Κόλπο λειτουργώντας ως άξονες µεταφοράς ιζηµατογενών φορτίων (Poulimenos et al., 1993; Dart et al., 1994; Collier & Gawthorpe, 1995; Λυµπέρης κ.α., 1998). Τον κύριο έλεγχο στη δηµιουργία αξόνων µεταφοράς ιζηµάτων προς τον Κόλπο έχουν οι προγενέστερες διατηρηµένες λεκάνες απορροής και σε µικρότερο βαθµό επηρεάζει η παρουσία ζωνών µετάβασης (transfer zones) (Crossley, 1984; Leeder & Gawthorpe, 1987; Dart et al., 1994 29

2. Η ΓΕΦΥΡΑ 2 2.1 Σηµασία της Γέφυρας για την ευρύτερη περιοχή Η Ζεύξη Ρίου- Αντιρρίου αποτέλεσε ένα µεγαλόπνοο όραµα για πολλούς Έλληνες πολιτικούς. Πρώτος ο Χαρίλαος Τρικούπης, πριν περίπου εκατό χρόνια, ξεκίνησε την ιδέα της γεφύρωσης της απόστασης 3 χιλιοµέτρων που χωρίζουν το Ρίο από το Αντίρριο. Τελικά, το 2004 υλοποιήθηκε το όραµα και η γέφυρα παραδόθηκε στην κυκλοφορία. Η Γέφυρα Ρίου-Αντιρρίου αποτελεί το ορόσηµο της Ελλάδας του 21ου αιώνα, ενώ άλλαξε την καθηµερινότητα µέρους των κατοίκων της χώρας. Η χρήση αυτής έχει πολλά πλεονεκτήµατα και αποτέλεσε την απαρχή για την αξιοποίηση των γύρω περιοχών. Η ανάπτυξη είναι ορατή τόσο στο πέριξ της γέφυρας τοπίο, όσο και στην καθηµερινότητα της τοπικής κοινωνίας. Από τις δυτικές παρυφές της Πάτρας µέχρι τις ανατολικές της Ναυπάκτου οικοδοµείται µία νέα µεγάλη περιφερειακή µητρόπολη. Η Γέφυρα "Χαρίλαος Τρικούπης" ενίσχυσε σηµαντικά την οικονοµική ανάπτυξη της περιφέρειας. Σηµαντικό τεκµήριο αποτελούν τα συµπεράσµατα πρόσφατης έρευνας που διεξήγε το Πανεπιστήµιο Πατρών: «Με βάση µέθοδο, που στηρίζεται σε διαπεριφερειακά δεδοµένα, υπολογίστηκε ο πολλαπλασιαστής του έργου και βρέθηκε ότι είναι 1,88. Εποµένως, µε βάση το συνολικό επενδυτικό κόστος της Γέφυρας (800 εκατ. ευρώ), εκτιµήθηκε ότι η συνολική επίδραση του έργου σε ολόκληρη την εθνική οικονοµία ανήλθε περίπου σε 1,5 δισ. ευρώ. Μεγάλο µέρος της συνολικής επίδρασης (67%) παραµένει στα διοικητικά όρια της Περιφέρειας υτικής Ελλάδας.» 30

Εικόνα 7 : Πανοραµική άποψη της Γέφυρας, µετά την ολοκλήρωση της κατασκευής της (πηγή: www.gefyra.gr ) Η ίδια έρευνα "...κατέδειξε ότι η Γέφυρα Ρίου - Αντιρρίου αποτελεί ένα σηµαντικό έργο για τη υτική Ελλάδα και τη χώρα γενικότερα, τόσο από οικονοµική και αναπτυξιακή άποψη, όσο και από κοινωνική...οι επιπτώσεις του Έργου µεταβάλλουν τις εισοδηµατικές και εργασιακές συνθήκες των γύρω περιοχών αλλά και τις συνθήκες κοινωνικού αποκλεισµού, µε αποτέλεσµα να απελευθερώνονται νέες αναπτυξιακές δυνάµεις, οι οποίες µε κατάλληλα µέτρα και πολιτικές δίνουν περαιτέρω ανάπτυξη στις περιφερειακές οικονοµίες η ανάλυση τεκµηριώνει το γεγονός ότι η Γέφυρα αναµένεται να παίξει έναν πολύ ευρύτερο αναπτυξιακό ρόλο ως άξονας διασύνδεσης της χώρας µε τον υπόλοιπο ευρωπαϊκό χώρο, αλλά και τη Μεσόγειο και τις χώρες της Μέσης Ανατολής" 2 2 Στοιχεία από Έρευνα του Πανεπιστηµίου Πατρών (2006): «ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ & ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΓΕΦΥΡΑΣ ΡΙΟΥ ΑΝΤΙΡΡΙΟΥ» 31

2.1.1 Παγκόσµιο σηµείο αναφοράς Η Γέφυρα Ρίου-Αντιρρίου βρίσκεται στο σταυροδρόµι δύο σηµαντικών οδών: του αυτοκινητοδρόµου Πατρών Αθηνών Θεσσαλονίκης που συνδέει τις τρεις µεγαλύτερες πόλεις της Ελλάδας και αποτελεί τµήµα του ευρωπαϊκού δικτύου αυτοκινητοδρόµων (ΠΑΘΕ),- του δυτικού άξονα Καλαµάτας Πατρών Ηγουµενίτσας. Επίσης, διευκολύνει την επικοινωνία µεταξύ Ελλάδας και Ιταλίας (και κατ επέκταση µε τη υτική Ευρώπη) µέσω των λιµανιών της Πάτρας και της Ηγουµενίτσας. Τα χαρακτηριστικά της γέφυρας αυτής είναι εντυπωσιακά: είναι η µεγαλύτερη σε µήκος καλωδιωτή γέφυρα πολλαπλών ανοιγµάτων στον κόσµο, µε κυρίως κατάστρωµα 2.252 µέτρων. Τα θεµέλιά της βρίσκονται σε βάθος θαλάσσης που φτάνει µέχρι και τα 65 µέτρα. Τόσο αυτό όσο και η διάµετρος των θεµελίων που ανέρχεται σε 90 µέτρα αποτελούν παγκόσµια ρεκόρ για γέφυρα. Ωστόσο, σύµφωνα µε τους κατασκευαστές, το καλύτερο ρεκόρ της αξιοθαύµαστης αυτής Γέφυρας είναι ότι κατασκευάστηκε «χωρίς κανένα σοβαρό ατύχηµα, χωρίς να χυθεί ούτε µια σταγόνα αίµατος». Οι παραπάνω λόγοι συνετέλεσαν στο να τιµηθεί η Γέφυρα από την διεθνή επιστηµονική κοινότητα µε 9 ιεθνή Βραβεία από τα οποία ξεχωρίζουν τα εξής: - Βραβείο Εξέχουσας οµής 2006 από τη ιεθνή Ένωση Γεφυροποιίας & οµικών\'εργων (IABSE) - Βραβείο Εξεχόντων οµικών \'Εργων 2006 της ιεθνούς Οµοσπονδίας Σκυροδέµατος (FIΒ). - Μέγα Βραβείο Εξεχόντων Επιτευγµάτων Έργων Πολιτικού Μηχανικού από την Αµερικανική Εταιρεία Πολιτικών Μηχανικών (ASCE) 2005 [για πρώτη φορά σε Έργο εκτός Η.Π.Α.]. 32

2.2 Στοιχεία της περιοχής Ένας σπάνιος συνδυασµός αντίξοων συνθηκών συνθέτει το φυσικό περιβάλλον της Γέφυρας: 1) Βάθος θάλασσας ως και 65 µέτρα 2) Πυθµένας µειωµένων αντοχών 3) Έντονη σεισµική δραστηριότητα και πιθανές τεκτονικές µετακινήσεις. Ειδικοί και έµπειροι επιστήµονες από τη Γαλλία και την Ελλάδα συνεργάστηκαν για να σχεδιάσουν αυτό το υψηλής τεχνολογίας έργο που περιλαµβάνει ενίσχυση του θαλάσσιου πυθµένα (σε βάθος θάλασσας 65 µέτρων), βάθρα διαµέτρου 90 µέτρων (τα µεγαλύτερα βάθρα που κατασκευάστηκαν ποτέ για γέφυρα) καθώς και πλήρως αναρτηµένο κατάστρωµα µήκους 2.252 µέτρων, το οποίο αποτελεί και παγκόσµιο ρεκόρ. Η γέφυρα συνολικά καλύπτει µια απόσταση 2500 µέτρων. Επίσης, τα φυσικά χαρακτηριστικά των Στενών παρουσιάζουν ένα µοναδικό συνδυασµό αντίξοων συνθηκών που καθιστούν το έργο µοναδικό. Το ανάγλυφο του θαλάσσιου πυθµένα εµφανίζει απότοµες κλίσεις προς τις δύο ακτές και ένα µεγάλο οριζόντιο πλάτωµα σε βάθος περίπου 60 µέτρων κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας. Κατά τη διάρκεια των ερευνών που πραγµατοποίησε η εταιρία, δεν εντοπίσθηκε βραχώδες στρώµα σε βάθος έως και 100 µέτρων κάτω από τον πυθµένα. Σύµφωνα µε γεωλογικές µελέτες, το πάχος των ιζηµάτων, που αποτελούνται από παχιές αργιλικές στρώσεις αναµεµειγµένες σε ορισµένα σηµεία µε λεπτή άµµο και ιλύ, υπερβαίνει τα 500 µέτρα. 33

Εικόνα 8 : Εδαφικό προφίλ του στενού Ρίου-Αντιρρίου (πηγή: www.gefyra.gr ) Εικόνα 9 : Φάσµα απόκρισης σχεδιασµού ( g-t ) (πηγή: www.gefyra.gr ) 34

2.3 Σχεδιασµός της γέφυρας 2.3.1 Στοιχεία Κατασκευής- Περιγραφή της γέφυρας Η κατασκευή αποτελείται από µια καλωδιωτή γέφυρα µήκους 2.252 µέτρων µε τέσσερις πυλώνες. Τα ανοίγµατα έχουν µήκος 286 µέτρα, 560 µέτρα, 560 µέτρα, 560 µέτρα και 286 µέτρα, δύο γέφυρες πρόσβασης, µήκους 392 µέτρων στην πλευρά του Ρίου και 239 µέτρων στην πλευρά του Αντιρρίου. Η άνω στρώση του υπεδάφους κάτω από τα θεµέλια των πυλώνων ενισχύθηκε µε ενθέµατα, τα οποία είναι κενοί χαλυβδοσωλήνες διαµέτρου 2 µέτρων και µήκους 25 έως 30 µέτρων που πακτώθηκαν σε αποστάσεις 7 µέτρων µεταξύ τους. Στη θέση των βάθρων τοποθετήθηκαν περίπου 200 τέτοιοι σωλήνες. Μια στρώση αµµοχάλικου, πάχους 3 µέτρων επιµελώς ισοπεδωµένη, καλύπτει τα εν λόγω ενθέµατα. Τα θεµέλια είναι θάλαµοι από οπλισµένο σκυρόδεµα µε διάµετρο 90 µέτρων, που εδράζονται στη στρώση του αµµοχάλικου. Το κάτω τµήµα του βάθρου αποτελείται από έναν κώνο, του οποίου η διάµετρος κυµαίνεται από 38 έως 26 µέτρα. Στον άνω κορµό βάθρου υπάρχει µια ανεστραµµένη πυραµίδα ύψους περίπου 15 µέτρων και µια τετράγωνη βάση µε πλευρές µήκους 38 µέτρων. Κάθε πυλώνας αποτελείται από τέσσερα σκέλη από οπλισµένο σκυρόδεµα, διατοµής 4*4 µέτρων, που πακτώνονται στην κεφαλή του πυλώνα, σχηµατίζοντας µια συµπαγή κατασκευή. Τα καλώδια ανάρτησης είναι κεκλιµένα. Το κάτω µέρος τους αγκυρώνεται σε µία από τις πλευρές του καταστρώµατος και το πάνω µέρος τους στην ύψους 35 µέτρων κεφαλή του πυλώνα. Αποτελούνται από παράλληλα γαλβανισµένα συρµατόσχοινα. Το πιο µεγάλο καλώδιο σχηµατίζεται από εβδοµήντα συρµατόσχοινα των 15 χιλιοστών. Το κατάστρωµα έχει πλάτος 27,2 µέτρα µε δύο λωρίδες κυκλοφορίας, µια λωρίδα ασφαλείας και πεζοδρόµιο ανά κάθε κατεύθυνση. Πρόκειται για µια σύµµεικτη κατασκευή µε χαλύβδινο σκελετό, που αποτελείται από δύο διαµήκεις κύριες δοκούς ύψους 2,2 µέτρων σε κάθε πλευρά µε εγκάρσιες δοκούς ανά 4 µέτρα. Η επάνω πλάκα κατασκευάζεται από προκατασκευασµένα φατνώµατα από σκυρόδεµα. Το κατάστρωµα είναι συνεχές και πλήρως ανηρτηµένο σε όλο το µήκος του. Τέσσερις µηχανισµοί απόσβεσης συνδέουν το κατάστρωµα µε την κορυφή κάθε βάθρου και περιορίζουν την 35

ταλάντωση του καταστρώµατος κατά τη διάρκεια σεισµών. Η δυναµική σχετική µετακίνηση κατά το δυνητικό σεισµό σχεδιασµού είναι της τάξης των ±1,30 µέτρων, ενώ η ταχύτητα µπορεί να υπερβεί το 1 µέτρο ανά δευτερόλεπτο. Σε κάθε πλευρά, ένα µεταβατικό ακρόβαθρο εντυπωσιακών διαστάσεων παρεµβάλλεται ανάµεσα στο κατάστρωµα της καλωδιωτής γέφυρας και το κατάστρωµα της γέφυρας πρόσβασης Η Γέφυρα Ρίου-Αντιρρίου έχει κατασκευαστεί ώστε να αντέχει σε πρόσκρουση δεξαµενόπλοιου 180.000 τόνων, το οποίο θα έχει προσκρούσει µε ταχύτητα 16 knots, κατάσταση η οποία αντιστοιχεί σε σύγκρουση µε οριζόντιο φορτίο που αντιστοιχεί σε 28.000 τόνους. Επίσης, έχει εκτιµηθεί ότι αντέχει ταχύτητα ανέµου 266 χλµ./ώρα και σεισµό µεγαλύτερου των 7 βαθµών της κλίµακας Ρίχτερ. Λίγα επιπλέον στοιχεία για την κατασκευή των βάθρων είναι τα ακόλουθα : Τα βάθρα τα συνδέει πυλώνας µήκους 226 m, µονολιθικός Το µέγιστο ύψος των βάθρων από τη στάθµη της θάλασσας είναι τα 57 m Η σύνδεση της θεµελίωσης µε τη γέφυρα δεν είναι µονολιθική Εικόνα 10 : Περίοδος κατασκευής της Γέφυρας, µεταφοράς και πάκτωσης του πυλώνα (πηγή: www.dpgr.gr ) 36

Εικόνα 11 : Προοδευτική αύξηση του µήκους του πυλώνα (πηγή: www.dpgr.gr) Εικόνα 12 : Συναρµολόγηση 1 του καταστρώµατος (πηγή: www.dpgr.gr) 37

Εικόνα 13: Συναρµολόγηση 2 του καταστρώµατος (πηγή: www.dpgr.gr) Στα Βόρεια (πλευρά Αντιρρίου) η γέφυρα αποτελείται από 6 αναπτύγµατα των 38 µέτρων (συνολικά 228 µέτρα) µε συγκεκριµένους προβλήτες, προεντεταµένες δοκούς και πλάκα σκυροδέµατος µε αποµόνωση και διάχυση του συστήµατος και βαθιά πάκτωση (πάσσαλοι έως 38 µέτρα βάθος). Από την πλευρά του Ρίου (νότιος Κορινθιακός), η γέφυρα αποτελείται από 7 αναπτύγµατα των 58 µέτρων (δηλαδή σύνολο 380 µέτρα µήκος) µε συγκεκριµένους προβλήτες, σύνθετο κατάστρωµα µε αποµόνωση, διάχυση συστήµατος και βαθιά πάκτωση. (παράκτια: πάσσαλοι τοποθετηµένοι µε επί τόπου γεώτρηση, ενώ στη θάλασσα υπάρχουν χαλύβδινοι πάσσαλοι). 38

Εικόνα 14: Φωτογραφικό υλικό από την κατασκευαστική περίοδο, κοντινή λήψη στον γερανό (πηγή: www.dpgr.gr) 2.3.2 Μέτρα που λαµβάνει η εταιρία από την έναρξη λειτουργίας της Γέφυρας Η κατασκευάστρια εταιρία έχει επιφορτιστεί µε τον συνεχή έλεγχο της εύρυθµης λειτουργίας της Γέφυρας. Συγκεκριµένα, κάθε τόσο συντάσσεται πλαίσιο εξέτασης για τα έργα που έχουν λάβει χώρα κατά την περίοδο λειτουργίας της κατασκευής και έχει να κάνει µε τα εξής θέµατα: Υπολογισµός κινδύνων και επικινδυνοτήτων της γέφυρας οµική επιθεώρηση και διαχείριση της Συντήρησης Μη δοµική επιθεώρηση και ιαχείριση της Συντήρησης Παρακολούθηση (monitoring) της Γέφυρας Μεταξύ των σηµαντικών κινδύνων που επισηµαίνονται στην έκθεση αξιολόγησης του κινδύνου, εντοπίστηκαν τα ακόλουθα στοιχεία- πιθανές αστοχίες: Κίνδυνος από γήρανση των υλικών κατασκευής, Κίνδυνος από ειδικά δοµικές αστοχίες, Κατασκευαστική αστοχία που προκύπτει από την µη ευπείθεια των υλικών, 39

Προβλήµατα που ενδεχοµένως να εµφανιστούν µετά την εκδήλωση των κινδύνων, Κίνδυνοι που προκύπτουν από τυχόν κακή συντήρηση, και τις επικινδυνότητες από την προµήθεια του εξοπλισµού. Ο συνεχής έλεγχος επιτυγχάνεται µέσω των οργάνων (health monitoring) από τις εργαστηριακές δοκιµές των υλικών και την παρακολούθηση του γεωµετρικού ελέγχου. Μετά την ανάλυση του κινδύνου, το σύστηµα παρακολούθησης είναι επιφορτισµένο για την επίτευξη της βελτιστοποίησης των απαιτούµενων οργάνων συντήρησης και εκτίµηση του κόστους αυτής. Προκειµένου να επιτευχθούν όλα τα παραπάνω, η εταιρία προχώρησε στην κατασκευή ενός εξαιρετικά προηγµένου συστήµατος παρακολούθησης, που σκοπό έχει την προβολή των στοιχείων των όποιων µετακινήσεων µε ακρίβεια, καθώς και τη γρήγορη ανάκτηση δεδοµένων σε έναν κεντρικό υπολογιστή που θα είναι φιλικός προς τον χρήστη: Ένα δίκτυο GPS για την περιοχή του Ρίου-Αντιρρίου είναι τοποθετηµένο, µε σκοπό το Real Time Monitoring, τα οποία κατά εποχές και περιόδους αλλάζουν θέσεις. Τα συστήµατα αυτά δεν έχουν συγκεκριµένο σηµείο αναφοράς, αφού αυτό που ενδιαφέρει είναι η σχετική κίνηση. Παρόλα αυτά στις περισσότερες περιπτώσεις ως σχετικό σηµείο αναφοράς λαµβάνεται η περιοχή του Αντιρρίου. Ένα δίκτυο αισθητήρων έχει τοποθετηθεί στους πυλώνες. Το δίκτυο αποτελείται από 140 αισθητήρες (sensors), οι οποίοι πραγµατοποιούν δυναµική καταγραφή κάθε 2 ώρες. Το εξαγόµενο συµπέρασµα από αυτήν την συνεχή παρακολούθηση της κατασκευής είναι ότι οι υποθαλάσσιες καταστροφές παρατηρούνται στον πυλώνα Μ4, καθώς και ότι δεν υπάρχει αστάθεια πρανών Το ενδιαφέρον της κατασκευάστριας εταιρίας, όµως, άπτεται στην παρακολούθηση της σχετικής µετακίνησης µεταξύ των πυλώνων. Άλλωστε, η γέφυρα δεν είναι πακτωµένη στο έδαφος, αλλά «κάθεται» πάνω στο λασπώδες έδαφος, σε ένα στρώµα 3 µέτρων, το οποίο έχει κατασκευαστεί από οµάδα γεωτεχνικών. 40