Τάσεις, χαρακτηριστικά, προοπτικές και υποδοχή από την εκπαιδευτική κοινότητα ΣΤΡΟΓΓΥΛΗ ΤΡΑΠΕΖΑ 5 ο Συνέδριο EduPolicies Αθήνα, Σεπτέμβριος 2014
Η διεθνής βιβλιογραφία διαπιστώνει την αντιπαράθεση μεταξύ των παγκόσμιων τάσεων εκπαιδευτικής πολιτικής - όπως αυτές διαμορφώνονται από το διεθνές περιβάλλον και τους υπερεθνικούς οργανισμούς που είναι επιφορτισμένοι με το σχεδιασμό και αξιολόγηση τουςκαι τα εθνικά και τοπικά περιβάλλοντα με τα ιδιαίτερα ιστορικά, εθνικά πολιτιστικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά τους.
Έτσι, πριν αναφερθούμε σε συγκεκριμένες πολιτικής που προωθούνται στην Ελλάδα ιδιαίτερα σε σχέση με την αναδιοργάνωση της Οργάνωσης και Διοίκησης της Εκπαίδευσης και την προώθηση εκπαιδευτικών πολιτικών Αξιολόγησης του Εκπαιδευτικών Έργου και των Εκπαιδευτικών (ως αποτέλεσμα συστάσεων διεθνών οργανισμών ή υιοθέτησης διεθνών τάσεων) οφείλουμε να λάβουμε υπόψη κάποιες διαπιστώσεις σχετικά με τις διαδικασίες προώθησης μεταρρυθμίσεων που γίνονται παραδεχτές από τη διεθνή βιβλιογραφία.
Ως κύριοι λόγοι αντίστασης στις αλλαγές μεταρρυθμίσεις θεωρούνται: Η διατήρηση των υπαρχόντων συνθηκών εργασίας στους χώρους της αλλαγής Η διατήρηση του κατεστημένου πλέγματος εξουσίας, άρα και συμφερόντων που έχουν δομηθεί στο χώρο της αλλαγής Η κοινά διαπιστωμένη αδράνεια που παρουσιάζουν τα συστήματα / οργανισμοί
Η υποδοχή των διεθνών τάσεων και των συστάσεων των υπερεθνικών οργανισμών στα εθνικά περιβάλλοντα, - ανεξάρτητα του βαθμού υλοποίησης τους και της θετικής ή μη αξιολόγησής τους πραγματοποιείται σε κάθε περίπτωση με διαφορετικό τρόπο, λόγω ακριβώς της «ένταξής» τους στο εθνικό περιβάλλον και της επιρροής που ασκούν σε αυτές τα ιδιαίτερα κάθε φορά χαρακτηριστικά του. Συνεπώς, οι διεθνείς/παγκόσμιες τάσεις μπορεί να τροποποιηθούν απολύτως και να μεταμορφωθούν, εκπληρώνοντας εθνικούς στόχους ή αδυνατώντας να λειτουργήσουν εντός του, όταν τα χαρακτηριστικά τους έρχονται σε αντίθεση με αυτά του εθνικού περιβάλλοντος Σε περίπτωση που η αντίθεση αυτή είναι πλήρης μπορεί και να αποτύχουν ολοσχερώς
Η ακολουθούμενη διαδικασία έχει ιδιαίτερη σημασία, όταν πρόκειται για εκπαιδευτικές πολιτικές, δηλαδή πολιτικές που υλοποιούνται από μεγάλο πληθυσμό ατόμων που είναι φύσει και θέση διανοούμενοι. Τότε τίθενται τα εξής ερωτήματα για τις ελίτ που τις προωθούν: Οι προτεινόμενες αλλαγές είναι συμβατές με τις ανάγκες του συστήματος ή οργανισμού και των ατόμων που τα στελεχώνουν; Περιγράφηκαν τόσο αυτές όσο και τα μέσα υλοποίησής τους με σαφήνεια στους εμπλεκομένους;
Εκτιμήθηκε η έκταση εμπλοκής των μελών του οργανισμού στις αλλαγές, η ύπαρξη πόρων (ανθρώπινων και οικονομικών), καθώς και οι «εθνικές» δυσκολίες που θα υπάρξουν για την υλοποίησή τους, ιδιαίτερα για τα μεσαία στελέχη του συστήματος - οργανισμού; Εκτιμήθηκε σε ποιο βαθμό και σε ποιους τομείς δράσης και λειτουργίας του συστήματος οργανισμού θα είναι θετική η υλοποίηση των συγκεκριμένων πολιτικών; Πραγματοποιήθηκε πειραματική ή δοκιμαστική υλοποίησή των μεταρρυθμίσεων- αλλαγών σε περιορισμένη έκταση του συστήματος ή μικρό αριθμό επιμέρους οργανισμών ή βαθμίδων διοίκησης;
Έχει ιδιαίτερη σημασία όταν πρόκειται για εκπαιδευτικές πολιτικές, (δηλαδή πολιτικές που θα υλοποιήσει μεγάλο πληθυσμό ατόμων - φύσει και θέση διανοουμένων ) να κατανοηθούν τα όλες οι διαστάσεις τους από τους εκπαιδευτικούς και να περιγραφεί επακριβώς η διαδικασία υλοποίησής τους. Οι ευθύνη και για τα δυο βαρύνει την πολιτική ηγεσία που προωθεί τις μεταρρυθμίσεις. Σε ποιο βαθμό κατανοήθηκαν από όσους καλούνται να τις υλοποιήσουν; Σε ποιο βαθμό είναι συμβατές με τις αξίες, τις εμπειρίες και τις ανάγκες όσων καλούνται να τις υλοποιήσουν; Σε ποιο βαθμό προσέλαβαν και εκτίμησαν τις προτεινόμενες μεταρρυθμίσεις αλλαγές τα κοινωνικά υποκείμενα ως προτιμότερες από την προηγούμενη κατάσταση; Ποια η αίσθηση από όσους τις υλοποίησαν πιλοτικά ή πειραματικά (ρόλος opinion leaders); Είναι απτά τα αποτελέσματα από την υλοποίησή τους;
Η διεθνής βιβλιογραφία απομυθοποιεί τα στερεότυπα, όπως: «αλλαγή με κάθε κόστος και σε όλα», «η μεταρρύθμιση αποτελεί πανάκεια πάσας νόσου των συστημάτων - οργανισμών. Τα στερεότυπα αυτά και η αρνητική εκδοχή τους «καμία αλλαγή με κάθε κόστος», «η μεταρρύθμιση αποτελεί καταστροφή όσων έχουμε», αποτελούν περιεχόμενα ιδεολογικού και όχι επιστημονικού λόγου σχετικά με τις μεταρρυθμίσεις Κάθε αλλαγή δεν είναι υποχρεωτικά καλύτερη από την πρότερη κατάσταση και μάλιστα δεν μπορούν να εξαχθούν συμπεράσματα πριν την ολοκλήρωσή της Είναι ωφέλιμο για ένα πεδίο να αντισταθμίζονται οι «δυνάμεις αλλαγής» από τις «δυνάμεις σταθερότητας».
Υπάρχει περίπτωση οι αντιστάσεις να αναδεικνύουν διαστάσεις των αλλαγών μεταρρυθμίσεων που δεν είναι κατάλληλες για το εθνικό περιβάλλον. Οι αντιστάσεις της βάσης πρέπει να εκλαμβάνονται από τις πολιτικές και διοικητικές ελίτ των συστημάτων και οργανισμών ως ευκαιρία διατήρησης της επικοινωνίας τους και ιδιαίτερα αυτής των μεσαίων στελεχών με τους εργαζόμενους της βάσης. Ο προβληματισμός και οι αντιδράσεις είναι προτιμότερες από την αδιαφορία, την αδράνεια και την παθητική εκτέλεση εργασιών, γιατί συμβάλλουν στη διαμόρφωση βελτίωση των αλλαγών μεταρρυθμίσεων και μειώνουν την «δήθεν υλοποίησή τους», αναδεικνύοντας εναλλακτικές προτάσεις.
Στο σύγχρονο διεθνοποιημένο περιβάλλον η «επιβίωση» συστημάτων και οργανισμών εξαρτάται από τη συνεχή διερεύνηση τρόπων συμπίεσης του κόστους λειτουργίας τους σε συνδυασμό με την αύξηση της αποτελεσματικότητας τους και της βελτίωσης της ποιότητας του προσφερόμενου από αυτούς έργου και υπηρεσιών. Οι στόχοι αυτή συνεπάγονται το συνεχή αναστοχασμό των ελίτ τους και την επεξεργασία προτάσεων για τη μεταρρύθμιση των οργανο - διοικητικών τους δομών και των διαδικασιών αξιολόγησης του έργου τους.
Σύμφωνα με αυτή την παραδοχή συστήματα και οργανισμού οφείλουν: Να συγκροτούν ισχυρές καθοδηγητικές ομάδες υψηλών ικανοτήτων και δεξιοτήτων πειθούς και κατανόησης των συναδέλφων τους ώστε να διασφαλίζεται μέσω αυτών η ενεργός συμμετοχή της «βάσης» στα μεταρρυθμιστικά εγχειρήματα. Να παρακινούν τα στελέχη τους ώστε αυτά να προετοιμάζουν τους συναδέλφων τους σχετικά με την ανάγκη υλοποίησης των προτεινόμενων αλλαγών - μεταρρυθμίσεων. Να επεξεργάζονται, να διατυπώνουν, να επικοινωνούν το όραμα για την πορεία του συστήματος ή οργανισμού στο σύνολο των ατόμων και θεσμών που καλούνται να το υλοποιήσουν, εμπλέκοντάς τους παράλληλα στις διαδικασίες διαμόρφωσης του.
Να παρακολουθούν την πορεία υλοποίησης των μεταρρυθμίσεων και να κοινοποιούν σε εμπλεκόμενους και κοινή γνώμη την επιτυχία των βραχυπρόθεσμών και μεσοπρόθεσμων στόχων πριν την τελική αποτίμηση του όλου εγχειρήματος, επιβραβεύοντας παράλληλα τα άτομα συνέβαλαν σε αυτές τις επιτυχίες. Να φροντίζουν ώστε σταδιακά οι μεταρρυθμίσεις και αλλαγές να ενσωματώνονται στην «κουλτούρα του οργανισμού» και να αποτελούν την «νέα» πραγματικότητά του.
Από όλα τα προηγούμενα απορρέουν δύο ερωτήματα σχετικά με το εθνικό περιβάλλον: Ερώτημα Πρώτο: Υπάρχει ομάδα (Think tank) στο εθνικό περιβάλλον που κατανοεί τα προηγούμενα και είναι σε θέση να συμβουλεύσει σχετικά την εκάστοτε πολιτική ηγεσία; Ερώτημα δεύτερο: Κατανοούν οι πολιτικές ελίτ το ρόλο των think tank, την ανάγκη συγκρότησης ανάλογων ομάδων ή ομάδας και επιθυμούν τη στήριξή τους;
Ευχαριστώ για την προσοχή σας