Σύνοψη ιαπιστώσεων και Συµπερασµάτων 1. Χρονική Ανθεκτικότητα Επιδόσεως ιαφόρων Κλάδων Παραγωγής 1.1. Γενικά 1. Ο εντοπισµός των κλάδων παραγωγής που διαθέτουν διεθνές συγκριτικό πλεονέκτηµα, αλλά και ευχερώς επιτεύξιµο ανταγωνιστικό πλεονέκτηµα, στηρίχθηκε στην εξέταση της χρονικής διαδροµής αναπτύξεως αυτών, λαµβανοµένων υπόψη και των δηµοσίων πόρων οι οποίοι εµµέσως διετέθησαν προς τούτο. 2. Η διαχρονική ανθεκτικότητα αξιολογήθηκε µε αναφορά στον ρυθµό οικονοµικής αναπτύξεως και στις επιπτώσεις στο εξωτερικό ισοζύγιο, το οποίο υπήρξε, και εν δυνάµει αποτελεί, σηµαντικό περιοριστικό παράγοντα της αναπτύξεως. 1.2. Tουρισµός 3. Κατά την περίοδο 1960-80 ο µέσος αριθµός αναπτύξεως της οικονοµίας ήταν 6,7% και µειώθηκε σε 1,4% κατά την εικοσαετία 1980-2000. Αντιστοίχως, οι µέσοι αριθµοί αναπτύξεως της Βιοµηχανίας, του Τουρισµού και της Γεωργίας ήσαν: Μέσος Ετήσιος Ρυθµός Αναπτύξεως Οικονοµία 1960-1980 1980-2000 Βιοµηχανία 10,6 0,5 Τουρισµός 19,5 6,1 Γεωργία 5,3-2,8 4. Τα συναλλαγµατικά ισοζύγια των τριών τοµέων, στα οποία αποτυπώνεται µε σαφήνεια η εξέλιξη της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της εγχώριας παραγωγής, έχουν ως κάτωθι: 1
Σε απόλυτα µεγέθη (Τελωνιακή Στατιστική εκατ. $) 1960 1970 1980 1990 2000 Βιοµηχανία -487,3-1.190,8-3.882,4-9.219,8-15.967,7 Τουρισµός 74,9 174,2 2.984,8 3.825,8 5.505,4 Γεωργία 55,4 59,7 438,5 557,9-941,8 Σε ποσοστό του ΑΕΠ Βιοµηχανία -14,7-12,2-8,8-12,3-15,5 Τουρισµός 2,0 1,5 6,0 4,6 4,8 Γεωργία 1,7 0,6 1,0-0,7-0,9 5. Τα µερίδια των ανωτέρω τριών τοµέων, που είναι εκτεθειµένα στον διεθνή ανταγωνισµό, στο ΑΕΠ αποτυπώνουν και αυτά τις συγκριτικές επιδόσεις αυτών από µια άλλη οπτική γωνία. 1960 1970 1980 1990 2000 Βιοµηχανία 7,3 11,3 15,2 15,6 12,4 Τουρισµός 2,9 5,2 10,5 17,6 22,0 Γεωργία 18,4 16,1 15,5 10,9 9,0 6. Σε αντίθεση µε τον τουρισµό, ο οποίος ήυξανε αδιαλείπτως το µερίδιό του στο εγχώριο προϊόν κατά την περίοδο 1960-2000, η βιοµηχανία δεν µπόρεσε να ανδρωθεί, άρχισε δε να γηράσκει προτού καν ενηλικιωθεί. Τα υφιστάµενα συγκριτικά στοιχεία µαρτυρούν περί τούτου. 7. Πρέπει να τονισθεί ότι η αδυναµία της βιοµηχανίας να αναπτυχθεί και µάλιστα κατά βιώσιµο τρόπο, όπως ευκρινώς δείχνουν τα ανωτέρω στοιχεία, συνυπήρξε µε όλως προνοµιακή µεταχείριση τόσον από το κράτος όσον και από το χρηµατοπιστωτικό σύστηµα και τα κοινοτικά κονδύλια. Ενδεικτικώς αναφέρονται: Τραπεζική Χρηµατοδότηση: Κλαδικά Μερίδια 1960 1970 1980 1990 2000 Γεωργία 26,8 13,2 16,9 15,5 6,7 Βιοµηχανία 37,3 36,3 41,8 29,8 20,4 Τουρισµός 1,8 5,0 4,7 3,9 3,1 Μερίδιο Χρηµατοδοτήσεως: Μερίδιο στο ΑΕΠ Γεωργία 0,8 0,4 0,7 1,5 0,8 Βιοµηχανία 5,1 3,2 2,6 1,8 1,5 Τουρισµός 0,6 1,1 0,4 0,3 0,2 2
Εγκριθείσες Επιχορηγήσεις (Αναπτυξιακός Νόµος) δις δρχ. 1982-91 1992-97 Βιοµηχανία 208,7 600,5 Τουρισµός 129,8 70,8 8. Τα στατιστικά δεδοµένα της αναπτύξεως και του ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών αποκαλύπτουν µε ευκρίνεια ότι ο τουριστικός τοµέας πραγµατοποίησε όχι απλή ικανοποιητική αλλά αξιόλογη ανάπτυξη και µάλιστα σε περίοδο στασιµότητας της ελληνικής οικονοµίας η οποία χωρίς τον τουριστικό τοµέα θα είχε εισέλθει σε πρωτοφανή για την µεταπολεµική Ελλάδα ύφεση. Το αποκαλυπτόµενο αυτό συγκριτικό πλεονέκτηµα, όπως θα δειχθεί στα επόµενα, είναι διατηρήσιµο και στο αισιόδοξο για τον παγκόσµιο τουρισµό µέλλον, αν εγκαίρως συνειδητοποιηθεί η µοναδική αναπτυξιακή δυναµική του. 1.3. Ναυτιλία 9. Κατά την περίοδο 1965-2000,κατά την οποία ο παγκόσµιος ποντοπόρος εµπορικός στόλος αυξήθηκε, σε όρους grt, 3,6 φορές ο αντίστοιχος ελληνόκτητος στόλος αυξήθηκε 5,0 φορές. Από 11,1% του παγκοσµίου στόλου το 1965 το µερίδιο του ελληνόκτητου στόλου αυξήθηκε σε 15,2%. Η επίδοση αυτή της ελληνοκτήτου εµπορικής ναυτιλίας και µάλιστα υπό συνθήκες αντίξοες (έντονος ανταγωνισµός, πλεονεκτήµατα ναυτιλίας άλλων χωρών, παλαιών και νέων κτλ.) αποκαλύπτει ύπαρξη υψηλού βαθµού αναπτυξιακής δυναµικής, που τον κατατάσσει στις ανώτατες βαθµίδες προτεραιοτήτων της οικονοµικής πολιτικής. 10. Η επίδοση αυτή αντανακλά αναµφισβητήτως συγκριτικό πλεονέκτηµα,το οποίο γενικώς και αορίστως έχει την βάση του στην ναυτική παράδοση της χώρας και στην απαράµιλλη ικανότητα των Ελλήνων να µεγαλουργούν σε περιβάλλοντα όπου η ελευθερία επιχειρηµατικής δράσεως δεν φαλκιδεύεται, ούτε εγκλωβίζεται και εκφυλίζεται σε δήθεν προστατευτικά πλαίσια. 11. Παρά το γεγονός ότι υψηλό ποσοστό ίσως το υψηλότερο στον κόσµο της ελληνοκτήτου εµπορικής ναυτιλίας λειτουργεί υπό ξένες σηµαίες (ευκαιρίας), η εισροή ναυτιλιακού συναλλάγµατος καλύπτει το 46% του ελλείµµατος του 3
βιοµηχανικού ισοζυγίου και είναι ίση µε το 120% των εξαγωγών βιοµηχανικών αγαθών. Μεταξύ 1970 και 2000 το πλεόνασµα του ναυτιλιακού ισοζυγίου αυξήθηκε 61,4 φορές καθ ον χρόνο το έλλειµµα του βιοµηχανικού ισοζυγίου αυξήθηκε 32,8 φορές. Τοιουτοτρόπως, το πλεόνασµα του ναυτιλιακού ισοζυγίου καλύπτει το 26% του µεγάλου και ταχέως διευρυνοµένου ελλείµµατος του βιοµηχανικού ισοζυγίου. 12. Η εξ αιτίας του εισρέοντος ναυτιλιακού συναλλάγµατος παραγόµενη ακαθάριστη προστιθέµενη αξία (ΑΕΠ) αποτελεί το 7-8% του ΑΕΠ, περιλαµβανοµένων και των πολλαπλασιαστικών επιδράσεων αλλά όχι και των τυχουσών παραλλήλων δαπανών σε επενδύσεις και δηµόσιες δαπάνες. 13. Η ικανότητα του ναυτιλιακού συναλλάγµατος να δηµιουργεί προστιθέµενη αξία εγχωρίως και να αυξάνει την απασχόληση είναι πολύ µεγαλύτερη από εκείνη που αντανακλάται στην ανωτέρω εκτίµηση (2000). Πράγµατι τα συγκριτικά στοιχεία για την ανά κόρο είσπραξη συναλλάγµατος δείχνουν πολύ µεγαλύτερη υστέρηση της Ελλάδος έναντι των µειζόνων ναυτιλιακών χωρών. Μεταξύ των 13 χωρών για τις οποίες υπάρχουν διαθέσιµα σχετικά στοιχεία, η Ελλάδα κατέχει την τελευταία θέση. Έναντι µέσης ανά κόρο εισροής 572$ ετησίως για τις 12 εκ των 13 χωρών, η είσπραξη για την Ελλάδα είναι µόλις 88$! 14. Οι λόγοι της µεγάλης αυτής υστερήσεως είναι πολλοί. Θα µπορούσε κανείς να αναφέρει τις βασικές υποδοµές για την ναυτιλία, όπως είναι το χρηµατοπιστωτικό σύστηµα, ανάπτυξη των ασφαλιστικών υπηρεσιών, οι συνθέσεις των πλοίων, ο βαθµός παλαιότητας κα., ο σηµαντικότερος, όµως, σε γενικούς όρους φαίνεται ότι είναι οι δεσµοί του πλοίου µε την χώρα εθνικότητος του ιδιοκτήτη, όπως αυτοί προσδιορίζονται από το γενικότερο πλαίσιο λειτουργίας της ναυτιλιακής επιχειρήσεως (φορολογία, ναυτική εκπαίδευση, θεσµοί όπως ο νηογνώµων και η διαιτησία, αλλά και το γενικότερο ενδιαφέρον της πολιτείας για τον κλάδο) σε σύγκριση µε τα περιβάλλοντα λειτουργίας που προσφέρονται διεθνώς. εν υποβαθµίζοµε, ωστόσο, και την πιθανότητα υπάρξεως στατιστικού σφάλµατος, το οποίο προστιθέµενο στα ανωτέρω επιδεινώνει το αποτέλεσµα. 15. Σηµειώνεται ότι το ποσοστό της ελληνόκτητης εµπορικής ναυτιλίας που λειτουργεί υπό ξένη σηµαία είναι 68%. Για τον λοιπό κόσµο το αντίστοιχο ποσοστό είναι 46%. Η µεγάλη αυτή διαφορά παραπέµπει σε σοβαρούς 4
αιτιώδεις παράγοντες, οι οποίοι αυξάνουν τον βαθµό προτιµήσεως των Ελλήνων εφοπλιστών προς τις σηµαίες ευκαιρίας. 2. Προοπτικές Συµπεράσµατα Μέτρα Πολιτικής 16. Το σαρωτικής σπουδαιότητας συµπέρασµα της εµπειρικής αναλύσεως που απέβλεψε σε ένα ex post εντοπισµό των κλάδων παραγωγής που διαθέτουν διεθνές συγκριτικό πλεονέκτηµα είναι ένα: η Ελλάδα έχει αποτύχει αναπτυξιακά στους τοµείς υλικής παραγωγής. Η µεταποίηση κατέρρευσε προτού αναπτυχθεί, εµφανίσασα πρόωρον γήρας. Τα κατωτέρω συγκριτικά στοιχεία µαρτυρούν σχετικώς. Μερίδιο Μεταποιητικής Παραγωγής στο ΑΕΠ 1960 1980 2000 Ελλάδα 7,3 15,2 12,6 Ιταλία 31,0 27,0 20,0 Ισπανία 30,0 23,0 19,0 Πορτογαλία 29,0 36,0 20,0 Αυστρία 38,0 29,0 20,0 Φινλανδία 24,0 26,0 20,0 17. Οι τοµείς που, βάσει της εµπειρικής αναλύσεως, απεδείχθησαν ανθεκτικοί στον διεθνή ανταγωνισµό δεν έχουν στήριξη προερχοµένη από την εσωτερική αγορά (αλλά ούτε έτυχαν ευνοϊκής µεταχειρίσεως από την οικονοµική πολιτική). Το µέγα πλεονέκτηµα των τοµέων αυτών ναυτιλίας και τουρισµού είναι ότι έχουν πεδίο αναφοράς την παγκόσµια οικονοµία και, εποµένως, διαθέτουν ευρέα περιθώρια αναπτύξεως. 18. Με βάση τις προβλέψεις του ΠΟΤ η ανάπτυξη του παγκοσµίου αλλοδαπού τουρισµού κατά την εικοσαετία 2001-2020 θα είναι ταχεία. Από 687,4 εκατ. το 2000 οι αφίξεις εκτιµάται ότι θα διαµορφωθούν στα επίπεδα 1.006 εκατ. το 2010 και 1.561 εκατ. το 2020. οι αριθµοί αυτοί αντιστοιχούν σε µέσους ετήσιους ρυθµούς αναπτύξεως περίπου 4% την πρώτη δεκαετία, 4,5% την δεύτερη δεκαετία και 4,2% κατά την εικοσαετία. 19. Η Ελλάδα έχει, στην πιο πρόσφατη δεκαετία, σταθεροποιήσει κατά κάποιο τρόπο το µερίδιό της στον παγκόσµιο τουρισµό στο επίπεδο 1,7%-1,8% και 3,0%-3,2% στον ευρωπαϊκό τουρισµό. Τα ποσοστά αυτά παρέχουν µια βάση 5
αξιόπιστη για την διατύπωση προβλέψεων που καλύπτουν την αναφερθείσα χρονική περίοδο. Για τους σκοπούς της παρούσης µελέτης υιοθετούµε ως βάση εκκινήσεως το σενάριο για τον Ευρωπαϊκό αλλοδαπό τουρισµό. Το σκεπτικό που υπόκειται στην εν λόγω επιλογή είναι ότι οι αµεσότεροι ανταγωνιστικοί της Ελλάδος προορισµοί είναι οι ευρωπαϊκοί, και, εποµένως, στην τουριστική αυτή µάζα µε τον συγκεκριµένο περιφερειακό προσανατολισµό πρέπει να προσβλέποµε προς εξασφάλιση του µεγαλύτερου δυνατού µεριδίου. 20. Υιοθετείται, κατ αρχάς, παραδοχή για διατήρηση του µεριδίου στον ευρωπαϊκό αλλοδαπό τουρισµό στο επίπεδο της πιο πρόσφατης δεκαετίας, ήτοι στο 3,2%. Το σενάριο αυτό είναι prima facie συντηρητικό,στην πραγµατικότητα, όµως, για να επιτευχθεί πρέπει να ασκηθούν ενεργές πολιτικές, θεραπευτικές των πολλών κακώς κειµένων δηλ. να συνειδητοποιηθεί ευρύτερα ότι ο τουρισµός αποτελεί την κύρια (µαζί µε την ναυτιλία) ρεαλιστική ελπίδα στην οποία µπορεί να στηριχθεί µια αισιόδοξη προοπτική και συνεπεία αυτής της συνειδητοποιήσεως να γίνει αναδιάταξη των αναπτυξιακών προτεραιοτήτων. 21. Με το σενάριο αυτό οι αφίξεις για το 2010 εκτιµώνται στα 16,8 εκατ. και για το 2020 στα 22,5 εκατ. Η αντίστοιχη εισροή συναλλάγµατος, µε µια πράγµατι συντηρητική παραδοχή για τη αύξηση 3% της ανά άφιξη ετήσιας δαπάνης, είναι 18 δις και 33 δις αντιστοίχως. 22. Το ανωτέρω ευχερώς επιτεύξιµο σενάριο συνεπάγεται πλεόνασµα του τουριστικού ισοζυγίου 13 δις για το 2010 και 25-26 δις για το 2020. Τα εφικτά αυτά αποτελέσµατα αλλάζουν προς το αισιόδοξο τα δεδοµένα για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονοµίας σε µια περίοδο κατά την οποία η σηµαντική µείωση των εκ της ΕΕ πόρων θα µειώσει την αναπτυξιακή ροπή της οικονοµίας. Φυσικά, όπως τονίσθηκε, το υιοθετηθέν σενάριο βρίσκεται προς την πλευρά της συντηρητικής προσεγγίσεως. Ταχύτερος ρυθµός είναι ασφαλώς επιτεύξιµος, αν ανταποκριθεί η οικονοµική πολιτική στα µέτρα που απαιτούνται για την αξιοποίηση των µοναδικών τουριστικών δωρεών που κληροδότησαν στην χώρα η ηµιουργία και η Ιστορία της. 23. Το ανωτέρω χαρακτηριζόµενο ως εφικτό σενάριο απαιτεί, αυτονοήτως, συγκεκριµένη ρεαλιστική στρατηγική αναπτύξεως του τοµέα και κατ αντιστοιχίαν, αναδιάταξη των προτεραιοτήτων της αναπτυξιακής πολιτικής. Ο 6
ρόλος του κράτους είναι εν προκειµένω αναντικατάστατος, διότι από την φύση της η τουριστική δραστηριότητα απαιτεί πολυδιάστατη παρουσία του κράτους. Γενικές υποδοµές, προστασία του φυσικού περιβάλλοντος και των µνηµείων, έλεγχος συµπεριφορών που απωθούν τον πελάτη, όπως και να ονοµάζονται αυτές, αποτελούν ευθύνη του κράτους. Θέµατα καθαριότητος, υγιεινής και ασφαλείας φαινόµενα αισχροκέρδειας και γενικότερα φαινόµενα ασυδοσίας υποσκάπτουν την ελκυστικότητα των φυσικών και πολιτισµικών στοιχείων και αποδυναµώνουν την ανταγωνιστικότητα του παραγοµένου τουριστικού προϊόντος µπορούν να αντιµετωπισθούν µόνον µε αυστηρό και αυστηρώς εφαρµοζόµενο θεσµικό πλαίσιο. 24. Η πολυδιάστατη ευθύνη του κράτους για την επίτευξη βιώσιµης και επαρκούς αναπτύξεως του τουριστικού τοµέα επιτάσσει την εκπόνηση προγράµµατος οικονοµικής αναπτύξεως. Στο πρόγραµµα αυτό θα προτάσσεται η στρατηγική οικονοµικής αναπτύξεως, µε σαφή διατύπωση των αναπτυξιακών προτεραιοτήτων και του ρόλου του τουρισµού (και της Ναυτιλίας) µε χρονική διάταξη. 25. Βασικά στοιχεία της στρατηγικής αναπτύξεως είναι τα κρίσιµα θέµατα προσφοράς και ζητήσεως: Τι είδος τουρισµό επιθυµούµε; Πολυδιάστατο ερώτηµα, που αναφέρεται όχι µόνον στο είδος των υπηρεσιών που θεωρείται προσιδιάζον στις δυνατότητες και τα συµφέροντα της οικονοµίας, αλλά και στις πηγές προελεύσεως και το επιθυµητό εποχικό πρότυπο. Πως θα διαταχθούν περιφερειακώς οι απαιτούµενες για το συγκεκριµένο επιλεγέν πρότυπο τουρισµού (ζητήσεως) γενικές και ειδικές υποδοµές; Ποια στρατηγική διαφηµίσεως και προβολής προσιδιάζει στο επιθυµητό πρότυπο; Πως θα αντιµετωπισθεί το µέγα πρόβληµα της ολικής ποιότητος του τουριστικού προϊόντος; 26. Η απάντηση στα ανωτέρω ερωτήµατα θα προσδιορίσει τους στόχους και τα µέτρα πολιτικής που επηρεάζουν το µέσο µέγεθος ξενοδοχείων και λοιπών καταλυµάτων, την επιθυµητή περιφερειακή συγκέντρωση, την διάρθρωση από απόψεως κατηγορίας, την περιφερειακή συγκέντρωση πόρων για υποδοµές, 7
τις ειδικές υποδοµές που απαιτούνται για την ικανοποίηση της εσωτερικής και εξωτερικής ζητήσεως,την προσέλκυση τουριστικής ζητήσεως από αναδυόµενες οικονοµίες και υπερπόντιες χώρες, την άµβλυνση της εποχικότητος, τον ρόλο του τουρισµού πόλεων κοκ. 27. Ο κατακερµατισµός εκπροσωπήσεως του κλάδου και η αναποφεύκτως ασθενική παρουσία του στα εκάστοτε τεκταινόµενα από πλευράς κρατικής πολιτικής, αποτελεί πρόβληµα, αν ληφθεί υπόψη η δοµή των διαδικασιών λήψεως αποφάσεων. Ωστόσο, οι κυβερνήσεις οφείλουν να γνωρίζουν που βρίσκονται τα µακροπρόθεσµα συµφέροντα της χώρας και να ενεργούν εν αρµονία προς αυτά και όχι σύµφωνα µε την τεχνητή ισχύ ορισµένων οµάδων συµφερόντων. 28. Καθ όσον αφορά στην εµπορική ναυτιλία, η οποία αποτελεί σχετικώς αφανή αναπτυξιακή δύναµη, αν και δεν απέχει πολύ από τον τουρισµό ως τέτοια,η ένταξή της στις προτεραιότητες της αναπτυξιακής πολιτικής αποτελεί ύψιστο καθήκον της πολιτείας, ενόψει υψηλής ελλειµµατικότητος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της χώρας,της δυνητικής ικανότητος αυτής να αυξήσει σηµαντικώς την εισροή συναλλάγµατος ακόµη και σε συνθήκες στάσιµης ναυτιλίας, αλλά και ενόψει των διανοιγοµένων µεγάλων δυνατοτήτων από την ζήτηση φορτίων εκ µέρους των αναπτυσσοµένων χωρών. 29. Η ανά κόρο χωρητικότητος εισροή συναλλάγµατος ετησίως στην χώρα ήταν 88$ έναντι µέσου όρου 570$ για 12 ναυτιλιακές χώρες. Η µεγάλη αυτή διάσταση δίνει το µέτρων του δυναµισµού που εγκλείει ο συγκεκριµένος κλάδος παραγωγής, πέραν του δυναµισµού που έχει αποκαλύψει η ικανότητα της ελληνόκτητης εµπορικής ναυτιλίας όχι απλώς να διατηρεί αλλά και να αυξάνει το µερίδιό της στην παγκόσµια ναυτιλία και µάλιστα υπό δυσµενείς γι αυτήν συνθήκες. 30. Ναυπηγική και ναυπηγοεπισκευαστική βιοµηχανία, χρηµατο-ασφαλιστική υποδοµή και άλλοι αξιόπιστοι θεσµοί παροχής υπηρεσιών, όπως είναι ο νηογνώµων, η διαιτησία και τα δικαστήρια µε αρµοδιότητα σε ζητήµατα ναυτιλίας, αποτελούν σηµαντικά εµπόδια. 31. Ωστόσο, µεγάλη αποτρεπτική δύναµη αποτελεί η µη φιλική στάση της πολιτείας απέναντι στον εθνικά πολύτιµο και διεθνώς ανταγωνιστικό αυτό κλάδο. Η πολιτεία πρέπει να κατανοήσει ότι ο µόνος υγιής και επωφελής 8
τρόπος αξιοποιήσεως των οικονοµικών δυνατοτήτων που προσφέρει η ναυτιλία είναι η αντικειµενική εκτίµηση και θεραπεία των αδυναµιών που καθιστούν την σηµαία ευκαιρίας επιθυµητή και την εισροή ναυτιλιακού συναλλάγµατος συγκρατηµένη, δραµατικώς υστερούσα έναντι άλλων χωρών. 32. Τα κατά καιρούς περί δηµιουργίας του Πειραιά διεθνούς ναυτιλιακού κέντρου, και µάλιστα µε κυβερνητικές συµπεριφορές και πολιτικές αποτρεπτικές, αποτελούν επιεικώς µεγαλοστοµίες. Ο Πειραιάς ποτέ δεν θα µπορέσει να ανταγωνισθεί τα καθιερωµένα διεθνή ναυτιλιακά κέντρα, όπως είναι το Λονδίνο. Μπορούν, όµως, να γίνουν πολλά άλλα πράγµατα µε συνεργασία των αρµοδίων ναυτιλιακών φορέων, που είναι και οι µόνοι που γνωρίζουν, ποια είναι τα αίτια που στρέφουν την προτίµηση των κεφαλαίων και άλλων επιχειρηµατικών δραστηριοτήτων τους κατά κύριο λόγο προς άλλες χώρες. 9