ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΙΙΙ: ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΗ ΕΠΑΡΚΕΙΑ ΚΑΙ ΚΙΝ ΥΝΟΣ ΡΕΥΣΤΟΤΗΤΑΣ ΠΑΠΑ ΟΠΟΥΛΟΣ ΗΜΗΤΡΙΟΣ

Σχετικά έγγραφα
Χ. Βλ. Γκόρτσος. Επίκουρος Καθηγητής ιεθνούς

Δηµοσιοποιήσεις σύµφωνα µε το Παράρτηµα 1 της Απόφασης 9/459/2007 της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, όπως τροποποιήθηκε µε την Απόφαση 9/572/23.12.

Δημοσιοποιήσεις σύμφωνα με το Παράρτημα 1 της Απόφασης 9/459/2007 της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, όπως τροποποιήθηκε με την Απόφαση 9/572/23.12.

Asset & Wealth Management Α.Ε.Π.Ε.Υ.

Το Νέο Πλαίσιο για την Κεφαλαιακή Επάρκεια. (Basel II)

Επιπλέον, το ιοικητικό Συµβούλιο, ορίζει Υπεύθυνο ιαχείρισης Κινδύνων µε συγκεκριµένες αρµοδιότητες.

ΣΥΝΟΛΟ (Α) 7, Β. ΜΕΙΟΝ: ΣΥΝΟΛΟ ΑΦΑΙΡΟΥΜΕΝΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ (Β) 2, Γ. ΣΥΝΟΛΟ ΒΑΣΙΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ (Α-Β) 4,

Μάθημα: Διαχείριση Ρίσκου

Πληροφορίες εποπτικής φύσεως σχετικά µε την κεφαλαιακή επάρκεια της. ΚΑΠΠΑ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΗ Α.Ε.Π.Ε.Υ., τους κινδύνους που αναλαµβάνει

Ο ΗΓΙΕΣ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΗΣ ΕΠΑΡΚΕΙΑΣ

12o Συνέδριο Αριστοτέλης ReBuilding Sucess. Νοέμβριος 2014

TRIPLE A EXPERTS ΑΕΠΕΥ

Επίπτωση στις Κεφαλαιακές Απαιτήσεις των Τραπεζών βάσει του Νέου Εποπτικού Πλαισίου (Βασιλεία ΙΙ) ως προς τις Μικρο-μεσαίες επιχειρήσεις

Στρατηγικές και διαδικασίες για τη διαχείριση κινδύνων.

ALPHA BANK CYPRUS LTD

Αποτελέσματα Εννεαμήνου 2009

ΔΗΜΟΣΙΟΠΟΙΗΣΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΗ ΕΠΑΡΚΕΙΑ, ΤΟΥΣ ΑΝΑΛΑΜΒΑΝΟΜΕΝΟΥΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥΣ. ΚΑΙ ΤΗΝ ΔΙΑΧΕΙΡiΣΗ ΤΟΥΣ. 31/12/2011

ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΟΠΤΕΙΑΣ ΠΙΣΤΩΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ

March 14, H εμπειρία από τη διαδικασία εφαρμογής της Βασιλείας ΙΙ στις τράπεζες

ΔΗΜΟΣΙΟΠΟΙΗΣΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΗ ΕΠΑΡΚΕΙΑ, ΤΟΥΣ ΑΝΑΛΑΜΒΑΝΟΜΕΝΟΥΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥΣ ΚΑΙ ΤΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΟΥΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΝΑΦΟΡΑΣ:

EL Ενωµένη στην πολυµορφία EL B8-0655/1. Τροπολογία

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

Εργαστήριο Εκπαίδευσης και Εφαρμογών Λογιστικής. Εισαγωγή στην Χρηματοοικονομική Ανάλυση

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6 ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΥ ΚΑΙ ΠΑΘΗΤΙΚΟΥ

ΤΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΗΣ

ΜΙΔΑΣ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΗ ΑΕΠΕΥ ΔΗΜΟΣΙΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ 9/459/ ΤΟΥ Δ.Σ. ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ

ΜΙΔΑΣ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΗ Α.Ε.Π.Ε.Υ.

ΠΡΑΞΗ ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΑΡΙΘΜ. 123/

Οι βασικές αρχές διαχείρισης των παραπάνω κινδύνων είναι οι ακόλουθες :

Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ: Οι εποπτικές προτεραιότητες του ΕΕΜ για το 2018

ΠΙΣΤΩΤΙΚΟΣ ΚΙΝ ΥΝΟΣ. Ανάπτυξη Ολοκληρωµένου Συστήµατος Μέτρησης και ιαχείρισης Πιστωτικού Κινδύνου

Α Π Ο Φ Α Σ Η 8/459/ του ιοικητικού Συµβουλίου

Συνέπειες της Εφαρμογής του πλαισίου της Βασιλείας ΙΙ για τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις

Περιεχόμενα 9. Περιεχόμενα

Δημοσιοποίηση στοιχείων Πυλώνα ΙΙΙ για τη χρήση που έληξε

ΔΗΜΟΣΙΟΠΟΙΗΣΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΗ ΕΠΑΡΚΕΙΑ, ΤΟΥΣ ΑΝΑΛΑΜΒΑΝΟΜΕΝΟΥΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥΣ ΚΑΙ ΤΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΟΥΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΝΑΦΟΡΑΣ:

Περιεχόμενα. Πρόλογος 2. Περίληψη 3. ΕΣΣΚ Ετήσια Έκθεση Περιεχόμενα 1

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3: ΕΙΔΗ ΚΙΝΔΥΝΟΥ

Κατευθυντήριες γραμμές

ΜΑΚΡΟΠΡΟΛΗΠΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ: ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΕΝΔΙΑΜΕΣΩΝ ΣΤΟΧΩΝ ΜΑΚΡΟΠΡΟΛΗΠΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ & ΕΠΙΛΟΓΗ ΕΡΓΑΛΕΙΩΝ ΜΑΚΡΟΠΡΟΛΗΠΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ

Αποτελέσματα Εννεαμήνου 2010

Οι Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις στο περιβάλλον της Βασιλείας ΙΙ

ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΟΠΤΕΙΑΣ ΠΙΣΤΩΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ

ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΑΓΟΡΕΣ Ενότητα 8: ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΙΙ. ΚΥΡΙΑΖΟΠΟΥΛΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ Τμήμα ΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ

Κωνσταντίνος Γ. Τασάκος Ειδικός Σύµβουλος, ΕΕΤ

ALPHA BANK CYPRUS LTD

Ομιλία «Economist» 11/05/2015. Κυρίες και Κύριοι,

Marfin Popular Bank: Οικονομικά αποτελέσματα εννεαμήνου 2010

ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΠΙΣΤΩΤΙΚΟΥ ΚΙΝΔΥΝΟΥ

ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΟΜΙΛΟΥ Για το έτος που έληξε στις 31 εκεµβρίου 2010 ΕΠΕΞΗΓΗΜΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ

ΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ A ΕΞΑΜΗΝΟΥ 2005

Αποτελέσματα Α Τριμήνου 2013

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΑΘ. ΤΣΕΚΟΥΡΑΣ ΑΕΠΕΥ

ΟΔΗΓΙΕΣ ΣΥΜΠΛΗΡΩΣΗΣ ΤΩΝ ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΩΝ Γ02Α ΚΑΙ Γ02Β: ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΩΝ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΕΝΑΝΤΙ ΤΟΥ ΠΙΣΤΩΤΙΚΟΥ ΚΙΝΔΥΝΟΥ

Η Θεωρία της Νομισματικής Ενοποίησης

Αποτελέσματα Ομίλου ΕΤΕ: α τρίμηνο 2012

Κεφαλαιακή Επάρκεια και Αναλαμβανόμενοι Κίνδυνοι

ΔΙΕΘΝΗ ΤΡΑΠΕΖΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ

Γενική Περιγραφή Αγοράς Στόχου (Target Market) 1. Γενικά. 2. Ορισμοί

ΗΜΟΣΙΟΠΟΙΗΣΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΗ ΕΠΑΡΚΕΙΑ, ΤΟΥΣ ΑΝΑΛΑΜΒΑΝΟΜΕΝΟΥΣ ΚΙΝ ΥΝΟΥΣ. ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΑΧΕΙΡiΣΗ ΤΟΥΣ. 31/12/2014

ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑ ΟΣ ΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΟΠΤΕΙΑΣ ΠΙΣΤΩΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ. ΕΓΓΡΑΦΟ ΙΑΒΟΥΛΕΥΣΗΣ ΙΙΙ ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΜΕΙΩΣΗΣ ΠΙΣΤΩΤΙΚΟΥ ΚΙΝ ΥΝΟΥ Οκτώβριος 2004

ΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ Α ΕΞΑΜΗΝΟΥ 2004

Ενσωμάτωση της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ (CRD IV) στο ελληνικό δίκαιο. Εφαρμογή του Κανονισμού 575/2013 (CRR)

Ο όρος «Χρηματοδότηση» περιλαμβάνει δύο οικονομικές δραστηριότητες.

ΗΜΟΣΙΟΠΟΙΗΣΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΗ ΕΠΑΡΚΕΙΑ, ΤΟΥΣ ΑΝΑΛΑΜΒΑΝΟΜΕΝΟΥΣ ΚΙΝ ΥΝΟΥΣ. ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΑΧΕΙΡiΣΗ ΤΟΥΣ. 31/12/2013

EPSILON EUROPE PLC. ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ Έτος που έληξε στις 31 Δεκεμβρίου 2017

Διαχείριση Κινδύνου Risk Management

Π Λ Α Ι Σ Ι Ο Οι εποπτικές αρμοδιότητες της Τράπεζας της Ελλάδος στο νέο χρηματοοικονομικό περιβάλλον

Ελεγμένα Οικονομικά Αποτελέσματα έτους 2015 της Alpha Bank Cyprus Ltd [ ]

ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

Αρθρο: Χρηματοδότηση Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων (ΜΜΕ) : Επιπτώσεις από την εφαρμογή από τις Τράπεζες, της συνθήκης της Βασιλείας ΙΙ

ΟΜΙΛΟΣ MARFIN POPULAR BANK ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΕΠΕΞΗΓΗΜΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΝΙΑΜΗΝΙΑ ΠΟΥ ΕΛΗΞΕ

ΟΜΙΛΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΑΜΗΝΙΑ ΠΟΥ ΕΛΗΞΕ ΣΤΙΣ 30 ΙΟΥΝΙΟΥ 2008 ΕΠΕΞΗΓΗΜΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. (Μη νομοθετικές πράξεις) ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΥΛΩΝΑ ΙΙΙ

Μεταβατική περίοδος για τον μετριασμό των επιπτώσεων από την εισαγωγή του ΔΠΧΑ 9. Πρόταση κανονισμού (COM(2016)0850 C8-0158/ /0360B(COD))

Επιτόκια Προθεσμιακών Καταθέσεων 31/12/12 31/03/13 30/06/13 30/09/13 31/12/13 Ετήσια. μεταβολή σε μονάδες βάσης Τριμηνιαία μεταβολή

Αποτελέσματα Εννεαμήνου 2008

ΗΛΙΑΣ Α. ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΑΚΗΣ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΗ Α.Ε.Π.Ε.Υ. ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΕΠΟΠΤΙΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ

Συνολικά Βασικά Ίδια Κεφάλαια (Tier 1) Συνολικό Σταθμισμένο Ενεργητικό ,10% ανοιγμάτων έναντι επιχειρήσεων (%) 1

Συνεδρίαση 114/

ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΙΕΥΘΥΝΣΗ ΡΥΘΜΙΣΕΩΣ ΚΑΙ ΕΠΟΠΤΕΙΑΣ ΤΡΑΠΕΖΙΚΩΝ Ι ΡΥΜΑΤΩΝ Ο ΗΓΙΑ ΠΡΟΣ ΤΙΣ ΤΡΑΠΕΖΕΣ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥΧΙΚΗΣ ΒΑΣΗΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ

Περιεχόμενα. Το Χρηματοπιστωτικό Σύστημα

του ΑΔΑΜΙΔΗ ΙΩΑΝΝΗ,ΑΡ.ΜΗΤΡΩΟΥ :AUD115 Επιβλέπων Καθηγητής: Λαζαρίδης Ιωάννης Θεσσαλονίκη, 2016

Όµιλος ATEbank - Αποτελέσµατα A Τριµήνου 2011

ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΗΣ CRD IV ΣΤΙΣ Α.Ε.Π.Ε.Υ.

Αποτελέσματα Έτους 2011

ΔΙΕΘΝΗ ΤΡΑΠΕΖΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ

ΔΟΜΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗ:

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΕΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΡΟΣΩΡΙΝΩΝ ΚΑΘΥΣΤΕΡΗΣΕΩΝ (COLLECTION) ΛΙΑΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΙΚΗΣ

Η διαχρονική διαμόρφωση του ευρωπαϊκού τραπεζικού δικαίου

ΕΚΘΕΣΗ ΤΟΥ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ «MARPRO ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗ ΑΚΙΝΗΤΩΝ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» ΑΡ.Μ.Α.Ε /004/Β/09/0100 ΠΡΟΣ ΤΗΝ

Argus Stockbrokers Limited

Αναγνώριση Κινδύνων. Στα επόµενα σενάρια αναγνωρίστε πιο από τα παρακάτω είδη κινδύνου δηµιουργείται για την Τράπεζα (µε τον πιο «προφανή» τρόπο)

Αιτιολογική έκθεση στο σχέδιο νόμου για την ενσωμάτωση της Οδηγίας 2011/89/ΕΕ

Η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας

Epic Ανώνυµη Εταιρία Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών

Transcript:

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΙΙΙ: ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΗ ΕΠΑΡΚΕΙΑ ΚΑΙ ΚΙΝ ΥΝΟΣ ΡΕΥΣΤΟΤΗΤΑΣ ΠΑΠΑ ΟΠΟΥΛΟΣ ΗΜΗΤΡΙΟΣ ιατριβή υποβληθείσα προς µερική εκπλήρωση των απαραίτητων προϋποθέσεων για την απόκτηση του Μεταπτυχιακού ιπλώµατος Ειδίκευσης Αθήνα Οκτώβριος 2011

Εγκρίνουµε τη διατριβή του ηµήτριου Παπαδόπουλου Γεράσιµος Σαπουντζόγλου Οικονοµικό Πανεπιστήµιο Αθηνών Ηλίας Τζαβαλής Οικονοµικό Πανεπιστήµιο Αθηνών Σπυρίδων Παγκράτης Οικονοµικό Πανεπιστήµιο Αθηνών 2

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΣΧΗΜΑΤΩΝ 6 ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΠΙΝΑΚΩΝ 6 ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΕΞΙΣΩΣΕΩΝ 6 ΠΕΡΙΛΗΨΗ 7 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 ΠΡΟΛΟΓΟΣ 9 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 ΤΡΑΠΕΖΙΚΟΙ ΚΙΝ ΥΝΟΙ ΚΑΙ Η ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑ ΕΠΟΠΤΕΙΑΣ 2.1 Τραπεζικοί κίνδυνοι 11 2.1.1 Βασικές µορφές τραπεζικών κινδύνων 11 2.2 Η αναγκαιότητα εποπτείας 14 2.2.1 Προληπτική εποπτεία και νέες τάσεις 15 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ 3.1 Ιστορική αναδροµή 17 3.2 Βασικά χαρακτηριστικά και στόχοι 17 3.3 Η Συµφωνία της Βασιλείας Ι 19 3.4 Η Συµφωνία της Βασιλείας ΙΙ 20 3.4.1 Οι νέες προτάσεις και οι στόχοι του Νέου Πλαισίου 21 3.4.2 Η δοµή της Βασιλείας ΙΙ 22 3.4.3 Πυλώνας Ι: Καθορισµός ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων 23 3.4.3.1 Στοιχεία εποπτικού κεφαλαίου 24 3

3.4.3.2 Εκτίµηση του πιστωτικού κινδύνου 25 3.4.3.3 Εκτίµηση του λειτουργικού κινδύνου 26 3.4.4 Πυλώνας ΙΙ: Εποπτικός έλεγχος 27 3.4.5 Πυλώνας ΙΙΙ: Πειθαρχία της Αγοράς 28 3.4.6 Συµπεράσµατα για τη Βασιλεία ΙΙ 29 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 Η ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΗ ΚΡΙΣΗ ΤΟΥ 2008 4.1 Τα χαρακτηριστικά της Κρίσης 31 4.2 Τα αίτια της Κρίσης 32 4.3 Οι επιπτώσεις της κρίσης στο τραπεζικό σύστηµα 33 4.4 H Eπιτροπή de Larosiere 34 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΙΙΙ 5.1 Η πορεία προς το Νέο Εποπτικό Πλαίσιο 36 5.2 Στόχοι και προτάσεις της Βασιλείας ΙΙΙ 37 5.3 Ο χρονικός ορίζοντας του Νέου Πλαισίου 38 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6 Η ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΗ ΕΠΑΡΚΕΙΑ ΣΤΗ ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΙΙΙ 6.1 Ποιοτική και ποσοτική βελτίωση του κεφαλαίου 40 6.1.1 Ο ορισµός του εποπτικού κεφαλαίου 41 6.2 Κύριο κεφάλαιο (Tier I Capital) 42 6.2.1 Common Equity Tier I Capital 42 6.2.2 Additional Tier I Capital 43 6.3 Συµπληρωµατικό κεφάλαιο (Tier II Capital) 45 6.4 Περιθώριο διατήρησης κεφαλαίου (capital conservation buffer) 46 4

6.5 Προϋποθέσεις δηµοσιοποίησης στοιχείων 47 6.6 Κάλυψη ρίσκου (Risk Coverage) 47 6.6.1 Κίνδυνος αντισυµβαλλόµενου (Counterparty risk) 47 6.7 Μόχλευση και δείκτης µόχλευσης 48 6.7.1 Κεφάλαιο του δείκτη µόχλευσης 50 6.7.2 Έκθεση του δείκτη µόχλευσης 50 6.8 Προ-κυκλικότητα (procyclicality) 51 6.8.1 Μέτρα αντιµετώπισης της προ-κυκλικότητας 51 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7 Η ΡΕΥΣΤΟΤΗΤΑ ΣΤΗ ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΙΙΙ 54 7.1 Ο δείκτης κάλυψης ρευστότητας (Liquidity Coverage Ratio, LCR) 55 7.1.1 Stress Scenario 56 7.1.2 Βασικά στοιχεία του δείκτη κάλυψης ρευστότητας (LCR) 57 7.2 είκτης σταθερής καθαρής χρηµατοδότησης (Net stable funding ratio, NSFR) 59 7.3 Εργαλεία ελέγχου, παρακολούθησης και εποπτείας (Monitoring tools) 61 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8 ΕΠΙΛΟΓΟΣ-ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ 63 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 66 5

ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΣΧΗΜΑΤΩΝ Σχήµα 1: Πυλώνες Βασιλείας ΙΙ 23 Σχήµα 2: Τιµές ακινήτων στις Η.Π.Α 32 Σχήµα 3: Χρονικός ορίζοντας εφαρµογής Βασιλείας ΙΙΙ 38 ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΠΙΝΑΚΩΝ Πίνακας 1: Capital Conservation Buffer 46 Πίνακας 2: Βασικά σηµεία επιπτώσεων Βασιλείας ΙΙΙ 63 ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΕΞΙΣΩΣΕΩΝ Εξίσωση 1: Αναµενώµενες πιστωτικές απώλειες (expexted losses, EL) 12 Εξίσωση 2: είκτης κεφαλαιακής επάρκειας 23 Εξίσωση 3: είκτης φερεγγυότητας 24 Εξίσωση 4: Ισοδύναµο πιστωτικό άνοιγµα 25 Εξίσωση 5: Common equity Tier I Capital 41 Εξίσωση 6: Tier I Capital 41 Εξίσωση 7: Total Capital 41 Εξίσωση 8: είκτης συσχέτισης έναντι χρηµατοοικονοµικών εταιρειών 48 Εξίσωση 9: είκτης µόχλευσης 49 Εξίσωση 10: είκτης κάλυψης ρευστότητας (LCR) 56 Εξίσωση 11: είκτης σταθερής καθαρής χρηµατοδότησης (NSFR) 59 6

ΠΕΡΙΛΗΨΗ Η αβεβαιότητα και οι κίνδυνοι, είναι δύο βασικά χαρακτηριστικά που διέπουν τη λειτουργία των τραπεζών και απειλούν τη σταθερότητα του παγκόσµιου χρηµατοπιστωτικού συστήµατος. Ο πιστωτικός κίνδυνος και ο κίνδυνος ρευστότητας αποτελούν ίσως τις δύο πιο σηµαντικές απειλές των τραπεζικών οργανισµών ενώ παράλληλα η συνεχής εξέλιξη του χρηµατοπιστωτικού συστήµατος φέρνει στην επιφάνεια και άλλες µορφές κινδύνου όπως αυτή του λειτουργικού κινδύνου. Η αντιµετώπιση των παραπάνω κινδύνων και η διόρθωση των ατελειών της αγοράς αποτελούν τους βασικούς στόχους της τραπεζικής ρύθµισης και εποπτείας. Το συχνά και έντονα µεταβαλλόµενο περιβάλλον λειτουργίας των τραπεζών έχει καταστήσει την ανάγκη για αποτελεσµατική εποπτεία πιο επιτακτική απο ποτέ. Ειδικότερα, η κρίση του 2008 αλλά και οι νέες τάσεις στην αγορά έχουν αναδείξει την αναγκαιότητα της προληπτικής εποπτείας που είναι εκείνη που θα προστατεύσει το σύστηµα και θα ενισχύσει την ανθεκτικότητά του σε διαταραχές και κρίσεις. Η βελτίωση της ποιότητας της τραπεζικής εποπτείας σε παγκόσµιο επίπεδο αποτελεί τον ευρύτερο στόχο της Επιτροπής της Βασιλείας (Basel Committee) που συστήθηκε το 1974 στην οµώνυµη ελβετική πόλη από τους κεντρικούς τραπεζίτες των δέκα οικονοµικά ισχυρότερων κρατών (G10). Αποτελεί ένα φόρουµ µε σκοπό την τακτική συνεργασία των κρατών µελών για θέµατα τραπεζικής εποπτείας. Η Επιτροπή κατέληξε το 1988 στην υιοθέτηση του πρώτου κανονιστικού πλαισίου γνωστού ως Βασιλεία Ι. Αποτελούσε την πρώτη προσπάθεια για κοινά εποπτικά πρότυπα και επικεντρώθηκε στη κεφαλαιακή επάρκεια για αντιµετώπιση του πιστωτικού κινδύνου. Το συγκεκριµένο πλαίσιο, παρά τις τροποποιήσεις που υπέστη κατά την πορεία, απέτυχε να εκπληρώσει τις αρχικές προσδοκίες. εδοµένων τών παραπάνω αδυναµιών, η Επιτροπή ξεκίνησε άµεσα τις διαδικασίες για την αναθεώρηση της Βασιλείας Ι. Ήταν αναγκαία η εφαρµογή εποπτικών κανόνων εναρµονισµένων µε τις σύγχρονες εξελίξεις και τη δυναµική του παγκόσµιου χρηµατοπιστωτικού συστήµατος. Αυτοί οι νέοι κανόνες εκδόθηκαν από την Επιτροπή το 2006 και αποτέλεσαν τη Συµφωνία της Βασιλείας ΙΙ. Το νέο εποπτικό πλαίσιο βασίστηκε σε τρείς Πυλώνες (Pillars) µε σκοπό να βελτιώσει την ασφάλεια του χρηµατοπιστωτικού συστήµατος. Ο πρώτος Πυλώνας περιελάµβανε τις διαδικασίες προσδιορισµού των ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων. Ο δεύτερος Πυλώνας προσδιόρισε τη διαδικασία του εποπτικού ελέγχου ενώ ο τρίτος Πυλώνας είχε ως στόχο την προώθηση της πειθαρχίας της αγοράς. Ενώ αρχικά η Βασιλεία ΙΙ έδειχνε να επιτυγχάνει τους στόχους της, η χρηµατοπιστωτική κρίση του 2008 ανέδειξε σηµαντικές αδυναµίες και ελλείψεις του πλαισίου που απειλούσαν τη σταθερότητα του παγκόσµιου χρηµατοπιστωτικού 7

συστήµατος. Η κρίση που προκλήθηκε από τα ενυπόθηκα δάνεια υψηλής επικινδυνότητας στις ΗΠΑ, επεκτάθηκε σε ολόκληρο τον κόσµο και οι συνέπειες ήταν και είναι οδυνηρές για την πραγµατική οικονοµία και το παγκόσµιο χρηµατοπιστωτικό σύστηµα. Οι προσπάθειες για αντιµετώπιση της κρίσης άρχισαν να γίνονται αρκετά έντονες και άξια αναφοράς είναι η έκθεση της επιτροπής Jacques de Larosiere σχετικά µε την εποπτεία του χρηµατοοικονοµικού συστήµατος στην Ευρώπη. Βασική της πρόταση αποτελέσε η αύξηση των αποθεµατικών κεφαλαίων των τραπεζών µε κύριο σκοπό την κάλυψη έναντι κινδύνων που δεν καλύπτονται από το υπάρχον πλαίσιο. Η απάντηση της Επιτροπής στην χρηµατοπιστωτική κρίση του 2008 ήταν το Σύµφωνο της Βασιλείας ΙΙΙ. Τον Ιανουάριο του 2013 θα ξεκινήσει η σταδιακή εφαρµογή των νέων προτύπων µε την πλήρη εφαρµογή του να τοποθετείται στις αρχές του 2019. Βασικός στόχος της Βασιλείας ΙΙΙ είναι η ενίσχυση και διασφάλιση της σταθερότητας του παγκόσµιου χρηµατοπιστωτικού συστήµατος. Επίσης η Επιτροπή στοχεύει στη βελτίωση του συστήµατος ώστε να είναι ικανό να απορροφά διαταραχές και κρίσεις που είναι πιθανό να πλήξουν την πραγµατική οικονοµία. Η Επιτροπή επιδώκει την ενδυνάµωση της σταθερότητας του συστήµατος µέσω αφενός µεν της ενίσχυσης της µικρο-προληπτικής (micro-prudential) ρυθµιστικής παρέµβασης στη λειτουργία των τραπεζών και αφετέρου της αντιµετώπισης, µέσω µακρο-προληπτικής (macro-prudential) ρυθµιστικής παρέµβασης, του συστηµικού κινδύνου. Η Βασιλεία ΙΙΙ επικεντρώνεται αρχικά στο θέµα της κεφαλαιακής επάρκειας. ίνεται ιδιαίτερη έµφαση στη βελτίωση της ποιότητας της κεφαλαιακής βάσης ενώ παράλληλα ενισχύει την κάλυψη ρίσκου του κεφαλαιακού πλαισίου. Καινοτοµία του νέου πλαισίου αποτελούν ο δείκτης µόχλευσης (leverage ratio), που σκοπό έχει τη µείωση της µόχλευσης στον τραπεζικό τοµέα, και η εισαγωγή κεφαλαιακών buffers που θα διακρατούνται από τις τράπεζες κατά τη διάρκεια καλών περιόδων µε σκοπό να χρησιµοποιηθούν ως επιπλέον κάλυψη σε περιόδους κρίσης. Μέσω της Βασιλείας ΙΙΙ η Επιτροπή στοχεύει και στη µείωση της προ-κυκλικότητας, του φαινοµένου δηλαδή όπου παρατηρούνται έντονες και δυναµικές αλληλεπιδράσεις µεταξύ του χρηµατοοικονοµικού τοµέα και της πραγµατικής οικονοµίας. Το δεύτερο σηµαντικό ζήτηµα µε το οποίο ασχολείται η Βασιλεία ΙΙΙ είναι η ρευστότητα στο σύστηµα. Εισάγονται δύο νέοι δείκτες αξιολόγησης. Ο δείκτης κάλυψης ρευστότητας (liquidity coverage ratio, LCR) ο οποίος προβλέπει ότι οι τράπεζες πρέπει να διαθέτουν επαρκή επίπεδα ρευστότητας ώστε να καλύπτουν τις ανάγκες τους, και ο δείκτης σταθερής καθαρής χρηµατοδότησης (net stable funding ratio, NSFR) που διασφαλίζει ισόρροπη δοµή χρηµατοδότησης. Αναµφισβήτητα, η Βασιλεία ΙΙΙ αποτελεί µια πραγµατική πρόκληση για το παγκόσµιο χρηµατοπιστωτικό σύστηµα και η συνεπής εφαρµογή της είναι ζωτικής σηµασίας. 8

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 ΠΡΟΛΟΓΟΣ Η διασφάλιση της σταθερότητας και αποτελεσµατικότητας του παγκόσµιου χρηµατοπιστωτικού συστήµατος αποτελεί το πιο σηµαντικό ζήτηµα στην περίοδο της οικονοµικής κρίσης που διανύουµε καθιστώντας την ανάγκη για αποτελεσµατική τραπεζική ρύθµιση και εποπτεία πιο επιτακτική από ποτέ. Τα παραπάνω αποτέλεσαν πρόκληση για την Επιτροπή της Βασιλείας, η οποία ως απάντηση προς τη χρηµατοπιστωτική κρίση που ξεκίνησε το 2008 και τους κινδύνους και την αβεβαιότητα που χαρακτηρίζουν την τραπεζική δραστηριότητα, εξέδωσε τη Βασιλεία ΙΙΙ, η οποία έχει ως σκοπό το χτίσιµο ισχυρότερων θυλάκων εντός του χρηµατοπιστωτικού συστήµατος. Το νέο Σύµφωνο καλείται να διασφαλίσει τη σταθερότητα του συστήµατος καθιστώντας το ικανό να απορροφά διαταραχές και κρίσεις ελαχιστοποιώντας την πιθανότητα µετάδοσής τους στην πραγµατική οικονοµία. Η Βασιλεία ΙΙΙ επικεντρώνεται σε δύο κύρια ζητήµατα την κεφαλαιακή επάρκεια και τον κίνδυνο ρευστότητας. Τα δύο αυτά ζητήµατα αποτελούν και το αντικείµενο της παρούσας µελέτης που ως στόχο έχει την παρουσιάση των προτύπων του νέου Συµφώνου και αποτελείται από 8 κεφάλαια. Στο δεύτερο κεφάλαιο γίνεται µια αναλυση των κινδύνων µε τους οποίους έρχονται αντιµέτωποι οι τραπεζικοί οργανισµοί σε όλο το φάσµα των δραστηριοτήτων τους. Επίσης γίνεται αναφορά στην αναγκαιότητα τραπεζικής εποπτείας και εξηγείται η µετάβαση προς την προληπτική εποπτεία. Η Επιτροπή της Βασιλείας, τα βασικά χαρακτηριστικά της και οι στόχοι της καθώς επίσης και η παρουσίαση των δύο πρώτων Συµφώνων, Βασιλεία Ι και ΙΙ, συνθέτουν το περιεχόµενο του τρίτου κεφαλαίου. Κρίθηκε απαραίτητο να γίνει αναφορά στα δύο πρώτα πλαίσια µε σκοπό να µπορεί ο αναγνώστης να κατανοήσει τι προϋπήρχε της Βασιλείας ΙΙΙ, τα µειονεκτήµατα των πρώτων προσπαθειών αλλά και ποιές αλλαγές κρίθηκαν αναγκαίες µε την πάροδο των ετών και των µεταβολών στο παγκόσµιο χρηµατοπιστωτικό σύστηµα. Στο τέταρτο κεφάλαιο γίνεται µια παρουσίαση της χρηµατοπιστωτικής κρίσης που ξεκίνησε το 2008. Αναλύονται τα βασικά χαρακτηριστικά της κρίσης, τα αίτια καθώς επίσης και οι επιπτώσεις της στο τραπεζικό σύστηµα. Το κεφάλαιο αυτό αποτελεί σηµείο κλειδί για την συγκεκριµένη µελέτη καθώς από την χρηµατοοικονοµική κρίση αναδείχθηκαν σηµαντικές αδυναµίες του συστήµατος και των υφιστάµενων εποπτικών πλαισίων µε αποτέλεσµα η ανάγκη για νέες προτάσεις να κρίνεται επιτακτική. Σηµαντική θέση στο κεφάλαιο αυτό κατέχει και η αναφορά των 9

προτάσεων της επιτροπής de Larosiere που συνέβαλε τα µέγιστα στις πρώτες προσπάθειες αντιµετώπισης της κρίσης. Στο πέµπτο κεφάλαιο γίνεται µια αναφορά στην πορεία προς το Νέο Εποπτικό Πλαίσιο ενώ παράλληλα αναλύονται οι στόχοι και οι βασικοί άξονες πάνω στους οποίους κινείται η Βασιλεία ΙΙΙ. Η Επιτροπή επιδιώκει την ενδυνάµωση της σταθερότητας του τραπεζικού συστήµατος µέσω αφενός µεν της ενίσχυσης της µικρο-προληπτικής ρυθµιστικής παρέµβασης της τραπεζικής λειτουργίας και αφετέρου της αντιµετώπισης µέσω µακρο-προληπτικής ρυθµιστικής παρέµβασης του συστηµικού κινδύνου. Το ζήτηµα της κεφαλαιακής επάρκειας στη Βασιλεία ΙΙΙ αποτελεί το θέµα του έκτου κεφαλαίου. Η ανάγκη ενίσχυσης της ποιότητας, της συνοχής και της διαφάνειας της κεφαλαιακής βάσης ήταν το ζήτηµα που συγκέντρωσε τη µεγαλύτερη προσοχή στο νέο Σύµφωνο. Ορίζεται το εποπτικό κεφάλαιο και παρατίθενται οι νέες ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις. Παρουσιάζεται µια καινοτοµία, σε σχέση µε τα προηγούµενα πλαίσια, που δεν είναι άλλη από το περιθώριο διατήρησης κεφαλαίου. Το γνωστό buffer ύψους 2,5% θα «χτίζεται» από τις τράπεζες κατά τις καλές περιόδους µε σκοπό να µπορεί να χρησιµοποιηθεί σε περιόδους ύφεσης και να αποτελέσει µια επιπλέον διασφάλιση. Επίσης, γίνεται αναφορά και στο θέµα της µόχλευσης που αποτελεί ακόµα µια καινοτοµία του νέου πλαισίου. Το κεφάλαιο κλείνει µε µια ανάλυση του φαινοµένου της προ-κυκλικότητας και των τρόπων που προτείνει η Επιτροπή για την αντιµετώπισή του. Ως προ-κυκλικότητα ορίζονται οι έντονες αλληλεπιδράσεις µεταξύ του τραπεζικού τοµέα και της πραγµατικής οικονοµίας. Στο έβδοµο κεφάλαιο αναλύεται πλήρως το ζήτηµα της ρευστότητας και ο κίνδυνος αυτής κατά τη Βασιλεία ΙΙΙ. Αξίζει να αναφέρουµε πως το θέµα της ρευστότητας δεν είχε θιγεί στα δύο προηγούµενα πλαίσια και αποτελεί την πρώτη προσπάθεια της Επιτροπής να ασχοληθεί µε το συγκεκριµένο, ιδιαίτερα σηµαντικό, ζήτηµα. Γίνεται µια πλήρης ανάλυση των δύο νεών δεικτών ρευστότητας που εισάγονται. Του δείκτη κάλυψης ρευστότητας (liquidity coverage ratio, LCR) και του δείκτη σταθερής καθαρής χρηµατοδότησης (net stable funding ratio, NSFR). Οι δύο συγκεκριµένοι δείκτες διαδραµατίζουν σπουδαίο ρόλο στον προγραµµατισµό της ρευστότητας, εκ µέρους των τραπεζών και κατ επέκταση στην εύρυθµη παροχή της στην αγορά. Επιπλέον, γίνεται µια συνοπτική παρουσίαση κάποιων ακόµα µέτρων, τα οποία θα χρησιµοποιούνται από τις εποπτικές αρχές ως εργαλεία ελέγχου και παρακολούθησης (monitoring tools). Τέλος, στο όγδοο κεφάλαιο παρατίθενται τα συµπεράσµατα της µελέτης. Αναλύονται οι (πιθανές) επιπτώσεις της Βασιλείας ΙΙΙ στο χρηµατοπιστωτικό σύστηµα αλλά και στην πραγµατική οικονοµία όπου προβλέπεται µια µείωση του ΑΕΠ κυρίως λόγω της αύξησης του κόστους δανεισµού και άρα της µείωσης της ρευστότητας στην αγορά. 10

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 ΤΡΑΠΕΖΙΚΟΙ ΚΙΝ ΥΝΟΙ ΚΑΙ Η ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑ ΕΠΟΠΤΕΙΑΣ 2.1 Τραπεζικοί κίνδυνοι Ο διαµεσολαβητικός ρόλος ανάµεσα στις πλεονασµατικές και ελλειµµατικές οικονοµικές µονάδες και η συνεχής διαδικασία µετασχηµατισµού των χρηµατικών κεφαλαίων θέτει τις τράπεζες και τα άλλα χρηµατοπιστωτικά ιδρύµατα αντιµέτωπες µε τον χρηµατοοικονοµικό κίνδυνο. Με τον όρο κίνδυνο, εννοούµε την πιθανότητα πρόκλησης οικονοµικής ζηµιάς εξαιτίας ενός µη αναµενόµενου γεγονότος 1. Το παραπάνω φαινόµενο τείνει να γίνει ακόµα πιο έντονο εξαιτίας των παγκόσµιων οικονοµικών εξελίξεων, της απελευθέρωσης και διεθνοποίησης των οικονοµικών συναλλαγών αλλά και των κερδοσκοπικών τάσεων που παρατηρούνται στις παγκόσµιες χρηµαταγορές και κεφαλαιαγορές. Τα παραπάνω ζητήµατα δηµιουργούν ένα γενικότερο πλαίσιο αβεβαιότητας µέσα στο οποίο καλούνται να λειτουργήσουν και να αναπτυχθούν οι χρηµατοπιστωτικοί οργανισµοί. Για να επιτύχουν εύρυθµη λειτουργία, οφείλουν να διαγνώσουν έγκαιρα οποιαδήποτε µορφή κινδύνου, να εκτιµήσουν ποσοτικά την οικονοµική ζηµιά που πιθανόν να προκύψει αλλά και να εφαρµόσουν µηχανισµούς αντιµετώπισης. Τα παραπάνω αποτελούν διαδικασίες της διαχείρισης κινδύνων που αποτελεί ίσως το πιο σηµαντικό ζήτηµα της σύγχρονης τραπεζικής και ενισχύεται συνεχώς εξαιτίας των ραγδαίων παγκόσµιων οικονοµικών εξελίξεων. Τα εξειδικευµένα τµήµατα διαχείρισης κινδύνων των τραπεζών είναι υπεύθυνα για τον σχεδιασµό της στρατηγικής αντιµετώπισης των κινδύνων (σε συνεργασία µε την ανώτατη διοίκηση), τον προσδιορισµό κατάλληλων πολιτικών διαχείρισης κινδύνων και την προσαρµογή της λειτουργίας της τράπεζας σε αυτές. 2.1.1 Βασικές µορφές τραπεζικών κινδύνων Πιστωτικός κίνδυνος (credit risk) Είναι ο κίνδυνος µε τον οποίο έρχονται αντιµέτωπες οι τράπεζες όταν οι πελάτες αδυνατούν να καλύψουν τις δανειακές τους υποχρεώσεις (default) όσον αφορά τόκους αλλά και ανεξόφλητο κεφάλαιο. Αποτελεί την πιο σηµαντική µορφή κινδύνου στο τραπεζικό σύστηµα και είναι αυτός που µπορεί να προκαλέσει και τις µεγαλύτερες ζηµίες 2. Ο πιστωτικός κίνδυνος αφορά τα στοιχεία του ενεργητικού µιας 1 Γ. Σαπουντζόγλου, Χ. Πεντότης, Τραπεζική Οικονοµική, Τόµος Α, Κεφάλαιο 8. σ.196. 2 T. Van Gestel, B. Baesens,Credit Risk Management, Chapter 1, σ. 24. 11

τράπεζας και η αυξανόµενη έκθεση σε αυτόν δύναται να αυξήσει τις επισφάλειές της µε άµεσο αποτέλεσµα την µείωση της φερεγγυότητάς της. Σηµαντικό ζήτηµα του πιστωτικού κινδύνου αποτελεί η εκτίµηση των αναµενόµενων πιστωτικών απωλειών της συναλλαγής που ορίζεται ως: Αναµενόµενες πιστωτικές απώλειες= EAD x LGD x PD (1) 3 Όπου EAD (exposure at default) είναι η έκθεση της τράπεζας έναντι του αντισυµβαλλόµενου τη στιγµή της αθέτησης, LGD (loss given default) είναι η «αναµενόµενη» ζηµιά σε περίπτωση αθέτησης και PD (probability of default) είναι η πιθανότητα αθέτησης υποχρεώσης του αντισυµβαλλόµενου. Η αποτελεσµατική και επιτυχής διαχείριση του πιστωτικού κινδύνου διαδραµατίζει ένα πολύ σπουδαίο ρόλο στην εµπορική επιτυχία των τραπεζών 4. Κίνδυνος ρευστότητας (liquidity risk) Αποτελεί έναν πολύ σηµαντικό κίνδυνο στην τραπεζική δραστηριότητα, οφείλεται στην αδυναµία µιας τράπεζας να φανεί συνεπής στις υποχρεώσεις της σε ρευστότητα, όταν αυτές καθίστανται απαιτητές, και αφορά στοιχεία ενεργητικού και παθητικού. Σε περιόδους κρίσης όπως η παρούσα, είναι µεγαλύτερη η πιθανότητα µια τράπεζα να αντιµετωπίσει τον συγκεκριµένο κίνδυνο καθώς παρατηρείται έντονα το φαινόµενο της µαζικής ανάληψης καταθέσεων από τους αποταµιευτές δηµιουργώντας αλυσιδωτές επιδράσεις στο τραπεζικό σύστηµα και οδηγώντας σε τραπεζικό πανικό. Μπορεί επίσης να προκληθεί, εξαιτίας της, δυσφήµιση µιας τράπεζας, µακροοικονοµικών συνθηκών αλλά και εξαιτίας αλλαγών στη νοµισµατική πολιτική που ασκείται. Στο συγκεκριµένο κίνδυνο θα αναφερθούµε εκτενέστερα σε επόµενα κεφάλαια της µελέτης. Κίνδυνος επιτοκίου (interest rate risk) Πηγή του συγκεκριµένου κινδύνου αποτελούν πιθανές µεταβολές των επιτοκίων που επηρεάζουν στοιχεία του ενεργητικού και του παθητικού µιας τράπεζας. Οι παραπάνω µεταβολές προκαλούνται συνήθως από την άσκηση νοµισµατικής πολιτικής αλλά και από τις συνεχείς αλλαγές στις χρηµαταγορές και κεφαλαιαγορές. Επίσης ο κίνδυνος επιτοκίου είναι πιθανόν να προκληθεί και από εσφαλµένη πληροφόρηση της τράπεζας ή από ανεπιτυχή προσαρµογή στις τρέχουσες συνθήκες της αγοράς. Ο κίνδυνος επιτοκίου δύναται να επηρεάσει την αποδοτικότητα της τράπεζας και την αξία της µετοχής της. 3 T. Van Gestel, B. Baesens,Credit Risk Management, Chapter 5, σ.275. 4 Volkswagen Financial Services SA, Annual Report 2010, p.10. 12

Κίνδυνος συναλλάγµατος (foreign exchange risk) Οφείλεται στις µεταβολές των συναλλαγµατικών ισοτιµιών, οι οποίες επηρεάζουν τη θέση της τράπεζας σε συνάλλαγµα. Οι συναλλαγµατικές ισοτιµίες αποτελούν ένα πολύ δυναµικό σύστηµα µε έντονες διακυµάνσεις και απαιτούν έγκαιρη πρόβλεψη και λήψη µέτρων απο τις τράπεζες για να µειωθεί η πιθανότητα πρόκλησης ζηµιών. Κίνδυνος αγοράς (market risk) Προκαλείται από τις µεταβολές στην αξία ενός χαρτοφυλακίου και αφορά χρεόγραφα, µετοχικούς τίτλους και συνάλλαγµα. Συνδέεται άµεσα µε τον κίνδυνο επιτοκίου και το συναλλαγµατικό κίνδυνο καθώς µια πιθανή µεταβολή στα επιτόκια επηρεάζει την αξία των οµολόγων ενώ µια µεταβολή στη συναλλαγµατική ισοτιµία επηρεάζει την αξία των τίτλων που απαρτίζουν το χαρτοφυλάκιο και εκφράζονται στο συγκεκριµένο νόµισµα. Η µέτρηση του κινδύνου αγοράς µπορεί να γίνει χρησιµοποιώντας το value at risk (VaR) που προσδιορίζει τη µεγαλύτερη ζηµιά σε ένα χαρτοφυλάκιο για δεδοµένο χρονικό ορίζοντα και δεδοµένη (µικρή) πιθανότητα εµφάνισης 5. Κίνδυνος χώρας (sovereign risk) Αναφέρεται στη χώρα που είναι εγκατεστηµένη και δραστηριοποιείται η δανειζόµενη µονάδα και σχετίζεται άµεσα µε το ευρύτερο περιβάλλον αυτής σε οικονοµικό, κοινωνικό αλλά και πολιτικό επίπεδο. Σε περιόδους κρίσης, σε οποιοδήποτε από τα παραπάνω επίπεδα ο συγκεκρίµενος κίνδυνος εµφανίζεται ιδιαίτερα αυξηµένος. Είναι προφανές οτι σχετίζεται άµεσα µε τον πιστωτικό αλλά και το συναλλαγµατικό κίνδυνο. Κριτήρια εκτίµησης του κινδύνου χώρας αποτελούν, µεταξύ άλλων, ο βαθµός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας απο διεθνείς οίκους (παρατηρούµε συχνά υποβαθµίσεις χωρών σε περιόδους οικονοµικής κρίσης), οι συνθήκες που επικρατούν στις τοπικές χρηµαταγορές και κεφαλαιαγορές αλλά και τα µακροοικονοµικά στοιχεία που παρουσιάζει η εκάστοτε χώρα (ΑΕΠ, επίπεδα ανεργίας κ.α). Λειτουργικός κίνδυνος (operational risk) Είναι µια µορφή τραπεζικού κινδύνου που τα τελευταία χρόνια έχει συγκεντρώσει την προσοχή των τοµέων διαχείρισης κινδύνων των τραπεζών και µπορεί να οφείλεται σε διάφορους παράγοντες, εσωτερικούς ή εξωτερικούς ως προς την τράπεζα. Στους εσωτερικούς θα µπορούσαµε να αναφέρουµε την ανεπιτυχή εφαρµογή του επιχειρησιακού σχεδιασµού, τα ανθρώπινα λάθη σε οποιαδήποτε βαθµίδα της ιεραρχίας και την προβληµατική λειτουργία των τεχνολογικών συστηµάτων (πληροφορικής, τηλεπικοινωνιών, ηλεκτρονικής τραπεζικής). Αντίστοιχα, εξωτερικοί παράγοντες θα µπορούσαν να είναι η πρόκληση υλικών 5 T. Van Gestel, B. Baesens, Credit Risk Management, Chapter 1, σ 30. 13

ζηµιών από καιρικά φαινόµενα ή φυσικές καταστροφές, τροµοκρατικές επιθέσεις και άλλα τυχαία γεγονότα (π.χ πτώση ηλεκτρικού ρεύµατος). Όλα τα παραπάνω είναι πιθανό να θέσουν σε κίνδυνο την οµαλή λειτουργία της τράπεζας και απαιτούν σύγχρονα συστήµατα αναφοράς (operational risk reporting), κατάλληλο σχεδιασµό πρόβλεψης και άµεσης αντιµετώπισης. Ο αποτελεσµατικός εσωτερικός έλεγχος (internal audit) αποτελεί απαραίτητη προυπόθεση αντιµετώπισης του λειτουργικού κινδύνου. 2.2 Η αναγκαιότητα εποπτείας Η αποτελεσµατική τραπεζική εποπτεία αποτελεί αναγκαίο στοιχεία δεδοµένου του σύνθετου ρόλου των τραπεζών. Τα τελευταία 25 χρόνια παρατηρήθηκαν έντονες εξελίξεις στο παγκόσµιο χρηµατοπιστωτικό σύστηµα όπως: Η διεθνής µεταφορά κεφαλαίων Η απελευθέρωση των χρηµαταγορών Οι έντονες διακυµάνσεις των δεικτών των διεθνών χρηµατιστηρίων Η πλήρης αυτοµατοποίηση των συναλλαγών µε την εισαγωγή της τεχνολογίας Οι εξελίξεις αυτές σε συνδυασµό µε την αύξηση της ευαισθησίας των τραπεζών στους κινδύνους που αναφέρθηκαν παραπάνω έφεραν στην επιφάνεια την αναγκαιότητα εφαρµογής ενός εποπτικού και ρυθµιστικού πλαισίου µε κύριο αντικείµενο την πρόληψη, εξοµάλυνση και αντιµετώπιση αρρυθµιών ή ακόµα και κρίσεων του τραπεζικού συστήµατος που πιθανόν να δηµιουργήσουν σηµαντικά προβλήµατα στην πραγµατική οικονοµία. Η τραπεζική εποπτεία παρέχει στο σύστηµα ασφάλεια και σταθερότητα. Για να επιτύχουν τους παραπάνω στόχους οι εποπτικές αρχές έχουν στη διάθεσή τους, µεταξύ άλλων, µέτρα όπως: Επιβολή συγκεκριµένων κεφαλαιακών απαιτήσεων Περιορισµός χρηµατοδοτικών ανοιγµάτων Προυποθέσεις ίδρυσης και άσκησης τραπεζικής δραστηριότητας Έλεγχοι συµµόρφωσης µε κανόνες λειτουργίας Εγγύηση καταθέσεων 14

2.2.1 Προληπτική εποπτεία και νέες τάσεις Τα τελευταία χρόνια παρατηρούνται έντονες µεταβολές και νέες τάσεις στην τραπεζική εποπτεία. Ουσιαστικά έχουµε µια ξεκάθαρη µετατροπή των απλών κανόνων λειτουργίας των τραπεζών σε κανόνες πρόληψης της έκθεσής τους στους κινδύνους που έχουν αναφερθεί παραπάνω. Οι κίνδυνοι αυτοί θα πρέπει να αξιολογούνται και να ελέγχονται συνεχώς. Ο ρόλος των εποπτικών αρχών στη συγκεκριµένη διαδικασία είναι καθοριστικός, καθώς αυτές αναπτύσσουν και εφαρµόζουν ρυθµίσεις και απαιτήσεις. Αυτές αφoρούν: Την κεφαλαιακή επάρκεια των πιστωτικών οργανισµών. Τη διατήρηση αποθεµατικών για την κάλυψη ενδεχόµενων απωλειών. Το βαθµό συγκέντρωσης του τραπεζικού χαρτοφυλακίου. Τη ρευστότητα. Τη διαχείριση κινδύνων. Τη διενέργεια αποτελεσµατικών εσωτερικών ελέγχων. Το επίκεντρο του ενδιαφέροντος έχει µεταφερθεί, από τον απλό έλεγχο ορθής λειτουργίας και εφαρµογής των κανόνων, στην προληπτική εποπτεία. Είναι φανερό οτι το ζήτηµα της τραπεζικής εποπτείας γίνεται ολοένα και πιο σύνθετο, πράγµα που επιτάσσει τον εκσυγχρονισµό και ίσως την αναµόρφωσή του. Η αναγκαιότητα επιβολής προληπτικής εποπτείας προκύπτει από την πιθανότητα η πτώχευση µιας τράπεζας να προκαλέσει αλυσιδωτές αντιδράσεις (τραπεζικό domino) και να επηρεάσει και άλλα αντίστοιχα ιδρύµατα που πιθανόν να µην έχουν παρουσιάσει προβλήµατα αφερεγγυότητας. Αυτό οφείλεται στη διάρθρωση του τραπεζικού συστήµατος, στη συνεργασία των τραπεζών, όσον αφορά τη ρευστότητα και τον κίνδυνο αυτής, αλλά και στην ελλιπή πληροφόρηση των επενδυτών και καταθετών ως προς τον τρόπο που χρησιµοποιούνται τα χρήµατά τους από τα χρηµατοπιστωτικά ιδρύµατα. Η πτώχευση µιας τράπεζας ή µια απλή φήµη σχετικά µε πιθανή κακή οικονοµική κατάσταση µιας άλλης µπορεί να προκαλέσει µια µαζική ανάληψη καταθέσεων και από άλλα υγιή ιδρύµατα καθώς στους καταθέτες θα επικρατήσει η αβεβαιότητα και ο φόβος να χάσουν τα χρήµατά τους. Όπως είναι λογικό οι συγκεκριµένες φερέγγυες τράπεζες θα αντιµετωπίσουν πρόβληµα να ικανοποιήσουν το αίτηµα των καταθετών τους για άµεση ρευστοποίηση και εφόσον το φαινόµενο συνεχιστεί για σηµαντικό χρονικό διάστηµα θα καταλήξουν σε πτώχευση. Τα παραπάνω ζήτηµατα όπως και ο εντοπισµός τυχόν αδυναµιών του τραπεζικού συστήµατος, η προσπάθεια δηµιουργίας αυτόµατων µηχανισµών ισορροπίας στην αγορά, η εξάλειψη του φαινοµένου της ασύµµετρης πληροφόρησης, η προστασία των 15

καταθετών και η βελτίωση της ικανότητας των τραπεζών να διαχειρίζονται κρίσεις και τυχόν ζηµιές αποτελούν τον πυρήνα της σύγχρονης προληπτικής εποπτείας για τη διασφάλιση της σταθερότητας και αποτελεσµατικότητας του παγκόσµιου τραπεζικού συστήµατος που είναι και το ζητούµενο στην τρέχουσα δύσκολη κατάσταση της οικονοµίας. 16

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ 3.1 Ιστορική αναδροµή Το 1974 ξέσπασε µια, µεγάλης εµβέλειας για την εποχή κρίση στο τραπεζικό σύστηµα µε την κατάρρευση της γερµανικής τράπεζας Bankhaus I. D. Herstatt που οφειλόταν στην διαταραχή που εµφανίσθηκε στην αγορά συναλλάγµατος και στην υπερβολική έκθεση της τράπεζας στην αντίστοιχη µορφή κινδύνου τη συγκεκριµένη στιγµή. Περίπου την ίδια χρονική περίοδο πτώχευσε και η αµερικάνικη τράπεζα Franklin National Bank of New York. Τα συγκεκριµένα περιστατικά σε συνδυασµό µε τα πρώτα δείγµατα έντονης διεθνοποίησης της τραπεζικής δραστηριότητας δηµιούργησαν ένα κλίµα αναστάτωσης και ανησυχίας στο παγκόσµιο τραπεζικό σύστηµα επιτάσσοντας την ανάγκη για ανάληψη πρωτοβουλιών µε στόχο τη στενότερη διεθνή συνεργασία στα πλαίσια της τραπεζικής εποπτείας. Έτσι, στις 8 Οκτωβρίου του 1974, στην πόλη Βασιλεία της Ελβετίας συστάθηκε από τους κεντρικούς τραπεζίτες των δέκα οικονοµικά ισχυρότερων χωρών του κόσµου (Group of Ten, G10) η Επιτροπή της Βασιλείας (Basel Committee) και συνεδρίασε για πρώτη φορά το 1975. Έκτοτε συνεδριάζει συνήθως σε τριµηνιαία βάση. 3.2 Βασικά χαρακτηριστικά και στόχοι Αρχικά η Επιτροπή αποτελούνταν απο δεκατρία κράτη µέλη στα οποία συµπεριλαµβάνονταν: η Ελβετία, οι ΗΠΑ, η Ιαπωνία, η Ιταλία, η Γαλλία, η Γερµανία, το Λουξεµβούργο, η Σουηδία, ο Καναδάς, το Ηνωµένο Βασίλειο, η Ισπανία, το Βέλγιο και η Ολλανδία. Στη σηµερινή της µορφή, η Επιτροπή αποτελείται απο 27 µέλη και στις παραπάνω χώρες έχουν προστεθεί η Αργεντινή, η Βραζιλία, η Αυστραλία, η Κίνα, το Χόνγκ-Κόνγκ, η Ινδία, η Ινδονησία, η Κορέα, η Ρωσία, η Σαουδική Αραβία, η Νότιος Αφρική, η Σιγκαπούρη, η Τουρκία και το Μεξικό. Η Επιτροπή της Βασιλείας δεν έχει νοµική υπόσταση, δεν αποτελεί εποπτική αρχή, δεν έχει αρµοδιότητα να ασκεί προληπτική εποπτεία στις τράπεζες αλλά ουσιαστικά λειτουργεί ως ένα forum για τη διεθνή συνεργασία και ανταλλαγή απόψεων των κρατών µελών σε θέµατα τραπεζικής εποπτείας. Η αποστολή της συνίσταται στον προσδιορισµό, τη διατύπωση και έκδοση εποπτικών προτύπων, κατευθυντήριων γραµµών και προτάσεων για εφαρµογή αποτελεσµατικών εποπτικών πρακτικών. Πρέπει να σηµειωθεί οτι τα παραπάνω εκδίδονται σε µορφή εκθέσεων και έχουν ως αποδέκτες τις εθνικές εποπτικές αρχές και όχι τις τράπεζες απευθείας. Παρόλο που η Επιτροπή αποσκοπεί στην εφαρµογή και προσαρµογή των προτύπων στις 17

ιδιαιτερότητες του εκάστοτε τοπικού εποπτικού συστήµατος, οι προτάσεις της δεν έχουν δεσµευτικό χαρακτήρα και δεν έχει το δικαίωµα να τις επιβάλλει. Με τις προτάσεις της η Επιτροπή προσδοκά τη διαµόρφωση ενός ενιαίου και κυρίως ποιοτικού εποπτικού πλαισίου των τραπεζών. Η επίτευξη του παραπάνω αποτελεί εχέγγυο για πρόληψη των κρίσεων που δύνανται να προκύψουν και διασφάλιση της σταθερότητας και της εύρυθµης λειτουργίας του παγκόσµιου χρηµατοπιστωτικού συστήµατος που είναι και ο κύριος στόχος της. Επιπλέον, η Επιτροπή της Βασιλείας επιδιώκει τη διεθνή σύγκλιση των εποπτικών πρακτικών και κανόνων προς την κατευθύνση που θεωρεί ότι ενισχύει το σκοπό της χωρίς όµως να έχει το δικαίωµα αλλά ούτε και να επιδιώκει την επιβολή διεθνούς εναρµόνισης. Είναι ξεκάθαρο ότι εξαιτίας και της έντονης διεθνοποίησης του τραπεζικού συστήµατος, η Επιτροπή θεωρεί απαραίτητη την ύπαρξη µιας όσο το δυνατόν ευρύτερης εποπτικής κάλυψης µε στόχο τη µη αποφυγή εποπτικού ελέγχου από οποιονδήποτε χρηµατοπιστωτικό οργανισµό και τη διασφάλιση της ποιότητας της τραπεζικής εποπτείας. Στο σηµείο αυτό αξίζει να αναφέρουµε ότι αρχικά, η Επιτροπή στις εκθέσεις της αναφερόταν σχεδόν αποκλειστικά σε τράπεζες που είχαν ως έδρα κάποιο από τα κράτη µέλη της. Παρόλα αυτά, µε την εµφάνιση κρίσεων τη δεκαετία του 1990 σε Ασία και Ρωσία κυρίως, κρίθηκε αναγκαία η διεύρυνση της εποπτείας και στις λεγόµενες αναδυόµενες (τότε) αγορές. Οι εκθέσεις της Επιτροπής της Βασιλείας καλύπτουν, µεταξύ άλλων, θέµατα όπως: Πρακτικές προληπτικής εποπτείας τραπεζών ιαχείριση κινδύνων Συνεργασία εποπτικών αρχών σε διεθνές επίπεδο Νοµιµοποίηση εσόδων από παράνοµες επιχειρηµατικές δραστηριότητες Εταιρική διακυβέρνηση Είναι γεγονός οτι οι εκθέσεις της Επιτροπής είχαν ιδιαίτερα σηµαντική απήχηση και εκτός των κρατών µελών της καθώς διάφορες πρακτικές που έχει προτείνει αυτά τα τριανταεπτά χρόνια συνεχούς δραστηριοποίησης έχουν εφαρµοσθεί και από εποπτικές αρχές χωρών που δε συµµετέχουν στη σύνθεσή της. Ένα από τα ζητήµατα που συγκέντρωσε την προσοχή των εκθέσεων της Επιτροπής είναι αυτό της κεφαλαιακής επάρκειας των χρηµατοπιστωτικών οργανισµών που αποτελεί σηµαντικό θέµα µελέτης της παρούσας εργασίας. Με τα ίδια κεφάλαια η τράπεζα δύναται να καλύψει τυχόν ζηµιές και να αντιµετωπίσει πιο οµαλά οποιεσδήποτε διαταραχές προκύψουν. Η κεφαλαιακή επάρκεια αποτελεί ένα δείκτη σταθερότητας και φερεγγυότητας της τράπεζας (σχετίζεται άµεσα µε το θέµα της ρευστότητάς της) και πρώτη η Επιτροπή 18

διέκρινε στις αρχές του 1980 πως οι συγκεκριµένοι δείκτες παρουσίαζαν φθίνουσα πορεία την ώρα που οι προκλήσεις (κυρίως λόγω της απελευθέρωσης µεταφοράς κεφαλαίων) και οι κίνδυνοι στο τραπεζικό περιβάλλον είχαν ολοένα και πιο έντονη παρουσία. Αυτό αποτέλεσε τη βάση για άµεση έρευνα και λήψη µέτρων µε σκοπό την αποφυγή δηµιουργίας διαταραχών εξαιτίας ανεπάρκειας κεφαλαίων. 3.3 Η Συµφωνία της Βασιλείας Ι Η ύπαρξη διαφορετικών (γεωγραφικά και όχι µόνο) εποπτικών προτύπων και καθεστώτων δηµιουργούσε ανταγωνιστικές ανισότητες µε αποτέλεσµα να απειλείται η σταθερότητα του παγκόσµιου τραπεζικού συστήµατος. Η Επιτροπή διέκρινε την συγκεκριµένη ατέλεια στην αγορά και έτσι το 1988 υιοθέτησε το «Σύµφωνο της Βασιλείας για την Κεφαλαική Επάρκεια» ή ευρύτερα γνωστό ώς «Συµφωνία της Βασιλείας Ι». Ήταν το πρωτο κανονιστικό πλαίσιο της Επιτροπής και επικεντρώθηκε κυρίως στη µέθοδο υπολογισµού των κεφαλαιακών απαιτήσεων των τραπεζών έναντι του πιστωτικού κινδύνου µε τον οποίο έρχονταν αντιµέτωπες. Όπως είναι λογικό οι καλπάζουσες εξελίξεις στο παγκόσµιο τραπεζικό σύστηµα έκριναν απαραίτητη την προσαρµογή του πρώτου πλαισίου σύµφωνα µε τα νέα δεδοµένα. Οκτώ χρόνια µετά την Συµφωνία της Βασιλείας Ι και συγκεκριµένα τον Ιανουάριο του 1996 εκδόθηκε από την Επιτροπή η τροποποίηση του Συµφώνου. Στην σηµαντική αυτή τροποποίηση συµπεριλήφθηκαν οι κίνδυνοι αγοράς, δηλαδή οι κίνδυνοι εκείνοι που αντιµετωπίζουν οι τράπεζες όταν εµφανίζουν ανοιχτές θέσεις σε χρεωστικούς τίτλους, µετοχές και παράγωγα επι αυτών, συνάλλαγµα και εµπορεύµατα. Η Συµφωνία της Βασιλείας Ι δηµιούργησε αρχικά ένα πολύ αισιόδοξο κλίµα όσον αφορά την πορεία της εποπτείας και γενικότερα της σταθερής λειτουργίας του παγκόσµιου τραπεζικού συστήµατος. Παρόλα αυτά το πλαίσιο εµφάνισε αρκετές παραλήψεις, αδυναµίες και σηµαντικά µειονεκτήµατα κάτι που φαντάζει λογικό καθώς πρώτον ήταν η πρώτη απόπειρα έκδοσης τέτοιου είδους κανόνων και δεύτερον οι µεταβολές στην αγορά ήταν συνεχείς. Το πιο σηµαντικό µειονέκτηµα εντοπίστηκε στο σηµαντικό θέµα της κεφαλαιακής επάρκειας και συγκεκριµένα στις µεθόδους εκτίµησης του παραπάνω δείκτη. Η εφαρµογή συντελεστών στάθµισης κινδύνου στα στοιχεία ενεργητικού, που οδήγησε σε µη αποτελεσµατική µέτρηση των κινδύνων στους οποίους εκτίθονταν οι τράπεζες, τις ανάγκασε να στραφούν σε µεθόδους αποφυγής κεφαλαιακών απαιτήσεων (regulatory capital arbitrage). Ένα άλλο µειονέκτηµα ήταν ότι η Βασιλεία Ι είχε κατατάξει τους κρατικούς τίτλους χρέους στο χαµηλότερο επίπεδο κινδύνου. Βέβαια, όταν εµφανίστηκαν περιπτώσεις 19

χωρών (κυρίως Λατινικής Αµερικής) που αθέτησαν τις δανειακές τους υποχρεώσεις έγινε αντιληπτό ότι δεν µπορούσαν πλεόν οι κρατικοί τίτλοι χρέους να θεωρούνται µηδενικού κινδύνου χωρίς τουλάχιστον να υπάρχει κάποια αξιολόγηση του κινδύνου χώρας στον οποίο είναι εκτεθειµένοι οι εκάστοτε τίτλοι. Εδώ αξίζει να αναφέρουµε και ένα φαινόµενο που παρατηρήθηκε εκείνη την περίοδο, όπου παρουσιάστηκε παροχή δανείων προς χώρες χαµηλής πιστωτικής ποιότητας που ήταν µέλη του ΟΟΣΑ µε υψηλές αποδόσεις και ταυτόχρονα ίδιες κεφαλαιακές απαιτήσεις µε άλλα µέλη του ΟΟΣΑ που είχαν όµως πολύ καλύτερη πιστωτική αξιολόγηση. Επίσης το εποπτικό πλαίσιο ανέλυε το συνολικό κίνδυνο ενός χαρτοφυλακίου ως προς το άθροισµα των κινδύνων του κάθε στοιχείου που το αποτελούσε. Βέβαια είναι σύνηθες να υπάρχει διαφοροποίηση στο χαρτοφυλάκιο µε σκοπό τη µείωση και αντιστάθµιση του πραγµατικού κινδύνου τον οποίο και ενέχει. Αυτό δεν το προσµετρούσε το πλαίσιο µε αποτέλεσµα να επηρεάζεται το τελικό αποτέλεσµα µέτρησης του κινδύνου.η Βασιλεία Ι οδήγησε επίσης τις τράπεζες στις πρώτες κινήσεις αποφυγής κεφαλαιακών υποχρεώσεων µέσω µαζικής τιτλοποίησης απαιτήσεων (securitization). ηλαδή τη µετατροπή στοιχείων χαµηλής ρευστότητας (π.χ πιστωτικές κάρτες) σε στοιχεία προς διαπραγµάτευση στην κεφαλαιαγορά. Τα µειονεκτήµατα που αναφέρθηκαν παραπάνω κατέστησαν το Σύµφωνο της Βασιλείας Ι αναποτελεσµατικό. Αποδείχτηκε οτι παρά το αισιόδοξο κλίµα που υπήρξε αρχικά, το εποπτικό αυτό πλαίσιο δεν κατάφερε τελικά να υλοποιήσει το βασικό του στόχο να εξασφαλίσει τη σταθερότητα του παγκόσµιου χρηµατοπιστωτικού συστήµατος. Απέτυχε επίσης να εξοµαλύνει σηµαντικές διαφορές που υπήρχαν στα λογιστικά, φορολογικά και νοµικά συστήµατα µε αποτέλεσµα να δηµιουργούνται ανταγωνιστικές ανισότητες στις τράπεζες που δραστηριοποιούνταν σε παγκόσµιο επίπεδο. 3.4 Η Συµφωνία της Βασιλείας ΙΙ Τα µειονεκτήµατα που αναφέρθηκαν παραπάνω γινόντουσαν ολοένα και πιο εµφανή µε αποτέλεσµα η Επιτροπή της Βασιλείας να αναγνωρίσει την ανεπάρκεια του Συµφώνου και να ξεκινήσει πολύ νωρίς τις διαδικασίες αναθεώρησής του µε σκοπό την αντιµετώπιση των προκλήσεων και των συνεχών εξελίξεων που παρατηρούνταν στο παγκόσµιο χρηµατοπιστωτικό σύστηµα. Τον Ιούνιο του 1999 η Επιτροπή εξέδωσε ένα έγγραφο µε τίτλο «A New Capital Adequacy Framework» που αποτελούσε και την πρότασή της για ένα νέο εποπτικό πλαίσιο κεφαλαιακής επάρκειας µε σκοπό την αντικατάσταση του ήδη υπάρχοντος. Ακολούθησαν µακρές διαβουλεύσεις και στις αρχές του 2001 εκδόθηκε και το δεύτερο συµβουλευτικό κείµενο µε τίτλο «The New Basel Capital Accord». Το 20

συγκεκριµένο κείµενο τροποποιούσε σηµαντικά τη µεθοδολογία υπολογισµού των κεφαλαιακών απαιτήσεων ενώ παράλληλα εστίασε και σε θέµατα που αφορούσαν τη ζώνη του Ευρώ. Τον Ιούνιο του 2004 δηµοσιεύτηκε το τελικό κανονιστικό πλαίσιο «Συµφωνία της Βασιλείας ΙΙ» και άρχισε η ενσωµάτωση των προτάσεών του στα εθνικά εποπτικά συστήµατα. Η πλήρης εφαρµογή του απαιτούσε στενή συνεργασία των εποπτικών αρχών και η επιτροπή της Βασιλείας δηµιούργησε την Οµάδα Υλοποίησης του Πλαισίου 6 µε σκοπό τη διευκόλυνση συνεργασίας των εποπτικών αρχών κρατών που δεν είναι µέλη της. 3.4.1 Οι νέες προτάσεις και οι στόχοι του Νέου Πλαισίου Το κύριο χαρακτηριστικό του νέου πλαίσιο αφορά στον επαναπροσδιορισµό της µεθόδου υπολογισµού των κεφαλαιακών απαιτήσεων των τραπεζών µε βασικό στόχο την εξασφάλιση της σταθερότητας του παγκόσµιου τραπεζικού συστήµατος. Στη Συµφωνία της Βασιλείας Ι, κεντρικό θέµα ήταν αρχικά η κάλυψη του πιστωτικού κινδύνου και αργότερα και του κινδύνου αγοράς. Λόγω των συνεχών εξελίξεων στο παγκόσµιο τραπεζικό σύστηµα κρίθηκε επιτακτική και η κάλυψη του λειτουργικού κινδύνου. όθηκε η ευελιξία στις τράπεζες να προσαρµόσουν τις µεθόδους που χρησιµοποιούν για την µέτρηση των διαφόρων κινδύνων ανάλογα µε τα ιδιάιτερα χαρακτηριστικά της κάθε µιας. Το παραπάνω ήταν αναγκαίο καθώς λόγω των συνεχών µεταβολών δεν ήταν δυνατή η ύπαρξη ενός µοναδικού συστήµατος µέτρησης, διαχείρισης και άµβλυνσης των κινδύνων που να µπορεί να εφαρµοστεί µε επιτυχία σε όλα τους χρηµατοπιστωτικούς οργανισµούς. Βέβαια, για να επιτύχει τον παραπάνω σκοπό κάθε τράπεζα, κρίθηκε αναγκαία η αναδιάρθρωση της επιχειρησιακής στρατηγικής ενώ δόθηκαν και κίνητρα απο τις αρχές ώστε τα πιστωτικά ιδρύµατα να βελτιώσουν και να αναθεωρήσουν τα συστήµατα αντιµετώπισης των κινδύνων. Με την βελτίωση λοιπόν των παραπάνω πρακτικών που αφορούσαν από τα πληροφοριακά συστήµατα µέχρι και θέµατα ανθρωπίνου δυναµικού, οι τράπεζες θα είχαν τη δυνατότητα να επιτύχουν µακροπρόθεσµα ανταγωνιστικό πλεονέκτηµα αφού θα µπορούσαν να κατανήµουν πιο αποτελεσµατικά τα κεφάλαιά τους πετυχαίνοντας την καλύτερης σχέση κινδύνου-απόδοσης. Πέραν του βασικού στόχου, που είναι η ασφάλεια του παγκόσµιου χρηµατοπιστωτικού συστήµατος, θα µπορούσαµε να πούµε πως οι προτάσεις της Βασιλείας ΙΙ έχουν σκοπό και την ενίσχυση των συνθηκών ίσου ανταγωνισµού µεταξύ των τραπεζών που δραστηριοποιούνται κύριως σε διεθνές επίπεδο. 6 Γ. Σαπουντζόγλου, Χ. Πεντότης, Τραπεζική Οικονοµική, Τόµος Β, Κεφάλαιο 27. σ.344. 21

Παρακάτω αναφέρουµε και άλλους επιδιωκόµενους στόχους της Βασιλείας ΙΙ. Είναι εµφανές ότι η Βασιλεία ΙΙ, µε τα κίνητρα και την «ελευθερία» κινήσεων που έδωσε στα τραπεζικά ιδρύµατα αποσκοπούσε στην εξάλειψη του φαινοµένου αποφυγής των κεφαλαιακών απαιτήσεων, το οποίο είχε γίνει αρκετά έντονο µετά την έκδοση του πρώτου κανονιστικού πλαισίου ενώ παράλληλα στοχεύει και στην πιο ποιοτική προσέγγιση των υποκείµενων κινδύνων. Είναι δεδοµένο πως η εναρµόνιση µε το νέο εποπτικό πλαίσιο για την επίτευξη των παραπάνω στόχων αποτελεί µια πολύ σηµαντική πρόκληση των τραπεζικών οργανισµών. Απαιτεί αλλαγές στην οργανωτική δοµή και στη στρατηγική που ακολουθούν, αποτελεσµατικότερη διαχείριση της κεφαλαιακής βάσης και συνεχή πρόβλεψη των µακροπρόθεσµων κεφαλαιακών τους αναγκών. Όλα τα παραπάνω γίνονται ακόµα πιο δύσκολα στην εφαρµογή τους όταν αναφερόµαστε σε χρηµατοπιστωτικούς οργανισµούς που δραστηριοποιούνται σε παγκόσµιο επίπεδο, ενώ παράλληλα εµφανίζουν ένα ιδιαίτερα σύνθετο χαρτοφυλάκιο δραστηριοτήτων και εργασιών. 3.4.2 Η δοµή της Βασιλείας ΙΙ Το νέο εποπτικό πλαίσιο περιλαµβάνει τρείς κύριους πυλώνες (pillars, βλ. σχήµα 3.1) βάσει των οποίων επιδιώκεται η σύνδεση των κεφαλαιακών υποχρεώσεων των τραπεζών µε το επίπεδο του αναλαµβανόµενου κινδύνου. Όπως αναφέραµε και σε προηγούµενη ενότητα, στη Βασιλεία ΙΙ η Επιτροπή ενθαρρύνει τη διαρκή βελτίωση των πρακτικών µέτρησης, αξιολόγησης και διαχείρισης του κινδύνου ώστε οι τράπεζες να αντιµετωπίσουν τις νέες προκλήσεις µε επαρκείς διαδικασίες εκτίµησής του. Όταν ένας πιστωτικός οργανισµός εκτιµήσει µε µεγάλη ακρίβεια την έκθεσή του στον κίνδυνο, τότε θα έχει και τη δυνατότητα να περιορίσει τις κεφαλαιακές του υποχρεώσεις πάντα όµως στο ελάχιστο απαιτούµενο επίπεδο ώστε να καλύπτει τον κίνδυνο. Στη Βασιλεία Ι υπήρχαν αρκετές τυποποιηµένες µέθοδοι εκτίµησης του πιστωτικού κινδύνου και αργότερα και των κινδύνων αγοράς. Αντίθετα, στο νέο εποπτικό πλαίσιο προβλέπονται πιο σύνθετες µέθοδοι για την εκτίµηση και του λειτουργικού κινδύνου στον οποίο έχει δοθεί ιδιαίτερη σηµασία. Η αλληλεξάρτηση των τριών πυλώνων είναι αρκετά ισχυρή καθώς είναι ιδιαίτερα σηµαντικό οι κεφαλαιακές απαιτήσεις του πρώτου πυλώνα να συνδυάζονται µε πλήρη εφαρµογή του δεύτερου. Επίσης η γνωστοποίηση πληροφοριών που προβλέπεται στον τρίτο πυλώνα είναι απαραίτητη προυπόθεση ώστε να διασφαλιστεί οτι η πειθαρχία της αγοράς συµπληρώνει επαρκώς τους δύο πρώτους πυλώνες. 22

Πυλώνας Ι Ελάχιστες Κεφαλαιακές Απαιτήσεις Πυλώνας ΙΙ Εποπτικός Έλεχγος Πυλώνας ΙΙΙ Πειθαρχία της Αγοράς ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΙΙ Σχήµα 1. Πηγή:T. Van Gestel, B. Baesens, Credit Risk Management, Chapter 6, σ. 349. 3.4.3 Πυλώνας Ι: Καθορισµός ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων Στον πρώτο πυλώνα ορίζονται το εποπτικό κεφάλαιο και το σταθµισµένο ως προς τους κινδύνους ενεργητικό µιας τράπεζας. Περιλαµβάνει τις διαδικασίες προσδιορισµού των ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων, δηλαδή τις µεθόδους τις οποίες χρησιµοποιεί ενας τραπεζικός οργανισµός για να εκτιµήσει το επίπεδο του εποπτικού κεφαλαίου που πρέπει να διακρατά για την κάλυψη των κινδύνων που αναλαµβάνει εξαιτίας των δραστηριοτήτων του. Στη Βασιλεία ΙΙ, όπως και στη Βασιλεία Ι ορίζεται ως κεφαλαιακά επαρκής ένας πιστωτικός οργανισµός όταν το εποπτικό του κεφάλαιο ισοδυναµεί τουλάχιστον µε το 8% των σταθµισµένων ως προς τον κίνδυνο στοιχείων του ενεργητικού. Στο εποπτικό κεφάλαιο συµπεριλαµβάνεται το κύριο κεφάλαιο (Tier I) και το συµπληρωµατικό κεφάλιο (Tier II). Ο δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας εκφράζεται από την αλγεβρική σχέση: (2) 7 7 Γ. Σαπουντζόγλου, Χ. Πεντότης,Τραπεζική Οικονοµική, Τόµος Β, Κεφάλαιο 27. σ.352. 23

3.4.3.1 Στοιχεία εποπτικού κεφαλαίου Κύριο Κεφάλαιο (Tier I) Το κύριο εποπτικό κεφάλαιο περιλαµβάνει το µετοχικό κεφάλαιο και τα αποθεµατικά. Τα παραπάνω αποτελούν στοιχεία ιδιαίτερης σηµασίας για το περιθώριο κέρδους ενός πιστωτικού οργανισµού αλλά και το ανταγωνιστικό πλεονέκτηµα που δύναται να αποκτήσει. Επίσης αποτελούν βασικό κριτήριο για τον προσδιορισµό της κεφαλαιακής επάρκειας ενός οργανισµού. Συµπληρωµατικό Κεφάλαιο (Tier II) Περιλαµβάνει τις προβλέψεις (general provisions) για τις επισφάλειες, τα αφανή αποθεµατικά (undisclosed reserves), τα αποθεµατικά απο αναπροσαρµογή (revaluation reserves), τα εργαλεία υβριδικού χρέους (hybrid instruments) καθώς και το δευτερεύον µακροπρόθεσµο χρέος (subordinated term debt). Το συµπληρωµατικό κεφάλαιο δεν θα πρέπει να υπερβαίνει το κύριο κεφάλαιο δηλαδή να αντιπροσωπεύει υψηλότερο ποσοστό του 50% των συνολικών εποπτικών κεφαλαίων της τράπεζας. Ο δείκτης φερεγγυότητας εκφράζεται από την αλγεβρική σχέση: (3) 8 Βραχυπρόθεσµο δευτερεύον χρέος (Tier III) To τριτογενές κεφάλαιο εισήχθη στο νέο εποπτικό πλαίσιο για την κάλυψη του κινδύνου αγοράς. Οι τράπεζες µπορούν να χρησιµοποιούν στοιχεία του παραπάνω χρέους αλλά µόνο µετά από έγκριση της εποπτικής αρχής. Τα στοιχεία αυτά θα πρέπει να είναι δυνατόν να αποτελέσουν µέρος του µόνιµου κεφαλαίου και επίσης να απορροφήσουν τυχόν απώλειες. Η αρχική τους διάρκεια πρέπει να είναι τουλάχιστον δύο έτη και να έχουν πλήρως καταβληθεί. Επίσης δεν πρέπει να περιλαµβάνουν ρήτρα που να προβλέπει ότι το χρέος µπορεί να εξοφληθεί πριν τη συµφωνηθείσα ηµεροµηνία εξόφλησης εκτός και αν το επιτρέψει η αρµόδια εποπτική αρχή. Τέλος πρέπει να περιλαµβάνουν ρήτρες που απαγορεύουν την καταβολή τόκων που µπορεί να θέσουν την τράπεζα σε αδυναµία εκπλήρωσης των ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων. 8 Γ. Σαπουντζόγλου, Χ. Πεντότης, Τραπεζική Οικονοµική, Τόµος Β, Κεφάλαιο 27. σ.354. 24

3.4.3.2 Εκτίµηση του πιστωτικού κινδύνου Όπως έχει προαναφερθεί, η Βασιλεία ΙΙ δίνει τη δυνατότητα στους πιστωτικούς οργανισµούς να επιλέξουν µεταξύ δύο εναλλακτικών προσεγγίσεων για την εκτίµηση των κεφαλαιακών απαιτήσεων έναντι του πιστωτικού κινδύνου. Η πρώτη προσέγγιση, η τυποποιηµένη (standardized approach), είναι η απλούστερη και περιλαµβάνει προκαθορισµένους συντελεστές στάθµισης κινδύνου. Αποτελεί βελτίωση της ήδη υπάρχουσας προσέγγισης. Ο καθορισµός των συντελεστών στάθµισης γίνεται βάσει των εκτιµήσεων της πιστοληπτικής ικανότητας του αντισυµβαλλόµενου του πιστωτικού ιδρύµατος. Ο ανώτατος συντελεστής στάθµισης κινδύνου είναι 150% σε αντίθεση µε το 100% που ήταν στο προηγούµενο πλαίσιο. Τα στοιχεία που δεν περιλαµβάνονται στον ισολογισµό πρέπει να µετατραπούν σε ισοδύναµα πιστωτικά ανοίγµατα µε τη χρήση πιστωτικών συντελεστών µετατροπής (Credit Conversion Factor CCF) στα οποία και θα εφαρµοστούν οι συντελεστές στάθµισης. Η µετατροπή µπορεί να γίνει πιο κατανοητή µε την παρακάτω αλγεβρική σχέση: Ισοδύναµο πιστωτικό άνοιγµα = CCF x άνοιγµα εκτός ισολογισµού στοιχείων 9 (4) Η δεύτερη προσέγγιση, των εσωτερικών διαβαθµίσεων (Internal Rating based Approach) αποτελεί την καινοτοµία του νέου εποπτικού πλαισίου. Βασίζεται στα εσωτερικά υποδείγµατα των τραπεζών για τη µέτρηση του πιστωτικού κινδύνου και αποτελείται απο δύο µεθόδους την θεµελιώδη και την εξελιγµένη. Στη θεµελιώδη προσέγγιση υπολογίζεται η πιθανότητα αθέτησης της δανειακής υποχρέωσης (PD) ενώ αντίθετα στην εξελιγµένη πρέπει να υπολογιστεί επιπλέον και η ζηµιά τη στιγµή της αθέτησης (LGD),το άνοιγµα του αντισυµβαλλόµενου (EAD) αλλά και η εναποµένουσα διάρκεια (Μ-Maturity). Για τη σωστή εφαρµογή της συγκεκριµένης προσέγγισης πρέπει να γίνει ξεκάθαρος διαχωρισµός των ανοίγµατων των τραπεζών. Οι κατηγορίες είναι οι εξής: Ανοίγµατα ένταντι επιχειρήσεων Ανοίγµατα έναντι τραπεζών Ανοίγµατα έναντι κρατών Ανοίγµατα λιανικής τραπεζικής Ανοίγµατα συµµετοχών Για να αναγνωριστούν αποτελεσµατικά τα εσωτερικά υποδείγµατα πρέπει να πληρούν κάποιες συγκεκριµένες προδιαγραφές που θέτει η Επιτροπή. Αυτές οι προδιαγραφές αφορούν κυρίως την ικανότητα των διαδικασιών και των συστηµάτων 9 T. Van Gestel, B. Baesens, Credit Risk Management, Chapter 6, σ. 363 25

µέτρησης του κινδύνου να αξιολογούν έγκυρα και µε ακρίβεια τους αντισυµβαλλόµενους, τις συναλλαγές αλλά και να διαφοροποιούν επαρκώς τον υποκείµενο κίνδυνο. Θα πρέπει επίσης τα εσωτερικά υποδείγµατα να αποδεικνύουν στις εποπτικές αρχές ότι τηρούν τους εποπτικούς κανόνες όχι µόνο κατά τον πρώτο έλεγχο από αυτές αλλά και σε διαχρονική βάση. Υπό τον πιστωτικό κίνδυνο, εξετάζεται, απο το νέο πλαίσιο και η τιτλοποίηση απαιτήσεων (securitization) καθώς επίσης ο τρόπος µε τον οποίο έχουν τη δυνατότητα οι τράπεζες να ενδυναµώσουν την κεφαλαιακή τους επάρκεια µέσω αυτού του τρόπου. Στον πρώτο πυλώνα γίνεται επίσης αναφορά και σε τεχνικές άµβλυνσης του πιστωτικού κινδύνου. Αυτές είναι οι εξής: Χρήση των εγγυήσεων και των πιστωτικών παραγώγων Χρήση των εξασφαλίσεων Χρήση του συµψηφισµού εντός ισολογισµού 3.4.3.3 Εκτίµηση του λειτουργικού κινδύνου Η κεφαλαιακή απαίτηση έναντι του λειτουργικού κινδύνου (βλ. ορισµό στο Κεφ. 2) αποτελεί µια ακόµα καινοτοµία. Στη Βασιλεία ΙΙ ο λειτουργικός κίνδυνος περιλαµβάνει το νοµικό κίνδυνο όχι όµως και τους κινδύνους φήµης και στρατηγικής. Για την αποτελεσµατική εκτίµηση των κεφαλαιακών απαιτήσεων έναντι του λειτουργικού κινδύνου, στο νέο εποπτικό πλάισιο προβλέπονται τέσσερις µέθοδοι: Η µέθοδος του βασικού δείκτη (basic indicator approach) Η τυποποιηµένη µέθοδος (standardized approach) Η εναλλακτική τυποποιηµένη µέθοδος (alternative standardized approach) Η εξελιγµένη µέθοδος (advanced measurement approach) Βάσει των σύγχρονων τάσεων και εξελίξεων στη τραπεζική πρακτική, η Επιτροπή παρέχει κίνητρα στις τράπεζες ώστε να χρησιµοποιούν εξελιγµένες µεθόδους ώστε να εκτιµούν και να µετρούν ποσοτικά πιο αποτελεσµατικά τον λειτουργικό κίνδυνο. Όταν ένας πιστωτικός οργανισµός κάνει χρήση εξελιγµένων µεθόδων δεν µπορεί εκ των υστέρων να επιστρέψει σε µια απλή µέθοδο χωρίς την έγκριση την εποπτικής αρχής. Αντίθετα αυτές έχουν τη δυνατότητα να επιβάλουν την επιστροφή ενός τραπεζικού οργανισµού σε απλή µέθοδο εφόσον η εξελιγµένη µέθοδος που χρησιµοποιείται δεν πληρεί τις ελάχιστες προδιαγραφές που έχουν τεθεί. 26

3.4.4 Πυλώνας ΙΙ: Εποπτικός έλεγχος Ενώ ο Πυλώνας Ι επικεντρώνεται στην ποσοτική προσέγγιση εκτίµησης του κινδύνου, ο Πυλώνας ΙΙ δίνει έµφαση στην ποιοτική προσέγγιση της τραπεζικής εποπτείας και θέτει τις βασικές αρχές του εποπτικού ελέγχου. ιασφαλίζει την κεφαλαιακή επάρκεια αλλά ταυτόχρονα ενθαρρύνει τους τραπεζικούς οργανισµούς στο να αναπτύσσουν και να εφαρµόζουν αποτελεσµατικότερους µηχανισµούς εποπτείας και διαχείρισης κινδύνων. Επισηµαίνεται οτι τα κεφάλαια δεν πρέπει να επαρκούν µόνο για την κάλυψη των ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων αλλά και για τους κινδύνους που αναλαµβάνει το πιστωτικό ίδρυµα. Τα παραπάνω βαραίνουν τη ιοίκηση της εκάστοτε τράπεζας. Οι εποπτικές αρχές οφείλουν να αξιολογούν την αποτελεσµατικότητα του τρόπου µε τον οποίο τα πιστωτικά ιδρύµατα καθορίζουν τις κεφαλαιακές τους ανάγκες. Η Επιτροπή επιδιώκει η αλληλεπίδραση των εποπτικών αρχών και των διοικήσεων να είναι αποτελεσµατική και µέσω του διαλόγου να επιτυγχάνεται η εξάλειψη αδυναµιών και η επίλυση προβληµάτων. Η επάρκεια κεφαλαίων όπως την ορίσαµε στον Πυλώνα Ι είναι ένας σηµαντικός τρόπος διασφάλισης έναντι των τραπεζικών κινδύνων όµως δεν µπορεί να θεωρηθεί ως ο µοναδικός. Πρέπει να συµβαδίζει και να συµπληρώνει την ενίσχυση της διαχείρισης κινδύνων, την εφαρµογή εσωτερικών συστηµάτων και εσωτερικών ελέγχων. Ο Πυλώνας ΙΙ εστιάζει στις εξής περιοχές: Κίνδυνοι που δεν καλύπτονται πλήρως από τον Πυλώνα Ι Κίνδυνοι που δεν περιλαµβάνονται στον Πυλώνα ΙΙ (π.χ κίνδυνος χαρτοφυλακίου, στρατηγικός κίνδυνος κ.α) Εξωτερικοί παράγοντες (οικονοµικοί κύκλοι) Στον Πυλώνα ΙΙ ορίζονται τέσσερις βασικές αρχές εποπτικού ελέγχου. α) Οι τραπεζικοί οργανισµοί πρέπει να αναπτύσσουν εσωτερικές διαδικασίες εκτίµησης των κεφαλαιακών τους απαιτήσεων προσαρµοσµένες στο επίπεδο κινδύνου που αναλαµβάνουν. Ιδιαίτερα σηµαντική είναι η προσαρµογή των παραπάνω στη φάση του κοινοµικού κύκλου κατα τον οποίο δραστηριοποιείται η τράπεζα. β) Οι εποπτικές αρχές πρέπει να ελέγχουν και να αξιολογούν τις εσωτερικές διαδικασίες και τις στρατηγικές που ακολουθούν οι τράπεζες και να διασφαλίζουν οτι αυτές είναι συµβατές µε τα εποπτικά πρότυπα. ίνεται ιδιαίτερη έµφαση στην ποιότητα των συστηµάτων διαχείρισης κινδύνων, στον τρόπο ελέγχου αλλά και στα µέτρα τα οποία λαµβάνουν οι αρχές εφόσον τα αποτελέσµατα του ελέγχου δεν είναι επιτυχή. 27