Τεύχος 5 ο - Άρθρο 2 β ΜΕΤΑΜΟΣΧΕΥΜΕΝΗ ΤΡΑΧΕΙΑ ΑΥΞΑΝΕΤΑΙ ΜΕ ΔΙΚΗ ΤΗΣ ΤΡΟΦΟΔΟΣΙΑ ΑΙΜΑΤΟΣ ΣΤΟ ΒΡΑΧΙΟΝΑ ΤΟΥ ΑΣΘΕΝΗ Οι χειρουργοί λένε ότι η επαναστατική διαδικασία απέφυγε επίσης προβλήματα απόρριψης ιστού Μετάφραση: Τσίντου Μαγδαληνή* Ιατρική Σχολή Πανεπιστημίου Θεσσαλίας. *Editor in Chief, reviewer, webmaster. ΤΕΤΑΡΤΗ, 13 Ιανουαρίου (HealthDay News). Βέλγοι χειρουργοί μεταμόσχευσης αναφέρουν μια ιατρική πρωτιά: κατάφεραν μία τραχεία δότη να αναπτύξει δικό της δίκτυο αιμοφόρων αγγείων πριν από τη μεταμόσχευση αρχικά ενσωματώνοντάς την για μήνες στο βραχίονα του λήπτη. Η καινοτόμος προσέγγιση δεν παρέδωσε στον ασθενή μόνο μια υγιή, λειτουργική τραχεία (windpipe), αλλά το έκανε χωρίς την ανάγκη λήψης ανοσοκατασταλτικών φαρμάκων δια βίου, όπως συνηθίζεται στις περισσότερες χειρουργικές επεμβάσεις μεταμόσχευσης. "Αυτό είναι πολύ καινούργιο", είπε ο συντάκτης της μελέτης Dr. Pierre Delaere, καθηγητής Ωτορινολαρυγγολογίας στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Leuven. "Άτομα με προβλήματα αεροφόρων οδών μπορούν να παραμείνουν στη ζωή με τραχειακό σωλήνα (cannula). Ωστόσο, ο τραχειακός σωλήνας μπορεί να προκαλέσει σοβαρές δυσκολίες στην
αναπνοή και στο λόγο. Αυτή η νέα τεχνική μπορεί να οδηγήσει σε βελτίωση της ποιότητας ζωής αυτής της ομάδας ασθενών". Ο Delaere και οι συνάδελφοί του περιγράφουν τη νέα διαδικασία στο τεύχος του περιοδικού New England Journal of Medicine στις 14 Ιανουαρίου. Αν και πολλά μέρη του σώματος, συμπεριλαμβανομένων των νεφρών, πνευμόνων και άλλων οργάνων, σχετικά επιδέχονται μεταμόσχευσης, μια περίπλοκη δομή, όπως είναι η τραχεία δεν επιδέχεται. "Δεν μπορεί κανείς να μεταμοσχεύσει μόνο την τραχεία επειδή δεν διαθέτει ένα διακριτό αιμαγγείο για ανεφοδιασμό", εξήγησε η Dr. Megan Sykes, μια ανοσολόγος μεταμόσχευσης στην Ιατρική Σχολή του Harvard και ο συντάκτης ενός συνοδευτικού σχολίου. "Δεν μπορεί κανείς απλά να την συνδέσει με τα αιμαγγεία του παραλήπτη". Όμως, η ζωή των ατόμων με σοβαρά κατεστραμμένη τραχεία μπορεί να είναι πολύ δύσκολη. Ο ασθενής που περιγράφεται στη μελέτη ήταν μια γυναίκα 55 χρονών, της οποίας η τραχεία τραυματίστηκε σοβαρά κατά τη διάρκεια μιας επείγουσας τραχειοτομής μετά από κάποιο αυτοκινητιστικό ατύχημα πριν 25 χρόνια. Η γυναίκα μπορούσε αναπνεύσει μόνο με τη βοήθεια εμφυτευμένων τραχειακών stents που της προκαλούσαν συνεχή βήχα και την καθιστούσαν ευάλωτη σε μια σειρά μολύνσεων, συμπεριλαμβανομένης βρογχίτιδας και πνευμονίας. Η βελγική ομάδα επιχείρησε μια πειραματική μορφή μεταμόσχευσης για να βοηθήσει τη γυναίκα. Αρχικά βρήκε μια τραχεία από νεκρό ανθρώπινο δότη με τον ίδιο τύπο αίματος, αλλά παρέμενε το πρόβλημα διατήρησης του ανεφοδιασμού αίματος. Η ομάδα, για να επιλύσει αυτό το πρόβλημα, διάνοιξε τον κατώτερο αριστερό
βραχίονα της γυναίκας και δημιούργησε ένα είδος τσέπης κάτω από το δέρμα για την 3,5 ιντσών μήκους τραχεία του δότη. Η τραχεία "έζησε" μέσα στο αντιβράχιο της γυναίκας για τέσσερις μήνες. Κατά τη διάρκεια μεγάλου μέρος αυτού του χρονικού διαστήματος, ελάμβανε τυπικά αντι-απορριπτικά φάρμακα. Η τοποθέτηση της τραχείας στο περιβάλλον αιματικού και τροφικού κινδύνου του αντιβράχιου "επετράπη να λάβει χώρα μια διεργασία που ονομάζεται νεο-αγγείωση ", όπου η τραχεία του δότη ανέπτυξε ένα ζωτικής σημασίας δίκτυο αιμοφόρων αγγείων, εξήγησε η Sykes. Αλλά συνέβη και κάτι άλλο. Οι χειρουργοί γνώριζαν ότι από τη στιγμή που θα σταματούσαν τα αντι-απορριπτικά φάρμακα, το ανοσοποιητικό σύστημα της γυναίκας θα επιτίθονταν και θα κατέστρεφε το μαλακό βλεννογόνιο (εσωτερικό) ιστό της τραχείας του δότη. Έτσι, στον ένα μήνα της διαδικασίας διάνοιξαν το αντιβράχιο και εμφύτευσαν ένα κομμάτι μαλακού επενδυτικού βλεννογόνου από το στόμα του λήπτη πάνω στην τραχεία του δότη. Από τη στιγμή που διακόπηκαν τα αντι-απορριπτικά φάρμακα, ο βλεννογόνιος ιστός του δότη βαθμιαία καταστρεφόταν--όπως αναμενόταν--αλλά ο μεταμοσχευμένος στοματικός ιστός από την ασθενή αναπτύχθηκε ώστε να τον αντικαταστήσει. Στο μεσολαβούν διάστημα, οι δακτύλιοι σκληρού χόνδρου της τραχείας του δότη--οι οποίοι δίνουν στη τραχεία τη δομή της--δεν απορρίφθηκαν, είπε η Sykes, επειδή ο χόνδρος είναι ένα ιδιαίτερο είδος ιστού που φαίνεται να προστατεύεται από το ανοσοποιητικό σύστημα. "Έτσι, αυτό που έμεινε από το δότη--οι χόνδροι στους τραχειακούς δακτυλίους-- προέρχονται ακόμη από το δότη", είπε η Sykes, η οποία είναι επίσης συνεργάτης διευθύντρια του Κέντρου Ερευνών Μεταμοσχευτικής Βιολογίας στο γενικό νοσοκομείο της
Μασαχουσέτης. Τέσσερις μήνες μετά την ενσωμάτωση στο αντιβράχιο της γυναίκας, η τραχεία -- που τώρα αποτελούνταν από κύτταρα τόσο του δέκτη όσο και του δότη -- αφαιρέθηκε προσεκτικά, μαζί με τα νέα αιμοφόρα αγγεία, και μεταμοσχεύθηκε στον τράχηλό της. Οι τομογραφικές εικόνες που λήφθηκαν μετά από το χειρουργείο "έδειξαν ότι οι αεροφόροι οδοί είχαν αποκατασταθεί από το τραχειακό μόσχευμα", είπαν οι ερευνητές, και "μετά την αφαίρεση των τραχειακών stents, η ασθενής δεν είχε περαιτέρω επεισόδια βρογχίτιδας ή πνευμονίας". Ένα χρόνο αργότερα, η γυναίκα παραμένει "ευχαριστημένη από το αποτέλεσμα" και δεν χρειάζεται αντι-απορριπτικά φάρμακα, είπε η ομάδα. Σύμφωνα με το Delaere, είναι δύσκολο να ειπωθεί απλά το πόσοι ασθενείς θα μπορούσαν να επωφεληθούν στο μέλλον από αυτόν τον τύπο της διαδικασίας. Ωστόσο, λόγω του υψηλού επιπέδου ασφάλειας και της μη-αναγκαιότητας ανοσοκατασταλτικής θεραπείας, "η διαδικασία αυτή μπορεί να γίνει το πρότυπο της περίθαλψης», είπε. Η Sykes σημείωσε ότι οι ειδικοί μεταμόσχευσης έχουν ασχοληθεί στο παρελθόν με την ιδέα της εκ των προτέρων ενίσχυσης της αγγείωσης των μεταμοσχευμένων ιστών, "αλλά η ιδέα να το κάνουμε σε μία θέση [στο σώμα] και στη συνέχεια να μεταμοσχεύσουμε τον ιστό σε μια άλλη--είναι πραγματικά πολύ καινούρια". Η Sykes είναι ότι η διαδικασία είναι "μια σημαντική εξέλιξη στο πλαίσιο της τραχειακής ανοικοδόμησης". "Είναι ένας τρόπος επισκευής μεγάλων τραχειακών ατελειών που δεν ήταν δυνατό να επιδιορθωθούν πριν".
Πηγή: http://www.nlm.nih.gov/medlineplus/news/fullstory_94061.html Megan Sykes, M.D., καθηγήτρια, χειρουργικής και ιατρικής, Ιατρική Σχολή Harvard, και συνεργάτης διευθύντρια, Κέντρου Ερευνών Μεταμοσχευτικής Βιολογίας, γενικό νοσοκομείο της Μασαχουσέτης, γενικό νοσοκομείο Μασαχουσέτης, Boston, Pierre Delaere, M.D., Ph.D., καθηγητής, ωτορινολαρυγγολογία, Πανεπιστημιακό νοσοκομείο Leuven, Leuven, Βέλγιο, 14 Ιανουαρίου, 2010, New England Journal of Medicine.