Χωροθέτηση εξορυκτικών δραστηριοτήτων και βιώσιµη ανάπτυξη Ιωάννης E. Τσώλας Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, Σχολή Εφαρµοσµένων Μαθηµατικών και Φυσικών Επιστηµών E-mail: itsolas@central.ntua.gr ΠΕΡΙΛΗΨΗ Η βιώσιµη ανάπτυξη (sustainable development) αποτελεί πρόκληση για την εξορυκτική βιοµηχανία, δεδοµένου ότι η µεταλλευτική είναι άρρηκτα συνδεδεµένη µε θέµατα που εντάσσονται και στις τρεις διαστάσεις της (περιβαλλοντική, οικονοµική και κοινωνική διάσταση). Στην παρούσα εργασία παρουσιάζεται το µεθοδολογικό πλαίσιο για τη χωροθέτηση και διαχείριση των εξορυκτικών δραστηριοτήτων στο πλαίσιο της βιώσιµης ανάπτυξης. Η εκµετάλλευση των ορυκτών πρώτων υλών, λόγω του µη ανανεώσιµου χαρακτήρα τους, θα πρέπει να υλοποιείται στη βάση ενός αρχικού σχεδίου στο πλαίσιο των αρχών της βιώσιµης ανάπτυξης, το οποίο θα λαµβάνει υπόψη τις ιδιαιτερότητες της εξορυκτικής βιοµηχανίας. Αναφορικά µε τις ενέργειες που αναλαµβάνουν οι µεταλλευτικές επιχειρήσεις προκειµένου να συµβάλουν στη µετάβαση προς τη βιώσιµη ανάπτυξη, πρωταρχικό ρόλο κατέχει το θέµα της επαναχρησιµοποίησης των εγκαταλειµµένων περιοχών, ενώ από την πλευρά της πολιτείας η υλοποίηση ενός εθνικού χωροταξικού σχεδιασµού αναµένεται να έχει εκτός των άλλων και θετικά οφέλη όσον αφορά στην αδειοδότηση των εξορυκτικών δραστηριοτήτων και στη βελτίωση της λειτουργίας των επιχειρήσεων εντός του νοµοθετικού περιβάλλοντος της εξορυκτικής βιοµηχανίας. 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1.1 Βιώσιµη ανάπτυξη και εξορυκτική βιοµηχανία Η βιώσιµη ανάπτυξη (sustainable development) σύµφωνα µε την Παγκόσµια Επιτροπή για το Περιβάλλον και την Ανάπτυξη, ορίζεται ως η ανάπτυξη που ικανοποιεί τις ανάγκες της σηµερινής γενιάς χωρίς περιορισµό της δυνατότητας των µελλοντικών γενεών να ικανοποιήσουν τις ανάγκες τους στο µέλλον (World Commision on Environment and Development 1987). Παρόλο που δεν υπάρχει σύγκλιση απόψεων για την έννοια της βιώσιµης ανάπτυξης είναι κοινά αποδεκτό ότι έχει τρεις διαστάσεις: την περιβαλλοντική, την οικονοµική και την κοινωνική διάσταση. Καθεµιά διάσταση αντιπροσωπεύει ένα αντίστοιχο διαφορετικό σύστηµα (οικονοµικό, περιβαλλοντικό/οικολογικό και κοινωνικό σύστηµα) καθένα από τα οποία χαρακτηρίζεται από διαφορετικούς στόχους που τίθενται. Ο όρος βιώσιµη ανάπτυξη χρησιµοποιείται για να περιγράψει την όλη διαδικασία για τη µετάβαση προς µια βιώσιµη κοινωνία (sustainable society), µια ιδανική κοινωνία που στοχεύει στην επίτευξη των στόχων που χαρακτηρίζουν καθένα από τα προαναφερθέντα συστήµατα (Cowell et al. 1999). Η επιχείρηση στο πλαίσιο της αειφόρου ανάπτυξης θεωρείται ως ένα υποσύστηµα ενός ευρύτερου οικονοµικού (economic system), οικολογικού (ecological system) και κοινωνικού συστήµατος (social system), το οποίο χρησιµοποιεί εισροές από το φυσικό/οικολογικό και κοινωνικό περιβάλλον και τις µετασχηµατίζει σε προϊόντα και υπηρεσίες που είναι σηµαντικά και απαραίτητα στην κοινωνία. Η αλληλεπίδραση της επιχείρησης µε το ευρύτερο οικονοµικό-οικολογικό/περιβαλλοντικό-κοινωνικό σύστηµα εκδηλώνεται µέσω των παραγόµενων προϊόντων και υπηρεσιών που επιδρούν στην ποιότητα της ζωής (εισόδηµα, επενδύσεις σε πάγια στοιχεία, έρευνα 1
και ανάπτυξη κλπ) και των επιπτώσεων στο φυσικό περιβάλλον (περιβαλλοντικών επιπτώσεων) που επιδρούν δυσµενώς στην ποιότητα της ζωής (βλ. Tyteca 1999, Τσώλας 2005α). Η βιώσιµη ανάπτυξη αποτελεί πρόκληση για τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην εκµετάλλευση των ορυκτών πόρων, δεδοµένου ότι η µεταλλευτική είναι άρρηκτα συνδεδεµένη µε θέµατα που εντάσσονται και στις τρεις διαστάσεις της. Στόχος της παρούσας εργασίας είναι η παρουσίαση του µεθοδολογικού πλαισίου για τη χωροθέτηση και διαχείριση των εξορυκτικών δραστηριοτήτων στο πλαίσιο της βιώσιµης ανάπτυξης. Επιπρόσθετα, εκτός από τις ενέργειες που αναλαµβάνουν οι µεταλλευτικές επιχειρήσεις προκειµένου να συµβάλουν στη µετάβαση προς τη βιώσιµη ανάπτυξη, δίνεται έµφαση στο θέµα της υλοποίησης ενός εθνικού χωροταξικού σχεδιασµού από την πλευρά της πολιτείας. 2. ΜΕΘΟ ΟΛΟΓΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ Η εκµετάλλευση των ορυκτών πρώτων υλών, λόγω του µη ανανεώσιµου χαρακτήρα τους, θα πρέπει να υλοποιείται στη βάση ενός αρχικού σχεδίου στο πλαίσιο των αρχών της βιώσιµης ανάπτυξης, το οποίο θα λαµβάνει υπόψη τις ιδιαιτερότητες της εξορυκτικής βιοµηχανίας. Οι επιµέρους φάσεις του µεθοδολογικού πλαισίου για τη χωροθέτηση και διαχείριση των εξορυκτικών δραστηριοτήτων στο πλαίσιο της βιώσιµης ανάπτυξης αφορούν (Botequilha Leitão and Muge 2001): - στην αρχική εκτίµηση του οικονοµικού ενδιαφέροντος για την εκµετάλλευση του κοιτάσµατος, - στο σχεδιασµό του µεταλλείου/λατοµείου και στον υπολογισµό των απολήψιµων αποθεµάτων, - στην εκµετάλλευση - περιβαλλοντική διαχείριση και - στην αποκατάσταση του περιβάλλοντος. Οι παραπάνω φάσεις εντάσσονται στο πλαίσιο της εκπόνησης οικονοµοτεχνικής µελέτης µεταλλευτικών επενδυτικών σχεδίων (στάδιο κοιτασµατολογικής µελέτης, προµελέτη σκοπιµότητας, µελέτη σκοπιµότητας), βλ. Τσώλας (2002). Κάθε κοίτασµα απαιτεί την εκπόνηση ιδιαίτερης τεχνικής µελέτης για τον υπολογισµό των αποθεµάτων του κοιτάσµατος, την επιλογή της µεθόδου εκµετάλλευσης και γενικότερα για το σχεδιασµό του µεταλλείου/λατοµείου. Περισσότερα για το περιεχόµενο της τεχνικής µελέτης στην περίπτωση των µεταλλευτικών εκµεταλλεύσεων βλ. Τσώλας (2002). Οι ιδιαιτερότητες της εξορυκτικής βιοµηχανίας, όσον αφορά στη χωροθέτηση των δραστηριοτήτων, σχετίζονται κυρίως µε το γεωλογικό παράγοντα (Τσώλας 2002). Ο γεωλογικός παράγοντας θέτει περιορισµούς ως προς τη χωροθέτηση µιας µονάδας παραγωγής δεδοµένου οτι αυτή πρέπει να εγκατασταθεί στο χώρο που υπάρχει το κοίτασµα. Περισσότερα για τη βέλτιστη επιλογή του χώρου εγκατάστασης των µεταλλευτικών εκµεταλλεύσεων βλ. Magda (1985). Σύµφωνα µε τη γεωγραφία της εξόρυξης (βλ. Κάρκα 2001 και τις σχετικές αναφορές) πέραν του γεωλογικού παράγοντα σηµαντικό ρόλο διαδραµατίζει και το ανθρωπογενές περιβάλλον της εκµετάλλευσης. Οι κυριότεροι από τους παράγοντες, που εντάσσονται στο ανθρωπογενές περιβάλλον της εκµετάλλευσης, είναι η ύπαρξη ή µη τεχνικής υποδοµής για την εξυπηρέτηση της εκµετάλλευσης, τα ανταλλάγµατα προς τους ιδιοκτήτες γης και οι αποζηµιώσεις σε περίπτωση ζηµιών καθώς και το κόστος του εργατικού δυναµικού. Οι παραπάνω παράγοντες λαµβάνονται υπόψη για 2
τη λήψη της τελικής απόφασης, δεδοµένου ότι σχετίζονται άµεσα είτε µε το ύψος του κόστους της επένδυσης, είτε µε το κόστος λειτουργίας. Το θέµα της εκµετάλλευσης του κοιτάσµατος σε συνδυασµό µε την περιβαλλοντική διαχείριση προσεγγίζεται αρχικά στο πλαίσιο της µελέτης των περιβαλλοντικών επιπτώσεων, η οποία περιλαµβάνει τον προσδιορισµό του περιβάλλοντος, την επισήµανση των επιπτώσεων και το µεθοδολογικό πλαίσιο το οποίο θα χρησιµοποιηθεί για την εκτίµηση των επιπτώσεων του επενδυτικού σχεδίου στο περιβάλλον. Στην περίπτωση των µεταλλευτικών εκµεταλλεύσεων η µελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων µπορεί να συµπεριλάβει και τα ληπτέα µέτρα για την αποκατάσταση του περιβάλλοντος µετά τη λήξη των εκµεταλλεύσεων. Η αποκατάσταση του περιβάλλοντος σχετίζεται µε την έννοια της ανακτήσεως (reclamation) των επιφανειών που προκύπτουν από την εκµετάλλευση και µπορεί να είναι πλήρης (επανασύσταση όλων των βιολογικών παραµέτρων που υπήρχαν πριν την εκµετάλλευση, restoration) ή µερική αποκατάσταση (rehabilitation, βλ. Τσώλας 2002, ΕΜΠ 1996). Το µη ανανεώσιµο των ορυκτών πρώτων υλών χαρακτηρίζει τον κύκλο ζωής των µεταλλευτικών εκµεταλλεύσεων, ο οποίος περιλαµβάνει τα στάδια: ανακάλυψη, ανάπτυξη, επέκταση, ωρίµανση, κάµψη και εξάντληση (βλ. Κάρκα 2001). Στο πλαίσιο των ενεργειών που αναλαµβάνουν οι µεταλλευτικές επιχειρήσεις προκειµένου να συµβάλουν στη µετάβαση προς τη βιώσιµη ανάπτυξη, πρωταρχικό ρόλο κατέχει το θέµα της επαναχρησιµοποίησης των εγκαταλειµµένων περιοχών (βλ. Κάρκα 2001, Fourie and Brent 2006), σε συνδυασµό µε τον κίνδυνο που ενέχει η ανάληψη της εκµετάλλευσης των ορυκτών πόρων (Laurence 2006). Η συµβολή των επιχειρήσεων στη βιώσιµη ανάπτυξη αναγνωρίζεται ως ένα σηµαντικό κριτήριο επίδοσης και για το λόγο αυτό η παραγωγή συνολικών µέτρων επίδοσης που αντανακλούν περισσότερες της µιας διαστάσεις της βιώσιµης ανάπτυξης αποτελούν πρωταρχικό στόχο των επιχειρήσεων στο πλαίσιο της ανάπτυξης συστηµάτων µέτρησης της επίδοσης σε εταιρικό επίπεδο (Τσώλας 2005β). Για τα µέτρα επίδοσης που χρησιµοποιούνται στη µεταλλευτική βιοµηχανία στο πλαίσιο της βιώσιµης ανάπτυξης, βλ. Tsolas and Patmanidou (2003), (2004) καθώς και Azapagic (2004). 3. ΕΘΝΙΚΟΣ ΧΩΡΟΤΑΞΙΚΟΣ ΣΧΕ ΙΑΣΜΟΣ ΚΑΙ ΕΞΟΡΥΚΤΙΚΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ Οι κυβερνήσεις αποτελούν έναν από τους συµµετέχοντες/'µετόχους' του προβλήµατος (stakeholders), όσον αφορά στο θέµα της βιώσιµης ανάπτυξης, δεδοµένου ότι καθορίζουν το πλαίσιο λειτουργίας των επιχειρήσεων σε ότι σχετίζεται µε το φορολογικό σύστηµα, την προστασία του περιβάλλοντος και τη χωροθέτηση των δραστηριοτήτων (Azapagic 2004). Σε ότι αφορά στη χωροθέτηση των εξορυκτικών δραστηριοτήτων κρίνεται απαραίτητο να ληφθούν υπόψη: - Οι ιδιαιτερότητες της εξορυκτικής βιοµηχανίας που προαναφέρθηκαν. Επίσης θα πρέπει να σηµειωθεί ότι η ανάπτυξη των εξορυκτικών δραστηριοτήτων αποτελεί µια συνεχή διαδικασία, όπου πρωτεύοντα ρόλο διαδραµατίζουν το πρώτο στάδιο της έρευνας και ανακάλυψης των κοιτασµάτων και η οικονοµοτεχνική µελέτη από την οποία θα προκύψει εάν η επένδυση που σχετίζεται µε την εκµετάλλευση ενός συγκεκριµένου κοιτάσµατος είναι βιώσιµη. - Οι θετικές επιπτώσεις της εξορυκτικής βιοµηχανίας που αφορούν κυρίως στη δηµιουργία υποδοµών (π.χ. δρόµοι και τεχνικά έργα σε περιοχές οι οποίες δεν είναι 3
συνήθως σε πρώτη προτεραιότητα από την πλευρά της πολιτείας) και στη βελτίωση της ποιότητας ζωής των τοπικών κοινωνιών, καθώς επίσης και στην ενδυνάµωση της απασχόλησης (είτε άµεσα είτε έµµεσα µέσω της ανάπτυξης και άλλων οικονοµικών δραστηριοτήτων που δηµιουργούνται στις περιοχές αυτές όπως το εµπόριο, οι νοµικές υπηρεσίες, τα τεχνικά και κατασκευαστικά έργα κλπ) και στην ενίσχυση της οικονοµικής ανάπτυξης σε περιφερειακό επίπεδο. - Η διεθνής εµπειρία όσον αφορά στο ευρύτερο θέµα της µεταλλευτικής δραστηριότητας σε συνδυασµό µε τις χρήσεις γης. Η µετάβαση στη βιώσιµη ανάπτυξη όσον αφορά στη χρήση γης στην εξορυκτική βιοµηχανία περιλαµβάνει τα παρακάτω στάδια (Phillips 2001): Ένα ολοκληρωµένο αναπτυξιακό πρόγραµµα ή ένα πρόγραµµα όσον αφορά στη χρήσης γης σε εθνικό ή σε περιφερειακό επίπεδο, το οποίο πρέπει να έχει ως απώτερο σκοπό να συµβάλει στη µεγιστοποίηση της επίτευξης των κοινωνικών, οικονοµικών και περιβαλλοντικών στόχων για τη χώρα συνολικά και για τις τοπικές κοινωνίες. Ένα σύνολο διαβαθµισµένων πολιτικών που θα αντανακλούν το διαφορετικό βαθµό ευαισθησίας όσον αφορά στις φυσικές και πολιτιστικές αξίες σε σχέση µε τις εξορυκτικές δραστηριότητες. Στο πλαίσιο των πολιτικών αυτών µπορεί να γίνει η διάκριση σε τρεις περιοχές: ι) Περιοχές στις οποίες θα πραγµατοποιείται η εκµετάλλευση των ορυκτών πόρων στη βάση εµπεριστατωµένων µελετών σκοπιµότητας οι οποίες θα περιλαµβάνουν και τις σχετικές µελέτες περιβαλλοντικών επιπτώσεων. ιι) Ενδιάµεσες ζώνες (intermediate zones) όπου θα ισχύουν πολύ υψηλότερα στάνταρντς κυρίως σε ότι αφορά στην έκταση των µελετών περιβαλλοντικών επιπτώσεων, καθώς και στο ύψος των επενδύσεων για τη διαχείριση των έργων. ιιι) Προστατευόµενες/µη προσβάσιµες περιοχές ( no-go areas). Σχετικά µε τη χωροθέτηση των εξορυκτικών δραστηριοτήτων στη χώρα, θα πρέπει εκτός των προαναφερθέντων να ληφθεί υπόψη και το υφιστάµενο νοµικό πλαίσιο για την εκµετάλλευση λατοµείων αδρανών υλικών. Σχετικά µε τα αδρανή, θα πρέπει να σηµειωθεί οτι η θέση των λατοµείων όπου εξορύσσονται καθορίζεται στη βάση συγκεκριµένων λατοµικών περιοχών (περισσότερα βλ. Σύνδεσµος Μεταλλευτικών Επιχειρήσεων 2005, Τζεφέρης 2005). 4. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ - ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ Η παρούσα εργασία παρουσιάζει το µεθοδολογικό πλαίσιο για τη χωροθέτηση και διαχείριση των εξορυκτικών δραστηριοτήτων στο πλαίσιο της βιώσιµης ανάπτυξης. Το µεθοδολογικό πλαίσιο βασίζεται στις επιµέρους φάσεις οι οποίες εντάσσονται στο πλαίσιο της εκπόνησης οικονοµοτεχνικής µελέτης µεταλλευτικών επενδυτικών σχεδίων (στάδιο κοιτασµατολογικής µελέτης, προµελέτη σκοπιµότητας, µελέτη σκοπιµότητας) λαµβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες της εξορυκτικής βιοµηχανίας (γεωλογικός παράγοντας, ανθρωπογενές περιβάλλον των εξορυκτικών δραστηριοτήτων). Η εκµετάλλευση των ορυκτών πρώτων υλών, λόγω του µη ανανεώσιµου χαρακτήρα τους, θα πρέπει να υλοποιείται στη βάση ενός αρχικού σχεδίου στο πλαίσιο των αρχών της βιώσιµης ανάπτυξης, το οποίο θα λαµβάνει υπόψη τις ιδιαιτερότητες της εξορυκτικής βιοµηχανίας. Στο πλαίσιο των ενεργειών που αναλαµβάνουν οι µεταλλευτικές επιχειρήσεις προκειµένου να συµβάλουν στη µετάβαση προς τη βιώσιµη ανάπτυξη, πρωταρχικό ρόλο κατέχει το θέµα της επαναχρησιµοποίησης των εγκαταλειµµένων περιοχών, σε συνδυασµό µε τον κίνδυνο που ενέχει η ανάληψη της εκµετάλλευσης των ορυκτών πόρων, ενώ από την πλευρά των 'µετόχων' του προβλήµατος και σε ότι αφορά στη 4
συµµετοχή της πολιτείας ένα από τα σηµαντικά θέµατα αποτελεί η χωροθέτηση των εξορυκτικών δραστηριοτήτων. Σχετικά µε τη χωροθέτηση των εξορυκτικών δραστηριοτήτων, θα πρέπει να ληφθούν υπόψη οι ιδιαιτερότητες και οι θετικές επιπτώσεις της εξορυκτικής βιοµηχανίας, καθώς επίσης και η διεθνής εµπειρία όσον αφορά στο ευρύτερο θέµα της µεταλλευτικής δραστηριότητας σε συνδυασµό µε τις χρήσεις γης. Η υλοποίηση του εθνικού χωροταξικού σχεδιασµού µπορεί να αποτελέσει συµβολή προς τη µετάβαση στη βιώσιµη ανάπτυξη έχοντας ως απώτερο σκοπό να µεγιστοποιήσει τους κοινωνικούς, οικονοµικούς και περιβαλλοντικούς στόχους για τη χώρα συνολικά και για τις τοπικές κοινωνίες. Επιπρόσθετα, η υλοποίησή του αναµένεται να έχει εκτός των άλλων και θετικά οφέλη όσον αφορά το θέµα της αδειοδότησης των εξορυκτικών δραστηριοτήτων και τη βελτίωση της λειτουργίας των επιχειρήσεων εντός του νοµοθετικού περιβάλλοντος της εξορυκτικής βιοµηχανίας. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Azapagic, A. (2004). Developing a framework for sustainable development indicators for the mining and minerals industry, Journal of Cleaner Production, 12, 639-662. Botequilha Leitão, A. and Muge, F. (2001) The role of landscape metrics in environmental planning and management of mining activities, In: H. Xie, Y. Wang and Y. Jiang (Eds.), Proceedings of the APCOM '2001 29 th International Symposium on Computer Applications in the Mineral Industries. CUMT, Beijing, China, 25-27 April, pp713-718. Cowell, S., Wehrmeyer, W., Argust, P. and Robertson, J.G.S. (1999). Sustainability and the primary extraction industries: theories and practice. Resources Policy, 25, 277-286. Ε.Μ.Π (1996). ιαχείριση φυσικών πόρων και προστασία περιβάλλοντος. Προβλήµατα και ειδικές προσεγγίσεις, Τµήµα Μηχανικών Μεταλλείων - Μεταλλουργών, Τοµέας Μεταλλευτικής, Επιµέλεια Κ. Λάσκαρης. Fourie, A. and Brent, A.C. (2006). A project-based Mine Closure Model (MCM) for sustainable asset Life Cycle Management, Journal of Cleaner Production, 14, 1085-1095. Κάρκα, Λ.Α. (2001). Χωροθέτηση µεταλλευτικών δραστηριοτήτων, Μεταλλειολογικά - Μεταλλουργικά Χρονικά, 1-2, 53-62. Laurence, D. (2006). Optimisation of the mine closure process, Journal of Cleaner Production, 14, 285-298. Magda, R. (1985). Aspects of optimum mine site selection, Mining Science and Technology, 2, 217-228. Phillips, A. (2001). Mining and protected areas. Mining, Minerals and Sustainable Development (MMSD), No. 62, International Institute for Environment and Development (IIED) - World Business Council for Sustainable Development (WBCSD), October. Σύνδεσµος Μεταλλευτικών Επιχειρήσεων (2005). Ενηµερωτική Έκθεση Πεπραγµένων εκεµβρίου 2005. Τζεφέρης, Π.Γ. (2005). ιαχείριση του ελληνικού ορυκτού πλούτου µε όρους βιώσιµης ανάπτυξης: Ποιος νοιάζεται αλλά και ποιος µπορεί;, Μεταλλειολογικά - Μεταλλουργικά Χρονικά, 15, 2005, 75-91. Tsolas, I. and Patmanidou, L. (2003). South Field lignite mine aggregate environmental performance indicators, Book of Proceedings of the International 5
Conference: Sustainable Development Indicators in the Mineral Industries (SDIMI 2003), Milos Island, 21th to 23th May 2003, (ed.) Z. Agioutantis, Publ. Milos Conference Center-George Eliopoulos, pp291-295. Tsolas, I. and Patmanidou, L. (2004). Environmental performance indicators of mineral production: The case of South Field lignite mine of PPC S.A. in Western Macedonia, Greece, Proceedings of the 8 th International Symposium on Environmental Issues and Waste management in Energy and Mineral Production - SWEMP 2004, Ankara, 17-20 May 2004, eds. A. G. Pasamehmetzoglou, A. Ozgenoglu and A.Y. Yesilay, 2004, Balkema, pp25-28. Τσώλας, Ι. (2005α). Εκµετάλλευση λιγνιτικών κοιτασµάτων και βιώσιµη ανάπτυξη, Λιγνίτης και φυσικό αέριο, Εισήγηση στη ιηµερίδα Λιγνίτης και Φυσικό Αέριο στην ηλεκτροπαραγωγή της χώρας, Τεχνικό Επιµελητήριο Ελλάδας, Τµήµα Επιστηµονικού & Αναπτυξιακού Έργου, Αθήνα, 9 & 10 Ιουνίου 2005, http://library.tee.gr/digital/m2069/m2069_tsolas.pdf Τσώλας, Ι. (2005β). Εναλλακτικές προσεγγίσεις για τη µέτρηση της περιβαλλοντικής επίδοσης. Η περίπτωση της ηλεκτροπαραγωγής από θερµικούς σταθµούς, Εισήγηση στη ιηµερίδα Λιγνίτης και Φυσικό Αέριο στην ηλεκτροπαραγωγή της χώρας, Τεχνικό Επιµελητήριο Ελλάδας, Τµήµα Επιστηµονικού & Αναπτυξιακού Έργου, Αθήνα, 9 & 10 Ιουνίου 2005, http://library.tee.gr/digital/m2069/m2069_tsolas1.pdf Τσώλας Γιάννης (2002). Εκπόνηση οικονοµοτεχνικών µελετών, Εκδόσεις Πατάκη. Tyteca, D. (1999). Sustainability indicators at the firm level: pollution and resource efficiency as a necessary condition towards sustainability. Journal of Industrial Ecology, 2, 4, 61 77. World Commission on Environment and Development (1987). Our Common Future, Oxford University Press: Oxford. 6