Κεντρική Εισήγηση στην Ημερίδα "Η ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΩΝ ΝΟΜΩΝ ΩΣ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ" ΙΠΑ - ΙΟΒΕ - ΣΒΒΕ, Αθήνα 25.09.2003 ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΟΣ ΝΟΜΟΣ - ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ Θ. Παλάσκας, Μ. Τσάμπρα, Χ. Στοφόρος Περίληψη Η εισήγηση επικέντρωσε στον ρόλο του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, ως κρίσιμου παράγοντα για την επίτευξη της περιφερειακής ανάπτυξης. Υποστηρίχτηκε πως από τις αρχές όμως της δεκαετίας του 1980, καθώς οι συνθήκες παραγωγής και ανταγωνισμού μεταβάλλονται ραγδαία - στην βάση των τεχνολογικών εξελίξεων, της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και της παγκοσμιοποίησης - η πολιτική φορολογικών κινήτρων και χρηματοδοτήσεων στην οποία κατεξοχήν συνίσταται το σχετικό θεσμικό/νομοθετικό πλαίσιο της χώρας, δεν αποτελεί ικανή συνθήκη περιφερειακής ανάπτυξης. Επίκαιρα εμπειρικά ερευνητικά δεδομένα στις φθίνουσες και δυναμικές περιφέρειες της Β. Ελλάδας τεκμηριώνουν πως η αποτελεσματικότητα της αναπτυξιακής πολιτικής εξαρτάται από την διαμόρφωση συνθηκών ενίσχυσης της περιφερειακής επιχειρηματικότητας, στην βάση αξιοποίησης της καινοτομίας. Απαιτείται δηλαδή η διασφάλιση προϋποθέσεων στήριξης: της τεχνολογικής συνεργασίας επιχειρήσεωνσυμβούλων-φορέων, των τεχνολογικών επενδύσεων των επιχειρήσεων με κριτήρια απασχόλησης και ανάπτυξης, της διεθνοποίησης της εγχώριας καινοτομικής παραγωγής και της ελκυστικότητας του εγχώρια περιβάλλοντος προς ξένους επενδυτές με την βελτίωση των υποδομών και την αναβάθμιση του ανθρώπινου δυναμικού. Σε αυτήν την κατεύθυνση, είναι επιτακτική και η αναδιάρθρωση των φορέων και του πλαισίου περιφερειακής πολιτικής σε εθνικό και Κοινοτικό επίπεδο. Εισαγωγή Η ανάπτυξη και η ανταγωνιστικότητα σε τοπικό, περιφερειακό και εθνικό επίπεδο, έχει ανέκαθεν αποτελέσει προτεραιότητα των φορέων διακυβέρνησης και πολιτικού σχεδιασμού. Σε αυτό το πλαίσιο, η πολιτική των αναπτυξιακών νόμων και κινήτρων αποτέλεσε ως αναγκαία συνθήκη μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1980, για την εκβιομηχάνιση της Ελλάδας και την περιφερειακή της ανάπτυξη. Από τις αρχές όμως της δεκαετίας του 1980, καταδεικνύεται πως η πολιτική φορολογικών κινήτρων και χρηματοδοτήσεων στην οποία κατεξοχήν συνίσταται το σχετικό θεσμικό/νομοθετικό πλαίσιο της χώρας, δεν αποτελεί πλέον ικανή συνθήκη ανάπτυξης.
Επιπλέον, η ολοένα επιταχυνόμενη οικονομική παγκοσμιοποίηση έχει επιφέρει σημαντικές μεταβολές στις συνθήκες διεθνούς ανταγωνισμού, με άμεσες επιπτώσεις στις εθνικές οικονομίες. Η διαδικασία της ολοκλήρωσης και διεύρυνσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.) έχει σαν αποτέλεσμα την αναδιάρθρωση των συνθηκών παραγωγικής και εμπορικής εξειδίκευσης των οικονομιών των χωρών-μελών. Κατ επέκταση επαναπροσδιορίζεται η ανταγωνιστικότητα και η οικονομική υπεροχή κάποιων χωρών και περιφερειών έναντι άλλων. Προϋπόθεση για την βελτίωση της ανταγωνιστικής ικανότητας αποτελεί η τεχνολογική αναβάθμιση των περιφερειών που αντιμετωπίζουν διαρθρωτικά προβλήματα και υστερούν σε ρυθμούς ανάπτυξης, όπως αυτές που εντοπίζονται κυρίως στην Ελλάδα, την Ιταλία, την Ισπανία, την Ιρλανδία και την Πορτογαλία, αλλά ακόμα και σε πιο ανεπτυγμένες χώρες της Ε.Ε. Οι επιχειρήσεις και περιφέρειες που έχουν την ικανότητα να αυξήσουν την παραγωγικότητα και ανταγωνιστικότητά τους με την υιοθέτηση νέων τεχνολογιών, καινοτομιών και ανάπτυξη νέων προϊόντων, έχουν και την δυνατότητα να αναδειχθούν 'κερδισμένες' στις παγκόσμιες αγορές. Kατά συνέπεια, η βελτίωση των συνθηκών και παραγόντων ενίσχυσης και αξιοποίησης της καινοτομικότητας για την προαγωγή της επιχειρηματικότητας, όπως και η αναδιάρθρωση των περιφερειακών θεσμικών φορέων στην Ελλάδα και στην Ε.Ε., πρέπει να βρίσκονται στον πυρήνα του πολιτικού σχεδιασμού ανάπτυξης σε Κοινοτικό, εθνικό και περιφερειακό επίπεδο. Η ύπαρξη ενός καινοτομικού επιχειρηματικού περιβάλλοντος αποτελεί την κύρια προϋπόθεση της ανταγωνιστικής ικανότητας των περιφερειών και κατ' επέκταση των εθνικών οικονομιών, διαμορφώνοντας ταυτόχρονα και συνθήκες ευνοϊκές για την εισροή ξένων κεφαλαίων και την οικονομική τους ανάπτυξη. Απαιτείται δηλαδή η ενίσχυση της τεχνολογικής συνεργασίας επιχειρήσεωνσυμβούλων-φορέων, η στήριξη των τεχνολογικών επενδύσεων των επιχειρήσεων με κριτήρια απασχόλησης και ανάπτυξης, η πριμοδότηση της διεθνοποίησης της εγχώριας καινοτομικής παραγωγής και της ελκυστικότητας του εγχώριου επενδυτικού περιβάλλοντος με την βελτίωση των υποδομών, την αναβάθμιση του ανθρώπινου δυναμικού και την αναδιάρθρωση του θεσμικού πλαισίου - φορέων και πολιτικής - σε εθνικό και Κοινοτικό επίπεδο.
Στην συνέχεια, γίνεται αναφορά σε επίκαιρα εμπειρικά ερευνητικά δεδομένα σε φθίνουσες και δυναμικές περιφέρειες της χώρας - ιδιαίτερα της Βόρειας Ελλάδας - και της Ε.Ε., τα οποία τεκμηριώνουν πως η αποτελεσματικότητα της αναπτυξιακής πολιτικής εξαρτάται από την διασφάλιση των παραπάνω προϋποθέσεων και συνθηκών. Η συγκριτική ανάλυση των εμπειρικών στοιχείων καταδεικνύει τον σύνθετο ρόλο που πρέπει να παίξει ο Αναπτυξιακός Νόμος, προκειμένου να επιτύχει την περιφερειακή σύγκλιση και κοινωνική συνοχή. Επιχειρηματικό Περιβάλλον και Ξένες Άμεσες Επενδύσεις Η αναγνώριση του ρόλου των μορφών ιδιωτικού κεφαλαίου και ειδικότερα των Ξένων Άμεσων Επενδύσεων (ΞΑΕ) στην αναπτυξιακή διαδικασία έχει επηρεάσει τη στάση των περισσότερων χωρών σήμερα για υιοθέτηση πολιτικών προσέλκυσης νέων επενδύσεων. Αυτή η στάση συνδέεται με τις προσδοκίες ότι οι ΞΑΕ θα οδηγήσουν σε αύξηση της απασχόλησης, των εξαγωγών, των φορολογικών εσόδων, βελτίωση της εγχώριας επιχειρηματικότητας και διάχυση των καινοτομιών και της νέας τεχνολογίας. Ταυτόχρονα, οι ΞΑΕ υπερτερούν έναντι των άλλων μορφών κεφαλαίου διότι αποτελούν 'κρύο χρήμα' με την έννοια πως εισρέουν σε μια οικονομία με σκοπό να μείνουν και όχι να φύγουν με την εμφάνιση των πρώτων προβλημάτων. Επιπλέον, οι εισροές ξένου κεφαλαίου ασκούν σημαντική θετική επίδραση και στις εγχώριες επενδύσεις καθώς, σύμφωνα με έρευνα σε πενήντα οκτώ (58) αναπτυσσόμενες οικονομίες για την περίοδο 1978-1995: «αύξηση των εισροών ΞΑΕ κατά ένα δολάριο επιφέρει ισόποση αύξηση στις εγχώριες επενδύσεις» (UNCTAD 2002). Η ανάλυση της εξέλιξης των ροών ΞΑΕ διεθνώς την τελευταία δεκαετία καταγράφει τις εξής τάσεις (UNCTAD 2002): πρώτον, σημαντική αύξηση μέχρι και το 2000 (κατά 328% σε σχέση με το 1995) και δεύτερον, γεωγραφική αναδιάρθρωση με έμφαση στη διεύρυνση των εισροών της Δυτικής Ευρώπης. Οι τάσεις αυτές προέκυψαν ως αποτέλεσμα της ραγδαίας ανόδου των διασυνοριακών εξαγορών και συγχωνεύσεων, αλλά και των προγραμμάτων περιφερειακής ολοκλήρωσης στην Ε.Ε. Όμως, κατά το 2001 και 2002 οι εισροές ΞΑΕ κατέγραψαν σημαντική κάμψη με βασικά αίτια την συρρίκνωση των εισροών μετοχικού κεφαλαίου,
που αποδίδεται κυρίως στη μείωση των διασυνοριακών εξαγορών και συγχωνεύσεων και των ενδο-επιχειρησιακών δανείων.
Διάγραμμα 1. Εισροές ΞΑΕ 1970-2002 (δισ. δολάρια) 1.600.000 1.400.000 1.200.000 1.000.000 800.000 600.000 400.000 200.000 0 1970 1980 1990 1995 2000 2001 2002 Παγκόσμια Αγορά Ανεπτυγμένες Οικονομίες Αναπτυσσόμενες Οικονομίες ΕΕ Πηγή: UNCTAD, 2002. Οι πολιτικές απελευθέρωσης των αγορών των χωρών-μελών της Ε.Ε., οι ιδιωτικοποιήσεις και η ολοκλήρωση της ενιαίας αγοράς, έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην προσέλκυση ΞΑΕ από τα τέλη της δεκαετίας του 1980. Έτσι, οι εισροές ΞΑΕ της Ε.Ε. αυξήθηκαν με ταχύτερους ρυθμούς (498%) την περίοδο 1995-2000, συγκριτικά με αυτούς των ανεπτυγμένων (449%) και των αναπτυσσόμενων οικονομιών (114%). Για τους ίδιους λόγους, την περίοδο της ύφεσης 2000-2001, η υποχώρηση των εισροών ΞΑΕ (κατά 43%) στην Ε.Ε. ήταν ηπιότερη εκείνης των άλλων ανεπτυγμένων χωρών (κατά 47%). Ενώ η έντονη αύξηση των ενδοπεριφερειακών ΞΑΕ στην Ε.Ε. συνέβαλε στην άμβλυνση της μείωσης τους κατά 4% μόνο το 2002, όταν διεθνώς καταγράφηκε πτώση ίση με 22% το ίδιο έτος. Στην Ε.Ε., οι περιφερειακές οικονομίες της Ισπανίας, της Πορτογαλίας και ιδιαίτερα της Ιρλανδίας αποτέλεσαν πόλους έλξης σημαντικού μεριδίου των παγκόσμιων ΞΑΕ κατά την τελευταία δεκαετία. Οι παράγοντες που διαμόρφωσαν την τάση αυτή συνδέονται ειδικά στην Ισπανία και την Πορτογαλία - κατά κύριο λόγο με την ένταξη τους στα κοινοτικά πλαίσια στήριξης για την ενίσχυση των υποδομών. Επιπλέον, το μέγεθος της αγοράς σε συνδυασμό με την χαμηλού κόστους βιομηχανική βάση, τα κρατικά κίνητρα και την ύπαρξη εξειδικευμένου προσωπικού - κυρίως στην περίπτωση της Ιρλανδίας - αποτέλεσαν εξίσου σημαντικούς παράγοντες προσέλκυσης ΞΑΕ. Τέλος, η διαμόρφωση κρίσιμης μάζας επιχειρήσεων σε συγκεκριμένους κλάδους της Ιρλανδίας συνέβαλε σημαντικά στην περαιτέρω προσέλκυση επενδύσεων.
Την περίοδο 1995-2000 οι εισροές ΞΑΕ της Ιρλανδίας αυξήθηκαν κατά 1733%, ενώ οι ΞΑΕ της Πορτογαλίας κατά 891% και ακολουθούν της Ισπανίας με αύξηση 509%. Η Ιρλανδία αποτελεί χαρακτηριστική εξαίρεση ανάκαμψης των εισροών ΞΑΕ με ποσοστό 21% το 2002, όταν σε διεθνές επίπεδο αυτές παρουσιάζουν σημαντική κάμψη. Στη Ισπανία και την Πορτογαλία οι εισροές ΞΑΕ κατέγραψαν μετριοπαθή μείωση το 2001 ίση με 25% και 13% αντίστοιχα - σε σχέση με τις εξελίξεις στην παγκόσμια αγορά, τάση που συνεχίστηκε και το 2002 (24% και 27% αντίστοιχα). Οι ροές ΞΑΕ αποτελούν βασικό αναπτυξιακό παράγοντα και για τις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης (ΚΑΕ). Την περίοδο 1992-1995, οι εισροές ΞΑΕ στις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, μετά από μία δεκαετία χαμηλών ρυθμών αύξησης, τριπλασιάστηκαν και ανήλθαν στα 14,811 εκατ. δολ. το 1995 (από 5 εκατ. δολάρια περίπου το 1992). Έκτοτε ο ρυθμός αύξησης τους διατηρείται σε υψηλά επίπεδα - με μοναδική εξαίρεση το 2001 που υποχώρησαν κατά 5% σε σχέση με το 2000 - με αποτέλεσμα οι εισροές ΞΑΕ να προσεγγίσουν τα 28,709 εκατ. δολ. το 2002 (αυξημένες κατά 15% σε σχέση με το 2001). Σύμφωνα με την πρόσφατη έρευνα του ΙΟΒΕ: «Πηγές Χρηματοδότησης των Επενδύσεων και Ανάπτυξη: Προσδιοριστικοί Παράγοντες Προσέλκυσης Ξένων Άμεσων Επενδύσεων στην Ελλάδα», η αυξημένη ελκυστικότητα των χωρών ΚΑΕ για ΞΑΕ οφείλεται στην σταθεροποίηση του μακροοικονομικού και τη βελτίωση του μικροοικονομικού περιβάλλοντος. Ανάμεσα στους παράγοντες που αναλύονται στη συγκεκριμένη μελέτη του ΙΟΒΕ περιλαμβάνονται: το μέγεθος της εγχώριας αγοράς των χωρών ΚΑΕ, οι υψηλοί ρυθμοί αύξησης του ΑΕΠ από τις αρχές της δεκαετίας του '90, το χαμηλό κόστος εργασίας, η ακολουθούμενη στρατηγική των ιδιωτικοποιήσεων και οι διαρθρωτικές αλλαγές. Η Ελλάδα, συγκριτικά με τα υπόλοιπα κράτη-μέλη και ιδιαίτερα τις περιφερειακές οικονομίες της Ε.Ε., υστερεί - σημαντικά στην προσέλκυση ξένου κεφαλαίου. Χαρακτηριστικά, την περίοδο 1995-2000 όπου σε διεθνές επίπεδο οι εισροές ΞΑΕ παρουσίασαν αλματώδη ανάπτυξη κατά 328%, στην Ελλάδα κατέγραψαν άνοδο μόλις κατά 3%. Με άλλα λόγια, η θετική γενικά επίδραση της Ευρωπαϊκής οικονομικής ενοποίησης στην εισροή ΞΑΕ σε κράτη-μέλη της Ε.Ε., είναι περιορισμένη στην περίπτωση της Ελλάδας. Η επισημοποίηση της εισόδου της χώρας στην ΟΝΕ δημιούργησε αρχικά ένα θετικό momentum, το οποίο όμως απώλεσε την ορμή του μετά το 2001 με αποτέλεσμα το 2002 οι εισροές ΞΑΕ να υποχωρήσουν στα 50 εκατ.
Δολάρια (δηλαδή να μειωθούν κατά 97% σε σχέση με το 2001), προσεγγίζοντας τα επίπεδα του 1970. Διάγραμμα 2. Εισροές ΞΑΕ στις Περιφερειακές Οικονομίες της Ε.Ε. και στην Κ.Α.Ε. (δισ δολάρια) 40000 35000 30000 25000 20000 15000 10000 5000 0 1970 1980 1990 1995 2000 2001 2002 KAE Ιρλανδία Ισπανία Πορτογαλία Ελλάδα Πηγή: UNCTAD, 2002 Η τάση των εισροών ΞΑΕ που καταγράφεται για το 2002 επιβεβαιώνει τα αποτελέσματα της προαναφερθείσας έρευνας του ΙΟΒΕ, σύμφωνα με την οποία οι προοπτικές προσέλκυσης ξένων κεφαλαίων θα εξακολουθούν να είναι δυσμενείς εάν δεν αρθούν μία σειρά εμποδίων όπως: η περιορισμένη έκταση των διαρθρωτικών αλλαγών στις αγορές προϊόντων και εργασίας, ο γραφειοκρατικός χαρακτήρας του δημόσιου τομέα, η έλλειψη των κατάλληλων υποδομών, η χρονοβόρα και μη διαφανής διαδικασία έκδοσης αδειών και το φορολογικό σύστημα. Στο πλαίσιο αυτό, η ραγδαία οπισθοχώρηση στη σχετική κατάταξη της Ελλάδας αναδεικνύει τον κίνδυνο της διατήρησης ενός status quo, ειδικά όταν οι γύρω χώρες της ΚΑΕ και της ΝΑ Μεσογείου προχωρούν με ταχείς ρυθμούς σε μεταρρυθμίσεις που αυξάνουν την ελκυστικότητα τους. Η Περιφερειακή Επιχειρηματική Ανταγωνιστικότητα στην Ελλάδα Ο σύνθετος ρόλος του Αναπτυξιακού Νόμου για την Περιφερειακή Ανάπτυξη και την κοινωνική συνοχή, καταδεικνύεται στην συγκριτική παρουσίαση και ανάλυση
αποτελεσμάτων πρωτογενών ερευνών 1, που συνοψίζονται στην συνέχεια. Οι σχετικές έρευνες εκπονήθηκαν με στόχο τον προσδιορισμό: του επιπέδου της ανταγωνιστικής ικανότητας της ελληνικής παραγωγής, συγκριτικά με εκείνο χωρών-μελών της Ε.Ε., καθώς και της ανταγωνιστικής ικανότητας των ελληνικών περιφερειών τόσο των ευάλωτων, όσο και αυτών με ευνοϊκότερο επιχειρηματικό περιβάλλον των στρατηγικών που υιοθετούν οι επιχειρήσεις χωρών-μελών της Ε.Ε. για την βελτίωση της ανταγωνιστικότητάς τους, καθώς και αυτές της Ελλάδας - με ιδιαίτερη έμφαση στις επιχειρήσεις που έχουν καλύτερες οικονομικές επιδόσεις των εμποδίων που αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις, οι σύμβουλοι επιχειρήσεων και οι τεχνολογικοί φορείς στην προσπάθειά για τη βελτίωση της ανταγωνιστικής τους ικανότητας Τα εμπειρικά δεδομένα που συλλέχθηκαν από ελληνικές και άλλες περιφέρειες της Ε.Ε. επιβεβαίωσαν τις αναχρονιστικές δομές: του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, που συνίστανται στην παραγωγική εξειδίκευση σε δραστηριότητες χαμηλής προστιθέμενης αξίας, στην πληθώρα των μικρών οικογενειακών επιχειρήσεων που δεν διαθέτουν ειδικευμένο στελεχικό προσωπικό και σύγχρονο τεχνολογικό εξοπλισμό και υιοθετούν αμυντικές ανταγωνιστικές στρατηγικές επενδύσεων και ανταγωνισμού του θεσμικού πλαισίου, που αντανακλώνται στην αναποτελεσματικότητα των αναπτυξιακών μέτρων και κινήτρων, στην δυσλειτουργία και την αδυναμία προσαρμογής των τοπικών πόρων (ανθρώπινου δυναμικού και κεφαλαίου) στις σύγχρονες τεχνολογικές αλλαγές. Τα χαρακτηριστικά αυτά καταγράφονται σε μεγάλο αριθμό των ελληνικών περιφερειών και ιδιαίτερα σε αυτές που δεν έχουν μητροπολιτικό χαρακτήρα και κατ' επέκταση δεν συγκεντρώνουν υποδομές εκπαίδευσης, επιχειρηματικής ενίσχυσης, τεχνικών δικτύων μεταφοράς κι επικοινωνίας κ.ο.κ. Η αδυναμία ανάπτυξης αποτελεσματικών δομών κατάρτισης, συνεργασίας και στήριξης επενδύσεων, οδηγούν τις πιο ευάλωτες - σε όρους απασχόλησης και μεγέθυνσης - περιφερειακές οικονομίες σε ακόμα δυσχερέστερη θέση, στο πλαίσιο του εντεινόμενου διεθνούς ανταγωνισμού. 1 Πρόκειται για έρευνες που πραγματοποιήθηκαν σε χώρες της Ε.Ε. στα πλαίσια των ερευνητικών προγραμμάτων: TSER με έμφαση σε χώρες της Ε.Ε., της Κεντρικής Ευρώπης και της Τουρκίας και HPSE - EU FP5 με έμφαση σε Ελλάδα, Ιρλανδία, Ισπανία, Ιταλία και Ηνωμένο Βασίλειο.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της περιφέρειας της Δυτικής Μακεδονίας - όπου η επιχειρηματικότητα φθίνει, σε σύγκριση με την υπόλοιπη Βόρεια Ελλάδα και ιδιαίτερα με την ευρύτερη μητροπολιτική περιοχή της Θεσσαλονίκης (στην Κεντρική Μακεδονία) που αποτελεί πόλο συγκέντρωσης των ανταγωνιστικότερων δραστηριοτήτων και επιχειρήσεων. Ανάλογα είναι τα αποτελέσματα της σύγκρισης περιφερειών της Ελλάδας με αντίστοιχες περιφέρειες άλλων ευρωπαϊκών χωρών - όπως η Ισπανία, η Ιρλανδία και η Ιταλία, που αποτελούν οικονομίες ισοδύναμης εμβέλειας με την χώρα μας. Οι έρευνές μας καταδεικνύουν την υστέρηση των ευάλωτων ελληνικών περιφερειών (Στόχου 1 της Ε.Ε.) έναντι των αντίστοιχων υπολοίπων ευρωπαϊκών - τόσο ως προς τις οικονομικές επιδόσεις των επιχειρήσεων, όσο και ως προς την απασχόληση και την συνολικότερη προοπτική ανάπτυξης. Οι αδυναμίες και οι προοπτικές των ελληνικών περιφερειών εντοπίζονται κυρίως: στην σημαντική μείωση πωλήσεων της τελευταίας πενταετίας, για πάνω από το 50% των ελληνικές επιχειρήσεις που εξετάστηκαν, έναντι του 30% των επιχειρήσεων ευρωπαϊκών χωρών στο μικρό ποσοστό ελληνικών επιχειρήσεων που αυξάνουν το μερίδιό τους στην αγορά (28,6%) την ίδια περίοδο, έναντι του αντίστοιχου ποσοστού των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων (55,7%) στην μείωση της απασχόλησης για το 37,3% των ελληνικών επιχειρήσεων που εξετάστηκαν, έναντι 17,1% των ευρωπαϊκών αντίστοιχα την τελευταία πενταετία. Για το υπόλοιπο ποσοστό των επιχειρήσεων καταγράφεται στάσιμη απασχόληση. Οι παράγοντες που διαφοροποιούν τις συνθήκες ανάπτυξης μεταξύ φθινουσών και ανταγωνιστικών περιφερειών έγκεινται στους ακόλουθους: στον βαθμό εξωστρέφειας και ανάπτυξης διεπιχειρησιακών δικτύων συνεργασίας στην παραγωγή, την προμήθεια και την διανομή: οι προϋποθέσεις αυτές συμβάλλουν στην καθετοποίηση της παραγωγής και κατ' επέκταση στην ενίσχυση της περιφερειακής οικονομικής βάσης. Σύμφωνα με εμπειρικά στοιχεία, οι πιο δυναμικές και καινοτόμες επιχειρήσεις αναπτύσσουν συνεργασίες κυρίως με επιχειρήσεις της Ε.Ε. (64,3%), ενώ σημαντικές εμφανίζονται και οι συνεργασίες με διεθνείς επιχειρήσεις εκτός Βαλκανίων και Ε.Ε. (για 46,2% των εξεταζόμενων επιχειρήσεων). Επισημαίνεται άρα η σκοπιμότητα
ενίσχυσης τέτοιων δικτύων συνεργασίας, κυρίως σε διεθνές αλλά και σε τοπικό επίπεδο. στην γεωγραφική και θεσμική εμβέλεια των τεχνολογικών συνεργασιών για Ε&Α που αναπτύσσουν οι επιχειρήσεις: η προϋπόθεση αυτή είναι απαραίτητη για την μεταφορά και την ανάπτυξη τεχνογνωσίας. Οι δυναμικότερες ελληνικές επιχειρήσεις αναπτύσσουν τεχνολογικές συνεργασίες κυρίως με επιχειρήσεις του εξωτερικού (57,1% των εξεταζόμενων επιχειρήσεων), καθώς και με επιχειρήσεις συμβούλων τεχνικής ανάπτυξης (50% του δείγματος). Επισημαίνεται λοιπόν η αναγκαιότητα διευκόλυνσης των διεθνών τεχνολογικών συνεργασιών. Ενώ υπογραμμίζεται η πρωτοβουλία του ιδιωτικού τομέα στην ανάπτυξη και εδραίωση δικτύων μεταφοράς τεχνολογίας, καθώς τα τοπικά/εθνικά ερευνητικά κέντρα και πανεπιστήμια έχουν μικρή σύνδεση με την εγχώρια επιχειρηματική κοινότητα στη στρατηγική ανταγωνισμού των επιχειρήσεων, που αντανακλάται στον τρόπο αντιμετώπισης της εξέλιξης των πωλήσεών τους. Οι πιο δυναμικές επιχειρήσεις προβαίνουν σε επιθετικές τακτικές: τεχνολογικών επενδύσεων (86,6%), αναζήτησης νέων αγορών (81,3%) και ανάπτυξης νέων προϊόντων/δραστηριοτήτων (81,3% των δυναμικών επιχειρήσεων). Καθοριστικό είναι και το είδος των τεχνολογικών επενδύσεων που πραγματοποιούνται για την αναδιάρθρωση της παραγωγής και λειτουργίας των επιχειρήσεων. Οι πιο ανταγωνιστικές επιχειρήσεις επενδύουν σε τεχνολογίες βελτίωσης της παραγωγικότητας (93,8%), αλλά και της ποιότητας του προϊόντος (93,4% των δυναμικών επιχειρήσεων). Μικρότερο ποσοστό επιχειρήσεων επενδύει σε Ε&Α (73,4%) και περιβαλλοντικές τεχνολογίες (71,5%) - στοιχείο που πρέπει να ληφθεί υπόψη στον προσανατολισμό του θεσμικού πλαισίου ενίσχυσης των τεχνολογικών επενδύσεων. στο πλαίσιο χρηματοδότησης των επενδύσεων των επιχειρήσεων: διαπιστώνουμε πως ακόμα και οι δυναμικότερες επιχειρήσεις, κατά πλειοψηφία (70%) στηρίζονται σε ίδια κεφάλαια. Επισημαίνεται δηλαδή η υστέρηση του χρηματοδοτικού πλαισίου της χώρας μας να ανταποκριθεί στην ανάγκη αποτελεσματικής στήριξης των επιχειρηματικών πρωτοβουλιών τεχνολογικής ανάπτυξης το πλαίσιο δημιουργίας και ενίσχυσης επαρκούς βάσης γνώσης και τεχνολογίας των περιφερειών, που αντανακλάται στις δεξιότητες του ανθρώπινου δυναμικού και
στις διαδικασίες κατάρτισης και τεχνολογικής προσαρμογής. Καταγράφεται αύξηση των αποφοίτων ΑΕΙ στο προσωπικό του συνόλου των πιο δυναμικών επιχειρήσεων, αλλά και των ειδικευμένων (73,3%) - στοιχείο ενδεικτικό της μεταβολής στη ζήτηση απασχόλησης. Πάραυτα, το σημαντικότερο πρόβλημα στην απορρόφηση της νέας τεχνολογίας από τις επιχειρήσεις, έγκειται στην δυσκολία τεχνολογικής προσαρμογής του προσωπικού και των διαδικασιών παραγωγής (για 43,8% των επιχειρήσεων). Επισημαίνεται πως η ενδοεπιχειρησιακή κατάρτιση αποτελεί σημαντικότερο τρόπο αναβάθμισης των δεξιοτήτων των εργαζομένων, συγκριτικά με τις εταιρείες συμβούλων και τα τεχνολογικά ινστιτούτα - στοιχείο ενδεικτικό της ανεπάρκειας των θεσμικών δομών ανάπτυξης της τεχνολογικής κατάρτισης και εξειδίκευσης. Τα συμπεράσματα της διερεύνησης των παραπάνω παραγόντων συνοψίζονται στην διαπίστωση πως σημαντικότερα εμπόδια στην τεχνολογική προσαρμογή και επιχειρηματική ανάπτυξη, αποτελούν η έλλειψη οργανωμένου τεχνολογικού περιβάλλοντος και το υπάρχον θεσμικό πλαίσιο τεχνολογικής ενίσχυσης (για 66,6% και 64,3% των εξεταζόμενων επιχειρήσεων, αντίστοιχα). Σημαντικοί παράγοντες παρεμπόδισης είναι επίσης και το κόστος/ η δυσκολία εξασφάλισης χρηματοδότησης, καθώς και η έλλειψη κατάλληλα ειδικευμένων στελεχών (για 60% των εξεταζόμενων επιχειρήσεων, αντίστοιχα). Παράλληλα, για την αποτελεσματικότερη ενίσχυση της καινοτομίας και της ανταγωνιστικότητας, αναδεικνύεται η αναγκαιότητα ανάπτυξης των δεξιοτήτων του τοπικού ανθρώπινου δυναμικού, καθώς και της δικτύωσης μεταξύ επιχειρήσεων και τεχνολογικών φορέων. Ιδιαίτερα σημαντική εκτιμάται και η συστηματική διερεύνηση της ζήτησης για τεχνολογικές υπηρεσίες και η ενίσχυση των μηχανισμών μεταφοράς τεχνολογίας και πληροφοριών, συνθήκες που προϋποθέτουν στοχευμένες ενέργειες φορέων του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα. Οι προτεραιότητες αυτές διατυπώνονται τόσο από τον επιχειρηματικό κόσμο, όσο και από τις εταιρείες συμβούλων και τους φορείς παροχής τεχνολογικών υπηρεσιών. Κατ' επέκταση, για την επιτυχία και την αποτελεσματικότητά του νέου Αναπτυξιακού Νόμου απαιτείται ο συνυπολογισμός όλων των παραπάνω στοιχείων και δεδομένων, ώστε να διευρυνθούν τα κριτήρια και η εμβέλεια των μέτρων και των χρηματοδοτικών κινήτρων που προβλέπει. Επιπλέον, γίνεται ορατή η ανάγκη για συντονισμό των πολιτικών για την περιφερειακή ανάπτυξη, μέσω της βελτίωσης της ανταγωνιστικής
ικανότητας της παραγωγής των περιφερειών, που με την σειρά της προϋποθέτει την ενίσχυση και αξιοποίηση του καινοτομικού επιχειρηματικού περιβάλλοντος. Συμπεράσματα Τα συμπεράσματα της παραπάνω ανάλυσης συνοψίζονται στην διαπίστωση πως σημαντικότερα εμπόδια τεχνολογικής προσαρμογής και επιχειρηματικής ανάπτυξης, αποτελούν η έλλειψη οργανωμένου τεχνολογικού περιβάλλοντος και το υπάρχον θεσμικό πλαίσιο τεχνολογικής ενίσχυσης (για 66,6% και 64,3% των εξεταζόμενων επιχειρήσεων). Σημαντικοί επίσης παράγοντες παρεμπόδισης είναι και το κόστος/ η δυσκολία εξασφάλισης χρηματοδότησης, καθώς και η έλλειψη κατάλληλα ειδικευμένων στελεχών (για 60% των εξεταζόμενων επιχειρήσεων, αντίστοιχα). Παράλληλα, για την αποτελεσματικότερη ενίσχυση της καινοτομίας και της ανταγωνιστικότητας, αναδεικνύεται η αναγκαιότητα ανάπτυξης των δεξιοτήτων του τοπικού ανθρώπινου δυναμικού, καθώς και της δικτύωσης μεταξύ επιχειρήσεων και τεχνολογικών φορέων. Ιδιαίτερα σημαντική εκτιμάται και η συστηματική διερεύνηση της ζήτησης για τεχνολογικές υπηρεσίες και η ενίσχυση των μηχανισμών μεταφοράς τεχνολογίας και πληροφοριών, συνθήκες που προϋποθέτουν ειδικά στοχευμένες ενέργειες φορέων δημόσιου και ιδιωτικού χαρακτήρα. Οι προτεραιότητες αυτές διατυπώνονται τόσο από τον επιχειρηματικό κόσμο, όσο και από τις εταιρείες συμβούλων και τους φορείς παροχής τεχνολογικών υπηρεσιών. Κατ' επέκταση, ο νέος Αναπτυξιακός Νόμος αποτελεί αναγκαία, αλλά όχι ικανή συνθήκη για την επίτευξη του στόχου της περιφερειακής ανάπτυξης, στην βάση της περιφερειακής σύγκλισης και κοινωνικο-οικονομικής συνοχής. Για την επιτυχία και την αποτελεσματικότητά του απαιτείται ο συνυπολογισμός όλων των παραπάνω στοιχείων και δεδομένων, ώστε να διευρυνθούν τα κριτήρια και η εμβέλεια των μέτρων και των χρηματοδοτικών κινήτρων που προβλέπει. Επιπλέον, γίνεται ορατή η ανάγκη για συντονισμό των πολιτικών για την περιφερειακή ανάπτυξη, μέσω της βελτίωσης της ανταγωνιστικής ικανότητας της παραγωγής των περιφερειών, που με την σειρά της προϋποθέτει την ενίσχυση και αξιοποίηση του καινοτομικού επιχειρηματικού περιβάλλοντος.
Βιβλιογραφία Clark, L.G., Palaskas, Th., Tracey, P. and Tsampra, M. (2003) "Globalization and SME competitive strategies in Europe's vulnerable regions: firm, industry and country effects on employment in four labour-intensive industries over the late 1990s", Conference - Cambridge UK 16-17 June, Regional Studies and Cambridge-MIT Institute; Regional Studies - Special Issue: Rethinking the Regions and Regional Competitiveness (forthcoming) Παλάσκας Θ. και Τσάμπρα Μ. (2002) "Η Επιχειρηματική Ανταγωνιστικότητα στην Οικονομία της Γνώσης: η περίπτωση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων στην Ευρώπη και την Ασία", Σπουδαί (επίκειται) Παλάσκας Θ., Στοφόρος Χ. και Τσάμπρα Μ. (2003) "Στρατηγικές Τεχνολογικής Ανάπτυξης - Αξιοποίηση της καινοτομίας και ανταγωνιστική ικανότητα στην ΠΚΜ: Προοπτικές και Εμπόδια", Συνέδριο: Ο ρόλος του Περιφερειακού Παρατηρητηρίου Καινοτομίας - Επιχειρηματικότητα και Ανταγωνιστική Ικανότητα στην Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας, Θεσσαλονίκη, 8 Οκτωβρίου Tsampra, M. and Palaskas, Th. (2002) "Technological Adjustment Strategies of Labour Intensive Industries in Vulnerable Regions - Greek Report", RASTEI Workshop (HPSE-1999-00035, FP5 - EU, DG Research), Barcelona, May 24-25