ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΑΚΤΙΚΗτου μετάφραση Τάσος Μπέτζελος Το κείμενο του Pierre Macherey που ακολουθεί και το οποίο γράφτηκε το 1987 (πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Digraphe, τ. 42, 1987) έχει κατά κάποιον τρόπο προγραμματικό χαρακτήρα: εκφράζει επί της ουσίας τον προβληματισμό που χρωματίζει το έργο του Γάλλου φιλοσόφου απ τις πρώτες φιλοσοφικές του παρεμβάσεις (στo πλαίσιo της ανάδυσης του «αλτουσεριανού μαρξισμού») μέχρι σήμερα. Το πλέον πρωτότυπο αλλά και παραγωγικό στοιχείο αυτής της φιλοσοφικής διαδρομής έγκειται ασφαλώς στη συνάντηση των Μαρξ, Σπινόζα, Χέγκελ, συνάντηση η οποία βασίζεται σε μια ετερόδοξη (καθότι διαλεκτική) ανάγνωση του Σπινόζα. Μέσα απ αυτήν αναδεικνύεται όχι μόνο η αντιτελεολογική διαλεκτική του Σπινόζα, αλλά και το γεγονός ότι αυτός υπήρξε εντέλει κατά μία έννοια περισσότερο εγελιανός απ τον Χέγκελ (που σημαίνει εν προκειμένω: ακόμη πιο διαλεκτικός). Σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο κινείται το κείμενο που ακολουθεί, κείμενο με πολιτική επίσης εμβέλεια και σημασία, στην καρδιά του οποίου βρίσκεται η πρακτική (η πολλαπλότητα-απειρότητα των πρακτικών, ως άλλο όνομα της σπινοζικής υπόστασης) και η διαλεκτική (ως εργασία του αρνητικού και αναζήτηση των κατάλληλων διαμεσολαβήσεων). Τ. Μπ. 1. Γίνεται λόγος για Πρακτική και για πρακτικές. Η Πρακτική ως τέτοια δεν υπάρχει. Υπάρχουν μόνο πρακτικές, οι οποίες είναι υλικά, ιστορικά, κοινωνικά καθορισμένες. 2. Να στοχαστούμε την πρακτική δεν σημαίνει να έχουμε το νου μας στην πρακτική ή να μελετήσουμε την πρακτική, απ έξω, από μια οπτική γωνία ξένη προς την πρακτική, χωρίς να πάρουμε μέρος σε αυτήν. Αλλά οφείλουμε να στοχαστούμε την πρακτική εντός της πρακτικής, απ την οπτική γωνία της πρακτικής. 3. Η πρακτική, εν πρώτοις: πρέπει να ξεκινήσουμε απ την πρακτική. Πρέπει να στηριχτούμε στην πρακτική. Αλλά από πού ξεκινά η πρακτική; Σε τι στηρίζεται η πρακτική; Η πρακτική ξεκινά απ την πρακτική. Η πρακτική στηρίζεται στην πρακτική. Με αυτή την έννοια, το πρωτείο της πρακτικής είναι πρωτείο της πρακτικής επί του εαυτού της. 4. Προς τα πού κατευθύνεται η πρακτική; Πουθενά αλλού πέραν της πρακτικής, δηλαδή, εκ των πραγμάτων, προς άλλες μορφές πρακτικής. Δεν συγκροτεί τα ενεργήματά της ως ολοκληρωμένες ολότητες, με σαφή και οριοθετημένα περιγράμματα, αλλά τα συνεχίζει σε άλλα ενεργήματα και μετά σε άλλα, δίχως ποτέ να καταλήγει σε αποτελέσματα που θα μπορούσαν να θεωρηθούν οριστικά. Σελίδα 1 / 5
Για να αρχίσουμε, η πρακτική. Για να τελειώσουμε, ξανά η πρακτική. Παντού και πάντα, υπάρχει η πρακτική, δηλαδή διάφορες μορφές πρακτικής, που συνδέονται οι μεν με τις δε και δρουν οι μεν πάνω στις δε, οι μεν σε σχέση με τις δε. 5. Αν η πρακτική έχει διδακτικό χαρακτήρα, τούτο οφείλεται στο γεγονός ότι δεν σταματά να θέτει σε αμφισβήτηση τα αποτελέσματά της. Ως εκ τούτου, υπάρχει πάντα κάτι νέο για να μας διδάξει. Δεν προσηλώνεται στην κατεύθυνση ενός μοναδικού νοήματος που θα ήταν ο νόμος της, ο μοναδικός της νόμος. Γι αυτό ακριβώς είναι μάταιο να αναζητούμε εγγυήσεις στην πρακτική: μπορεί να τις δώσει όλες. Μπορεί, επίσης, να τις καταστρέψει όλες. Η πρακτική χαράσσει όρια και τα εξαλείφει: στοιχείο της είναι το όριο. Τη σημασία της την αναζητά πάντα πέραν των ορίων της. 6. Να εμπιστευτούμε την πρακτική: αυτή αποφασίζει πάντα. Τα κριτήριά της, όμως, δεν έχουν ομοιόμορφη λειτουργία: η πρακτική δεν συνιστά μια ομοιογενή τάξη, στους κόλπους της οποίας θα συγχωνεύονταν όλες οι πρακτικές, ανταποκρινόμενες σε ένα μοναδικό μοντέλο, το μοντέλο της Πρακτικής. Στην πρακτική, εντός της πρακτικής: τέτοιες εκφράσεις έχουν αντικειμενική αξία προσδιορισμού μόνο αν αναφέρονται σε διαφοροποιημένα περιεχόμενα, σε δίκτυα συναρθρωμένων πρακτικών που αλληλοστηρίζονται καθώς αντιτίθενται αμοιβαία. 7. Να στοχαστούμε την πρακτική σημαίνει να συλλάβουμε την απειρότητα των διαδικασιών της, τη συνθετότητά τους, τον κατά τάση χαρακτήρα τους, την αναγκαιότητα μιας κίνησης που συνεχίζεται πάντα πλεονασματικά ή ελλειμματικά πέραν του εαυτού της. Όχι για να εντάξουμε ή να περικλείσουμε αυτή την κίνηση στα όρια μιας ολοκληρωμένης θεωρίας, αλλά για να τη συνοδεύσουμε και ει δυνατόν να επηρεάσουμε τις κατευθύνσεις της και έτσι, προσωρινά τουλάχιστον, να τις ελέγξουμε. 8. Από πού προέρχονται οι ορθές ιδέες; Από την πρακτική. Αλλά από πού προέρχονται οι εσφαλμένες ιδέες; Επίσης από την πρακτική. Από την πρακτική προέρχονται, μαζί και από κοινού, ορθές και εσφαλμένες ιδέες. Εάν η πρακτική διακρίνει, σε τελική ανάλυση, τις ορθές ιδέες, τούτο οφείλεται στο γεγονός ότι διχάζεται καθ εαυτή, διαμοιράζεται σε πολλά επίπεδα, φέρνοντας στην επιφάνεια άνισα και αντιθετικά επίπεδα απόφασης. Η πρακτική αναπτύσσεται στο στοιχείο της αντίφασης: δεν υπάρχει πρακτική που να μην διαιρεί και να μην διαιρείται. Είναι αδύνατον να στοχαστούμε την πρακτική δίχως την αντίφαση. Σελίδα 2 / 5
9. «Εν αρχή ην η πράξη». Αλλά δεν αρκεί να ξεκινήσει μια πράξη για να παραγάγει πραγματικά όλα τα αποτελέσματά της. Πρέπει να συνεχιστεί μετά την έναρξή της, πρέπει να «απομακρυνθεί» απ αυτήν. Μια αποτελεσματική πράξη δεν ξεδιπλώνει απλώς, με θετικό και συνεχή τρόπο, ό,τι υπήρχε ως δεδομένο στο σημείο αφετηρίας της: καθώς συνδέεται με άλλες πράξεις, που την ανταγωνίζονται και την συμπληρώνουν, καταλήγει να έρθει σε αρνητική σχέση με τον εαυτό της. Η πρακτική δεν ανάγεται ποτέ σε μια μοναδική και απλή πράξη, που θα αποτελούσε αυτή η ίδια μια εικόνα ή μια μορφή η οποία θα βρισκόταν σε αντιστοιχία με την Πράξη ως τέτοια: αλλά αναπτύσσεται αντιφατικά, μέσα από ένα σύνθετο σύνολο διαφόρων πράξεων. 10. Οι ιδέες έρχονται απ την πρακτική: ας πούμε μάλλον ότι έρχονται στην πρακτική, απ όπου αναδύονται δίχως ποτέ να βγαίνουν, γιατί αυτοστιγμεί καταδύονται εκ νέου σ αυτήν. Σχηματίζονται στους κόμβους της πρακτικής, εκεί όπου τα διαφορετικά στοιχεία ή σχήματά της διαπλέκονται, συνδέονται και διαλύονται. Εκεί όπου διαιρείται η πρακτική, εκεί ακριβώς σχηματίζεται γνώση που τη συναρθρώνει. 11. «Πρέπει να δράσουμε, να μην αφήσουμε τα πράγματα στην τύχη τους, να κάνουμε κάτι». Τέτοιες φράσεις, που ακούγονται πολλές φορές, προδίδουν ανυπομονησία και αμηχανία: περισσότερο από προσδιορισμό εκφράζουν απροσδιοριστία. Πώς να προσδιορίσουμε τον εαυτό μας προκειμένου να δράσει; Πώς να προσδιορίσουμε το περιεχόμενο των πράξεών μας; Παρεμβαίνω, σημαίνει κατά λέξη μπαίνω ανάμεσα, παρεμβάλλομαι, δηλαδή επίσης «βρίσκω ένα μέσο», κάτι ενδιάμεσο το οποίο στηρίζεται στις εσωτερικές αντιφάσεις μιας κατάστασης και δίνει στην πρακτική την ενεργητική της ώθηση. Μαθαίνω σημαίνει ότι ανακαλύπτω πως δεν αρχίζουμε ποτέ ολοκληρωτικά μια πράξη, και ως εκ τούτου αφοσιώνομαι στην αναζήτηση των μεσολαβήσεων που παρέχουν σε κάθε πρακτική την καταστατική αρχή της, την κινητήρια δύναμη ανάπτυξής της. Γνωρίζω σημαίνει φέρνω στο φως τον ενδιάμεσο όρο. 12. Αποδεικνύουμε την κίνηση περπατώντας. Για να γνωρίσουμε τη γεύση ενός αχλαδιού πρέπει να το φάμε. Οι γνώσεις μας υποτάσσονται στο νόμο των γεγονότων. Αλλά αυτός ο νόμος δεν είναι εξωτερικός προς τις γνώσεις ούτε οι γνώσεις είναι ξένες προς αυτόν. Ο νόμος των γεγονότων είναι η γνώση που εμπεριέχουν και η οποία αποκαλύπτεται και ανακαλύπτεται εντός και διά της πρακτικής. Μια τυφλή πρακτική, που δεν δημιουργεί τις δικές της μορφές αναστοχασμού και ελέγχου, συνιστά αυταπάτη. Μια τυπική γνώση, που επιβάλλει την αλήθεια της ανεξαρτήτως των συνθηκών παραγωγής της, είναι ένα στείρο παιχνίδι. 13. Δεν υπάρχει πρακτική χωρίς γνώση, ρητή ή υπόρρητη. Δεν υπάρχει γνώση χωρίς πρακτική, σχεδιασμένη ή αθέλητη. Σελίδα 3 / 5
14. «Η απόδειξη της πουτίγκας είναι ότι την τρώμε». Όχι: αυτό αποδεικνύει μόνο ότι τρώμε κάτι που πιστεύουμε ότι είναι πουτίγκα. Η καθημερινή εμπειρία διδάσκει στον καταναλωτή ότι τα πράγματα δεν είναι αναγκαστικά έτσι όπως του φαίνονται ή έτσι όπως υποδεικνύει το όνομα με το οποίο του τα παρουσιάζουν. Η απόδειξη της πουτίγκας είναι στην πραγματικότητα ότι τη φτιάχνουμε: τότε μόνο γνωρίζουμε τι έχουμε βάλει σ αυτήν. Δεν βρίσκουμε την αλήθεια των γεγονότων καταναλώνοντάς την αλλά παράγοντάς την. 15. Λέμε πως κάτι είναι «πρακτικό» όταν φαίνεται να ταιριάζει στις συνήθειές μας: είναι σαν να φτιάχτηκε για εμάς ή εμείς για αυτό. Ομοίως, ένα πρακτικό πνεύμα συναινεί στις καταστάσεις, στις ευκαιρίες. Η πρακτική είναι υπόθεση συναρμογής: η ορθότητα είναι η μορφή της αλήθειας της. Αλλά αυτή η ορθότητα δεν είναι η αδιάφορη ακρίβεια μιας εξωτερικής, μηχανικής προσαρμογής. Προϋποθέτει μια αξιολόγηση, την επιλογή μιας κατεύθυνσης, την ενεργοποίηση μιας προοπτικής, οι οποίες οδηγούν την πρακτική να επιστρέψει στον εαυτό της για να παραγάγει τις συνθήκες του μετασχηματισμού της. Είναι η ορθότητα μιας δέσμευσης. Είναι επίσης αποτέλεσμα μιας εργασίας, και αυτή ακριβώς η εργασία είναι το τίμημά της. Τίποτα δεν είναι δεδομένο ή εγγυημένο απ την πρακτική. Η πρακτική δεν δίνει χωρίς αντιστάθμισμα, δηλαδή χωρίς το τίμημα που ενέχει η λήψη μιας θέσης: οφείλουμε να πάρουμε μέρος σ αυτήν, να εκτεθούμε στον κίνδυνο μιας συνεχούς επανασυναρμογής η οποία τροποποιεί τόσο το υποκείμενο της πρακτικής όσο και τα αντικείμενα και τα αποτελέσματά της. 16. Να είσαι πραγματιστής σημαίνει να αναγνωρίζεις την κυριαρχία της πρακτικής, να στέκεσαι όσο πλησιέστερα γίνεται στην εμπειρία, να αισθάνεσαι τις καμπές της, να υποτάσσεσαι στα γεγονότα, να προσαρμόζεσαι σ αυτά. Αλλά όποιος ακολουθεί την πρακτική, και δεν ακολουθεί παρά μόνον αυτή, ενδίδει στην ψευδαίσθηση ότι η πρακτική συνιστά μια κλειστή και αυτάρκη τάξη. Πιστεύει, κατά βάθος, ότι η πρακτική, πλήρης απ τον εαυτό της και δίχως ελλείψεις, καθώς βαδίζει απευθείας προς τους σκοπούς της, θεσπίζει αυθόρμητα τους νόμους στους οποίους δεν μένει παρά να υποταχθεί κανείς, χωρίς να εμπλακεί σε αυτούς, χωρίς να τους αμφισβητήσει και χωρίς να προσπαθήσει να τους τροποποιήσει. Πράγμα που έχει ως αποτέλεσμα να μένει έξω απ την πρακτική και να παραιτείται απ τη συμμετοχή του στον ατελεύτητο αυτομετασχηματισμό της. Δεν αρκεί να υποταχτούμε στην πρακτική. Πρέπει να συνδεθούμε συγκεκριμένα μ αυτήν, να δεσμευτούμε στο πλαίσιο που ορίζει, να τη στοχαστούμε. Δεν αρκεί να υπακούσουμε στα διδάγματά της, πρέπει να την ωθήσουμε να παραγάγει αυτά τα διδάγματα, θέτοντας την πρακτική επί το έργον. 17. Μπορούμε να μιλήσουμε για πρακτική αλήθεια και να πούμε ότι αυτό που είναι ορθό στην πρακτική είναι αληθές στη θεωρία; Μπορούμε, υπό τον όρο να θεωρήσουμε αυτή την ορθότητα μια προσωρινή συναρμογή, και να εντάξουμε αυτή τη συναρμογή στη διαδικασία μιας κατά τάση κίνησης που δεν καταλήγει ποτέ σε οριστικά αποτελέσματα. Υπό τον όρο, επίσης, να θεωρήσουμε αυτή την αλήθεια μια στιγμή στο πλαίσιο μιας γνωστικής διαδικασίας, η παραγωγή της οποίας συνεχίζεται απεριόριστα, χωρίς ποτέ να εξέρχεται απ την πρακτική, χωρίς ποτέ να εξέρχεται απ τη δική της πρακτική. Σελίδα 4 / 5
18. Όποιος δεσμεύεται, δεσμεύεται για κάτι ή σε κάτι, από μια οπτική γωνία που είναι κατ αρχάς οριοθετημένη και καθορισμένη, και ως εκ τούτου προσδιορισμένη. Όποιος δεσμεύεται απολύτως, με τρόπο απεριόριστο, δεν δεσμεύει εντέλει παρά την ευθύνη του, με αποτέλεσμα να αποσύρεται σε μια ενδόμυχη σχέση εαυτού προς εαυτόν, η οποία είναι ελεύθερη στο μέτρο της απροσδιοριστίας της: ως εκ τούτου, δεν δεσμεύεται για τίποτα ούτε σε τίποτα. Δεσμεύομαι σημαίνει επομένως συναρμόζομαι με τις συνθήκες, για να μπορώ, σε ανταπόδοση, να δράσω σε αυτές, να τις τροποποιήσω και να τις μετασχηματίσω. 19. Μια πρακτική είναι κατ αρχάς μια θέση που πηγαίνει πολύ πέρα απ τους ομολογημένους της στόχους ή απ τους στόχους που η ίδια ομολογεί στον εαυτό της. Η προοπτική με την οποία συνδέεται της επιβάλλεται απ τις αντικειμενικές συνθήκες τέλεσής της, έξω απ τις οποίες θα ήταν ανενεργή. Αλλά αυτές οι συνθήκες την ωθούν επίσης να υπερβεί την αρχική της πρόθεση: διανοίγουν γι αυτήν έναν διευρυμένο τομέα έρευνας, που δεν περιορίζεται σε απλά καθήκοντα διεκπεραίωσης. Καμιά πρακτική δεν είναι ελεύθερη στην απαρχή της: ανακαλύπτει όμως και επινοεί, στο εσωτερικό των διαδικασιών της, τις μορφές ελευθερίας της, μέσα απ τις οποίες αναπτύσσεται σε απρόβλεπτες κατευθύνσεις καθώς επιστρέφει αρνητικά στον εαυτό της. 20. Καμία πρακτική δεν είναι καθ ολοκληρίαν ελεύθερη ή καθ ολοκληρίαν εξαναγκασμένη. Κάθε πρακτική, καθώς συνδέεται με μια προοπτική τα όρια της οποίας τη δεσμεύουν αλλά και την καθορίζουν, είναι επίσης κριτική επανεξέταση, στοχασμός, επέκταση ή ανατροπή αυτής της προοπτικής. Επινοούμε την πρακτική μας αποδεχόμενοι συνειδητά τις συνθήκες της, για να μπορούμε να τις υπερβούμε. 21. Μια πρακτική η οποία δεν θα επανεξέταζε κριτικά το ρίζωμά της για να το μετασχηματίσει δεν θα ήταν πλέον πρακτική αλλά απλό πάθημα. Αν όμως στερούνταν ολοκληρωτικά τις ρίζες της, θα ήταν ανίκανη να προβεί σε μια τέτοια τροποποίηση. Σελίδα 5 / 5