«Τεχνικές διαχείρισης τραπεζικών κινδύνων και αξιολόγησης των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων»

Σχετικά έγγραφα
ΕΙΔΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ. Credit Value at Risk

Εργαστήριο Εκπαίδευσης και Εφαρμογών Λογιστικής. Εισαγωγή στην Χρηματοοικονομική Ανάλυση

Δημοσιοποιήσεις σύμφωνα με το Παράρτημα 1 της Απόφασης 9/459/2007 της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, όπως τροποποιήθηκε με την Απόφαση 9/572/23.12.

Asset & Wealth Management Α.Ε.Π.Ε.Υ.

MANAGEMENT OF FINANCIAL INSTITUTIONS

Μάθημα: Διαχείριση Ρίσκου

Δηµοσιοποιήσεις σύµφωνα µε το Παράρτηµα 1 της Απόφασης 9/459/2007 της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, όπως τροποποιήθηκε µε την Απόφαση 9/572/23.12.

ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΠΙΣΤΩΤΙΚΟΥ ΚΙΝΔΥΝΟΥ

ΕΙΔΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ. Value at Risk (VaR) και Expected Shortfall

ΜΙΔΑΣ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΗ Α.Ε.Π.Ε.Υ.

Στρατηγικές και διαδικασίες για τη διαχείριση κινδύνων.

ΟΔΗΓΙΕΣ ΣΥΜΠΛΗΡΩΣΗΣ ΤΩΝ ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΩΝ Γ02Α ΚΑΙ Γ02Β: ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΩΝ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΕΝΑΝΤΙ ΤΟΥ ΠΙΣΤΩΤΙΚΟΥ ΚΙΝΔΥΝΟΥ

ΔΙΕΘΝΗ ΤΡΑΠΕΖΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ

TRIPLE A EXPERTS ΑΕΠΕΥ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3: ΕΙΔΗ ΚΙΝΔΥΝΟΥ

ΜΙΔΑΣ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΗ ΑΕΠΕΥ ΔΗΜΟΣΙΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ 9/459/ ΤΟΥ Δ.Σ. ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ

Περιεχόμενα 9. Περιεχόμενα

Επίπτωση στις Κεφαλαιακές Απαιτήσεις των Τραπεζών βάσει του Νέου Εποπτικού Πλαισίου (Βασιλεία ΙΙ) ως προς τις Μικρο-μεσαίες επιχειρήσεις

ΔΗΜΟΣΙΟΠΟΙΗΣΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΗ ΕΠΑΡΚΕΙΑ, ΤΟΥΣ ΑΝΑΛΑΜΒΑΝΟΜΕΝΟΥΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥΣ. ΚΑΙ ΤΗΝ ΔΙΑΧΕΙΡiΣΗ ΤΟΥΣ. 31/12/2011

Μάρκετινγκ Χρηματοοικονομικών Υπηρεσιών

Εισαγωγή στην. χρηματοοικονομική ανάλυση

Εισαγωγή στην Χρηματοοικονομική ανάλυση

Πληροφορίες εποπτικής φύσεως σχετικά µε την κεφαλαιακή επάρκεια της. ΚΑΠΠΑ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΗ Α.Ε.Π.Ε.Υ., τους κινδύνους που αναλαµβάνει

ΕΚΘΕΣΗ ΤΟΥ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ «MARPRO ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗ ΑΚΙΝΗΤΩΝ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» ΑΡ.Μ.Α.Ε /004/Β/09/0100 ΠΡΟΣ ΤΗΝ

Βασικά σημεία διάλεξης. λογιστική. Χρηματοοικονομική λογιστική (ΧΛ) ιοικητική Λογιστική. Λογιστική και Χρηματοοικονομική (Π.Μ.Σ.)

Επιλογή επενδύσεων κάτω από αβεβαιότητα

Στατιστικές Έννοιες (Υπολογισμός Χρηματοοικονομικού κινδύνου και απόδοσης, διαχρονική αξία του Χρήματος)

ΕΙΔΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ. Liquidity Risk, Swaps, Interest Rate Caps and Stress Testing

ΜΙΔΑΣ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΗ Α.Ε.Π.Ε.Υ.

Συνέπειες της Εφαρμογής του πλαισίου της Βασιλείας ΙΙ για τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις

Δημοσιοποίηση στοιχείων Πυλώνα ΙΙΙ για τη χρήση που έληξε

ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

Πρόγραμμα Σπουδών: Διοίκηση Επιχειρήσεων & Οργανισμών Θεματική Ενότητα: ΔΕΟ 41 Αγορές Χρήματος & Κεφαλαίου. Ακαδημαϊκό έτος:

Ο όρος «Χρηματοδότηση» περιλαμβάνει δύο οικονομικές δραστηριότητες.

Δ ι α φ ά ν ε ι ε ς β ι β λ ί ο υ

Όμιλος ATEbank - Αποτελέσματα Έτους 2009

Οι λειτουργίες του. ιδακτικοί στόχοι. χρήµατος. Αναφορά των ιδιοτήτων του. Αναφορά στα είδη του χρήµατος. Κατανόηση της λειτουργίας του

Στατιστικές Έννοιες (Υπολογισμός Χρηματοοικονομικού κινδύνου και απόδοσης, διαχρονική αξία του Χρήματος)

Οι ιδιαιτερότητες των λοιπών επιχειρηματικών κλάδων ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 2. Αποτίμηση (επιμέτρηση) και απομείωση σύμφωνα με το IFRS 9

ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΟΠΤΕΙΑΣ ΠΙΣΤΩΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6 ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΥ ΚΑΙ ΠΑΘΗΤΙΚΟΥ

Στόχοι και Επενδυτική Πολιτική. Προφίλ Κινδύνου και Απόδοσης

Οι βασικές αρχές διαχείρισης των παραπάνω κινδύνων είναι οι ακόλουθες :

ΠΙΣΤΩΤΙΚΟΣ ΚΙΝ ΥΝΟΣ. Ανάπτυξη Ολοκληρωµένου Συστήµατος Μέτρησης και ιαχείρισης Πιστωτικού Κινδύνου

Στόχοι και Επενδυτική Πολιτική. Προφίλ Κινδύνου και Απόδοσης

Χ. Βλ. Γκόρτσος. Επίκουρος Καθηγητής ιεθνούς

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8 ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΕΠΙΤΟΚΙΩΝ ΚΑΙ ΤΟ ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ (DURATION MODEL)

2) μία Επενδυτική Στρατηγική Παραγώγου Χρηματοοικονομικού Μέσου ενεργοποιείται μέσω παραγώγων χρηματοοικονομικών συμβολαίων.

Αξιολόγηση Επενδυτικών Σχεδίων

Μπορείτε να αγοράσετε και να πωλήσετε μερίδια σε καθημερινή βάση(εργάσιμες ημέρες του Λουξεμβούργου και Ελλάδας).

Κεφαλαιακή Επάρκεια και Αναλαμβανόμενοι Κίνδυνοι

Η λειτουργία των τραπεζών 1. Περιεχόμενα. Ιούλιος 2012

ΟΔΗΓΙΕΣ ΣΥΜΠΛΗΡΩΣΗΣ ΤΩΝ ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΩΝ Δ01 - Δ20, Δ29, Δ30: ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΩΝ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΕΝΑΝΤΙ ΤΟΥ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΑΓΟΡΑΣ - ΠΔ/ΤΕ

Ανάλυση Λογιστικών Καταστάσεων

Αποτελέσματα Εννεαμήνου 2009

І. Αποκάλυψη πληροφοριών σχετικά με τους σκοπούς και την πολιτική του επενδυτικού μεσολαβητή σε σχέση με τη διαχείριση των κινδύνων.

Μπορείτε να αγοράσετε και να πωλήσετε μερίδια σε καθημερινή βάση(εργάσιμες ημέρες του Λουξεμβούργου και Ελλάδας).

ΕΝΔΙΑΜΕΣΕΣ ΣΥΝΟΠΤΙΚΕΣ ΕΝΟΠΟΙΗΜΕΝΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΤΡΙΜΗΝΟ ΠΟΥ ΕΛΗΞΕ ΣΤΙΣ 31 ΜΑΡΤΙΟΥ 2006

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VII: ΣΥΝΑΛΛΑΓΕΣ (TRADING)

ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ

Στόχοι και Επενδυτική Πολιτική. Προφίλ Κινδύνου και Απόδοσης

Όμιλος ATEbank - Αποτελέσματα A Τριμήνου2010

Αποτελέσματα Έτους 2008

Στόχοι και Επενδυτική Πολιτική. Προφίλ Κινδύνου και Απόδοσης

Μπορείτε να αγοράσετε και να πωλήσετε μερίδια σε καθημερινή βάση(εργάσιμες ημέρες του Λουξεμβούργου και Ελλάδας).

Αρχές Οργάνωσης και Διοίκησης Επιχειρήσεων 11:40

ΠΡΑΞΗ ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΑΡΙΘΜ. 123/

Χρηματοοικονομική ανάλυση των ΜΜΕ

Διαχείριση Κινδύνου Risk Management

ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ. ΕΝΟΤΗΤΑ 4η ΠΡΟΒΛΕΨΗ ΖΗΤΗΣΗΣ

Αποτίμηση Επιχειρήσεων

Στόχοι και Επενδυτική Πολιτική. Προφίλ Κινδύνου και Απόδοσης

EPSILON EUROPE PLC. ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ Έτος που έληξε στις 31 Δεκεμβρίου 2017

ΕΕΟ 11. Η χρήση στατιστικών εργαλείων στην εκτιμητική

Κύριοι Μέτοχοι, Εξέλιξη των εργασιών της εταιρείας

Αξιολόγηση Επενδύσεων

Μπορείτε να αγοράσετε και να πωλήσετε μερίδια σε καθημερινή βάση(εργάσιμες ημέρες του Λουξεμβούργου και Ελλάδας).

Έγγραφο Βασικών Πληροφοριών

ΙΟΝΙΚΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΩΝ ΑΘΗΝΑΙ

Στόχοι και Επενδυτική Πολιτική. Προφίλ Κινδύνου και Απόδοσης

Μπορείτε να αγοράσετε και να πωλήσετε μερίδια σε καθημερινή βάση(εργάσιμες ημέρες του Λουξεμβούργου και Ελλάδας).

Έγγραφο Βασικών Πληροφοριών

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΧΡΗΣΗΣ 2008 ΤΟΥ ΟΜΙΛΟΥ ATTICA BANK. Κέρδη 12,61 εκατ. ευρώ μετά από φόρους Σύνολο ενεργητικού 4,52 δις.

Ποσοτικές Μέθοδοι στη Διοίκηση Επιχειρήσεων ΙΙ Σύνολο- Περιεχόμενο Μαθήματος

Συνολικά Βασικά Ίδια Κεφάλαια (Tier 1) Συνολικό Σταθμισμένο Ενεργητικό ,10% ανοιγμάτων έναντι επιχειρήσεων (%) 1

ΑΝΑΛΥΣΗ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ

Ο Ι ΚΟ Ν Ο Μ Ι Κ Α / Σ ΤΑΤ Ι Σ Τ Ι Κ Η

Συναλλαγματικές ισοτιμίες και επιτόκια

Οικονομικά Στοιχεία Α Τριμήνου 2017

Στόχοι και Επενδυτική Πολιτική. Προφίλ Κινδύνου και Απόδοσης

ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΑΓΟΡΕΣ. Ενότητα 2: ΤΡΑΠΕΖΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΚΥΡΙΑΖΟΠΟΥΛΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ Τμήμα ΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ

ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΕΠΕΑΕΚ ΙΙ

(LF) Fund of Funds Global Medium, ένα υπό-αμοιβαίο κεφάλαιο του αμοιβαίου κεφαλαίου(lf) Fund of Funds

Έκθεση Φερεγγυότητας & Χρηματοοικονομικής Κατάστασης Ομίλου - Σύνοψη

2) μία Επενδυτική Στρατηγική Παραγώγου Χρηματοοικονομικού Μέσου ενεργοποιείται μέσω παραγώγων χρηματοοικονομικών συμβολαίων.

Στόχοι και Επενδυτική Πολιτική. Προφίλ Κινδύνου και Απόδοσης

Γενική Περιγραφή Αγοράς Στόχου (Target Market) 1. Γενικά. 2. Ορισμοί

Επενδυτικός κίνδυνος

ΗΜΟΣΙΟΠΟΙΗΣΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΗ ΕΠΑΡΚΕΙΑ, ΤΟΥΣ ΑΝΑΛΑΜΒΑΝΟΜΕΝΟΥΣ ΚΙΝ ΥΝΟΥΣ. ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΑΧΕΙΡiΣΗ ΤΟΥΣ. 31/12/2014

CREDIT RISK - BASEL II & CRD

Transcript:

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ «ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗ» ΤΜΗΜΑΤΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ «Τεχνικές διαχείρισης τραπεζικών κινδύνων και αξιολόγησης των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων» Διπλωματική Εργασία του Στεργίου Νικόλαου (ΑΕΜ: 383) Επιβλέπων: Μέλη: Εξεταστική Επιτροπή Κοσμίδου Κυριακή Βλαχάβας Ιωάννης Παπαδόπουλος Χρυσολέων ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΜΑΡΤΙΟΣ 2013 1

Πρόλογος Ο βασικός στόχος της παρούσας διπλωματικής εργασίας είναι η μελέτη των τεχνικών διαχείρισης κινδύνων που εφαρμόζουν τα τραπεζικά ιδρύματα.. Αναφορά γίνεται στα διάφορα είδη χρηματοπιστωτικών κινδύνων, στις μεθόδους διαχείρισης κινδύνων που αναφέρονται στην βιβλιογραφία, στους οίκους αξιολόγησης και στις τεχνικές που αυτοί χρησιμοποιούν. Με την ολοκλήρωση της παρούσας διπλωματικής θα ήθελα να ευχαριστήσω την επίκουρη καθηγήτρια κ. Κοσμίδου Κυριακή, με την οποία συνεργάστηκα, για την αποτελεσματική υποστήριξή της σε όλη τη διάρκεια εκπόνησης της εργασίας. Θα ήθελα επίσης να ευχαριστήσω, όλους τους διδάσκοντες καθηγητές του Διατμηματικού Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών «Πληροφορική και Διοίκηση» για την πολύτιμη γνώση και καθοδήγηση που μας προσέφεραν σε ολόκληρη την διάρκεια του προγράμματος. Τέλος, θα επιθυμούσα να ευχαριστήσω ιδιαίτερα την οικογένεια μου και τους φίλους μου που χωρίς τη βοήθεια τους δεν θα ήταν εύκολη η ολοκλήρωση του μεταπτυχιακού προγράμματος. Στεργίου Νικόλαος 15 Μαρτίου 2013 2

Περιεχόμενα Πρόλογος... 2 Εισαγωγή... 8 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1... 10 1.1 Η έννοια του κινδύνου... 10 1.2 Η έννοια της διαχείρισης κινδύνων από τα τραπεζικά ιδρύματα... 11 1.3 Είδη χρηματοοικονομικών κινδύνων... 13 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2... 15 2.1 Κίνδυνος αγοράς (market risk)... 15 2.1.1 Προσέγγιση της αξίας σε κίνδυνο (VaR)... 16 2.2 Ιστορική προσομοίωση... 18 2.3 Προσομοίωση Monte Carlo... 19 2.4 Ανάλυση σεναρίου... 20 2.5 Back-Testing... 21 2.6 Ακραία σενάρια ή Stress Testing... 22 2.6.1 Βήματα κατασκευής Stress Test... 23 2.6.2 Διασφάλιση εγκυρότητας Stress Test... 24 2.6.3 Δημιουργία ακραίων σεναρίων... 25 2.6.4 Προβλήματα του Stress Testing... 26 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3... 27 3.1 Πιστωτικός κίνδυνος (Credit Risk)... 27 3.1.1 Ποσοτική ανάλυση πιστωτικού κινδύνου και διαστάσεις του... 28 3.2 Μέθοδοι μέτρησης πιστωτικού κινδύνου... 29 3.2.1 Η τυποποιημένη μέθοδος (Standardized Method)... 30 3.2.2 Η μέθοδος των εσωτερικών διαβαθμίσεων (Internal ratings-based Method)... 30 3.3 Κλίμακα διαβαθμίσεων πιστωτικού κινδύνου... 30 3

3.3.1 Credit Scoring... 31 3.3.2 Credit Rating... 32 3.3.3 Behavioural Credit Scoring... 32 3.4 Υποδείγματα μέτρησης και διαχείρισης πιστωτικού κινδύνου... 33 3.4.1 Το μοντέλο του Merton... 33 3.4.2 Το υπόδειγμα της KMW... 33 3.4.3 Το μοντέλο RAROC (risk adjusted return on capital)... 34 3.4.4 Το μοντέλο CreditRisk+... 35 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4... 37 4.1 Κίνδυνος ρευστότητας... 37 4.2 Κατηγορίες κινδύνου ρευστότητας... 38 4.2.1 Ο κίνδυνος ρευστότητας κεφαλαίου - χρηματικών ροών... 38 4.2.2 Ο κίνδυνος ρευστότητας επένδυσης - αγοράς... 38 4.3 Υπολογισμός της τραπεζικής ρευστότητας... 39 4.3.1 Η προσέγγιση της ταμειακής ροής: πηγές και χρήσεις κεφαλαίων... 39 4.3.2 Η εξάρτηση από μεγάλες υποχρεώσεις... 39 4.3.3 Βασικές καταθέσεις προς στοιχεία τον ενεργητικού... 39 4.3.4 Δάνεια και χρηματοδοτικές μισθώσεις προς στοιχεία του ενεργητικού ή προς βασικές καταθέσεις... 40 4.3.5 Προσωρινές επενδύσεις προς ασταθείς υποχρεώσεις... 40 4.4 Μέτρηση και διαχείριση του κινδύνου ρευστότητας με τη μέθοδο της ανάλυσης των ανοιγμάτων ρευστότητας... 41 4.4.1 Πηγές δημιουργίας κινδύνου ρευστότητας και διαχείριση του... 42 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5... 45 5.1 Λειτουργικός Κίνδυνος... 45 5.2 Μέτρηση του λειτουργικού κινδύνου... 46 5.3 Λειτουργικός κίνδυνος και κεφαλαιακή επάρκεια... 47 5.3.1 Προσέγγιση του βασικού δείκτη... 48 4

5.3.2 Τυποποιημένη προσέγγιση... 48 5.3.3 Εναλλακτική τυποποιημένη προσέγγιση... 48 5.3.4 Εξελιγμένες προσεγγίσεις μέτρησης... 49 5.3.5 Συνδυασμός προσεγγίσεων μέτρησης... 49 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6... 50 6.1 Επιτοκιακός Κίνδυνος... 50 6.2 Διαχείριση επιτοκιακού κινδύνου... 51 6.2.1 Ανάλυση ανοίγματος (Gap Analysis)... 51 6.2.2 Μέση διάρκεια αναμονής - Duration Analysis (D-gap)... 54 6.2.3 Μοντελοποίηση των ταμειακών ροών... 56 6.2.4 Αντιμετώπιση αλλαγών των διαφορών (spreads)... 56 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7... 57 7.1 Συναλλαγματικός Κίνδυνος... 57 7.2 Μέθοδοι μέτρησης συναλλαγματικού κινδύνου... 58 7.2.1 Ανάλυση ευαισθησίας των συναλλαγματικών θέσεων (FX Sensitivity Analysis)... 58 7.2.2 Αξία σε κίνδυνο (Value at Risk, VAR)... 59 7.3 Τεχνικές διαχείρισης και αντιστάθμισης του συναλλαγματικού κινδύνου... 59 7.3.1 Διαχείριση συναλλαγματικού κινδύνου... 59 7.3.2 Αντιστάθμιση... 59 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8... 62 8.1 Λοιποί χρηματοοικονομικοί κίνδυνοι... 62 8.1.1 Κίνδυνος εμπορευμάτων... 62 8.1.2 Κίνδυνος μετοχών... 62 8.1.3 Νομικός κίνδυνος... 64 8.1.4 Πολιτικός κίνδυνος... 64 8.1.5 Κίνδυνος χρέους... 64 5

8.1.6 Κίνδυνος διακανονισμού πληρωμών... 65 8.1.7 Κίνδυνος από πράξεις εκτός ισολογισμού... 65 8.1.8 Κίνδυνος αναχρηματοδότησης... 66 8.1.9 Κίνδυνος αξιοπιστίας... 66 8.1.10 Κίνδυνος φερεγγυότητας ή κίνδυνος κεφαλαίου (capital risk)... 66 8.1.11 Κίνδυνος χώρας... 67 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9... 68 Εισαγωγή... 68 9.1 Τι είναι οίκος αξιολόγησης... 68 9.2 Ιστορική αναδρομή... 69 9.3 Οι μεγαλύτεροι οίκοι αξιολόγησης... 70 9.3.1 Η προδιαγραφή NRSRO (nationally recognized statistical rating organization)... 71 9.3.2 Moody's... 71 9.3.3 Standard and Poor's... 73 9.3.4 Fitch Ratings... 74 9.4 Διαδικασία αξιολόγησης και βαθμολόγηση των οίκων αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας... 74 9.4.1 Διαδικασία αξιολόγησης... 74 9.4.2 Βαθμολόγηση S&P και Fitch... 76 9.4.3 Βαθμολόγηση Moody s... 77 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10... 81 Εισαγωγή... 81 10.1 Ενιαίο σύστημα αξιολόγησης χρηματοπιστωτι-κών ιδρυμάτων (UFIRS)... 81 10.2 Βαθμολόγηση στα επιμέρους στοιχεία των τραπεζών... 83 10.3 Η έκθεση UBPR (Uniform Bank Performance Report)... 87 10.3.1 Ανάλυση της UBPR... 88 Συμπεράσματα... 90 6

Βιβλιογραφία... 92 Ιστοσελίδες... 93 7

Εισαγωγή Η μεγάλη μεταβλητότητα των παγκόσμιων αγορών χρήματος και κεφαλαίου και η ραγδαία ανάπτυξη των πληροφοριακών συστημάτων υπήρξαν οι πιο σημαντικοί λόγοι της σταδιακής μετακίνησης των τραπεζών από τον ρόλο του συλλέκτηδιανομέα οικονομικών πληροφοριών και του διαμεσολαβητή σε αυτόν του διαχειριστή χρηματοοικονομικών κινδύνων. Η αντιμετώπιση των παραδοσιακών κινδύνων χρηματοπιστωτικής διαμεσολάβησης (κίνδυνος ρευστότητας, πιστωτικός κίνδυνος) γινόταν από τα ιδρύματα είτε με τη διαχείριση των στοιχείων του ενεργητικού, είτε με τη διαχείριση των στοιχείων του παθητικού. Στις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες οι τράπεζες είχαν μεγάλη ρευστότητα και το πρόβλημα των τραπεζών ήταν η τοποθέτηση αυτών των καταθέσεων, η «διαχείριση» δηλαδή του ενεργητικού τους σύμφωνα με τη σημερινή ορολογία. Αργότερα, οι υψηλοί ρυθμοί οικονομικής ανάπτυξης δημιούργησαν ζήτηση κεφαλαίων από τις επιχειρήσεις και έτσι η έμφαση μετατοπίστηκε προς τη «διαχείριση παθητικού» των τραπεζών. Νέοι κίνδυνοι εμφανίστηκαν στις αρχές της δεκαετίας του 70 οι οποίοι δεν ήταν τόσο αποτέλεσμα της διαμεσολαβητικής διαδικασίας αλλά των νέων συνθηκών που διαμορφώθηκαν στην ευρύτερη χρηματοπιστωτική αγορά, φαινόμενο το όποιο οδήγησε τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα στην ανάπτυξη νέων μεθόδων και τεχνικών για την αντιμετώπιση αυτών των κινδύνων, που στο σύνολο τους ονομάστηκαν διαχείριση χρηματοοικονομικών κινδύνων. Οι νέες συνθήκες που δημιουργήθηκαν στο χρηματοπιστωτικό περιβάλλον ανάγκασαν τις τράπεζες κατά τις τελευταίες δύο δεκαετίες να αναπτύξουν ολοκληρωμένα συστήματα προσδιορισμού, μέτρησης και αντιμετώπισης των κινδύνων. Τα συστήματα αυτά διαφέρουν ριζικά από τα συστήματα των προηγουμένων δεκαετιών, από την άποψη του εύρους των παρεμβάσεων τις οποίες συνεπάγονται τόσο στο ενεργητικό όσο και στο παθητικό αλλά και στο σύνολο του ισολογισμού των τραπεζών και από την άποψη των τεχνικών οι οποίες χρησιμοποιούνται. Η επιστήμη της διαχείρισης κινδύνων εξελίσσεται διαρκώς, αυτό οφείλεται στη συνεχόμενη αύξηση του δανεισμού συνοδευόμενη και από την ένταση του ανταγωνισμού μεταξύ των ιδρυμάτων. Οι αλλαγές στο ελεγκτικό και εποπτικό πλαίσιο ήταν ένας άλλος λόγος που ώθησε τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα να 8

αναπτύξουν συστήματα διαχείρισης κίνδυνων. Οι εποπτικές αρχές επέβαλαν απαιτήσεις κεφαλαιακής επάρκειας στις τράπεζες για την αντιμετώπιση των κινδύνων που αναλαμβάνουν και κανόνες μέσω των οποίων επιδιώκεται η αντιμετώπιση όλων των κινδύνων. Στόχος της διαχείρισης κινδύνου είναι, πρωτίστως, η βελτιστοποίηση της σχέσης κινδύνου-απόδοσης των συναλλαγών, ο σχεδιασμός και η χρηματοδότηση νέων επενδυτικών σχεδίων. Η διαχείριση κινδύνου είναι, συγχρόνως, ένα σύνολο εργαλείων και τεχνικών, απαραίτητων για τον σχεδιασμό της στρατηγικής ενός τραπεζικού οργανισμού. Η ανάλυση, η παρακολούθηση, ο έλεγχος και η ποσοτική αποτίμηση της έκθεσης των τραπεζικών οργανισμών στον κίνδυνο είναι σημαντικά τόσο στην τραπεζική διοικητική όσο και στις εποπτικές αρχές. 9

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 1.1 Η έννοια του κινδύνου Στεργίου Γ. Νικόλαος Α.Μ. : 383 Πριν προχωρήσουμε στην μελέτη αλλά και στην κατανόηση του όρου διαχείρισης κινδύνων των τραπεζικών ιδρυμάτων θα πρέπει να δώσουμε τον ορισμό του κινδύνου. Η έννοια του κινδύνου διαφέρει ανάλογα με το περιβάλλον στο οποίο χρησιμοποιείται. Στην καθομιλουμένη ο κίνδυνος εκφράζει την «έκθεση στην αντιξοότητα», ενώ ταυτόχρονα συνδέεται με την αβεβαιότητα και την ανασφάλεια. Στην χρηματοοικονομική, η λέξη κίνδυνος αποδίδεται με την λέξη «risk» και θεωρείται ότι αποδίδει καλύτερα το νόημα και την έννοια του κινδύνου. Με την λέξη «risk» υπονοείται ότι δεν γνωρίζει κάποιος εκ των προτέρων εάν θα έχει επιτυχή κατάληξη μια οικονομική δραστηριότητα. Για το λόγο αυτό, επικρατεί η αντίληψη ότι όταν κάποιος πραγματοποιεί μια οικονομική πράξη αναλαμβάνει και ένα «ρίσκο» ή ένα «κίνδυνο», υπό την έννοια ότι μπορεί να έχει ευνοϊκό αποτέλεσμα, μπορεί να έχει, όμως και δυσμενές αποτέλεσμα. Επομένως, η λέξη κίνδυνος δεν είναι συνυφασμένη μόνο με την προοπτική της απώλειας και του δυσμενούς αποτελέσματος (κίνδυνος προς τα κάτω - downside risk), αλλά και με την προοπτική του κέρδους και γενικά ενός θετικού αποτελέσματος (κίνδυνος προς τα πάνω - upside risk). Στην διαχείριση κινδύνου ένα τραπεζικό ίδρυμα το οποίο λειτουργεί στο πλαίσιο της οικονομίας της αγοράς, υπάρχει πιθανότητα να υποστεί οικονομικές ζημίες εξαιτίας της πραγμάτωσης ενός μη αναμενόμενου γεγονότος. Η πιθανότητα αυτή καλείται «κίνδυνος». Ως κίνδυνος λοιπόν μπορεί να οριστεί η αβεβαιότητα που συνδέεται με κάποιο προσδοκώμενο γεγονός ή αποτέλεσμα. Οι τύποι και ο βαθμός κινδύνων στους οποίους μια τράπεζα μπορεί να εκτίθεται, εξαρτώνται από διάφορες παραμέτρους όπως το μέγεθος, η πολυπλοκότητα των επιχειρησιακών δραστηριοτήτων, ο όγκος των συναλλαγών και άλλα. Γενικά οι τράπεζες και όλοι οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί αντιμετωπίζουν κινδύνους που αφορούν την πίστωση, την αγορά, τη ρευστότητα, τη λειτουργικότητα και πολλούς άλλους τομείς που αναλύονται παρακάτω. Τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που προσπαθούν να αποφύγουν όλους τους κινδύνους παραμένουν στάσιμα στην διάρκεια του χρόνου με αποτέλεσμα να μην 10

εξυπηρετούν επαρκώς τις πιστωτικές ανάγκες των πελατών τους. Επίσης, ένα ίδρυμα που αναλαμβάνει συνέχεια κινδύνους διαφόρων μορφών, μπορεί να συναντήσει εξίσου πολλές δυσκολίες στην πορεία του και να μην έχει τα επιθυμητά αποτελέσματα. 1.2 Η έννοια της διαχείρισης κινδύνων από τα τραπεζικά ιδρύματα Οι χρηματοοικονομικοί κίνδυνοι συνδέονται με τις διακυμάνσεις στις χρηματοοικονομικές αγορές. Όπως είναι φυσικό, οι τράπεζες εμπλέκονται πολύ πιο ενεργά στους χρηματοοικονομικούς κινδύνους, αφού αυτοί συνδέονται άμεσα με το αντικείμενο της εργασίας τους, ενώ παράλληλα η αποτελεσματική διαχείριση αυτών των κινδύνων είναι κρίσιμη στην απόδοση των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων.[1] Η αστάθεια στις διεθνείς χρηματοοικονομικές αγορές τις τελευταίες δεκαετίες συνδέθηκε με αρκετές καταρρεύσεις τραπεζών και έστρεψε το ενδιαφέρον στην διαχείριση κινδύνων που άρχισε να αναπτύσσεται γρήγορα. Η μόνη διεθνής σταθερά όλη αυτή την περίοδο ήταν η συνεχής υψηλή μεταβλητότητα και η αδυναμία πρόβλεψης.[2] Ως χρηματοοικονομικός κίνδυνος ορίζεται η μεταβλητότητα των απροσδόκητων αποτελεσμάτων στις αγορές ομολόγων, μετοχών και δανειακών κεφαλαίων. Κάθε χώρα έχει εποπτικές αρχές οι οποίες πρέπει να ελέγχουν κατά πόσο οι εμπορικές τράπεζες μετρούν και διαχειρίζονται σωστά τους χρηματοοικονομικούς κίνδυνους. Ο Vaughan et al 1997 ορίζει τη διαχείριση κινδύνων ως επιστημονική προσέγγιση για την πρόγνωση των πιθανών τυχαίων απωλειών και για το σχεδιασμό και την εφαρμογή των διαδικασιών που ελαχιστοποιούν την απώλεια.[3] Επίσης, διαχείριση κινδύνων καλείται το σύνολο των συντονισμένων ενεργειών, στις οποίες προβαίνει η διοίκηση ενός τραπεζικού ιδρύματος με στόχο την πρόληψη και αντιμετώπιση των αρνητικών επιπτώσεων στην καθαρή θέση, στα έσοδα ή στα κέρδη του από την επίδραση ενός ή περισσοτέρων κινδύνων. Περιλαμβάνει την διαχείριση παθητικού, μέσω της οποίας εξασφαλίζεται η χρηματοδότηση της τραπεζικής δραστηριότητας, την διαχείριση ενεργητικού, μέσω της οποίας εξασφαλίζονται τα εισοδήματα της τραπεζικής δραστηριότητας και την διαχείριση της λειτουργίας του πιστωτικού ιδρύματος, μέσω της οποίας εξασφαλίζεται η ελαχιστοποίηση των γενικών λειτουργικών δαπανών. 11

Η διαχείριση κινδύνου αποτελεί τον κεντρικό πυρήνα της διαχείρισης στρατηγικής κάθε οργανισμού. Το επίκεντρο της καλής διαχείρισης κινδύνου είναι η αναγνώριση και ο χειρισμός των κινδύνων. Στόχος της είναι να προσθέσει τη μέγιστη αξία σε όλες τις δραστηριότητες του ιδρύματος. Αυξάνει την πιθανότητα επιτυχίας, και μειώνει αμφότερα, την πιθανότητα αποτυχίας και την αβεβαιότητα επίτευξης των συνολικών στόχων του οργανισμού. Η διαχείριση κινδύνου θα πρέπει να είναι μία συνεχής και αναπτυσσόμενη διεργασία, η οποία διατρέχει τη στρατηγική του οργανισμού και την υλοποίηση αυτής της στρατηγικής. Θα πρέπει να προσεγγίζει μεθοδικά όλους τους κινδύνους που περιβάλλουν τις παλαιότερες, τρέχουσες και ιδιαιτέρως τις μελλοντικές δραστηριότητες του οργανισμού. Πρέπει να είναι ενσωματωμένη στην κουλτούρα του οργανισμού μαζί με μία αποτελεσματική πολιτική. Πρέπει να μεταφράζει τη στρατηγική σε τακτικούς και επιχειρησιακούς στόχους, καθορίζοντας υπευθυνότητες σε κάθε επίπεδο του οργανισμού, για κάθε διοικητικό στέλεχος και εργαζόμενο υπεύθυνο για τη διαχείριση του κινδύνου. Η διαχείριση κινδύνου προστατεύει και προσθέτει αξία στον οργανισμό και στους ενδιαφερόμενους (stakeholders) υποστηρίζοντας τους στόχους του οργανισμού, με: την παροχή ενός πλαισίου στον οργανισμό που βοηθάει κάθε μελλοντική δραστηριότητα να λαμβάνει χώρα με ένα σταθερό και ελεγχόμενο τρόπο τη βελτίωση της λήψης αποφάσεων, του προγραμματισμού και του καθορισμού προτεραιότητας μέσω της ευρείας και δομημένης κατανόησης της επιχειρησιακής δραστηριότητας, της αστάθειας και των ευκαιριών / απειλών των έργων την συμβολή σε μία πιο αποδοτική χρήση / κατανομή του κεφαλαίου και των πόρων εντός του οργανισμού τη μείωση της μεταβλητότητας στις μη βασικές επιχειρησιακές περιοχές την προστασία και βελτίωση των παγίων και της εικόνας της εταιρίας την ανάπτυξη και την υποστήριξη των ανθρώπων και της βάσης γνώσης του οργανισμού τη βελτιστοποίηση της λειτουργικής αποδοτικότητας. [a] Γενικά, μια γενική δομή της διαδικασίας διαχείρισης κινδύνου μπορεί να διαιρεθεί σε τρία διαφορετικά στάδια. Το πρώτο στάδιο της ταυτοποίησης του κινδύνου 12

(identification) είναι το σημαντικότερο, διότι έχει μεγάλη σημασία να αναγνωριστούν και να ταξινομηθούν οι κίνδυνοι που μπορεί να παρουσιαστούν. Η λανθασμένη ταυτοποίηση των κινδύνων ή η μη αναγνώριση τους μπορεί να οδηγήσει ακόμα και σε αρνητικά αποτελέσματα. Το δεύτερο στάδιο αναφέρεται στη υπολογισμό-μέτρηση (measurement) των αναγνωρισμένων και τακτοποιημένων κινδύνων. Για να προχωρήσει ένας οργανισμός σε αυτό το στάδιο θα πρέπει να έχει ολοκληρώσει με επιτυχία το πρώτο στάδιο. Η προσπάθεια μέτρησης του κινδύνου και ποσοτικής αποτίμησης του είναι πραγματικά δύσκολη στο συνεχώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον. Υπό αυτές τις συνθήκες το τραπεζικό ίδρυμα καλείται να αναπτύξει κατάλληλες μεθόδους και τεχνικές για τη μέτρηση του κινδύνου και στη συνέχεια να τις εφαρμόσει στο χαρτοφυλάκιο του. Το τρίτο και τελευταίο στάδιο αναφέρεται στη διαχείριση των κινδύνων (management), δηλαδή στην απόφαση της συναλλαγής ή μη με έναν αντισυμβαλλόμενο. Στην πρώτη περίπτωση, το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα θα πρέπει να αποφασίσει εάν θα μετακυλήσει τον κίνδυνο (εάν είναι απαγορευτικά υψηλός και η αναμενόμενη απόδοση μη ικανή να καλύψει τον κίνδυνο) ή όχι (εάν είναι σε αποδεκτά επίπεδα) ή, τέλος, εάν θα μειώσει τον κίνδυνο. Εάν η δομή της διαχείρισης του τραπεζικού οργανισμού είναι αποτελεσματική, τότε η τράπεζα θα είναι σε θέση να αναγνωρίσει, να παρακολουθήσει και να διαχειριστεί τους κινδύνους που αναλαμβάνει, να σχεδιάσει τη δημιουργία νέων προϊόντων και να μπει σε νέες αγορές. 1.3 Είδη χρηματοοικονομικών κινδύνων Όλες οι οικονομικές πράξεις εμπεριέχουν αβεβαιότητα άρα και κίνδυνο. Αν και δόθηκε μια γενική περιγραφή της έννοιας του κινδύνου, θα πρέπει να γίνει κατανοητό ότι υπάρχουν διάφορα είδη κινδύνου. Πιο συγκεκριμένα, ανάλογα με την οικονομική πράξη και το είδος του περιουσιακού στοιχείου, ο κίνδυνος σχετικά με κάποιο μελλοντικό αποτέλεσμα μπορεί να λάβει διαφορετικές μορφές. [4] Αρχίζοντας την εργασία μας για τους χρηματοπιστωτικούς κινδύνους, παραθέτουμε ένα διάγραμμα που αναφέρεται στην έρευνα των Matthews Κ. και Thompson J. et al 2008. Οι δύο αυτοί σημαντικοί ερευνητές διακρίνουν τους κινδύνους ως εξής: [5] 13

Εικόνα 1.1: Τύποι Κινδύνων [5] Στα επόμενα κεφάλαια ακολουθεί εκτενής αναφορά των κινδύνων που αναφέρονται στην εικόνα 1.1, που θεωρούνται οι πιο σημαντικοί, αλλά και σε άλλους τύπους χρηματοοικονομικών κινδύνων που θεωρούνται δευτερευούσης σημασίας. 14

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Στεργίου Γ. Νικόλαος Α.Μ. : 383 2.1 Κίνδυνος αγοράς (market risk) Ο κίνδυνος της αγοράς είναι αποτέλεσμα της αβεβαιότητας που υπάρχει σχετικά με τις μεταβολές των επιτοκίων, των χρηματιστηριακών τιμών, των συναλλαγματικών ισοτιμιών και γενικά των παραμέτρων της αγοράς και λαμβάνει χώρα στη συναλλαγή στοιχείων ενεργητικού και παθητικού εξαιτίας αυτών των μεταβολών. Τα τραπεζικά ιδρύματα υπόκεινται σε αυτό τον κίνδυνο όταν συναλλάσσουν στοιχεία ενεργητικού και παθητικού αντί να τα διατηρούν για μακροπρόθεσμη επένδυση. Στην θεωρία της χρηματοοικονομικής ο κίνδυνος αγοράς ορίζεται ως η διασπορά των μη αναμενόμενων αποτελεσμάτων του χαρτοφυλακίου τίτλων, που οφείλονται σε αιφνίδιες διακυμάνσεις ορισμένων χρηματοοικονομικών μεταβλητών. Με αυτή την έννοια, τόσο οι θετικές όσο και οι αρνητικές αποκλίσεις μπορούν να θεωρηθούν ως πηγές κινδύνων [1]. Ένας ακόμη ορισμός αναφέρει ότι ο κίνδυνος αγοράς είναι ο κίνδυνος μείωσης της αξίας μιας επένδυσης που μπορεί να προκύψει εξαιτίας των αλλαγών που μπορούν να πραγματοποιηθούν στους παράγοντες που διαμορφώνουν την αξία της αγοράς. Οι παράγοντες αυτοί είναι ο επιτοκιακός κίνδυνος, ο συναλλαγματικός ή νομισματικός κίνδυνος, ο κίνδυνος μετοχών ή χρηματιστηριακός κίνδυνος και ο κίνδυνος εμπορευμάτων. Ο τρόπος που συνδέονται τα διάφορα χρηματοοικονομικά εργαλεία μπορεί να χωρίσει τον κίνδυνο αγοράς σε δύο κατηγορίες, στον βασικό κίνδυνο που εμφανίζεται όταν αλλάζει η μορφή των σχέσεων μεταξύ των χρηματοοικονομικών προϊόντων και στον κίνδυνο Γ που εμφανίζεται όταν τα προϊόντα δεν σχετίζονται με γραμμικό τρόπο. Επίσης, η στρατηγική διαχείρισης κινδύνου που ακολουθείται μας δίνει μία άλλη διάκριση του κινδύνου σε απόλυτο και σε σχετικό. Ο απόλυτος κίνδυνος αγοράς υπολογίζεται από τις δυνητικές απώλειες (ευρώ, δολάρια) και ο σχετικός σε σχέση με ένα συγκριτικό δείκτη.[6] Η εμφάνιση του κινδύνου αγοράς είναι μεγαλύτερη όταν το τραπεζικό ίδρυμα δεν χρησιμοποιεί στοιχεία του ενεργητικού και των υποχρεώσεών του για μεγάλα μελλοντικά διαστήματα. Στις σύγχρονες αγορές χρήματος τα ιδρύματα δείχνουν ενδιαφέρον για τον μηδενισμό των επιδράσεων των διακυμάνσεων για μικρά χρονικά διαστήματα και προκειμένου να εξαλείψουν τις αρνητικές επιδράσεις των κινδύνων 15

που προέρχονται από την αγορά πρέπει να γνωρίζουν κάθε φορά με σχετική ακρίβεια το μέγεθος του κινδύνου.[7] Υπάρχουν πέντε σημαντικοί λόγοι για τους οποίους πρέπει να εκτιμηθεί ο κίνδυνος αγοράς. 1) Πληροφόρηση της διοίκησης: η πολιτική που ακολουθεί η διοίκηση είναι αποτέλεσμα της σύγκρισης των δεδομένων που παίρνει από το τμήμα διαχείρισης κινδύνων με τα έσοδα και τις πηγές του ιδρύματος. 2) Προσδιορισμός ορίων: η εκτίμηση του κινδύνου βοηθά ώστε να μπουν τα κατάλληλα όρια σε κάθε χρηματιστή. 3) Κατανομή των διαθέσιμων πόρων: η εκτίμηση των επικείμενων κινδύνων επιτρέπει την αναγνώριση των τομέων εκείνων που η αποζημίωση ανά μονάδα κινδύνου είναι υψηλότερη από τους υπόλοιπους. 4) Εκτίμηση της αποδοτικότητας: η αποδοτικότητα των χρηματιστών μπορεί να μετρηθεί με το λόγο μεταξύ αποδόσεων και κινδύνων με αποτέλεσμα όσο μεγαλώνει ο αναληφθείς κίνδυνος να μεγαλώνει και η αποζημίωση. 5) Ύπαρξη κανονισμών: η αυστηρή επιβολή νομοθεσίας μαζί με τη μέτρηση των κινδύνων που διενεργεί ο κάθε οργανισμός χωριστά αντιμετωπίζουν τους επικείμενους κινδύνους αποτελεσματικά. [8] Μετά την ανάλυση των λόγων για τους οποίους απαιτείται η εκτίμηση του κινδύνου αγοράς, ακολουθούν οι τεχνικές μέτρησης και διαχείρισής του. Οι τρόποι μέτρησης του κινδύνου είναι: 1) Προσέγγιση μεταβλητότητας συμεταβλητότητας. Η προσέγγιση της αξίας σε κίνδυνο Value at Risk Approach (Risk Metrics) 2) Ιστορική προσομοίωση (Historic or back simulation) 3) Προσομοίωση Monte Carlo (Monte Carlo simulation) 2.1.1 Προσέγγιση της αξίας σε κίνδυνο (VaR) Τα πρώτα υποδείγματα ποσοτικοποίησης του κινδύνου αγοράς αναπτύχθηκαν τα τελευταία χρόνια της δεκαετίας του 80 με σκοπό να γίνει ο κίνδυνος μέρος του Κώδικα της Βασιλείας. Το 1993 η JP Morgan εισήγαγε την τράπεζα δεδομένων «Risk Metrics» αναπτύσσοντας μια μέθοδο εκτίμησης του κινδύνου αγοράς βασισμένη στην προσέγγιση της αξίας σε κίνδυνο (Value at Risk VaR). Την σημερινή εποχή όλοι οι χρηματοοικονομικοί οργανισμοί και οι εταιρίες αξιολόγησης χρησιμοποιούν τέτοια υποδείγματα για την εκτίμηση του κινδύνου. 16

Το θεωρητικό υπόβαθρο των παραδοσιακών μεθόδων του υποδείγματος έχει επηρεαστεί από την θεωρία χαρτοφυλακίου «Markowitz», θεωρία διαχείρισης χρηματοοικονομικών κινδύνων και τις εξελίξεις στην αποτίμηση των παραγώγων χρηματοοικονομικών προϊόντων. Η αναλυτική τεκμηρίωση επιτεύχθηκε από τον Leavens et al το 1945. Με τη μέθοδο VaR μετράται, κάτω από κανονικές συνθήκες στην αγορά η υψηλότερη πιθανή ή αναμενόμενη ζημία και κατά συνέπεια η μείωση (ζημία) της αξίας ενός χαρτοφυλακίου ή η μείωση της αξίας (καθαρής θέσης) ενός χρηματοοικονομικού οργανισμού, εντός συγκεκριμένου χρονικού ορίζοντα ή για μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο και εντός συγκεκριμένου διαστήματος στατιστικής εμπιστοσύνης (δηλαδή με προεπιλεγμένη πιθανότητα). Με τη μέθοδο VaR μπορούμε να μετρήσουμε και κάθε μεμονωμένο κίνδυνο που προκύπτει από έναν παράγοντα κινδύνου.[9] Η μέθοδος μετρά δηλαδή την ποσότητα του κεφαλαίου ενός χρηματοοικονομικού οργανισμού που μπορεί να χαθεί λόγω διακυμάνσεων του χαρτοφυλακίου του και έχει στόχο την μεγιστοποίηση της τρέχουσας αξίας του χαρτοφυλακίου μέσω ελέγχου της διακύμανσης των εισροών. Με μαθηματικούς όρους η VaR είναι η μέγιστη δυνατή απώλεια που μπορεί να προκύψει με πιθανότητα y% και εκφράζεται από την εξίσωση: Pr (x VaR) > y % ή Pr (x > VaR) (100 - y %) Όπου «Pr» συμβολίζει την πιθανότητα εμφάνισης ενός ενδεχομένου, χ συμβολίζει την πραγματική απώλεια, VaR είναι η μέγιστη αξία του χαρτοφυλακίου που μπορεί να απολεσθεί και με y συμβολίζεται ένα αυθαίρετο διάστημα εμπιστοσύνης. Η χρονική περίοδος που επιλέγεται έχει σχέση με το μέσο χρόνο που κρατούνται οι τίτλοι στο χαρτοφυλάκιο και με την απαιτούμενη χρονική διάρκεια κανονικής ή ομαλής ρευστοποίησης του χαρτοφυλακίου. Ο χρονικός ορίζοντας υπολογισμού της VaR μπορεί να είναι μία ημέρα, μία εβδομάδα, ένας μήνας και σε μερικές περιπτώσεις μεγαλύτερο διάστημα. Το διάστημα εμπιστοσύνης που χρησιμοποιείται στη VaR ανέρχεται συνήθως από 90% ως 99% και είναι άμεσα συνδεδεμένο με την τυπική απόκλιση δηλαδή με το μέγεθος των μεταβολών. Στη VaR το διάστημα εμπιστοσύνης αναφέρεται στο ποσοστό του χρόνου που το χαρτοφυλάκιο δεν θα εμφανίσει ζημίες υψηλότερες από τις υπολογισθείσες με τη VaR. 17

2.1.1.1 Πλεονεκτήματα Η αξία σε κίνδυνο έχει το μεγάλο πλεονέκτημα να συνοψίζει σε έναν και μόνο αριθμό, κατανοητό και εύκολο να ερμηνευτεί, την έκθεση στον κίνδυνο της αγοράς ενός τραπεζικού οργανισμού, ο οποίος αποτελεί ένα χρήσιμο εργαλείο στα χέρια των διοικητικών στελεχών. Επίσης, σημαντικό πλεονέκτημα είναι και ο εύκολος τρόπος υπολογισμού αφού χρησιμοποιεί συνηθισμένες στατιστικές τεχνικές. 2.1.1.2 Μειονεκτήματα Τα υποδείγματα VaR υποθέτουν ότι η διάρθρωση της αγοράς είναι απλή και σταθερή που είναι και το μεγαλύτερο μειονέκτημα της μεθόδου. Ένα απλό υπόδειγμα VaR στηρίζεται στην υπόθεση ότι οι μεταβολές στην αξία των στοιχείων του χαρτοφυλακίου κατανέμονται κανονικά και ανεξάρτητα, διαχρονικά, ενώ οι συσχετίσεις και οι διακυμάνσεις αλλάζουν με αργό ρυθμό. Όμως, σύμφωνα με τον Jackson et al 1997 μεγάλες διακυμάνσεις στην αγορά συμβαίνουν πολύ συχνότερα από ότι προβλέπει η κανονική κατανομή. Η VaR επίσης δεν λαμβάνει υπόψη τον μη γραμμικό τρόπο με τον οποίο μεταβάλλεται η αξία της θέσης ως προς τις μεταβλητές που την ορίζουν. Η VaR υποεκτιμά τις πραγματικές ζημίες στην περίπτωση που η επιχείρηση έχει στην κατοχή της σε μεγάλο βαθμό μη ρευστοποιήσιμα στοιχεία που δεν μπορούν να μεταπωληθούν γρήγορα και ίσως πωληθούν με έκπτωση. Τέλος, στην επιλογή των παραμέτρων για τον υπολογισμό της VaR σημαντικό ρόλο παίζουν η χρονική περίοδος και το διάστημα εμπιστοσύνης. 2.2 Ιστορική προσομοίωση Με τη μέθοδο της ιστορικής προσομοίωσης υπολογίζεται ο συνολικός κίνδυνος αγοράς που εμπεριέχει ένα χαρτοφυλάκιο με πλήρη αποτίμηση όλων των θέσεων του χαρτοφυλακίου. Με αυτό το υπόδειγμα υπολογίζεται η πιθανή μεταβολή της αξίας του χαρτοφυλακίου ή του χρηματοοικονομικού οργανισμού, βάσει των ιστορικών μεταβολών των τιμών των επενδυτικών προϊόντων (μετοχών, ομολόγων, δανείων) για διάστημα εμπιστοσύνης που εξυπηρετεί την μέτρηση. Με την μέτρηση διαμορφώνεται μια κατανομή των πιθανών αξιών του χαρτοφυλακίου. Από την κατανομή αυτή με βάση το διάστημα εμπιστοσύνης που επιλέγεται προσδιορίζεται η χαμηλότερη αξία. 18

Η όλη ιδέα της λειτουργίας της συγκεκριμένης μεθόδου στηρίζεται κατά βάση στην παρατήρηση των αποδόσεων (returns) του συνόλου των στοιχείων του ενεργητικού ενός χρηματοπιστωτικού ιδρύματος. Το τραπεζικό ίδρυμα, προκειμένου να αποκτήσει μια σχετική εικόνα για τον κίνδυνο της αγοράς συλλέγει τις αποδόσεις των στοιχείων του ενεργητικού κατά τις προηγούμενες πεντακόσιες ημέρες. Έπειτα υποθέτει ότι τα στοιχεία αυτά έχουν κατανεμηθεί κανονικά και τα τοποθετεί κατά τέτοιον τρόπο ώστε πρώτες να έρχονται οι ημέρες στις οποίες οι αποδόσεις ήταν οι χειρότερες. Στη συνέχεια, υπολογίζει το 5% των συνολικών παρατηρήσεων που αντιστοιχεί στην εικοστή πέμπτη παρατήρηση. Η εικοστή πέμπτη παρατήρηση είναι ο κίνδυνος αγοράς που αντιμετωπίζει το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα. Όλες οι παρατηρήσεις που βρίσκονται πριν από την συγκεκριμένη αποτελούν την περιοχή εκείνη όπου το ίδρυμα δεν θέλει με κανέναν τρόπο να κινούνται οι αποδόσεις του. Το επιθυμητό πεδίο είναι οι παρατηρήσεις άνωθεν της εικοστής πέμπτης. Τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα χρησιμοποιούν την μέθοδο της ιστορικής προσομοίωσης γιατί είναι μια απλή μέθοδος. Η τεχνική αυτή δεν απαιτεί οι αποδόσεις των χρεογράφων και γενικότερα των στοιχείων του ενεργητικού των ιδρυμάτων να κατανέμονται κανονικά ούτε απαιτεί τον υπολογισμό των διακυμάνσεων, τυπικών αποκλίσεων και συσχετίσεων για τις αποδόσεις των χρεογράφων. 2.3 Προσομοίωση Monte Carlo Η προσομοίωση Monte Carlo ακολουθεί την λογική της ιστορικής προσομοίωσης με την διαφορά ότι υπάρχει η δυνατότητα να συμπεριλάβει την εκτίμηση επιπρόσθετων παρατηρήσεων που μπορούν να ανέλθουν και σε 10.000. Κανονικά η προσομοίωση των επιπρόσθετων παρατηρήσεων κατανέμεται κατά τέτοιον τρόπο ώστε οι αποδόσεις που δημιουργούνται να αντανακλούν τις πιθανότητες με τις οποίες αυτές έχουν καταγραφεί σε πρόσφατες ιστορικές χρονικές περιόδους. Σε μια τέτοια προσομοίωση χρησιμοποιούνται τυχαίες (random) αγοραίες τιμές των βασικών εργαλείων για να κατασκευαστεί μια κατανομή των αποδόσεων χαρτοφυλακίου, αντί των ιστορικών τιμών. Η συγκεκριμένη μεθοδολογία προσφέρει μία εκτίμηση του κίνδυνου αγοράς για περίπλοκα χαρτοφυλάκια. Ο κίνδυνος αγοράς ενός χαρτοφυλακίου εκτιμάται από την τυχαία κατασκευή ενός ιστογράμματος των πιθανών κερδών που θα σημειωθούν μέσα σε ένα προκαθορισμένο χρονικό ορίζοντα. 19

Ουσιαστικά με βάση την παρατηρούμενη στατιστική συμπεριφορά των μεταβλητών παράγεται ένας μεγάλος αριθμός μελλοντικών τιμών για τα χρεόγραφα μέσω Η/Υ. Από το δείγμα υπολογίζεται η χειρότερη μείωση που μπορεί να συμβεί στην αξία της θέσης. 2.4 Ανάλυση σεναρίου Η ανάλυση σεναρίου εξετάζει μια υποθετική μεταβολή της παρούσας κατάστασης, υπολογίζει τις συνέπειες που θα προκύψουν για το τραπεζικό ίδρυμα και διακρίνεται σε τέσσερα στάδια. Το πρώτο στάδιο αναφέρεται στην επιλογή του κατάλληλου σεναρίου και πρέπει να βασίζεται σε δύο αρχές, την πλήρη γνώση όλων των χαρακτηριστικών του χαρτοφυλακίου και την κατανόηση των εξελίξεων στις χρηματοοικονομικές αγορές. Στο δεύτερο στάδιο γίνεται η καταγραφή και η ποσοτική ανάλυση όλων των κινδύνων που επηρεάζονται από το κατάλληλο σενάριο. Το τρίτο στάδιο είναι το πιο σημαντικό αφού γίνονται προβλέψεις σε κάθε πεδίο χωριστά και ελέγχεται η ικανότητα πρόγνωσης. Τέλος, στο τέταρτο στάδιο ενοποιούνται οι επιμέρους προγνώσεις για κάθε πεδίο σε ένα συνεπές ολοκληρωμένο σενάριο. Το σενάριο ελέγχεται για προβλήματα εσωτερικής συνέπειας, διπλών υπολογισμών ή αντιφατικών υποθέσεων. Τέλος, σύμφωνα με τους Mulvey et al 1997, μαζί με τα πιθανά σενάρια θα πρέπει να συμπεριληφθούν τα γεγονότα εκείνα που συμβάλλουν στη βέλτιστη αξία της αναμενόμενης συνάρτησης χρησιμότητας.[10] Η ανάλυση σεναρίου είναι μία τεχνική η οποία αποτελείται από δύο διαφορετικά μοντέλα, τα ιστορικά και τα υποθετικά σενάρια. Τα ιστορικά σενάρια λαμβάνουν υπόψη τους τις διαταραχές που εμφανίστηκαν σε συγκεκριμένες χρονικές περιόδους. Ένας απλός τρόπος για να πραγματοποιηθεί αυτό το σενάριο είναι η επιλογή των ημερών στο παρελθόν οι οποίες παρουσίασαν ιδιαίτερη διακύμανση. Οι ημέρες αυτές δύναται να χρησιμοποιηθούν για την παρατήρηση των αλλαγών που πραγματοποιούνται στους παράγοντες του κινδύνου της αγοράς τις συγκεκριμένες ημέρες. Τα υποθετικά σενάρια από την άλλη, θεωρούν ότι οι διαταραχές είναι προβλέψιμες αλλά ταυτόχρονα απίθανο να συμβούν σε γεγονότα και καταστάσεις οι οποίες δεν έχουν δημιουργηθεί ξανά στο παρελθόν. Οι ειδικοί χρησιμοποιούν την ιστορική εμπειρία σε αυτά τα σενάρια για τις υποθέσεις που κάνουν. 20

2.5 Back-Testing Η βασική τεχνική που χρησιμοποιείται για την επικύρωση των μοντέλων μέτρησης της VaR είναι η διαδικασία του Back-Testing. Το Back-Testing είναι ένα στατιστικό μεθοδολογικό πλαίσιο, το οποίο επικυρώνει ότι οι πραγματικές ζημίες που παρατηρούνται βρίσκονται εντός των ορίων που καθορίζει η εκτιμώμενη VaR. Η διαδικασία αυτή περιλαμβάνει συστηματική σύγκριση των ιστορικών εκτιμήσεων της VaR με τις αντίστοιχες ζημίες που παρατηρήθηκαν κατά τη διάρκεια του ίδιου χρονικού διαστήματος. [11] Η διαδικασία του Back-Testing είναι μία απαραίτητη τεχνική διαχείρισης κινδύνου γιατί παρέχει τη δυνατότητα ελέγχου του πραγματικού επιπέδου εμπιστοσύνης της εκτιμώμενης VaR. Το μοντέλο υπολογισμού της VaR θα πρέπει να υλοποιείται ξανά για την περίπτωση λανθασμένων υποθέσεων, λανθασμένων παραμέτρων ή ανακριβούς μοντελοποίησης όταν η VaR δίνει αποτελέσματα έξω από το διάστημα εμπιστοσύνης. Η Επιτροπή της Βασιλείας δίνει μεγάλη βαρύτητα στην τεχνική Back-Testing θεσπίζοντας ποινές για τα ιδρύματα στα οποία τα μοντέλα υπολογισμού της VaR υποεκτιμούν τον κίνδυνο αγοράς. Για το λόγο αυτό, τα ιδρύματα διενεργούν την διαδικασία του Back-Testing κάθε μήνα ή τρεις μήνες, ώστε να διαπιστώσουν αν η αξιοπιστία των μοντέλων μέτρησης της VaR που χρησιμοποιούν βρίσκεται εντός των ορίων που έχουν καθοριστεί. Η τεχνική του Back-Testing υλοποιείται με δύο απλούς τρόπους. Ο πρώτος τρόπος γίνεται με ένα διάγραμμα στο οποίο καταγράφονται τα καθημερινά κέρδη ή ζημίες μαζί με την εκτιμώμενη ημερήσια VaR και έτσι παρακολουθούνται οι υπερβάσεις των κερδών ή ζημιών στο συγκεκριμένο διάστημα εμπιστοσύνης. Αυτός ο τρόπος είναι κατάλληλος για περιπτώσεις που χρησιμοποιείται χρονικός ορίζοντας υπολογισμού της VaR ίσος με μία ημέρα. Ο δεύτερος τρόπος υλοποίησης του Back- Τesting είναι η σύγκριση της εκτιμώμενης VaR με υποθετικές τιμές για τα κέρδηζημίες. Οι τιμές προκύπτουν θεωρώντας ότι οι θέσεις του χαρτοφυλακίου παραμένουν σταθερές για διάρκεια ίση με τον χρονικό ορίζοντα υπολογισμού της VaR και επανεκτιμώνται στη λήξη του. Μετά από την εξαγωγή των αποτελεσμάτων του Back-Testing ακολουθεί η μέτρηση του ποσοστού των υπερβάσεων των ζημιών που καθορίζει η VaR. Αν αυτό το ποσοστό είναι σημαντικά μικρότερο από τον αριθμό 1-c, όπου c το επίπεδο εμπιστοσύνης της VaR, τότε το μοντέλο υπολογισμού 21

της VaR είναι πολύ συντηρητικό. Στην αντίθετη περίπτωση το μοντέλο υπολογισμού της VaR υποεκτιμά την VaR. Αυτές οι περιπτώσεις είναι ανεπιθύμητες γιατί οδηγούν σε λανθασμένη εκτίμηση και αντίληψη του κινδύνου. Ένα άλλο σημείο που πρέπει να ελεγχθεί είναι το ενδεχόμενο ύπαρξης συγκεντρωμένων υπερβάσεων. Οι υπερβάσεις πρέπει να είναι ομοιόμορφα κατανεμημένες σε όλη τη διαδικασία του Back-Testing αντίθετα παρουσιάζεται υψηλή αυτοσυσχέτιση ανάμεσά τους. Οι έντονες συγκεντρώσεις είναι ανεπιθύμητες και οδηγούν σε επαναπροσδιορισμό του μοντέλου υπολογισμού της VaR. Επίσης πρέπει να ελεγχθεί και το μέγεθος των υπερβάσεων, όσο αυξάνεται αυτό, αυξάνεται και η πιθανότητα ύπαρξης περιστασιακών κινδύνων. Οι περιστασιακοί κίνδυνοι μπορούν να εκτιμηθούν με τη βοήθεια της τεχνικής Stress-Testing. 2.6 Ακραία σενάρια ή Stress Testing Το Stress Testing ορίζεται ως η διαδικασία ταυτοποίησης και διαχείρισης καταστάσεων που θα μπορούσαν να προκαλέσουν ασυνήθιστα μεγάλες ζημίες. Στο Stress Testing οι παράγοντες κινδύνου υφίστανται σχετικά μεγάλες μεταβολές και γίνεται χρήση μη γραμμικών μοντέλων για τον υπολογισμό της αξίας του χαρτοφυλακίου που προκύπτει ως αποτέλεσμα.[11] Η μέθοδος του Stress Testing αποσκοπεί στη διερεύνηση των επιπτώσεων που μπορεί να έχει η μεταβολή συγκεκριμένων παραγόντων στην αξία του χαρτοφυλακίου τίτλων ενός χρηματοοικονομικού οργανισμού και ασχολείται με τις συνέπειες τέτοιων ακραίων σεναρίων. Μελετά αποκλειστικά και μόνο, τις σπανίως εμφανιζόμενες, μεγάλες μεταβολές των μεταβλητών που ελάχιστα επηρεάζουν την καθημερινή παρακολούθηση των κινδύνων. Η διαμόρφωση των δυσμενών σεναρίων μπορεί να γίνει είτε βάση ιστορικών γεγονότων, είτε λαμβάνοντας υπόψη τις πιθανές πολιτικοοικονομικές εξελίξεις. Η μορφή των σεναρίων προσδιορίζεται από τις ιδιαιτερότητες που προκαθορίζει το εκάστοτε χαρτοφυλάκιο. Σημαντικό είναι να εντοπίζονται οι παράγοντες κινδύνου στους οποίους εμφανίζει ευαισθησία το χαρτοφυλάκιο και να εκτελούνται μεγάλες διακυμάνσεις στις τιμές αυτών των παραγόντων. Η διαπίστωση της αντίδρασης στην αξία του κάθε χαρτοφυλακίου είναι πολύ σημαντική. Προϋπόθεση αποτελεί η ομαδοποίηση των παραγόντων κινδύνου για να γίνονται γνωστοί οι παράγοντες που θα μεταβληθούν ταυτόχρονα ώστε να διευκολύνεται η ανάλυση τους. Σε περίπτωση εμφάνισης αδυναμιών ενός 22

χαρτοφυλακίου επιβάλλεται η άμεση λήψη διορθωτικών ενεργειών. Μια λύση αποτελεί η διακράτηση επαρκούς κεφαλαίου ώστε να καλυφθούν οι εν δυνάμει υπέρογκες ζημίες. Όμως, όταν το κεφάλαιο ασφαλείας που πρέπει να τηρηθεί είναι απαγορευτικά μεγάλο, μία προσιτή λύση είναι η αντικατάσταση των θέσεων του χαρτοφυλακίου με άλλες που διακρίνονται από μικρότερους κινδύνους. Σε κάθε περίπτωση, στόχος είναι η διασφάλιση της σταθερότητας του ιδρύματος σε οποιαδήποτε ενδεχόμενη μελλοντική κρίση. 2.6.1 Βήματα κατασκευής Stress Test Ο χρονικός ορίζοντας εντός του οποίου θα μελετηθεί ένα ακραίο σενάριο είναι πολύ σημαντικός και πρέπει να αποφασιστεί πριν την υλοποίηση ενός Stress Test. Ο χρονικός ορίζοντας εξαρτάται από την ικανότητα ρευστοποίησης και τη μεταβλητότητα της αξίας των επενδύσεων που συνθέτουν το χαρτοφυλάκιο. Παρακάτω φαίνεται το διάγραμμα ροής υλοποίησης του Stress Test.[12] Εικόνα 1.2 : Διάγραμμα ροής υλοποίησης του Stress Test Τα έξι βασικά βήματα υλοποίησης ενός Stress Test είναι τα εξής: 1. Καθορισμός του πλήρους συνόλου των παραγόντων κινδύνου που θα μπορούσαν να επηρεάσουν την αξία του χαρτοφυλακίου. 2. Επιλογή των παραγόντων κινδύνου που πρέπει να ομαδοποιηθούν ή να μεταβληθούν ανεξάρτητα. 3. Απόφαση για το μέγεθος της μεταβολής που θα υποστεί κάθε παράγοντας κινδύνου. Συνήθως, οι μεταβολές είναι από τέσσερεις ως έξι φορές μεγαλύτερες από την τυπική απόκλιση της τιμής του κάθε παράγοντα για χρονικό διάστημα ίσο με τον ορίζοντα του Stress Test. 4. Εφαρμογή των διαταραχών στις τιμές των παραγόντων κινδύνου. 23

5. Υπολογισμός της αξίας του χαρτοφυλακίου που προκύπτει. Επειδή οι μεταβολές στις τιμές των παραγόντων κινδύνου είναι μεγάλες, επιβάλλεται η χρήση μη γραμμικών μοντέλων για τον υπολογισμό της αξίας του χαρτοφυλακίου. 6. Καταγραφή των ζημιών που προκύπτουν. 2.6.2 Διασφάλιση εγκυρότητας Stress Test Το Stress Test έχει στόχο την ανάδειξη των αδυναμιών του χαρτοφυλακίου και την αποσαφήνιση των κινδύνων. Ένα έγκυρο και επιτυχημένο Stress Test θα πρέπει να: [11] προσαρμόζεται στις ιδιαιτερότητες του χαρτοφυλακίου. λαμβάνει υπόψη όλους τους παράγοντες κινδύνου που μεταβάλλονται ταυτόχρονα. εξετάζει πιθανές αλλαγές σε καθιερωμένες καταστάσεις. αποτελεί εφαλτήριο για προβληματισμό και διάλογο μεταξύ των στελεχών του οργανισμού. λαμβάνει υπόψη την έλλειψη ρευστότητας σε περιπτώσεις έντονων κρίσεων. λαμβάνει υπόψη την αλληλεπίδραση κινδύνου αγοράς και πιστωτικού κινδύνου. Ένα σωστά διατυπωμένο ακραίο σενάριο πρέπει να δοκιμάζει τη συμπεριφορά του χαρτοφυλακίου σε ακραίες καταστάσεις και να στοχεύει στον εντοπισμό των ιδιαίτερων αδυναμιών του. Τα χαρτοφυλάκια που συγκεντρώνονται σε λίγες επενδύσεις μπορεί να υποστούν μεγάλες ζημίες από σχετικά μικρές μεταβολές σε ορισμένους δείκτες. Για το λόγο αυτό, ένα Stress Test που προσομοιώνει μεταβολές σε γενικούς δείκτες υπάρχει περίπτωση να μην αναδείξει τις ιδιαίτερες αδυναμίες του χαρτοφυλακίου. Η επιλογή του συνόλου των κινδύνων που θα αλλάξουν ταυτόχρονα είναι επίσης πολύ σημαντική. Ένα ακραίο σενάριο απομονωμένο από το ευρύτερο περιβάλλον δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα γιατί δεν λαμβάνει υπόψη την συσχέτιση (μικρή ή μεγάλη) μεταξύ των παραγόντων κινδύνου. Ένα επιτυχημένο Stress Test δεν αποτρέπει την πραγματοποίηση ενός δυσμενούς σεναρίου, αλλά προετοιμάζει το τραπεζικό ίδρυμα που αναλαμβάνει τον κίνδυνο για μια τέτοια περίπτωση και δίνει τη ευκαιρία στη διοίκηση να πάρει προληπτικά μέτρα. 24

2.6.3 Δημιουργία ακραίων σεναρίων Ακραία σενάρια μπορούν να δημιουργηθούν με τέσσερις τεχνικές: Α) Χρήση ακραίων σεναρίων που έχουν εμφανιστεί στο παρελθόν και σχετίζονται με το υπό εξέταση χαρτοφυλάκιο. Η εφαρμογή ιστορικών σεναρίων είναι καλύτερο να υλοποιείται σε χρονικά διαστήματα που η μεταβλητότητα στις παγκόσμιες αγορές είναι η ίδια με αυτήν που είχε καταγραφεί όταν συνέβησαν τα αντίστοιχα γεγονότα. Στην περίπτωση που η μεταβλητότητα στις αγορές είναι αυξημένη, τα σενάρια πρέπει να γίνονται πιο ακραία. Β) Εφαρμογή ακραίων διαταραχών σε μεμονωμένους παράγοντες κινδύνου ή στις συσχετίσεις που υφίστανται μεταξύ τους, ώστε να διαπιστωθεί πόσο ευαίσθητο είναι το χαρτοφυλάκιο στις μεταβολές του κάθε παράγοντα. Η υλοποίηση αυτής της μεθόδου χαρακτηρίζεται από ένα λεπτό σημείο, αυτό είναι η ορθή επιλογή των παραγόντων κινδύνου που θα μεταβληθούν και το μέγεθος αυτών των μεταβολών. Η επιλογή εξαρτάται κατά κύριο λόγο από τις μεταβολές που έχουν παρατηρηθεί στο παρελθόν, την εμπειρία των στελεχών που υλοποιούν το ακραίο σενάριο και τη φύση του χαρτοφυλακίου στο οποίο εφαρμόζεται. Ένας άλλος τρόπος υλοποίησης του Stress Test με αυτή την τεχνική είναι ο υπολογισμός της αξίας του χαρτοφυλακίου για ένα επιλεγμένο εύρος μεταβολών του εκάστοτε παράγοντα κινδύνου και η παρουσίαση των αποτελεσμάτων σε γραφική παράσταση. Στον άξονα του y τοποθετούνται τα κέρδη - ζημίες και στον άξονα των x τοποθετούνται οι μεταβολές του παράγοντα κινδύνου, όπως δείκτες μετοχών, επιτόκια, και δείκτες συναλλάγματος. Ένας τελευταίος τρόπος υλοποίησης του Stress Test με εφαρμογή διαταραχών είναι να εφαρμοστούν οι διαταραχές στις τυπικές αποκλίσεις ή στους συντελεστές συσχέτισης των παραγόντων κινδύνου. Αυτή η τεχνική θέλει προσοχή διότι μπορεί να δημιουργηθούν λανθασμένα σενάρια όταν δύο παράγοντες κινδύνου έχουν πάντοτε αντίθετες τιμές. Γ) Η τρίτη τεχνική αφορά την εφαρμογή διαταραχών σε ομάδες συσχετισμένων παραγόντων κινδύνου, με στόχο την προσομοίωση πιθανών μελλοντικών σεναρίων που μπορεί να εμφανιστούν στην αγορά. Για την υλοποίηση ενός τέτοιου σεναρίου προαπαιτούνται τρία στάδια: Καθορισμός του βασικού γεγονότος που αντιπροσωπεύει μια πιθανή μελλοντική κρίση. 25

Καθορισμός της πιθανότερης έκτασης που μπορεί να έχει ένα τέτοιο γεγονός, δηλαδή εκτίμηση για την πιθανότερη σφοδρότητα που θα μπορούσε να έχει. Προσδιορισμός του συνόλου των παραγόντων κινδύνου που θα μπορούσε να επηρεάσει αυτό το δριμύ γεγονός. Αυτό το στάδιο είναι σημαντικής αξίας για την εγκυρότητα και το πετυχημένο αποτέλεσμα του Stress Test διότι επιβάλλεται οι ταυτόχρονες μεταβολές στις οποίες θα υποβληθούν οι παράγοντες κινδύνου να ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Δ) Η τέταρτη τεχνική αφορά τη δημιουργία σεναρίων με εξειδίκευση στις αδυναμίες του εκάστοτε χαρτοφυλακίου. Ένας τρόπος διάγνωσης των αδυναμιών του χαρτοφυλακίου είναι η εκτέλεση προσομοίωσης Monte Carlo ή ιστορικής προσομοίωσης. Σε αυτή την τεχνική υπολογίζεται πρώτα το μέγεθος της ζημίας και στη συνέχεια το ακραίο σενάριο που θα την προκαλέσει αντίθετα με τις τρεις προηγούμενες τεχνικές. 2.6.4 Προβλήματα του Stress Testing Όπως κάθε μέθοδος έτσι και η τεχνική των ακραίων σεναρίων χαρακτηρίζεται από εμφανή μειονεκτήματα. Το πιο προφανές πρόβλημα είναι η πλήρης εξάρτησή του από το σενάριο που υλοποιείται και από την κριτική ικανότητα του στελέχους που υλοποιεί την διαδικασία. Ένα ακόμη πρόβλημα του Stress Testing είναι η δυσκολία προσδιορισμού του συνόλου των παραγόντων κινδύνου που πρέπει να μεταβληθούν ταυτόχρονα. Σε αυτή τη διαδικασία πρέπει να δοθεί προσοχή στα δύο παρακάτω σημεία: Η επιλογή της μεταβολής πολλών παραγόντων ταυτόχρονα ενέχει τον κίνδυνο αποπροσανατολισμού και δημιουργίας πολύπλοκων σεναρίων. Η καλύτερη λύση είναι να επιλέξουμε ένα σύνολο το οποίο θα περιλαμβάνει μερικούς επιπλέον κινδύνους που θα έχουν προφανή συσχέτιση με τους βασικούς κινδύνους. Η αλληλεπίδραση μεταξύ των παραγόντων κινδύνου είναι επίσης σημαντική. Η πρόχειρη επιλογή των τιμών των συντελεστών συσχέτισης μεταξύ των παραγόντων κινδύνου μπορεί να οδηγήσει σε σενάρια που είναι αδύνατο να συμβούν. 26

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 Στεργίου Γ. Νικόλαος Α.Μ. : 383 Οι πιστοδοτήσεις είναι η βάση της παραγωγικής διαδικασίας των εμπορικών τραπεζών. Τα δάνεια αποτελούν μεγάλο μέρος του ενεργητικού και παρέχουν το μεγαλύτερο ποσοστό των εσόδων των ιδρυμάτων. Η πιστωτική επέκταση μιας οικονομίας είναι ένας από τους πιο βασικούς παράγοντες μεγέθυνσης της οικονομικής δραστηριότητας κάθε χώρας. Για τις τράπεζες τα «καλά» δάνεια είναι τα πιο προσοδοφόρα στοιχεία του ενεργητικού τους προσφέροντας υψηλά κέρδη εκ των τόκων και εισοδήματα εκ των προμηθειών τα οποία πολλαπλασιάζονται μέσω των «διασταυρούμενων πωλήσεων» συμπληρωματικών προϊόντων και υπηρεσιών. Ο κίνδυνος που αναλαμβάνουν οι τράπεζες με την διαδικασία της πιστοδότησης είναι ο πιστωτικός κίνδυνος, φαινόμενο το οποίο καλούνται να διαχειριστούν πρωτίστως τα τραπεζικά ιδρύματα, προβαίνοντας σε έρευνα της πιστοληπτικής ικανότητας των δανειοληπτών μέσω συγκεκριμένων διαδικασιών. 3.1 Πιστωτικός κίνδυνος (Credit Risk) Πιστωτικός κίνδυνος ορίζεται η πιθανή ζημία προερχόμενη από την αδυναμία των δανειοληπτών να επιστρέψουν τα κεφάλαια ή/και τους τόκους των κεφαλαίων. Ο πιστωτικός κίνδυνος θεωρείτο ο πρώτος σε σημασία από όλους τους κινδύνους. Είναι άρρηκτα συνυφασμένος με τις υπηρεσίες εμπορικής τραπεζικής και συνδέεται με την πιστοληπτική ικανότητα των αντισυμβαλλομένων του πιστωτικού ιδρύματος, αποτελώντας το σημαντικότερο, ποιοτικά και ποσοτικά χρηματοοικονομικής φύσης κίνδυνο. Η καλή διαχείριση του εν λόγω κινδύνου εκτιμάται ότι θα συσχετίζεται θετικά με την αποτελεσματικότητα των τραπεζών.[13] Η ένταση και το περιεχόμενο του πιστωτικού κινδύνου διαφοροποιούνται ανάλογα με το τραπεζικό προϊόν, το είδος της συναλλαγής και την ταυτότητα αυτού που συμβάλλεται. Αφορά εμφάνιση ζημιών, λόγω μη εκπλήρωσης υποχρεώσεων αντισυμβαλλόμενων, αλλά και λόγω συγκέντρωσης μεγάλων ανοιγμάτων σε συγκεκριμένες επιχειρήσεις.[14] 27

3.1.1 Ποσοτική ανάλυση πιστωτικού κινδύνου και διαστάσεις του Ο πιστωτικός κίνδυνος μπορεί να θεωρηθεί ως αποτέλεσμα τεσσάρων επιμέρους κινδύνων: I. Ο κίνδυνος αφερεγγυότητας ή αθέτησης (default risk) II. III. IV. Ο κίνδυνος έκθεσης ή ανοίγματος (exposure risk) Ο κίνδυνος ανάκτησης (recovery risk) Ο κίνδυνος περιθωρίου (credit spread risk)[15] Ι. Ο κίνδυνος αφερεγγυότητας ορίζεται ως η αθέτηση εξόφλησης μιας υποχρέωσης, η οποία εκδηλώνεται όταν μια προγραμματισμένη πληρωμή δεν εξοφλείται σε ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Τα ιδρύματα υπολογίζουν τον κίνδυνο αφερεγγυότητας χρησιμοποιώντας ιστορικά στοιχεία για δανειζόμενους αλλά και στοιχεία που δημοσιεύονται από τις εταιρίες αξιολόγησης, ενώ παράλληλα πολλές τράπεζες καταφεύγουν στη δημιουργία δικών τους συστημάτων αξιολόγησης και ταξινόμησης. Από αυτές τις στατιστικές πληροφορίες προσδιορίζεται ο συντελεστής ο οποίος χρησιμοποιείται για την προσέγγιση της πιθανότητας αφερεγγυότητας. Ο συντελεστής αυτός για δεδομένη χρονική περίοδο, είναι ο λόγος της αφερεγγυότητας προς το σύνολο του δείγματος των δανειζόμενων. Ο κίνδυνος αφερεγγυότητας μετράται από την πιθανότητα αθέτησης (Probability of Default - PD), δηλαδή τη στατιστική εκτίμηση της πιθανότητας αθέτησης υποχρέωσης ενός αντισυμβαλλόμενου σε περίοδο ενός έτους και εξαρτάται από την πιστοληπτική ικανότητα του δανειζομένου. ΙΙ. Ο κίνδυνος έκθεσης αναφέρεται στο συνολικό ποσό που είναι εκτεθειμένο σε πιστωτικό κίνδυνο. Η μέτρηση περιπλέκεται στις περιπτώσεις των εκτός ισολογισμού στοιχείων. Για δραστηριότητες όπου υπάρχει προσδιορισμένος τρόπος εξόφλησης, η έκθεση στον κίνδυνο είναι πολύ μικρή έως και αμελητέα. Στον υπολογισμό της έκθεσης στον κίνδυνο λαμβάνεται υπόψη και η έκθεση που προέρχεται από δάνεια και ομολογίες, παράγωγα χρηματοοικονομικά προϊόντα και εγγυητικές επιστολές. Ο κίνδυνος έκθεσης περιγράφεται από το ποσό που οφείλει ο δανειστής κατά τη στιγμή της αθέτησης και ονομάζεται «έκθεση κατά τη στιγμή της αθέτησης», «Exposure at Default EAD». 28

ΙII. Ο κίνδυνος ανάκτησης αναφέρεται στο ποσοστό ικανοποίησης της τράπεζας από το συνολικό ποσό που είναι εκτεθειμένο σε κίνδυνο σε περίπτωση πτώχευσης του πιστούχου και αποτελεί συνάρτηση της αξίας των εξασφαλίσεων της τράπεζας και της σειράς ικανοποίησής της. Οι εξασφαλίσεις χωρίζονται σε δύο μεγάλες κατηγορίες: τις ενοχικές και τις εμπράγματες. III. Ενοχικές εξασφαλίσεις: Κύριο χαρακτηριστικό τους είναι η ενοχή, δηλαδή η υποχρέωση που δημιουργείται με την υπογραφή της σύμβασης από τον δανειζόμενο και τους εγγυητές. Δεν ποσοτικοποιούνται με αποτέλεσμα να μην μπορούν να ληφθούν υπόψη στον υπολογισμό της ζημίας στην περίπτωση αφερεγγυότητας. III. Εμπράγματες εξασφαλίσεις: Είναι οι εξασφαλίσεις επί των αντικειμένων και χωρίζονται σε δύο κατηγορίες στα ενέχυρα και στις υποθήκες. Η κύρια διαφορά μεταξύ τους είναι ότι το ενέχυρο αναφέρεται σε κινητά αντικείμενα ενώ η υποθήκη σε ακίνητα. Ο κίνδυνος ανάκτησης περιγράφει πόσο από το ποσό που οφείλεται κατά τη στιγμή της αθέτησης κατάφερε ο δανειστής να ανακτήσει από τον δανειολήπτη. Το ποσοστό αυτό ως προς την συνολική οφειλή ονομάζεται ποσοστό ανάκτησης (Recovery Rate), ενώ το ποσοστό που δεν κατάφερε να ανακτήσει ως προς την συνολική οφειλή ονομάζεται «απώλεια δεδομένης της αθέτησης», «Loss Given Default LGD». IV. Ο κίνδυνος περιθωρίου αναφέρεται στην πιθανότητα μείωσης της αξίας μιας πιστοδότησης ως αποτέλεσμα της αύξησης των πιστωτικών περιθωρίων και της τιμολόγησής της σε τιμές αγοράς και συνδέεται με την τεχνική υπολογισμού του κινδύνου των επιτοκίων και με τη μέθοδο που βασίζεται στη λήξη των χρεογράφων. Δεδομένων λοιπόν των διαστάσεων του πιστωτικού κινδύνου η αναμενόμενη απώλεια που προέρχεται από τον πιστωτικό κίνδυνο προκύπτει από την παρακάτω εξίσωση: Expected Loss due to Credit Risk = PD*EAD*LGD 3.2 Μέθοδοι μέτρησης πιστωτικού κινδύνου Τα τελευταία χρόνια το χρηματοπιστωτικό σύστημα απειλείται από τον κινδύνου αθέτησης και η μέτρηση και διαχείριση του πιστωτικού κινδύνου κρίνεται επιτακτική. Αυτό φαίνεται από την έκταση που του αποδίδει το πλαίσιο της Βασιλείας ΙΙ. Υπάρχουν διαφορετικά μοντέλα για την ποσοτικοποίηση του πιστωτικού κινδύνου, 29

συγκεκριμένα, οι Gupton et al 1997, Crouhy et al 2000 και Gordy et al 2000, παρουσιάζουν ορισμένα μοντέλα μέτρησης της πιθανότητας αθέτησης όπως τα μοντέλα Creditetrics, CreditRisk+ και CreditPortofolioView. Το Σύμφωνο της Βασιλείας ΙΙ προβλέπει την χρήση δύο διαφορετικών προσεγγίσεων για την μέτρηση του πιστωτικού κινδύνου.[16,b] 3.2.1 Η τυποποιημένη μέθοδος (Standardized Method) Στην τυποποιημένη μέθοδο μέτρησης του τραπεζικού κινδύνου το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα προσδιορίζει μια στάθμιση κινδύνου για κάθε περιουσιακό στοιχείο και παράγει ένα σύνολο από τις αξίες. Στην συγκεκριμένη μέθοδο οι συντελεστές στάθμισης καθορίζονται με βάση τις διαβαθμίσεις των οργανισμών αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας. 3.2.2 Η μέθοδος των εσωτερικών διαβαθμίσεων (Internal ratingsbased Method) Με τη μέθοδο των εσωτερικών διαβαθμίσεων (IRB) τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα χρησιμοποιούν τις εσωτερικές τους εκτιμήσεις για τη φερεγγυότητα του κάθε δανειολήπτη. Το πλαίσιο επιτρέπει τόσο μια βασική μέθοδο όσο και περισσότερο εξελιγμένες μεθοδολογίες με αποτέλεσμα το εύρος των σταθμίσεων του κινδύνου να είναι πολύ πιο ποικίλο από αυτά της τυποποιημένης μεθόδου και να δίνεται μεγαλύτερη ευαισθησία στον κίνδυνο. 3.3 Κλίμακα διαβαθμίσεων πιστωτικού κινδύνου Η αφετηρία για την μέτρηση του πιστωτικού κινδύνου είναι η κλίμακα διαβαθμίσεων. Με αυτή την τεχνική αξιολογούνται και κατατάσσονται οι πιστούχοι σε διαφορετικές βαθμίδες ή σε διαφορετικές κατηγορίες πιστωτικού κινδύνου. Οι βαθμίδες αυτές είναι γνωστές εκ των προτέρων και τυπωμένες σε μια κλίμακα. Η κλίμακα αναφέρεται στον υπολογισμό κεφαλαιακών απαιτήσεων έναντι του πιστωτικού κινδύνου σύμφωνα με την προσέγγιση των εσωτερικών διαβαθμίσεων. Ως σύστημα διαβαθμίσεως λοιπόν, νοείται «το σύνολο των μεθοδολογιών, διαδικασιών, ελέγχων, συστημάτων πληροφορικής και βάσεων δεδομένων που υποστηρίζουν την αξιολόγηση του πιστωτικού κινδύνου και την ταξινόμηση των χρηματοδοτικών ανοιγμάτων σε βαθμίδες κινδύνου ή σε ομάδες με ομοειδή χαρακτηριστικά κινδύνου, 30