ΕULP-512: Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Κράτος και Κοινωνικά Δικαιώματα Πηγές Ευρωπαϊκού Δικαίου και Κοινωνική Πολιτική Δρ. Χριστίνα Ιωάννου
Πηγές Ευρωπαϊκού Δικαίου Υπάρχουν 3 πηγές Ευρωπαϊκού Δικαίου: 1. Πρωτογενές Δίκαιο (Συνθήκες) 2. Δευτερογενές ή Παράγωγο Δίκαιο (Νομικά μέσα που απορρέουν από τις Συνθήκες) 3. Συμπληρωματικό Δίκαιο (Νομικά μέσα που δεν απορρέουν από τις Συνθήκες: Νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, Διεθνές Δίκαιο και γενικές αρχές Δικαίου).
1. Πρωτογενές Δίκαιο Το Πρωτογενές Δίκαιο επικρατεί όλων το υπολοίπων πηγών δικαίου. Αποτελεί πηγή δικαίου υπέρτατης ισχύος. Οι Συνθήκες εμπεριέχουν ουσιαστικές πρόνοιες που αφορούν στη θέσπιση πολιτικών από τα Ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα και θεσπίζουν τους επίσημους κανόνες για την κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ ΕΕ και κ/μ. Το Δικαστήριο της ΕΕ είναι υπεύθυνο για τη διασφάλιση του Ευρωπαϊκού Δικαίου μέσα από: Προσφυγή Ακυρώσεως - Άρθρο 263 ΣΛΕΕ* (Action of Annulment) Έκδοση Προδικαστικής - Άρθρο 267 ΣΛΕΕ (Preliminary Ruling) Το Δικαστήριο μπορεί να ερμηνεύει τις Συνθήκες. Δεν μπορεί όμως να αποφασίζει για την εγκυρότητά τους, η οποία εξαρτάται από το διεθνές δίκαιο. *Η Συνθήκη για την Λειτουργία της ΕΕ ή Συνθήκη Λισαβόνας (αρχικά γνωστή ως Μεταρρυθμιστική Συνθήκη) τροποποιεί 2 Συνθήκες: (1) Τη Συνθήκη του Μάαστριχτ και (2) Τη Συνθήκη της Ρώμης - Συνθήκη περί Ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.
1. Πρωτογενές Δίκαιο Το Πρωτογενές Δίκαιο αποτελείται από τις Ιδρυτικές Συνθήκες της ΕΕ, όπως αυτές έχουν τροποποιηθεί και υιοθετηθεί από διάφορες Συνθήκες και Νομοσχέδια (Acts): Ιδρυτικές Συνθήκες που καθιερώνουν την ΕΕ Τροποποιητικές Συνθήκες Πρωτόκολλα προσαρτημένα ως παραρτήματα στις Συνθήκες Επιπρόσθετες Συνθήκες που επιφέρουν αλλαγές σε συγκεκριμένα σημεία των Ιδρυτικών Συνθηκών Συνθήκες Προσχώρησης νέων κ/μ στην ΕΕ
1. Πρωτογενές Δίκαιο Συνθήκες ιδρύσεως Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων: Συνθήκη Παρισίων(18 Απριλίου 1951) Συνθήκη της Ρώμης (Συνθήκη Eυρατόμ και Ιδρύσεως της ΕΟΚ) (25 Μαρτίου 1957) Συνθήκη του Μάαστριχτ / Συνθήκη ΕΕ (7 Φεβρουαρίου 1992) Τροποποιητικές Συνθήκες: Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη (17 και 28 Φεβρουαρίου 1986) Συνθήκη του Άμστερνταμ (2 Οκτωβρίου 1997) Συνθήκη της Νίκαιας (26 Φεβρουαρίου 2001) Συνθήκη Λισαβόνας (13 Δεκεμβρίου 2007)
1. Πρωτογενές Δίκαιο Επιπρόσθετες Συνθήκες που επιφέρουν αλλαγές σε συγκεκριμένα σημεία των Ιδρυτικών Συνθηκών: Συνθήκη για τη Συγχώνευση των Εκτελεστικών Οργάνων (8 Απριλίου 1965) Συνθήκη που τροποποιεί πρόνοιες προϋπολογισμού των Κοινοτικών Συνθηκών (22 Απριλίου 1970) Συνθήκη Βρυξελλών - τροποποιεί οικονομικές πρόνοιες των Κοινοτικών Συνθηκών και ιδρύει το Δικαστήριο των Ελεγκτών (Court of Auditors) (22 Ιουλίου 1975) Η Πράξη για την ψήφιση των μελών του ΕΚ με άμεση καθολική ψηφοφορία (20 Σεπτεμβρίου 1976)
1. Πρωτογενές Δίκαιο Συνθήκες Προσχώρησης: Ηνωμένο Βασίλειο, Ιρλανδία, Δανία* και Νορβηγία** (22 Ιανουαρίου 1972) Ελλάδα (28 Μαΐου 1979) Ισπανία και Πορτογαλία (12 Ιουνίου 1985) Αυστρία, Φινλανδία, Νορβηγία** και Σουηδία (24 Ιουνίου 1994) Τσεχία, Κύπρος, Εσθονία, Ουγγαρία, Λετονία, Λιθουανία, Μάλτα, Πολωνία, Σλοβακία και Σλοβενία (16 Απριλίου 2003) Ρουμανία και Βουλγαρία (25 Απριλίου 2005) Κροατία (9 Δεκεμβρίου 2011) *Η Γροιλανδία έχει ειδικό καθεστώς (Συνθήκη 1 Φεβρουαρίου 1985). **Οι Συνθήκες Προσχώρησης που υπέγραψε η Νορβηγία το 1972 και 1994 ποτέ δεν τέθηκαν σε ισχύ
2. Δευτερογενές Δίκαιο Το Δευτερογενές ή Παράγωγο Δίκαιο αποτελείται από Μονομερείς Πράξεις (unilateral acts) και Συμφωνίες (agreements): 2 κατηγορίες Μονομερών Πράξεων: Αυτές που εμπεριέχονται στο Άρθρο 288 ΣΛΕΕ: Κανονισμοί (Regulations), Οδηγίες (Directives), Αποφάσεις (Decisions), Σύμφωνες Γνώμες (Opinions) και Συστάσεις (Recommendations) Αυτές που δεν εμπεριέχονται στο Άρθρο 288 ΣΛΕΕ: Ανακοινώσεις της Επιτροπής (Commission Communications), Λευκές και Πράσινες Βίβλοι (White and Green Papers) Συμβάσεις (Conventions) και Συμφωνίες (Agreements): Διεθνείς Συμφωνίες (International agreements), μεταξύ της ΕΕ και κάποιου κράτους ή άλλου Οργανισμού Συμφωνίες μεταξύ κ/μ Διοργανικές Συμφωνίες (Interinstitutional agreements)
2. Δευτερογενές Δίκαιο Οι Κανονισμοί και οι Οδηγίες είναι τα 2 κύρια νομοθετικά μέσα. Πρωτοκαθεδρία Κοινοτικού Δικαίου: Οι Κανονισμοί και οι Οδηγίες αποτελούν μέρος της έννομης τάξης των κ/μ και υπερισχύουν των εθνικών νόμων και λοιπών νομικών κανόνων. Με άλλα λόγια, ο δικαστής οφείλει να αγνοήσει εθνικό νόμο αντίθετο προς το κοινοτικό δίκαιο. Κανονισμοί (Regulations): Ισχύουν άμεσα σε όλα τα κ/μ (άμεσα δικαιώματα, άμεσα εφαρμόσιμα). Δεν χρειάζονται μεταγραφή. Αυτό μπορεί να έχει 2 κύριες συνέπειες: (1) Κάθε ένας μπορεί να αντλήσει δικαιώματα από τις διατάξεις του κανονισμού και να τις επικαλεστεί αμέσως ενώπιον του δικαστή, ο οποίος οφείλει να τις εφαρμόσει. (2) Οι Κανονισμοί εφαρμόζονται κατά ενιαίο τρόπο σε ολόκληρη την ΕΕ, πράγμα που διευκολύνει την εκδίκαση διαφορών μεταξύ κατοίκων διαφορετικών κ/μ. Αφορούν τεχνικά πεδία, στα οποία η ΕΕ έχει αποκλειστική αρμοδιότητα.
2. Δευτερογενές Δίκαιο Οδηγίες (Directives): Το Συμβούλιο των Υπουργών και το ΕΚ υιοθετούν Οδηγίες μετά από πρόταση της Επιτροπής. Δεν έχουν άμεση ισχύ στις εθνικές έννομες τάξεις. Τα κ/μ οφείλουν να μεταγράψουν την Οδηγία στο εσωτερικό τους δίκαιο εντός τακτής προθεσμίας προς έναρξη ισχύος. Η νομοθετική εισαγωγή διέπεται από το εσωτερικό δίκαιο των κ/μ Τα κ/μ διαθέτουν κάποια ελευθερία όσον αφορά στα μέσα με τα οποία εκπληρώνουν αυτή την υποχρέωση. Αυτό που οφείλουν να τηρήσουν τα κ/μ κατά την μεταγραφή της Οδηγίας είναι να μην αλλοιώσουν το νόημά της και να διατηρήσουν την ουσία της ρύθμισης (effet utile). Οι Οδηγίες δεν έχουν το ίδιο άμεσο αποτέλεσμα με τους κανονισμούς, υπό την έννοια ότι δεν συνεπάγονται αμέσως αφ εαυτών δικαιώματα και υποχρεώσεις για τους ιδιώτες. Εντούτοις οι εθνικοί νόμοι πρέπει να ερμηνεύονται υπό το πρίσμα των αρχών που τάσσουν οι Οδηγίες. Αποφάσεις (Decisions): Είναι δεσμευτικές, αλλά έχουν ατομικό χαρακτήρα Συστάσεις (Recommendations) και Σύμφωνες Γνώμες (Opinions): Είναι έγγραφα προσανατολισμού (orientation documents) για την εφαρμογή και ερμηνεία της νομοθεσίας
Source: http://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/thumb/a/ac/political_syste m_of_the_european_union.svg/721px- Political_System_of_the_European_Union.svg.png
Νομοθετική Διαδικασία «Συνήθης Νομοθετική Διαδικασία» ( Ordinary Legislative Procedure ) - πρώην «Διαδικασία Συναπόφασης» ( Codecision Procedure ) πριν τη Συνθήκη της Λισαβόνας. Η «Διαδικασία Συναπόφασης» θεσπίστηκε με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ (1992), και εξελίχτηκε με τη Συνθήκη του Άμστερνταμ (1999). Η Συνθήκη της Λισαβόνας τη μετονόμασε σε «Συνήθη Νομοθετική Διαδικασία». Αυτό σημαίνει ότι το ΕΚ πρέπει να εγκρίνει την Ευρωπαϊκή νομοθεσία μαζί με το Συμβούλιο.
Source: http://eurlex.europa.eu/en/droit_communautai re/procedure_de_codecision.gif
3. Συμπληρωματικό Δίκαιο Το Συμπληρωματικό Δίκαιο (Supplementary Law) περιέχει νομολογία του Δικαστηρίου της ΕΕ, διεθνές δίκαιο και γενικές αρχές δικαίου. Οι δικαστικής προέλευσης πηγές Ευρωπαϊκού δικαίου μπορούν να χρησιμοποιηθούν από το Δικαστήριο ως κανόνες δικαίου, σε περιπτώσεις όπου το πρωτογενές και δευτερογενές δίκαιο δεν επιλύουν τη διαφορά (δημόσιο διεθνές δίκαιο και γενικές αρχές δικαίου). Σε πολλές περιπτώσεις η Νομολογία του Δικαστηρίου έχει συμβάλει σημαντικά στην ενίσχυση του εργατικού δικαίου. Αν και η νομολογία του Δικαστηρίου δεν αποτελεί πηγή δικαίου από τυπική άποψη, μόνο αυτή μπορεί να μας δώσει με πληρότητα και ακρίβεια το δίκαιο, όπως αυτό ισχύει και εφαρμόζεται στην πράξη. Η Νομολογία των Δικαστηρίων αποτελεί το αναγκαίο συμπλήρωμα των κανόνων δικαίου.
Kοινοτικό δίκαιο Με τη στενή έννοια του όρου, το κοινοτικό δίκαιο αποτελείται από τις ιδρυτικές Συνθήκες (πρωτογενές δίκαιο) καθώς και από τους κανόνες που περιλαμβάνονται στις πράξεις τις οποίες θέσπισαν τα κοινοτικά όργανα κατ' εφαρμογή των Συνθηκών αυτών, δηλ. κανονισμοί, οδηγίες κ.τ.λ. (παράγωγο δίκαιο). Με την ευρεία έννοια, το κοινοτικό δίκαιο συμπεριλαμβάνει το σύνολο των κανόνων δικαίου που είναι εφαρμοστέοι στην κοινοτική έννομη τάξη. Επομένως, περιλαμβάνει επίσης: τα θεμελιώδη δικαιώματα, τις γενικές αρχές δικαίου, τη νομολογία του Δικαστηρίου, το δίκαιο που έχει προκύψει από τις εξωτερικές σχέσεις των Κοινοτήτων & το συμπληρωματικό δίκαιο που έχει προκύψει από τις συμβατικές πράξεις οι οποίες συνήφθησαν μεταξύ των κρατών μελών για την εφαρμογή των Συνθηκών.
Kοινοτικό Κεκτημένο Το κοινοτικό κεκτημένο συνιστά το κοινό υπόβαθρο των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων που συνδέει το σύνολο των κρατών μελών ως ΕΕ. Βρίσκεται σε συνεχή εξέλιξη. Περιλαμβάνει: το περιεχόμενο, τις αρχές και τους πολιτικούς στόχους των Συνθηκών τη νομοθεσία που έχει εκδοθεί κατ' εφαρμογή των Συνθηκών και τη νομολογία του Δικαστηρίου τις δηλώσεις και τα ψηφίσματα που έχουν εκδοθεί στο πλαίσιο της Ένωσης τις πράξεις που αφορούν την Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφάλειας τις πράξεις που έχουν συναφθεί στο πλαίσιο της δικαιοσύνης και των εσωτερικών υποθέσεων τις διεθνείς συμφωνίες που έχουν συναφθεί από την Κοινότητα και εκείνες που έχουν συναφθεί από τα κ/μ μεταξύ τους στον τομέα των δραστηριοτήτων της ΕΕ.
Αποκλειστική αρμοδιότητα Μοιρασμένη αρμοδιότητα Βοηθητική αρμοδιότητα Ευρωπαϊκή Τελωνειακή Ένωση περιοχή ελεύθερης αγοράς η ίδρυση κανόνων ανταγωνισμού που είναι απαραίτητοι για τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς νομισματική πολιτική για τα κράτη μέλη των οποίων το νόμισμά τους είναι το ευρώ η διατήρηση των θαλάσσιων βιολογικών πηγών υπό την Κοινή αγροτική πολιτική κοινή εμπορική πολιτική εσωτερική αγορά κοινωνική πολιτική, για τις διαστάσεις που ορίζονται από αυτή τη Συνθήκη οικονομική, κοινωνική και εδαφική ενότητα αγροτική και αλιευτική εξαιρουμένη η αρμοδιότητα της διατήρησης των θαλάσσιων βιολογικών πηγών περιβάλλον προστασία καταναλωτή μεταφορά ενέργεια περιοχή ελευθερίας, ασφαλείας και δικαιοσύνης κοινές ανησυχίες σε ότι αφορά τη δημόσια υγεία, για τις διαστάσεις που ορίζονται από αυτή τη Συνθήκη προστασία και βελτίωση της δημόσιας υγείας βιομηχανία πολιτισμός τουρισμός μόρφωση και αθλητισμός πολιτική προστασία διοικητική συνεργασία
Σκληρό και Ήπιο Δίκαιο Ο όρος «σκληρό δίκαιο» ( hard law ) αφορά Οδηγίες, Κανονισμούς και Αποφάσεις που είναι δεσμευτικές για το κ/μ. Ο χαρακτηρισμός «σκληρό» δίκαιο αναφέρεται στο νομικό προϊόν (legal output), το οποίο βασίζεται σε επιδίκαση (adjudication) και επιβολή (enforcement) των διαδικασιών. Μπορούμε να διαχωρίσουμε τη «σκληρή» από την «ήπια» μορφή διακυβέρνησης, χρησιμοποιώντας το δεσμευτικό ή όχι χαρακτήρα της κάθε νομικής έννοιας. Η «σκληρή» νομική προσέγγιση βασίζεται σε συναίνεση μεταξύ των κ/μ σε συγκεκριμένους στόχους στους διάφορους τομείς πολιτικής, η οποία έχει ως αποτέλεσμα την αποδοχή του Κοινοτικού νόμου ως τυπική νομική πρακτική/πρότυπο.
Σκληρό και Ήπιο Δίκαιο Ο όρος «ήπιο δίκαιο» αναφέρεται σε νομικά μέσα που δεν έχουν δεσμευτική ισχύ ή που η δεσμευτική τους ισχύ είναι πιο «αδύναμη» από τη δεσμευτική ισχύ του «σκληρού δικαίου»: Κώδικες Συμπεριφοράς (codes of conduct) Καευθυντήριες γραμμές (guidelines) Ανακοινώσεις Επιτροπής (communications), Διακυρήξεις (declarations) Σύμφωνες Γνώμες (opinions) Πράσινες Βίβλοι (green papers) Λευκές Βίβλοι (white papers) Οι ήπιες μορφές δικαίου χρησιμοποιούνται συνήθως σε περιπτώσεις που τα κ/μ δεν μπορόυν να συμφωνήσουν στη χρήση κάποιας μορφής σκληρού δικαίου, ή σε περιπτώσεις που η ΕΕ στερείται αρμοδιότητας. Με αυτό τον τρόπο τα κ/μ και τα Ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα είναι σε θέση να υιοθετήσουν προτάσεις πολιτικής, αφήνοντας την επιλογή για την εφαρμογή τους ανοικτή για τα κ/μ που δεν θέλουν να δεσμευτούν. Μέτρα ήπιας ισχύος μπορεί να συμβάλουν ενθάρρυνση των κ/μ να υιοθετήσουν μια πολιτική/στρατηγική στο μέλλον, η οποία μπορεί αρχικά βρεθεί αντιμέτωπη με αντιδράσεις.