ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ ΣΠΟΥΔΩΝ ΤΟΥ ΚΛΑΔΟΥ ΕΜΠΟΡΙΚΟΎ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΎ ΔΙΚΑΊΟΥ ΔΙΚΑΙΟ ΕΜΠΟΡΙΚΩΝ ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΩΝ Επιβλέπουσα Καθηγήτρια: Ράνια Χατζηνικολάου - Αγγελίδου Η ασφάλιση της περιβαλλοντικής ευθύνης υπό το φως της Οδηγίας 2004/35/ΕΚ. Διπλωματική εργασία της Χρυσούλας Πεχλιβάνη του Αθανασίου ΑΕΜ. 572 Θεσσαλονίκη, Δεκέμβριος 2011
Ιδιαίτερες ευχαριστίες στα κοινωφελή ιδρύματα «Λίλιαν Βουδούρη» (ακαδ. έτος 2009-2010) και «Προποντίς» (ακαδ. έτος 2010-2011) για την υλική αλλά και ηθική υποστήριξή τους στην πραγματοποίηση των μεταπτυχιακών μου σπουδών και στην εκπόνηση της παρούσας εργασίας.
ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ σελ. 1 Α. ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ σελ. 4 Α1.Εννοιολογική προσέγγιση του περιβάλλοντος σελ. 4 Α2.Το Δίκαιο Περιβάλλοντος σελ. 6 Β. Η ΑΣΤΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΣΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ σελ. 10 Β1. Γενικές διατάξεις σελ. 10 Β2. Ειδικές διατάξεις σελ. 13 Ι. Ευθύνη αυτού που ρυπαίνει ή υποβαθμίζει το περιβάλλον ΙΙ. Ευθύνη από πυρηνική ενέργεια ΙΙΙ. Ευθύνη από ρύπανση της θάλασσας Β3. Η αστική ευθύνη του Κράτους σελ. 17 Γ. Η ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΚΑΙ Η ΑΣΦΑΛΙΣΗ ΤΗΣ σελ. 18 Γ1. Συνοπτικά το περιεχόμενο της Οδηγίας 2004/35 σελ. 18 Η ασφάλιση της περιβαλλοντικής ευθύνης στην Οδηγία Γ2. Η ενσωμάτωση στο Ελληνικό Δίκαιο σελ. 21 Γ3. Η νέα έννοια της περιβαλλοντικής ευθύνης και της ασφάλισής της, έτσι όπως δίνεται στην Οδηγία και το προεδρικό διάταγμα σελ. 22 1
Γ4. Η ασφάλιση της περιβαλλοντικής ευθύνης σελ. 24 Ι. Δυνατότητα λειτουργίας της νέας ασφάλισης υπό το άρθρο 23 του ΑσφΝ σελ. 24 ΙΙ. Ιδιαιτερότητες του είδους αυτού ασφάλισης. Πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα: ΙΙΙ. Νομική φύση της ασφάλισης περιβαλλοντικής ευθύνης IV. Υποκείμενα της υποχρέωσης για ασφάλιση V. Ασφαλιστική περίπτωση σελ. 25 σελ. 27 σελ. 27 σελ. 29 Χρονικό σημείο επέλευσης Δικαιούχος της αξίωσης αποκατάστασης των δαπανών Προθεσμία ανάκτησης των δαπανών από τους φορείς Θεμελίωση περιβαλλοντικής ευθύνης ασφαλισμένου Ειδικά η περίπτωση πλειόνων υπευθύνων και συντρέχοντος πταίσματος Ενεργοποίηση της ευθύνης του ασφαλισμένου Απαλλαγή του φορέα από την ευθύνη Δ. ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΣΤΗ ΠΡΑΞΗ σελ. 38 Δυνατές μορφές ασφαλιστικών προϊόντων Δυνατές καλύψεις του ασφαλιστηρίου περιβαλλοντικής ευθύνης 2
Εκτίμηση του κινδύνου Ασφαλιστικό ποσό Το ζήτημα του αν η Αρχή έχει ευθεία αξίωση κατά του ασφαλιστή Συχνά συμφωνούμενες ρήτρες 1. Ρήτρα claims made 2. Ρήτρα αποκλεισμού ευθύνης του ασφαλιστή σε περίπτωση δόλου του ασφαλισμένου Ε. ΕΠΕΚΤΑΣΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΤΗΣ σελ. 44 ΣΤ. ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ - Η ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΉ ΕΥΘΎΝΗ ΣΕ ΠΡΟΗΓΟΎΜΕΝΑ ΝΟΜΟΘΕΤΉΜΑΤΑ σελ. 45 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ σελ. 48 3
Α. ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ Στην παρούσα μελέτη θα ασχοληθούμε με την ασφάλιση της περιβαλλοντικής ευθύνης, έτσι όπως εισήχθη στο ελληνικό δίκαιο με το προεδρικό διάταγμα 148/2009 («Περιβαλλοντική ευθύνη για την πρόληψη και την αποκατάσταση ζημιών στο περιβάλλον»), το οποίο ενσωμάτωσε στην εθνική έννομη τάξη την Οδηγία 2004/35 της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επιχειρώντας να προτείνουμε τρόπους κάλυψης των υπαρχόντων νομοθετικών κενών, θα προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε τη λειτουργία του θεσμού σε αντιπαραβολή με την κλασική ασφάλιση αστικής ευθύνης για περιβαλλοντικές ζημίες, αφού πρώτα επεξεργαστούμε με μία αδρομερή τουλάχιστον προσέγγιση κάποια ζητήματα του δικαίου περιβάλλοντος. Α1.Εννοιολογική προσέγγιση του περιβάλλοντος: Παρότι πρόκειται για μία έννοια που χρησιμοποιείται καθημερινά, αν προσπαθήσουμε να την οριοθετήσουμε εννοιολογικά, θα διαπιστώσουμε ότι κάτι τέτοιο είναι ιδιαίτερα δυσχερές. Ο όρος «περιβάλλον» χρησιμοποιείται για να περιγράψει είτε ενότητες προσώπων που συνδέονται με κάποιον τρόπο μεταξύ τους, όπως για παράδειγμα μία οικογένεια (ανθρώπινο περιβάλλον), είτε σύνολα αγαθών (πραγματικό περιβάλλον). Στη δε έννοια του πραγματικού περιβάλλοντος, το οποίο μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο του δικαίου περιβάλλοντος, μπορεί άλλοτε κανείς να εντάξει το φυσικό περιβάλλον 1 ή και άλλοτε παράλληλα και το τεχνητό περιβάλλον (οικιστικό και πολιτιστικό) που σχηματίζεται από ανθρώπινα δημιουργήματα. Πρόκειται για τη στενή και ευρεία έννοια του περιβάλλοντος αντίστοιχα, οι οποίες χρησιμοποιούνται από το νομοθέτη 2 χωρίς να διαχωρίζονται πάντοτε με σαφήνεια, 1 Σύμφωνα με τον ορισμό που δίνει ο νόμος 360/1976 «περί Χωροταξίας και Περιβάλλοντος» στο άρθρο 1, ως φυσικό περιβάλλον νοείται «ο περιβάλλων τον άνθρωπον χερσαίος, θαλάσσιος και εναέριος χώρος, μετά τον εν αυτώ χλωρίδος, πανίδος και φυσικών πόρων». 2 Η προστασία του περιβάλλοντος απαντάται σε πληθώρα διατάξεων, ενώ σημαντικότατη είναι και η συνταγματική του κατοχύρωση. Έτσι, ρυθμίσεις για την προστασία του απαντάμε στα άρθρα 24 και 117 παρ. 3 και 4 του Συντάγματος, που προστατεύουν και το φυσικό αλλά και το πολιτιστικό περιβάλλον, υιοθετώντας έτσι την ευρεία έννοια αυτού. Ο δε εκτελεστικός νόμος 1650/1986 στο άρθρο 2 παρ 1 αυτού ορίζει το περιβάλλον ως «το σύνολο των φυσικών και ανθρωπογενών 4
γεγονός που αποδεικνύει την θέλησή του να διευρύνει όσο το δυνατόν περισσότερο την παρεχόμενη προστασία, ακόμη και σε βάρος της ασφάλειας δικαίου, ώστε να μπορεί η νομοθεσία να προστατεύει το περιβάλλον ανταποκρινόμενη στις διαρκείς μεταβολές χωρίς να δεσμεύεται ως προς τον κύκλο των προστατευόμενων αγαθών. Δεν θα πρέπει όμως να παραγνωρίσουμε τους κινδύνους από μία τέτοια ασάφεια στην έννοια του περιβάλλοντος, όπως είναι η αδυναμία πρακτικής αξιοποίησης και δεσμευτικότητας των διατάξεων, καθώς και της προσαρμογής των διατάξεων σε τυχόν ιδιαίτερες απαιτήσεις κατηγοριών περιβαλλοντικών αγαθών 3. Έτσι ανακύπτει και ένα ακόμη ερώτημα σε σχέση με την οριοθέτηση της εδώ εξεταζόμενης έννοιας: θα πρέπει το περιβάλλον να ορίζεται σε συσχέτιση με τον άνθρωπο, ήτοι ως προϋπόθεση για την απόλαυση άλλων αγαθών του, όπως η ζωή, η υγεία ή η ιδιοκτησία του, ή ως αυτοτελές αγαθό, οπότε και η προστασία του περιβάλλοντος γίνεται αυτοσκοπός; Πρόκειται για τη διάκριση μεταξύ ανθρωποκεντρικής και οικολογικής έννοιας του περιβάλλοντος. Το ορθότερο θα ήταν να λέγαμε πως στο Δίκαιο το περιβάλλον προστατεύεται με τέτοιον τρόπο ώστε να συμπίπτει με τον υπό ευρεία έννοια ζωτικό χώρο του ανθρώπου, δηλαδή με όλα εκείνα τα στοιχεία που είναι απαραίτητα για την υγεία, την ποιότητα ζωής και την ανάπτυξη της προσωπικότητάς του, και επομένως η νομική του προστασία δεν μπορεί να διαμορφώνεται αυτοτελώς, παρά μόνο σε σχέση με τον άνθρωπο. Κάτι τέτοιο ωστόσο δεν σημαίνει ότι το περιβάλλον υποβαθμίζεται σε απλό μέσο εξυπηρέτησης των ανθρώπινων αναγκών, ωστόσο είναι ένας τρόπος οριοθέτησης της νομικής προστασίας του 4. Αν θέλαμε λοιπόν να καταλήξουμε σε έναν ορισμό της έννοιας, έτσι όπως φαίνεται να υιοθετείται από την έννομη τάξη μας, ο οποίος όπως φάνηκε παραπάνω παραγόντων και στοιχείων, που βρίσκονται σε αλληλεπίδραση και επηρεάζουν την οικολογική ισορροπία, την ποιότητα ζωής, την υγεία των κατοίκων, την ιστορική και πολιτιστική παράδοση και τις αισθητικές αξίες», υιοθετώντας έτσι και πάλι μια ιδιαίτερα ευρεία έννοια του περιβάλλοντος. 3 Καράκωστας Ι., «Περιβάλλον και Δίκαιο Δίκαιο διαχείρισης και προστασίας των περιβαλλοντικών αγαθών», Β έκδοση, Εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα Αθήνα Κομοτηνή, 2006, σελ 2 επ. 4 Καράκωστας Ι., όπ, με τις εκεί παραπομπές, στην υποσημείωση υπ αριθμ. 2. 5
δεν μπορεί να είναι ούτε πλήρης ούτε αδιαμφισβήτητος, θα μπορούσαμε να το ορίσουμε ως «το σύνολο των στοιχείων που συγκροτούν με την διαπλοκή των σχέσεών τους, το πλαίσιο, τα μέσα και τις συνθήκες ζωής του ανθρώπου και της κοινωνίας» 5. Α2.Το Δίκαιο Περιβάλλοντος: Ο κλάδος αυτός του δικαίου έχει αναπτυχθεί παγκοσμίως κυρίως μετά από τεράστιες οικολογικές καταστροφές 6 και έχει αποκτήσει τέτοια αυτονομία που μπορεί να θεωρηθεί αυτοτελής δικαιικός κλάδος. Έχει δε αναπτυχθεί σε τέτοιο βαθμό που να διεισδύει σε πολλούς άλλους κλάδους (διακλαδικό δίκαιο) καθώς άπτεται ζητημάτων που αφορούν το δημόσιο, το ποινικό αλλά και το αστικό και εμπορικό δίκαιο, αφού, όπως θα εξετάσουμε στην παρούσα μελέτη, η παραβίαση της περιβαλλοντικής νομοθεσίας μπορεί να επισύρει αστική ή περιβαλλοντική ευθύνη, την ασφάλιση της οποίας μάλιστα έχει πρόσφατα αναγάγει ο νομοθέτης σε υποχρέωση ορισμένων υποκειμένων δικαίου, όπως θα δούμε παρακάτω. Στο παρόν πόνημα δεν θα μπορούσαμε να εξετάσουμε τις πολυπληθείς εγχώριες διατάξεις του περιβαλλοντικού δικαίου 7, ούτε και τις πολυάριθμες διεθνείς συμβάσεις που άπτονται τέτοιων ζητημάτων, ως πηγές του 8, είναι όμως σημαντικό να δούμε επιγραμματικά αφενός την συνταγματική και ευρωπαϊκή διάστασή του, 5 Βλ. Κουτούπα Ρεγκάκου Ε., «Δίκαιο του περιβάλλοντος», Γ έκδοση, Εκδ. Σάκκουλα Αθήνα Θεσσαλονίκη, 2008, σελ.3 επ. και την εκεί παραπομπή υπ αριθμόν 5. 6 Για παράδειγμα η συνθήκη των Βρυξελλών της 29-11-1969 για παρέμβαση στα ανοιχτά της θάλασσας σε περίπτωση ατυχήματος υπεγράφη λίγα χρόνια μετά την μόλυνση με 100.000 τόνους ακάθαρτου πετρελαίου στις αγγλικές και γαλλικές ακτές από τη συντριβή του πετρελαιοφόρου Τόρε Κάνυον στις ακτές της Κορνουάλης Βλ. και άλλα παραδείγματα σε Κουτούπα - Ρεγκάκου Ε., ό.π. σελ.2 και την εκεί παραπομπή υπ αριθμόν 4. 7 Ενδιαφέρον πάντως είναι το γεγονός ότι ο Έλληνας νομοθέτης ήδη από πολύ νωρίς είχε κάνει βήματα στο πεδίο της περιβαλλοντικής προστασίας, με τον πρώτο με περιβαλλοντικό ενδιαφέρον να έχει ψηφιστεί ήδη από το 1912 (ν. ΚΔΣΤ/1912 «περί των όρων ιδρύσεως βιομηχανικών εγκαταστάσεων»), για τη δε νομολογιακή του μεταχείριση βλ. σχετ. Δεληγιάννης Γ., «Ζητήματα σχετικά με την αναθεώρηση του Συντάγματος Α) Προστασία του περιβάλλοντος Β) Οργάνωση της διοικητικής δικαιοσύνης», ΤοΣ 2000, σελ. 1031 επ. 8 Εξάλλου κάτι τέτοιο καθίσταται απαγορευτικό εξαιτίας της πολυνομίας που διέπει τον κλάδο αυτό, με αποτέλεσμα μάλιστα να γίνεται λόγος για «νομοθετική ζούγκλα ή κανονιστική ρύπανση», η οποία μάλιστα αναπόφευκτα συνδέεται με μία ποιοτική υποβάθμιση της προστασίας του περιβάλλοντος στη χώρα μας. Κουτούπα - Ρεγκάκου Ε., όπ, σελ 15. 6
και στη συνέχεια θα εξετάσουμε τις σημαντικότερες νομικές βάσεις στις οποίες μπορεί να στηριχθεί η αστική και η περιβαλλοντική ευθύνη, ώστε εν τέλει να μελετήσουμε την ασφάλιση της τελευταίας. Όσον αφορά τη συνταγματική κατοχύρωση του δικαιώματος στο περιβάλλον, προέχουσα θέση έχει το άρθρο 24 του Συντάγματος 9. Σύμφωνα με αυτό, «η προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος αποτελεί υποχρέωση του Κράτους και δικαίωμα του καθενός. Για τη διαφύλαξή του το Κράτος έχει υποχρέωση να παίρνει ιδιαίτερα προληπτικά ή κατασταλτικά μέτρα στο πλαίσιο της αρχής της αειφορίας[ ]». Επιπλέον το άρθρο 117 παρ.3 προστατεύει με ρητό και κατηγορηματικό τρόπο τον δασικό πλούτο της χώρας απαγορεύοντας τους αποχαρακτηρισμούς των δασών. Επιπροσθέτως, αξιοσημείωτο είναι ότι, ακόμη και αν δεν προστατευόταν ρητά ένα τέτοιο δικαίωμα, θα μπορούσε να ενταχθεί και πάλι στα δικαιώματα περί σεβασμού της αξίας του ανθρώπου ή της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητάς του, ή στο κοινωνικό δικαίωμα στην υγεία κτλ 10. Όσον αφορά την ευρωπαϊκή προστασία του περιβάλλοντος, αυτή κατοχυρώνεται πρωταρχικά στο πρωτογενές δίκαιο της Ε.Ε., με το άρθρο 191 της Συνθήκης για την Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (πρώην 174 Σ.Ε.Κ.) 11, ώστε να έχει αναχθεί σε 9 Αξίζει να σημειωθεί ότι η κατοχύρωση της προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος στο Σύνταγμα του 1975 αποτέλεσε μία καινοτομία όχι μόνο για τα ελληνικά αλλά και για τα ευρωπαϊκά δεδομένα, αφού εκείνη την εποχή η προστασία του φυσικού περιβάλλοντος ήταν αντικείμενο ρύθμισης σε ελάχιστα ευρωπαϊκά συντάγματα. Καλαβρός Α. «Ο Αστικός Κώδικας ως πεδίο περιβαλλοντικής προστασίας», εις «Περιβαλλοντική Ευθύνη», εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, 2010, σελ. 85 επ. 10 Βλ. λεπτομερώς Παπαδημητρίου Γ., «Το περιβαλλοντικό σύνταγμα, θεμελίωση, περιεχόμενο και λειτουργία» Νόμος και Φύση, 1994, σελ. 375 επ. 11 Το κείμενο του άρθρου έχει ως εξής: «1. Η πολιτική της Ένωσης στον τομέα του περιβάλλοντος συμβάλλει στην επιδίωξη των ακόλουθων στόχων: τη διατήρηση, προστασία και βελτίωση της ποιότητας του περιβάλλοντος, την προστασία της υγείας του ανθρώπου, τη συνετή και ορθολογική χρησιμοποίηση των φυσικών πόρων, την προώθηση, σε διεθνές επίπεδο, μέτρων για την αντιμετώπιση των περιφερειακών ή παγκόσμιων περιβαλλοντικών προβλημάτων, και ιδίως την καταπολέμηση της αλλαγής του κλίματος 2. Η πολιτική της Ένωσης στον τομέα του περιβάλλοντος αποβλέπει σε υψηλό επίπεδο προστασίας και λαμβάνει υπόψη την ποικιλομορφία των καταστάσεων στις διάφορες περιοχές της Ένωσης. Στηρίζεται στις αρχές της προφύλαξης και της προληπτικής δράσης, της επανόρθωσης των 7
πρωταρχική μέριμνα της Ένωσης, γεγονός που αποδεικνύεται από την πληθώρα των κανονιστικών διατάξεων που έχουν εκδοθεί σε αυτήν την κατεύθυνση, τα οποία μάλιστα εκδίδονται στα πλαίσια των λεγομένων «προγραμμάτων δράσης», ήτοι μέτρων που αποσκοπούν στην επίτευξη ορισμένου στόχου σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα 12. Επί παραδείγματι, μέχρι το 2012 το τρέχων πρόγραμμα είναι το 6 ο, επ ονόματι «Το περιβάλλον κατά το 2010: το δικό μας μέλλον, η δική μας επιλογή», έχει θέσει δε ως βασικές προτεραιότητες την αντιμετώπιση των κλιματικών μεταβολών, τη φύση και τη βιοποικιλότητα, το περιβάλλον και την υγεία, και την διαχείριση των φυσικών πόρων και αποβλήτων 13. καταστροφών του περιβάλλοντος, κατά προτεραιότητα στην πηγή, καθώς και στην αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει». Στο πλαίσιο αυτό, τα μέτρα εναρμόνισης που ανταποκρίνονται σε ανάγκες προστασίας του περιβάλλοντος περιλαμβάνουν, όπου ενδείκνυται, ρήτρα διασφάλισης που εξουσιοδοτεί τα κράτη μέλη να λαμβάνουν, για μη οικονομικούς περιβαλλοντικούς λόγους, προσωρινά μέτρα υποκείμενα σε διαδικασία ελέγχου της Ένωσης. 3. Κατά την εκπόνηση της πολιτικής της στον τομέα του περιβάλλοντος, η Ένωση λαμβάνει υπόψη: τα διαθέσιμα επιστημονικά και τεχνικά δεδομένα, τις συνθήκες του περιβάλλοντος στις διάφορες περιοχές της Ένωσης, τα πλεονεκτήματα και τις επιβαρύνσεις που μπορούν να προκύψουν από τη δράση ή την απουσία δράσης, την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη της Ένωσης στο σύνολό της και την ισόρροπη ανάπτυξη των περιοχών της. 4. Στο πλαίσιο των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων τους, η Ένωση και τα κράτη μέλη συνεργάζονται με τις τρίτες χώρες και τους αρμόδιους διεθνείς οργανισμούς. Ο τρόπος της συνεργασίας της Ένωσης μπορεί να αποτελεί αντικείμενο συμφωνιών μεταξύ της Ένωσης και των ενδιαφερομένων τρίτων μερών. Το προηγούμενο εδάφιο δεν θίγει την αρμοδιότητα των κρατών μελών να διαπραγματεύονται στα πλαίσια διεθνών οργανισμών και να συνάπτουν διεθνείς συμφωνίες». 12 Πρόκειται ουσιαστικά για τις κατευθυντήριες γραμμές προς την Επιτροπή σε σχέση με το νομοθετικό της έργο. βλ. Κουτούπα Ρεγκάκου Ε., όπ, σελ 36 επ. 13 Η Επιτροπή μάλιστα αναμένεται στις αρχές του 2012 να παρουσιάσει το έβδομο πρόγραμμα δράσης για το περιβάλλον. βλ. Κουτούπα Ρεγκάκου Ε., όπ, σελ 37 επ. 8
Βασικές αρχές του δικαίου περιβάλλοντος είναι οι λεγόμενες αρχές της πρόληψης και της προφύλαξης 14, η αρχή της βιωσιμότητας ή βιώσιμης ανάπτυξης 15, η αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει» 16, της συμμετοχής των πολιτών κτλ. Γίνεται λοιπόν προφανές ότι το δικαίωμα στο περιβάλλον είναι θεμελιώδες για κάθε άνθρωπο, καθίσταται επομένως επιτακτική η ανάγκη προστασίας του. Ο εθνικός και ο κοινοτικός νομοθέτης ως εκ τούτου έχουν θεσπίσει εκτεταμένες ποινικές 17 και διοικητικές 18 κυρώσεις για τις προσβολές του περιβάλλοντος. Ωστόσο σε ό,τι αφορά την ευθύνη σε αποζημίωση, μέχρι πρόσφατα προστατεύονταν μόνο τα ιδιωτικά δικαιώματα που θίγονταν παρεμπιπτόντως μίας περιβαλλοντικής προσβολής, μέσω του θεσμού της αστικής ευθύνης. Πρόσφατα ωστόσο, μετά την εισαγωγή της Οδηγίας 2004/35/ΕΚ, το σκηνικό έχει αλλάξει με την εισαγωγή μίας νέας μορφής ευθύνης, της περιβαλλοντικής, η οποία δεν ανάγεται σε συγκεκριμένη ζημία τρίτου προσώπου, αλλά στη ζημία επί του ίδιου του περιβάλλοντος. Την ασφάλιση αυτής της νέας μορφής ευθύνης μελετούμε στην παρούσα, αφού πρώτα εξετάσουμε κάποια βασικά στοιχεία για την αστική ευθύνη, ώστε στη συνέχεια να μπορέσουμε να κατανοήσουμε τη διαφορά της με την περιβαλλοντική ευθύνη. 14 Στο Ελληνικό δίκαιο η αρχή αυτή θεωρείται ότι προκύπτει από τη διατύπωση του άρθρου 24 Σ για τα «προληπτικά μέτρα». Η αρχή της πρόληψης αφορά τη δυνατότητα παρέμβασης του κράτους σε περιπτώσεις επικίνδυνων για το περιβάλλον δραστηριοτήτων, ενώ η αρχή της προφύλαξης πλέον θεωρείται ότι αφορά τη δυνατότητα παρέμβασης και σε περιπτώσεις όπου υπάρχει απλά αβεβαιότητα ως προς την επικινδυνότητα μίας δραστηριότητας. Καράκωστας Ι., όπ, σελ 38 επ. 15 Άλλως αρχή της αειφορίας. Η αρχή αυτή δηλώνει ότι η ανθρώπινη επέμβαση στο περιβάλλον θα πρέπει να γίνεται με τέτοιο τρόπο που να διασφαλίζει την ισόρροπη σχέση μεταξύ της εκμετάλλευσης των φυσικών πόρων και της εξέλιξης των οικοσυστημάτων προς όφελος και των επόμενων γενεών. Καράκωστας Ι., όπ, σελ 43 επ. 16 Την παραπάνω αρχή αναπτύσσουμε σε οικείο κεφάλαιο παρακάτω. 17 Βλ. ενδεικτικά Τσιρίδης Π., «Η προστασία του περιβάλλοντος μέσω του ποινικού δικαίου στην Ευρώπη και η επικείμενη προσαρμογή της Ελληνικής νομοθεσίας» εις «Περιβαλλοντική Ευθύνη», Εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, 2010, σελ 30, και Karakostas I., Greek and European Environmental Law, Εκδ. Αντ. Σάκκουλας, 2008, σελ 99 επ. 18 Βλ. ενδεικτικά Παπακωσταντίνου Α. «Διοικητικοί μηχανισμοί ελέγχου της εφαρμογής του δικαίου του περιβάλλοντος», Νόμος και Φύση, www.nomosphysis.org.gr (Μάρτιος 2006). 9
Β. Η ΑΣΤΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΣΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ Στο δίκαιο υπάρχει πληθώρα ειδικών διατάξεων που θεμελιώνουν καταρχήν την παρανομία των περιβαλλοντικών προσβολών και περεταίρω την αστική ευθύνη του ρυπαίνοντος, όταν αυτός με τις πράξεις του παραβλάπτει ιδιωτικά δικαιώματα τρίτων. Ωστόσο δεν θα πρέπει να παραγνωρίσουμε τη χρησιμότητα που έχουν οι γενικές διατάξεις του Αστικού Κώδικα, οι οποίες είχαν και έχουν πρωτεύοντα ρόλο στη γέννηση αστικής ευθύνης. Ας ρίξουμε λοιπόν μία σύντομη ματιά στις σημαντικότερες από τις διατάξεις που γεννούν αστική περιβαλλοντική ευθύνη: Β1. Γενικές διατάξεις Σύμφωνα με τα άρθρα 57 και 59 του Αστικού Κώδικα περί προστασίας της προσωπικότητας, μπορεί να θεμελιωθεί τόσο αξίωση άρσης και παράλειψης της προσβολής για το μέλλον, όσο και αποζημίωσης σύμφωνα με τις διατάξεις περί αδικοπραξιών, καθώς και αξίωση χρηματικής ικανοποίησης της ηθικής βλάβης, κάθε φορά που κάποιος θίγει την προσωπικότητα κάποιου. Το ότι στην προστασία της προσωπικότητας εμπίπτει και το δικαίωμα στο περιβάλλον είναι σήμερα αδιαμφισβήτητο, καθώς το περιβάλλον (και ιδίως τα λεγόμενα κοινά και κοινόχρηστα αγαθά) είναι εκτός των άλλων και ο ανθρώπινος ζωτικός χώρος, ο χώρος δηλαδή όπου σχηματίζεται και αναπτύσσεται η ανθρώπινη προσωπικότητα. Δηλαδή, το περιβάλλον στο αστικό δίκαιο νοείται ως το σύνολο των αγαθών που αποτελούν τον ζωτικό χώρο του ανθρώπου, ο οποίος είναι απαραίτητος για την επιβίωση, την υγεία αλλά και την εξασφάλιση της ποιότητας ζωής του. Είναι λοιπόν προφανές ότι η προσβολή του δικαιώματος στο περιβάλλον εκτός από τις συνταγματικές διατάξεις περί αξιοπρέπειας του ανθρώπου και ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητάς του επισύρει και την εφαρμογή του άρθρου 57 ΑΚ, θεμελιώνοντας έτσι και σχετική αστική ευθύνη για όποιον το προσβάλλει 19. 19 Karakostas I., όπ, σελ 144 επ. 10
Επιπλέον νομική βάση για τη θεμελίωση αστικής ευθύνης είναι και το άρθρο 281 ΑΚ περί καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος. Μέσω της διάταξης αυτής εισάγεται στο αστικό μας δίκαιο η αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης, καθώς η άσκηση του δικαιώματος χρήσης των περιβαλλοντικών αγαθών μπορεί να περιοριστεί με την 281 ΑΚ από τον κοινωνικό σκοπό του δικαιώματος, που συνίσταται στην κοινοχρησία και την κοινή ωφέλεια, οι οποίες αποβλέπουν στην απόλαυση των περιβαλλοντικών αγαθών από τους κοινωνούς του δικαίου στη μακρά του χρόνου προοπτική 20. Ως σημαντικότερη ωστόσο νομοθετική βάση για την επιδίωξη αποζημίωσης εξαιτίας περιβαλλοντικών ζημιών θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε τις διατάξεις περί αδικοπραξιών του Αστικού Κώδικα (άρθρα 914 επ), σύμφωνα με τις οποίες όποιος ζημιώνει τον άλλον παράνομα και υπαίτια υποχρεούται σε αποζημίωση. Εκτός από τη δυνατότητα συνδυαστικής εφαρμογής των διατάξεων αυτών με τις 57 ΑΚ, 281 ΑΚ και 1003-1005 ΑΚ, στις αδικοπραξίες εντάσσεται και κάθε άλλη προσβολή του δικαιώματος στο περιβάλλον, η οποία χαρακτηρίζεται ως παράνομη από τις ειδικές διατάξεις προστασίας του περιβάλλοντος, ακόμη και από τις γενικές αρχές του δικαίου μας. Αδικοπραξία λοιπόν έχουμε κάθε φορά που η επελθούσα ζημία αφορά αγαθά του ανθρώπινου ζωτικού χώρου, οπότε και ομιλούμε για περιβαλλοντική ζημία, πάντοτε όμως όταν παράλληλα υπάρχει βλάβη ιδιωτικού εννόμου αγαθού, όπως επί παραδείγματι το δικαίωμα της κοινοχρησίας, της ζωής, της υγείας ή της κυριότητας. Έτσι, το μέγεθος της οφειλόμενης αποζημίωσης θα είναι συνάρτηση όχι της βλάβης που επήλθε στο περιβάλλον, που μπορεί να είναι ιδιαίτερα μεγάλη, αλλά μόνο της ζημίας που κατ αντανάκλαση υφίστανται τα άτομα στην άσκηση των ιδιωτικών τους δικαιωμάτων 21. 20 Καράκωστας Ι., «Ιδιωτικό δίκαιο προστασίας του περιβάλλοντος», ΝοΒ 2010, σελ 1921 επ. 21 Καράκωστας Ι., Περιβάλλον και Δίκαιο, Δίκαιο διαχείρισης και προστασίας των περιβαλλοντικών αγαθών», Β έκδοση, Εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα Αθήνα Κομοτηνή, 2006, σελ. 451 επ. 11
Για να έχουμε λοιπόν περιβαλλοντική αστική ευθύνη βάσει των διατάξεων περί αδικοπραξιών θα πρέπει να συντρέχουν οι γενικότερες προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 914 ΑΚ. Συγκεκριμένα απαιτείται ύπαρξη ζημίας, ανθρώπινη συμπεριφορά που να είναι παράνομη 22 και υπαίτια 23, ενώ απαιτείται και αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της υπαίτιας και παράνομης συμπεριφοράς και της ζημίας. Τέλος, αξίζει να αναφερθεί ότι εφαρμογή έχουν και οι διατάξεις του γειτονικού δικαίου (1003-1005 ΑΚ), οι οποίες δεν γεννούν μεν οι ίδιες κάποια υποχρέωση προς αποζημίωση, αξίζει όμως να τις αναφέρουμε, καθώς προστατεύουν ουσιαστικά όχι μόνον την ιδιοκτησία, αλλά και το δικαίωμα στο περιβάλλον, ορίζοντας πως ο κύριος ακινήτου οφείλει να ανέχεται την εκπομπή καπνού, αιθάλης, αναθυμιάσεων, θερμότητας, θορύβου, δονήσεων ή άλλες παρόμοιες επενέργειες που προέρχονται από άλλο ακίνητο, μόνο όταν αυτές δεν παραβλάπτουν σημαντικά τη χρήση του ακινήτου του ή προέρχονται από χρήση συνήθη για ακίνητα της περιοχής. Έχει λοιπόν ο καθένας δικαίωμα να ασκήσει τα δικαιώματά του ως κύριος, νομέας και 22 Παρανομία έχουμε ακόμη και όταν παραβιάζεται η αρχή της αντικειμενικής καλής πίστης, με την μορφή της υποχρέωσης επιμέλειας που μπορεί και οφείλει να έχει ο μέσος συνετός άνθρωπος (που απορρέει από τα 288, 281 και 300ΑΚ), η οποία σε ορισμένες περιπτώσεις συγκεκριμενοποιείται με την υποχρέωση λήψης μέτρων προνοίας και προστασίας υπέρ κάποιων αγαθών. Καράκωστας Ι., όπ, σελ 465 επ. 23 Στο σημείο αυτό τίθεται ένα ενδιαφέρον ζήτημα σε σχέση με το βάρος απόδειξης. Είναι αλήθεια ότι θα ήταν ιδιαίτερα δυσχερές να απαιτούμε από τον ζημιωθέντα να αποδεικνύει κάθε φορά το πταίσμα του ρυπαίνοντος το περιβάλλον, καθώς απαιτούνται στοιχεία που δεν έχει στη διάθεσή του παρά μόνον ο τελευταίος. Έχει λοιπόν προταθεί στην περίπτωση αυτή να γίνεται αναστροφή του βάρους αποδείξεως, με αναλογική εφαρμογή της διάταξης του 925 ΑΚ, καθώς ισχύει ο ίδιος δικαιολογητικός λόγος προστασίας του ζημιωθέντα. Εξάλλου, και στις δύο περιπτώσεις ο ζημιωθείς δεν μπορεί να διαλευκάνει τα περιστατικά που συνδέονται αιτιωδώς με τη ζημία, αφού η εστία διακινδυνεύσεως εντάσσεται στη σφαίρα επιρροής του ρυπαίνοντος το περιβάλλον (πρόκειται για τη λεγόμενη θεωρία των σφαιρών, σύμφωνα με την οποία ο ζημιωθείς αρκεί να αποδείξει το ότι το ελάττωμα προέρχεται από τη σφαίρα ευθύνης του ρυπαίνοντος). Πρέπει λοιπόν να δεχθούμε ότι υπάρχει ακούσιο νομοθετικό κενό, που πρέπει για την ταυτότητα του σκοπού, να πληρωθεί με την πλησιέστερη εννοιολογικά διάταξη, ήτοι την 925 ΑΚ, η οποία εφαρμόζει την θεωρία των σφαιρών. (Η αντιστροφή του βάρους απόδειξης στο δίκαιο περιβάλλοντος έγινε δεκτή από το Γερμανικό Ακυρωτικό ήδη πριν από την ισχύ του σχετικού περιβαλλοντικού νόμου στη Γερμανία, που εφάρμοσε αναλογικά τις διατάξεις περί του παραγωγού ελαττωματικών προϊόντων (Απόφαση 18-09-84, BGHZ, 92/143). Καράκωστας Ι., όπ, σελ 476 επ. 12
κάτοχος και βάσει των εμπράγματων αγωγών, προκειμένου να αποκρούσει παράνομες 24 συμπεριφορές που θίγουν το δικαίωμά του στο περιβάλλον 25. Β2. Ειδικές διατάξεις Ι. Ευθύνη αυτού που ρυπαίνει ή υποβαθμίζει το περιβάλλον: Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 29 του νόμου 1650/86, «Οποιοσδήποτε, φυσικό ή νομικό πρόσωπο, προκαλεί ρύπανση ή άλλη υποβάθμιση του περιβάλλοντος ευθύνεται σε αποζημίωση, εκτός αν αποδείξει ότι η ζημιά οφείλεται σε ανώτερη βία ή ότι προήλθε από υπαίτια ενέργεια τρίτου που ενήργησε δολίως.» Στο σημείο αυτό ανακύπτει εύλογα το ερώτημα ποιά είναι η χρησιμότητα ενός ακόμη άρθρου που θεμελιώνει αστική ευθύνη, τη στιγμή που υπάρχουν οι γενικές διατάξεις του Αστικού Κώδικα. Η απάντηση βρίσκεται στο είδος της ευθύνης που εισάγεται με την εδώ εξεταζόμενη διάταξη, η οποία απαλλάσσει τους ζημιωθέντες από την απόδειξη της υπαιτιότητας του αντιδίκου και της συνδρομής αιτιώδους συνδέσμου, κάτι που είναι συχνά ιδιαίτερα δυσχερές 26. Η ευθύνη που εισάγεται εδώ 24 Όπως καθίσταται προφανές οι διατάξεις του γειτονικού δικαίου δεν μπορούν από μόνες τους να γεννήσουν αστική ευθύνη, αλλά μόνο σε συνδυασμό με τις διατάξεις περί προστασίας της προσωπικότητας ή αδικοπραξίας. Εδώ αξίζει να αναφέρουμε έναν προβληματισμό: Σε περίπτωση λοιπόν που η βλάβη που υφίσταται κάποιος προέρχεται από «συνήθη για την περιοχή χρήση», έχουμε μία νόμιμη παραβίαση του δικαιώματος στο περιβάλλον, και άρα δεν μπορεί να θεμελιωθεί αδικοπραξία και άρα αξίωση αποζημίωσης. Είναι όμως προφανές ότι κάτι τέτοιο δημιουργεί σημαντικά προβλήματα, καθώς καταλήγει να νομιμοποιείται μία βλαπτική για το περιβάλλον δραστηριότητα μόνο επειδή είναι «συνήθης για την περιοχή». Έχει λοιπόν ορθά προταθεί η νομοθετική πρόβλεψη δυνατότητας αξίωσης τουλάχιστον ενός ευλόγου χρηματικού αντισταθμίσματος για λόγους επιείκειας προς αυτόν του οποίου το ακίνητο παραβλάπτεται από μία επιτρεπτή μεν, ζημιογόνα δε χρήση γειτονικού ακινήτου, ανάλογη προς τον Γερμανικό BGB Μαργαρίτα Ηλιοπούλου «Εκπομπές και περιβαλλοντική ζημία» - Αγωγή Αποζημίωσης, περιοδικό DE JURE Elsa Athens legal magazine, τ 4, Δεκέμβριος 2010 Φεβρουάριος 2011, σελ 24 επ. 25 Επιπλέον, νομοθετικές βάσεις για την προστασία του περιβάλλοντος μπορούμε να έχουμε και από τις διατάξεις περί διοίκησης αλλοτρίων, καθώς και από την ευθύνη του παραγωγού ελαττωματικών προϊόντων, για τις οποίες βλ. λεπτομερώς Καράκωστα Ι., «Ιδιωτικό δίκαιο προστασίας του περιβάλλοντος», ΝοΒ 2010, σελ 1921 επ. 26 Καράκωστας Ι., «Αδικοπρακτική ευθύνη για περιβαλλοντική ζημία (άρθρο 29 του Ν 1650/1986)», Περιβάλλον και Δίκαιο, 2002, σελ 162 επ. Έτσι για τη θεμελίωση της ευθύνης του ρυπαίνοντος κατά το άρθρο 29 δεν είναι αναγκαία η συνδρομή των προϋποθέσεων της αδικοπρακτικής ευθύνης των ΑΚ 914 επ., αλλά απαιτείται και αρκεί να αποδειχθεί ότι επήλθε ζημία, ότι υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ αυτής και της ρυπογόνου εγκατάστασης και ότι η ζημία εμπίπτει στον προστατευτικό σκοπό της διάταξης. 13
είναι αντικειμενική και μάλιστα ευθύνη από διακινδύνευση, καθώς είναι δίκαιο να επωμίζονται τους σχετικούς κινδύνους όσοι χρησιμοποιούν, εκμεταλλεύονται και συνακόλουθα αποκτούν οφέλη από πηγές κινδύνου πρόκλησης περιβαλλοντικών ζημιών 27. Ακριβώς ωστόσο λόγω της φύσης αυτής της ευθύνης, απαιτείται τελολογική συστολή του πεδίου εφαρμογής της διάταξης ώστε να περιλαμβάνει μόνον τις ζημίες που προκαλούνται αιτιωδώς από την εκμετάλλευση τυπικών πηγών αυξημένων κινδύνων και όχι από οποιαδήποτε μη επικίνδυνη δραστηριότητα, καθώς η ευθύνη από διακινδύνευση δικαιολογείται μόνο όταν η πραγμάτωση του κινδύνου προέρχεται από αναμενόμενη δραστηριότητα 28. Βάσει του ίδιου άρθρου πάντως, απαλλαγή από την αστική ευθύνη έχει κανείς αν αποδείξει ότι η ζημία οφείλεται σε γεγονός ανωτέρας βίας ή σε δόλια ενέργεια τρίτου, ενώ εφαρμογή έχει κατά την ορθότερη άποψη και η διάταξη 300 ΑΚ περί συντρέχοντος πταίσματος 29. ΙΙ. Ευθύνη από πυρηνική ενέργεια: Το νομοθετικό διάταγμα 336/1969 (κύρωση της Σύμβασης των Παρισίων περί της αστικής ευθύνης στο τομέα της Πυρηνικής Ενέργειας), όπως ισχύει σήμερα, μετά και την τελευταία του τροποποίηση από το νόμο 3787/2009, θεμελιώνει και πάλι αστική ευθύνη η οποία είναι αντικειμενική και δη από διακινδύνευση, αφού η εκμετάλλευση πυρηνικών εγκαταστάσεων αποτελεί πηγή κινδύνου, τον οποίο εύλογα επωμίζεται ο φορέας της 30. Συγκεκριμένα, ο φορέας εκμετάλλευσης πυρηνικής εγκατάστασης ευθύνεται 31 για κάθε ζημία σε πρόσωπα ή περιουσιακά 27 Δημοπούλου Ζ., «Ευθύνη από Δικαινδύνευση», Εκδ Σάκκουλα Αθήνα Θεσσαλονίκη, 2003, σελ 239 επ. Για παράδειγμα αντικειμενική ευθύνη οφείλει να έχει ο ιδιοκτήτης εργοστασίου χημικών, του οποίου η δραστηριότητα αποτελεί πηγή κινδύνου για το περιβάλλον, όχι όμως και ο ιδιώτης του οποίου η αποχέτευση παρουσιάζει προβλήματα. 28 Καράκωστας Ι., όπ. 29 Δημοπούλου Ζ., όπ, σελ 244. 30 Δημοπούλου Ζ.,όπ, σελ 251 επ. 31 Αν και δεν εμπίπτει η ασφάλιση αυτού του είδους ευθύνης στο πεδίο της παρούσας μελέτης, είναι ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε ότι βάσει του άρθρου ΙΑ του νόμου καθιερώνεται η υποχρεωτική ασφάλιση της αστικής ευθύνης των φορέων εκμετάλλευσης πυρηνικών εγκαταστάσεων, ενώ στον ίδιο νόμο ορίζονται και τα ελάχιστα ασφαλιστικά ποσά. Το κείμενο του άρθρου έχει ως ακολούθως: 14
στοιχεία σε περίπτωση πυρηνικού ατυχήματος, εάν υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ ατυχήματος και ζημίας. Περιορισμός της ευθύνης του φορέα προβλεπόταν με το παλαιότερο καθεστώς, ωστόσο με την τελευταία τροποποίηση της σύμβασης πλέον προβλέπεται ότι ανάλογα με το είδος της εκμετάλλευσης μπορεί μεν να οριστεί από το Κράτος μικρότερο από το γενικό όριο ευθύνης (το οποίο ορίζει ότι το όριο δεν μπορεί να είναι κατώτερο από 700 εκ. ευρώ), ωστόσο δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να υπολείπεται από τα κατά περίπτωση ελάχιστα όρια που θέτει η Σύμβαση (Άρθρο Η ν. 3787/2009). Απαλλαγή δε από την ευθύνη θα έχει ο φορέας στην περίπτωση μόνον της ένοπλης σύρραξης, εχθροπραξιών, εμφυλίου πολέμου και εξέγερσης, ενώ καταργήθηκε η εξαίρεση της θεομηνίας εξαιρετικού χαρακτήρα (Άρθρο Ι ν. 3787/2009). Ο δικαιολογητικός λόγος της κατάργησης του λόγου αυτού απαλλαγής έγκειται στο ότι, αν γινόταν δεκτή η απαλλαγή του υπευθύνου σε τέτοιες περιπτώσεις, θα συνεπαγόταν έμμεσα το ανεύθυνο του φορέα, αφού στη πράξη το σύνολο των πυρηνικών ατυχημάτων προκαλούνται από τέτοια γεγονότα 32. ΙΙΙ. Ευθύνη από ρύπανση της θάλασσας: (α) Για να καλυφθεί η ευθύνη βάσει της παρούσας Σύμβασης, απαιτείται από τον φορέα εκμετάλλευσης να έχει και να διατηρεί σε ισχύ ασφάλεια ή άλλη χρηματική εγγύηση για το ποσό που ορίζεται σύμφωνα με το Άρθρο 7(α) ή 7 (β) ή το Άρθρο 21(γ), ανταποκρινόμενη στον τύπο και τους όρους που καθορίζει η αρμόδια δημόσια αρχή. (β) Όπου η ευθύνη του φορέα εκμετάλλευσης δεν περιορίζεται ως προς το ποσό, το Συμβαλλόμενο Μέρος, στο έδαφος του οποίου βρίσκεται η πυρηνική εγκατάσταση του υπεύθυνου φορέα, καθορίζει ένα όριο για την χρηματική εγγύηση του υπεύθυνου φορέα, υπό την προϋπόθεση ότι αυτό το όριο δεν είναι κατώτερο του ποσού που αναφέρεται στο Άρθρο 7(α) ή 7(β). (γ) Το Συμβαλλόμενο Μέρος, στο έδαφος του οποίου βρίσκεται η πυρηνική εγκατάσταση του υπεύθυνου φορέα εκμετάλλευσης, διασφαλίζει την πληρωμή των αξιώσεων για αποζημίωση λόγω πυρηνικής ζημίας που προσδιορίστηκαν εναντίον του φορέα, παρέχοντας τα αναγκαία κεφάλαια στην έκταση που η ασφάλεια ή η άλλη χρηματική εγγύηση δεν είναι διαθέσιμη ή επαρκής για την ικανοποίηση αυτών των αξιώσεων, μέχρι ενός ποσού που δεν είναι μικρότερο από το αναφερόμενο στο Άρθρο 7(α) ή στο Άρθρο 21(γ) ποσό. (δ) Κανένας ασφαλιστής ή άλλος οικονομικός εγγυητής δεν μπορεί να αναστείλει την ισχύ ούτε να ακυρώσει την ασφάλεια ή άλλη χρηματική εγγύηση που προβλέπεται στην παράγραφο (α) ή (β) του παρόντος Άρθρου δίχως να αποστείλει γραπτή ειδοποίηση τουλάχιστον προ δύο μηνών στην αρμόδια δημόσια αρχή ή, καθ` όσον τέτοια ασφάλεια ή άλλη χρηματική εγγύηση αφορά στην μεταφορά πυρηνικών υλών, κατά τη διάρκεια της εν λόγω μεταφοράς. (ε) Τα ποσά που προβλέπονται ως ασφάλεια, αντασφάλεια ή άλλη χρηματική εγγύηση μπορούν να χρησιμοποιηθούν μόνο για αποζημίωση λόγω πυρηνικής ζημίας προκληθείσης από πυρηνικό ατύχημα. 32 Δημοπούλου Ζ., σελ 254. 15
Ιδίως στο πεδίο της θαλάσσιας ρύπανσης υπάρχει πληθώρα νομοθετικών διατάξεων, εγχώριων και διεθνών, οι οποίες καθιερώνουν αστική ευθύνη για τους ρυπαίνοντες. Εμείς θα επικεντρωθούμε σε αυτές που θεωρούμε σημαντικότερες, ήτοι το νόμο 314/1976 για την ευθύνη από ρύπανση με πετρέλαιο που διαφεύγει από πλοία, και το νόμο 743/1977 για την προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος. Ο ν. 314/1976, με τον οποίο κυρώθηκε η Διεθνής Σύμβαση Βρυξελλών του 1969 «Περί αστικής ευθύνης συνεπεία ζημιών εκ ρυπάνσεως υπό πετρελαίου», όπως ισχύει σήμερα κατόπιν τροποποιήσεών του, με τελευταία την τροποποίηση του με το π.δ. 197/1995, θεμελιώνει και πάλι αντικειμενική ευθύνη από διακινδύνευση κάθε πλοιοκτήτη πετρελαιοφόρου πλοίου, για κάθε ζημία που θα προκαλέσει αυτό, με δυνατότητα απαλλαγής του αν αποδείξει ότι το ατύχημα επήλθε από περιστατικά ανωτέρας βίας, με υπαιτιότητα τρίτου ή εξαιτίας παράνομης ενέργειας κρατικής αρχής σχετικά με την καλή λειτουργία των φάρων. Η ευθύνη που καθιερώνεται μπορεί να είναι περιορισμένη στα ποσά που αναφέρονται εκεί, όμως ο πλοιοκτήτης δεν δύναται να κάνει χρήση του περιορισμού αν το περιστατικό είναι αποτέλεσμα προσωπικής του και υπαίτιας πράξης ή παράλειψης. Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα είναι η υποχρέωση που θεσπίζεται βάσει του νόμου για υποχρεωτική ασφάλιση της αστικής ευθύνης του πλοιοκτήτη (άρθρο VII) με καθιερωμένη μάλιστα αξίωση για ευθεία 16
αγωγή κατά του ασφαλιστή 33, καθώς και η πρόβλεψη δημιουργίας σχετικού αποζημιωτικού κεφαλαίου. Γενικότερα προστασία του θαλασσίου περιβάλλοντος θεσπίζει και ο μεταγενέστερος 743/77 με πληθώρα απαγορεύσεων επικίνδυνων για το περιβάλλον συμπεριφορών 34, ενώ παράλληλα σε ισχύ βρίσκονται και πολλές άλλες διεθνείς συμβάσεις, οι οποίες έχουν κυρωθεί με νόμο, όπως για παράδειγμα η διεθνής σύμβαση για την προστασία της Μεσογείου κτλ. Ωστόσο πολλές από τις ρυθμίσεις αυτές δεν καθιερώνουν αντικειμενική ευθύνη 35, αλλά είτε ρητά είτε καθιερώνοντας 33 Συγκεκριμένα ορίζεται ότι ο πλοιοκτήτης ελληνικού ή ξένου πλοίου και πλωτού ναυπηγήματος, το οποίο καταπλέει ή αποπλέει από ελληνικό λιμένα ή όρμο ή θαλάσσιο τερματικό σταθμό, και μεταφέρει φορτίο πετρελαίου χύμα ποσότητας μέχρι και 2.000 τόνους ή βρίσκεται μόνιμα ή προσωρινά αγκυροβολημένο ή προσορμισμένο εντός των ελληνικών χωρικών υδάτων και οι δεξαμενές φορτίου του χρησιμοποιούνται για την αποθήκευση ή επεξεργασία πετρελαίου χύμα, ανεξαρτήτως ποσότητας, καθιερώνεται υποχρεούται σε ασφάλιση της αστικής ευθύνης του, ή σε άλλη μορφή χρηματοοικονομικής ασφάλειας. Μάλιστα καθιερώνεται υποχρέωση έκδοσης πιστοποιητικού, το οποίο βεβαιώνει την ύπαρξη κάποιας τέτοιας εξασφάλισης, στη δε περίπτωση που κάποιο κράτος διαπιστώσει ότι πλοίο φέρον τη σημαία του δεν έχει κάποιο τέτοιο πιστοποιητικό μπορεί να απαγορεύει την εκτέλεση εμπορικών πράξεων από αυτό, ενώ είναι υποχρέωση κάθε κράτους να μεριμνά για την τήρηση των υποχρεώσεων αυτών για κάθε πλοίο που εισπλέει ή αποπλέει από τα λιμάνια του, ακόμα και αν ανήκει σε άλλο κράτος. Ιδιαίτερα σημαντική δε είναι η πρόβλεψη της παραγράφου 8 του άρθρου 7, σύμφωνα με την οποία καθιερώνεται το δικαίωμα ευθείας αγωγής κατά του ασφαλιστή για κάθε αξίωση αποζημίωσης σε περίπτωση επέλευσης του κινδύνου ρυπάνσεως της θάλασσας από πετρέλαιο. Σε κάθε περίπτωση ωστόσο ο ασφαλιστής μπορεί να επικαλεστεί τα όρια ευθύνης έναντι του ενάγοντος ζημιωθέντος, για να περιορίσει την αποζημίωση που θα κληθεί ο ίδιος να δώσει, ακόμα και αν δεν συντρέχει κάποια κατά το νόμο περίπτωση περιορισμού της ευθύνης του πλοιοκτήτη, ενώ σημαντική διαφοροποίηση έχουμε από τα οριζόμενα στο άρθρο 26 του ΑσφΝ σε σχέση με την αρχή του απροβλήτου των ενστάσεων από την ασφαλιστική σύμβαση που αυτό καθιερώνει. Έτσι, ορίζεται ότι ο ασφαλιστής δεν δικαιούται να αντιτάξει τις ενστάσεις που έχει κατά του λήπτη της ασφάλισης στον ζημιωθέντα, εκτός από την ένσταση ότι η ρύπανση προέρχεται από δόλο του ίδιου του πλοιοκτήτη, καθώς και τις ενστάσεις του πλοιοκτήτη έναντι του ενάγοντος. Αυτό σημαίνει λοιπόν ότι καταρχήν αναγνωρίζεται η ισχύς της αρχής του απροβλήτου των ενστάσεων, ωστόσο περιορισμένα. Αφενός δηλαδή δίνεται στον ασφαλιστή το δικαίωμα να επικαλεστεί περιορισμό της ευθύνης του μέχρι των ορίων ευθύνης του κάθε πλοιοκτήτη, ακόμα και αν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις οριοθέτησης της ευθύνης του, ώστε ο ζημιωθείς να πρέπει στην περίπτωση αυτή να στραφεί για τυχόν μεγαλύτερο ποσό στον ίδιο τον ασφαλισμένο. Αφετέρου δε ο ασφαλιστής έχει τη δυνατότητα να απαλλαγεί πλήρως από την ευθύνη προς αποζημίωση επικαλούμενος δόλο (βλ. τον όρο που χρησιμοποιείται στο αυθεντικό αγγλικό κείμενο της συμβάσεως «willful misconduct» το οποίο ατυχώς μεταφράσθηκε στα ελληνικά απλώς ως «πταίσμα») του πλοιοκτήτη, προβάλλοντας την ένσταση ακόμη και έναντι του ζημιωθέντος, επιρρίπτοντας έτσι το πλήρες βάρος στον ασφαλισμένο. Chao Wu, Pollution from the carriage of oil by sea: liability and compensation, Εκδ. Kluwer Law International, 1996, σελ 71 επ. 34 Ιδίως ως προς τον νόμο 743/77, έτσι όπως έχει κωδικοποιηθεί από το π.δ. 55/1998, ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα είναι η πρόβλεψη του άρθρου 11 και 12, τις οποίες θα μελετήσουμε παρακάτω. 35 Σε περιπτώσεις πάντως σύγκρουσης των διατάξεων αυτών, όπου τίθεται το ερώτημα αν θα υπερισχύσει η αντικειμενική ή υποκειμενική ευθύνη, βάσει του άρθρου 28 παρ. 1 του Συντ θα πρέπει να δεχθούμε ότι θα υπερισχύσει η Διεθνής Σύμβαση. Βλ Δημοπούλου Ζ., όπ, σελ 254, παραπομπή υπ αρ. 3 και εκεί παραπομπές. 17
την παρανομία της θαλάσσιας ρύπανσης και σε συνδυασμό με το 914 ΑΚ γεννούν υποκειμενική μόνον ευθύνη, μειώνοντας έτσι την προσφερόμενη προστασία. Β3. Η αστική ευθύνη του Κράτους Το περιβάλλον αντιμετωπίζει κινδύνους που όπως είναι γνωστό δεν προέρχονται μόνο από ιδιωτικούς φορείς, αλλά και από το ίδιο το κράτος. Έτσι, παράλληλα με την ακυρωτική δίκη ως μέσο προστασίας, απαραίτητη είναι η ύπαρξη κρατικής ευθύνης προς αποζημίωση, η οποία μάλιστα μπορεί να λειτουργήσει ως διπλός μηχανισμός περιβαλλοντικής προστασίας. Αφενός στην περίπτωση όπου με νόμιμη διοικητική πράξη προσβάλλεται η ιδιοκτησία κάποιου προς χάριν του περιβάλλοντος (π.χ. απαλλοτρίωση έκτασης για την δημιουργία πάρκων ή χώρων πρασίνου γενικότερα), οπότε και η κρατική ευθύνη σε αποζημίωση υλοποιεί έτσι την κρατική υποχρέωση προστασίας του περιβάλλοντος. Αφετέρου δε στην περίπτωση όπου με παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των κρατικών οργάνων βλάπτεται το περιβάλλον, με την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 105-106 ΕισΝΑΚ, σε συνδυασμό με την ειδική νομοθεσία που κάθε φορά παραβιάζεται, οφείλεται αποζημίωση στον θιγόμενο ιδιώτη, οπότε και κατασταλτικά εφαρμόζεται η αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει» και με οφειλέτη το κράτος 36. Σε όλες τις παραπάνω διατάξεις λοιπόν διαπιστώνουμε ότι για κάθε βλάβη που προκαλείται σε ιδιωτικά δικαιώματα, γεννάται αστική ευθύνη αυτού που ρυπαίνει το περιβάλλον, η οποία μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο ασφάλισης κατά τις γενικές διατάξεις περί ασφάλισης αστικής ευθύνης, προαιρετικής ή υποχρεωτικής, όπως είδαμε και σε κάποια παραδείγματα παραπάνω (ασφάλιση ευθύνης από πυρηνικά ατυχήματα και ρύπανση της θάλασσας από πετρελαιοειδή), ενώ υπάρχει και το άρθρο 23 του Ασφαλιστικού Νόμου, το οποίο αφορά στην ασφάλιση περιβαλλοντικών ζημιών. Ωστόσο στην παρούσα εργασία μελετούμε ένα τελείως διαφορετικό είδος ευθύνης, που δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως αστική αλλά ως 36 Για λεπτομερή παράθεση των δύο αυτών μηχανισμών βλ. Μαθιουδάκη Ι., «Η κρατική ευθύνη στο δίκαιο του περιβάλλοντος», Αρμ 2011, σελ 725 επ. 18
περιβαλλοντική, την οποία εισήγαγε η Οδηγία 2004/35 στο δίκαιό μας, και η οποία έχει ιδιαιτερότητες που επηρεάζουν σημαντικά και την ασφάλισή της, όπως θα δούμε αμέσως παρακάτω. Γ. Η ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΚΑΙ Η ΑΣΦΑΛΙΣΗ ΤΗΣ Γ1. Συνοπτικά το περιεχόμενο της Οδηγίας 2004/35/ΕΚ Ως το σημαντικότερο βήμα στο πεδίο της περιβαλλοντικής ευθύνης θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε την έκδοση της υπ αριθμόν 35 Οδηγίας του 2004 της Ευρωπαϊκής Κοινότητας σχετικά με την περιβαλλοντική ευθύνη όσον αφορά την πρόληψη και την αποκατάσταση περιβαλλοντικής ζημίας. Ήδη από τη δεύτερη σκέψη της Οδηγίας αυτής ορίζεται ότι η πρόληψη και αποκατάσταση των περιβαλλοντικών ζημιών θα επιτυγχάνεται στο εξής με την εφαρμογή της αρχής «ο ρυπαίνων πληρώνει», η οποία ορίζεται ότι θα αποτελεί την θεμελιώδη αρχή της Οδηγίας, όπως επιβεβαιώνεται στη συνέχεια ήδη από το πρώτο άρθρο της. Σύμφωνα δε με τον ορισμό που δίνει στην δεύτερη σκέψη, «ο φορέας εκμετάλλευσης η δραστηριότητα του οποίου προκάλεσε την περιβαλλοντική ζημία ή τον άμεσο κίνδυνο ανάλογης ζημίας, είναι οικονομικά υπεύθυνος, έτσι ώστε να παρακινούνται οι φορείς εκμετάλλευσης να λαμβάνουν μέτρα και να αναπτύσσουν πρακτικές που να αποσκοπούν στην ελαχιστοποίηση των κινδύνων περιβαλλοντικής ζημίας προκειμένου να μειώνεται η έκθεσή τους σε οικονομικές ευθύνες.» Αναπτύσσοντας δε την αρχή ακόμη περισσότερο, ώστε να μην αφορά μόνο την επελθούσα ζημία αλλά και τα λοιπά έξοδα, στην δέκατη όγδοη σκέψη της ορίζεται ότι «Σύμφωνα με την αρχή "ο ρυπαίνων πληρώνει", κάθε φορέας εκμετάλλευσης που προκαλεί περιβαλλοντική ζημία ή άμεσο κίνδυνο ανάλογης ζημίας θα πρέπει, κατ' αρχήν, να επωμίζεται το κόστος των απαραίτητων μέτρων πρόληψης ή αποκατάστασης. Σε περιπτώσεις κατά τις οποίες, η αρμόδια αρχή αυτενεργεί ή επεμβαίνει μέσω τρίτων αντί του φορέα εκμετάλλευσης, η αρχή αυτή θα πρέπει να εξασφαλίζει ότι το προκύπτον γι' αυτήν κόστος θα ανακτάται από τον φορέα εκμετάλλευσης. Κρίνεται επίσης σκόπιμο οι φορείς εκμετάλλευσης να επωμίζονται 19
τελικά το κόστος της εκτίμησης περιβαλλοντικής ζημίας και, κατά περίπτωση, την αξιολόγηση του άμεσου κινδύνου πρόκλησης τέτοιας ζημίας». Βάσει λοιπόν των παραπάνω διατάξεων θεμελιώνεται ευθύνη κατά περίπτωση αντικειμενική 37 ή υποκειμενική 38 για τους φορείς, η οποία είναι όμως όπως θα δούμε παρακάτω είναι διαφοροποιημένη από την κλασική αστική ευθύνη που γνωρίζουμε. Απαιτείται έτσι από τον ευθυνόμενο αφενός η αποκατάσταση 39 του περιβάλλοντος στην πρότερη κατάσταση αυτού και αφετέρου η ανάληψη εκ μέρους του φορέα επικίνδυνων δραστηριοτήτων των δαπανών για την πρόληψη επέλευσης ζημίας στο φυσικό περιβάλλον. Επιπλέον, εκτός από την υποχρέωση κάλυψης των δαπανών πρόληψης και αποκατάστασης των ζημιών από τον φορέα, αυτός οφείλει να καλύψει και τυχόν κόστος εκτίμησης της ζημίας ή του πιθανολογούμενου κινδύνου, καθώς και άλλες διοικητικές δαπάνες που θα υποχρεωθεί να καταβάλει η Διοίκηση για την επιβολή του νόμου. Η Οδηγία αυτή είναι ελάχιστης εναρμόνισης, με την έννοια ότι τα κράτη διατηρούν τη δυνατότητα να θεσπίζουν και να διατηρούν μέτρα πιο προστατευτικά για το περιβάλλον και άρα πιο αυστηρά για τον ρυπαίνοντα 40. Τον στόχο αυτό πετυχαίνει η Οδηγία θεσπίζοντας ένα βάθρο, το οποίο πλαισιώνεται από ρυθμίσεις τις οποίες τα κράτη έχουν διακριτική ευχέρεια να εισαγάγουν στην εθνική τους νομοθεσία, ώστε να έχουν αποτελεσματικότερη προστασία, όπως το άρθρο 14 για την ασφάλιση της αστικής ευθύνης που μας ενδιαφέρει εδώ, πάντοτε όμως 37 Όταν η ζημία (ή απειλή της)προέρχεται από τις εγγενώς επικίνδυνες δραστηριότητες για το περιβάλλον, όπως αυτές απαριθμούνται στο τρίτο παράρτημα της Οδηγίας. 38 Όταν η ζημία (ή απειλή της) αφορά προστατευόμενα είδη ή οικοτόπους, η οποία προήλθε από δραστηριότητες άλλες από τις εκεί απαριθμούμενες. 39 Τα είδη της πιθανής αποκατάστασης περιγράφονται στο Παράρτημα ΙΙ της Οδηγίας, τα οποία με σειρά προτεραιότητας είναι η πρωτογενής, η συμπληρωματική και αντισταθμιστική αποκατάσταση. 40 Ωστόσο έχει κατακριθεί το ότι δίνεται απλή δυνατότητα και όχι υποχρέωση στα Κράτη για την εφαρμογή πολλών από τα μέτρα της Οδηγίας, ώστε η ίδια με αυτόν τον τρόπο να αποδυναμώνεται. - Verheij, Faure και Van den Borre «Shifts in compensation for environmental damage»,εκδ. Springer Tort and Insurance Law, τ. 21, 2007, παρ. 344 επ. 20
σύμφωνα με τον κοινό παρονομαστή της Οδηγίας και με τις προϋποθέσεις που αυτή θέτει 41. Η ασφάλιση της περιβαλλοντικής ευθύνης στην Οδηγία Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, η Οδηγία δεν θεσπίζει την υποχρέωση των κρατών να καταστήσουν υποχρεωτική την ασφάλιση της περιβαλλοντικής ευθύνης του ρυπαίνοντος, παρέχει ωστόσο την ευχέρεια αυτή στα κράτη που το επιθυμούν, αφού ορίζει στην πρώτη παράγραφο του άρθρου 14 ότι «Τα κράτη μέλη λαμβάνουν μέτρα για να ενθαρρύνουν την ανάπτυξη μέσων και αγορών χρηματοοικονομικής ασφάλειας, εκ μέρους των κατάλληλων οικονομικών και χρηματοπιστωτικών φορέων, συμπεριλαμβανομένων χρηματοπιστωτικών μηχανισμών σε περίπτωση αφερεγγυότητας, με στόχο να καταστεί δυνατή η χρήση χρηματοοικονομικών εγγυήσεων από τους φορείς εκμετάλλευσης προκειμένου να καλύψουν τις ευθύνες τους δυνάμει της παρούσας οδηγίας». Αυτό σημαίνει ότι κατά την δυνατότητα που δίνει η Οδηγία, τα κράτη μπορούν να θεσπίσουν ακόμη και υποχρεωτικά την ύπαρξη χρηματοοικονομικών εγγυήσεων από τους φορείς, κυριότερη από τις οποίες είναι η ασφάλιση της περιβαλλοντικής τους ευθύνης 42, ευκαιρία που αξιοποίησε ο εθνικός μας νομοθέτης όπως θα δούμε παρακάτω. Συναφής δε είναι και η διάταξη του άρθρου 8 παρ. 2, που ορίζει ότι σε περίπτωση που τις δαπάνες για την πρόληψη και αποκατάσταση των ζημιών τις πραγματοποιήσει η αρμόδια διοικητική Αρχή, μπορεί να τις ανακτήσει από τον φορέα μεταξύ άλλων και μέσω ασφαλιστικής κάλυψης αυτού. Πάντως ήδη από την δεύτερη παράγραφο του άρθρου 14 διαφαίνεται η πρόθεση του κοινοτικού νομοθέτη να καταστήσει μελλοντικά την ασφάλιση της περιβαλλοντικής ευθύνης εν τέλει υποχρεωτική για όλα τα κράτη, κατόπιν σχετικής 41 Κρεμλής Γ., «Η Οδηγία 2004/35/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την περιβαλλοντική ευθύνη όσον αφορά την πρόληψη και την αποκατάσταση περιβαλλοντικής ζημίας», Περιβάλλον και Δίκαιο, 2005, σελ 384 επ. 42 Άλλες χρηματοοικονομικές εγγυήσεις θα μπορούσαν να αποτελέσουν οι τραπεζικές εγγυήσεις, η δημιουργία ταμείων αποζημίωσης, εγγυήσεις μητρικών προς θυγατρικές, προϊόντα trigger κτλ - Χριστοφίλου Α., «Ο ρυπαίνων πληρώνει», άρθρο της 06-09-2010 σε www.insuranceworld.gr 21
έκθεσης της Επιτροπής που εξαγγέλλεται από την Οδηγία, η οποία θα περιγράφει την εφαρμογή και την αποτελεσματικότητα της εν λόγω ασφάλισης στα Κράτη μέλη 43. Γ2. Η ενσωμάτωση στο Ελληνικό Δίκαιο: Η ενσωμάτωση της παραπάνω Οδηγίας στο εθνικό μας δίκαιο έγινε με το προεδρικό διάταγμα 148/2009 44 («Περιβαλλοντική ευθύνη για την πρόληψη και την αποκατάσταση ζημιών στο περιβάλλον»), το οποίο σε γενικές γραμμές επαναλαμβάνει τις διατάξεις της Οδηγίας. Ειδικά όσον αφορά την ασφάλιση της περιβαλλοντικής ευθύνης, ο Έλληνας νομοθέτης μαζί με άλλα επτά ευρωπαϊκά κράτη 45 έκανε χρήση της δυνατότητας που έδινε η Οδηγία για θέσπιση υποχρεωτικής χρηματοοικονομικής ασφάλειας, ορίζοντας στο άρθρο 14 του π.δ. ότι από 1 η Μαΐου 2010 ξεκινά η υποχρεωτική ασφάλιση (ή άλλη μορφή ασφάλειας) της περιβαλλοντικής ευθύνης όλων των φορέων που ασκούν δραστηριότητες εγγενώς επικίνδυνες για το περιβάλλον (ήτοι που αναφέρονται στο παράρτημα ΙΙΙ της Οδηγίας). Πάντως, για να μπορέσει να λειτουργήσει ορθά το σύστημα αυτό απαιτείται η έκδοση υπουργικών αποφάσεων που θα ρυθμίσουν ζητήματα όπως τα χρονοδιαγράμματα υπαγωγής σε ασφάλεια ή το απαιτούμενο ασφαλιστικό ποσό, οι οποίες ωστόσο δεν έχουν εκδοθεί ακόμη. 43 Η σχετική έκθεση τελικά παραδόθηκε την 12-10-2010, όπου και αναφέρεται ότι είναι ακόμη πρώιμη μία τέτοια συζήτηση, καθώς τα κράτη που κατέστησαν την ασφάλιση υποχρεωτική δεν έχουν ακόμη πλήρως αναπτυχθέντα συστήματα, οπότε και δεν μπορεί ακόμη να εκτιμηθεί η αποτελεσματικότητά τους, οπότε και θα επανέλθει με νέα έκθεση το 2014 ή και νωρίτερα με συγκεκριμένη πρόταση επί του αν προκρίνεται η εναρμονισμένη σε όλα τα κράτη υποχρεωτική ασφάλιση. Βλ. έκθεση της Επιτροπής (Βρυξέλλες 12-10-2010 COM 2010, 581 final), σελ 8 επ. 44 Η ενσωμάτωση ωστόσο της Οδηγίας έγινε με ιδιαίτερα μεγάλη καθυστέρηση, καθώς καταληκτική προθεσμία ήταν η 30 η Απριλίου 2007, γεγονός που οδήγησε σε καταδίκη της χώρας μας από το ΔΕΚ (υπόθεση C-368/2008). Πάντως, τα περισσότερα κράτη είχαν παρόμοιες καταδίκες εξαιτίας της μεγάλης τους καθυστέρησης. 45 Την Βουλγαρία, Πορτογαλία, Ισπανία, Ουγγαρία, Σλοβακία, Τσεχία και την Ρουμανία -Βλ. έκθεση της Επιτροπής (Βρυξέλλες 12-10-2010 COM 2010, 581 final), σελ 4, όπου επισημαίνεται επίσης ότι και στις τρεις χώρες που το μέτρο υποχρεωτικής ασφάλισης έπρεπε να εφαρμοστεί μέχρι το 2010 συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας- έχει καθυστερήσει στην εφαρμογή του. 22
Γ3. Η νέα έννοια της περιβαλλοντικής ευθύνης και της ασφάλισής της, έτσι όπως δίνεται στην Οδηγία και το προεδρικό διάταγμα Η περιβαλλοντική ευθύνη, έτσι όπως ιδρύεται στα παραπάνω νομοθετήματα, δεν αποτελεί είδος αστικής 46 αλλά δημοσίου δικαίου ευθύνης 47 48, καθώς δικαιούχοι της αξίωσης αποκατάστασης των σχετικών δαπανών είναι δημόσιες αρχές, οι οποίες εμπλέκονται και στο στάδιο εποπτείας των φορέων εκμετάλλευσης δραστηριοτήτων επικίνδυνων για το περιβάλλον και στο στάδιο αυτενέργειας τους για αποκατάσταση της ζημίας 49. Έτσι παράλληλα με την αστική ευθύνη για τις ιδιωτικές αξιώσεις ιδρύεται η περιβαλλοντική, για τις δημοσίου δικαίου αξιώσεις 50 που μπορούν να προβληθούν έναντι του ρυπαίνοντος. Επομένως, η προστασία του περιβάλλοντος αποσυνδέεται από την προστασία των δικαιωμάτων των θιγόμενων ιδιωτών, όπως συνέβαινε μέχρι σήμερα όπου το περιβάλλον ήταν το μέσο με το οποίο βλαπτόταν ένας ιδιώτης 51, και το περιβάλλον αποτελεί πλέον αυτοτελώς προστατευόμενο 46 Κάτι τέτοιο θα ήταν δύσκολο να γίνει αποδεκτό από τα κράτη μέλη, τα οποία είχαν συμφέρον στο να διατηρηθεί ανέγγιχτο το εθνικό καθεστώς αδικοπρακτικής ευθύνης έναντι ιδιωτών και να μην γίνει αντικείμενο εναρμόνισης, οπότε και επιλέχθηκε η δημοσίου διοικητικού δικαίου ευθύνη, κατά το Αμερικανικό δίκαιο για τις περιβαλλοντικές ζημίες, που αποτέλεσε πρότυπο για την Ε.Ε. στην έκδοση της εξεταζόμενης Οδηγίας. GerdWinter, Jan H. Jans, Richard Macrory and Ludwig Kramer, «Weighing up the EC Environmental Liability Directive», Journal of Environmental Law, 2008, σελ 163 επ. Βλ και αντιπαράθεση των όρων περιβαλλοντικής ζημίας και αστικής ευθύνης για πρόκληση περιβαλλοντικής ζημίας σε Σμπώκο Γ., «Η Οδηγία 35/2004/ΕΚ για την περιβαλλοντική ασφάλιση - Πεδίο και προοπτικές εφαρμογής» ΠερΔ 2008, σελ 59 επ. 47 Hellberg N., Orth M., Sons J., Winter D., Umweltschadensgesetz und Umweltschadensversicherung, Εκδ. Karlsruhe, 2008, σελ 15 επ και 27 επ για την αστική (στον Umwelthaftungsgesetz) και δημόσια περιβαλλοντική ευθύνη (στον Umweltschadensgesetz) αντίστοιχα. Υπάρχει δε και ορολογική διαφορά μεταξύ της μίας από την άλλη ασφάλιση: Umwelthaftpflicht και Umweltschadensversicherung. 48 Έχει μάλιστα υποστηριχθεί ότι ο όρος «environmental liability» ταιριάζει όχι στη δημόσια αλλά στην αστική ευθύνη, μπήκε όμως στον τίτλο της Οδηγίας για να της προσδώσει δημοσιότητα και να έλξει το ενδιαφέρον του κοινού, καθώς η έννοια της ευθύνης είναι πολύ πιο ενδιαφέρουσα από τις δημοσίου δικαίου υποχρεώσεις των φορέων για πρόληψη και αποκατάσταση των περιβαλλοντικών ζημιών Ludwig Kramer, Discussions on Directive 2004/35 concerning Environmental Liability, J.F.F.P.I. 2005, σελ 250 επ. 49 Κουτούπα Ρεγκάκου Ε., «Η Οδηγία 2004/35/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την περιβαλλοντική ευθύνη» σε www.nomosphysis.org.gr, Νοέμβριος 2009. 50 Heilig M., Umweltschadensgesetz und Umweltschadensversicherung, Εκδ. Munchen GRIN Verlag GmbH, 2010, σελ 35 επ. 51 Hellberg, N., Orth M., Sons J., Winter D., όπ,σελ 15. 23