Αρχικοί Χρόνοι Ρημάτων

Σχετικά έγγραφα
ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΑΠΟ ΑΠΟΣΤΑΣΗ ΩΡΑ ΓΙΑ ΜΕΛΕΤΗ!!! ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΑΡΧΙΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΡΗΜΑΤΩΝ

ΑΡΧΙΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΒΑΣΙΚΩΝ ΡΗΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ που απαντούν στο έργο του Ξενοφώντα

Σχηματισμός της οριστικής. Ενρινόληκτων και υγρόληκτων ρημάτων α' συζυγίας

ΑΡΧΙΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΒΑΣΙΚΩΝ ΡΗΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ

Χρησιμότατο υλικό για το μάθημα των Αρχαίων Ελληνικών για μαθητές Γυμνασίου και Λυκείου

1 ΑΡΧΙΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΚΑΙ ΠΑΡΑΓΩΓΑ ΤΩΝ ΚΥΡΙΟΤΕΡΩΝ ΡΗΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ

ΟΜΟΙΟΙ ΚΑΙ OMOHXΟΙ ΤΥΠΟΙ

Principal Part Quiz 4 Study Sheet

ΟΜΟΙΟΙ ΚΑΙ OMOHXΟΙ ΤΥΠΟΙ

Α. ΜΕΣΟΣ ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ ΚΑΙ ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ ΤΩΝ ΑΦΩΝΟΛΗΚΤΩΝ ΡΗΜΑΤΩΝ

The Ultimate ATHENAZE I Verb Chart STRONG AORIST. 1stPP Future Aorist Perfect

ἄγω ἦγον ἄξω (ἦξα ) ἤγαγον (ἀγάγ-) ἀγήοχα / ἦχα ἀγηόχειν / ἤχειν αἰνῶ ᾔνουν αἰνέσομαι / αἰνέσω ᾔνεσα ᾔνεκα ᾐνέκειν

Το ρήμα λύω στην Οριστική Ε.Φ. Επιμέλεια: Ευθυμιάδου Ευφροσύνη

Ο ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΚΑΙ Ο ΑΟΡΙΣΤΟΣ ΤΩΝ ΕΝΡΙΝΟΛΗΚΤΩΝ ΚΑΙ ΥΓΡΟΛΗΚΤΩΝ ΡΗΜΑΤΩΝ

Επιχείρηση: Παρακείμενος. Οι πρώτες μου γνώσεις για το σχηματισμό του Παρακειμένου

Συλλαβική αύξηση είναι η προσθήκη στην αρχή του θέματος ενός -ἐ- (Προσοχή! παίρνει ψιλή). Λέγεται συλλαβική επειδή προστίθεται μια νέα συλλαβή.

ΟΜΟΙΟΙ ΚΑΙ OMOHXΟΙ ΤΥΠΟΙ

ΞΕΝΟΦΩΝΤΑ, ΕΛΛΗΝΙΚΑ. Βιβλίο 1, Κεφάλαια 16-19

STAMMFORMEN (SCHWERGEWICHT: κοινή)

Το παρόν βοήθημα απευθύνεται σε μαθητές όλων των τάξεων Γυμνασίου και Λυκείου

ΑΡΧΙΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ 135 ΡΗΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ

-ω, -σω, -σα, -κα, -µαι, -θην

βλάπτω βλάψω ἔβλαψα βέβλαφα βέβλαμμαι ἐβλάβην hurt, harm θάπτω θάψω ἔθαψα τέθαμμαι ἐτάφην bury κλέπτω κλέψω ἔκλεψα κέκλοφα κέκλεμμαι ἐκλάπην steal

Most Common Ancient Greek Verbs. First Aorists

Kάθε γνήσιο αντίτυπο φέρει την υπογραφή της συγγραφέως

passive 3 rd person Continuous Simple Future Perfect

PRINCIPAL PARTS BY Verb TYPES: all principal parts, all units 1!

ΞΕΝΟΦΩΝΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ 2,1,28. Η ναυμαχία στους Αιγός Ποταμούς

ΒΑΡΥΤΟΝΑ ΡΗΜΑΤΑ Α ΣΥΖΥΓΙΑΣ ΠΙΝΑΚΑΣ ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΟΥ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΥ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΧΡΟΝΩΝ ΤΩΝ ΒΑΡΥΤΟΝΩΝ ΡΗΜΑΤΩΝ ΤΗΣ Α ΣΥΖΥΓΙΑΣ. Ενεργητική φωνή.

Ενότητα 1. Ενότητα 2

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΑ Α ΓΥΜΝΑΙΟΥ

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΣΤΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ. 1 η ΜΕΡΑ

ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΕΣ ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ (ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΔΩΡΑΚΙ!!!!)

System Principal Parts Tenses and Voices

Σχηματισμός Ευκτικής Παρακειμένου Ενεργητικής Φωνής. Στις σημειώσεις μας θα εστιάσουμε στον περιφραστικό τύπο, καθώς αυτός είναι ο πιο εύχρηστος.

Ασκήσεις γραμματικής

Ενότητα 7 η H λύση του γόρδιου δεσμού

VOCABULARY AID FOR CHAPTERS 1 13 From Learn to Read New Testament Greek by David Alan Black [TABLE OF CONTENTS]

Δημοσθένους, Περὶ Ἁλοννήσου, 2-3

Λεξιλόγιο - Γραμματικές παρατηρήσεις

Η παθητική σύνταξη και το ποιητικό αίτιο

GCSE (9 1) Classical Greek

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ Α ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΕΝΟΤΗΤΑ 7 Η ΛΥΣΗ ΤΟΥ ΓΟΡΔΙΟΥ ΔΕΣΜΟΥ

Απρόσωπη σύνταξη: άναρθρο Απαρέμφατο Δευτερεύουσα Ονομαστική Πρόταση

ΣΥΝΗΡΗΜΕΝΑ ΡΗΜΑΤΑ. 3. Μία συνηρημένη συλλαβή παίρνει οξεία, αν πριν από τη συναίρεση είχε οξεία η δεύτερη από τις συλλαβές που συναιρούνται:

2. Συμπληρώστε τα κενά με τον κατάλληλο τύπο του ειμί ή της προσωπικής αντωνυμίας εγώ, συ. Ὑμεῖς οἱ προδόντες τήν πόλιν.

1. Να τονίσετε τις λέξεις και να δικαιολογήσετε την επιλογή σας, αναφέροντας τον αντίστοιχο κανόνα τονισμού

ΑΡΧΙΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΒΑΣΙΚΩΝ ΑΝΩΜΑΛΩΝ ΡΗΜΑΤΩΝ

1β. διαβεβλημένοις,καταστηναι,επειδάν, διακείμενος, μεταμελήσειν: να αναλυθούν στα συνθετικά τους.

Τὰ αὐτὰ δὲ λέγοντος τοῦ Μάρδου, βασιλεὺς ἔφη: «Εἶτα τολμήσεις τὸν υἱὸν ἀποθνῄσκοντα ὑπομεῖναι;» Ὁ δὲ ἔφη «πάντων μάλιστα Κι αυτός είπε «βεβαιότατα

ΣΥΝΤΑΞΗ ΤΩΝ ΡΗΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

1. Να βάλετε τους κατάλληλους τύπους του άρθρου μπροστά από τις λέξεις: μητέρες, δίψαν, σημαίαις, κινδύνου, ἔδαφος,

Chapter 15-α. Athematic 2 nd Aorists ACTIVE. PARADIGMS (lists of forms) BASIC PATTERN indic imperat inf ptc

21. δεινός: 23. ἀγορά: 24. πολίτης: 26. δοῦλος: 28. σῶμα: 31. Ἑλλας: 32. παῖς: 34. ὑπέρ: 35. νύξ: 39. μῶρος: 40. ἀνήρ:

Appearances Speech αἰνός ή όν dread, grim 74 Adjective αἱρέω αἱρήσω εἷλον ᾕρηκα ᾕρημαι ᾑρέθην

Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ-ΑΡΧΑΙΑ **ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΕΣ. 1) Να κάνετε την εγκλιτική αντικατάσταση.

ΑΝΩΜΑΛΑ ΡΗΜΑΤΑ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ

Part of Speech αἰδέομαι αἰδέσομαι ᾐδεσάμην ᾔδεσμαι ᾐδέσθην

Λυσίου, Κατὰ Ἀγοράτου, 93-95

TEMA DE PRESENT / MODE INDICATIU /VEU ACTIVA. VERBS EN ω. TERMINACIONS (=vocal temàtica + desinències personals) PRESENT

ΤΑ ΑΝΩΜΑΛΑ ΡΗΜΑΤΑ ΣΤΟΝ ΞΕΝΟΦΩΝΤΑ

Έπου θεώ (Ακολούθα τον θεό) Νόμω πείθου ( Να πειθαρχείς στο Νόμο) Θεούς σέβου (Να σέβεσαι τους θεούς) Γονείς αίδου (Να σέβεσαι τους γονείς σου)

Τα σύνθετα ρήματα έχουν την τάση να διατηρούν τον τόνο τους στη συλλαβή που τονίζεται και το αντίστοιχο απλό ρήμα: λύειν - ἀπολύειν, ἦχθαι - ἀπῆχθαι,

ΟΝΟΜΑΤΙΚΟΙ ΤΥΠΟΙ ΤΟΥ ΡΗΜΑΤΟΣ (απρόσωπες εγκλίσεις)

Number of Part of Dictionary Entry English Definition Appearances Speech

Λυσία, Ἐν βουλῇ Μαντιθέῳ δοκιμαζομένῳ ἀπολογία, 1-3

ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ Α + Β ΚΛΙΣΗ Α Σ Κ Η Σ Ε Ι Σ

Λυσία, Ἐν βουλῇ Μαντιθέῳ δοκιμαζομένῳ ἀπολογία, 7-8

of or belonging to a δαίμων; miraculous, marvellous

Α. Οι κύριες προτάσεις στον πλάγιο λόγο

destroying, destructive, fatal, deadly, murderous

OCR Greek GCSE Word List Produced by Eton College

ΘΕΜΑ 181ο: Ξενοφῶντος Ἑλληνικά, 2, 2,

The Aorist Tense. Talking About the Past. A lesson for the Paideia web-app Ian W. Scott, 2015

Π Ο Λ Ι Τ Ι Κ Α Κ Α Ι Σ Τ Ρ Α Τ Ι Ω Τ Ι Κ Α Γ Ε Γ Ο Ν Ο Τ Α

Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής - Το Ρήμα ΤΟ ΡΗΜΑ

give, grant 254 Verb δαμάζω δαμάσω ἐδάμασα δεδάμακα δεδάμασμαι/δέδμημα to overpower, tame, conquer, subdue 105 Verb

Βασικοί κανόνες κατά τη σύνταξη της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας ΒΑΣΙΚΟΙ ΟΡΟΙ

ΤΑΞΗ Α ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΥΛΗ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ 2016 ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΑ Οι ενότητες 2,3,5,6,7,8,10,11,12,13,14,16,18,19,21,22,23,24,25,29,30,37.

Summer Greek. Lesson 10 Vocabulary. Greek Verbs using the verb λύω. Greek Verbs. Greek Verbs: Conjugating. Greek Verbs: Conjugating.

Κρίνω (Β) Κ.Δ. (Ε.Γ./ΚΕΙΜ.) ΡΙΖΑ: α) ΚΡΙ-, ΚΡΙΝ-J-Ω, ΚΡΙΝΝΩ, ΚΡΙΝΩ, β) ΙΝΔ/Ε: SKER, SKREI-, SKRI. ΕΡΜΗΝΕΙΑ: 1) Χωρίζω, αποχωρίζω, θέτω κατά μέρος.

ὁμιλῶ ὁμολογῶ ποθῶ ποιῶ πολεμῶ πολιορκῶ πονῶ σκοπῶ συμμαχῶ τελῶ τηρῶ τιμωρῶ ὑμνῶ ὑπηρετῶ φοβοῦμαι ὠφελῶ

ΓΡΑΠΣΗ ΕΞΕΣΑΗ ΣΑ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ B ΛΤΚΕΙΟΤ ΟΜΑΔΑ ΠΡΟΑΝΑΣΟΛΙΜΟΤ ΑΝΘΡΩΠΙΣΙΚΩΝ ΠΟΤΔΩΝ AΔΙΔΑΚΣΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ

ἀγανακτῶ, ἄγαμαι (θαυμάζω), εὐδαιμονίζω / μακαρίζω (καλοτυχίζω), ζηλῶ, ἥδομαι, θαυμάζω, οἰκτίρω (λυπάμαι), ὀργίζομαι, χαίρω κ.ά.

Πλάτωνος, Γοργίας, 483, b d

Προτεινόμενος Προγραμματισμός κατά ενότητα

more, larger (comp. of πολύς) 20 Adjective πρῶτος η ον first, foremost 144 Adjective Πύλιος --α --ον

Ασκήσεις γραμματικής

Η μουσική εξημερώνει

Θ.Α. ΑΜΕΛΙΔΗΣ ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ

Ch. Delattre 3LHMMG2I Grec perfectionnement Lexique

Α. Παράδειγμα σχηματισμού ενεργητικού και μέσου αορίστου Β

Το αντικείμενο [τα βασικά]

Ασκήσεις γραμματικής. Να γράψετε τις πλάγιες πτώσεις στα τρία γένη των δύο αριθμών: δράς, θείς, γνούς, εἰδώς, ἀδικῶν, ἀπολλύς.

Φιλολογική Επιμέλεια Σεβαστή Ε. Δριμαροπούλου

Ο Πελοποννησιακός πόλεμος Αρχαία Α' Λυκείου. Επιμέλεια: Ευθυμιάδου Ευφροσύνη

Συντακτικό Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας. Το κατηγορούμενο

ζήω-ζῶ Ενεργητική Οριστική Υποτακτική Ευκτική Προστακτική Απαρέμφατο Μετοχή

Καλακόνα Φωτεινή ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ. 1) Βλ. Φ.Β. σελ <<Σε μένα όμως είναι δυνατό να ακούω... τέτοια σκοτεινή φήμη κυκλοφορεί κρυφά>>.

Transcript:

Α Αρχικοί Χρόνοι Ρημάτων ἀγαπάω-ῶ ἠγάπων ἀγαπήσω ἠγάπησα ἠγάπηκα [ἠγαπήκειν] ἀγγέλω ἢγγελον ἀγγελῶ ἢγγειλα ἢγγελκα ἠγγέλκειν ἂγω ἦγον ἂξω ἢγαγον ἦχα & ἀγήοχα ἢχειν & ἀγηόχειν ἂγομαι ἠγόμην ἂξομαι, παθ. αχθήσομαι ἠγαγόμην, παθ. ἦγμαι ἢγμην ἢχθην ἀδικέω-ῶ ἠδίκουν ἀδικήσω ἠδίκησα ἠδίκηκα ἠδικήκειν αἱρέω-ῶ ᾕρουν αἱρήσω εἷλον ᾕρηκα ᾑρήκειν αἲρεομαι-οῦμαι ᾑρούμην αἱρήσομαι, παθ. εἰλόμην, παθ. ᾕρημαι ᾑρήμην αἱρεθήσομαι ᾑρέθην αἲρω ᾖρον ἀρῶ ἦρα ἦρκα ἢρκειν αἲρομαι ᾐρόμην ἀροῦμαι, παθ. ἠράμην, παθ. ἦρμαι ἢρμην ἀρθήσομαι ἢρθην αἰσθάνομαι ᾐσθανόμην αἰσθήσομαι, παθ. ᾐσθόμην, παθ. ᾔσθημαι [ᾐσθήμην] αἰσθανθήσομαι ᾐσθάνθην αἰτέω-ῶ ᾔτουν αἰτήσω ᾔτησα ᾔτηκα ᾔτήκειν αἰτέομαι-οῦμαι ᾔτούμην αἰτήσομαι, παθ. ᾐτησάμην, παθ. ᾔτημαι [ᾐτήμην] αἰτηθήσομαι ᾐτήθην αἰτιάομαι-ῶμαι ᾐτιώμην αἰτιάσομαι, παθ. ᾐτιασάμην, παθ. ᾐτίαμαι ᾐτιάμην αἰτιαθήσομαι ᾐτιάθην ἀκούω ἢκουον ἀκούσομαι ἢκουσα ἀκήοκα ἠκηόκειν ἁλίσκομαι ἡλισκόμην ἁλώσομαι ἑάλων ἑάλωκα ἑαλώκειν ἀλλάττω ἠλλαττον ἀλλάξω ἢλλαξα ἢλλαχα [ἢλλάχειν]

Β ἀλλάττομαι ἠλλαττόμην ἀλλάξομαι, παθ. ἀλλαχθήσομαι ἠλλαξάμην, παθ. ἠλλάχθην, ἠλλάγην ἢλλαγμαι ἠλλάγμην ἁμαρτάνω ἡμάρτανον ἁμαρτήσομαι ἢμαρτον ἠμάρτηκα ἠμαρτήκειν ἀμελέω-ῶ ἠμέλουν ἀμελήσω ἠμέλησα ἠμέληκα [ἠμελήκειν] ἀμύνω ἢμυνον ἀμυνῶ ἢμυνα ἀνοίγω ἀνέῳγον ἀνοίξω ἀνέῳξα ἀνέῳχα ἀνεῳχειν ἀνοίγομαι ἀνεῳγόμην ἀνοίξομαι, παθ. ἀνοιχθήσομαι ἀνεῴχθην, ἠνοίχθην & ἀνοίγην ἀνέῳγμαι ἀνεῴγμην ἀξιόω-ῶ ἠξίουν ἀξιώσω ἠξίωσα ἠξίωκα [ἠξιώκειν] ἀπαγορεύω ἀπηγόρευον ἀπερῶ ἀπεῖπον ἀπείρηκα ἀπειρήκειν ἀπεχθάνομαι ἀπηχθανόμην ἀπεχθήσομαι ἀπηχθόμην ἀπήχθημαι ἀπηχθἠμην ἀπορέω-ῶ ἠπόρουν ἀπορήσω ἠπόρησα ἠπόρηκα [ἠπορήκειν] ἂρχω ἢρχον ἂρξω ἦρξα ἦρχα [ἦρχειν] αὐξάνω ηὒξανον αὐξήσω ηὒξησα ηὒξηκα [ηὐξήκειν] ἂχθομαι ἠχθόμην ἀχθέσομαι, παθ. ἀχθεσθήσομαι ἠχθέσθην ἢχθημαι ἠχθήμην βαίνω ἒβαινον βήσομαι ἒβην βέβηκα ἐβεβήκειν βάλλω ἒβαλλον βαλῶ ἒβαλον βέβληκα ἐβεβλήκειν βάλλομαι ἐβαλλόμην βαλοῦμαι ἐβαλόμην, παθ. βέβλημαι ἐβεβλήμην ἐβλήθην βλάπτω ἒβλαπτον βλάψω ἒβλαψα βέβλαφα ἐβεβλήθειν βοηθέω-ῶ ἐβοήθουν βοηθήσω ἐβοήθησα βεβοήθηκα ἐβεβοηθήκειν βουλεύω ἐβούλευον βουλεύσω ἐβούλευσα βεβούλευκα ἐβεβουλεύκειν βουλεύομαι ἐβουλευόμην βουλεύσομαι, παθ. βουλευθήσομαι ἐβουλευσάμην, παθ. ἐβουλεύθην βεβούλευμαι ἐβεβουλεύμην

Γ Δ γεννάω-ῶ ἐγέννων γεννήσω ἐγέννησα γεγέννηκα [ἐγεγενήκειν] γεννῶμαι ἐγεννώμην γεννήσομαι, παθ. ἐγεννησάμην, παθ. γεγέννημαι [ἐγεγενήμην] γεννηθήσομαι ἐγεννήθην γίγνομαι ἐγιγνόμην γενήσομαι, παθ. ἐγενόμην, παθ. γεγένημαι ἐγεγενήμην γεννηθήσομαι ἐγεννήθην γιγνώσκω ἐγίγνωσκον γνώσομαι ἒγνων ἒγνωκα ἐγνώκειν γράφω ἒγραφον γράψω ἒγραψα γέγραφα ἐγεγράφειν γράφομαι ἐγραφόμην γράψομαι, παθ. γραφήσομαι ἐγραψάμην, παθ. ἐγράφην γέγραμμαι ἐγεγράμμην δανείζω ἐδάνειζον δανείσω ἐδάνεισα δεδάνεικα ἐδεδανείκειν δέδοικα & δέδια ἐδεδείκειν & δείσομαι ἒδεισα πεφόβημαι ἐπεφοβήμην ἐδεδίειν δείκνυμι ἐδείκνυν δείξω ἒδειξα δέδειχα ἐδεδείχειν δείκνυμαι ἐδείκνυν δείξομαι, παθ. δειχθήσομαι ἐδειξάμην, παθ. δέδειγμαι ἐδεδείγμην ἐδέχθην δέχομαι ἐδεχόμην δέξομαι ἐδεξάμην δέδεγμαι ἐδεδέγμην δεῖ ἒδει δεήσει ἐδέησε δεδέηκε [ἐδεδεήκει] δηλόω-ῶ ἐδήλουν δηλώσω ἐδήλωσα δεδήλωκα [ἐδεδηλώκειν] διδάσκω ἐδίδασκον διδάξω ἐδίδαξα δεδίδαχα ἐδεδιδάχειν διδάσκομαι ἐδιδασκόμην διδάξομαι, παθ. διδαχθήσομαι ἐδιδαξάμην, παθ. ἐδιδάχθην δεδίδαγμαι ἐδεδιδάγμην

Ε δίδωμι ἐδίδουν δώσω ἒδωκα δέδωκα ἐδεδώκειν δίδομαι ἐδιδόμην δώσομαι, παθ. δοθήσομαι ἐδόμην, παθ. δέδομαι ἐδεδόμην ἐδόθην δικάζω ἐδίκαζον δικάσω ἐδίκασα δεδίκακα [ἐδεδικάκειν] δικάζομαι ἐδικαζόμην δικάσομαι, παθ. δικασθήσομαι ἐδικασάμην, παθ. δεδίκασμαι ἐδεδικάσμην ἐδικάσθην διώκω ἐδίωκον διώξω ἐδίωξα δεδίωχα ἐδεδιώχειν διώκομαι ἐδιωκόμην διώξομαι, παθ. διωχθήσομαι ἐδιωξάμην, παθ. δεδίωγμαι [ἐδεδιώγμην] ἐδιώχθην δοκεῖ ἐδόκει δόξει ἒδοξε δέδοκται ἐδέδοκτο δράω-ῶ ἒδρων δράσω ἒδρασα δέδρακα [ἐδεδράκειν] δύναμαι ἐδυνάμην & ἠδυνάμην δυνήσομαι, παθ. δυνηθήσομαι ἐδυνήθην & ἠδυνήθην, ἐδυνάσθην δεδύνημαι [ἐδεδυνήμην] ἐάω-ῶ εἲων ἐάσω εἲασα εἲακα εἰάκειν ἐγείρω ἢγειρον ἐγερῶ ἢγειρα ἐγήγερκα & ἐγρήγορα ἐγηγέρκειν & ἐγρηγόρκειν ἐθέλω & θέλω ἢθελον & ἒθελον ἐθελήσω & θελήσω ἠθέλησα & ἠθέληκα ἠθελήκειν ἐθέλησα εἰμί ἦ & ἦν ἒσομαι ἐγενόμην γέγονα ἐγεγόνειν εἶμι ᾖα & ᾔειν εἶμι ἦλθον ἐλήλυθα ἐληλύθειν ἐλαύνω ἢλαυνον ἐλῶ ἢλασα ἐλήλακα ἐληλάκειν ἐνοχλέω-ῶ ἠνώχλουν ἐνοχλήσω ἠνώχλησα ἠνώχληκα [ἠνωχλήκειν]

ἐξετάζω ἐξήταζον ἐξετῶ & ἐξετάσω ἐξήτασα ἐξήτακα [ἐξητάκειν] ἐπιμελέομαι-οῦμαι ἐπεμελούμην & ἐπιμελήσομαι, παθ. ἐπεμελησάμην, ἐπιμεμέλημαι [ἐπεμεμελήμην] & ἐπιμέλομαι ἐπεμελόμην ἐπιμεληθήσομαι παθ. ἐπιμελήθην ἓπομαι ἑπόμην ἓψομαι ἑσπόμην ἠκολούθηκα ἠκολουθήκειν Ζ ἐργάζομαι εἰργαζόμην ἐργάσομαι, παθ. εἰργασάμην, παθ. εἲργασμαι εἰργάσμην ἐργασθήσομαι εἰργάσθην ἐρευνάω-ῶ ἠρεύνων ἐρευνήσω ἠρεύνησα ἒρχομαι ᾖα & ᾔειν εἶμι ἦλθον ἐλήλυθα ἐληλύθειν ἐσθίω ἢσθιον ἒδομαι ἒφαγον ἐδήδοκα ἐδηδόκειν εὑρίσκω ηὓρισκον εὑρήσω ηὗρον & εὗρον εὓρηκα [ηὑρήκειν] ἒχω εἲχον ἓξω & σχήσω ἒσχον ἒσχηκα ἐσχήκειν ζημιόω-ῶ ἐζημίουν ζημιώσω ἐζημίωσα ἐζημίωκα [ἐζημιώκειν] ζήω-ῶ ἒζων ζήσω & βιώσομαι ἐβίων βεβίωκα ἐβεβιώκειν Η ἡγέομαι-οῦμαι ἡγούμην ἡγήσομαι, παθ. ἡγησάμην, παθ. ἣγημαι [ἡγήμην] ἡγηθήσομαι ἡγήθην ἣκω ἧκον ἣξω ἧξα ἡττάομαι-ῶμαι & ἡσσῶμαι ἡττώμην ἡττήσομαι, παθ. ἡττηθήσομαι ἡττήθην ἣττημαι ἡττήμην

Θ Ι Κ θάπτω ἒθαπτον θάψω ἒθαψα τέθαφα ἐτεθάφειν θαυμάζω ἐθαύμαζον θαυμάσομαι ἐθαύμασα τεθαύμακα ἐτεθαυμάκειν θεραπεύω ἐθεράπευον θεραπεύσω ἐθεράπευσα τεθεράπευκα [ἐτεθεραπεύκειν] θεωρέω-ῶ ἐθεώρουν θεωρήσω ἐθεώρησα τεθεώρηκα ἐτεθεωρήκειν θνῄσκω ἒθνησκον θανοῦμαι ἒθανον τέθνηκα ἐτεθνήκειν θύω ἒθυον θύσω ἒθυσα τέθυκα ἐτεθύκειν ἱδρύω ἳδρυον ἱδρύσω ἳδρυσα ἳδρυκα ἱδρύκειν ἳημι ἳην ἣσω ἧκα εἷκα εἳκειν ἳστημι ἳστην στήσω ἒστησα στήσας ἒχω στήσας εἶχον ἳσταμαι ἱστάμην στήσομαι, παθ. σταθήσομαι ἐστησάμην, παθ. ἒστην & ἐστάθην ἓστηκα ἑστήκειν & εἱστήκειν καίω ἒκαιον καύσω ἒκαυσα κέκαυκα [ἐκεκαύκειν] καλέω-ῶ ἐκάλουν καλῶ ἐκάλεσα κέκληκα ἐκεκλήκειν καλοῦμαι ἐκαλούμην καλοῦμαι, παθ. ἐκαλεσάμην, κέκλημαι ἐκεκλήμην κληθήσομαι ἐκλήθην κάμνω ἒκαμνον καμοῦμαι ἒκαμον κέκμηκα ἐκεκμήκειν κάμπτω ἒκαμπτον κάμψω ἒκαμψα κάμπτομαι ἐκαμπτόμην κάμψομαι, παθ. καμφθήσομαι ἐκαμψάμην, παθ. ἐκάμφθην κέκαμμαι ἐκεκάμμην

κατασκευάζω κατεσκεύαζον κατασκευάσω κατεσκεύασα κατεσκεύακα κατεσκευάκειν κατηγοέω-ῶ κατηγόρουν κατηγορήσω & κατηγόρησα & κατηγόρηκα & κατείρηκα κατηγορήκειν κατερῶ κατεῖπον κελεύω ἐκέλευον κελεύσω ἐκέλευσα κεκέλευκα ἐκεκελεύκειν κελεύομαι ἐκελευόμην κελεύσομαι, παθ. ἐκελευσάμην, παθ. κεκέλευσμαι ἐκεκελεύσμην κελευθήσομαι ἐκελεύσθην κηρύττω ἐκήρυττον κηρύξω ἐκήρυξα κεκήρυχα ἐκεκηρύχειν κινδυνεύω ἐκινδύνευον κινδυνεύσω ἐκινδύνευσα κεκινδύνευκα [ἐκεκινδυνεύκειν] κινέω-ῶ ἐκίνουν κινήσω ἐκίνησα κεκίνηκα ἐκεκινήκειν κλείω ἒκλειον κλείσω ἒκλεισα κέκλεικα ἐκεκλείκειν κλέπτω ἒκλεπτον κλέψω ἒκλεψα κέκλοφα [ἐκεκλόφειν] κλίνω ἒκλινον κλινῶ ἒκλινα κέκλικα ἐκεκλίκειν κλίνομαι ἐκλινόμην κλινοῦμαι & κλινήσομαι ἐκλινάμην, παθ. κέκλιμαι [ἐκεκλίμην] ἐκλίθην κομίζω ἐκόμιζον κομιῶ ἐκόμισα κεκόμικα ἐκεκομίκειν κομίζομαι ἐκομιζόμην κομιοῦμαι, παθ. ἐκομισάμην, παθ. κεκόμισμαι ἐκεκομίσμην κομισθήσομαι ἐκομίσθην κόπτω ἐκοπτον κόψω ἒκοψα κέκοφα ἐκεκόφην κόπτομαι ἐκοπτόμην κόψομαι, παθ. κοπήσομαι ἐκοψάμην, παθ. κέκομμαι ἐκεκόμμην ἐκόπην κρατέω-ῶ ἐκράτουν κρατήσω ἐκράτησα κεκράτηκα ἐκεκρατήκειν κρίνω ἒκρινον κρινῶ ἒκρινα κἐκρικα ἐκεκρίκειν κρίνομαι ἐκρινόμην κρινοῦμαι, παθ. ἐκρινάμην, παθ. κέκριμαι ἐκεκρίμην κριθήσομαι ἐκρίθην κρύπτω ἒκρυπτον κρύψω ἒκρυψα κἐκρυφα ἐκεκρύφειν

Λ Μ Ν κρύπτομαι ἐκρυπτόμην κρύψομαι, παθ. κρυφθήσομαι & κρυβήσομαι ἐκρυψάμην, παθ. ἐκρύφθην & ἐκρύβην κέκρυμμαι ἐκεκρύμμην λαγχάνω ἐλάγχανον λήξομαι ἒλαχον εἲληχα εἰλήχειν λαμβάνω ἐλάμβανον λήψομαι ἒλαβον εἲληφα εἰλήφειν λανθάνω ἐλάνθανον λήσω ἒλαθον λέληθα ἐλελήθειν λέγω ἒλεγον λέξω & ἐρῶ ἒλεξα & εἶπα & εἲρηκα εἰρήκειν εἶπον λείπω ἒλειπον λείψω ἒλιπον λέλοιπα ἐλελοίπειν λύω ἒλυον λύσω ἒλυσα λέλυκα ἐλελύκειν μανθάνω ἐμάνθανον μαθήσομαι ἒμαθον μεμάθηκα ἐμεμαθήκειν μάχομαι ἐμαχόμην μαχοῦμαι, παθ. μαχεσθήσομαι & μαχήσομαι ἐμαχεσάμην, παθ. ἐμαχέσθην μεμάχημαι ἐμεμαχήμην μέμφομαι ἐμεμφόμην μέμψομαι ἐμεμψάμην, παθ. ἐμέμφθην μένω ἒμενον μενῶ ἒμεινα μεμένηκα [ἐμεμενήκειν] ναυμαχέω-ῶ ἐναυμάχουν ναυμαχήσω ἐναυμάχησα νεναυμάχηκα ἐνεναυμαχήκειν νέμω ἒνεμον νεμῶ ἒνειμα νενέμηκα ἐνενεμήκειην νικάω-ῶ ἐνίκουν νικήσω ἐνίκησα νενίκηκα ἐνενικήκειν νοέω-ῶ ἐνόουν νοήσω ἐνόησα νενόηκα [ἐνενοήκειν] νομίζω ἐνόμιζον νομιῶ ἐνόμισα νενόμικα ἐνενομίκειν

Ο ὁδοιπορέω ῶ ὡδοιπόρουν ὁδοιπορήσω ὡδοιπόρησα ὡδοιπόρηκα ὡδοιπορήκειν Π οἶδα ᾔδειν & ᾔδη εἲσομαι & εἰδήσω ἒγνων ἒγνωκα ἐγνώκειν οἰκέω-ῶ ᾤκουν οἰκήσω ᾤκησα ᾤκηκα ᾠκήκειν οἲομαι & οἶμαι ᾠόμην & ᾤμην οἰήσομαι, παθ. ᾠήθην νενόμικα ἐνενομίκειν οἰηθήσομαι ὂμνυμι ὢμνυν ὀμοῦμαι ὢμοσα ὀμώμοκα ὠμωμόκειν ὁμολογέω-ῶ ὡμολόγουν ὁμολογήσω ὡμολόγησα ὡμολόγηκα ὡμολογήκειν ὁράω-ῶ ἑώρων ὀψομαι εἶδον ἑόρακα ἑοράκειν ὁρίζω ὣριζον ὁρίσω ὣρισα ὣρικα [ὡρίκειν] παιδεύω ἐπαίδευον παιδεύσω ἐπαίδευσα πεπέδευκα ἐπεπαιδεύκειν παιδεύομαι ἐπαιδευόμην παιδεύσομαι, παθ. ἐπαιδευσάμην, πεπαίδευμαι ἐπεπαιδεύμην παιδευθήσομαι παθ. ἐπαιδεύθην παίζω ἒπαιζον παίξομαι & ἒπαισα πέπαικα ἐπεπαίκειν παιξοῦμαι παρασκευάζω παρεσκεύαζον παρασκευάσω παρεσκεύασα παρεσκεύακα παρεσκευάκειν πάσχω ἒπασχον πείσομαι ἒπαθον πέπονθα ἐπεπόνθειν παύω ἒπαυον παύσω ἒπαυσα πέπαυκα ἐπεπαύκειν παύομαι ἐπαυόμην παύσομαι, παθ. παυ(σ)θήσομαι ἐπαυσάμην, παθ. ἐπαύ(σ)θην πείθω ἒπειθον πείσω ἒπεισα, αορ. β ἒπιθον πέπαυμαι πέπεικα ἐπεπαύμην ἐπεπείκειν

πείθομαι ἐπειθόμην πείσομαι, παθ. πεισθήσομαι ἐπεισάμην, αορ. β ἐπιθόμην, παθ. ἐπείσθην πέπεισμαι & πέποιθα ἐπεπείσμην & ἐπεποίθειν πέμπω ἒπεμπον πέμψω ἒπεμψα πέπομφα ἐπεπόμφειν πέμπομαι ἐπεμπόμην πέμψομαι, παθ. ἐπεμψάμην, παθ. πέπεμμαι ἐπεπέμμην πεμφθήσομαι ἐπέμφθην πίμπλημι ἐπίμπλην πλήσω ἒπλησα πέπληκα ἐπεπλήκειν πίνω ἒπινον πίομαι ἒπιον πέπωκα ἐπεπώκειν πίπτω ἒπιπτον πεσοῦμαι ἒπεσον πέπτωκα ἐπεπτώκειν πιστεύω ἐπίστευον πιστεύσω ἐπίστευσα πεπίστευκα ἐπεπιστεύκειν πλέω ἒπλεον πλεύσομαι & ἒπλαυσα πέπλευκα ἐπεπλεύκειν πλευσοῦμαι ποιέω-ῶ ἐποίουν ποιήσω ἐποίησα πεποίηκα ἐπεποιήκειν ποιέομαι-οῦμαι ἐποιούμην ποιήσομαι, παθ. ἐποιησάμην, παθ. πεποίημαι ἐπεποιήμην ποιηθήσομαι ἐποιήθην πονέω ῶ ἐπόνουν πονήσω ἐπόνησα πεπόνηκα ἐπεπονήκειν πορίζω ἐπόριζον ποριῶ ἐπόρισα πεπόρικα [ἐπεπορίκειν] πορίζομαι ἐποριζόμην ποριοῦμαι, παθ. ἐπορισάμην, παθ. πεπόρισμαι ἐπεπορίσμην πορισθήσομαι ἐπορίσθην πράττω ἒπραττον πράξω ἒπραξα πέπραχα ἐπεπράχειν πράττομαι ἐπραττόμην πράξομαι, παθ. πραχθήσομαι πυνθάνομαι ἐπυνθανόμην πεύσομαι & πευσοῦμαι ἐπραξάμην, παθ. πέπραγμαι ἐπεπράγμην ἐπράχθην ἐπυθόμην πέπυσμαι ἐπεπύσμην

Ρ ῥεώ ἒρρεον ῥυήσομαι ἐρρύην ἐρρὐηκα ἐρρυήκειν ῥίπτω ἒρριπτον ῥίψω ἒρριψα ἒρριφα ἐρρἰφειν Σ σβέννυμι & σβεννύω ἐσβέννυν & σβέσω ἒσβεσα ἒσβηκα ἐσβήκειν ἐσβέννυον σβέννυμαι ἐσβεννύμην σβήσομαι, παθ. ἐσβεσάμην, παθ. ἒσβεσμαι ἐσβέσμην σβεσθήσομαι ἐσβέσθην σημαίνω ἐσήμαινον σημανῶ ἐσήμηνα & σεσήμαγκα [ἐσεσημάγκειν] ἐσήμανα σκοπέω-ῶ ἐσκόπουν σκέψομαι ἐσκεψάμην ἒσκεμμαι ἐσκέμμην σπείρω ἒσπειρον σπερῶ ἒσπειρα ἒσπαρκα ἐσπάρκειν σπένδομαι ἐσπενδόμην σπείσομαι ἐσπεισάμην, παθ. ἒσπεισμαι ἐσπείσμην ἐσπείσθην στέλλω ἒστελλον στελῶ ἒστειλα ἒσταλκα ἐστάλκειν στέλλομαι ἐστελλόμην στελοῦμαι, παθ. ἐστειλάμην, παθ. ἒσταλμαι ἐστάλμην σταλήσομαι ἐστάλην στρατηγέω-ῶ ἐστρατήγουν στρατηγήσω ἐστρατήγησα ἐστρατήγηκα ἐστρατηγήκειν στρατοπεδεύω ἐστρατοπέδευον στρατοπεδεύσω ἐστρατοπέδευσα ἐστρατοπέδευκα ἐστρατοπεδεύκειν στρέφω ἒστρεφον στρέψω ἒστρεψα ἒστροφα ἐστρόφειν στρέφομαι ἐστρεφόμην στρέψομαι, παθ. ἐστρεψάμην, παθ. ἒστραμμαι ἐστράμμην στραφήσομαι ἐστράφην σφάλλω ἒσφαλλον σφαλῶ ἒσφηλα ἒσφαλκα ἐσφάλκειν

Τ σφάλλομαι ἐσφαλλόμην σφαλοῦμαι, παθ. ἐσφάλμην ἒσφαλμαι ἐσφάλμην σφαλήσομαι σῴζω ἐσῴζον σώσω ἒσωσα σέσωκα ἐσεσώκειν σῴζομαι ἐσῴζόμην σώσομαι, παθ. σωθήσομαι ἐσωσάμην, παθ. ἐσώθην σέσωμαι & σέσῳσμαι ἐσεσώμην & ἐσεσῳσμην ταράττω ἐτάραττον ταράξω ἐτάραξα τετάραχα & ταράξας ἒχω ἐτετεράχειν & ταράξας εἶχον ταράττομαι ἐταραττόμην ταράξομαι, παθ. ἐταραξάμην, παθ. τετάραγμαι ἐτεταράγμην ταραχθήσομαι ἐταράχθην τάττω ἒταττον τάξω ἒταξα τέταχα ἐτετάχειν τάττομαι ἐταττόμην τάξομαι, παθ. ταχθήσομαι ἐταξάμην, παθ. τέταγμαι ἐτετάγμην ἐτάχθην τείνω ἒτεινον τενῶ ἒτεινα τέτακα ἐτετάκειν τείνομαι ἐτεινόμην τενοῦμαι, παθ. ταθήσομαι ἐτεινάμην, παθ. τέταμαι ἐτετάμην ἐτάθην τελέω-ῶ ἐτέλουν τελῶ ἐτέλεσα τετέλεκα ἐτετελέκειν τελέομαι-οῦμαι ἐτέλουν τελοῦμαι, παθ. τελεσθήσομαι ἐτελεσάμην, παθ. τετέλεσμαι ἐτετελέσμην ἐτελέσθην τέμνω ἒτεμνον τεμῶ ἒτεμον τέτμηκα ἐτετμήκειν τέμνομαι ἐτεμνόμην τεμοῦμαι, παθ. ἐτεμόμην, παθ. τέτμημαι ἐτετμήμην τμηθήσομαι ἐτμήθην τίθημι ἐτίθην θήσω ἒθηκα τέθηκα & τέθεικα ἐτεθήκειν & ἐτεθείκειν τίθεμαι ἐτιθέμην θήσομαι, παθ. τεθήσομαι ἐθέμην, παθ. ἐτέθην τέθειμαι & κεῖμαι ἐτεθείμην & ἐκείμην

Υ τιμάω-ῶ ἐτίμων τιμήσω ἐτίμησα τετίμηκα ἐτετιμήκειν τιμῶμαι ἐτιμώμην τιμήσομαι, παθ. τιμηθήσομαι ἐτιμησάμην, παθ. τετίμημαι ἐτετιμήμην ἐτιμήθην τρέπω ἒτρεπον τρέψω ἒτρεψα τέτροφα ἐτετρόφειν τρέπομαι ἐτρεπόμην τρέψομαι, παθ. τραπήσομαι ἐτρεψάμην, παθ. ἐτράπην τέτραμμαι τρέφω ἒτρεφον θρέψω ἒθρεψα τέτροφα, παθ. τέτραφα τρέφομαι ἐτρεφόμην θρέψομαι, παθ. ἐθραψἀμην, παθ. τέθραμμαι τραφήσομαι ἐθρέφθην & ἐτράφην ἐτετράμμην ἐτετρόφειν, παθ. ἐτετράφην ἐτεθράμμην τρέχω ἒτρεχον δραμοῦμαι ἒδραμον δεδράμηκα ἐδεδραμήκειν τρίβω ἒτριβον τρίψω ἒτριψα τέτριφα ἐτετρίφειν τρίβομαι ἐτριβόμην τρίψομαι, παθ. τριβήσομαι ἐτριψάμην, παθ. ἐτρίφθην & ἐτρίβην τέτριμμαι ἐτετρίμμην τυγχάνω ἐτύγχανον τεύξομαι ἒτυχον τετύχηκα ἐτετυχήκειν ὑβρίζω ὓβριζον ὑβριῶ ὓβρισα ὓβρικα ὑβρίκειν ὑβρίζομαι ὑβριζόμην ὑβριοῦμαι, παθ. ὑβρίσθην ὓβρισμαι ὑβρίσμην ὑβρισθήσομαι ὑμνέω-ῶ ὓμνουν ὑμνήσω ὓμνησα ὓμνηκα ὑμνήκειν ὑπισχνέομαι-οῦμαι ὑπισχούμην ὑποσχήσομαι ὑπεσχόμην ὑπέσχημαι ὑπεσχήμην ὑστερέω-ῶ ὑστέρουν ὑστερήσω ὑστέρησα ὑστέρηκα ὑστερήκειν

Φ ὑφαίνω ὓφαινον ὑφανῶ ὓφηνα ὓφαγκα ὑφάγκειν φαίνω ἒφαινον φανῶ ἒφηνα πέφαγκα & πεφάνηγκα φαίνομαι ἐφαινόμην φανοῦμαι, παθ. ἐφηνάμην, παθ. πέφασμαι & πέφηνα φανθήσομαι & φανήσομαι ἐφάνην φέρω ἒφερον οἲσω ἢνεγκα, β αορ. ἐνἠνοχα ἢνεγκον φεύγω ἒφευγον φεύξομαι & φευξοῦμαι [ἐπεφάγκειν] ἐπεφάσμην & ἐπεφάνειν ἐνηνόχειν ἒφυγον πέφευγα ἐπεφεύγειν φημί ἒφην φήσω & ἐρῶ ἒφησα & εἶπον εἲρηκα εἰρήκειν φθείρω ἒφθειρον φθερῶ ἒφθειρα ἒφθαρκα ἐφθάρκειν φθείρομαι ἐφθειρόμην φθεροῦμαι, παθ. ἐφθάρην ἒφθαρμαι ἐφθάρμην φθαρήσομαι φιλέω-ῶ ἐφίλουν φιλήσω ἐφίλησα πεφίληκα ἐπεφιλήκειν φοβέομαι-οῦμαι ἐφοβούμην φοβήσομαι, παθ. ἐφοβησάμην, παθ. πεφόβημαι ἐπεφοβήμην φοβηθήσομαι ἐφοβήθην φρονέω-ῶ ἐφρόνουν φρονήσω ἐφρόνησα πεφρόνηκα ἐπεφρονήκειν φροντίζω ἐφρόντιζον φροντιῶ ἐφρόντισα πεφρόντικα [ἐπεφροντίκειν] φυλάττω ἐφύλαττον φυλάξω ἐφύλαξα πεφύλαχα ἐπεφυλάχειν φυλάττομαι ἐφυλαττόμην φυλάξομαι ἐφυλαξάμην πεφύλαγμαι ἐπεφυλάγμην φύομαι έφυόμην φύσομαι ἒφυν πέφυκα ἐπεφύκειν

Χ Ω χαίρω ἒχαιρον χαιρήσω & χαρῶ ἐχάρην γέγηθα & κεχάρηκα [ἐγεγήθειν] χαράττω ἐχάραττον χαράξω ἐχάραξα χέω ἒχεον χέω ἒχεα κέχυκα [ἐκεχύκειν] χρή ἐχρῆν & χρῆν χρήσει _ χρήομαι-ῶμαι ἐχρώμην χρήσομαι, παθ. ἐχρησάμην, παθ. κἐχρημαι ἐκεχρήμην χρησθήσομαι ἐχρήσθην χωρέω-ῶ ἐχώρουν χωρήσομαι & χωρήσω ἐχώρησα κεχώρηκα ἐκεχωρήκειν ψάλλω ἒψαλλον ψαλῶ ἒψηλα & ἒψαλα ἒψαλκα [ἐψάλκειν] ψεύδω ἒψευδον ψεύσω ἒψευσα ψεύδομαι ἐψευδόμην ψεύσομαι, παθ. ἐψευσάμην, παθ. ἒψευσμαι ἐψεύσμην ψευσθήσομαι ἐψεύσθην ψηφίζω ἐψήφιζον ψηφιῶ ἐψήφισα ἐψήφικα ἐψηφίκειν ψηφίζομαι ἐψηφιζόμην ψηφιοῦμαι, παθ. ψηφισθήσομαι ἐψηφισάμην, παθ. ἐψηφίσθην ἐψήφισμαι ἐψηφίσμην ὠθέω-ῶ ἐώθουν ὢσω ἒωκα ὠθοῦμαι ἐωθούμην ὢσομαι, παθ. ἐωσάμην, παθ. ἒωσμαι ἐώσμην ὠσθήσομαι ἐώσθην ὠνέομαι-οῦμαι ἐωνούμην ὠνήσομαι ἐπριάμην, παθ. ἐώνημαι ἐωνήμην ἐωνήθην ὠφελέω-ῶ ὠφέλουν ὠφελήσω ὠφέλησα ὠφέληκα ὠφελήκειν