Αγαπητές φίλες, αγαπητοί φίλοι, Η πολιτική ποιότητας της ΕΕ για τα αγροδιατροφικά προϊόντα συνίσταται -στην ουσία- σε µια προσπάθεια να εγκαθιδρυθεί, µε την εγγύηση της ΕΕ, µια αξιόπιστη γέφυρα για τη µετάδοση µηνυµάτων ακριβείας, µεταξύ καταναλωτή και παραγωγού, σχετικά µε ποιοτικά χαρακτηριστικά των προϊόντων, αποκλειστικά. Δεν αφορά δηλαδή τα θέµατα ασφάλειας των τροφίµων. Τα δε ποιοτικά αυτά χαρακτηριστικά µπορεί να συνδέουν το προϊόν µε µια περιοχή (τα γνωστά µας ΠΟΠ και ΠΓΕ) ή µε έναν τρόπο παραγωγής (πχ παραδοσιακά προϊόντα) ή µε µία µέθοδο παραγωγής (πχ προϊόντα βιολογικής γεωργίας) ή ακόµα και µε πρότυπα εµπορίας, που µπορεί να αφορούν χρώµα, διαστάσεις κλπ. Το κτίσιµο αυτής της επικοινωνιακής γέφυρας γίνεται µε τη δηµιουργία συνθηκών, που αποσκοπούν ταυτόχρονα στα εξής: 1. ο καταναλωτής να ενηµερώνεται για τα ιδιαίτερα ποιοτικά χαρακτηριστικά ενός γεωργικού προϊόντος ή τροφίµου και 2. ο παραγωγός να µπορεί να προωθεί το ποιοτικό προϊόν του ως διαφοροποιηµένο από άλλα προϊόντα, που φαινοµενικά µεν είναι οµοειδή, αλλά στην ουσία υπολείπονται σε ποιοτικά χαρακτηριστικά. Ποιες είναι αυτές οι συνθήκες; Υπάρχει ένας τρόπος εγγύησης και του παραγωγού και του καταναλωτή για τα ιδιαίτερα ποιοτικά χαρακτηριστικά που συνδέονται µε το προϊόν. Αυτό επιτυγχάνεται 1. µε καταχώριση των ποιοτικών προϊόντων σε ειδικά µητρώα, σε επίπεδο ΕΕ, ανάλογα µε τα χαρακτηριστικά διαφοροποίησής τους, 2. µε πιστοποίηση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών που επικαλούνται τα υποψήφια για διαφοροποίηση αγροδιατροφικά προϊόντα, 3. µε επισήµανση του προϊόντος, ανάλογα µε την ποιοτική του ταξινόµηση. Έτσι ο καταναλωτής έχει καλύτερη πληροφόρηση και κατά συνέπεια µεγαλύτερο έλεγχο στις επιλογές που κάνει, όντας σε θέση να προβεί σε συγκρίσεις όχι µόνο των τιµών, αλλά και στη σχέση τιµής και ποιότητας µεταξύ διαφόρων προϊόντων. Από την άλλη, ο παραγωγός διασφαλίζει την παραγωγή του από προσπάθειες αποµίµησης και κατάχρησης όρων που συνδέονται µε τη διαφοροποίηση, από τρίτους. Έτσι, όµως, εξασφαλίζει και την είσπραξη της επιπρόσθετης αξίας που προσδίδουν στο προϊόν αυτά τα ποιοτικά χαρακτηριστικά που το διαφοροποιούν. Ποια είναι ειδικότερα τα συστήµατα της ΕΕ που εγγυώνται την ποιότητα των αγροδιατροφικών προϊόντων; 1. Καταρχάς υπάρχουν τρία συστήµατα καταχώρισης των γεωργικών προϊόντων και των τροφίµων, που λειτουργούν από το 1992, για τη διασφάλιση της ποιοτικής τους διαφοροποίησης που συνδέεται µε µια περιοχή ή µε τον τρόπο παραγωγής. Πρόκειται για τα εξής συστήµατα:
ii. των προϊόντων Προστατευόµενης Ονοµασίας Προέλευσης (ΠΟΠ), που και παράγονται και µεταποιούνται και παρασκευάζονται σε µια συγκεκριµένη περιοχή, κάνοντας χρήση αναγνωρισµένης τεχνογνωσίας iii. των προϊόντων Προστατευόµενης Γεωγραφικής Ένδειξης (ΠΓΕ), που συνδέονται στενά µε µια συγκεκριµένη περιοχή και έχουν τουλάχιστον ένα από τα στάδια παραγωγής στην περιοχή, και iv. των Εγγυηµένων Παραδοσιακών Ιδιότυπων Προϊόντων (ΕΠΙΠ), που συνδέουν µε παράδοση τουλάχιστον 25 χρόνων (τώρα προτείνεται να γίνει 50) είτε τη χρήση κάποιου συστατικού είτε τον τρόπο παρασκευής. Για την προώθηση τέτοιων προϊόντων µε εκστρατείες ενηµέρωσης και προβολής δίνεται η δυνατότητα συγχρηµατοδότησης από κοινοτικούς πόρους µέσω των προγραµµάτων αγροτικής ανάπτυξης της Κοινής Γεωργικής Πολιτικής. 1. Είναι επίσης η εφαρµογή της µεθόδου της βιολογικής γεωργίας, που εξασφαλίζει ασφαλή και φυσικά τρόφιµα, µε µια παραγωγική διαδικασία που σέβεται το περιβάλλον και το φυσικό βιολογικό κύκλο φυτών και ζώων (χρονολογείται από το 1991), 2. Είναι επίσης τα ευρωπαϊκά πρότυπα εµπορίας που είναι υποχρεωτικά για τους παραγωγούς των περισσότερων γεωργικών προϊόντων (γάλα, αυγά, ελαιόλαδο, οπωροκηπευτικά, πουλερικά, οίνος κλπ) και τους προσφέρουν µια κατευθυντήρια γραµµή για τις διαφορετικές καταναλωτικές προτιµήσεις. Ορίζονται µε ενιαίο τρόπο στην ΕΕ, υποκαθιστώντας δηλαδή τα εθνικά πρότυπα, και διευκολύνουν έτσι τη σύγκριση τιµών µεταξύ οµοειδών προϊόντων και τις ε µπορικές συναλλαγές. Εφαρµόζονται µε ορισµό κάθε είδους και κατηγορίας προϊόντος και καθορισµό συγκεκριµένων απαιτήσεων για τη σχετική επισήµανση. Ρυθµίζονται, δε, µέσω της «ενιαίας πλέον- κοινής οργάνωσης αγοράς» και συνιστούν την παλαιότερη απόπειρα συγκρότησης µιας πολιτικής ποιότητας στην ΕΕ, που χρονολογείται από τη δεκαετία του 1960. 3. Παραπλήσιας λογικής µε τα ευρωπαϊκά πρότυπα εµ πορίας είναι και οι προαιρετικές ενδείξεις ποιότητας, οι οποίες είναι µεν προαιρετικές για τον παραγωγό, αλλά του προσφέρουν µια δυνατότητα να διαφοροποιήσει το προϊόν του, εφόσον τηρήσει σχετικές προδιαγραφές της ΕΕ που -κατά τον καταναλωτή- προσδίδουν στο προϊόν προστιθέµενη αξία (πχ λάδι «από πρώτη πίεση εν ψυχρώ», κοτόπουλα «ελεύθερης βοσκής» κλπ) 4. Τέλος, ιδιωτικά και εθνικά συστήµατα πιστοποίησης διασφαλίζουν ότι ένα συγκεκριµένο προϊόν έχει πράγµατι τα χαρακτηριστικά που προβάλλει και έχει παραχθεί µε τη µέθοδο που επικαλείται στις προδιαγραφές του Για να δούµε, τώρα, τι αποτελέσµατα έφερε αυτή η πολιτική; Καταρχάς, όπως είναι αναµενόµενο, τα έσοδα των παραγωγών από πωλήσεις προϊόντων µε προστατευόµενη ονοµασία προέλευσης (ΠΟΠ) και προστατευόµενη γεωγραφική
ένδειξη (ΠΓΕ) είναι υψηλότερα από αυτά που αποφέρουν τα προϊόντα χωρίς προστατευόµενη ονοµασία. Επίσης, η ετικέτα ΠΟΠ, που είναι πολύ πιο απαιτητική σε προδιαγραφές για την κατοχύρωση των αντίστοιχων χαρακτηριστικών ποιότητας, αποφέρει και υψηλότερη τιµή από αυτήν ενός αντίστοιχου προϊόντος ΠΓΕ, ενώ ολοένα και αποτιµάται σε υψηλότερες τιµές η σηµασία των ΠΟΠ. Το 2007, λοιπόν, οι συνολικές πωλήσεις των 820 γεωργικών προϊόντων και τροφίµων 1 που ήταν καταχωρισµένα ως ΠΟΠ και ΠΓΕ στην ΕΕ ανήλθαν σε 14,2 δισ. ευρώ σε τιµές χονδρικής 2, σηµειώνοντας αύξηση στα έσοδα για τον παραγωγό έναντι του 2005, αν και δεν είχε σηµειωθεί σηµαντική µεταβολή στα καταχωρισµένα προϊόντα. Το 1/3 σχεδόν της ευρωπαϊκής παραγωγής προϊόντων ΠΟΠ και ΠΓΕ εξάγεται. Και στοιχεία της Ε.Επ. δείχνουν αυτές οι εξαγωγές αυξήθηκαν µόλις µέσα σε δύο χρόνια κατά 9% σε όγκο και κατά 17% σε αξία. Αυξάνονται δηλαδή οι εξαγωγές πιο ακριβών προϊόντων. Από τα προϊόντα που έχουν καταχωρισθεί ως ΠΟΠ και ΠΓΕ, τα τυριά έχουν το µεγαλύτερο µερίδιο στην αξία των πωλήσεων (37%) και ακολουθούν οι µπύρες, τα αλλαντικά, τα νωπά κρέατα, τα οπωρολαχανικά και τα προϊόντα αρτοποιίας και ζαχαροπλαστικής. Κι ας σηµειωθεί ότι το σχεδόν το 1 στα 10 τυριά (το 8% για την ακριβεια) που παράγονται σ την ΕΕ είναι προστατευµένο. Μεταξύ αυτών και η φέτα. Από την άλλη, τα οπωροκηπευτικά συνιστούν συνήθως τοπικά ειδικά προϊόντα συχνά φήµης πολλών ετών, που συνδέονται λόγω φυσικών παραγόντων µε την περιοχή παραγωγής. Εντούτοις, έρχονται στην πέµπτη θέση εξαιτίας της χαµηλής αξίας τους ανά µονάδα προϊόντος. Η Ελλάδα κατατάσσεται 6 η µεταξύ των χωρών της ΕΕ ως προς την αξία της παραγωγής προϊόντων ΠΟΠ και ΠΓΕ, ακολουθώντας την Ιταλία, τη Γερµανία τη Γαλλία, τη ΜΒ και την Ισπανία. Η αξία των ελληνικών προϊόντων ΠΟΠ και ΠΓΕ ανέρχεται στα 606 εκατ. Ευρώ, καταλαµβάνοντας το 4% του συνόλου της ευρωπαϊκής παραγωγής. Εδώ, είναι σηµαντικό να τονίσουµε ότι ο αριθµός των ονοµάτων που έχει καταχωρίσει µια χώρα δε συνεπάγεται απαραίτητα και έσοδα µεγάλης αξίας από πωλήσεις, διότι αυτό που επίσης έχει σηµασία είναι η µοναδιαία αξία του προϊόντος. Έτσι, η Πορτογαλία µε σχεδόν 100 προϊόντα καταχωρισµένα έχει σχεδόν µηδενικά έσοδα, διότι πρόκειται κυρίως για οπωροκηπευτικά, προϊόντα δηλαδή µε χαµηλή µοναδιαία αξία. Ενώ αντίθετα η Μεγάλη Βρετανί, µε λιγότερο από 30 προστατευµένα προϊόντα - κυρίως όµως κρέατα και ψάρια- έχει πάνω από 1 δις. ευρώ έσοδα από πωλήσεις. Πώς µπορεί αυτή η πολιτική να αξιοποιηθεί στην Ελλάδα; Η Ελλάδα βρίσκεται σε ένα πολύ κρίσιµο σηµείο για τη γενικότερη οικονοµία, τη γεωργική οικονοµία, την οικονοµία της υπαίθρου. Εκτός από τους γενικότερους δηµοσιονοµικούς περιορισµούς και την ύφεση, βρισκόµαστε ενόψει µεγάλων προκλήσεων ακόµα και για το σύνολο της ΕΕ.
Η Κοινή Γεωργική Πολιτική πρόκειται να µεταρρυθµισθεί. Παρά το γεγονός ότι δεν έχουµε στοιχεία για τους διαθέσιµους πόρους και την κατανοµή που θα γίνει µεταξύ κρατών µελών, ξέρουµε ότι οι µηχανισµοί αγοράς θα περιορίζονται στη λειτουργία ενός διχτυού ασφαλείας. Ξέρουµε ακόµα ότι µαζί µε τον πάγιο στόχο υποστήριξης των παραγωγών, νέες ανησυχίες θα συνδιαµορφώσουν την τελική µορφή της πολιτικής που θα ισχύσει από το 2013. Η επισιτιστική ασφάλεια, η κλιµατική αλλαγή, το περιβάλλον και η ποιότητα των φυσικών πόρων, η βιωσιµότητα της υπαίθρου είναι θέµατα που αντικατοπτρίζουν πλέον το ενδιαφέρον και τις ανησυχίες του ευρωπαίου πολίτη, που η Κοινή Γεωργική Πολιτική καλείται επίσης να ικανοποιήσει. Σε αυτό το νέο πλαίσιο, η πολιτική ποιότητας γίνεται ιδιαίτερα σηµαντική. Ένας λόγος είναι ότι η επισιστιστική ασφάλεια, σε επίπεδο ΕΕ, ορίζεται πλέον λιγότερο σε όρους επισιτιστικής επάρκειας και περισσότερο σε όρους ασφάλειας και ποιότητας των τροφίµων. Γι αυτά ενδιαφέρεται ο καταναλωτής και γι αυτό αρκεί να δει κάποιος την κάλυψη στα µη εξειδικευµένα ΜΜΕ των θεµάτων διατροφικής αξίας, ποιότητας και ασφάλειας σε σχέση µε την κάλυψη θεµάτων τιµών του παραγωγού. Ένας άλλος λόγος είναι ότι ο ολοένα και µεγαλύτερος προσανατολισµός της Κοινής Γεωργικής Πολιτικής στην αγορά συνεπάγεται αυτοµάτως και µεγαλύτερη ανάγκη για καλύτερη επικοινωνία µεταξύ καταναλωτικών προτιµήσεων και προσφερόµενου προϊόντος. Και όσο πιο αποτελεσµατικά αυτή θα επιτυγχάνεται τόσο περισσότερο θα διευκολύνεται η αναγνώριση, αποτιµηµένη σε τιµές προϊόντος, των χαρακτηριστικών και υπηρεσιών που συνοδεύουν ένα προϊόν και επιζητά ο καταναλωτής. Κι εφόσον ο καταναλωτής επιζητά καλύτερη ποιότητα και καλύτερο περιβάλλον, τα προστατευµένα προϊόντα ποιότητας ή οι µέθοδοι παραγωγής που προστατεύουν τη φύση, µετριάζουν το φαινόµενο της κλιµατικής αλλαγής και διατηρούν παραδοσιακές αξίες στην ύπαιθρο θα έχουν και µεγαλύτερη ζήτηση και υψηλότερες τιµές. Κι αυτό είναι σηµαντικό να το συγκρατήσουµε, διότι παγκοσµίως οι δυνάµεις του ανταγωνισµού οδηγούν σε συµπίεση τα περιθώρια κέρδους για τα γεωργικά προϊόντα. Οπότε, ιδίως στην περίπτωση που η ανταγωνιστικότητα µε βάση το κόστος παραγωγής δεν είναι εύκολη, θα πρέπει να προωθηθεί η ανταγωνιστικότητα µε βάση τη διαφοροποίηση του προϊόντος. Αυτό ισχύει και για το λάδι, που βλέπουµε τις τιµές του να καταρρέουν. Δύο σύντοµα σχόλια εδώ. Το ελαιόλαδο θα πρέπει να αξιοποιήσει στο µέγιστο βαθµό τη δυνατότητα που του δίνει η πολιτική ποιότητας της ΕΕ, ώστε να καταχωρισθεί στα µητρώα προϊόντων ποιότητας και να αναδειχθεί εµπορικά ως προϊόν προστατευµένο, αλλά και ως προϊόν βιολογικής γεωργίας. Μία σηµαντική επισήµανση. Ένα από τα σηµαντικότερα προβλήµατα που εµφανίζουν τα συστήµατα καταχώρισης είναι ότι έχουν αποτύχει να προσελκύσουν τη συµµετοχή πολύ µικρών παραγωγών, παρά το γεγονός ότι οι µικρής κλίµ ακας παραγωγοί συχνά συνδέονται µε την αγροβιοτεχνία, µε παραδοσιακές µεθόδους και τοπική εµπορία. Και έχουν αποτύχει διότι έχουν υψηλό κόστος εφαρµογής, µεγάλη γραφειοκρατία για την υποβολή της αίτησης, απαιτούν δαπανηρούς ελέγχους και πιστή τήρηση προδιαγραφών,
συνθήκες δηλαδή που είναι απαγορευτικές για ένα µεµονωµένο και µάλιστα µικρό παραγωγό. Εϊναι όµως συνθήκες που θα µπορούσαν να αµβλυνθούν αξιοποιώντας τη δύναµη της συλλογικότητας. Ένα δεύτερο σηµείο σε σχέση ειδικά µε το λάδι είναι ότι θα πρέπει να εξαντλήσουµε σε εθνικό επίπεδο τις δυνατότητες αξιοποίησης της εσωτερικής αγοράς, εκµεταλλευόµενοι και τις συνέργιες µεταξύ τουρισµού και παραγωγής προϊόντων ποιότητας. Και ίσως εδώ, µε αφορµή και την προσπάθεια του Υπουργείου Πολιτισµού να θέσει σε νέα βάση την πολιτική τουρισµού να µπορούσαµε να υπερβούµε ταχύτερα γραφειοκρατικές αγκυλώσεις και να εγγυηθούµε την προώθηση προϊόντων ποιότητας (πχ ελαιολάδου) συνδέοντάς τα µε υπηρεσίες ποιότητας (πχ τουρισµού). Η οµιλία εκφωνήθηκε στα πλαίσια του 2ου Διεθνούς Συνεδρίου της εταιρίας FOODSTANDARD µε θέµα "Αειφορία, Διατροφή, Τουρισµός.Παράγοντες κλειδιά για την εξωστρέφεια των ελληνικών ελαιοκοµικών προϊόντων". Το συνέδριο πραγµατοποιήθηκε στην Αθήνα, στο Μουσείο της Ακρόπολης, την 27.1.2011.