Μελέτη της αναθεώρησης του υφιστάµενου καθεστώτος παρακολούθησης του πληθυσµού του άκου (Dacus oleae) στη Λέσβο, µε τη βοήθεια της εξέλιξης του πληθυσµού του σε χωρικό και χρονικό επίπεδο Κόττικα Αικατερίνη ΙΑΤΡΙΒΗ Που υποβλήθηκε στο Μεταπτυχιακό Πρόγραµµα Σπουδών Περιβαλλοντική Πολιτική και ιαχείριση του τµήµατος Περιβάλλοντος ως µέρος των απαιτήσεων για την απόκτηση ιπλώµατος Ειδίκευσης στην Περιβαλλοντική Πολιτική και ιαχείριση Μυτιλήνη Μάιος / 2004
ΕΓΚΡΙΣΗ ΜΕ ΥΠΟΓΡΑΦΕΣ Η επιβλέπουσα καθηγήτρια Ο πρόεδρος του Μεταπτυχιακού κα Χ. Γιούργα κ. Μ. Σκούρτσος
Ε Υ Χ Α Ρ Ι Σ Τ Ι Ε Σ Στην επιβλέπουσα καθηγήτρια κα Χ. Γιούργα εκφράζω τις θερµές ευχαριστίες µου για την αµέριστη συµπαράσταση και τις πολύτιµες υποδείξεις της κατά τη διάρκεια όλων των σταδίων διεξαγωγής της εργασίας αυτής. Θα ήθελα να εκφράσω ιδιαίτερες ευχαριστίες στον καθηγητή κ. Ι. Ματσίνο και στον κ. Matosian Almper Ntigran για την ουσιαστική και πολύτιµη βοήθεια τους στη στατιστική ανάλυση των αποτελεσµάτων αυτής της έρευνας. Ευχαριστώ επίσης τους υπαλλήλους όλων των Φορέων στους οποίους απευθύνθηκα για τη συλλογή διαφόρων στοιχείων. Ιδιαιτέρως ευχαριστώ τη ιεύθυνση Γεωργίας Λέσβου η οποία µου πρόσφερε απλόχερα τα πρωτογενή δεδοµένα της παρούσας έρευνας.
ΠΕΡΙΛΗΨΗ Η παρούσα εργασία αφορά τη διερεύνηση της διακύµανσης του πληθυσµού του εντόµου άκος στον ελαιώνα της Λέσβου. Από την έρευνα προκύπτουν συµπεράσµατα για την δυναµικότητα του πληθυσµού ανά χρονιά καθώς και για την οµοιογένεια ελαιοκοµικών περιοχών στην πληθυσµιακή εξέλιξη του εντόµου. Επιπλέον εξετάζεται η επίδραση των παραγόντων µορφολογία εδάφους ελαιώνα, ελαιοκοµική ζώνη και κλιµατικός τύπος περιοχής στο ύψος του δακοπληθυσµού. Στόχος είναι η αναθεώρηση του υφιστάµενου καθεστώτος παρακολούθησης του εντόµου και κατ επέκταση των φυτοπροστατευτικών χειρισµών ανά περιοχή. ABSTRACT The present thesis concerns the investigation on the fluctuation of the population of the olive fly Dacus oleae in Lesvos. The conclusions extracted from the investigation concerns the population dynamics of the olive fly per year and for the similarity of olive grove localities which is based on the population development of Dacus oleae. Furthermore the influence of factors like land morphology, olive zone and climatic pattern of olive grove on the population size is examined. The aim is the revision of the current method of monitoring the olive fly and as a result the current situation of olive pest control.
Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α ΠΡΟΛΟΓΟΣ 1 ΚΕΦ. 1. ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ 2 1.1. Εισαγωγή 2 1.1.1 Η σηµασία της ελαιοκαλλιέργειας σε παγκόσµιο επίπεδο 2 1.1.2 Η σηµασία της ελαιοκοµίας για τις χώρες µέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης 3 1.1.3 Οικονοµική σηµασία του εντόµου άκος στην ετήσια ελαιοπαραγωγή 4 1.2. Βιβλιογραφική ανασκόπηση 5 1.2.1 Μορφολογία του εντόµου άκος της ελιάς (Dacus oleae) 5 1.2.2 Βιολογικός κύκλος του εντόµου 6 1.2.3 Παράγοντες που καθορίζουν την φαινολογία του δάκου της ελιάς 9 1.2.4 Ζηµιά και οικονοµικό όριο ζηµίας 11 1.2.5 Μέθοδοι καταπολέµησης 15 ΚΕΦ. 2. ΣΧΕ ΙΑΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ 25 2.1 Αντικείµενο και σκοποί της έρευνας 25 2.1.1 Επιλογή περιοχής έρευνας 25 2.1.2 Περιγραφή της περιοχής έρευνας 26 2.1.3 Μεθοδολογική προσέγγιση 29 2.2 Συλλογή δεδοµένων και µέθοδοι ανάλυσης της έρευνας 33 2.2.1 Πηγές και τεχνικές συγκέντρωσης δεδοµένων 33 2.2.2 Τεχνική δειγµατοληψίας 33 2.2.3 Μέθοδοι ανάλυσης των δεδοµένων της έρευνας 34 ΚΕΦ. 3. ΕΜΠΕΙΡΙΚΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ 35 3.1 Ανάλυση της διακύµανσης του πληθυσµού του άκου σε χρονικό επίπεδο 35 3.2 Ανάλυση της διακύµανσης του πληθυσµού του άκου σε χωρικό επίπεδο 38 3.3 Ο ρόλος των παραγόντων µορφολογία εδάφους ελαιώνα, ελαιοκοµική ζώνη και κλιµατικός τύπος περιοχής στη σύνθεση του δακοπληθυσµού 55 3.3.1 Μορφολογία εδάφους ελαιώνα 55 3.3.2 Ελαιοκοµική ζώνη 57 3.3.3 Κλιµατικός τύπος περιοχής 65 ΚΕΦ. 4. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΣΥΖΗΤΗΣΗ 67 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 71 Παράρτηµα Ⅰ Κοινότητες περιοχής έρευνας 77 Παράρτηµα Ⅱ Μεθοδολογία ανάλυσης των πρωτογενών δεδοµένων της έρευνας
και παρουσίαση αποτελεσµάτων 80 2
ΠΡΟΛΟΓΟΣ Από τους αρχαίους χρόνους µέχρι σήµερα, ο δάκος της ελιάς, Bactocera oleae, αποτελεί µάστιγα για την ελαιοκοµία των παραµεσογειακών περιοχών, η οποία εµφανίζεται συχνά µε τη µορφή της µονοκαλλιέργειας (Loumou and Giourga, 2003). Το παραδοσιακό αγροτικό µεσογειακό τοπίο θεωρείται ότι έχει 10.000 χρόνια ζωής και ως εκ τούτου είναι εξαιρετικά σταθερό, γεγονός που ευνοεί την διατήρηση του δάκου της ελιάς σε υψηλούς πληθυσµούς. Η ετερογένεια του χώρου και η µεταβλητότητα στο χρόνο των παραµέτρων του οικοσυστήµατος επιβάλλουν την συνεχή παρακολούθηση των πληθυσµιακών διακυµάνσεων του είδους προκειµένου η καταπολέµηση του να είναι επιτυχής. Η καταπολέµηση του δάκου είναι µια συνεχώς εξελισσόµενη διαδικασία που βασίζεται σε έρευνα της συµπεριφοράς του εντόµου έναντι των συνεχώς τελειοποιούµενων τεχνικών τροχοπεδήσεως του πολλαπλασιασµού του και έναντι των νέων φυτοφαρµάκων, που συνεχώς ανακαλύπτει και θέτει στη διάθεση των ενδιαφεροµένων η Φυτοφαρµακολογία. Η αντιµετώπιση του διήλθε από διάφορα στάδια. Οι κατ αρχάς εφαρµοζόµενοι καθολικοί ψεκασµοί έδωσαν τη θέση τους σε δολωµατικούς, οι οποίοι σήµερα εστιάζονται στο ξυλώδες µέρος του δένδρου, µειώνοντας στο ελάχιστο τα χηµικά κατάλοιπα στο τελικό προϊόν (Μπαλατσούρας Γ., 1984). Η εφαρµογή του προγράµµατος δακοκτονίας, για τις χώρες γύρω από τη λεκάνη της Μεσογείου, είναι επιβεβληµένη κρατική δραστηριότητα λόγω της ιδιορρυθµίας που παρουσιάζει η προσβολή του εντόµου, έτσι ώστε να µην είναι δυνατή η καταπολέµηση του από µεµονωµένους ελαιοπαραγωγούς. Η εκ της δακοκτονίας επιβάρυνση είναι σηµαντική και στο επίπεδο των ελαιοπαραγωγών και στο επίπεδο της γενικής οικονοµίας των ελαιοπαραγωγικών χωρών. Η παρούσα έρευνα αφορά την χωρική και χρονική κατανοµή του δάκου στη Λέσβο, όπου η καλλιέργεια της ελιάς αποτελεί µονοκαλλιέργεια καταλαµβάνοντας κατά το ήµισυ την έκταση του νησιού. Στη συγκεκριµένη περίπτωση διερευνάται η οµοιογένεια που τυχόν παρουσιάζει η πληθυσµιακή διακύµανση του εντόµου ανά περιοχή, µε στόχο τη µείωση του αριθµού των παγίδων που αναρτώνται στο πλαίσιο του προγράµµατος ακοκτονίας για παρακολούθηση του πληθυσµού και κατ επέκταση τη µείωση του κόστους του προγράµµατος. 1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ 1.1 Εισαγωγή 1.1.1 Η σηµασία της ελαιοκαλλιέργειας σε παγκόσµιο επίπεδο Η καλλιέργεια της ελιάς αν και έχει αναπτυχθεί σε δύο στενές λωρίδες γης, στην εύκρατη ζώνη (30 ο 45 ο ) του βόρειου και νότιου ηµισφαιρίου καταλαµβάνει µια σηµαντική έκταση (100 εκατοµµύρια στρέµµατα), από την οποία τα 2/3 είναι αµιγείς ελαιώνες, ενώ το 1/3 αναφέρεται σε εκτάσεις συγκαλλιέργειας ελιάς µε δηµητριακά, άµπελο, ψυχανθή κ.λ.π. Σήµερα σε όλη την υδρόγειο υπάρχουν περίπου 800 εκατοµµύρια ελαιόδεντρα από τα οποία το 95% περίπου φύονται στην λεκάνη της Μεσογείου, που διαθέτει άριστες εδαφοκλιµατικές συνθήκες για ανάπτυξη της ελιάς. Σύµφωνα µε τα στοιχεία της 6ετίας 1977/78 1982/83 του ιεθνούς Συµβουλίου του Ελαιολάδου (IOOC), η ελιά δίνει προϊόν σε ελαιόκαρπο 9,6 εκατοµµύρια τόνους το έτος που καλύπτει το 4,4% περίπου της παγκόσµιας ετήσιας παραγωγής καρπών. Από την συνολική παραγωγή ελαιοκάρπου 726 χιλιάδες τόνοι χρησιµοποιούνται για παραγωγή βρώσιµης ελιάς ενώ η υπόλοιπη ποσότητα προορίζεται για ελαιοποίηση. Στοιχεία των τελευταίων έντεκα ετών (IOOC) έδειξαν ότι παράγονται κατά µέσο όρο 2.118.363 τόνοι ελαιολάδου κάθε χρόνο σε παγκόσµια κλίµακα και καταναλώνονται 2.121.682 τόνοι περίπου ( ιάγραµµα 1.1). Με βάση τις εκτιµήσεις του ιεθνούς Συµβουλίου Ελαιολάδου η συνολική αξία των ελαιοκοµικών προϊόντων ανέρχεται σε 2,8 τρισεκατοµµύρια δολάρια από τα οποία 300 εκατοµµύρια αντιστοιχούν στο εισόδηµα της βρώσιµης ελιάς (Σφακιωτάκης Ε., 1993). ιάγραµµα 1.1. Η παγκόσµια παραγωγή και κατανάλωση ελαιολάδου. 2
Το ελαιόλαδο καταναλίσκεται κατά ένα µεγάλο ποσοστό (85%) στις χώρες παραγωγής και µια µικρή ποσότητα 16% αποτελεί αντικείµενο εµπορίας. Η µεγαλύτερη αυτοκατανάλωση λαδιού στις ελαιοπαραγωγικές χώρες αποδίδεται στην ιδιαίτερη προτίµηση του καταναλωτικού κοινού προς το ελαιόλαδο. Η κατανάλωση λαδιού κατά κεφαλή είναι τόσο µεγαλύτερη όσο ποιο αυξηµένη είναι η ντόπια παραγωγή και για το έτος 1984 υπολογίζεται σε 8,7 Kg για την Ισπανία, 12,2 Kg για την Ιταλία, 20,2 Kg για την Ελλάδα και 9,1 Kg για την Τυνησία (Allaya 1988). Από τη ποσότητα του ελαιολάδου που διακινείται µέσω του εξαγωγικού εµπορίου το µεγαλύτερο µέρος, 28%, καλύπτει η Ισπανία, ακολουθεί η Τυνησία, η Ελλάδα και η Ιταλία µε ποσοστό 23%, 14% και 12% αντίστοιχα (IOOC 1977/78-1982/83). 1.1.2 Η σηµασία της ελαιοκοµίας για τις χώρες µέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης Η ελαιοκοµία έχει µεγάλη οικονοµική, κοινωνική και οικολογική σηµασία για τις χώρες της Μεσογείου. Αν και συµµετέχει µε µικρό ποσοστό στο εισόδηµα της Κοινότητας είναι µεγάλης σηµασίας για την οικονοµία των χωρών µελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης: Ισπανία, Ιταλία, Ελλάδα και Πορτογαλία, στις οποίες πολλοί παραγωγοί έχουν ως κύρια απασχόληση την ελαιοκαλλιέργεια. Με τον κανονισµό 136/66, µε τον οποίο ρυθµίζεται η κοινή οργάνωση της αγοράς του ελαιολάδου και των άλλων λιπαρών υλών (σπορέλαια, ζωϊκά λίπη κ.τ.λ.), έχει καθιερωθεί ένα σύστηµα αυξηµένης προστασίας της Κοινοτικής παραγωγής ελαιολάδου (Κυριτσάκης 1988). Η ελιά συµβάλλει σηµαντικά στην διατήρηση του περιβάλλοντος γιατί προσφέρεται καλύτερα για αξιοποίηση των εδαφών που εξαρτώνται µόνο από βροχοπτώσεις. Σε τέτοιες ευαίσθητες περιοχές η εγκατάσταση άλλων καλλιεργειών εκτός της ελιάς εκθέτει τα εδάφη στον κίνδυνο των διαβρώσεων, ενώ η ελαιοκαλλιέργεια και συγκαλλιέργεια µε χειµερινά σιτηρά (κριθάρι) ή ψυχανθή (βίκος) προσφέρεται για την συντήρηση των προβληµατικών αυτών εδαφών. Ως προς τον κοινωνικό της ρόλο, η ελαιοκοµία έχει αναπτυχθεί σε λιγότερο ευνοηµένες ορεινές και ηµιορεινές περιοχές, µε το χαµηλότερο γεωργικό εισόδηµα, και δύσκολα η ελιά µπορεί να αντικατασταθεί µε άλλες καλλιέργειες λόγω τόσο των δυσµενών εδαφοκλιµατικών συνθηκών όσο και της φύσης της (πολυετής καλλιέργεια). Η ελαιοκαλλιέργεια εποµένως θεωρείται ως λύση για διατήρηση των γεωργικών πληθυσµών στις περιοχές αυτές και προσφέρει απασχόληση σε ένα µεγάλο µέρος του πληθυσµού των ελαιοπαραγωγικών χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. 3
Στην Ελλάδα, η ελιά είναι καλλιέργεια µε πολύ µεγάλη διάδοση. Έχει αναπτυχθεί στις παραθαλάσσιες περιοχές της Ηπειρωτικής Ελλάδας και στα νησιά όπου συναντά άριστες εδαφοκλιµατικές συνθήκες για την ανάπτυξή της. Η εξάπλωση της ελαιοκαλλιέργειας είναι µεγαλύτερη από κάθε άλλο είδος καρποφόρου δέντρου και καταλαµβάνει πάνω από 6,5 εκατοµµύρια στρέµµατα, έκταση που αναλογεί στο 15% περίπου της καλλιεργούµενης γεωργικής γης και στο 75% των εκτάσεων των δενδρωδών καλλιεργειών. Με βάση τα στοιχεία της 6ετίας 1971/78-1982/83 η Ελλάδα παράγει ετησίως 260 χιλιάδες τόνους ελαιόλαδο, ποσότητα που αντιστοιχεί στο 16% της παγκόσµιας ετήσιας παραγωγής και στο 20% της Κοινοτικής παραγωγής. Η χώρα επίσης παράγει ετησίως 70 χιλιάδες τόνους βρώσιµης ελιάς και θεωρείται µετά την Ισπανία δεύτερη στις εξαγωγές βρώσιµης ελιάς (Σφακιωτάκης Ε., 1993). 1.1.3 Οικονοµική σηµασία του εντόµου άκος στην ετήσια ελαιοπαραγωγή. Από τους αρχαίους χρόνους, ο δάκος της ελιάς, αποτελούσε µάστιγα για την ελαιοκοµία των παραµεσογειακών περιοχών. Σήµερα σωστά θεωρείται ο σοβαρότερος εχθρός για την ελληνική και την παγκόσµια ελαιοκοµία. Η κύρια αιτία εστιάζεται στο γεγονός ότι ο δάκος διατηρεί το χαρακτηριστικό της προσβολής καθ όλο το έτος, σε σχέση µε άλλους εχθρούς του ελαιοδένδρου που παρουσιάζουν τοπικό χαρακτήρα (Ζερβούδης και Συγγελάκης, 1986) και συχνά χρονικό περιορισµό στην περίοδο εµφάνισής τους. Οι ζηµιές που ο δάκος προκαλεί στον ελαιόκαρπο δεν είναι µόνο ποσοτικές αλλά και ποιοτικές. Επιφέρει σηµαντική µείωση στην ετήσια ελαιοπαραγωγή και υποβαθµίζει ποιοτικά τη βρώσιµη ελιά και το παραγόµενο ελαιόλαδο, το οποίο παρουσιάζει αυξηµένη οξύτητα και αλλοίωση των οργανοληπτικών του ιδιοτήτων (Michellakis, S., 1990). Στην Αίγυπτο υπολογίστηκε ότι η ετήσια απώλεια από το δάκο φθάνει το 30% της παραγωγής, αν δεν ληφθούν µέτρα καταπολέµησής του (Awadallah, A.M. 1986). Στη Σαρδηνία, Ιταλία, η µέση απώλεια έφθασε στο 38% της παραγωγής κατά την περίοδο 1953-55 και 19% περίπου την περίοδο 1974-76 (Prota, R. 1979). Στην χώρα µας η ζηµιά που εκτιµάται ότι µπορεί να προκαλέσει το έντοµο στην ετήσια παραγωγή, στην περίπτωση που δεν γίνει προσπάθεια ελέγχου του πληθυσµού, είναι κατά µέσο όρο 35% περίπου (Economopulos, A.P. 1977). Σε χρονιές µε ευνοϊκές καιρικές συνθήκες για την ανάπτυξη και εξέλιξη του εντόµου, η ζηµιά µπορεί να ξεπεράσει και το 50% της συνολικής ελαιοπαραγωγής. Η ως άνω ζηµιά αντιστοιχεί οικονοµικά σε ετήσια απώλεια εθνικού εισοδήµατος κατά µέσο όρο 150 δισεκατοµµυρίων δραχµών (440.205.430 ευρώ) περίπου σε τιµές 1996 και σε 4
χρονιές που είναι ευνοϊκές για την ανάπτυξη του δάκου µπορεί να πλησιάσει και τα 200 δισεκατοµµύρια δραχµές (586.940.572 ευρώ). 1.2 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΗ ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ 1.2.1 Μορφολογία του εντόµου, άκος της ελιάς ( Dacus oleae ) Ο δάκος της ελιάς (Dacus oleae) ανήκει στην κλάση Εntoma, τάξη Diptera, οικογένεια Tephritidae, γένος Bactrocera(Dacus), είδος oleae. Είναι είδος µονοφάγο. Στη φύση, η ωοτοκία του θηλυκού ακµαίου και η διατροφή και ανάπτυξη της προνύµφης περιορίζεται µόνο στους καρπούς του γένους Olea (Γαµβριάς Χ. 1994). Εικ.1.2 άκος, τέλειο έντοµο. Η εξέλιξη του εντόµου χαρακτηρίζεται από τέσσερα στάδια, το αυγό, την προνύµφη η οποία διακρίνεται σε τρία στάδια (L 1, L 2, και L 3 ), τη νύµφη και το τέλειο έντοµο (Εικ.1.2). Το αυγό είναι λευκό, πολύ στενόµακρο, κάπως οξύ στον ένα πόλο. Μήκος µεγάλου άξονα 0,7 mm περίπου και µικρού 0,2mm. Η προνύµφη (larva) είναι στενόµακρη και έχει µήκος προς το τέλος της ανάπτυξης της 7mm περίπου. Η νύµφη (pupa) είναι ελλειψοειδής, µε περίβληµα το σκληρυµένο δερµάτιο της αναπτυγµένης προνύµφης. Έχει µήκος 4-4,5mm και ο χρωµατισµός της ποικίλει από ωχροκίτρινος µέχρι καστανός. Το τέλειο έντοµο µοιάζει µε την κοινή µύγα. 5
Έχει µήκος 4-5mm και άνοιγµα φτερών 12mm. Χαρακτηριστικό του εντόµου αποτελεί η καστανή κηλίδα στην κορυφή των διαφανή φτερών του. 1.2.2 Βιολογικός κύκλος του εντόµου ιαχείµαση : Ο δάκος διαχειµάζει κυρίως ως νύµφη στο έδαφος (Εικ.1.3) αλλά και ως ενήλικο σε προφυλαγµένες θέσεις. Σε χρονιές και σε περιοχές µε ήπιες καιρικές συνθήκες κατά τη διάρκεια του χειµώνα και εφόσον υπάρχει στα δέντρα κατάλληλος ηρτηµένος ελαιόκαρπος, είναι δυνατόν να συνυπάρχουν στον ελαιώνα όλα τα στάδια του δάκου αφού το έντοµο εξελίσσεται και αναπτύσσεται µε βραδύ µεν ρυθµό αλλά κανονικά. Εικ.1.3: Νύµφες που διαχειµάζουν στο έδαφος. Η έξοδος των ακµαίων από το έδαφος λαµβάνει χώρα κυρίως κατά την περίοδο αργά την άνοιξη µέχρι τις αρχές του καλοκαιριού. Ο χρόνος της εξόδου των ακµαίων από το έδαφος εξαρτάται κυρίως από τις συνθήκες θερµοκρασίας, υγρασίας και τη σύσταση του εδάφους. Στις περιοχές ή τις χρονιές µε βαρύ χειµώνα και επικράτηση παρατεταµένων χαµηλών θερµοκρασιών κατά τη διάρκεια της άνοιξης σηµειώνονται καθυστερηµένες έξοδοι από το έδαφος µέχρι τα µέσα του καλοκαιριού, ενώ σ εκείνες µε ήπιο χειµώνα παρατηρούνται έξοδοι από το έδαφος από νωρίς την άνοιξη (Ζιώγας 1996). 6
Αναπαραγωγή : Κατά µέσο όρο η διαδικασία της σύζευξης των τέλειων εντόµων, διαρκεί περίπου 2,5 ώρες και λαµβάνει χώρα προς το τέλος της ηµέρας. Τα αρσενικά είναι πολύγαµα και συζεύγνυνται περίπου µια φορά την ηµέρα, ενώ τα θηλυκά είναι ολίγαµα και σπάνια συζεύγνυνται περισσότερο από µια ή δύο φορές στη διάρκεια της ζωής τους. Ο συνηθέστερος αριθµός αυγών που παράγει και εναποθέτει ένα θηλυκό είναι από 200 έως 500 αυγά (Economopoulos et al. 1971). Στη φύση η γονιµότητα του δάκου επηρεάζεται από τις καιρικές συνθήκες, τη διαθεσιµότητα του ελαιοκάρπου και την ικανότητα του θηλυκού που σχετίζεται µε τη διατροφή του. Πειράµατα έδειξαν ότι ο αριθµός των αυγών που εναποθέτονται στον ελαιόκαρπο καθορίζει ως ένα µεγάλο βαθµό και τον αριθµό των ενηλίκων που θα παραχθούν. Αυτό το γεγονός υποδεικνύει, ότι οι παράγοντες που επηρεάζουν τη γονιµότητά του (αναφέρονται παραπάνω), καθορίζουν σηµαντικά και το µέγεθος του πληθυσµού του εντόµου (E.T.Kapatos and B.S.Fletcher, 1986). Εναπόθεση-Ωοτοκία: Το θηλυκό έλκεται από τον ξενιστή όταν ο ελαιόκαρπος είναι κατάλληλος για εναπόθεση. Ελκυστικές, διεγερτικές της εναπόθεσης και αποτρεπτικές πτητικές ουσίες, οι οποίες ελευθερώνονται από τους καρπούς κατά τη διάρκεια ορισµένων σταδίων ανάπτυξης τους, φαίνεται ότι επηρεάζουν την εναπόθεση. Οι άριστες θερµοκρασίες για την εναπόθεση αυγών είναι µεταξύ 20 ο C και 30 ο C, ενώ η εναπόθεση σταµατάει σε θερµοκρασίες κάτω από 15 ο C και πάνω από 33 ο C. Κατά κανόνα το θηλυκό εναποθέτει ένα αυγό ανά καρπό. Η οπή ωοτοκίας του δάκου, το κοινώς αποκαλούµενο «νύγµα», βοηθάει στην εγκατάσταση στον ελαιόκαρπο του µύκητα Sphaeropsis (Macrophoma) dalmatica, ο οποίος προκαλεί την «ξεροβούλα» στις πράσινες και τη «σαποβούλα» στις µαύρες ελιές (Σφακιωτάκης 1993). Στάδια εξέλιξης του εντόµου: Μετά την εναπόθεση του αυγού από το θηλυκό στον ελαιόκαρπο ακολουθεί η επώαση του αυγού, η διάρκεια της οποίας εξαρτάται από τη θερµοκρασία. Στη φύση, κυµαίνεται από 2-4 ηµέρες το καλοκαίρι, µέχρι 4-10 ηµέρες το φθινόπωρο και 12-19 ηµέρες το χειµώνα. Μετά την ολοκλήρωση της επώασης του αυγού εκκολάπτεται η προνύµφη, η οποία προβαίνει στη διάνοιξη ακανόνιστων στοών στον ελαιόκαρπο (Εικ.1.4). Στον αγρό η ανάπτυξη της προνύµφης επηρεάζεται από την ποικιλία της ελιάς, το στάδιο ωρίµανσης του καρπού και τη θερµοκρασία. Σε διάφορα πειράµατα έχει βρεθεί ότι η διάρκεια ανάπτυξης της προνύµφης ήταν µικρότερη κατά 1 ηµέρα στις µαύρες ελιές απ ό,τι στις πράσινες ελιές. Στο εργαστήριο κάτω από σταθερές θερµοκρασίες η ταχύτερη ανάπτυξης της προνύµφης σηµειώθηκε µεταξύ 25 ο C και 27,5 ο C. Αργά το φθινόπωρο και το χειµώνα η νύµφωση γίνεται στο έδαφος. Το γεγονός αυτό αποδίδεται κατά τους ερευνητές στην υψηλή περιεκτικότητα 7
του καρπού σε λάδι η οποία επιφέρει αλλαγή του ΡΗ, που όπως φαίνεται ασκεί µε τη σειρά του µια ορισµένη επίδραση στην προνύµφη (Ζιώγας 1996). Εικ.1.4: Στοά από προνύµφη δάκου µέσα σε ελαιόκαρπο. Στον αγρό η ανάπτυξη των νυµφών ολοκληρώνεται σε 16 ηµέρες το καλοκαίρι, 12-88 ηµέρες το φθινόπωρο, 41-92 ηµέρες το χειµώνα και 17-21 ηµέρες την άνοιξη. Με την ολοκλήρωση της ανάπτυξής της η νύµφη µεταµορφώνεται σε τέλειο έντοµο, το οποίο εξέρχεται από τον ελαιόκαρπο σχίζοντας τη ρυτιδωµένη επιδερµίδα πάνω από το θάλαµο νύµφωσης (έξοδος τελείου εντόµου, Εικ.1.5). Εικ.1.5: Οπή εξόδου τέλειου εντόµου δάκου σε ελαιόκαρπο. 8
Ανάλογα µε τις επικρατούσες καιρικές και ελαιοκοµικές συνθήκες, η διάρκεια του βιολογικού κύκλου του δάκου διαφέρει από περιοχή σε περιοχή καθώς και από εποχή σε εποχή και ποικίλει γενικά από 30 ηµέρες περίπου το θέρος, 40 ηµέρες το φθινόπωρο και πολύ περισσότερο το χειµώνα. Γενικά η ανάπτυξη και εξέλιξη του εντόµου ευνοείται από ζεστό και υγρό καιρό. Το εύρος των φαινοµένων µέσα στο οποίο παρουσιάζει δραστηριότητα µπορεί να καθοριστεί ενδεικτικά, για µεν τη θερµοκρασία από 15 ο C µέχρι 30 ο C για δε την ατµοσφαιρική υγρασία από 70% µέχρι 100%, µε ιδανική θερµοκρασία ανάπτυξης τους 25 ο C και σχετική ατµοσφαιρική υγρασία 90% περίπου (Ζιώγας 1996). 1.2.3 Παράγοντες που καθορίζουν την φαινολογία του δάκου της ελιάς Οι κλιµατικές συνθήκες και συγκεκριµένα η θερµοκρασία και η σχετική υγρασία φαίνεται να επηρεάζουν σε µεγαλύτερο ποσοστό τη φαινολογία του δάκου. Κατά τη διάρκεια του χειµώνα οι χαµηλές θερµοκρασίες, οι δυσµενείς γενικά καιρικές συνθήκες και η διαθεσιµότητα του καρπού είναι οι πρωταρχικοί περιοριστικοί παράγοντες για τους πληθυσµούς του δάκου. Τέλεια έντοµα, τα οποία µπορεί να επιζήσουν εάν οι καιρικές συνθήκες δεν είναι πολύ δυσµενείς, οι προνύµφες που υπάρχουν µέσα στους καρπούς που παραµένουν στα δένδρα και οι νύµφες στο έδαφος αποτελούν το διαχειµάζοντα πληθυσµό του δάκου. Κάτω από οµαλές καιρικές συνθήκες οι προσβολές αρχίζουν συνήθως το τελευταίο δεκαήµερο του Ιουνίου και τον Ιούλιο ανάλογα µε την πρωιµότητα της κάθε περιοχής. Μετά την ολοκλήρωση της ανάπτυξης της πρώτης γενιάς, η αύξηση του δακοπληθυσµού επιβραδύνεται και διακόπτεται ακόµη από τις υψηλές θερµοκρασίες που υπερβαίνουν το επίπεδο των 33 ο C σε συνδυασµό µε τις χαµηλές σχετικές υγρασίες. Ο δακοπληθυσµός αρχίζει να αυξάνει και πάλι από το Σεπτέµβριο συνεχίζοντας γενικά µέχρι το Νοέµβριο. Συνήθως δυο αλληλοκαλυπτόµενες γενιές αναπτύσσονται κατά τη διάρκεια της φθινοπωρινής περιόδου. Τρεις συνολικά γενιές εµφανίζονται συνήθως κατά τη διάρκεια του έτους. Σε περιοχές (νότια Ελλάδα) που το µικροκλίµα των περιοχών αυτών διαµορφώνει ήπιο χειµώνα και παραµένει ελαιόκαρπος στα δέντρα µέχρι την άνοιξη, η ανάπτυξη και εξέλιξη του δάκου συνεχίζεται µε βραδύ ρυθµό κατά τη διάρκεια του έτους αναπτύσσοντας συνολικά έως και πέντε γενιές το έτος (Ζιώγας 1996). Στη χώρα µας η φαινολογία του δάκου παρουσιάζει διαφορές από περιοχή σε περιοχή λόγω των πολλών µικροκλιµάτων και διαφόρων ελαιοκοµικών συνθηκών που 9
διαµορφώνονται στις διάφορες περιοχές. Παρά ταύτα µερικές γενικές παρατηρήσεις µπορούν να καθοριστούν και να ληφθούν ως βάση για τη σωστή καταπολέµηση του εντόµου: α. Η επικράτηση ενός ήπιου χειµώνα µε όχι πολύ χαµηλές θερµοκρασίες δεν επιφέρει σηµαντική θανάτωση των διαχειµαζουσών µορφών του εντόµου µε αποτέλεσµα την εµφάνιση υψηλών πληθυσµών (πολλών εξόδων από το έδαφος) κατά την έναρξη της νέας δακικής περιόδου. Στην περίπτωση αυτή, στις περιοχές που δεν συλλέγεται ο καρπός και µένει στα δένδρα αρκετός ελαιόκαρπος, η εξέλιξη του δάκου συνεχίζεται µε αργό ρυθµό καθ όλη τη διάρκεια του χειµώνα και της άνοιξης µε φυσικό επακόλουθο την εµφάνιση ακόµη υψηλότερων δακοπληθυσµών (Μπρούµας Θ., 2002). β. Αντίθετα η επικράτηση πολύ χαµηλών θερµοκρασιών κατά τη διάρκεια του χειµώνα συντελεί στην αύξηση του ποσοστού θανάτωσης των διαχειµαζουσών µορφών του εντόµου και κατά συνέπεια στη µείωση του εµφανιζόµενου πληθυσµού κατά τη νέα περίοδο. Περίπου 80% θνησιµότητα σηµειώθηκε σε νύµφες που διαχείµαζαν στο έδαφος κατά τη διάρκεια ετών που η θερµοκρασία έπεσε κάτω από 0 ο C τους µήνες Ιανουάριο-Φεβρουάριο (G.Delrio, R.Prota, 1988). γ. Κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού υψηλές θερµοκρασίες γύρω στους 33 ο C και πάνω προξενούν θνησιµότητα σε αυγά, προνύµφες και νύµφες του δάκου ενώ αναστέλλουν την εξέλιξη του εντόµου ανάλογα µε το ύψος και τη διάρκεια των θερµοκρασιών που επικρατούν. Η θνησιµότητα είναι εντονότερη όταν πολύ υψηλές θερµοκρασίες συνδυάζονται µε χαµηλές σχετικές υγρασίες. Έρευνα, που πραγµατοποιήθηκε στην Κέρκυρα, έδειξε ότι οι µέγιστες θερµοκρασίες που σηµειώθηκαν κατά τη διάρκεια Ιουλίου-Αύγουστου (1977) ήταν υπεύθυνες για την παρατηρούµενη θνησιµότητα αυγών και νεαρών προνυµφών (E.T.Kapatos and B.S.Fletcher). δ. Αντίθετα, κανονικές θερµοκρασίες και υψηλές σχετικές υγρασίες (βροχοπτώσεις) κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, συνεπάγονται ταχεία εξέλιξη του εντόµου (βραχύνεται ο βιολογικός κύκλος, αυξάνεται ο αριθµός των γενιών) µε αποτέλεσµα να εµφανίζονται υψηλοί πληθυσµοί µε αλληλοκαλυπτόµενες γενιές. Το υψηλό ποσοστό προσβολής που παρατηρήθηκε σε αρδευόµενες περιοχές επιβεβαιώνει το σηµαντικό ρόλο που παίζει η σχετική υγρασία στη δυναµικότητα του πληθυσµού του δάκου (Neuenschwander and Michelakis,1979). ε. Αρδευόµενες ελιές ή ποικιλίες µεγαλόκαρπες προσβάλλονται πρωιµότερα από τις ξηρικές ελιές ή τις µικρόκαρπες ποικιλίες. ιαπιστώθηκε ότι ποικιλία µεγαλόκαρπη µε µικρή περιεκτικότητα λαδιού προσβλήθηκε από το δάκο σε ποσοστό περίπου διπλάσιο από την µικρόκαρπη ποικιλία µε υψηλή περιεκτικότητα λαδιού (N.Gaouar and D.Debouzie, 1991). 10
Η ποσότητα και η ποιότητα του διαθέσιµου ελαιοκάρπου 1 για ωοτοκία φαίνεται ότι επηρεάζει σηµαντικά την πληθυσµιακή διακύµανση του δάκου από χρονιά σε χρονιά. Σε µια περιοχή όπου η παραγωγή είναι χαµηλή, ο αριθµός των διαθέσιµων καρπών για ωοτοκία µειώνεται περαιτέρω καθώς η εποχή προχωρά εξαιτίας της προηγούµενης προσβολής (της 1 ης γενιάς), η οποία κάνει τους καρπούς µη δεκτικούς για εναπόθεση και επιταχύνει την πτώση τους. Το αποτέλεσµα του µεγάλου επιπέδου προσβολής νωρίς το καλοκαίρι, προκαλεί σηµαντική µείωση των διαθέσιµων καρπών για ωοτοκία το φθινόπωρο (περιορίζοντας την ανάπτυξη 3 ης γενιάς) και αυτό συνεπάγεται την εµφάνιση χαµηλού δακοπληθυσµού κατά την έναρξη της επόµενης δακικής περιόδου όπου η ελαιοπαραγωγή αναµένεται υψηλή. Παρατηρείται δηλαδή µια φυσική µείωση του πληθυσµού του εντόµου και κατ επέκταση των προσβολών του που σχετίζεται µε την ετήσια διακύµανση της παραγωγής ελαιοκάρπου. Το παραπάνω πρότυπο συχνά τροποποιείται εξαιτίας καλλιεργητικών πρακτικών σχετικών µε την προστασία και τη συγκοµιδή της ελαιοκαλλιέργειας (E.T.Kapatos and B.S.Fletcher 1986). 1.2.4 Ζηµιά και οικονοµικό όριο ζηµίας Ο δάκος προξενεί σηµαντικές οικονοµικές ζηµιές στην ελαιοπαραγωγή, τόσο ποσοτικές όσο και ποιοτικές. Η ποσοτική ζηµιά συνίσταται τόσο στην πρόωρη πτώση του προσβεβληµένου ελαιοκάρπου, πριν δηλαδή να φθάσει η περίοδος της συλλογής, όσο και στην µείωση της σάρκας του ελαιοκάρπου (µείωση του βάρους), η οποία κατατρώγεται από την προνύµφη του δάκου. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι µια προνύµφη για να ολοκληρώσει την ανάπτυξή της καταναλώνει από 50 έως 150 mg σάρκας καρπού, ανάλογα µε την ποικιλία της ελιάς, που υπολογίστηκε ότι αντιστοιχεί σε απώλεια λαδιού η οποία κυµαίνεται από 3% έως 20% (Neuenschwander, S.Michelakis, L.Micros and Mathioudi M., 1980). Για τον ακριβή προσδιορισµό της ζηµιάς θα πρέπει να ληφθεί υπόψη και η αναπλήρωση µέρους της ζηµιάς που γίνεται από το δένδρο, λόγω αύξησης του βάρους των υπόλοιπων καρπών που παραµένουν στο δένδρο αλλά και αύξησης του βαθµού ελαιοπεριεκτικότητας των καρπών αυτών. Στο ιάγραµµα 1.6 δίνεται, στη γενική της µορφή, η καµπύλη πυκνότητας πληθυσµού του εντόµου σε σχέση µε την απόδοση (παραγωγή σε καρπούς) του φυτού, όπως τη δίνουν οι Pedigo et al.(1986). 1 Η ελαιοκαλλιέργεια χαρακτηρίζεται από ένα διετή κύκλο παραγωγής, έντονη παρενιαυτοφορία του δέντρου της ελιάς. 11
Χ 1 = ανοχή Χ 3 = ευθύγραµµη σχέση D b = όριο ζηµιάς Χ 2 = αντιστάθµιση Χ 4 = απευαισθητοποίηση φυτού Χ 2α = υπεραντιστάθµιση Χ 5 = εγγενής έλλειψη περαιτέρω ζηµίας ιάγραµµα 1.6: Γενική µορφή της καµπύλης πυκνότητας πληθυσµού του εντόµου / απόδοσης του φυτού. Μετά από σχετική άδεια, από Peligo et al.1986, Annual Review of Entomology. Από το διάγραµµα διαπιστώνεται ότι µε αύξηση της πυκνότητας πληθυσµού του εντόµου(χ 2 ) η εσοδεία µειώνεται, αλλά όχι απότοµα, εξαιτίας της ικανότητας του φυτού να αντισταθµίζει, αναπληρώνει, ένα µέρος της ζηµιάς χωρίς αυτό να οφείλεται σε ανθεκτικότητα του. Το ελαιόδενδρο µπορεί να αναπληρώσει το 10% των πεσµένων πριν τον Αύγουστο καρπών ενώ η αναπλήρωση αυτή µειώνεται για τους καρπούς που πέφτουν από τον Σεπτέµβριο και µετέπειτα (Neuenschwander et al. 1980). Η ποιοτική ζηµιά αναφέρεται στην ποιοτική υποβάθµιση τόσο του ελαιόλαδου, η οποία οφείλεται στην αύξηση της οξύτητας και στην αλλοίωση των οργανοληπτικών του ιδιοτήτων, όσο και των βρώσιµων ελιών, λόγω της µείωσης της εµπορικής αξίας τους µέχρι και της ακαταλληλότητάς τους για διάθεση στην αγορά. Είναι ευρέως γνωστό ότι οι προσβεβληµένες από τον δάκο ελιές παράγουν λάδι αυξηµένης οξύτητας και ότι όσο το ποσοστό της δακοπροσβολής αυξάνει τόσο αυξάνει και η οξύτητα του παραγόµενου ελαιόλαδου. Ειδικότερα έχει βρεθεί ότι ο λογάριθµος της οξύτητας του ελαιόλαδου αυξάνεται ανάλογα µε τον αριθµό των οπών εξόδου του δάκου από τον ελαιόκαρπο. Σε καρπούς µε οπές εξόδου η οξύτητα του ελαιόλαδου αυξάνεται, ανάλογα µε την ποικιλία, από 2 µέχρι 4 φορές σε σχέση µε τους καρπούς που δεν φέρουν οπές εξόδου. (Michelakis, S.and P.Neuenschwander, 1983). 12
Επίσης οι οπές εξόδου του δάκου στον ελαιόκαρπο ευνοούν και την οξείδωση (τάγγισµα) του ελαιόλαδου λόγω της έκθεσής του στον ατµοσφαιρικό αέρα. Ακόµη η έντονη δακοπροσβολή προκαλεί και υποβάθµιση στα οργανοληπτικά χαρακτηριστικά του ελαιόλαδου, εξαιτίας των προνυµφών του εντόµου που υπάρχουν µέσα στον ελαιόκαρπο και οι οποίες αλέθονται µαζί του στο ελαιοτριβείο, προκαλώντας το αποκαλούµενο «wormy smell» (Ζιώγας 1996). Οικονοµική ζηµιά ( economic threshold ) Οι Metcalf and Luckmann (1975) κατέταξαν τα φυτοφάγα έντοµα στις παρακάτω τέσσερις κατηγορίες, µε βάση τη σχέση του ορίου ανεκτής πυκνότητας 2 (ΟΑΠ) προς τη γενική θέση ισορροπίας (ΓΘΙ) του πληθυσµού τους σε συγκεκριµένη περιοχή. Η κατάταξη στηρίζεται στο πόσο συχνά ένα έντοµο προκαλεί «οικονοµική ζηµιά» εννοώντας στην περίπτωση αυτή, την ποσότητα βλάβης ή το µέγεθος εκείνο της ζηµιάς που δικαιολογεί καταπολέµηση. 1. Σοβαροί εχθροί : Το ΟΑΠ βρίσκεται κάτω από την ΓΘΙ. Χρειάζονται τακτικές επεµβάσεις (καταπολεµήσεις), για να είναι δυνατή η παραγωγή εµπορεύσιµου προϊόντος. 2. Χρόνιοι εχθροί : Το ΟΑΠ τους, βρίσκεται λίγο πάνω από την ΓΘΙ. Χρειάζεται καταπολέµηση κάθε φορά που ο κυµαινόµενος πληθυσµός τους πάρει ανοδική πορεία. 3. Περιστασιακοί εχθροί : Το ΟΑΠ τους, βρίσκεται κατά κανόνα πολύ πάνω από την ΓΘΙ. Χρειάζεται καταπολέµηση µόνο αν ασυνήθιστες καιρικές συνθήκες ή κακή χρήση γεωργικών φαρµάκων προκαλέσουν έξαρση του πληθυσµού τους. 4. Αβλαβή είδη : εν έχει διαπιστωθεί να προκαλούν οικονοµική ζηµιά στην συγκεκριµένη καλλιέργεια. Στην Εικ.1.7 (De Wilde 1975) φαίνονται οι υποθετικές διακυµάνσεις της πυκνότητας πληθυσµού ενός εντόµου µε το χρόνο, η γενική θέση ισορροπίας και η σηµασία του ως εχθρού ενός φυτού µε τρία διαφορετικά όρια ανεκτής πυκνότητας. 2 Όριο Ανεκτής Πυκνότητας: η ελάχιστη πυκνότητα πληθυσµού που προκαλεί «οικονοµική ζηµιά». 13
Εικ.1.7: Υποθετική καµπύλη πυκνότητας πληθυσµού ενός εντόµου µε το χρόνο, γενική θέση ισορροπίας(γθι), και τρεις περιπτώσεις µε διαφορετικά όρια ανεκτής πυκνότητας(οαπ) και αντίστοιχες πυκνότητες επέµβασης(πε) 3. Στην πρώτη περίπτωση (κάτω) το έντοµο είναι εχθρός µόνιµα, στη δεύτερη (µεσαία) περιοδικά, και στην Τρίτη (άνω) δεν αποτελεί εχθρό του φυτού ούτε και όταν η πυκνότητα πληθυσµού του φθάνει στο µέγιστό της. Από De Wilde(1975), µε την άδεια της Royal Swedish Academy of Sciences, Stockholm. Στην περίπτωση 1 το έντοµο είναι σοβαρός εχθρός και στην κατηγορία αυτή ανήκει και ο δάκος της ελιάς. Απαιτεί καταπολέµηση, αφού η πυκνότητα πληθυσµού του συνήθως ξεπερνά το όριο ανεκτής πυκνότητας, µια ή περισσότερες φορές κατά τη διάρκεια µιας καλλιεργητικής περιόδου. Στην περίπτωση 2 είναι χρόνιος εχθρός και στην περίπτωση 3 δεν είναι εχθρός. Έρευνα που πραγµατοποιήθηκε στην Κέρκυρα για το δάκο της ελιάς (Καπάτος & Fletcher 1983) έδειξε ότι για τον υπολογισµό του επιπέδου οικονοµικής ζηµίας σε προσβολές Σεπτεµβρίου-Οκτωβρίου (2 η και 3 η γενεά) θα πρέπει να λαµβάνονται υπόψη ένας αριθµός παραµέτρων όπως : αριθµός προσβεβληµένων καρπών (β), δυνατή παραγωγή λαδιού ανά καρπό (f), ποσοστό του καρπού που καταναλίσκεται ανά προνύµφη (c), ποσοστό των προσβεβληµένων καρπών που θα πέσει από το δένδρο πριν από τη συγκοµιδή (Pd), πιθανότητα να επιβιώσει ένα άτοµο εντόµου από το αυγό µέχρι το τρίτο προνυµφικό στάδιο (s). Έτσι το κόστος καταπολέµησης (D) υπολογίζεται ως : D = β.f.s.pd + βf s(1-pd)c Υπολογίστηκε επίσης το επίπεδο οικονοµικής ζηµίας µε βάση τον µέσο αριθµό των συλλαµβανοµένων θηλυκών ατόµων δάκου ανά εβδοµάδα και ανά παγίδα Mc Phail, για 3 Πυκνότητα επέµβασης: η πυκνότητα ενός ανερχόµενου πληθυσµού στην οποία πρέπει να επέµβουµε, χωρίς καθυστέρηση, για να µην ξεπεράσει ο πληθυσµός το όριο ανεκτής πυκνότητας 14
δολωµατικούς αεροψεκασµούς που εφαρµόζονται τον Σεπτέµβριο και Οκτώβριο. Το όριο ανεκτής πυκνότητας ποικίλλει ανάλογα µε την περίοδο προσβολής και το βαθµό καρποφορίας των ελαιοδένδρων. 1.2.5 Μέθοδοι καταπολέµησης Χηµική καταπολέµηση Η χηµική καταπολέµηση παραµένει ακόµα και σήµερα η βασική και πιο αποτελεσµατική µέθοδος καταπολέµηση του δάκου παρά την εκτεταµένη έρευνα που έλαβε χώρα κατά την διάρκεια της πολύχρονής εφαρµογή της σε πολλές χώρες και περισσότερο στην χώρα µας για την αντικατάστασή της µε άλλη µέθοδο που να είναι πιο φιλική προς το περιβάλλον και τον άνθρωπο. H χηµική καταπολέµηση του δάκου εφαρµόζεται µε δυο µεθόδους: α) Θεραπευτική µέθοδος Η θεραπευτική µέθοδος συνίσταται στην εφαρµογή ψεκασµών πλήρους κάλυψης των ελαιοδέντρων µέχρις απορροής από το έδαφος µε ένα κατάλληλο οργανοφωσφορικό εντοµοκτόνο (fenthion & dimethoate) στη δόση 0,03 % σε δραστική ουσία. Υπολογίζεται ότι η ποσότητα του ψεκαστικού υγρού που απαιτείται ανά δέντρο είναι 15 λίτρα περίπου, δηλαδή ψεκάζονται 150 λίτρα διαλύµατος ανά στρέµµα που αντιστοιχεί σε 45 γραµµάρια δραστικής ουσίας ανά στρέµµα (Katsoyannos, P. 1992). Σκοπός της θεραπευτικής µεθόδου είναι η θανάτωση τόσο των ακµαίων εντόµων που κυκλοφορούν στον ελαιώνα, όσο και των διαφόρων σταδίων της προνύµφης που βρίσκονται µέσα στον ελαιόκαρπο. Με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνεται η θεραπεία τόσο της γόνιµης δακοπροσβολής που έχει εκδηλωθεί όσο και εκείνης που θα εκδηλωνόταν µέσα σε ορισµένο χρονικό διάστηµα µετά τους ψεκασµούς. Ο χρόνος εφαρµογής των ψεκασµών κάλυψης καθορίζεται από το ποσοστό γόνιµης δακοπροσβολής του ελαιοκάρπου. Το επίπεδο οικονοµικής ζηµιάς πάνω από το οποίο επιβάλλεται η εφαρµογή ψεκασµών κάλυψης αντιστοιχεί µε το ποσοστό 5% προσβεβληµένων καρπών (γόνιµη δακοπροσβολή) για τις ελαιοποιήσιµες ελιές και 2% για τις βρώσιµες ελιές. Η µέθοδος στηρίζεται στην εφαρµογή δύο συνήθως ψεκασµών κατά τους µήνες Σεπτέµβριο και Οκτώβριο. Προκειµένου για πρώιµες προσβολές ή βρώσιµες ελιές µπορεί να γίνει ακόµη ένας ψεκασµός το καλοκαίρι. 15
Προκειµένου να αποφευχθεί η παρουσία υπολειµµάτων φυτοφαρµάκων στις ελιές και το ελαιόλαδο πάνω από τα ανεκτά όρια, πρέπει να τηρούνται τα καθορισµένα ελάχιστα χρονικά όρια µεταξύ τελευταίας επεµβάσεως και συγκοµιδής που σύµφωνα µε τις εγκρίσεις κυκλοφορίας των σχετικών εντοµοκτόνων σκευασµάτων, είναι 20 µέρες για το fenthion και 15 µέρες για το dimethoate. Τα ανώτερα ανεκτά όρια υπολειµµάτων (MRL S ) στο ελαιόλαδο και τις ελιές των χρησιµοποιούµενων οργανοφωσφορικών εντοµοκτόνων έχουν καθοριστεί, για το fenthion (συµπεριλαµβανοµένων και των µεταβολιτών του εκφρασµένων σε fenthion ) σε 1mg/kg και για το dimethoate σε 0,4mg/kg ελαιόλαδου. β) Προληπτική (δολωµατική) µέθοδος Η προληπτική µέθοδος συνίσταται στην εφαρµογή, από το έδαφος ή τον αέρα, ψεκασµών µε δηλητηριώδη δολώµατα που περιέχουν µια ελκυστική ουσία δάκου και ένα εντοµοκτόνο. Σκοπός των δολωµατικών ψεκασµών είναι η προσέλκυση και θανάτωση των ακµαίων του δάκου πριν αρχίσει η εναπόθεση των αυγών στον ελαιόκαρπο. Με τον τρόπο αυτό ανακόπτεται η αναπαραγωγική εξέλιξη του εντόµου και κατά συνέπεια αποφεύγεται η προσβολή του ελαιοκάρπου. Η µεγάλη οικονοµική σηµασία που είχε και συνεχίζει να έχει η ελαιοπαραγωγή για τη χώρα µας συναρτήσει της µέγιστης ζηµιάς που µπορεί να προκαλέσει ο δάκος στην ετήσια παραγωγή, συνηγορεί στην ανάγκη εφαρµογής της προγραµµατισµένης συλλογικής δολωµατικής καταπολέµησης του δάκου. Τέτοιο πρόγραµµα εφαρµόζεται από το Υπουργείο Γεωργίας κάθε χρόνο σε εθνικό επίπεδο για πολλές δεκαετίες, περιορίζοντας τη ζηµιά στο 5%περίπου (Economopulos, A.P. 1977). Το κόστος του προγράµµατος αναλαµβάνει το Υπουργείο Γεωργίας, ενώ ένα µέρος προέρχεται από την εισφορά δακοκτονίας (α.ν.112/1967, όπως τροποποιήθηκε µε το ν.1402/1983) που πληρώνουν οι ελαιοπαραγωγοί και η οποία ορίζεται σε ποσοστό 2% επί της τιµής συγκέντρωσης (παρέµβασης) του κοινού παρθένου ελαιόλαδου ποιοτικής κατηγορίας SEMI-FINE ή CURANTE (οξύτητας 2-3,3%) (Ζιώγας 1996). Παρακάτω δίνεται ένας πίνακας µε στοιχεία πενταετίας για τη νήσο Λέσβο, όπου αναφέρονται οι παραγωγές, οι ψεκασµοί που έχουν διενεργηθεί, το κόστος του προγράµµατος καταπολέµησης και η προκύπτουσα ωφέλεια (Υπουργείο Γεωργίας, 2000). Θα πρέπει να αναφερθεί ότι το κόστος ανάρτησης και αλλαγής των παγίδων κατά τη διάρκεια διεξαγωγής του προγράµµατος ανέρχεται στο 10%, κατά µέσο όρο ανά χρονιά, του συνολικού κόστους των ηµεροµισθίων που πραγµατοποιούνται στο πλαίσιο του προγράµµατος δακοκτονίας ( /νση Γεωργίας Λέσβου). 16
Περίοδος Παραγωγή σε tn Αριθµός ψεκασµών το έτος απάνη Προγράµµατος ρχ Προκύπτουσα Ωφέλεια ρχ 1993 4800 3,5 474.000.000 1.300.000.000 1994 25000 3,6 608.000.000 7.500.000.000 1995 8000 4 809.000.000 6.400.000.000 1996 34000 2,5 660.000.000 9.500.000.000 1997 6500 4 841.000.000 2.350.000.000 Κατά την δεκαετία του 60 µε το ν.δ.2413/1953, όπως τροποποιήθηκε µε το ν.δ. 2939/1954 και 3630/1956, ιδρύθηκαν και τέθηκαν σε λειτουργία τα Ταµεία Προστασίας Ελαιοπαραγωγής 4 µε σκοπό την ανάληψη της οργάνωσης και εφαρµογής του προγράµµατος της συλλογικής καταπολέµησης του δάκου στις ελαιοκοµικές περιοχές δικαιοδοσίας των αντίστοιχων ιευθύνσεων Γεωργίας. Για την εκτέλεση των εργασιών της καταπολέµησης του δάκου προσλαµβάνεται εποχιακό προσωπικό που για την περίπτωση της Λέσβου συνίσταται από: 28 Τοµεάρχες, Γεωπόνοι ή Τεχνολόγοι Γεωπονίας Φυτικής κατεύθυνσης και 177 Αρχιεργάτες, ως επικεφαλής των συνεργείων ψεκασµών. Κάθε συνεργείο απαρτίζεται, πλην του αρχιεργάτη, από 8 ψεκαστές, 2 µεταφορείς και ένα παρασκευαστή. Το όλο έργο συντονίζει ο ιευθυντής Γεωργίας, πλαισιωµένος από τρεις επόπτες. Το πρόγραµµα εφαρµόζεται σε όλο τον ελαιώνα της Λέσβου και διαρκεί από τέλος Ιουνίου µέχρι αρχές Νοεµβρίου. Μέσα Μαΐου αναρτώνται σε πρώιµες περιοχές της Λέσβου, δακοπαγίδες τύπου Mc Phail (Εικ.1.8) για την παρακολούθηση του ύψους και τη σύνθεση του δακοπληθυσµού, µε σκοπό τον καθορισµό της ηµεροµηνίας έναρξης του πρώτου γενικού δολωµατικού ψεκασµού. Προς τούτο λαµβάνεται ο συνδυασµός των εξής παραµέτρων: α) Η αριθµητική σχέση θηλυκών προς αρσενικά, η οποία πρέπει να είναι 1:1 και πάνω. β) Το στάδιο ανάπτυξης των θηλυκών από πλευράς γονιµότητας (ποσοστό γόνιµων θηλυκών 5% και πάνω). γ) Η έναρξη πήξης του πυρήνα του ελαιοκάρπου. Η γενική διαβροχή διαρκεί 8 ηµέρες. Τα εντοµοκτόνα που χρησιµοποιούνται είναι το fenthion και το dimethoate ενώ ως ελκυστικές ουσίες χρησιµοποιείται η dacona, dacus bait και άλλες. Η σύνθεση του ψεκαστικού υγρού έχει ως εξής: - Ελκυστική ουσία δάκου σε αναλογία 2% - Εντοµοκτόνο σε αναλογία 0,3% σε δραστική ουσία 4 Σύµφωνα µε το ν.δ.2218/1994 όλες οι αρµοδιότητες των Ταµείων Προστασίας Ελαιοπαραγωγής περιήλθαν στις κατά τόπους νοµαρχιακές αυτοδιοικήσεις. 17
Ο ψεκασµός γίνεται µε επινώτιους χειροκίνητους ψεκαστήρες. Τα δέντρα ψεκάζονται σε ποσοστό 30% µέχρι 50% (στα τρία δέντρα ψεκάζεται το ένα ή τα δύο) επί του συνόλου και σε ποσότητα 300gr ψεκαστικού υγρού ανά ψεκαζόµενο δέντρο. Σε έναν ελαιώνα 10 δέντρων στο στρέµµα εφαρµόζονται συνολικά 4,5 γραµµάρια περίπου δραστικής ουσίας, δηλαδή υποδεκαπλάσια ποσότητα σε σύγκριση µε τη θεραπευτική µέθοδο. Εικ.1.8 ακοπαγίδα γυάλινη τύπου Mc Phail. Αµέσως µετά την λήξη του πρώτου γενικού δολωµατικού ψεκασµού γίνεται ανάρτηση δακοπαγίδων σε ολόκληρο τον ελαιώνα και σε πυκνότητα µία παγίδα ανά 1000 δέντρα, µε σκοπό την παρακολούθηση του δακοπλυθυσµού. Το ελκυστικό υλικό της δακοπαγίδας είναι υδατικό διάλυµα θειικής αµµωνίας σε περιεκτικότητα 2%. Η αλλαγή του περιεχοµένου των παγίδων γίνεται ανά πενθήµερο (σε καθορισµένες ηµεροµηνίες), όπου ταυτόχρονα γίνεται και η καταµέτρηση των συλληφθέντων δάκων. Παράλληλα γίνονται δειγµατοληψίες καρπού, που αρχίζουν από τέλος Αυγούστου, µε σκοπό τον προσδιορισµό της µέσης δακοπροσβολής αλλά και των σταδίων εξέλιξης της αναµενόµενης γενεάς του δάκου. Μέχρι τέλος της περιόδου γίνονται τοπικοί ψεκασµοί (όπου κατά τη διάρκεια τους δεν πραγµατοποιείται αλλαγή παγίδων στις περιοχές που αυτοί πραγµατοποιούνται). Τα κριτήρια εφαρµογής τοπικών ψεκασµών είναι: - ο αριθµός δάκων ανά παγίδα - η επανάληψη δακοσυλλήψεων στην ίδια παγίδα - η σχέση θηλυκών προς αρσενικά - η γονιµότητα των θηλυκών - το στάδιο προσβολής των καρπών - οι κλιµατικές συνθήκες 18
Με συνδυασµό όλων των παραπάνω δεδοµένων αποφασίζεται η πραγµατοποίηση τοπικής διαβροχής µε σκοπό την οικονοµικότερη καταπολέµηση του εντόµου και την µείωση των επιπτώσεων από τα χρησιµοποιούµενα υλικά. Ο χρόνος εφαρµογής του τελευταίου δολωµατικού ψεκασµού καθορίζεται όπως και οι προηγούµενοι ψεκασµοί λαµβάνοντας όµως υπόψη και τα εξής: -Ο τελευταίος ψεκασµός πρέπει να εφαρµόζεται υποχρεωτικά, σύµφωνα µε τις εγκρίσεις κυκλοφορίας των σχετικών εντοµοκτόνων σκευασµάτων, τουλάχιστον 20 µέρες για το fenthion και 15 µέρες για το dimethoate πριν την έναρξη συλλογής του ελαιοκάρπου για λόγους αποφυγής υπολειµµάτων εντοµοκτόνου στο λάδι και τις βρώσιµες ελιές. Σηµειώνεται ότι σ όλους τους ψεκασµούς που πραγµατοποιούνται από το Σεπτέµβριο και µετά, χρησιµοποιείται αποκλειστικά το dimethoate γιατί είναι υδατοδιαλυτό και αποικοδοµείται γρήγορα, ενώ το fenthion είναι λιποδιαλυτό και δεν αποικοδοµείται γρήγορα στο λάδι και τις ελιές µε αποτέλεσµα να συσσωρεύονται υπολείµµατα του εντοµοκτόνου αυτού. - Η εφαρµογή του τελευταίου ψεκασµού µαταιώνεται α) όταν η θερµοκρασία πέσει κάτω από τους 15 0 C (µέσα Οκτωβρίου-µέσα Νοεµβρίου), οπότε και αναστέλλεται η εξέλιξη του πληθυσµού του εντόµου ή β) όταν παρατηρηθεί συρρίκνωση και γενικά πρόωρη ωρίµανση του καρπού δεδοµένου ότι ο ελαιόκαρπος αυτός δεν είναι επιδεκτικός προσβολής. Βιολογική καταπολέµηση Η βιολογική καταπολέµηση του δάκου προϋποθέτει την µελέτη και αξιολόγηση των ιθαγενών ωφέλιµων εντόµων. Τα ιθαγενή παράσιτα του δάκου στην χώρα µας είναι η κηκιδόµυγα Prolasioptera berlesiana, η οποία είναι εκτοπαράσιτο των αυγών του δάκου καθώς επίσης και τα υµενόπτερα Eupelmus urozonus, Pnigalio mediterraneus και Eupelmus martellii, τα οποία είναι εκτοπαράσιτα των προνυµφών του δάκου. Η σηµασία αυτών των παρασίτων στην βιολογική καταπολέµηση του δάκου δεν είναι µεγάλη, δεδοµένου ότι η δράση τους περιορίζεται χρονικά στη διάρκεια του καλοκαιριού, ενώ κατά το φθινόπωρο που παρατηρείται αύξηση δακοπληθυσµού, µειώνεται σηµαντικά ο πληθυσµός τους (Aramboug,Y.,1966). Για τον λόγο αυτό έγινε προσπάθεια εισαγωγής και εγκατάστασης εξωτικών φυσικών εχθρών µε σκοπό τη βιολογική καταπολέµηση του δάκου. Από τα παράσιτα που µελετήθηκαν τα πιο ενθαρρυντικά αποτελέσµατα έδωσε το ενδοπαράσιτο της προνύµφης του δάκου Opius concolor για το οποίο και αναπτύχθηκε εργαστηριακή µέθοδος παραγωγής του. 19
Μαζικές εξαπολύσεις του Opius concolor έδειξαν ότι το παράσιτο αυτό µπορεί γενικά να µειώσει τις ζηµιές του δάκου αλλά δεν µπορεί να διατηρήσει το επίπεδο προσβολής κάτω από το οικονοµικό όριο ζηµίας. Η εξαπόλυση του Opius concolor για την καταπολέµηση της ανοιξιάτικης γενεάς του δάκου φαίνεται να παρουσιάζει τις καλύτερες προοπτικές δράσης του παρασίτου αυτού σε περιοχές που παραµένει ποσότητα ελαιοκάρπου στα δέντρα µέχρι το Μάϊο και Ιούνιο όπως π.χ. στην Κρήτη και στην Κέρκυρα. Μια τέτοια εφαρµογή µπορεί να συµβάλλει στη µείωση του αρχικού δακοπληθυσµού και εποµένως της συνολικής προσβολής (Κapatos E. et al.1977). Πειράµατα βιολογικής καταπολέµησης του δάκου µε µαζικές απελευθερώσεις του Opius concolor έχουν γίνει σε όλες τις ελαιοπαραγωγικές χώρες. Στη Γιουγκοσλαβία, η χρήση του θεωρείται ιδιαίτερα ωφέλιµη παρά το υψηλό κόστος µαζικής παραγωγής του, διότι το παράσιτο µπορεί να εγκατασταθεί σε οπωρώνες κερασιάς γειτονικούς των ελαιώνων (Bznetic,D.,1988). Στην Ισπανία διαπιστώθηκε, ότι το παράσιτο είναι αποτελεσµατικό µόνο εναντίον της καλοκαιρινής γενεάς του δάκου και σε ένα πρόγραµµα ολοκληρωµένης καταπολέµησης, η χρήση του συµβάλλει στη µη διενέργεια χηµικών επεµβάσεων µέχρι το φθινόπωρο (Civantos Lopez-Vilalta,M.,1983). Βιοτεχνολογικές µέθοδοι καταπολέµησης α. Τεχνική στείρωση του δάκου Η µέθοδος αυτή συνίσταται στην εκτροφή και στείρωση αρσενικών ατόµων δάκου στο εργαστήριο µε ακτινοβολίες και εξαπόλυσή τους στον ελαιώνα. Στηρίζεται στη βασική αρχή ότι η αναπαραγωγική επαφή στείρου αρσενικού και ακµαίου φυσιολογικού θηλυκού οδηγεί σε στείρα ωοτοκία και κατά συνέπεια στην ελάττωση µέχρι τελείας εξαφάνισης του πληθυσµού κάτω από συνθήκες συνεχούς εξαπόλυσης στείρων αρσενικών και αποκλεισµού της εισόδου ακµαίων από άλλες περιοχές. Τα ικανοποιητικά αποτελέσµατα των πειραµάτων που έγιναν στο εργαστήριο δεν συνοδεύτηκαν από ανάλογα αποτελέσµατα στην πράξη (Economopoulos, A.P.,1981). Ακόµη και σε αποµονωµένες περιοχές όπου περιορίζεται η πιθανότητα επαναµόλυνσης, η µέθοδος αυτή δεν έδωσε τα αναµενόµενα αποτελέσµατα. Η δυσκολία εφαρµογής της µεθόδου οφείλονταν στις διαφορές που παρατηρήθηκαν στα φυσιολογικά χαρακτηριστικά και στην συµπεριφορά µεταξύ φυσικών και τεχνητά παραγόµενων ατόµων δάκου, όπως αναπαραγωγική ικανότητα, συναγωνισµός αρσενικών, ικανότητα πτήσης, µετακίνηση στον αγρό και παραγωγή φεροµόνης. 20
Εποµένως, οι µέθοδοι στείρωσης του δάκου δεν υπόσχονται ότι µπορούν να συµβάλλουν στην αντιµετώπιση του εχθρού αυτού της ελιάς (Ζιώγας 1996). β. Παρεµπόδιση συζεύξεων (mating disruption) Η µέθοδος αυτή αποσκοπεί στον κορεσµό του περιβάλλοντος του εντόµου µε συνθετική φεροµόνη 5 ώστε τα έντοµα που αντιδρούν (συνήθως αρσενικά) να µην µπορούν να επισηµάνουν την πηγή της φυσικής φεροµόνης (δηλαδή άτοµα του άλλου φύλου) και εποµένως να µη συζευγνύονται. Πειραµατικές εφαρµογές της µεθόδου αυτής δεν έδωσαν ικανοποιητικά αποτελέσµατα (Montiel Bueno, 1985) γ. Μαζική παγίδευση (mass trapping) Με την µέθοδο αυτή επιδιώκεται η σύλληψη όσο το δυνατόν µεγαλύτερου αριθµού ενηλίκων εντόµων, ώστε να µειωθεί ο πληθυσµός του εχθρού σε επίπεδα που δεν προκαλούν οικονοµική ζηµιά στην καλλιέργεια. H µέθοδος αυτή αξιοποιεί την ύπαρξη αποτελεσµατικών ελκυστικών τροφής, ελκυστικών φύλλου και οπτικών ελκυστικών για το δάκο. ιάφοροι τύποι παγίδων που χρησιµοποιούν ένα ή περισσότερα από τα ελκυστικά αυτά έχουν αναπτυχθεί και αξιολογηθεί στον αγρό για την καταπολέµηση του δάκου ως ακολούθως : κίτρινες κολλώδεις παγίδες (Economopoulos 1979), κίτρινες κολλώδεις παγίδες µε ελκυστικό τροφής (Economopoulos et al. 1986), κίτρινες κολλώδεις παγίδες µε ελκυστικό φύλου (Haniotakis et al. 1983), τοξικές κίτρινες παγίδες εµποτισµένες µε εντοµοκτόνο (Allen 1976), τοξικές κίτρινες παγίδες µε ελκυστικό φύλου και τροφής (Broumas et al.1985) και κολλώδεις φιάλες µε ελκυστικά τροφής (Zervas 1986). Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις, ο βαθµός προστασίας της παραγωγής που επιτεύχθηκε ποικίλλει και φαίνεται να εξαρτάται από ένα αριθµό παραµέτρων όπως: τύπο παγίδας, πυκνότητα και διάταξη των παγίδων στον ελαιώνα, ελκυστικά και µορφή σκευασµάτων τους, χρησιµοποιούµενο εντοµοκτόνο στις τοξικές παγίδες και µέθοδος εφαρµογής του, βαθµός αποµόνωσης του ελαιώνα, έκταση του προστατευόµενου ελαιώνα, τοπικές κλιµατικές συνθήκες (θερµοκρασία και σχετική υγρασία), βιολογικές συνθήκες (πυκνότητα πληθυσµού του εντόµου στον προστατευόµενο ελαιώνα, µέγεθος ελαιοδέντρου, ποικιλία, καρποφορία), καλλιεργητικές φροντίδες (άρδευση, κλάδεµα, λίπανση) και αριθµός ετών εφαρµογής της µεθόδου στον ελαιώνα. Σε περιπτώσεις µικρής αποτελεσµατικότητας της µεθόδου, 5 Φεροµόνες είναι ουσίες που παράγονται από έντοµα ή άλλα ζώα, ελευθερώνονται στην επιφάνεια του σώµατός τους ή στο περιβάλλον και προκαλούν χαρακτηριστικές αντιδράσεις συµπεριφοράς ή φυσιολογίας σε άλλα άτοµα του ίδιου κατά κανόνα είδους. 21
αναφέρεται ότι απαιτήθηκαν συµπληρωµατικά µέτρα για επαρκή προστασία της παραγωγής όπως αύξηση της πυκνότητας των παγίδων ή δολωµατικοί ψεκασµοί. Στα µειονεκτήµατα της µεθόδου της µαζικής παγίδευσης περιλαµβάνεται η εξάρτηση της από το βαθµό αποµόνωσης ή την έκταση του προστατευόµενου ελαιώνα. Τα καλύτερα αποτελέσµατα επιτυγχάνονται σε αποµονωµένες περιοχές, µικρής σχετικά έκτασης ελαιώνων και υπό κλιµατικές συνθήκες που περιορίζουν µερικώς την πληθυσµιακή ανάπτυξη του εντόµου (περιοχές µειωµένης σχετικής υγρασίας), όπως προκύπτει από αξιόλογες έρευνες (Haniotakis 1986). Το κόστος της µεθόδου µαζικής παγίδευσης σε κανονικούς ελαιώνες, όπου απαιτείται µια πυκνότητα παγίδων 1 παγίδα ανά 2 δέντρα και µη εφαρµογή συµπληρωµατικών δολωµατικών ψεκασµών, είναι σήµερα περίπου 30% υψηλότερο από ότι η µέθοδος δολωµατικού ψεκασµού. Με την επέκταση εφαρµογής της µεθόδου όµως και τη µαζική παραγωγή των χρησιµοποιούµενων υλικών, κυρίως παγίδων, αναµένεται µείωση του κόστους της µεθόδου (Μπρούµας Θ.). Ολοκληρωµένη καταπολέµηση Η ολοκληρωµένη καταπολέµηση αντιπροσωπεύει µια σύγχρονη ιδέα φυτοπροστασίας που αναφέρεται στο συνδυασµό όλων των παραγόντων και όλων των µεθόδων για διατήρηση των πληθυσµών των φυτοφάγων ειδών σε µια πυκνότητα κατώτερη από εκείνη που προκαλεί οικονοµική ζηµιά, στο πλαίσιο του σεβασµού των οικολογικών, τοξικολογικών και οικονοµικών αρχών. Η σωστή εφαρµογή της ολοκληρωµένης καταπολέµησης προϋποθέτει τη γνώση: - της βιοκοινωνίας του αγροοικοσυστήµατος, ιδιαίτερα της πανίδας αρθροπόδων - των µεθόδων παρακολούθησης των πληθυσµών των διαφόρων εχθρών της καλλιέργειας - του είδους της ζηµιάς και του επιπέδου οικονοµικής ζηµιάς για κάθε εχθρό - των µέσων και µεθόδων αντιµετώπισης των πληθυσµών των εχθρών (βιολογικών, βιοτεχνικών, χηµικών κ.α.) Ο πίνακας 1.9 παρουσιάζει µια γενική στρατηγική ολοκληρωµένης καταπολέµησης που θα µπορούσε να εφαρµοστεί εναντίων του δάκου της ελιάς (Μπρούµας Θ., 2002). Η αντιµετώπισή του βασίζεται σε βιολογικές (απελευθερώσεις Opius concolor) και βιοτεχνικές (µαζική παγίδευση) µεθόδους. Σε περίπτωση κατά την οποία δεν επιτυγχάνεται έλεγχος του πληθυσµού του εχθρού µε τις µεθόδους αυτές τότε απαιτούνται συµπληρωµατικές (συνήθως χηµικές) επεµβάσεις. 22
Πίνακας 1.9: Συνιστώµενα µέτρα εφαρµογής προγράµµατος ολοκληρωµένης καταπολέµησης του δάκου της ελιάς. ΕΠΟΧΗ Παρακολούθηση Κύριες επεµβάσεις Συµπληρωµατικές επεµβάσεις ΧΕΙΜΩΝΑΣ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΑΝΟΙΞΗ Φεροµονικές παγίδες για ανίχνευση Κίτρινες παγίδες για εκτίµηση πληθυσµού παρασίτων Φεροµονικές παγίδες για προσδιορισµό χρόνου αναπαραγωγικής δραστηριότητας Μc Phail παγίδες για ανίχνευση Κίτρινες παγίδες για εκτίµηση παρασίτων Μέγεθος καρπού για εκτίµηση χρόνου επιδεκτικότητας ειγµατοληψία καρπού και εξέταση Φεροµονικές παγίδες για ανίχνευση Μc Phail παγίδες για δολωµατικούς ψεκασµούς Κίτρινες παγίδες για εκτίµηση παρασίτων ειγµατοληψία καρπού και εξέταση ειγµατοληψία καρπού Απελευθερώσεις Opius concolor, στις περιπτώσεις ύπαρξης µη συγκοµισθέντων καρπών επί των ελαιοδένδρων προσβεβληµένων από το δάκο Παγίδες σε ορισµένα δένδρα του ελαιώνα πρώιµης άνθησης µε µεγάλο µέγεθος καρπού που προσβάλλεται από το δάκο νωρίς το καλοκαίρι Απελευθερώσεις Ο.concolor. πρώτα στα παραπάνω δένδρα και µετά στα άλλα Μαζική παγίδευση µε παγίδες που συνδυάζουν ελκυστικά φύλλου και τροφής Μαζική παγίδευση Συγκοµιδή ελαιοκάρπου όσο το δυνατόν νωρίτερα, συλλέγοντας όλους τους καρπούς Ψεκασµός κάλυψης σε δένδρα πρώιµων προσβολών πριν οι καρποί των άλλων δένδρων γίνουν επιδεκτικοί ωοτοκίας του δάκου ολωµατικός ψεκασµός από εδάφους κατά το χρόνο αναπαραγωγικής δραστηριότητας του δάκουκαι πριν οι καρποί γίνουν επιδεκτικοί, σε περιπτώσεις υψηλών πληθυσµών ολωµατικός ψεκασµός σε περιπτώσεις υψηλών πληθυσµών Συλλογή καρπών αγριελιάς στην περιοχή Στις περιοχές που ο δάκος έχει την δυνατότητα να αναπτύξει µια ανοιξιάτικη γενεά επί µη συγκοµισθέντων καρπών των ελαιοδέντρων από το προηγούµενο έτος, τότε η βιολογική µέθοδος µε συνεχείς απελευθερώσεις την άνοιξη εκτρεφοµένων παρασίτων Opius concolor µπορεί να αποβεί χρήσιµη τόσο για την µείωση του πληθυσµού προνυµφών του δάκου όσο 23