8. Υπερηωσινοφιλικό σύνδρομο

Σχετικά έγγραφα
9. Ενδογενείς ηωσινοφιλίες Νοσήματα με ηωσινοφιλία που ευθύνονται τα ίδια τα ηωσινόφιλα

13. Ηωσινόφιλο κύτταρο στα επιχρίσματα περιφερικού αίματος και μυελού των οστών

7. Αιματολογικά νοσήματα που συνοδεύονται από ηωσινοφιλία

Νόρα Βύνιου Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Αιματολογίας ΜΥΕΛΟΫΠΕΡΠΛΑΣΤΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ

Οξεία μυελογενής λευχαιμία

Σύνοψη της προσέγγισης ασθενούς με πανκυτταροπενία. Ιατρικό Τμήμα Πανεπιστημίου Πατρών Απαρτιωμένη διδασκαλία στην Αιματολογία Αργύρης Συμεωνίδης

ΚΛΙΝΙΚΗ ΚΑΙ ΔΙΑΓΝΩΣΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΑΣΘΕΝΟΥΣ ΜΕ ΗΩΣΙΝΟΦΙΛΙΑ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ ΑΝΟΙΚΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ

-Αναστολή της οργανικής σύνδεσης του ιωδίου που προσλαμβάνεται από το θυρεοειδή αδένα -Ανοσοκατασταλτική δράση με αποτέλεσμα τη μείωση της παραγωγής

Αλλογενής Μεταµόσχευση Αρχέγονων Αιµοποιητικών Κυττάρων:βασικές αρχές, ενδείξεις και διαδικασία. Επιλεγόµενο Μάθηµα Αιµατολογίας

Οικογενησ Μεσογειακοσ Πυρετοσ

ΟΞΕΙΑ ΛΕΥΧΑΙΜΙΑ Θεραπευτικές Εξελίξεις Χ. ΜΑΤΣΟΥΚΑ Ε. ΤΡΑΙΤΣΕ 31/03/2018

ΚΟΛΕΤΣΑ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΑ Λέκτορας Εργαστήριο Γενικής Παθολογίας και Παθολογικής Ανατομικής, ΑΠΘ

ΛΕΜΦΩΜΑ ΗΟDGKIN. Αλεξάνδρα Κουράκλη-Συμεωνίδου Απαρτιωμένη διδασκαλία 2015

ΑΡΙΆΔΝΗ ΟΜΆΔΑ ΥΠΟΣΤΉΡΙΞΗΣ ΑΣΘΕΝΏΝ ΜΕ ΧΛΛ. Εισαγωγή στην αιματολογία

Τι είναι το Πολλαπλούν Μυέλωμα και σε τί διαφέρει από τους άλλους Αιματολογικούς καρκίνους

Διαγνωστική προσέγγιση ασθενούς με ποσοτικές διαταραχές αιμοπεταλίων- Θρομβοκυττάρωση

Γράφει: Μιλτιάδης Μαρκάτος, Πνευμονολόγος

Συχνότητα. Άντρες Γυναίκες 5 1. Νεαρής και μέσης ηλικίας

Σπανια Νεανικη Πρωτοπαθης Συστηματικη Αγγειιτιδα

Μήπως έχω Σκληρόδερµα;

Αρχική εμπειρία από την χορήγηση anakinra σε δέκα ενήλικες ασθενείς με ανθεκτική ιδιοπαθή υποτροπιάζουσα περικαρδίτιδα

ITP Ιδιοπαθής/ αυτοάνοση θρομβοπενική πορφύρα

1. Το ηωσινόφιλο κύτταρο

ΕΙΔΙΚΗ ΠΑΘΟΛΟΓΙΚΗ ΑΝΑΤΟΜΙΚΗ

ΜΙΚΡΟΒΙΟΛΟΓΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Π.Γ.Ν.Θ.ΑΧΕΠΑ ΙΑΤΡΟΣ ΒΙΟΠΑΘΟΛΟΓΟΣ ΑΡΤΕΜΙΣ ΚΟΛΥΝΟΥ

ΠΝΕΥΜΟΝΙΚΗ ΑΓΓΕΙΪΤΙΣ ΚΑΙ ΚΟΚΚΙΩΜΑΤΩΣΗ

οµή Ανοσιακού Συστήµατος Ελένη Φωτιάδου-Παππά Τµήµα Ανοσολογίας Γ.Ν. Νίκαιας-Πειραιά

Β ΟΞΕΙΑ ΛΕΜΦΟΒΛΑΣΤΙΚΗ ΛΕΥΧΑΙΜΙΑ (B ΟΛΛ) ΕΛΑΧΙΣΤΗ ΥΠΟΛΕΙΜΜΑΤΙΚΗ ΝΟΣΟΣ (MRD)

Συστηματικός ερυθηματώδης λύκος: το πρότυπο των αυτόάνοσων ρευματικών νοσημάτων

ΚΥΤΤΑΡΙΚΕΣ ΑΝΟΣΟΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ: Ενεργοποίηση των Τ κυττάρων από τους µικροοργανισµούς. Οι φάσεις των Τ κυτταρικών απαντήσεων

ΜΥΕΛΟΔΥΣΠΛΑΣΤΙΚΟ ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΜΕ ΑΥΤΟΑΝΟΣΕΣ ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ

Χρόνια φλεγμονή. Βαλεντίνη Τζιούφα-Ασημακοπούλου. Νοέμβριος 2018

ΠΑΡΟΞΥΣΜΙΚΗ ΝΥΚΤΕΡΙΝΗ ΑΙΜΟΣΦΑΙΡΙΝΟΥΡΙΑ (PNH) Αχιλλέας Θ. Καραμούτσιος Μονάδα Μοριακής Βιολογίας, Αιματολογικό Εργαστήριο ΠΓΝ Ιωαννίνων

Διάγνωση Λευχαιµίας Το λευχαιµικό κύτταρο. Επιλεγόµενο Μάθηµα Αιµατολογίας

Ουδετεροφιλική φλεγμονή στο άσθμα. Νικολέττα Ροβίνα Επιμελήτρια Β Α Πανεπιστημιακή Πνευμονολογική Κλινική Νοσ/μείο «η Σωτηρία»

Η ΝΕΑ ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ ΤΗΣ WHO

Γνωριμία με τα αυτοάνοσα ρευματικά νοσήματα

Acute promyelocy-c leukemia: where did we start, where are we now and the future

ΑΝΟΣΟΚΑΤΑΣΤΑΛΤΙΚΑ ΣΧΗΜΑΤΑ ΣΤΗ ΜΕΤΑΜΟΣΧΕΥΣΗ ΝΕΦΡΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Σ. ΓΟΥΜΕΝΟΣ

Αντιφωσφολιπιδικό Σύνδρομο

Η Κυτταρογενετική στις αιματολογικές κακοήθειες

Simponi (γολιμουμάμπη)

3. Με ποιο άλλο σύστημα είναι συνδεδεμένο το κυκλοφορικό σύστημα;

Ιδιαίτερες νοσολογικές οντότητες στα λεμφώματα υψηλού βαθμού κακοηθείας

CAR-T CELLS ΣΤΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΗΣ ΛΕΥΧAIΜΙΑΣ

Διαγνωστική προσπέλαση και διαφορική διάγνωση ασθενών με σπληνομεγαλία

ΑΣΘΕΝΗΣ ΜΕ ΠΑΓΚΥΤΤΑΡΟΠΕΝΙΑ ΚΑΙ ΠΥΡΕΤΟ. Απαρτιωμένη διδασκαλία στην Αιματολογία 2014

ΟΡΓΑΝΑ ΤΟΥ ΑΝΟΣΟΠΟΙΗΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ

Ο φυσιολογικός μυελός των οστών. Κατερίνα Ψαρρά Τμήμα Ανοσολογίας - Ιστοσυμβατότητας Γ.Ν.Α. "Ο Ευαγγελισμός"

Ενδείξεις μέτρησης εκπνεομένου NO στα παιδιά

Νεανική σπονδυλοαρθρίτιδα/αρθρίτιδα που σχετίζεται με ενθεσίτιδα (jspa/era)

Φυσιολογικές λειτουργίες κυττάρων αίματος Κλινική και εργαστηριακή αξιολόγηση αιματολογικών παθήσεων. Μαθήματα Παθοφυσιολογίας

ΠΡΟΔΡΟΜΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ

Μορφολογία κυττάρων αίματος-ομάδες αίματος Παναγούλιας Ιωάννης, MSc,PhD

Το Simponi είναι αντιφλεγμονώδες φάρμακο. Χορηγείται για τη θεραπεία των ακόλουθων νόσων:

Άσκηση και Καρδιοπάθειες

Θρομβωτική μικροαγγειοπάθεια στα αυτοάνοσα νοσήματα

Οργανωτική Επιτροπή. Eπιστηµονική Επιτροπή. Με πολλή εκτίμηση, Νόρα Βύνιου. Ν. Γιαννακοπούλου Π. Διαμαντόπουλος Κ. Ζερβάκης Ν.

Παράρτημα IV. Επιστημονικά πορίσματα

Dr ΣΑΡΡΗΣ Ι. - αµ. επ. καθηγ. ΑΒΡΑΜΙ ΗΣ Α. ενδοκρινολόγοι. gr

Αυτόλογη μεταμόσχευση αιμοποιητικών κυττάρων Λίγκα Μαρία

Το Humira είναι φάρμακο που δρα στο ανοσοποιητικό σύστημα και χρησιμοποιείται για τη θεραπεία των ακόλουθων παθήσεων:

ΕΙΔΙΚΗ ΠΑΘΟΛΟΓΙΑ ΟΥΡΟΠΟΙΗΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ. Λ. Αθανασίου Παθολογική Κλινική, Τμήμα Κτηνιατρικής Πανεπιστημίου Θεσσαλίας

Γενική αίµατος. Καταµέτρηση των έµµορφων στοιχείων του αίµατος

ΙΦΝΕ (ΕΚ, ν.crohn, απροσδιόριστη) Συνήθεις λοιμώδεις, παρατεταμένες συστηματικές, αφροδισιακές-παρασιτικές, ιογενείς λοιμώξεις Φάρμακα και τοξίνες

Συστηματική ανασκόπηση όλων των δημοσιευμένων περιπτώσεων χορήγησης Anakinra σε ασθενείς με ανθεκτική ιδιοπαθή υποτροπιάζουσα περικαρδίτιδα

Πανελλήνια Σεμινάρια Ομάδων Εργασίας 2019 ΤΧΗΣ (ΥΝ) ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΔΟΥ ΜΑΡΙΑ ΑΙΜΟΔΥΝΑΜΙΚΟ ΕΡΓΑΣΤΡΙΟ 424 ΓΣΝΕ

ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΑΣΘΕΝΕΙΩΝ ΠΟΥ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ

Χρόνια μυελογενής λευχαιμία

Λίγα λόγια για τις αιματολογικές νεοπλασίες

ΣΤΕΦΑΝΙΑΙΑ ΝΟΣΟΣ - ΑΘΗΡΟΣΚΛΗΡΩΣΗ

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟ ΕΡΕΥΝΑΣ ΜΥΟΚΑΡ ΙΑΚΗ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ ΜΕΤΑ ΤΟ ΕΜΦΡΑΓΜΑ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΟΜΑ Α

Αξιολόγηση και θεραπεία Από τα πρωτόκολλα των SOS Ιατρών Επιμέλεια Γεώργιος Θεοχάρης

Ασθενής άρρεν 67 ετών προσήλθε λόγω ρινορραγίας από 4ημέρου, ενός επεισοδίου μέλαινας κένωσης προ 8ώρου, με συνοδό αδυναμία και καταβολή.

ΕΝΕΡΓΕΙΣ ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΜΕΛΕΤΕΣ ΑΙΜΑΤΟΛΟΓΙΚΩΝ ΤΜΗΜΑΤΩΝ

ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΑ ΑΝΑΠΝΕΥΣΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΑΙΜΑΤΟΣ KAI ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΝΟΣΟΛΟΓΙΑΣ

Ιατρείο Συγγενών Καρδιοπαθειών Ενηλίκων Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο ΑΤΤΙΚΟΝ

Η Μαγνητική Τομογραφία της καρδιάς στην διάγνωση της αμυλοείδωσης

ΑΡΧΕΓΟΝΑ ΜΠΑΤΣΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ

1 Νεφρολογική κλινική Α.Π.Θ., Ιπποκράτειο Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης. 2 Τμήμα Ανοσολογίας και Ιστοσυμβατότητας, Ιπποκράτειο Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης

ΑΠΛΑΣΤΙΚΗ ΑΝΑΙΜΙΑ 1 ΑΠΛΑΣΤΙΚΗ ΑΝΑΙΜΙΑ ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΟ ΦΥΛΛΑΔΙΟ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΣΘΕΝΕΙΣ. Έκδοση του IΔPYMAΤΟΣ EΛΛHNIKHΣ AIMATOΛOΓIKHΣ ETAIPEIAΣ

Πόσο νωρίς ξεκινάει η αναδιαμόρφωση

Το γόνατο ως στόχος ρευματικών νοσημάτων

ΠΑΖΑΪΥΟΥ-ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ Κ.

Επανάληψη πριν τις εξετάσεις Καλό διάβασμα

Αρχές μοριακής παθολογίας. Α. Αρμακόλας Αν. Καθηγητής Ιατρική Σχολή ΕΚΠΑ

Υγεία και Άσκηση Ειδικών Πληθυσμών ΜΚ0958. Περιεχόμενο

Επανάληψη θεμελιωδών γνώσεων ανατομίας και ιστολογίας της καρδιάς

Συστηματικός Ερυθηματώδης Λύκος

H χρήση του JAΚAVI στην Μυελοΐνωση. ρ. ΝίκηA.Βυρίδη MD, PhD Ειδικός Αιµατολόγος Κλινική Βυρίδη

ΑΝΟΣΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΜΟΝΟΚΛΩΝΙΚΑ ΑΝΤΙΣΩΜΑΤΑ ΕΜΒΟΛΙΑ. Εργαστήριο Γενετικής, ΓΠΑ

ΣΥΝΟΣΗΡΟΤΗΤΕΣ ΣΤΗ ΧΑΠ ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΟΥ ΑΝΝΑ ΠΝΕΥΜΟΝΟΛΟΓΟΣ ΕΝΤΑΤΙΚΟΛΟΓΟΣ ΕΠΙΜΕΛΗΤΡΙΑ Α ΓΕΝ.ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

Απαρτιωμένη διδασκαλία στην Αιματολογία 2014 Αργύρης Σ. Συμεωνίδης

Παθολογοανατομική προσέγγιση διάγνωση. Σχολιασμός Δημ. Σαμπαζιώτης, Ειδικευόμενος

Φλεγμονή. Α. Χατζηγεωργίου Επίκουρος Καθηγητής Φυσιολογίας Ιατρικής Σχολής ΕΚΠΑ

ΘΕΜΑΤΑ ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ ΕΠΑΛ ΜΑΘΗΜΑ: ΑΙΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

Κανένα για αυτήν την παρουσίαση. Εκπαιδευτικές-ερευνητικές-συμβουλευτικές επιχορηγήσεις την τελευταία διετία: Abbvie,Novartis, MSD, Angelini,

ΜΥΕΛΟΫΠΕΡΠΛΑΣΤΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ ΚΑΙ JAK-2 ΜΕΤΑΛΛΑΓΗ

Transcript:

8. Υπερηωσινοφιλικό σύνδρομο Ε. Τέρπος, Γ.Χρ. Μελέτης ΚΥΡΙΑ ΣΗΜΕΙΑ Ηωσινοφιλία ορίζεται η ύπαρξη ηωσινόφιλων στο περιφερικό αίμα σε αριθμό μεγαλύτερο του 0,6 10 9 /L. Ο αυξημένος αριθμός ηωσινόφιλων στο περιφερικό αίμα σχετίζεται τόσο με αντιδραστικές διαταραχές όσο και με κλωνικά νοσήματα του μυελού των οστών. Ιδιοπαθές υπερηωσινοφιλικό σύνδρομο (ΙΥΣ) ορίζεται η κλινική διαταραχή που συνοδεύεται από: (α) αριθμό ηωσινόφιλων που υπερβαίνει σε συνεχείς διαδοχικές μετρήσεις τα 1,5 10 9 /L στο περιφερικό αίμα, για χρονική περίοδο τουλάχιστον 6 μηνών, (β) βλάβη ζωτικών οργάνων, όπως η καρδιά, οι πνεύμονες, το δέρμα, οι αρθρώσεις και το κεντρικό νευρικό σύστημα και (γ) έλλειψη άλλου νοσήματος που δικαιολογεί την ηωσινοφιλία. Η συχνότητά του είναι μικρότερη του 1% ως αίτιο υπερηωσινοφιλίας. Τα τελευταία χρόνια η ανάπτυξη νεότερων τεχνικών αναδεικνύει συχνότερα την αιτία της υπερηωσινοφιλίας και μειώνει περισσότερο τη διάγνωση του ΙΥΣ. Τα αυξημένα ηωσινόφιλα προκαλούν βλάβες σε ζωτικά όργανα και θρομβωτικά επεισόδια. Σκοπός λοιπόν της θεραπείας είναι η μείωση του αριθμού τους προς αποφυγή περαιτέρω βλαβών αλλά και η αντιμετώπιση της ήδη υπάρχουσας οργανικής βλάβης. Νεότερα παθογενετικά δεδομένα έχουν οδηγήσει σε στοχευμένες θεραπείες στο ΙΥΣ. 1. Ηωσινοφιλiα: ορισμoς-ταξινoμηση Ο αριθμός των ηωσινόφιλων στο περιφερικό αίμα είναι συνήθως 0,4 10 9 /L (0,1-0,6 10 9 /L) και είναι το αποτέλεσμα της ισορροπίας μεταξύ της παραγωγής τους στο μυελό των οστών, της μετανάστευσής τους στους ιστούς μέσω των τριχοειδών και της απόπτωσής τους. Σε κανονικές συνθήκες, ο αριθμός των ηωσινόφιλων που παράγεται κι απελευθερώνεται, βρίσκεται σε ισορροπία με τον αριθμό των ηωσινόφιλων που κυκλοφορεί και με αυτόν που εισέρχεται στους ιστούς. Σε καταστάσεις αλλεργίας, παρασιτώσεις και άλλες διαταραχές που περιγράφονται παρακάτω 1 Αιματολογική Κλινική και Τμήμα Βιοϊατρικής Έρευνας 251 Γενικό Νοσοκομείο Αεροπορίας, 2 A Παθολογική Κλινική Πανεπιστημίου Αθηνών, Νοσοκομείο Γενικό Λαϊκό, Αθήνα 91

τα αυξημένα ηωσινόφιλα στο αίμα είναι αποτέλεσμα της διέγερσης της παραγωγής τους και του αυξημένου ρυθμού εξόδου τους από το μυελό. Ηωσινοφιλία ορίζεται η ύπαρξη ηωσινόφιλων στο περιφερικό αίμα σε αριθμό μεγαλύτερο του 0,6 10 9 /L. Ταξινομείται σε ήπια ηωσινοφιλία όταν ο αριθμός των ηωσινόφιλων στο περιφερικό αίμα είναι μεταξύ 0,6 και 1,5 10 9 /L, σε μέτρια ηωσινοφιλία όταν ο αριθμός των ηωσινόφιλων είναι μεταξύ 1,5 και 5 10 9 /L, και σε σοβαρή ηωσινοφιλία όταν ο αριθμός των ηωσινόφιλων στο περιφερικό αίμα υπερβαίνει τα 5 10 9 /L. 2. Αiτια ηωσινοφιλiας Τρεις έιναι οι κύριες κατηγορίες στις οποίες εντάσσονται τα νοσήματα που προκαλούν ηωσινοφιλία. 2.1. Η αντιδραστική ή μη-κλωνική ηωσινοφιλία Στην ομάδα αυτή νοσημάτων περιλαμβάνονται λοιμώξεις, παρασιτώσεις, άσθμα κι αλλεργίες, αναπνευστικά νοσήματα, αγγειΐτιδες, μη αιματολογικές κακοήθειες, αντιδράσεις σε φάρμακα και νοσήματα του συνδετικού ιστού. 2.2. Κλωνικές ηωσινοφιλικές διαταραχές του μυελού των οστών Η κατηγορία αυτή περιλαμβάνει την οξεία και χρόνια ηωσινοφιλική λευχαιμία, τη χρόνια μυελογενή λευχαιμία (ΧΜΛ), την ιδιοπαθή πολυκυτταραιμία, την ιδιοπαθή θρομβοκυτταραιμία, την οξεία μυελοβλαστική λευχαιμία (ΟΜΛ) με ηωσινοφιλία κι αναστροφή του χρωμοσώματος 16 (ΟΜ 4eos Λ), τα 8p11 μυελοϋπερπλαστικά σύνδρομα (ΜΥΣ), την οξεία λεμφοβλαστική λευχαιμία (ΟΛΛ) και το Τ-λεμφοβλαστικό λέμφωμα με ηωσινοφιλία, μυελοδυσπλαστικά σύνδρομα (ΜΔΣ) με ηωσινοφιλία και τη συστηματική μαστοκυττάρωση με ηωσινοφιλία. 2.3. Το ιδιοπαθές υπερηωσινοφιλικό σύνδρομο (ΙΥΣ) Αποτελεί σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη αριθμού ηωσινόφιλων μεγαλύτερου των 1,5 10 9 /L, ο οποίος εμμένει για χρονικό διάστημα τουλάχιστον 6 μηνών, χωρίς την ανεύρεση δευτεροπαθών αιτίων, και συνοδεύεται από βλάβη ζωτικών οργάνων, όπως η καρδιά και οι πνεύμονες. Η διάγνωση της κλωνικής ηωσινοφιλίας είναι θεμελιώδης για το χειρισμό των ασθενών αυτών, ιδιαίτερα των νέων στους οποίους μια κλωνική διαταραχή είναι δυνητικά θεραπεύσιμη, π.χ. με μεταμόσχευση μυελού των οστών ή προγονικών αιμοποιητικών κυττάρων. Καθώς η τεκμηρίωση της κλωνικότητος γίνεται ευκολότερη με την πάροδο του χρόνου λόγω της ύπαρξης κατάλληλων τεχνικών, όπως περι- 92

γράφεται παρακάτω, η διάγνωση του ΙΥΣ θα τίθεται σε συνεχώς μειωμένο αριθμό ασθενών στο άμεσο μέλλον. Είναι σκόπιμο να αναφερθούμε εδώ και σε ορισμένες διαταραχές που συνοδεύονται από συσσώρευση ηωσινόφιλων σε συγκεκριμένα όργανα, χωρίς να συνοδεύονται πάντα από ηωσινοφιλία στο περιφερικό αίμα. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν η ηωσινοφιλική κυτταρίτις (νόσος του Well), η ηωσινοφιλική πνευμονία (σύνδρομο Loeffler), το σύνδρομο Shulman (δερματικές αλλοιώσεις τύπου σκληροδερμίας, ηωσινοφιλία του χορίου του δέρματος και υπεργαμμασφαιριναιμία), η ηωσινοφιλική παγκρεατίτις, οισοφαγίτις, γαστρεντερίτις και η ηωσινοφιλική αρθρίτις. Σπάνια ασθενείς με ηωσινοφιλική γαστρενετρίτιδα μπορεί να εμφανίσουν διήθηση και άλλου οργάνου από πολυκλωνικά ηωσινόφιλα. Σύνδρομο Shulman έχει παρατηρηθεί να προηγείται σε ΜΔΣ με ηωσινοφιλία για το λογο αυτό μελέτη του μυελού των οστών για δυσπλασία και μελέτη κλωνικότητος των ηωσινόφιλων είναι απαραίτητες. 3. ΙΔΙΟΠΑΘΕΣ ΥΠΕΡΗΩΣΙΝΟΦΙΛΙΚΟ ΣΥΝΔΡΟΜΟ Το ιδιοπαθές υπερηωσινοφιλικό σύνδρομο (ΙΥΣ) εξ ορισμού δεν περιλαμβάνει ασθενείς στους οποίους έχει βρεθεί κάποια από τις αιτίες ηωσινοφιλίας που αναφέρθηκαν στην παράγραφο 2α και 2β. Ως ΙΥΣ ορίζεται η κλινική διαταραχή που συνοδεύεται από: (α) αριθμό ηωσινόφιλων που υπερβαίνει σε συνεχείς διαδοχικές μετρήσεις τα 1,5 10 9 /L στο περιφερικό αίμα, για χρονική περίοδο τουλάχιστον 6 μηνών, (β) βλάβη ζωτικών οργάνων, όπως η καρδιά, οι πνεύμονες, το δέρμα, οι αρθρώσεις και το κεντρικό νευρικό σύστημα και (γ) έλλειψη άλλου νοσήματος που δικαιολογεί την ηωσινοφιλία. Λόγω της σπανιότητος της νόσου (<1% των ηωσινοφιλιών) και της δυσκολίας στην τεκμηρίωση της διάγνωσης, δεν υπάρχουν πολλά επιδημιολογικά στοιχεία ή πιθανές συσχετίσεις με περιβαλλοντικούς παράγοντες. Η μεγαλύτερη μελέτη προέρχεται από το Εθνικό Ίδρυμα Υγείας (ΝΙΗ) των ΗΠΑ, στην οποία το 90% των ασθενών με ΙΥΣ ήταν άντρες, ενώ η συχνότητα της νόσου ήταν πολύ μικρή στις ηλικίες κάτω των 15 ετών. 3.1 Παθογένεια του ιδιοπαθούς υπερηωσινοφιλικού συνδρόμου Η πλειονότητα των περιπτώσεων ΙΥΣ που έχει περιγραφεί αφορά άντρες. Ωστόσο δεν έχει βρεθεί κάποιο φυλοσύνδετο γονίδιο ή υπερέκφραση γονιδίου που εκλεκτικά εκφράζεται στους άντρες το οποίο να σχετίζεται με την ανάπτυξη του συνδρόμου. 93

Πρόσφατα τεκμηριώθηκε ότι τα ηωσινόφιλα στο ΙΥΣ ενεργοποιούνται μέσω των βιολογικών δρόμων των B7/CD28 και LFA-3/CD2. Τα ενεργοποιημένα ηωσινόφιλα προκαλούν αλλοιώσεις σε διάφορα όργανα λόγω της απελευθέρωσης του περιεχομένου των κοκκίων τους. Η εμμένουσα ηωσινοφιλία προκαλεί έναν αυτοκρινή δρόμο ενεργοποίησης των ΤΗ2-λεμφοκυττάρων, μέσω IL-2/υποδοχέα IL-2, με επακόλουθο τη συνεχή ενεργοποίηση και αποκοκκίωση των ηωσινοφίλων. Η συγκέντρωση της ECP είναι πολύ υψηλότερη τόσο στον ορό όσο και σε ιστούς με διήθηση ηωσινοφίλων σε ασθενείς με ΙΥΣ. Η ενεργοποίηση των Τ-λεμφοκυττάρων αποτελεί το σημαντικότερο ίσως φαινόμενο στην παθογένεια του ΙΥΣ. Έχει αναφερθεί ότι ασθενείς με ΙΥΣ εμφανίζουν στον ορό τους αυξημένα επίπεδα ΙL-2 και ΙL-15 που είναι ισχυροί διεγέρτες τόσο των Τ-λεμφοκυττάρων όσο και των φυσικών κυτταροκτόνων κυττάρων (natural killers cells-nk). Επίσης και τα επίπεδα του διαλυτού υποδοχέα της IL-2 έχουν βρεθεί αυξημένα στον ορό ασθενών με ΙΥΣ. Οι Simon και συν. μελέτησαν 60 ασθενείς με ΙΥΣ: σε 12 από αυτούς τεκμηριώθηκε αυξημένη παραγωγή IL-5 από τα περιφερικά Τ-λεμφοκύτταρα, ενώ αυξημένη παραγωγή IL-4 βρέθηκε σε καλλιέργειες Τ-λεμφοκυττάρων σε 4 ασθενείς. Σε 16 ασθενείς παρατηρήθηκε αυξημένος αριθμός ανοσοφαινοτυπικά παθολογικών Τ-λεμφοκυττάρων. Αν και οι παθολογικοί φαινότυποι ήταν εξαιρετικά ετερογενείς στην ομάδα αυτή, 8 ασθενείς παρουσίασαν κλωνική διαταραχή στην αναδιάταξη του γονιδίου της TCR β ή TCR γ αλύσου, ενώ τρεις άλλοι ασθενείς ανέπτυξαν Τ-λέμφωμα καταά τη διάρκεια της πορείας της νόσου. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναφερθεί ότι πολλές περιπτώσεις ΙΥΣ μεταπίπτουν σε κλωνική ηωσινοφιλία μετά πάροδο άλλοτε άλλου χρονικού διαστήματος. Δεν είναι γνωστό αν από την αρχή υπάρχει κλωνική διαταραχή που δεν μπορεί να διαγνωσθεί με τα υπάρχοντα μέσα λόγω μικρού μεγέθους του παθολογικού κλώνου ή η κλωνική βλάβη συμβαίνει σε κάποιο σημείο στην πορεία της νόσου. Ωστόσο και στις δυο περιπτώσεις η προσεκτική παρακολούθηση των ασθενών με ΙΥΣ πρέπει να είναι συνεχής ώστε να μη διαφύγει κλωνικό αιματολογικό νόσημα στην έναρξή του. Τα τελευταία χρόνια έχουν παρατηρηθεί βλάβες στο γονίδιο του άλφα υποδοχέα του αυξητικού παράγοντα που προέρχεται από τα αιμοπετάλια (platelet-derived growth factor receptor alpha (PDGFRA) και σχετίζονται με ΙΥΣ. Συγκεκριμένα μικροελλείψεις στο μακρό σκέλος του χρωμοσώματος 4 (4q12) οδηγούν στην παραγωγή χιμαιρικής πρωτεΐνης FIP1L1-PDGFRA. Είναι σημαντικό οι ασθενείς με τη βλάβη αυτή να αναγνωρίζονται γιατί όπως αναφέρεται και παρακάτω δεν απαντούν στην αγωγή με στεροειδή ενώ έχουν άριστα αποτελέσματα με τη χορήγηση ιματινίμπης. Οι ασθενείς είναι συνήθως άντρες, έχουν αναιμία, θρομβοπενία, αυξημένα επίπεδα βιταμίνης Β12 και τρυπτάσης στον ορό, ενδομυοκαρδιακή ίνωση, ίνωση στο μυελό των οστών, σπληνομεγαλία και ενίοτε πνευμονική ίνωση. Οι ασθενείς αυτοί παρά το γεγονός ότι εμφανίζουν κλωνική διαταραχή, στοιχείο μη συμβατό με τον ορισμό του ΙΥΣ, συχνά φέρουν τη διάγνωση του ΙΥΣ. Ωστόσο οι ασθενείς αυ- 94

τοί ταξινομούνται σήμερα στην Χρόνια Ηωσινοφιλική Λευχαιμία και μόνο ασθενείς που δε φέρουν την ανωμαλία αυτή αντιμετωπίζονται ως έχοντες ΙΥΣ. Ωστόσο ακόμη και σήμερα πολλές φορές στη βιβλιογραφία γίνεται σύγχυση και οι ασθενείς που είναι θετικοί στη FIP1L1-PDGFRA αναφέρονται ότι πάσχουν από ΙΥΣ. Ο PDGFRA μπορεί να δημιουργήσει χιμαιρικές πρωτεΐνες μετά την ένωσή του με άλλα γονίδια, μετά σπάσιμό του στο εξώνιο 12, όπως οι πρωτεΐνες BCR PDGFRA, KIF5B PDGFRA και CDK5RAP2 PDGFRA που πρόσφατα έχουν ανακαλυφθεί. Δεν είναι γνωστό αν όλες οι προαναφερθείσες βλάβες σχετίζονται με ΙΥΣ, καθώς τεκμηριώνουν κλωνικότητα και δεν είναι γνωστό αν οι ασθενείς που τις εμφανίζουν θα αναπτύξουν μια γνωστή, «κλασσική» κλωνική οντότητα στο μέλλον. Το βέβαιο είναι ότι σχετίζονται με υπερηωσινοφιλία και ανάπτυξη ιστικών βλαβών. Όταν ξεκινήσει η ιστική βλάβη δεν μπορεί να ανασταλεί χωρίς εντατική θεραπεία η οποία θα καταστρέψει τα ενεργοποιημένα ηωσινόφιλα που βρίσκονται στην περιοχή της βλάβης και θα εμποδίσει την εγκατάσταση νέων στον πάσχοντα ιστό. 3.2 Η ιστική βλάβη στην υπερηωσινοφιλία Η παρατεταμένη υπερηωσινοφιλία που παρατηρείται στο ΙΥΣ οδηγεί πάντα σε βλάβη ζωτικών οργάνων. Η παθογένεια της ιστικής βλάβης στην υπερηωσινοφιλία έχει αποτελέσει σημαντικό ερευνητικό πεδίο τα τελευταία χρόνια. Τρανσγονιδιακά ποντίκια που δε φέρουν το γονίδιο της IL-5 (της σημαντικότερης κυτταροκίνης για την παραγωγή των ηωσινόφιλων) κι έχουν αυξημένο αριθμό ηωσινόφιλων στο περιφερικό αίμα, δεν αναπτύσσουν ιστικές βλάβες. Έτσι, άλλοι παράγοντες όπως κυτταροκίνες που ενεργοποιούν τα ηωσινόφιλα, τα Τ-λεμφοκύτταρα ή τα πολυμορφοπύρηνα, φαίνεται να είναι απαραίτητες για την ιστική καταστροφή. Στα ποντίκια η ηωσινοφιλική διήθηση των πνευμόνων αναστέλλεται με τη χρήση μονοκλωνικού αντι-il5 αντισώματος. Η ενεργοποίηση των ηωσινόφιλων από Τ-λεμφοκύτταρα οδηγεί σε μεταβολικές και δομικές αλλαγές της μεμβράνης τους με τελικό αποτέλεσμα την απελευθέρωση του περιεχομένου των κοκκίων τους στον ιστό που τα φιλοξενεί. Όπως προαναφέρθηκε, τα κοκκία των ηωσινόφιλων περιέχουν κυτταροτοξικές (MBP, ECP) και νευροτοξικές ουσίες, ουσίες που προάγουν τη θρόμβωση ή προκαλούν βλάβη του ενδοθηλίου. Έτσι, η απελευθέρωση κυτταροτοξικών ουσιών μετά τη διήθηση του ιστού από τα ηωσινόφιλα, σε συνδυασμό με μικροαγγειακές θρομβώσεις τοπικά οδηγούν στην καταστροφή του ιστού. Μάλιστα, ο αριθμός των «υπόπυκνων» ηωσινόφιλων, δηλ. ηωσινόφιλων με μειωμένο αριθμό κοκκίων, σχετίζεται θετικά με την εμφάνιση οργανικών βλαβών στους ασθενείς με ΙΥΣ. Τα ηωσινόφιλα εκφράζουν πολλούς μεμβρανικούς υποδοχείς, όπως ο PAF κι ο ICAM-1. Ποντίκια με έλλειψη του γονιδίου του ICAM-1 δεν μπορούν να διατηρήσουν τον αριθμό των ηωσινόφιλων των ιστών. Τα ηωσινόφιλα εκφράζουν, επίσης, 95

υποδοχείς κυτταροκινών, όπως των IL-3, IL-5 και GM-CSF, που είναι σημαντικοί για την ανάπτυξη αυτοκρινών κύκλων. Οι μεμβρανικοί αυτοί υποδοχείς παίζουν σημαντικό ρόλο στην ιστική βλάβη που προκαλούν τα ηωσινόφιλα, ενώ τα θρομβωτικά επεισόδια που προκαλούνται από την αυξημένη παραγωγή των PAF και του VCAM-1, συντελλούν αποτελεσματικά στην καταστροφή των ιστών. Πολλά όργανα μπορούν να υποστούν βλάβη από τη διήθηση των ηωσινόφιλων στις περιπτώσεις παρατεταμένης ηωσινοφιλίας ή ΙΥΣ. Η ύπαρξη αυξημένων επιπέδων IgE στον ορό και πολυκλωνικής υπεργαμμασφαιριναιμίας σχετίζονται με την εμφάνιση ιστικών βλαβών σε ασθενείς με υπερηωσινοφιλία. Τα όργανα και συστήματα που προσβάλλονται κυρίως είναι η καρδιά, οι πνεύμονες, το νευρικό και το γαστρεντερικό σύστημα. Καρδιακή βλάβη, λόγω τοπικής απελευθέρωσης MBP, ECP και υπεροξειδάσης από τα ηωσινόφιλα, αποτελεί βασική αιτία θανάτου, λόγω καρδιογενούς καταπληξίας ή διατατικής μυοκαρδιοπάθειας. Στη σειρά ασθενών με ΙΥΣ από το ΝΙΗ, η καρδιακή βλάβη σχετίζονταν με την παρουσία σπληνομεγαλίας, θρομβοπενίας, αυξημένων επιπέδων Β 12, και στροφής των λευκών προς τα αριστερά στο περιφερικό αίμα. Στην καρδιά η διήθηση από ηωσινόφιλα μπορεί επίσης να προκαλέσει συμπιεστική περικαρδίτιδα, ινώδη ενδοκαρδίτιδα, ενδομυοκαρδιακή ίνωση, ανεπάρκεια αορτικής ή τριγλώχινος βαλβίδων και ανεύρυσματα του κόλπου του Valsalva ή των στεφανιαίων αγγείων. Η βιοψία του μυοκαρδίου αποδεικνύει την ηωσινοφιλική διήθηση σε περιπτώσεις ηωσινοφιλικής ενδοκαρδίτιδος. Έχει περιγραφεί ακόμη και εκτεταμένο έμφραγμα μυοκαρδίου με πολλαπλούς θρόμβους στα στεφανιαία αγγεία σε κορίτσι 15 ετών με ΙΥΣ και πολύ υψηλά επίπεδα ηωσινοφιλικής ΜΒΡ. Στο νευρικό σύστημα οι βλάβες που προκαλούνται από ηωσινοφιλική διήθηση περιλαμβάνουν πολλαπλή μονονευρίτιδα, περιφερική νευροπάθεια συσχετιζόμενη με την EDN, παραπάρεση, υποτροπιάζουσα υποξεία εγκεφαλοπάθεια, επιληπτικές κρίσεις, εγκεφαλικά αποφρακτικά επεισόδια κι ηωσινοφιλική μηνιγγίτιδα. Πνευμονική διήθηση κι ίνωση, πνευμονική εμβολή και διήθηση των πλευρών έχουν περιγραφεί σε υπερηωσινοφιλικά σύνδρομα. Σε 5 ασθενείς με ΙΥΣ η αξονική τομογραφία θώρακος ανέδειξε μικρά οζίδια και στους δυο πνεύμονες, η βιοψία των οποίων επιβεβαίωσε την ηωσινοφιλική διήθηση. Γαστρεντερικές διαταραχές από ηωσινοφιλική διήθηση περιγράφονται συχνά στις υπερηωσινοφιλίες και περιλαμβάνουν ασκίτη, διάρροιες, γαστρίτιδα, κολίτιδα, παγκρεατίτιδα, χολλαγγειΐτιδα κι ηπατίτιδα. Σε 13 ασθενείς με υπερηωσινοφιλία και ηπατική δυσλειτουργία, το υπερηχογράφημα του ήπατος ανέδειξε υποηχογενείς εστίες διαμέτρου 1-2 εκ. σε 7 ασθενείς, μεγαλύτερες εστίες (3-4 εκ.) σε 4 ασθενείς, ενώ 2 ασθενείς είχαν διάχυτη ηπατομεγαλία. Τα ευρήματα αυτά ήταν παρόμοια με αυτά πρωτοπαθών ή μεταστατικών ηπατικών όγκων. Σύνδρομο Budd-Chiari έχει επίσης περιγραφεί σε ασθενείς με ΙΥΣ. 96

Οι δερματικές βλάβες από διήθηση του δέρματος από ηωσινόφιλα περιλαμβάνουν αγγειοοίδημα, ουρτικάρια, πολλαπλές ερυθηματώδεις πλάκες, οζώδεις ογκωτικές βλάβες κι υποτροπιάζοντα έλκη. Οι αρθρώσεις μπορεί να προσβληθούν και να προκαλέσουν αρθραλγίες, πολυαρθρίτιδα και τενοντίτιδα. Οι μύες προσβάλλονται σπάνια, ενώ φαινόμενο Raynaud έχει περιγραφεί σε ΙΥΣ. Οστεολυτικές βλάβες έχουν περιγραφεί σε δυο ασθενείς με ΟΗΛ. Οι νεφροί σπάνια διηθούνται από ηωσινόφιλα. Ωστόσο υπάρχουν περιπτώσεις ασθενών με ΙΥΣ και πρωτεϊνουρία/αιματουρία λόγω ηωσινοφιλικής διήθησης των νεφρών. Τέλος, οφθαλμικές βλάβες είναι εξαιρετικά σπάνιες και αφορούν κυρίως αρτηριΐτιδα του αμφιβληστροειδούς, αγγειΐτιδα και ύπαρξη μικροθρομβώσεων στις αμφιβληστροειδικές αρτηρίες. 4. ΧΕΙΡΙΣΜΟΣ ΑΣΘΕΝΩΝ ΜΕ ΥΠΕΡΗΩΣΙΝΟΦΙΛΙΚΟ ΣΥΝΔΡΟΜΟ Ο χειρισμός ασθενών με ηωσινοφιλία σχετίζεται με την αιτία της ηωσινοφιλίας και απεικονίζεται σχηματικά στην εικόνα 1. Όταν δεν ανευρίσκονται αίτια αντιδραστικής υπερηωσινοφιλίας ή κλωνικές διαταραχές θα πρέπει να αναζητάται η ύπαρξη ιστικής βλάβης που σχετίζεται με την υπερηωσινοφιλία. Όταν υπάρχει βλάβη ζωτικού οργάνου με ταυτόχρονη ύπαρξη εμμένουσας, ανεξήγητης, μέτριας ή σοβαρής ηωσινοφιλίας, τίθεται η διάγνωση του ΙΥΣ. 4.1. Αντιδραστικής υπερηωσινοφιλία Στις περιπτώσεις αντιδραστικής ηωσινοφιλίας η θεραπεία του βασικού νοσήματος έχει σαν αποτέλεσμα την αποκατάσταση του αριθμού των ηωσινόφιλων σε φυσιολογικά επίπεδα. Η θεραπεία της υπερηωσινοφιλίας που οφείλεται σε κλωνική διαταραχή ή σε ΙΥΣ έχει ως στόχο τη μείωση του αριθμού των ηωσινόφιλων και τη βελτίωση των συμπτωμάτων που προκαλούνται από τη βλάβη οργάνων που έχουν διηθηθεί από ηωσινόφιλα. 4.2. Κλωνικές διαταραχές Στις κλωνικές διαταραχές η συστηματική χημειοθεραπεία με ή χωρίς μεταμόσχευση αρχέγονων αιμοποιητικών κυττάρων είναι απαραίτητη για τον έλεγχο της νόσου. 4.3. Ιδιοπαθές υπερηωσινοφιλικό σύνδρομο Στην αντιμετώπιση του ΙΥΣ, τα κορτικοστεροειδή, και συγκεκριμένα η πρεδνιζολόνη (σε δόση 1 mg/kg/ημερησίως), είναι η θεραπεία εκλογής, αφού μειώνουν τον αριθμό των ηωσινόφιλων μέσω μείωσης την παραγωγή τους από το μυελό των οστών, και λόγω ελάττωσης του πληθυσμού των Τ-λεμφοκυττάρων που ελέγχουν, 97

όπως προαναφέρθηκε, την παραγωγή των ηωσινόφιλων. Επίσης μειώνουν τα καταστροφικά αποτελέσματα της απελευθέρωσης των ουσιών που περιέχονται στα κοκκία των ηωσινόφιλων, μέσω της καταστολής της φλεγμονώδους διαδικασίας. Ασθενείς με ΙΥΣ που είναι ανθεκτικοί στα στεροειδή εμφανίζουν εξαιρετικά αποτελέσματα στη χορήγηση ιντερφερόνης-α (IFN-α), έτσι ώστε αυτή να θεωρείται σήμερα ως η καλύτερη εκλογή σε αποτυχία των στεροειδών. Ανθεκτικοί ασθενείς απαντούν επίσης στην κυκλοσπορίνη και την κλαντριμπίνη. Η κυκλοσπορίνη αναστέλλει τη δράση των μεταγραφικών παραγόντων NF-AT και AP-1 που προάγουν την έκφραση του γονιδίου της IL-2, ενώ ταυτόχρονα αναστέλλει την παραγωγή IL-5 από τα Τ-λεμφοκύτταρα συμβάλλοντας έτσι στη μείωση του αριθμού των ηωσινόφιλων. Η υδροξυουρία μπορεί επίσης να μειώσει τον αριθμό των ηωσινόφιλων σε ανθεκτικές περιπτώσεις. Δόση ίση με 1-2 g/ημερησίως είναι συνήθως αρκετή. Η χρήση βινκριστίνης, χλωραμβουκίλης κι ετοποσίδης μπορεί να αποτελέσει θεραπευτικό όπλο σε ανθεκτικές περιπτώσεις ΙΥΣ. Τα τελευταία χρόνια στη θεραπεία του ΙΥΣ έχει χρησιμοποιηθεί και η ιματινίμπη με πολύ ενθαρρυντικά αποτελέσματα σε ασθενείς που φέρουν τη χιμαιρική πρωτεΐνη FIP1L1-PDGFRA. Αρχικά χορηγείται σε δόση 100 mg/ημερησίως για 4 εβδομάδες, και στη συνέχεια σε δόση 75 mg/ημερησίως. Μετά ύφεση της νόσου η ιματινίμπη χρησιμοποιείται σε δόση 200 mg την εβδομάδα. Σε ασθενείς που δεν φέρουν την παραπάνω βλάβη η ιματινίμπη έχει φτωχότερα αποτελέσματα, αλλά σήμερα θεωρείται από πολλούς ερευνητές ως θεραπεία 3 ης γραμμής για το ΙΥΣ. Δύο μονοκλωνικά αντισώματα έχουν χρησιμοποιηθεί τα τελευταία 3 χρόνια στη θεραπεία του ΙΥΣ. Η μεπολιζουμάμπη (mepolizumaβ) στοχεύει την IL-5 και η αλεμτουζουμάμπη (alemtuzumab) το αντιγόνο CD52 που εκφράζεται στα ηωσινόφιλα. Τα δύο αυτά αντισώματα έχουν δώσει ενθαρρυντικά αποτελέσματα δρώντας τόσο στη μείωση του αριθμού των ηωσινόφιλων όσο και στη βελτίωση των συμπτωμάτων και της ποιότητας ζωής των ασθενών με ΙΥΣ. Ωστόσο αρκετές φορές έχει παρατηρηθεί η επανεμφάνιση της ηωσινοφιλίας μετά τη διακοπή της χορήγησης κι αυτό αποτελέι το κυριότερο πρόβλημα στη χρήση τους. Μελέτες φάσης 2/3 διεξάγονται για να αναδείξουν τη θέση των παραγόντων αυτών στην αντιμετώπιση του ΙΥΣ. Ενδιαφέρον έχει παρουσιάσει τα τελευταία χρόνια η παρατήρηση ότι η χορήγηση ενδοφλεβίως ανοσοσφαιρινών (ΙVIg) ήταν αποτελεσματική στη μείωση των ηωσινόφιλων σε ασθενείς με ΙΥΣ. Το τοξικό αποτέλεσμα στα ηωσινόφιλα αποδίδεται στο αυτοαντίσωμα anti-siglec-8 που βρίσκεται σε όλα τα σκευάσματα IVIgs. Τέλος η αλλογενής μεταμόσχευση μυελού των οστών ή αρχέγονων αιμοποιητικών κυττάρων περιφερικού αίματος αποτελεί λύση σε ορισμένες πολυανθεκτικές μορφές σε νέους ασθενείς. Στο σημείο αυτό θεωρείται σκόπιμο να αναφερθούμε στους ασυμπτωματικούς ασθενείς με ΙΥΣ που δεν έχουν ακόμη εμφανή σημεία της οργανικής βλάβης. Δεν 98

99

υπάρχει ομοφωνία για το αν οι ασθενείς αυτοί απαιτούν άμεση θεραπεία. Ωστόσο σε αυτό που όλοι οι κλινικοί ερευνητές συμφωνούν είναι ότι οι ασθενείς αυτοί χρειάζονται συστηματική παρακολούθηση με μέτρηση της τροπονίνης του ορού κάθε 3-6 μήνες και υπερηχογράφημα καρδιάς κάθε 6 μήνες. Στους ασθενείς με ΙΥΣ η συνεχής αναζήτηση κλωνικότητος αποτελεί βασικό στοιχείο της παρακολούθησής τους, καθώς έχει βρεθεί ότι το 25% αυτών θα εμφανίσουν κάποιο κλωνικό αιματολογικό νόσημα στην πορεία της νόσου. Έτσι γενική αίματος, μελέτη του περιφερικού αίματος και πλήρης βιοχημικός έλεγχος πρέπει να γίνονται τουλάχιστον μια φορά το εξάμηνο, ενώ κυτταρογενετικές και μοριακές αναλύσεις είναι απαραίτητες ετησίως. Πτώση της αιμοσφαιρίνης, μείωση ή αύξηση του αριθμού των αιμοπεταλίων, αύξηση των επιπέδων της βιταμίνης Β 12, παθολογική αλκαλική φωσφατάση των ουδετερόφιλων, παρουσία στο περιφερικό αίμα παθολογικών ουδετερόφιλων, εμπύρηνων ερυθρών, δακρυοκυττάρων ή αυξημένων βασεόφιλων, μπορεί να αποτελούν ενδείξεις κλωνικής διαταραχής, όπως ΜΥΣ ή ΜΔΣ. Καθώς καρδιακές διαταραχές είναι συνήθεις στο ΙΥΣ, η συχνή παρακολούθηση της καρδιακής λειτουργίας είναι απαραίτητη. Υπερηχογράφημα καρδιάς πρέπει να διενεργείται ανά εξάμηνο. 5. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ Η υπερηωσινοφιλία συνοδεύει πολλά νοσήματα. Το ΙΥΣ αποτελεί μια ετερογενή ομάδα νοσημάτων με διαφορετική παθογένεια. Στους ασθενείς με ΙΥΣ πρέπει να είμαστε ιδιαίτερα προσεχτικοί, αφού το 25% αυτών θα αναπτύξει κάποιο κλωνικό νόσημα του μυελού των οστών στην πορεία της νόσου. Η συστηματική παρακολούθησή τους κι η ανάπτυξη νέων μοριακών τεχνικών για την τεκμηρίωση της κλωνικότητος θα οδηγήσουν στην καλύτερη ταξινόμηση κι αντιμετώπιση της σπάνιας αυτής αιματολογικής διαταραχής. 6. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 1. Apperley JF, Gardembas M, Melo JV et al. Response to imatinib mesylate in patients with chronic myeloproliferative diseases with rearrangements of the platelet-derived growth factor receptor beta. N Engl J Med 2002, 347:481-487 2. Bacher U, Reiter A, Haferlach T et al. A combination of cytomorphology, cytogenetic analysis, fluorescence in situ hybridization and reverse transcriptase polymerase chain reaction for establishing clonality in cases of persisting hypereosinophilia. Haematologica 2006, 91:817-820 3. Bigoni R, Cunes A, Roberti MG et al. Cytogenetic and molecular cytogenetic characterisation of 6 new cases of idiopathic hypereosinophilic syndrome. Haematologica 2000, 85:486-491 100

4. Brito-Babapulle F. The eosinophilias, including the idiopathic hypereosinophilic syndrome. Br J Haematol 2003, 121:203-223 5. Chang HW, Leong KH, Koh DR, Lee SH. Clonality of isolated eosinophils in the hypereosinophilic syndrome. Blood 1999, 93:1651-1657 6. Chockalingam A, Jalil A, Shadduck RK, Lister J. Allogenic peripheral blood stem cell transplantation for hypereosinophilic syndrome with severe cardiac dysfunction. Bone Marrow Transplant 1999, 23:1093-1094 7. Cools J, DeAngelo DJ, Gotlib J et al. A tyrosine kinase created by fusion of the PDG- FRA and FIP1L1 genes as a therapeutic target of imatinib in idiopathic hypereosinophilic syndrome. N Engl J Med 2003, 348:1201-1214 8. Garrett JK, Jameson SC, Thomson B et al. Antiinterleukin-5 (mepolizumab) therapy for hypereosinophilic syndrome. J Allergy Clin Immunol 2004, 113:115-119 9. Gotlib J, Cools J, Malone JM et al. The FIP1L1-PDGFR fusion tyrosine kinase in hypereosinophilic syndrome and chronic eosinophilic leukemia: implications for diagnosis, classification, and management. Blood 2004, 103: 2879-2891 10. Gotlib J, Cross NCP, Gilliland DG. Eosinophilic disorders: molecular pathogenesis, new classification, and modern therapy. Best Prac Res Clin Haematol 2006, 19:535-569 11. Halaburda K, Prejzner W, Szatkowski D et al. Allogeneic bone marrow transplantation for hypereosinophilic syndrome: long-term follow-up with the eradication of FIP1L1- PDGFRA fusion transcript. Bone Marrow Transplant 2006, 38:319-320 12. Klion AD, Bochner BS, Gleich GJ et al. Approach to the treatment of hypereosinophilic syndromes: A workshop summary report. J Allergy Clin Immunol 2006, 117:1292-1302 13. Meletis J. Atlas of Hematology. 2 nd edition, Nereus Publish. Inc. Athens 2007 14. Ommen SR, Seward JB, Tajik AJ. Clinical and echocardiographic features of the hypereosinophilic syndrome. Am J Cardiol 2000, 86:110-113 15. Pardanani A, Ketterling RP, Li CY et al. FIP1L1 PDGFRA in eosinophilic disorders: prevalence in a routine clinical practice, long-term experience with imatinib therapy, and a critical review of the literature. Leuk Res 2006, 30:965-970 16. Peros-Golubicić T, Smojver-Jezek S. Hypereosinophilic syndrome: diagnosis and treatment. Curr Opin Pulm Med 2007, 13:422-427 17. Robyn J, Lemery S, McCoy JP et al. Multilineage involvement of the fusion gene in patients with FIP1L1/PDGFRA- positive hypereosinophilic syndrome. Br J Haematol 2005, 132:286-292 18. Roufosse F, Schandene L, Sibille C et al. Clonal Th 2 lymphocytes in patients with the idiopathic hypereosinophilic syndrome. Br J Haematol 2000, 109:540-548 19. Score J, Curtis C, Waghorn K et al. Identification of a novel imatinib responsive KIF5B- PDGFRA fusion gene following screening for PDGFRA overexpression in patients with hypereosinophilia. Leukemia 2006, 20:827-832 20. Sefcick A, Sowter S, DasGupta E et al. Alemtuzumab therapy for refractory hypereosinophilic syndrome. Br J Haematol 2004; 124:558-559 21. Simon HU, Plotz SG, Dummer R, Blaser K. Abnormal clones of T cells producing interleukin 5 in idiopathic eosinophilia. N Engl J Med 1999, 341:1112-1120 22. Terpos E, Deligiannis P, Samarkos M et al. Variabiliy in eosinophil density in relation to their concentration in peripheral blood. Haematologica 1999, 84:240 101

23. Valent P, Sperr WR, Schwartz LB, Horny HP. Diagnosis and classification of mast cell proliferative disorders: Delineation from immunologic diseases and non mast cell hematopoietic neoplasms. J Allergy Clin Immunol 2004, 114:3-11 24. Viniou N, Yataganas X, Abazis D et al. Hypereosinophilia associated with monosomy 7. Cancer Genet Cytogenet 1995, 80:68-71 25. von Gunten S, Vogel M, Schaub A et al. Intravenous immunoglobulin preparations contain anti-siglec-8 autoantibodies. J Allergy Clin Immunol 2007, 119:1005-1011 26. Weller PF, Bubley GJ. The idiopathic hypereosinophilic syndrome. Blood 1994, 83:2759-2779 27. Yamada Y, Rothenberg ME, Lee AW et al. The FIP1L1- PDGFRA fusion gene cooperates with IL-5 to induce murine hypereosinophilic syndrome (HES)/ chronic eosinophilic leukemia (CEL)-like disease. Blood 2006, 107:4071-4079 28. Δεληγιάννης Φ, Τσεκούρα Χ, Ποζιόπουλος Χ, Παναγιωτίδης Π, Καπίρη Ε, Πατεράκης Γ, Βαβουράκης Ε, Λαφιωνιάτης Σ, Καρκαντάρης Χ, Λουκόπουλος Δ, Μελέτης Ι. Ετερογένεια των ηωσινοφίλων του περιφερικού αίματος: Μεταβολές στην πυκνότητα των κυττάρων σε σχέση με το βαθμό της ηωσινοφιλίας. Πρακτ 5 ου Πανελ Αιματολ Συνεδρ 1991:61 29. Ηλιόπουλος Γ. Αυξητικοί αιμοποιητικοί παράγοντες και αναστολείς της αιμοποίησης. Σεμιν Εσωτ Παθολ 1994, 1:99-110 30. Μελέτης Ι. Από το Αιματολογικό Εύρημα στη Διάγνωση. Εκδόσεις Νηρέας, 6 η Έκδοση, Αθήνα, 2003 31. Μελέτης Ι. Άτλας Αιματολογίας. Εκδόσεις Νηρέας, Αθήνα 2000 32. Μελέτης Ι, Μελέτης Χρ. CDROM Αιματολογία-Διαγνωστική Προσέγγιση. Εκδόσεις Νηρέας, Αθήνα 1998 ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ Α. Άντρας 64 ετών προσέρχεται για διερεύνηση εμμένουσας ηωσινοφιλίας: αριθμός λευκών 17,6x10 9 /L και τύπο: 20% ουδετερόφιλα, 4% λεμφοκύτταρα, 2% μονοκύτταρα και 74% ώριμα ηωσινόφιλα. Ο Ht ήταν 38,2%, η Ηb 12,8 g/dl και τα αιμοπετάλια 426x10 9 /L. Δεν υπήρχαν βλαστικά κύτταρα στο περιφερικό αίμα ή το μυελό των οστών. O καρυοτυπικός έλεγχος δεν ανέδειξε χρωμοσωματική βλάβη ενώ ό έλεγχος για τη χιμαιρική πρωτεΐνη bcr-abl ήταν αρνητικός. Το υπερηχογράφημα καρδιάς ήταν συμβατό με μυοκαρδιοπάθεια. Ποιά είναι η πιθανότερη διάγνωση; 1. Χρόνια μυελογενής λευχαιμία (ΧΜΛ) 2. Χρόνια ουδετεροφιλική λευχαιμία (ΧΟΛ) 3. Χρόνια μυεολομονοκυτταρική λευχαιμία (ΧΜΜΛ) 4. Ιδιοπαθές υπερηωσινοφιλικό σύνδρομο (ΙΥΣ) 5. Οξεία ηωσινοφιλική λευχαιμία (ΟΗΛ) 102

Β. Το όργανο που προσβάλλεται συχνότερα, από τα παρακάτω, στο ιδιοπαθές υπερηωσινοφιλικό σύνδρομο είναι: 1. το έντερο 2. η καρδιά 3. οι αρθρώσεις 4. οι μήνιγγες 5. οι οφθαλμοί Γ. Η θεραπεία εκλογής για το ιδιοπαθές υπερηωσινοφιλικό σύνδρομο που είναι ανθεκτικό στα κορτικοστεροειδή είναι: 1. η υδροξυουρία 2. η ιντερφερόνη-α 3. η ιματινίμπη 4. η κυκλοσπορίνη 5. η μεταμόσχευση αρχέγονων αιμοποιητικών κυττάρων Δ. Ασθενής με εμμένουσα υπερηωσινοφιλία (>3x10 9 /L ηωσινόφιλα) πρέπει να ελεγχθεί για: 1. bcr-abl 2. καρυότυπο μυελού των οστών 3. τρυπτάση ορού 4. FIP1L1-PDGFRA 5. όλα τα παραπάνω Ε. Το ΙΥΣ χαρακτηρίζεται από όλα τα παρακάτω εκτός από: 1. αριθμό ηωσινόφιλων μεταξύ 0,6-1,5x10 9 /L 2. υπερηωσινοφιλία που εμμένει για χρονικό διάστημα τουλάχιστον 6 μηνών 3. έλλειψη δευτεροπαθών αιτίων ηωσινοφιλίας 4. βλάβη ζωτικών οργάνων 5. FIP1L1-PDGFRA 103