Οµάδα Εργασίας Σπύρου Μητροσύλη Σαγήνη, αντίσταση και µεταβίβαση. Σχόλιο µε αφορµή την οµιλία του Σπύρου Μητροσύλη πάνω στη σχέση σαγήνης και αναλυτικής συνθήκης Γιώργος Σταθόπουλος Το ιδιαίτερα πυκνό σε ιδέες και νοήµατα κείµενο του κ. Μητροσύλη προσφέρεται για το άνοιγµα ενός σηµαντικού αριθµού ερωτηµάτων. Μεταξύ των πολλών, που µου γεννήθηκαν, ακούγοντας την οµιλία του, θα επικεντρωθώ σε δύο: το πρώτο αφορά τη σχέση της σαγήνης µε την αντίσταση καθώς και τη θανατηφόρα προοπτική στην οποία µπορεί να εγγραφεί, εντός της µεταβιβαστικής και αντιµεταβιβαστικής σκηνής, όταν γίνει κατάχρησή της και καταστεί αποπλάνηση. Το δεύτερο ερώτηµα έχει να κάνει µε την εγγραφή της έννοιας της σαγήνης στο ιστορικό πλαίσιο µέσα από το οποίο γεννήθηκε η ψυχαναλυτική θεωρία και τεχνική, ιδιαίτερα τη σύνδεση και τις γειτνιάσεις µεταξύ σαγήνης και µεταβίβασης. Ειδικότερα: 1. Μιας κι έγινε αναφορά, στην παρουσίαση του κ. Μητροσύλη, στην «ενεργητική τεχνική» του Φερέντσι, που σπρώχνει στα άκρα εκείνο που συµβαίνει ούτως ή άλλως µέσα στην αναλυτική διαδικασία, αναρωτήθηκα ποια µπορεί να είναι η σχέση µεταξύ σαγήνης και αυτoαποκάλυψης του αναλυτή. Ο κ. Μητροσύλης αναφέρθηκε στην οµιλία του στον άνθρωπο µε τους αρουραίους, γνωστό ασθενή του Φρόυντ. Εκτός από το κείµενο που δηµοσιεύτηκε επίσηµα, γνωρίζουµε ότι βρέθηκαν και δηµοσιεύτηκαν µεταγενέστερα και οι χειρόγραφες σηµειώσεις που κρατούσε ο Φρόυντ για την αναλυτική θεραπεία αυτού Iστοσελίδα της Ελληνικής Ψυχαναλυτικής Εταιρείας Δελτίο [τεύχος 53] 1
του ασθενή, δυστυχώς στα ελληνικά µέχρι τώρα δεν έχουν εκδοθεί. Μέσα σε αυτές τις σηµειώσεις, µαθαίνουµε ότι ο ασθενής πηγαίνει µία µέρα πεινασµένος στη συνεδρία κι ο Φρόυντ τού προτείνει ένα κολατσιό από ρέγκες, κάτι που αργότερα θα οδηγήσει τον ασθενή σε µια πρωκτική φαντασίωση µε την εισαγωγή του στοιχείου της ρέγκας, να συνενώνει πρωκτικά δύο γυναικεία σώµατα. Η προτροπή για το κολατσιό από ρέγκες µαρτυρά µια κίνηση εκ µέρους του αναλυτή, την οποία σήµερα όπως έχει γράψει η Μ. Αϊζενστάιν σε ένα άρθρο της του 1985, που πρόκειται να δηµοσιευτεί σε λίγους µήνες στα ελληνικά θα ονοµάζαµε κόντρα-στάση, αντί-στάση (contre-attitude) του αναλυτή, (όχι αντίσταση : résistance). Μια αντί-στάση λοιπόν, που εκπορεύεται όµως από την αντίσταση του αναλυτή να δεχτεί τη θηλυκή-οµοφυλοφιλική µεταβίβαση του ασθενή προς το πρόσωπό του. Εντέλει, γεννιέται το ερώτηµα: η σαγήνη εκ µέρους του αναλυτή, οι καταβολές της από και οι σχέσεις της µε την αντίσταση του ίδιου του αναλυτή στη µεταβιβαστική διαδικασία, που µπορεί να οδηγήσουν σε αντί-στάσεις/κόντρα-στάσεις, τις οποίες δεν πρέπει να συγχέουµε µε την αντιµεταβίβαση (διότι ενώ µπορεί να εκπορεύονται από αυτήν, σε αντίθεση µε την τελευταία, που αποτελεί αναπόσπαστο µέρος της αναλυτικής διαδικασίας, οι αντί-στάσεις/κόντραστάσεις παραβιάζουν το πλαίσιο της θεραπείας), η σαγήνη λοιπόν εκ µέρους του αναλυτή πότε και υπό ποιες συνθήκες είναι γόνιµη και πότε και υπό ποιες συνθήκες µπορεί να αποβεί υπέρµετρα τραυµατική, διεγερτική, καταστροφική; Θα ήθελα µε το ερώτηµα αυτό να υπογραµµίσω τη θανατηφόρα, συχνά βραδυφλεγούς επιρροής, καταστροφική όψη αποσύνδεσης, που µπορεί να λάβει µια µορφή σαγήνης εντός του αναλυτικού ζεύγους, και η οποία µπορεί να οδηγήσει σε παραβιάσεις του πλαισίου και όχι σε γόνιµες ευελιξίες του, οι οποίες, αυτές οι τελευταίες, όπως ακούσαµε στην παρουσίαση του κ. Iστοσελίδα της Ελληνικής Ψυχαναλυτικής Εταιρείας Δελτίο [τεύχος 53] 2
Μητροσύλη, δύνανται να αποβούν ωφέλιµες για την αναλυτική διαδικασία και τους πρωταγωνιστές της, αν βεβαίως χρησιµοποιούνται µε φειδώ, στον σωστό χρόνο, µε κατάλληλο τρόπο και χειρισµούς από έναν έµπειρο αναλυτή. Σε αντίθεση λοιπόν µε τέτοιες γόνιµες και ωφέλιµες τροποποιήσεις κι ευελιξίες του πλαισίου και της αναλυτικής συνθήκης εκ µέρους του αναλυτή απέναντι στη σαγηνευτική όψη µαζικών µεταβιβάσεων του ασθενή (ιδιαίτερα παλινδροµικών κι ανυπόφορων και για τους δύο), χρειάζεται να διαφοροποιήσουµε εκείνες τις όψεις της σαγήνης-αποπλάνησης του ενός, του άλλου ή/και των δύο, που αποκτούν έναν τροµακτικά θανατηφόρο χαρακτήρα και οδηγούν σε συστηµατικές παραβιάσεις του πλαισίου: ο ασθενής του Φρόυντ «σηκώνεται από το ντιβάνι», προκαταβολικά απέναντι σε αυτή τη διείσδυση του αναλυτή. Ωστόσο, και χωρίς τέτοιες παραβιάσεις ή κόντρα-στάσεις, ο αναλυτής, και µόνο ανακοινώνοντας τον θεµελιώδη κανόνα, προβαίνει ούτως ή άλλως σε ένα είδος πράξης: πράξη που οδηγεί έναν άλλον ασθενή του Φρόυντ να µένει άλαλος, όπως ακούσαµε, να χάνει προσωρινά την πρόσβαση στον λόγο και τις αναπαραστάσεις λέξεως, αµέσως µετά από αυτή την αναγγελία (του θεµελιώδους κανόνα) και να αρνείται έτσι την υποταγήυπαγωγή του σε αυτόν τον κανόνα. Αρνούµενος όµως αυτή την υποταγή, αρνείται και την υπαγωγή του σε µια σχέση ασυµµετρίας, ιεραρχικά δοµηµένη, αρνείται επίσης τη συνδιαλλαγή µε το αντικείµενο και την παράδοσή του στον αυτοερωτισµό, που δεν χρειάζεται αντιληπτικόπραγµατικό έρεισµα για να βρει την ικανοποίηση, που µπορεί να καθιστά κάποιον ικανό να µένει µόνος παρουσία ενός άλλου, τον οποίον δεν βλέπει, δεν ακούει, αλλά ξέρει ότι είναι εκεί: ικανότητες που προϋποθέτουν µια επαρκή πρόσβαση στον δευτερογενή συµβολισµό, όπως µας υπενθύµισε συστηµατικά στο κείµενο που µας παρουσίασε ο κ. Μητροσύλης. Iστοσελίδα της Ελληνικής Ψυχαναλυτικής Εταιρείας Δελτίο [τεύχος 53] 3
2. Από ιστορική και επιστηµολογική άποψη, θα λέγαµε ότι η σαγήνη ακολούθησε την αντίστροφη πορεία από εκείνη της µεταβίβασης. Η σαγήνη-υποβολή (µέσω ύπνωσης) αρχικά θεωρήθηκε θεραπευτικό εργαλείο-σύµµαχος και στη συνέχεια διαπιστώθηκε ότι αποτελεί εµπόδιο. Η µεταβίβαση, αντίθετα, όπως γνωρίζουµε, αρχικά εκλήφθηκε ως εµπόδιο-αντίσταση στη θεραπεία και στη συνέχεια κατανοήθηκε ως αναπόσπαστο στοιχείο και µάλιστα ως το κατεξοχήν εργαλείο κάθε αναλυτικής διαδικασίας, ωστόσο όχι ξεκάθαρα απότοκό της (αφού ένας καταναγκασµός προς το µεταβιβάζειν ενυπάρχει πάντοτε, έξω από οποιαδήποτε αναλυτική σχέση, όπως µας υπενθυµίζει στο κείµενό του ο κ. Μητροσύλης), αλλά αναπόφευκτο εντός της και µάλιστα εντεινόµενο από αυτήν. Σαγήνη και µεταβίβαση σε αντίστροφη πορεία λοιπόν αλλά σε παράλληλες τροχιές, µε κοινό άξονα αναφοράς την ενόρµηση, την ώση του ενορµητικού, την έλξη του πράγµατος δηλαδή του απροσπέλαστου, που επιστρέφει διαρκώς, τέλος µε κοινό άξονα αναφοράς, κατά τη γνώµη µου, τόσο τον µαζοχισµό όσο και την αντίσταση: χωρίς αντίσταση δεν προχωρά καµία µεταβιβαστική διαδικασία (και δίχως έναν µίνιµουµ µαζοχισµό ίσως να µην ξεκινά καµία αναλυτική θεραπεία) και η ίδια η µεταβίβαση, ως επίκαιρη επανάληψη ενός παρελθόντος εντός της σχέσης µε τον αναλυτή, αποτελεί πράγµατι µία αντίσταση στην επαναµνηµόνευση. Εντέλει, η ίδια η σαγήνη αποτελεί, είτε το θέλουµε είτε όχι, είτε το αναγνωρίζουµε είτε όχι, αναπόσπαστο στοιχείο της αναλυτικής συνθήκης. Διότι, η σαγήνη κατοικεί στο ισόγειο της ιστορικής πορείας της ψυχανάλυσης (έστω κι αν έκτοτε το κρατάµε «κλειδωµένο»), µονάχα αργότερα χτίστηκαν οι επόµενοι όροφοι κι όσο και να θέλει κανείς να ξεµπερδέψει µε το παρελθόν και την καταγωγή του, αυτό δεν µπορεί παρά µονάχα ηµιτελώς να το επιτύχει, αυτό µας διδάσκει η κοινή µας υπαγωγή στον ευνουχισµό. Iστοσελίδα της Ελληνικής Ψυχαναλυτικής Εταιρείας Δελτίο [τεύχος 53] 4
Η αναγγελία του θεµελιώδους κανόνα εµπεριέχει ήδη έναν βαθµό σαγήνης, µας επισηµαίνει ο κ. Μητροσύλης, όπως και η ίδια η σιωπή του αναλυτή. Η τελευταία, προφανώς και δεν ερµηνεύεται από όλους µε τον ίδιο τρόπο ούτε καν από το ίδιο υποκείµενο σε διαφορετικές περιόδους της µεταβιβαστικής περιπέτειας: ωστόσο, µπορούµε να υποθέσουµε ότι εντός της σιωπής του αναλυτή κατοικεί πάντοτε ένας βαθµός σαγήνης, που συνταιριάζει συχνά µε µια υπαγωγή στην παιδική παντοδυναµία της σκέψης. Αν δεν ήταν έτσι τότε ο Winnicott δεν θα είχε χρειαστεί να δηλώσει ότι µιλάει τουλάχιστον µία φορά σε κάθε συνεδρία για να µην νοµίσει ο αναλυόµενος ότι τα κατάλαβε όλα! Iστοσελίδα της Ελληνικής Ψυχαναλυτικής Εταιρείας Δελτίο [τεύχος 53] 5