Γεωμετρική περίοδος. Πρωτογεωμετρικοί χρόνοι (1050-900 π.χ.)



Σχετικά έγγραφα
1. Λίθινοι ναοί 2. Λίθινα αγάλματα σε φυσικό και υπερφυσικό μέγεθος

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος

ΤΑΞΗ Ε. Pc8 ΝΤΙΝΟΣ & ΒΑΣΙΛΙΚΗ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΚΡΟΠΟΛΗΣ

Ακρόπολη. Υπεύθυνος Καθηγητής: Κος Βογιατζής Δ. Οι Μαθητές: Τριτσαρώλης Γιώργος. Τριαντόπουλος Θέμης. Ζάχος Γιάννης. Παληάμπελος Αλέξανδρος

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος

ΚΕΡΑΜΙΚΑ ΑΡΧΑΙΑ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΤΕΧΝΗ

Η θεώρηση και επεξεργασία του θέματος οφείλει να γίνεται κυρίως από αρχιτεκτονικής απόψεως. Προσπάθεια κατανόησης της συνθετικής και κατασκευαστικής

Γεωμετρική-Αρχαϊκή τέχνη. Ανδρουλάκη Ειρήνη Καθηγήτρια εικαστικός, MA art in education

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος

Μινωικός Πολιτισμός σελ

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος

ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑΣ ΣΤΗ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ. Δρ Δημήτρης Γ. Μυλωνάς

Ο Παρθενώνας, ναός χτισμένος προς τιμήν της Αθηνάς, προστάτιδας της πόλης της Αθήνας, υπήρξε το αποτέλεσμα της συνεργασίας σημαντικών αρχιτεκτόνων

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος

Έλλη Τσουρβάκα Χρήστος Χατζηγάκης

Κάθε Σάββατο και διαφορετική εμπειρία στο Μουσείο Ακρόπολης

Ανάγνωση - Περιγραφή Μνημείου: Ναός του Ηφαίστου

ΕΛΓΙΝΕΙΑ ΜΑΡΜΑΡΑ Με τον όρο ΕΛΓΙΝΕΙΑ ΜΑΡΜΑΡΑ εννοούμε τα μαρμάρινα γλυπτά του Παρθενώνα που βρίσκονται στο Βρετανικό Μουσείο. Αυτά τα γλυπτά ήταν στα

ΑΡΧΑΪΚΗ ΕΠΟΧΗ (σελ.84-97) Α. Βασιλεία α. Δικαίωμα να ψηφίζουν για ζητήματα της πόλης είχαν όλοι οι πολίτες, ακόμα και οι πιο φτωχοί

Ι. ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β': Η ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ ( π.Χ.) 3. Ο ΜΙΝΩΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ. - Η Κρήτη κατοικήθηκε για πρώτη φορά τη... εποχή.

ΟΜΗΡΙΚΗ ΕΠΟΧΗ (

Μυρτώ Παπαδοπούλου Ισαβέλλα Παπαδοπούλου Ά3α

Κυκλαδική τέχνη και σύγχρονη αφηρημένη τέχνη

ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑΣ ΣΤΗ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ. Δρ Δημήτρης Γ. Μυλωνάς

ΙΔΡΥΜΑ ΝΙΚΟΛΑΟΥ & ΝΤΟΛΛΗΣ ΓΟΥΛΑΝΔΡΗ ΜΟΥΣΕΙΟ ΚΥΚΛΑΔΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ

ΗΤΕΧΝΗΤΗΣΑΡΧΑΪΚΗΣ ΕΠΟΧΗΣ: Π.Χ. ΣΕΡ ΑΚΗ ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ - Η ΑΡΧΑΪΚΗ ΤΕΧΝΗ 1

ΥΛΗ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ ΙΣΤΟΡΙΑ Α ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ Α. ΑΡΧΑΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ

Εισαγωγή στην Κλασική Αρχαιολογία ΙΙ (5ος - 4ος αι. π.χ.) Ιφιγένεια Λεβέντη

Ελληνική μνημειακή ζωγραφική. Δ. Πλάντζος

0,1,1,2,3,5,8,13,21,34,55,89...

ΔΙΑΛΕΞΗ ΤΡΙΤΗ ΤΟ ΑΛΦΑΒΗΤΟ ΚΑΙ Η ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ

Εργασία Ιστορίας. Ελένη Ζέρβα

ΥΛΗ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ ΙΣΤΟΡΙΑ Α ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ

Αναρτήθηκε από τον/την Δρομπόνης Σωτήριος Πέμπτη, 18 Απρίλιος :48 - Τελευταία Ενημέρωση Πέμπτη, 18 Απρίλιος :49

1:Layout 1 10/2/ :00 μ Page 1. το αρχαιολογικό μουσείο ιωαννίνων

ΘΕΜΑ 1 ης ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΕΠΕΞΗΓΗΣΕΙΣ- ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΣΕΙΣ

1. Ο μυκηναϊκός πολιτισμός εμφανίζει σημαντικά κέντρα και σε περιοχές της Μακεδονίας και της Θράκης

Εισαγωγή στην Κλασική Αρχαιολογία ΙΙ (5ος - 4ος αι. π.χ.) Ιφιγένεια Λεβέντη

Αφιερώνω αυτή τηνεργασία στην αγαπηµένη µου δασκάλα, κυρία Ειρήνη Καραγιάννη, που µας δίδαξε µε τόση αγάπη και χαρά όλα τα µαθήµατα της Γ και Τάξης

Μόδα και ενδυμασία από τους προϊστορικούς μέχρι τους νεότερους χρόνους.

Ελληνιστική Περίοδος Πολιτισμός. Τάξη: Α4 Ονόματα μαθητών : Παρλιάρου Βάσω Σφήκας Ηλίας

Αρχαία Ελλάδα Κλασσική περίοδος. Ανδρουλάκη Ειρήνη Καθηγήτρια εικαστικός, MA art in education

ΚΥΚΛΑΔΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΙΣΤΟΡΙΑ Α ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ

Νεοκλασική μορφολογία και βασικές αρχές δόμησης

ΓΕΩΜΕΤΡΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΔΩΡΙΕΩΝ ΜΕΤΑΚΙΝΗΣΗ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ ΕΙΛΩΤΕΣ-ΠΕΡΙΟΙΚΟΙ. 11ος αι. 8 ος αι.π.χ.

Η τέχνη του ψηφιδωτού (με αφορμή επίσκεψη στον Όσιο Λουκά)

ΣΤΗΝ ΑΚΡΟΠΟΛΗ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ ΜΕ ΤΗ ΜΑΡΙΖΑ ΝΤΕΚΑΣΤΡΟ

ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΣΤΟ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ψ Ρ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΑΚΡΟΠΟΛΗ ΚΑΙ ΣΤΟ ΚΕΝΤΡΟ ΜΕΛΕΤΩΝ ΑΚΡΟΠΟΛΗΣ -N^ ->5^ **' ΑΣΗΜΙΝΑ ΛΕΟΝΤΗ

ΚΕΡΑΜΕΙΚΟΣ. Μετά τα Μηδικά κατακευάστηκε το 478 π.χ το Θεμιστόκλειο τείχος που χώρισε την κατοικημένη περιοχή από το νεκροταφείο.

Εισαγωγή στην Κλασική Αρχαιολογία ΙΙ (5ος - 4ος αι. π.χ.) Ιφιγένεια Λεβέντη

ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΣ. Χ ώ ρο ς Π.ΕΛΛΑΣ. Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού Εφορεία Αρχαιοτήτων Πέλλας

ΙΑ119 Θεωρητικές και μεθοδολογικές αρχές στη μελέτη της κλασικής τέχνης. Δημήτρης Πλάντζος

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΑΡΧΑΪΚΗ ΕΠΟΧΗ ΣΤΗΝ Τράπεζα Θεμάτων

ΑΡΧΑΪΚΗ ΕΠΟΧΗ. (479: τέλος Περσικών πολέμων)

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. - Γενική Εισαγωγή Iστορική αναδρομή Περιγραφή του χώρου Επίλογος Βιβλιογραφία 10

ΑΡΧΑΙΟ ΘΕΑΤΡΟ ΔΙΟΥ, Αλέξανδρος Μπαξεβανάκης, ΒΠΠΓ

2ο Γυμνάσιο Αγ.Δημητρίου Σχολικό έτος ΠΟΛΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΜΝΗΜΕΙΑ "ΣΠΑΡΤΗ" ΕΥΣΤΑΘΙΑΔΗΣ ΘΟΔΩΡΗΣ ΤΜΗΜΑ Γ 5 ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ

Λίγα Λόγια για τον Μυκηναϊκό Πολιτισμό

ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΘΕΑΤΡΟ ΤΗΣ ΛΙΝΔΟΥ ΣΟΦΙΑ ΒΑΣΑΛΟΥ ΒΠΠΓ

ΝΕΑ ΣΧΕΔΙΑΣΤΙΚΑ ΚΑΡΤΩΝ. Σχεδιαστικά καρτών και κείμενα περιγραφής σχεδίων ΠΡΩΙΜΗ ΚΑΙ ΜΕΣΗ ΧΑΛΚΟΚΡΑΤΙΑ. Master Card Classic Credit

[IA12] ΚΛΑΣΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ Β

ΕΝΑΛΛΑΣΣΟΜΕΝΗ ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΠΡΩΤΟΣ ΚΥΚΛΟΣ


ΡΩΜΑΪΚΗ ΤΕΧΝΗ. Πρότυπο Λύκειο Αναβρύτων Α Μάθημα: Ιστορία Υπευθ.Καθηγήτρια: Βαρβάρα Δημοπούλου

ΜΟΥΣΕΙΟ ΑΚΡΟΠΟΛΗΣ. Μουσειακή παρουσίαση του οικοδομικού προγράμματος του Αυτοκράτορα Αδριανού. Μουσείο Ακρόπολης, Ισόγειο.

Αλέξανδρος Νικολάου, ΒΠΠΓ

ΕΛΠ 11 - Κεφάλαιο δύο: Η Πόλη- Κράτος - onlearn.gr - ελπ - εαπ .Σε τέσσερις ενότητες η γέννηση κι η εξέλιξη της πόλης κράτους, στην οποία βασίστηκε η οργάνωση ολόκληρου του ελληνικού πολιτισμού.

ιάπλασn ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΙΟΥΛΙΟΣ νέα Μπολατίου

Η ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ (από το 1100 ως το 323 π.χ.) π.Χ.:Πρωτοϊστορική περίοδος που οδηγεί στο μυκηναϊκό πολιτισμό.

1. Χρωματίζω στη γραμμή του χρόνου την εποχή του χαλκού:

ΤΑ ΝΕΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ «ΠΑΜΕ ΣΤΗΝ ΑΚΡΟΠΟΛΗ» ΚΑΙ «ΠΑΜΕ ΣΤΟΝ ΑΡΧΑΙΟ ΠΕΡΙΠΑΤΟ ΤΗΣ ΑΚΡΟΠΟΛΗΣ»

Οδύσσεια Τα απίθανα... τριτάκια! Tετάρτη τάξη. Επαναληπτικές Ασκήσεις 2 ης ενότητας - Αρχαϊκά χρόνια. Αρχαϊκά Χρόνια

IA 64: Αττικά μελανόμορφα αγγεία Ευρυδίκη Κεφαλίδου

Απάντησε στις παρακάτω ερωτήσεις.

Κεφάλαιο 7. Kλασική Εποχή. Οι Τέχνες και τα Γράμματα

Ο ΜΥΚΗΝΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Η ζωή χωρίς ηλεκτρικό!

Αρχαιολογία των κλασικών και ελληνιστικών χρόνων (480 π.χ. - 1ος αι. π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος

ΣΤΟ ΚΑΣΤΡO ΤΗΣ ΚΩ Η ΓΕΦΥΡΑ ΤΟΥ ΚΑΣΤΡΟΥ

Σχεδιάζοντας μία εκπαιδευτική περιήγηση στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θηβών

Η ΚΑΘ ΗΜΑΣ ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ

ΜΥΚΗΝΑΪΚΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

Κείμενο Εκκλησίας του Τιμίου Σταυρού στο Πελέντρι. Ελληνικά

Αρχαίος Πύργος Οινόης Αρχαίο Φρούριο Ελευθερών Αρχαιολογικός χώρος Οινόης. Γιώργος Πρίμπας

ΜΑΘΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

ΣΥΝΤΟΜΟ ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΛΑΙΟΛΙΘΙΚΗ ΕΩΣ ΤΗ ΡΩΜΑΪΚΗ ΕΠΟΧΗ. Χρονολογία ως ως Νεότερη

ΑΡΧΑΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ. υπαίθρια αμφιθεατρική κατασκευή ημικυκλικής κάτοψης γύρω από μια κυκλική πλατεία

Ιστορία. Α Λυκείου. Κωδικός Απαντήσεις των θεμάτων ΟΜΑΔΑ Α. 1o ΘΕΜΑ

σε δράση Μικροί αρχιτέκτονες Όνομα μαθητή Εκπαιδευτικό πρόγραμμα Εκπαιδευτικό πρόγραμμα για μαθητές Γυμνασίου

Κυριότερες πόλεις ήταν η Κνωσός, η Φαιστός, η Ζάκρος και η Γόρτυνα

Η Νίκη ήταν κόρη της Στύγας και του Πάλλαντα. Είχε αδέρφια της το Κράτος, το Ζήλο και τη Βία.

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Ανώτατο Εκπαιδευτικό Ίδρυμα Πειραιά Τεχνολογικού Τομέα. Ιστορία Κατασκευών

2. Η ΑΙΓΥΠΤΟΣ (Σελ )

ΑΝΤΙΓΟΝΗ ΣΟΦΟΚΛΕΟΥΣ ΜΙΑ ΑΝΑΔΡΟΜΗ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ

ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΠΟΧΗ π.χ. (σελ ) 1. Να αντιστοιχήσετε τις λέξεις της στήλης Α με αυτές της στήλης Β. Α Β

Transcript:

Γεωμετρική περίοδος Παλαιότερα ήταν γνωστή ως «Σκοτεινοί χρόνοι», ένας όρος που σήμερα χαρακτηρίζει τους πρωτογεωμετρικούς και υπομηκυναϊκούς χρόνους. Ο χαρακτηρισμός αυτός υποδήλωνε μία αρνητική αξιολόγηση της εποχής αυτής σε σχέση με την μυκηναϊκή περίοδο που προηγήθηκε και ήταν μία περίοδος που οδήγησε σε σημαντικά επιτεύγματα. Η γενικότερη αναστάτωση στην περιοχή ως αποτέλεσμα της μετανάστευσης λαών της Μικράς Ασίας στα νότια και τα δυτικά που κατά συνέπεια διέλυσε το δίκτυο του εμπορίου και στις ελλαδικές περιοχές και στη συνέχεια οδήγησε σε οικονομικό μαρασμό, επέτρεψε σταδιακά την κάθοδο νέων φύλων προς τη νότια Ελλάδα. Σύμφωνα με την παράδοση τα φύλα αυτά ήταν οι Δωριείς και οι Θεσσαλοί. Η εγκατάσταση τους χαρακτηρίστηκε ως πρώτος αποικισμός. Υπάρχει ωστόσο και η απόψη που υποστηρίχθηκε πιο πρόσφατα ότι η αλλαγή του τρόπου ζωής από τους μυκηναϊκούς στους γεωμετρικούς χρόνους ενδεχομένως οφείλεται στις μετακινήσεις των παλαιότερων κατοίκων του ελληνικού χώρου, λόγω του νομαδικού τρόπου ζωής τους. Πρωτογεωμετρικοί χρόνοι (1050-900 π.χ.) Το πολιτειακό σύστημα επίσης μεταβλήθηκε. Ο βασιλέας, το συμβούλιο των γερόντων και η συνέλευση των πολεμιστών έδωσαν τη θέση τους στα παλαιότερα «φεουδαρχικού» χαρακτήρα κρατίδια. Η οικονομία επίσης από τον αλλάζει δραματικά. Οι άλλοτε πυκνές εμπορικές σχέσεις με την Ανατολική Μεσόγειο διακόπηκαν και κυριάρχησε η αγροτική κλειστή οικονομία. Την ίδια αυτή περίοδο εγκαταλείφθηκε η χρήση της γραφής (Γραμμικής Β ) που δεν γενικεύτηκε στους πολιτισμούς της Εποχής του Χαλκού αλλά θα επανέλθει με την εισαγωγή του «φοινικικού» αλφαβήτου. Την ίδια αυτή περίοδο εγκαταλείπεται ο μνημειακός χαρακτήρας της τέχνης αλλά και οι διακοσμητικές τέχνες της Εποχής του Χαλκού, όπως η μικροτεχνία, η κοσμηματοτεχνία, η σφραγιδογλυφία κ.α. Ωστόσο φαίνεται ότι επιβιώνουν τόσο η λατρεία ορισμένων θεοτήτων αλλά και άλλων μυθολογικών οντοτήτων από τον

μυκηναϊκό κόσμο, όπως προκύπτει από πληροφορίες που μας παρέχουν οι πινακίδες της Γραμμικής Β και εικονογραφικά στοιχεία. Στην αγγειογραφία που αποτελεί το πιο χαρακτηριστικό κατάλοιπο της περιόδου κυριαρχούν τα γεωμετρικά θέματα (ομόκεντροι κύκλοι, ημικύκλια, ρόμβοι κλπ) και για τη διακόσμηση τους χρησιμοποιείται η τεχνική της σκιαγραφίας, δηλαδή παχύρευστο διάλυμα εξαιρετικά καθαρού πηλού χρησιμοποιείται ως «χρώμα» σε ερυθρό ή καστανό. Τα σχήματα αποδίδονται με γραμμικό και όχι με ελεύθερο σχέδιο, σχεδιάζονταν δηλαδή με διαβήτη. Γεωμετρική περίοδος (900-700 π.χ.) Το όνομα της προέρχεται από την τέχνη της εποχής και ιδιαίτερα την κεραμεική, η οποία διακοσμείται κυρίως με γεωμετρικά σχήματα. Τον 9 ο και τον 8 ο αι. π.χ.αναδύονται οι πόλεις-κράτη. Ήδη από τα τέλη του 9 ου αι. παρατηρείται αύξηση του πληθυσμού. Την ίδια εποχή αποδυναμώνεται η βασιλεία και αντικαθίσταται σταδιακά από αριστοκρατικά καθεστώτα. Στην κοινωνία παγιώνεται η κοινωνική διαστρωμάτωση σε γαιοκτήμονες, αγρότες, άκληρους (θήτες) και δούλους. Ο αγροτικός χαρακτήρας της οικονομίας διατηρείται. Ο κλειστός της χαρακτήρας, με προσανατολισμό στην αυτάρκεια φέρνει και πολιτιστική εσωστρέφεια. Παράλληλα αναπτύσσεται η οικοτεχνία. Ωστόσο, σταδιακά οι Έλληνες αρχίζουν και πάλι να βγαίνουν στο εμπόριο και να πυκνώνουν τις σχέσεις τους με την περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Ο αποικισμός που αρχικά οδήγησε στην ίδρυση εμπορικών σταθμών και στη συνέχεια σε οργανωμένες αποικίες ήταν ένας τρόπος να αντιμετωπιστεί η αύξηση του πληθυσμού στις ελληνικές πόλεις και να δοθεί λύση στις πολιτικές συγκρούσεις με τη ντόπια αριστοκρατία. Η δραστηριότητα αυτή έφερε τους Έλληνες σε επαφή με τους Φοίνικες, ένα λαό ιδιαίτερο δραστήριο εμπορικά. Συνέπεια αυτής της επαφής υπήρξε και η εισαγωγή του φοινικικού αλφαβήτου. Επίσης, τον 8 ο αιώνα χρονολογείται από τους περισσότερους ειδικούς η σύνθεση της Ιλιάδας και της Οδύσσειας. Την ίδια περίοδο τοποθετείται και το έργο του Ησιόδου. Η Θεογονία παρουσιάζει ολοκληρωμένο το πάνθεον και τη γενεαλογία του. Το πέρασμα από μια αρχέγονη εποχή ερμηνεύεται μέσα από τις συγκρούσεις διαφορετικών γενεών θεοτήτων (Ουρανός-Κρόνος-Δίας).

Αυτή την εποχή ιδρύονται Ιερά με τοπικό ή πανελλήνιο χαρακτήρα και φαίνεται ότι παγιώνεται το θρησκευτικό σύστημα των Ελλήνων. Οι παραστατικές τέχνες επανεμφανίζονται μετά το τέλος της Μυκηναϊκής εποχής. Η κεραμική και η αγγειογραφία αποτελούν το πιο χαρακτηριστικό πολιτιστικό επίτευγμα αυτής της εποχής. Η διακόσμηση εξακολουθεί να χρησιμοποιεί πλήθος γεωμετρικών σχημάτων, όπως ο μαίανδρος, ο ρόδακας, η σβάστικα, ο σταυρός, ομόκεντροι κύκλοι κ.ά. Η κεραμική χαρακτηρίζεται από ένα στιβαρό χτίσιμο, που επιτείνεται από τη διακόσμηση. Το αγγείο αποτελεί ένα ολοκληρωμένο σύνολο. Η πρόοδος της τεχνολογίας είναι προφανής από την κατασκευαστική αρτιότητα των αγγείων και την επιμελημένη διακόσμηση. Από τα μέσα του 8 ου αιώνα και μετά εισάγονται όλο και περισσότερο εικονιστικές παραστάσεις σε αρμονία όμως με τα γεωμετρικά θέματα, όπως σκηνές με εικονογραφικές αναφορές στο μύθο, την πρόσφατη ιστορία ή και την καθημερινή ζωή, ιδιαίτερα δε σχετίζονται με τα ταφικά έθιμα, απεικονίζεται δηλαδή η πρόθεση (έκθεση του νεκρού πριν την ταφή, η σκηνή περιβάλλεται από άνδρες και γυναίκες που θρηνούν), η εκφορά, δηλαδή η μεταφορά του νεκρού στον τόπο ταφής. Ενώ στα αγγεία του Διπύλου, τα πιο εντυπωσιακά και χαρακτηριστικά αγγεία της περιόδου απεικονίζονται και παρελάσεις αρμάτων και σκηνές μάχης. Οι σκηνές πλοίων πιθανότατα σχετίζονται με την απεικόνιση πραγματικών ή μυθικών πολεμικών επιτυχιών του νεκρού ή της γενιάς του. Τον 8 ο αιώνα λοιπόν επανεισάγεται στην ελληνική τέχνη το παραστατικό σύστημα που θα επικρατήσει στους αιώνες που θα ακολουθήσουν. Η ελληνική μυθολογία αποτελεί τον κυριότερο χώρο έμπνευσης για αυτά τα εικονιστικά θέματα μαζί με τα πρώτα θέματα που εισάγονται από την τέχνη της Ανατολής. Η αρχιτεκτονική συνεχίζει τις μορφές της προηγούμενης, της πρωτογεωμετρικής, περιόδου και τα κτίρια εξακολουθούν να είναι κτισμένα από ταπεινά υλικά. Οι ναοί έχουν σχήμα ορθογώνιου παραλληλογράμμου, με την είσοδο στη μία στενή πλευρά, ακολουθώντας τον τύπο του υπομηκηναϊκού «Μεγάρου», σχήμα που θα επικρατήσει στα ναϊκά κτίρια την επόμενη χιλιετία.

Αρχαϊκή περίοδος (700-480 π.χ.) Η αρχαϊκή περίοδος διαιρείται σε δύο υποπεριόδους, την λεγόμενη «Ανατολίζουσα» περίοδο (7 ος αι.) και την ώριμη αρχαϊκή περίοδο (περίπου 610-480 π.χ.). Πρόκειται για μία περίοδο μεγάλων κοινωνικών και πολιτικών αλλαγών. Αν και η οικονομία παραμένει κυρίως αγροτική, αναπτύσσονται όλο και περισσότερο το εμπόριο, η ναυτιλία και η βιοτεχνία. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου συνεχίζεται το φαινόμενο του λεγόμενου δεύτερου αποικισμού με αποτέλεσμα να επέλθει κοινωνική ειρήνη στις πόλεις-κράτη του κυρίως ελλαδικού χώρου. Οι κοινωνικές αναταραχές που άρχισαν στο τέλος της Γεωμετρικής εποχής οδήγησαν σε νομοθετικές και πολιτειακές παρεμβάσεις που έφεραν πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα και σε άλλες κοινωνικές τάξεις εκτός από τους αριστοκράτες. Η νομοθετική μεταρρύθμιση στη Σπάρτη από το Λυκούργο τοποθετείται προς τα τέλη του 7 ου αιώνα, ενώ στην Αθήνα ο Δράκων γύρω στο 630 π.χ. και ο Σόλων το 594 π.χ. επιχειρούν αντίστοιχες μεταρρυθμίσεις. Αυτή την περίοδο εμφανίζεται και η Τυραννίς, μία νέα μορφή πολιτεύματος, όπου πολιτικοί άνδρες συνήθως αριστοκρατικής καταγωγής πετυχαίνουν να καταλάβουν την εξουσία στηριγμένοι στην υποστήριξη των λαϊκών στρωμάτων. Τον 7 ο αιώνα οι ελλαδικές πόλεις κατακλύζονται από αντικείμενα «ανατολίζουσας» τεχνοτροπίας. Στη μεταλλοτεχνία, στη μικροτεχνία, στην κεραμική εισάγονται νέα θέματα, όπως η σφίγγα, ο γρύπας, η σειρήνα και άλλα υβριδικά τέρατα. Παράλληλα χρησιμοποιούνται και διάφορες μορφές ζώων, όπως το λιοντάρι, ο αίγαγρος κ.ά. Τα χαρακτηριστικά που επικρατούν στις παραστατικές τέχνες είναι η διακοσμητικότητα, και η εκζήτηση, ενώ είναι αισθητή και μία ροπή προς τον πολυχρωμία. Επίσης, η πύκνωση των επαφών με τον υπόλοιπο μεσογειακό κόσμο επέτρεψαν την εισαγωγή σπάνιων υλικών, όπως το ελεφαντόδοντο, οι πολύτιμοι λίθοι, το γυαλί, η φαγεντιανή κ.ά. Στην κεραμική που παραμένει το σημαντικότερο μέσο έκφρασης αυτή την περίοδο το σημαντικότερο εργαστήριο είναι το κορινθιακό, τουλάχιστον για τον 7 ο αιώνα. Στην εικονογραφία του κυριαρχούν ζωφόροι ζώων ή μυθικών τεράτων αλλά και εικονιστικές παραστάσεις. Οι Κορίνθιοι κεραμείς χρησιμοποιούν την τεχνική του

περιγράμματος στην πρώτη περίοδο ενώ μετά το πρώτο μισό του 7 ου αιώνα στρέφονται σχεδόν αποκλειστικά στην τεχνική της σκιαγραφίας, χρησιμοποιώντας όμως και την εγχάραξη για την υποδήλωση ανατομικών λεπτομερειών. Το δεύτερο σημαντικότερο εργαστήριο κεραμικής αυτής της περιόδου είναι στην Αθήνα αλλά τα αγγεία της δεν έχουν τη διάδοση που γνωρίζουν τα αντίστοιχχα κορινθιακά εργαστήρια. Ο δαιδαλικός ρυθμός Φαίνεται ότι η εισαγωγή πήλινων ή ελεφαντοστέϊνων ειδωλίων που απεικόνιζαν τη συριακή θεά Αστάρτη γνώρισε μεγάλη διάδοση και είχε μία μεγάλη επίδραση, καθώς δημιουργήθηκαν ελληνικές εκδοχές των συριακών προτύπων. Ο δαιδαλικός ρυθμός λοιπόν που εντοπίζεται στην μικροτεχνία, την κοσμηματοτεχνία και την πλαστική κυρίως χαρακτηρίζεται από σχηματικότητα, διακοσμητικότητα, ακαμψία. Επίσης απουσιάζει το μνημειακό μέγεθος, ενώ τέλος τυπική είναι απόδοση της ανθρώπινης κεφαλής, δηλαδή τριγωνικό πρόσωπο, το οποίο σταδιακά γίνεται ωοειδές και τη χαρακτηριστική κόμμωση, «οροφωτή φενάκη», όπως λέγεται, που θυμίζει τα συριακά και φοινικικά ειδώλια, που με τη σειρά τους μιμούνται αιγυπτιακά πρότυπα. Στην αρχιτεκτονική οι εξελίξεις είναι ραγδαίες. Εκτελούνται μεγάλα οικοδομικά προγράμματα κυρίως στα πανελλήνια ιερά. Έτσι οριστικοποιείται η οριζόντια διαρρύθμιση που θα κρατήσει έως το τέλος της αρχαιότητας. Πιο συγκεκριμένα ο ναός στην κάτοψη αποτελείται από τα εξής αρχιτεκτονικά μέρη: το σηκό, τον πρόναο και τον οπισθόδομο. Με το ναό της Ήρας της Ολυμπίας έχει αποκρυσταλλωθεί ήδη από τις αρχές του 6ου αι.π.χ. η κανονική κάτοψη ενός αρχαίου ελληνικού ναού: πρόναος, με δύο κίονες ανάμεσα στις παραστάδες, σηκός, όπου στηνόταν το λατρευτικό άγαλμα του θεού και οπισθόδομος με δύο και πάλι κίονες ανάμεσα στις παραστάδες. Το οικοδόμημα περιβάλλεται από κιονοστοιχία, την περίσταση ή πτερό, που όταν είναι απλή το οικοδόμημα ονομάζεται απλά περίπτερο, που όταν είναι διπλή δίπτερο, τριπλή τέλος τρίπτερο. Δίπτερα και τρίπτερα οικοδομήματα απαντούν κυρίως στην Ιωνία και είναι ιωνικού ρυθμού. Ψευδοπερίπτερο εξάλλου λέγεται το οικοδόμημα στο οποίο η απλή κιονοστοιχία βρίσκεται σε τόση απόσταση από τους τοίχους του σηκού, σαν να επρόκειτο για την εξωτερική κιονοστοιχία δίπτερου οικοδομήματος, σαν να έχει παραλειφθεί δηλαδή η εσωτερική κιονοστοιχία του πτερού.

Τα οικοδομήματα που έχουν πρόναο και οπισθόδομο με δύο κίονες ανάμεσα στις παραστάδες λέγοντα διπλά «εν παραστάσι», όταν όμως έχουν μόνο πρόναο με δύο κίονες ανάμεσα στις παραστάδες και όχι οπισθόδομο, τότε λέγονται απλά «εν παραστάσι». Εφόσον αυτά τα οικοδομήματα έχουν και πτερό ή περίσταση ονομάζονται: ναός περίπτερος διπλός «εν παραστάσι»κ.ο.κ. Άλλος τύπος ναϊκού οικοδομήματος είναι εκείνος στον οποίο οι παραστάδες στον πρόναο και στον οπισθόδομο έχουν αντικατασταθεί από κίονες, ώστε μπροστά από την είσοδο να υπάρχει μία σειρά κιόνων. Οι ναοί αυτού του τύπου ονομάζονται πρόστυλοι όταν η πρόσταση υπάρχει μόνο στην είσοδο και αμφιπρόστυλοι όταν υπάρχει και στον οπισθόδομο. Ο σηκός του ναού είναι η κατοικία του αγάλματος του θεού. Δεν τελούνται δηλαδή εδώ λατρευτικές πράξεις. Αυτές γίνονται στο ύπαιθρο, στο βωμό, που συνήθως βρίσκεται απέναντι από την είσοδο του ναού και συμμετρικά σε σχέση με αυτόν. Αυτός είναι ίσως και ο λόγος για τον οποίο δεν ανοίγονταν παράθυρα στους τοίχους του σηκού του ναού. Έτσι το φως που έφθανε στο σηκό από τη θύρα της εισόδου ήταν λιγοστό. Ωστόσο, πολλοί ναοί θα φωτίζονταν και από ένα κεντρικό οπαίο που θα υπήρχε στη στέγη του σηκού. Επίσης αποκρυσταλλώνεται η όψη των ναών με την τυποποίηση των δύο κυριότερων συστημάτων (ρυθμών) ναϊκής μορφολογίας, στην ελληνική αρχιτεκτονική, του δωρικού και του ιωνικού. Οι χαρακτηριστικές διαφορές του δωρικού από τον ιωνικό ρυθμό σημειώνονται στην ανωδομή. Και πρώτα πρώτα διαφέρουν οι κίονες. Ο δωρικός κίονας πατεί απευθείας στο στυλοβάτη, χωρίς βάση, αντίθετα από τον ιωνικό κίονα που πατεί σε βάση με διάφορες παραλλαγές (σαμιακή, εφεσιακή κλπ.), ανάλογα με το συνδυασμό σπείρας, κυρτού προφίλ και τροχίλου ή σκοτίας-κοίλου προφίλ που γίνεται σε κάθε περίπτωση. Έπειτα ο δωρικός κίονας έχει μικρότερο αριθμό ραβδώσεων (16-20), που συναντώνται σε οξείες ράχες, ενώ ο ιωνικός έχει περισσότερες ραβδώσεις 24-44 με επίπεδες ράχες (ταινίες). Ο δωρικός κίονας είναι εξάλλου βραχύτερος και παχύτερος από τον ιωνικό που δείχνει ψιλόλιγνος. Οι κίονες λεπταίνουν βαθμιαία προς τα πάνω μείωση-σε μερικούς δωρικούς όμως τα περιγράμματα καμπυλώνονται ελαφρά στο κάτω μέρος, δηλώνοντας έτσι την πίεση από το βάρος του θριγκού. Η χαρακτηριστικότερη όμως διαφορά των δύο ρυθμών υπάρχει στο κιονόκρανο. 6 ος αιώνας

Αυτή την περίοδο οι οικονομικές, πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες επιτρέπουν την ανάδυση ενός ενιαίου ελληνικού πολιτισμού, ενώ τα δάνεια από τους πολιτισμούς της Ανατολής ενσωματώνονται αρμονικά. Αναπτύσσεται πλέον η μνημειακή τέχνη με χαρακτηριστικότερη την έκφραση της στη γλυπτική. Τον 6ο αιώνα οι βασικοί τύποι της γλυπτικής είναι οι: η κόρη, ο κούρος και η καθιστή μορφή, γυναικεία ή ανδρική. Ας σημειωθεί, ωστόσο, ότι καθιστές ανδρικές μορφές από τον 7ο αιώνα είναι σπάνιες. Τον 6ο αιώνα πολύ γνωστή και σημαντική είναι η σειρά των καθιστών ανδρικών και γυναικείων μορφών από την Ιερά Οδό, που οδηγούσε από τη Μίλητο στο ιερό του Απόλλωνα στα Δίδυμα της Μιλήτου. Οι ανδρικές μορφές πρέπει να ήταν τοπικοί ηγεμόνες ή άρχοντες και οι γυναικείες οι σύζυγοι τους ή ιέρειες του Απόλλωνα. Αυτές οι καθιστές μορφές από τα Δίδυμα κάθονται σε θρόνο και ακουμπούν τα χέρια τους με τις παλάμες ανοικτές ή τη μία σφιγμένη σε γροθιά στα γόνατα. Καθιστές μορφές σώζονται επίσης από τη Σάμο, την Ακρόπολη της Αθήνας στη Δήλο, Αρκαδία και Βοιωτία. Οι κόρες του 6ου αιώνα διαφέρουν σημαντικά στο ένδυμα και στη στάση από τις κόρες του 7ου αιώνα, ώστε κάποιοι να μιλούν για νέο εικονογραφικό τύπο. Φαίνεται ότι ήδη από τα πρώτα χρόνια του 6ου αι. π.χ. εγκαταλείφθηκε ο βαρύς πέπλος και το επίβλημα. Οι κόρες προτιμούν αυτήν την εποχή το λεπτό ιωνικό χιτώνα με τα μακριά μανίκια. Έτσι δύο κόρες από τη Χίο χρονολογούνται γύρω στο 580 π.χ., ενώ την ίδια περίπου εποχή στη Σάμο εμφανίζεται το λοξό ιωνικό ιμάτιο, που θα αποτελέσει μαζί με το χιτώνα το τυπικό ένδυμα των αρχαϊκών κορών στο δεύτερο μισό του 6ου αι. π.χ. Το λοξό ιωνικό ιμάτιο είναι κοντό και φοριέται κανονικά πάνω στο δεξιό ώμο και κάτω από την αριστερή μασχάλη. Εξαίρεση αποτελεί ως προς την ενδυμασία η Πεπλοφόρος της Ακρόπολης που φορεί τον αρχαιοπρεπή για τον 6ο αι. π.χ. πέπλο και γι αυτό θεωρήθηκε άγαλμα ιέρειας ή θεάς. Από όλα τα παραπάνω γίνεται φανερό ότι ο τύπος της κόρης δεν είναι το ίδιο αυστηρά καθορισμένος όσο ο τύπος του κούρου ούτε και κατά το δεύτερο μισό του 6ου αι. π.χ., οπότε επικρατεί γενικά η ιωνική ενδυμασία, πράγμα που συνεπάγεται μεγαλύτερη ομοιογένεια.

η παράσταση μίας νέας γυναίκας ορθής και μετωπικής, ντυμένης με πλούσια ενδύματα και στολισμένης με πολλά κοσμήματα, η οποία τον 6ο αι. π.χ. κρατεί μία προσφορά στο ένα χέρι. Ο τύπος αντικατοπτρίζει πιθανότατα την εμφάνιση σε δημόσιες εκδηλώσεις των ευγενών κορών των αρχαϊκών χρόνων, που θα αποτελούσαν ασφαλώς το κοινωνικό πρότυπο της εποχής τους. Η χρονολόγηση των αγαλμάτων των κορών βασίζεται στην τάση για ολοένα πιο σύμφωνη με τα φυσικά πρότυπα παράσταση τους, πράγμα που ισχύει βέβαια και για όλους τους άλλους τύπους της αρχαϊκής πλαστικής. Το «αρχαϊκό μειδίαμα» που ζωντανεύει την έκφραση όλων σχεδόν των ανθρώπινων αρχαϊκών μορφών διαπιστώνεται κατεξοχήν στις κόρες. Το μειδίαμα αυτό θα σβήσει με το πέρασμα στον 5ο αιώνα. Χαρακτηριστικό δείγμα υστεροαρχαϊκής κόρης είναι η κόρη του Ευθυδίκου από την Ακρόπολη της Αθήνας, γνωστή ως «μουτρωμένη» ακριβώς επειδή η έκφραση της είναι σοβαρή, σχεδόν σκυνθρωπή. Στο τύπο του κούρου δε σημειώνονται αλλαγές με το πέρασμα από τον 7ο στον 6ο αι. π.χ. Η τάση για υπερφυσικού μεγέθους αγάλματα κούρων που μαρτυρείται στα τελευταία έτη του 7ου και στο πρώτο τέταρτο του 6ου αι. π.χ. στη Νάξο, στην Αττική και αλλού υποχωρεί βαθμιαία. Οι μορφές του σώματος και οι ανατομικές λεπτομέρειες γενικότερα αποδίδονται όλο και πιο φυσιοκρατικά, τα χέρια τοποθετούνται σωστότερα σε σχέση με το σώμα και απομακρύνονται όλο και περισσότερο από αυτό, τα μαλλιά κονταίνουν, όχι χωρίς εξαιρέσεις πάντως. Την εξέλιξη του τύπου του κούρου μπορεί να παρακολουθήσει κανείς καθαρά στα αττικά αγάλματα των κούρων, όπου σώζεται μία πλήρης σειρά από όλες τις φάσεις εξέλιξης της αρχαϊκής πλαστικής. Άλλοι τύποι αρχαϊκής πλαστικής είναι ο τύπος του λατρευτή ή αναθέτη. Πολύ γνωστός είναι ο «Μοσχοφόρος» της Ακρόπολης. Στην αγγειογραφία ήδη από το τέλος του 7ου αιώνα έχει εφευρεθεί ο μελανόμορφος ρυθμός. Η διακόσμηση των αγγείων γίνεται με μαύρο γάνωμα πάνω στην ανοικτόχρωμη στο χρώμα του πηλού- επιφάνεια των αγγείων. Το γάνωμα αυτό δεν είναι χρώμα αλλά απόσταγμα του ίδιου του πηλού από τον οποίο κατασκευάζονται τα

αγγεία (πρόκειται για καλύτερα επεξεργασμένο με συνεχείς διηθήσεις πηλό). Το μαύρο έως σκούρο καφέ ή και κοκκινωπό χρώμα που παίρνει το γάνωμα και έτσι δημιουργείται η αντίθεση ανάμεσα στην ανοικτόχρωμη επιφάνεια του αγγείου και στη σκοτεινόχρωμη διακόσμηση, οφείλεται στο ψήσιμο του αγγείου σε εναλλάξ χαμηλότερες και υψηλότερες θερμοκρασίες σε συνδυασμό με την είσοδο ή μη οξυγόνου στον κεραμεικό κλίβανο. Οι λεπτομέρειες των μορφών και της διακόσμησης έχουν χαραχθείς πριν το ψήσιμο με οξύ εργαλείο που απομάκρυνε το μαύρο γάνωμα στα σημεία της χάραξης. Πιθανότατα η τεχνική αυτή οφείλεται στην επίδραση της μεταλλοτεχνίας, όπου, όπως είναι φυσικό, οι παραστάσεις αποδίδονται συχνά με χάραξη. Με τη χρήση εξάλλου επίθετου λευκού και πορφυρού χρώματος διακρίνονται οι γυναίκες από τους άνδρες και τονίζονται κάποιες λεπτομέρειες των παραστάσεων. Ένα από τα πιο πρώιμα παραδείγματα στην Αττική αυτής της τεχνικής είναι ο αμφορέας του ζωγράφου του Νέσσου στο ΕΑΜ, που χρονολογείται γύρω στο 610 π.χ. Στο λαιμό του ταφικού αυτού αμφορέα παριστάνεται η πάλη του Ηρακλή με τον κένταυρο Νέσσο, ενώ στην κοιλιά οι Γοργόνες, αδελφές της αποκεφαλισμένης από τον Περσέα Μέδουσας, καταδιώκουν τον ήρωα. Υπάρχουν διάφοροι επώνυμοι αγγειογράφοι αυτής της πρώιμης αττικής αγγειογραφίας και κεραμεικής. Ανάμεσα τους ξεχωρίζουν ο Κλειτίας και ο Εργότιμος. Ο Εργότιμος υπογράφει ως αγγειοπλάστης (εποίησε) και ο Κλειτίας ως αγγειογράφος (έγραψεν) σε μεγάλο ελικωτό κρατήρα που βρέθηκε σε ετρουσκικό τάφο και εκτίθεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Φλωρεντίας και είναι γνωστό ως αγγείο Φρανσουά, από το όνομα του αρχαιολόγου που το βρήκε. Το αγγείο έχει ύψος 66 εκ και ανασυστάθηκε από 638 κομμάτια. Διακοσμείται με 270 μορφές ανθρώπων και ζώων, πολλές από τις οποίες ταυτίζονται χάρη στις 121 επιγραφές που διαβάζονται στην επιφάνεια του αγγείου. Η διακόσμηση απλώνεται σε ζώνες που καλύπτουν ολόκληρη την επιφάνεια του. Στα χείλη παριστάνεται ο χορός των νέων της Αττικής μετά από τη σωτηρία τους από το Θησέα στην Κρήτη και στην άλλη η θήρα του Καλυδωνίου κάπρου με πρωταγωνιστές το Μελέαγρο και την Αταλάντη, επίσης στην επόμενη ζώνη του λαιμού απεικονίζεται Κενταυρομαχία, αρματοδρομία προς τιμή του νεκρού Πατρόκλου και άλλα μυθολογικά θέματα.

Ο Εξηκίας θεωρείται ως ο κορυφαίος αγγειογράφος της αρχαϊκής αττικής αγγειογραφίας. Το ύφος του είναι μεγαλόπρεπο και τα θέματα του δραματικά. Σε έναν αμφορέα απεικονίζεται η αυτοκτονία του Αίαντα, ενώ στον αμφορέα του στο Βρετανικό Μουσείο ο Αχιλλέας σκοτώνει τη βασίλισσα των αμαζόνων Πενθεσίλεια αλλά την ίδια στιγμή τα βλέμματα τους συναντιούνται ερωτικά. Τέλος στον αμφορέα του Βατικανού ο Αχιλλέας με τον Αίαντα παίζουν πεσσούς. Ο Εξηκίας ήταν εκτός από αγγειογράφος και εφευρετικός αγγειοπλάστης. Η υπογραφή «Εξηκίας έγραφσε καποίησε με»σώζεται σε μερικά αγγεία του. Ήταν σίγουρα πολύπλευρη και πολυτάλαντη προσωπικότητα και θεωρείται πιθνόν ότι από το εργαστήριο του ξεκίνησε ο ζωγράφος του Ανδοκίδη, ο εφευρέτης της ερυθρόμορφης τεχνικής στη διακόσμηση των αγγείων. Ο ζωγράφος του Ανδοκίδη λοιπόν χρησιμοποίησε για πρώτη φορά την ερυθρόμορφη τεχνική στη διακόσμηση των αγγείων γύρω στο 525 π.χ. Σύμφωνα με την τεχνική αυτή οι μορφές των παραστάσεων διατηρούν το κοκκινωπό χρώμα του πηλού, ενώ το βάθος της παράστασης βάφεται μαύρο, όπως επίσης οι λεπτομέρειες των μορφών και τα φυτικά και άλλα κοσμήματα, που διακοσμούν σε δευτερεύουσες θέσεις τα αγγεία. Πρόκειται δηλαδή για μία τεχνική ακριβώς αντίστροφη από τη μελανόμορφη, όπου οι μορφές ζωγραφίζονταν μαύρες πάνω στην κοκκινωπή επιφάνεια του αγγείου. Η ερυθρόμορφη τεχνική έχει το πλεονέκτημα ότι οι μορφές δείχνουν να έχουν περισσότερο όγκο και ότι με την χρησιμοποίηση πινέλων διαφορετικού πάχους αποδίδονται γραμμές λεπτότερες και παχύτερες, που υπογραμμίζουν με διαφορετική ένταση τις λεπτομέρειες. Έτσι για την παράσταση των μαλλιών χρησιμοποιείται αραιωμένο γάνωμα, το ίδιο συμβαίνει κάποτε και με την απόδοση των μυών, ενώ η ανάγλυφη γραμμή τονίζει τα περιγράμματα των μορφών ή και κάποιες άλλες λεπτομέρειες. Οι αγγειογράφοι έχουν λοιπόν τη δυνατότητα να ζωγραφίσουν πιο ελεύθερα και η τέχνη τους γενικά πλησιάζει περισσότερο τη ζωγραφική από όσο παλαιότερα η μελανόμορφη τεχνική. Οι αγγειογράφοι του τέλους του 6ου αι. π.χ. έχουν καλή γνώση της ανατομίας, αποδίδουν τον όγκο των μορφών, χρησιμοποιούν την ανάγλυφη γραμμή για τα περιγράμματα και την απόδοση των μυών και αραιωμένο γάνωμα για τα μαλλιά, το τρίχωμα του κορμού και άλλες λεπτομέρειες. Τα πρόσωπα και οι κνήμες παριστάνονται κατά τομήν, ενώ οι οφθαλμοί κατενώπιον. Οι πτυχώσεις των ενδυμάτων σχηματίζονται με λεπτές πυκνές γραμμές και έχουν ζιγκ-ζαγκ απολήξεις.

Γενικά όμως κινούνται μέσα στα όρια της αρχαϊκής συμβατικότητας, που θα εγκαταλειφθεί σταδιακά με το πέρασμα στους κλασικούς χρόνους. Η επόμενη γενιά των αρχαϊκών αγγειογράφων αποδίδει τις παραστάσεις πιο ελεύθερα. Οι πτυχές έχουν τοξωτές απολήξεις και παρακολουθούν τις κινήσεις των σωμάτων, η κόμη και οι γραμμές των πτυχών είναι ανοικτόχρωμες, ενώ οι σκηνές χαρακτηρίζονται συχνά από δραματική ένταση και πάθος. Κλασική περίοδος (480-336 π.χ.) Ο 5 ος και ο 4 ος αιώνας ονομάζονται Κλασική περίοδος. Τα συμβατικά όρια της περιόδου είναι το 480 π.χ. με τη ναυμαχία της Σαλαμίνας και το 336 π.χ., όταν με το θάνατο του Φιλίππου Β της Μακεδονίας και την έναρξη της εκστρατείας του Αλεξάνδρου, το κέντρο βάρους μετατοπίζεται ανατολικότερα. Η ωρίμανστη των κοινωνικοπολιτικών συνθηκών στην πόλη-κράτος και οι μεταρρυθμίσεις που πραγματοποιήθηκαν επέτρεψαν την εδραίωση δημοκρατικών καθεστώτων σε μεγάλο τμήμα του ελλαδικού χώρου. Οι περσικοί πόλεμοι σηματοδότησαν το θρίαμβο της δημοκρατικής διακυβέρνησης που αντικατέστησε έτσι το παλαιότερο κοινωνικό πρότυπο της αριστοκρατικής υπεροχής. Αυτό ήταν συνέπεια και την επικράτησης των μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων, των ναυτικών, των εμπόρων και των βιοτεχνών. Η τέχνη αυτής της περιόδου καθίσταται κλασική λόγω της ωριμότητας με την οποία αναδύεται σε όλο το εύρος του ελληνικού κόσμου κατά το δεύτερο τέταρτο του 5 ου αιώνα π.χ. Αν και η Αθήνα έχει τη μερίδα του λέοντος στην καλλιτεχνική και πνευματική παραγωγή αυτής της περιόδου (αρχιτεκτονική, γλυπτική, φιλοσοφικά και ιστορικά κείμενα, δραματική τέχνη κ.ά.) και άλλες ελληνικές πόλεις συμμετέχουν και συμβάλουν σημαντικά στη διαμόρφωση του κλασικού πολιτισμού. 5 ος αιώνας Ο γνωστός ως «χρυσός αιώνας» αρχίζει με την επικράτηση των ελληνικών πόλεων στους περσικούς πολέμους και τελειώνει με τη συντριβή της Αθήνας στον Πελοποννησιακό πόλεμο. Στα ιερά του αρχαία ελληνικού κόσμου αυτή την περίοδο παρουσιάζονται τα επιτεύγματα της τέχνης στη γλυπτική, την αρχιτεκτονική, στη ζωγραφική και την κεραμική.

Στην αγγειογραφία κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδος οι αρχαϊκές συμβατικότητες εγκαταλείπονται παραχωρώντας σταδιακά τη θέση τους σε μια πιο ελεύθερη απόδοση μορφών και συνθέσεων. Οι παραστάσεις τείνουν να αποκτήσουν βάθος, καθώς οι μορφές παριστάνονται σε στάση τριών τετάρτων και όχι κατά τομή και τοποθετούνται για πρώτο φορά σε διαφορετικό ύψος στο πεδίο της παράστασης. Επίσης την περίοδο αυτή επιχειρούνται στην αγγειογραφία προοπτικές σμικρύνσεις και σκίαση που αποδίδεται με γραμμές. Αυτές οι τομές οφείλονται στις κατακτήσεις της μεγάλης ζωγραφικής της εποχής την οποία ακολουθεί η αγγειογραφία. Στην πλαστική μεταξύ του 480 και του 450 π.χ. επικράτησε ο λεγόμενος αυστηρός ρυθμός. Καταργήθηκε δηλαδή το αρχαϊκό μειδίαμα, ως αποτέλεσμα της πιο φυσιοκρατικής απόδοσης του προσώπου. Επίσης η στάση των μορφών δημιουργεί μία αίσθηση σοβαρότητας και ενδοσκόπησης, ενώ γίνεται πιο άνετη και πειστική. Τέλος τα γυμνά μέρη των μορφών, ιδίως των ανδρικών, αποδίδονται με ανατομική ακρίβεια. Ο Παις του Κριτίου (π. 480 π.χ.) από την Ακρόπολη αποτελεί ίσως το πιο χαρακτηριστικό άγαλμα αυτής της μεταβατικής περιόδου, ενώ το χάλκινο άγαλμα του Δία (π.460-450 π.χ.) από το Ε.Α.Μ. αποτελεί ένα εξαιρετικό δείγμα τέχνης που προαναγγέλει τις κατακτήσεις της επόμενης περιόδου. Ο ναός του Δία στο ιερό της Ολυμπίας αποτελεί το χαρακτηριστικότερο δείγμα ναϊκής αρχιτεκτονικής του πρώτου μισού του 5 ου αιώνα. Τα αετωματικά γλυπτά και τα ανάγλυφα από αυτό το ναό αποδίδουν την ανθρώπινη μορφή εξιδανικευμένη μέσα όμως από την όλο και πιο φυσιοκρατική απόδοση. Πρόκειται για ένα κράμα εξιδανικευμένου ρεαλισμού που φαίνεται ότι εξελίχτηκε ως το κύριο χαρακτηριστικό της ελληνικής τέχνης. Το διάστημα από το 450 π.χ. έως το 400 π.χ. αναφέρεται συχνά ως «ώριμη κλασική περίοδος». Ένας σημαντικός αριθμός ναών και άλλων κτιρίων αναγείρονται στην Ακρόπολη της Αθήνας μεταξύ του 450 και του 400 π.χ. Τα κυριότερα είναι: Ο Παρθενών (447-432 π.χ.), τα Προπύλαια (437-432 π.χ.), το Ερεχθείον (421-415 και 410-406 π.χ.) και ο ναός της Αθηνάς Νίκης (περ.426-421 π.χ.). Ο Παρθενών σχεδιάστηκε και κτίστηκε από τους αρχιτέκτονες Ικτίνο και Καλλικράτη και ο γλύπτης Φειδίας ήταν υπεύθυνος για τον ευρύτερο σχεδιασμό του αρχιτεκτονικού προγράμματος, σχεδίασε το γλυπτό διάκοσμο και δημιούργησε το χρυσελεφάντινο άγαλμα της Αθηνάς. Η μεγάλη καινοτομία στο σχεδιασμό του Παρθενώνα έγκειται στην αλλαγή της αναλογίας, με την αύξηση του πλάτους του ναού και του ύψους των κιόνων σε σχέση με παλαιότερα «κανονικά» παραδείγματα

του δωρικού ρυθμού, στον οποίο εντάσσεται. Σημαντικά οικοδομικά προγράμματα αναπτύχθηκαν επίσης στην Αγορά της Αθήνας αλλά και σε διάφορα Ιερά της Αττικής όπως στη Βραυρώνα. Ο γλυπτός διάκοσμος του Παρθενώνα αποτελείται από αετώματα που έχουν θεματολογία σχετική με την μυθική ιστορία της Αττικής, στο ανατολικό αέτωμα εικονίζεται η Γέννηση της θεάς Αθηνάς και στο δυτικό αέτωμα η διαμάχη Ποσειδώνα και Αθηνάς για την ονομασία της πόλης. Στις 92 μετόπες που κοσμούσαν το θριγκό του ναού απεικονίζονταν η κενταυρομαχία (νότια), η αμαζονομαχία (δυτικά), η γιγαντομαχία (ανατολικά) και πιθανότατα η άλωση της Τροίας (βόρεια). Στις μεγάλες καινοτομίες του Παρθενώνα εντάσσεται και η παρουσία ζωφόρου, ενός παραδοσιακά ιωνικού στοιχείου στο γλυπτό διάκοσμο του ναού. Στην μήκους 160 μ. και ύψους 1 μ. παριστάνεται η παράδοση του πέπλου της Αθηνάς, η κορύφωση των Μεγάλων Παναθηναίων. Σε όλα τα γλυπτά του Παρθενώνα κορυφώνεται η προσπάθεια κατάκτησης ενός ρεαλιστικού ιδιώματος που ήταν ήδη εμφανές στα γλυπτά του ναού του Δία στην Ολυμπία. Η σημαντικότερη όμως καινοτομία των γλυπτών αυτών έγκειται στον χειρισμό του ενδύματος κυρίως των γυναικείων μορφών. Τα ογκώδη ενδύματα διαγράφουν την πλούσια καλοσχεδιασμένη πτυχολογία τους τα χυμώδη γυναικεία σώματα που μοιάζουν να αναπνέουν από κάτω τους. Η κλασική τεχνοτροπία διαχέεται την περίοδο αυτή στην τέχνη, όχι μόνον την πλαστική, ολόκληρου του ελλαδικού χώρου. Μετά τους γλύπτες του αυστηρού ρυθμού, ξεχωρίζει ο Αθηναίος Φειδίας και ο Αργείος Πολύκλειτος. Σύμφωνα με τον Πλίνιο (Φυσική Ιστορία) ο Πολύκλειτος είχε κατασκευάσει το άγαλμα ενός Δορυφόρου, δηλαδή ενός ακοντιστή με το δόρυ του, το οποίο αποτέλεσε κανόνα για τους μεταγενέστερους. Ο Δορυφόρος αναγνωρίζεται με βεβαιότητα σε μια σειρά αντιγράφων της ρωμαϊκής περιόδου. Σταδιακά η δήλωση του όγκου των γυναικείων ενδυμάτων κάτω από τη βαριά και πολύπλοκη πτυχολογία οδηγείται σε εκζήτηση με ενδύματα που φαίνονται λεπτότερα και πολύπτυχα, που κολλούν στο σώμα από τον αέρα. Αυτή η τεχνοτροπική έκφραση ονομάζεται «πλούσιος ρυθμός» και χρονολογείται μεταξύ 420-390 π.χ. Τα κύρια

χαρακτηριστικά του είναι η έμφαση στη φυσιοκρατική απόδοση της ενδυμασίας και η πλαστικότητα στην απόδοση της μυολογίας. Η αττική ερυθρόμορφη κεραμική παραμένει και αυτή την περίοδο σε επαφή με τις εξελίξεις στη μνημειακή τέχνη, τόσο σε θέματα τεχνικής όσο και εικονογραφίας. Η καθημερινή ζωή κεντρίζει ιδιαίτερα το ενδιαφέρον των αγγειογράφων, και κυρίως η ζωή στην πόλη: γιορτές όπου συμμετέχουν άνδρες και γυναίκες, θυσίες, δραματικές παραστάσεις κλπ, ενώ και τα λευκά αγγεία είναι μια σημαντική κατηγορία κεραμικής αυτής της περιόδου, με πιο έντονη την επίδραση της μνημειακής ζωγραφικής. Ο γνωστότερος ζωγράφος του πρώτου μισού του 5 ου αιώνα ήταν ο Πολύγνωτος ο Θάσιος, έργα του οποίου υπήρχαν στην Ποικίλη Στοά της Αγοράς και στην Πινακοθήκη των Προπυλαίων. Γνωρίζουμε τα έργα του μόνο μέσα από περιγραφές. Σύμφωνα με τους αρχαίους ιστορικούς ακολουθεί τις αρχές της τετραχρωμίας και ανέπτυξε την τεχνική αυτή με τέτοιο τρόπο ώστε να αποδίδει το ήθος των μορφών που εικόνιζε. 4 ος αιώνας Η προσωρινή κατάρρευση της Αθήνας με το τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου και το τέλος της Αθηναϊκής ηγεμονίας στον ελλαδικό κόσμο προκάλεσε νέες συγκρούσεις μεταξύ των ελληνικών πόλεων, καθώς η Σπάρτη επιχείρησε να ολοκληρώσει την προσπάθεια για πανελλήνια επιβολή. Η περίοδος συγκρούσεων που διαρκεί στο μεγαλύτερο μέρος του 4 ου αιώνα δημιουργεί βαθύτατη κρίση του δημοκρατικού πολιτεύματος αλλά και του θεσμού της πόλης-κράτους. Στην περίοδο αυτή οι αρχιτεκτονικοί ρυθμοί έχουν ήδη παγιωθεί και τα νέα κτίρια τείνουν να ακολουθούν τις κατακτήσεις της προηγούμενης περιόδου. Το σημαντικότερο έργο Ελλήνων καλλιτεχνών εκτός του ελλαδικού χώρου είναι το λεγόμενο Μαυσωλείο της Αλικαρνασσού. Σύμφωνα με τον Πλίνιο τέσσερις Έλληνες γλύπτες εργάστηκαν για το γλυπτό διάκοσμο του μνημείου, που συγκαταλεγόταν στα επτά θαύματα του κόσμου. Το θέατρο ανήκει στα κτίρια ειδικών χρήσεων που επινόησαν οι Έλληνες αρχιτέκτονες. Το θέατρο του Διονύσου ιδρύθηκε γύρω στο 500 π.χ. στη νότια κλιτύ της Ακρόπολης. Μετά από μία επέκταση τον 5 ο αι. π.χ. το θέατρο δέχτηκε

εκτεταμένες παρεμβάσεις γύρω στο 325 π.χ. όταν εξοπλίζεται με λίθινα εδώλια, συνολικής χωρητικότητας 17000 ατόμων. Σε ό, τι αφορά την πολεοδομική οργάνωση των πόλεων σε αυτή την περίοδο αποδίδεται το λεγόμενο Ιπποδάμειο σύστημα, το ρυμοτομικό σύστημα κατά το οποίο μια πόλη σχεδιάζεται με ορθολογικό τρόπο, βάσει ενός ορθογώνιου συστήματος δρόμων. Ο Ιππόδαμος είναι μια αινιγματική μορφή αρχιτέκτονα πολεοδόμου του 5 ου αι. π.χ. στον οποίο αποδίδονται και άλλα πνευματικά και επιστημονικά επιτεύγματα από τους αρχαίους συγγραφείς και θεωρείται ως ο πολεοδόμος που σχεδίασε το ρυμοτομικό σύστημα της πατρίδας του, της Μιλήτου. Στη γλυπτική, η τέχνη του 4 ου αιώνα είναι αυστηρά προσηλωμένη στην επιδίωξη της μιμήσεως της φύσης. Σε γενικές γραμμές συνεχίζει τις κατακτήσεις του προηγούμενο αιώνα, δίνει όμως έμφαση στις περίοπτες μορφές και συνθέσεις επιτυγχάνοντας έτσι οριστικά το σπάσιμο της μετωπικότητας. Μάλιστα προς το τέλος της περιόδου γύρω στο 330 π.χ. αναθεωρείται ο πολυκλείτειος κανών και αλλάζουν οι κλασικές αναλογίες του ανθρώπινου σώματος στη γλυπτική. Σύμφωνα με τον Πλίνιο ο Πραξιτέλης ήταν ο πιο διάσημος γλύπτης αυτής της εποχής και το πιο περίφημο άγαλμα ήταν δικό, εκείνο της Αφροδίτης για το ιερό της θεάς στην Κνίδο της Μικράς Ασίας. Η κίνηση των χεριών της μορφής αλλά και η συστροφή του κορμού προκαλεί το θεατή να περιεργαστεί το γλυπτό από όλες τις πλευρές. Επινόηση του Πραξιτέλη υπήρξε και η παραλλαγή του κλασικού χιασμού που ανατρέπει την ισορροπία του ανθρώπινου σώματος μετατοπίζοντας το έξω από το κέντρο βάρους του καθιστώντας έτσι αναγκαία τη χρήση εξωτερικών στηριγμάτων. Ο 4 ος αιώνας π.χ. ήταν εποχή μεγάλης ακμής για την ελληνική ζωγραφική, σύμφωνα με τους συγγραφείς της ρωμαϊκής περιόδου, όπως ο Κικέρωνας και ο Πλίνιος. Ωστόσο, τα σπουδαία αυτά ζωγραφικά έργα είναι γνωστά μόνο από τις γραπτές πηγές. Οι σχετικά πρόσφατες ανακαλύψεις πολυτελών ταφικών μνημείων στη Μακεδονία που χρονολογούνται από τα μέσα του 4 ου αι. π.χ. και μετέπειτα ήρθαν να καλύψουν το σημαντικό κενό που υπήρχε στις γνώσεις μας για τη μνημειακή ζωγραφική των κλασικών χρόνων. Οι τοιχογραφίες των μακεδονικών τάφων και των άλλων ταφικών μνημείων του 4 ου αι. π.χ. από τη Μακεδονία είναι αντανακλάσεις, ενδεχομένως υποδεέστερης ποιότητας, των τοιχογραφιών και των ζωγραφικών πινάκων που

κοσμούσαν τα μακεδονικά ανάκτορα, τα ιερά και ίσως τις ιδιωτικές επαύλεις της περιόδου. Ελληνιστική περίοδος (336-30 π.χ.) Οι χρόνοι από τον ύστερο 4 ο αι. π.χ. έως τον ύστερο 1 ο αι. ονομάζονται Ελληνιστική περίοδος. Ο όρος ελληνιστικός χρησιμοποιήθηκε για να προσδιοριστεί η αχανής χρονικά και ιστορικά περίοδος που εγκαινιάστηκε με τη ραγδαία επέκταση του βασιλείου της Μακεδονίας και χαρακτηρίστηκε από τη μετέπειτα ανάδυση μικρότερων βασιλείων που δημιούργησαν οι διάδοχοι του Μεγάλου Αλεξάνδρου στα εδάφη που εκείνος κατέκτησε. Το τέλος της περιόδου, το 30 π.χ. σηματοδοτεί την κατάλυση του τελευταίου ανεξάρτητου ελληνιστικού βασιλείου, του Κράτους των Πτολεμαίων της Αιγύπτου και την οριστική επιβολή της ρωμαϊκής κυριαρχίας σε όλον τον άλλοτε ελληνικό κόσμο. Γενικά η περίοδος αυτή χαρακτηρίζεται από την οριστική παρακμή της πόλης-κράτους, τη διαπολιτισμική διάδραση και την εκκοσμίκευση του ελληνικού πολιτισμού. Η διεύρυνση των ορίων του ελληνικού κόσμου άλλαξε και τον τρόπο αντιμετώπισης και διαχείρισης της διοίκησης. Αυτό επηρέασε βαθιά και τον τρόπο σκέψης. Η ανάδυση του ατομικισμού, που αναιρεί την παλαιά προσήλωση του πολίτη στις αρχές και τις ανάγκες της πόλης του χαρακτηρίζει πλέον πολλά φιλοσοφικά και ιδεολογικά ρεύματα αυτής της περιόδου. Στην τέχνη εμφανίζονται έντονα τα στοιχεία της ώσμωσης με το νέο πολιτισμικό περιβάλλον στο οποίο αναπτύχθηκε. Η εξέλιξη της επηρεάστηκε εμφανώς από τις τοπικές παραδόσεις. Η ίδρυση νέων πόλεων σε όλο το εύρος της νεοπαγούς αυτοκρατορίας του Αλεξάνδρου έδωσε την ευκαιρία για πειραματισμό σε αρχιτέκτονες και πολεοδόμους. Η χρήση του Ιπποδαμείου πολεοδομικού συστήματος γενικεύεται με σημαντικότερα παραδδείγματα την Αλεξάνδρεια στην Αίγυπτο, την Αντιόχεια κλπ. Η χρήση διαδοχηκών ανδήλρων (τεχνητά διαμορφωμένων επίπεδων βαθμίδων που πατούν σε ειδικά κτισμένους αναλημματικούς τοίχους) παρατηρείται και στη διαμόρφωση των μεγάλων ιερών της περιόδου. Στο ιερό της Αθηνάς στη Λίνδο της Ρόδου κατά το 2 ο αι. π.χ. η πρόσβαση στο ιερό υπέστη ριζικές αρχιτεκτονικές παρεμβάσεις, έτσι ώστε πλέον η πρόσβαση προς το ναό να γίνεται μέσα από μια σειρά από αλλεπάλληλες στοές και πρόπυλα δωρικού ρυθμού, κλιμακωτά

διαρθρωμένα στο δραματικό φυσικό τοπίο. Αντίστοιχη είναι και η διαμόρφωση στο Ασκληπιείο στην Κω. Η θεατρικότητα, η υποβλητικότητα και η δραματική διάθεση καθίστανται τα βασικά στοιχεία της ελληνιστικής αρχιτεκτονικής, ενώ οι μνημειακές διαστάσεις και το υποπόδιο αποτελούν σαφώς επίδραση της «Ανατολικής» αντίληψης. Σε αυτή την περίοδο στη γλυπτική υπάρχουν πολλά τοπικά εργαστήρια και απουσιάζει η ενότητα της αρχαϊκής ή κλασικής εποχής. Ο Λύσιππος από τη Σικυώνα από άλλους χαρακτηρίζεται ως ο τελευταίος σπουδαίος γλύπτης της Κλασικής περιόδου και από άλλους ως ο πρώτος της Ελληνιστικής. Έδρασε περίπου ανάμεσα στη δεκαετία του 360 π.χ. έως την τελευταία δεκαετία του αιώνα. Στο έργο του αναθεωρείται ο Κανόνας του Πολυκλείτου και εμφανίζεται ένα νέο σύστημα αναλογιών στο ανθρώπινο σώμα. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα είναι ο Αποξυόμενος, ένα ορειχάλκινο έργο του 330 π.χ., που το γνωρίζουμε μόνο από μαρμάρινα αντίγραφα. Το γλυπτό καθίσταται πλέον περίοπτο, μπορεί δηλαδή να ειδωθεί από πολλές πλευρές και όχι μόνον από την κύρια όψη του. Με τα περίοπτα αγάλματα επιχειρείται το άνοιγμα στις τρεις διαστάσεις. Σύμφωνα με τους αρχαίους συγγραφείς εργάστηκε για τον Αλέξανδρο και τους διαδόχους του. Σημαντική θα ήταν και η συμβολή του στην ανάπτυξη της ελληνιστικής προσωπογραφίας. Στην μέση Ελληνιστική περίοδο (275-150 π.χ.) κυριαρχούν οι μεγαλόπνοες γλυπτικές συνθέσεις με έντονο δραματικό χαρακτήρα. Εντείνεται το άνοιγμα των γλυπτών στις τρεις διαστάσεις και η έμφαση στο πυραμιδοειδές σχήμα της όλης σύνθεσης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το λεγόμενο σύμπλεγμα Ludovisi, όπου εικονίζεται Γαλάτης πολεμιστής να αυτοκτονεί έχοντας σκοτώσει τη γυναίκα του. Στην τελευταία περίοδο της ελληνιστικής πλαστικής αναβιώνουν κλασικιστικές τάσεις. Μία παράλληλη ωστόσο τάση εμφανής ήδη από τον 3 ο αι. π.χ. είναι η στροφή προς τα πεζά θέματα, με έμφαση στην απόδοση σκηνών της καθημερινότητας, τη ρωπογραφία, όπως αποκαλείται. Στην ίδια κατηγορία ανήκουν και γλυπτά που απομακρύνονται από την κλασική αγάπη για την εξιδανίκευση της ανθρώπινης μορφής και την απόδοση ιδεαλιστικών, ωραιοποιημένων μορφών που προσελκύουν το βλέμμα. Αποδίδεται πλέον με σκληρό τρόπο το γήρας, η παρηκμασμένη σάρκα αλλά και εκφράσεις της ανθρώπινης φύσης που δεν την καθιστούν ελκυστική.

Η επινόηση της προσωπογραφίας είναι η σημαντικότερη εξέλιξη στην ελληνική τέχνη της πρώιμης ελληνιστικής περιόδου. Πρόκειται για σημαντική καινοτομία στην αναπαράσταση της ανθρώπινης μορφής που αντανακλά ριζικές αλλαγές στην ελληνική σκέψη κατά την περίοδο αυτή και ασκεί καθοριστική επιρροή στη μετέπειτα εξέλιξη της ελληνορωμαϊκής τέχνης. Στο ελληνιστικό πορτρέτο συνδυάζονται δύο κλάδοι της ελληνικής φιλοσοφίας, η φυσιογνωμική, η ερμηνεία δηλαδή της προσωπικότητας και του χαρακτήρα ενός ανθρώπου βάσει της εξωτερικής του όψης και η θεωρία περί βασιλείας, η πραγμάτευση δηλαδή του θεσμού της βασιλείας, του ρόλου του βασιλέα στην ανθρώπινη κοινωνία και του τρόπου με τον οποίο οφείλει να αντιμετωπίζεται από τους υπηκόους τους. Και οι δύο αυτοί κλάδοι της ελληνικής σκέψης κατάγονται από την περιπατητική φιλοσοφία και το έργο του ίδιου του Αριστοτέλη, το οποίο επηρέασε βαθιά την πνευματική ζωή των Ελλήνων από τον 4 ο αι. π.χ. και εξής. Κατά τον ύστερο 2 ο και τον 1 ο αιώνα π.χ. η συσσωρευμένη εμπειρία των Ελλήνων γλυπτών στην απόδοση της ανθρώπινης εικόνας αξιοποιήθηκε από την ιδιωτική αγορά. Τα πορτρέτα ιδιωτών χαρακτηρίζονται από μια βαθύτατα ρεαλιστική σχεδόν πεζογραφική διάθεση, διάθεση χωρίς στοιχεία εξιδανίκευσης. Φαίνεται μάλιστα ότι επιδιώκεται η έμφαση στα απομυθοποιημένα προσωπικά χαρακτηριστικά, όπως οι γαμψές μύτες, τα μικρά μάτια και τα στραβά χείλη, ενώ τα πρόσωπα χαράσσονται από βαθιές ρυτίδες. Αυτή η τάση συνεχίζεται και στη ρωμαϊκή περίοδο που ακολουθεί, όταν υπάρχει όλο και μεγαλύτερη ζήτηση για τέτοιου τύπου πορτρέτα. Αντίστοιχη νε τη γλυπτική είναι και η τάση στη μνημειακή ζωγραφική. Σύμφωνα με τους αρχαίους συγγραφείς ο σημαντικότερος ζωγράφος της πρώιμης Ελληνιστικής περιόδου ήταν ο Απελλής από την ιωνική πόλη της Κολοφώνας (βόρεια της Εφέσου). Σύμφωνα με τις περιγραφές έδωσε έμφαση στην απόλυτα φυσιοκρατική αναπαράσταση των θεμάτων του. Για το σκοπό αυτό χρησιμοποίησε τεχνικές όπως η προοπτική βράχυνση και η σκίαση. Η βράχυνση ή σύντμηση (η απόδοση δηλαδή μορφών σε όψη ¾ με τέτοιο τρόπο ώστε να φαίνεται ότι μικραίνουν περνώντας από το πρώτο στο δεύτερο επίπεδο, δημιουργεί την ψευδαίσθηση του τρισδιάστατου χώρου, προβάλλοντας αντικείμενα ή σώματα προς το θεατή. Αντίστοιχες τάσεις ανιχνεύονται και σε ψηφιδωτές επιφάνειες αυτής της περιόδου.

Η εξέλιξη είναι παρόμοια στους ρωμαϊκούς αυτοκρατορικούς χρόνους με τους λεγόμενους Πομπηιανούς ρυθμούς ή ρυθμούς της ελληνορωμαϊκής ζωγραφικής. Ο Πρώτος ρυθμός (περ.200-60 π.χ.). Ο τοίχος διακοσμείται με ψευδο-οικοδομικό σχέδιο που αποτελεί προσομοίωση τοιχοποιίας. Ο Δεύτερος ρυθμός (περ.80-20 π.χ.). Κύριο χαρακτηριστικό του είναι οι «σκηνογραφημένες» τοιχογραφίες, όπου αποδίδονται εντυπωσιακά πολύπλοκα αστικά τοπία. Μέσω ενός πολύπλοκου συστήματος απόδοσης της προοπτικής, οι σύνθετες αυτές τοιχογραφίες παρουσιάζουν αλλεπάλληλα επίπεδα με στοές, εξώστες, αψίδες κλπ. δημιουργώντας «ιλουνιοζιστική» (ψευδή) απόδοση της τρίτης διάστασης, με έντονη ρεαλιστική διάθεση και ενδεχομένως συμβολικό χαρακτήρα. Ο Τρίτος ρυθμός (περ.30 π.χ.-20 μ.χ.) αποκτά καθαρά διακοσμητικό, εξωπραγματικό χαρακτήρα. Διατηρεί την ψευδο-αρχιτεκτονική θεματική, καταργεί όμως την ψευδαίσθηση του δομημένου περιβάλλοντος. Οι «κίονες» και τα υπόλοιπα αρχιτεκτονικά μέρη που εικονίζονται έχουν τώρα φυτική μορφή, ή θυμίζουν κηροπήγια και άλλα λεπτεπίλεπτα κατασκευάσματα, πρακτικώς αδύνατο να φέρουν βάρος. Ο Τέταρτος ρυθμός (περ.20 μ.χ.-80 μ.χ.) επαναφέρει την προσομοίωση της τρίτης διάστασης που επιχειρούσε ο Δεύτερος, ενώ χρησιμοποιεί ένθετους ζωγραφικούς πίνακες αφηγηματικού περιεχομένου και εξωτικά τοπία βουκολικού χαρακτήρα. Τα λεγόμενα πορτρέτα Φαγιούμ ή αιγυπτιακά πορτρέτα συνεχίζουν και στη ζωγραφική τις τάσεις της προσωπογραφίας. Ωστόσο όσο περνάνε οι αιώνες η ανθρώπινη μορφή αποδίδεται με όλο και λιγότερη προσήλωση στη φυσιοκρατία ενώ δίνεται έμφαση στην απόδοση του ήθους της μορφής, όπως αυτό φαίνεται από τα μάτια και δίνεται μικρότερη σημασία στη ρεαλιστική απόδοση της ανθρώπινης μορφής και της φύσης, όπως φαίνεται από πορτρέτα που χρονολογούνται στο 2 ο και 3 ο αι. μ.χ.