2. Προσδιορισμός του φύλου και εκτίμηση της ηλικίας στον ανθρώπινο σκελετό

Σχετικά έγγραφα
Ανθρωπολογική Μελέτη οστεολογικού υλικού ανθρώπου Γεωμετρικής Εποχής Αρχαιολογικού Χώρου Παλαιάς Πόλης Σαλαμίνας

Κεφάλαιο 3. ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΦΥΛΟΥ

B Μέρος (από 2) Οστά των Ακρων

Ανθρώπινος Σκελετός. ñ Ανθεκτικότητα στην αποικοδόµηση. ñ Ιδανική πηγή πληροφοριών: προϊστορικά, ιστορικά, σύγχρονα

Α Μέρος (από 2) Οστά του Κορμού (Σπονδυλική Στήλης, Θώρακα, Κρανίου)

Κεφάλαιο 4. ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΗΛΙΚΙΑΣ ΘΑΝΑΤΟΥ - ΑΡΧΕΣ ΠΑΛΑΙΟΔΗΜΟΓΡΑΦΙΑΣ

7. ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑ ΠΡΩΤΟΥ ΚΑΙ ΔΕΥΤΕΡΟΥ ΠΡΟΓΟΜΦΙΟΥ ΤΗΣ ΚΑΤΩ ΓΝΑΘΟΥ

Ο Σκελετός της Πυέλου

Διαφορές Νεογιλών Μόνιμων Δοντιών

Κινητικό σύστημα του ανθρώπου Μέρος Ι: Ερειστικό, μυϊκό και συνδεσμικό σύστημα. Μάλλιου Βίβιαν Καθηγήτρια ΤΕΦΑΑ ΔΠΘ Φυσικοθεραπεύτρια

ΠΥΕΛΙΚΗ ΖΩΝΗ. Γαλανοπούλου Α Λαβδάς Ε

Ποικιλομορφία μετρικών χαρακτήρων του ανθρώπινου σκελετού I. Δρ. Μαρία-Ελένη Χοβαλοπούλου

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Ο. Οστεολογία ΣΤ. ΑΝΑΤΟΜΙΑΣ - ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΑΣ I Β ΕΠΑ.Λ. ΜΑΡΙΑ ΣΗΦΑΚΗ

ΣΚΕΛΕΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΒΡΕΓΜΑΤΙΚΟ ΑΤΛΑΣ ΑΚΡΟΜΙΟ ΩΜΟΠΛΑΤΗ ΒΡΑΧΙΟΝΙΟ ΠΛΕΥΡΕΣ ΣΤΕΡΝΟ ΩΛΕΝΗ ΚΕΡΚΙΔΑ ΜΕΤΑΤΑΡΣΙΑ ΚΝΗΜΗ ΠΕΡΟΝΗ ΙΝΙΑΚΟ ΑΞΟΝΑΣ ΑΝΩ ΓΝΑΘΟΣ ΖΥΓΩΜΑΤΙΚΟ

Είναι η σύνδεση δύο ή περισσότερων οστών με τη συμμετοχή ενός μαλακότερου ιστού

6. ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑ ΠΡΩΤΟΥ ΚΑΙ ΔΕΥΤΕΡΟΥ ΠΡΟΓΟΜΦΙΟΥ ΤΗΣ ΑΝΩ ΓΝΑΘΟΥ

Η ΒΡΑΧΟΣΚΕΠΗ ΣΤΗ ΘΕΣΗ ΚΕΦΑΛΑ ΠΕΤΡΑ ΣΗΤΕΙΑΣ

Περιεχόμενα. 1 Εισαγωγή 1. 2 Βασικές aρχές oστεολογίας και oδοντολογίας του aνθρώπου 31. vii. xvii

ΜΕΛΕΤΗ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΣΚΕΛΕΤΙΚΩΝ ΥΠΟΛΕΙΜΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΘΕΣΗΣ ΔΙΣΠΗΛΙΟ

Πυρήνες οστέωσης παιδικου σκελετου. Χρόνοι εμφάνισης.

Ποικιλομορφία μετρικών χαρακτήρων του ανθρώπινου σκελετού I. Δρ. Μαρία-Ελένη Χοβαλοπούλου

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 Ο. Συνδεσμολογία - Αρθρολογία ΣΤ. ΑΝΑΤΟΜΙΑΣ -

Ο ΣΚΕΛΕΤΟΣ ΤΗΣ ΣΠΟΝΔΥΛΙΚΗΣ ΣΤΗΛΗΣ

ΟΣΤΕΟΛΟΓΙΑ - ΣΥΝΔΕΣΜΟΛΟΓΙΑ

Μέτρηση της κινητικότητας των αρθρώσεων

10. ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΕΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΔΟΝΤΙΩΝ

ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ ΤΕΦΑΑ, Κομοτηνής. Λειτουργική ανατομική των κάτω άκρων - Ισχίο

5. ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑ ΜΟΝΙΜΩΝ ΚΥΝΟΔΟΝΤΩΝ ΑΝΩ ΚΑΙ ΚΑΤΩ ΓΝΑΘΟΥ

ΟΣΤΑ & ΣΚΕΛΕΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

Ποικιλομορφία μη μετρικών χαρακτήρων του ανθρώπινου σκελετού. Δρ. Μαρία-Ελένη Χοβαλοπούλου

Μύες του προσώπου και της κεφαλής

9. ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑ ΠΡΩΤΟΥ ΔΕΥΤΕΡΟΥ ΚΑΙ ΤΡΙΤΟΥ ΓΟΜΦΙΟΥ ΤΗΣ ΚΑΤΩ ΓΝΑΘΟΥ

ΟΣΤΕΟΛΟΓΙΑ. Δρ. Ευριπιδου Πολυκαρπος Παθολογος-Διαβητολογος C.D.A. College Limassol

3. ΕΙΔΙΚΗ ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΜΟΝΙΜΩΝ ΔΟΝΤΙΩΝ ΑΝΩ ΓΝΑΘΟΥ

ΟΠΙΣΘΙΟ ΚΟΙΛΙΑΚΟ ΤΟΙΧΩΜΑ ΠΑΥΛΟΣ Γ. ΚΑΤΩΝΗΣ ΙΑΤΡΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΚΡΗΤΗΣ

Δικαστική Ανθρωπολογία

8. ΟΡΦΟΛΟΓΙΑ ΠΡΩΤΟΥ ΔΕΥΤΕΡΟΥ ΚΑΙ ΤΡΙΤΟΥ ΓΟΜΦΙΟΥ ΤΗΣ ΑΝΩ ΓΝΑΘΟΥ

O ΣΚΕΛΕΤΟΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ. Οστά της κεφαλής Οστά του κορμού Οστά των άνω άκρων και της ωμικής ζώνης Οστά των κάτω άκρων και της πυελικής ζώνης

Άνω και κάτω στόμιο θώρακα Το κάτω στόμιο αφορίζεται από το πλευρικό τόξο και την ξιφοειδή απόφυση. Το άνω από τις 2 πρώτες πλευρές

ΚΑΤΩ ΑΚΡΟ. Βάσιου Αικ. Επίκουρη Καθηγήτρια Ανατοµίας. Ιατρικό Τµήµα. Πανεπιστήµιο Θεσσαλίας. Wednesday, January 15, 14

Μύες και Νεύρα Πυέλου

1. Πατήστε στο ανθρωπάκι, πάνω αριστερά στο παράθυρο και επιλέξτε «ΣΧΕΤΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ» - ΜΥΪΚΟ

Οστεολογία Ι. Ioannis Lazarettos. MD PhD Orthopaedic Surgeon

Πρόσθιο Κοιλιακό Τοίχωµα & Πύελος

Αντιμετώπιση συμπτωμάτων vs. Αποκατάσταση της αιτίας του πόνου και της δυσλειτουργίας

Ποικιλομορφία μετρικών χαρακτήρων του ανθρώπινου σκελετού IΙ. Δρ. Μαρία-Ελένη Χοβαλοπούλου

5. Στήριξη και κίνηση

ΡΑΧΗ. 3. Μύες (ανάλογα µε την εµβρυολογική προέλευση και την νεύρωσή τους διαχωρίζονται σε: α. Εξωγενείς (ετερόχθονες) β. Ενδογενείς (αυτόχθονες)

ΓΛΩΣΣΑΡΙ. Αρθρική κοτύλη. Εμπρόσθιο χείλος. Μικρή κεφαλή. Κοιλότητα Αυχενικοί σπόνδυλοι. Κορωνοειδής απόφυση. Μετωποβρεγματική ραφή.

ΠΡΩΤΟΙ ΚΑΙ ΔΕΥΤΕΡΟΙ ΚΑΤΩ ΓΟΜΦΙΟΙ (36, 37 46, 47*)

Το μυϊκό σύστημα αποτελείται από τους μύες. Ο αριθμός των μυών του μυϊκού συστήματος ανέρχεται στους 637. Οι μύες είναι όργανα για τη σωματική

5.4 Το μυοσκελετικό σύστημα του ανθρώπου ΜΙΚΡΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ ΚΑΙ ΕΡΓΑΣΙΕΣ

Ερειστικό Σύστημα. Γεωργιάδου Ελευθερία και Μηλιάδου Αθανασία.

ΚΕΝΤΡΙΚΟΙ ΚΑΙ ΠΛΑΓΙΟΙ ΑΝΩ ΤΟΜΕΙΣ (11, 21 12, 22)

Οσφυϊκό Πλέγµα και Νεύρα

Συνδεσμολογία. Ioannis Lazarettos. MD PhD Orthopaedic Surgeon

Κεφάλαιο 2. ΜΕΛΕΤΗ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΣΚΕΛΕΤΙΚΗΣ ΔΟΜΗΣ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΝΑΤΟΜΙΑ - OΣΤΑ Τ.Ε.Ι ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ

ΑΠΕΙΚΟΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΤΟΜΙΚΗ ΚΡΑΝΙΟ ΕΓΚΕΦΑΛΟΣ

ΣΩΜΑΤΟΜΕΤΡΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ

ΑΝΑΠΝΕΥΣΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

ΕΞΩΣΤΟΜΑΤΙΚΕΣ ΛΗΨΕΙΣ

ΓΕΝΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΟΔΟΝΤΙΚΟΥ ΦΡΑΓΜΟΥ ΚΑΙ ΔΟΝΤΙΩΝ

Ακτινογραφική απεικόνιση ωμικής ζώνης. Περικλής Παπαβασιλείου,PhD Τεχνολόγος Ακτινολόγος

7. ΕΡΕΙΣΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ. Αποτελεί αποθήκη αλάτων, κυρίως ασβεστίου και φωσφόρου. Στηρίζει το σώμα και καθορίζει τη μορφή του.

ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ. Κεφάλαιο 5 «Στήριξη και Κίνηση»

ΑΝΑΠΝΕΥΣΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

Κεφαλή Ι. Ι. Το Κρανίο

Άρθρωση του ισχίου Οι αρθρικές επιφάνειες που συντάσσουν την άρθρωση του ισχίου είναι η κοτύλη της λεκάνης και η κεφαλή του µηριαίου οστού.

ΑΝΩ ΑΚΡΟ. αντιβράχιο αγκώνας - βραχιόνιο Α. ΓΑΛΑΝΟΠΟΥΛΟΥ

Κινησιολογία : Έννοιες : Βαρύτητα : Κέντρο βάρους : Άρθρωση : Τροχιά κίνησης : Εύρος τροχιάς(rom) : Ροπή : Μοχλός : Μοχλοί :

Ατλαντό-Ινιακή Δυσλειτουργία Δυσλειτουργία στην ένωση του κρανίου με τον κορμό στο νεογέννητο μωρό (Ατλαντό-Ινιακή Δυσλειτουργία)

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΤΡΟΠΟΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ ΤΩΝ ΑΣΚΗΣΕΩΝ ΤΟΥ ΠΤΩΜΑΤΟΣ

ΜΑΘΗΜΑ 9ο ΜΕΡΟΣ B ΟΙ ΜΗΝΙΓΓΕΣ ΤΟΥ ΕΓΚΕΦΑΛΟΥ

Κρανιακή Οστεοπαθητική

ΕΡΕΙΣΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ. Το ερειστικό σύστημα αποτελούν τα οστά του σκελετού, οι αρθρώσεις και οι σύνδεσμοι.

Κάτω Άκρο Οι Χώρες του Μηρού

Μυολογία ΙΙΙ. Ioannis Lazarettos. MD PhD Orthopaedic Surgeon

1. Ανατομία και ιστολογία του σκελετικού συστήματος του ανθρώπου

ΡΑΧΗ ΠΑΥΛΟΣ Γ. ΚΑΤΩΝΗΣ ΑΝΑΠΛ. ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΙΑΤΡΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΚΡΗΤΗΣ

ΦΥΣΙΟ 4 ΠΥΕΛΟΣ - ΙΣΧΙΑ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 1. ΚΑΚΩΣΕΙΣ ΜΑΛΑΚΩΝ ΜΟΡΙΩΝ & ΣΚΕΛΕΤΟΥ

Γαλανοπούλου Αγγελική

5 ΛΥΚΕΙΟ ΧΑΛΑΝΔΡΙΟΥ ΓΡΑΠΤΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΗ ΒΙΟΛΟΓΙΑ. H άρθρωση του ώμου

«ΑΣΘΕΝΕΙΕΣ ΚΑΙ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΕΣ ΣΤΟ ΑΙΓΑΙΟ»

Μύες Θώρακα - Κορμού

ΚΕΝΤΡΙΚΟΙ ΚΑΙ ΠΛΑΓΙΟΙ ΚΑΤΩ ΤΟΜΕΙΣ (31, 41 32, 42)

ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ ΚΕΦΑΛΑΙΩΝ 1-7-8

Κινητικό σύστημα του ανθρώπου Σπονδυλική Στήλη

ΟΣΤΕΟΧΡΟΝΟΛΟΓΗΣΗ Εικόνα 27 Figure 27 Εικόνα 28 Figure 28

ΓΩΝΙΟΜΕΤΡΗΣΗ. διάφορες μέθοδοι (0-180 / / 360 / ΟΜΕΣ)

Ακτινογραφικός έλεγχος άνω άκρου. Περικλής Παπαβασιλείου, PhD Τεχνολόγος-Ακτινολόγος

Περιεχόμενα. Λεξιλόγιο

ΠΡΩΤΟΙ ΚΑΙ ΔΕΥΤΕΡΟΙ ΑΝΩ ΓΟΜΦΙΟΙ (16, 17 26, 27*)

Εκτίμηση ορθοδοντικών προβλημάτων από τον Γενικό Οδοντίατρο

ΠΡΩΤΟΙ ΚΑΙ ΔΕΥΤΕΡΟΙ ΑΝΩ ΠΡΟΓΟΜΦΙΟΙ (14, 15 24, 25)

Εργαστήριο Ανατοµίας Ιατρική Σχολή Πανεπιστήµιο Αθηνών

ΜΥΟΛΟΓΙΑ. 1. Σκελετικοί µύες

ΕΠΕΑΕΚ ΑΝΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΣΠΟΥΔΩΝ ΤΟΥ Τ.Ε.Φ.Α.Α. ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ - ΑΥΤΕΠΙΣΤΑΣΙΑ

Ειδικές Προβολές Πυελικής Ζώνης

Transcript:

2. Προσδιορισμός του φύλου και εκτίμηση της ηλικίας στον ανθρώπινο σκελετό Κώστας Ηλιόπουλος Σύνοψη Οι διαφορές στη μορφολογία και στο μέγεθος των οστών μάς προσφέρουν τη δυνατότητα να προσδιορίσουμε το φύλο στον ανθρώπινο σκελετό με μεγάλα ποσοστά ακρίβειας στις περισσότερες περιπτώσεις. Οι μορφολογικές διαφορές επικεντρώνονται στην πύελο και στο κρανίο, ενώ γι αυτές που αφορούν το μέγεθος χρησιμοποιείται ένας αριθμός συγκεκριμένων μετρήσεων ανάλογα με το οστό. Η εκτίμηση ηλικίας θανάτου χωρίζεται σε δύο κατηγορίες: αυτή που αφορά ανήλικα άτομα και αυτή που αναφέρεται σε ενήλικες. Ο διαχωρισμός αυτός βασίζεται στην ολοκλήρωση της σκελετικής ανάπτυξης και η εκτίμηση της ηλικίας ορίζεται πάντα από ένα εύρος ηλικιών και όχι από απόλυτες τιμές, καθώς η ανθρώπινη ποικιλομορφία δεν επιτρέπει κάτι τέτοιο. Το κεφάλαιο αυτό περιλαμβάνει μια ανασκόπηση των μεθόδων που παρουσιάζονται στη διεθνή βιβλιογραφία. Προαπαιτούμενη γνώση Απαραίτητη είναι η γνώση της βασικής ανατομικής του ανθρώπινου σκελετού (κεφάλαιο 1), καθώς και η χρήση βασικών στατιστικών μεθόδων (κεφάλαιο 11). 2.1 Προσδιορισμός του φύλου Ο προσδιορισμός του φύλου από τον σκελετό βασίζεται στη διαφορά μεγέθους και στην ύπαρξη μορφολογικών διαφορών μεταξύ ανδρών και γυναικών. Οι διαφορές αυτές δεν υπάρχουν στην παιδική ηλικία αλλά αναπτύσσονται κατά τη διάρκεια της εφηβείας, στο τέλος της οποίας ο σκελετός έχει αποκτήσει το τελικό του μέγεθος και αποκτά ιδιαίτερους χαρακτήρες για το κάθε φύλο (φυλετικός διμορφισμός). Σε γενικές γραμμές, ο ανδρικός σκελετός είναι μεγαλύτερος και πιο εύρωστος, έχει δηλαδή μεγαλύτερα οστά σε μήκος και διάμετρο, καθώς επίσης και περισσότερο ανεπτυγμένες τις περιοχές όπου προσφύονται οι μύες. Η ευρωστία αυτή των οστών των αρσενικών οφείλεται στην επιμήκυνση της περιόδου ανάπτυξης και στη μεγαλύτερη μυϊκή μάζα που, κατά μέσο όρο, έχουν οι άνδρες. Λόγω της καθυστερημένης ανάπτυξης των φυλετικά διμορφικών χαρακτηριστικών, το φύλο δεν μπορεί να προσδιοριστεί σε παιδιά και εφήβους. Όσον αφορά τη διαφορά μεγέθους, σε γενικές γραμμές, τα οστά των ανδρών είναι μεγαλύτερα απ αυτά των γυναικών και οι περιοχές πρόσφυσης των μυών καλύπτουν μεγαλύτερη έκταση και έχουν πιο τραχεία επιφάνεια. Για να γίνει χρήση μεθόδων που βασίζονται στη διαφορά μεγέθους, παίρνονται συγκεκριμένες μετρήσεις από διάφορα οστά και με τη βοήθεια συναρτήσεων διάκρισης τα οστά διαχωρίζονται σε αρσενικά και θηλυκά (Eικ. 2.1-2.4). Οι μορφολογικές διαφορές που παρατηρούνται επικεντρώνονται κυρίως στην πύελο και στο κρανίο και αφορούν μεταβολές στην αρχιτεκτονική διάταξη των οστών (Eικ. 2.5-2.17). Οι φυλετικά διμορφικοί χαρακτήρες του σκελετού δεν είναι δυαδικοί αλλά μεταβλητού τύπου, με αποτέλεσμα να επικαλύπτονται ακόμη και σε φυσιολογικές συνθήκες. Ο βαθμός φυλετικότητας δίνει ένα ευρύ πεδίο έκφρασης κυμαινόμενο από υπερ-άρρενες σε υπο-άρρενες τύπους στους άνδρες και από υπερ-θηλυκούς σε υπο-θηλυκούς στις γυναίκες. Στις ζώνες των υπο-αρσενικών και υπο-θηλυκών υπάρχει επικάλυψη και ο προσδιορισμός του φύλου γίνεται προβληματικός, αν όχι αδύνατος (Buikstra & Ubelaker, 1994). Στην προσπάθεια προσδιορισμού του φύλου θα πρέπει να εξετάζεται ολόκληρος ο σκελετός ή τουλάχιστον όσα τμήματά του έχουν διασωθεί. Όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, τα δύο μέρη του σκελετού που παρουσιάζουν τον μεγαλύτερο βαθμό φυλετικού διμορφισμού είναι η πύελος και το κρανίο. Ιδιαίτερα η πυελική ζώνη θεωρείται ως η περιοχή που παρέχει τα πιο αξιόλογα κριτήρια. Αυτό σχετίζεται με το γεγονός ότι οι διαφορές στην πύελο αντικατοπτρίζουν και λειτουργικές διαφορές μεταξύ των δύο φύλων (κύηση και τοκετός). 2.1.1 Πυελική ζώνη Η πύελος αποτελεί την περιοχή του σκελετού που παρέχει τη μεγαλύτερη ακρίβεια στον προσδιορισμό του φύλου. Γενικά, η γυναικεία πύελος είναι πιο ευρεία και αβαθής σε σχέση μ αυτήν των ανδρών που είναι στενή

και βαθεία. Τα χαρακτηριστικά φυλετικού διμορφισμού στην πυελική ζώνη είναι πολλά και τρία απ αυτά είναι γνωστά ως μέθοδος Phenice (Φένις). Το πρώτο είναι το ηβικό τόξο, το οποίο στα θηλυκά είναι έντονο και ακολουθεί τη γωνία της πρόσθιας επιφάνειας του ηβικού οστού, ενώ στα αρσενικά αυτή η οστική ακρολοφία δεν υπάρχει (Eικ. 2.5). Το δεύτερο χαρακτηριστικό είναι το σχήμα του ηβοϊσχιακού κλάδου. Στα θηλυκά ο κλάδος είναι κοίλος προς το εσωτερικό (την πλευρά του θυροειδούς τρήματος), ενώ στα αρσενικά είναι είτε ίσιος είτε κυρτός προς το εξωτερικό (την πλευρά της ηβικής σύμφυσης) (Eικ. 2.6). Η παρατήρηση του γνωρίσματος αυτού πρέπει να γίνεται από την οπίσθια πλευρά του ηβικού οστού. Το τρίτο χαρακτηριστικό της μεθόδου Phenice είναι αυτό της επιφάνειας του ηβοϊσχιακού κλάδου (Eικ. 2.7). Παρατηρείται κάτω ακριβώς από την ηβική σύμφυση, όπου το χείλος είναι στενό και παρουσιάζει μία ακρολοφία στις γυναίκες, ενώ στους άνδρες το χείλος έχει ευρεία επιφάνεια και απουσιάζει η ακρολοφία (Phenice, 1969). Μεταγενέστεροι ερευνητές που δοκίμασαν τη μέθοδο διαπίστωσαν ότι το ποσοστό επιτυχίας της στον προσδιορισμό του φύλου είναι της τάξης του 90% (Sutherland & Suchey, 1991). Άλλα φυλετικώς διμορφικά χαρακτηριστικά στην πυελική ζώνη είναι: Ηβική καμάρα (ή υποηβική γωνία) (Eικ. 2.8). Είναι η γωνία που σχηματίζεται κάτω από την ηβική σύμφυση μεταξύ των δύο ηβικών οστών. Στις γυναίκες η γωνία αυτή είναι μεγαλύτερη από 90 μοίρες και στους άνδρες μικρότερη ή ίση με 90 μοίρες. Μείζων ισχιακή εντομή (Eικ. 2.9). Βρίσκεται στην πλευρά του ανώνυμου οστού. Είναι πιο ευρεία στις γυναίκες ενώ στους άνδρες είναι στενή. Προωτιαία αύλακα (Eικ. 2.10). Ένα χαρακτηριστικό που έχουν μόνο οι γυναίκες και που παρουσιάζεται ως μια αύλακα στην περιοχή μεταξύ ισχιακής εντομής και ωτοειδούς επιφάνειας. Ιερό οστό (Eικ. 2.11). Στις γυναίκες είναι πιο ευρύ και σχετικά ίσιο, όταν παρατηρείται από τα πλάγια, ενώ στους άνδρες είναι στενό και κυρτό. Η συγκεκριμένη μορφολογία στις γυναίκες διευρύνει το μέγεθος της λεκάνης και διευκολύνει τον τοκετό (Cox & Mays, 2001). 2.1.2 Κρανίο Το κρανίο αποτελεί τη δεύτερη σε σημασία περιοχή για τον προσδιορισμό του φύλου. Οι διαφορές μεταξύ των δύο φύλων σ αυτήν την περιοχή σχετίζονται με διαφοροποιήσεις κατά τη διάρκεια της ανάπτυξης, καθώς και με τις προσφύσεις των μυών, οι οποίες στα αρσενικά είναι πιο ανεπτυγμένες. Σε γενικές γραμμές μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι στα αρσενικά το κρανίο είναι μεγαλύτερο και τα επιμέρους οστά του παχύτερα. Κατά τη διάρκεια της εφηβείας τα κρανία των αρσενικών διαφοροποιούνται απ αυτά των θηλυκών λόγω των διάφορων ορμονών, ιδιαίτερα της τεστοστερόνης, οι οποίες έχουν ως αποτέλεσμα τα αρσενικά να χάνουν τα παιδομορφικά τους χαρακτηριστικά και τα θηλυκά να τα διατηρούν. Τα πιο σημαντικά από τα μορφολογικά γνωρίσματα που συνδέονται με την ανάπτυξη είναι: Στους άνδρες το μέτωπο έχει σημαντική κλίση προς τα πίσω ενώ στις γυναίκες είναι σχεδόν κάθετο και πιο στρογγυλεμένο (Eικ. 2.12). Τα υπερόφρυα τόξα και το μεσόφρυο είναι περισσότερο ανεπτυγμένα και ογκώδη στα αρσενικά (Eικ. 2.13). Το άνω χείλος της οφθαλμικής κόγχης είναι ευρύ και αμβλύ στους άνδρες, ενώ στις γυναίκες είναι πιο λεπτό και οξύληκτο (Eικ. 2.14). Η κάτω γνάθος παρουσιάζει επίσης φυλετικώς διμορφικά χαρακτηριστικά. Γενικά, όλο το οστό είναι πιο εύρωστο στους άνδρες. Επίσης, η γενειακή σύμφυση τείνει να είναι τετραγωνισμένη στους άνδρες και οξύληκτη στις γυναίκες (Eικ. 2.15). Τέλος, η κάθετη κλάδος είναι πιο ευρεία και ογκώδης στα αρσενικά και πιο στενή στα θηλυκά. Υπάρχουν όμως και μορφολογικά γνωρίσματα τα οποία οφείλονται στις προσφύσεις των διαφόρων μυών. Οι περιοχές αυτές, όπως είναι φυσικό, στους άνδρες είναι μεγαλύτερες σε μέγεθος και έχουν πιο τραχεία επιφάνεια από τις αντίστοιχες στις γυναίκες. Οι μαστοειδείς αποφύσεις των κροταφικών οστών είναι πιο ανεπτυγμένες στους άνδρες και μικρότερες στις γυναίκες (Eικ. 2.16). Οι αυχενικές γραμμές που εντοπίζονται στο ινιακό οστό είναι μεγαλύτερες και παρουσιάζουν πιο τραχύ ανάγλυφο στα αρσενικά (Schwartz, 1994) (Eικ. 2.17). Έρευνες έχουν δείξει ποσοστό επιτυχίας που αγγίζει το 90%, στον προσδιορισμό του φύλου από το κρανίο (Cox & Mays, 2001). Πρέπει να σημειωθεί ότι είναι δυνατό κατά τη διάρκεια εξέτασης ενός σκελετού να δούμε ότι τα χαρακτηριστικά του κρανίου δεν συνάδουν μ αυτά της πυελικής ζώνης. Σε τέτοιες περιπτώσεις,

θα πρέπει να αποδίδεται μεγαλύτερη βαρύτητα στα χαρακτηριστικά της πυελικής ζώνης γιατί αυτά είναι πιο άμεσα συνδεδεμένα με λειτουργικές διαφορές (κύηση-τοκετός). Επίσης, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας τον συγκεκριμένο πληθυσμό που εξετάζουμε, γιατί διαφορετικοί πληθυσμοί μπορεί να έχουν και διαφορετικό βαθμό φυλετικού διμορφισμού. Υπάρχουν επίσης και περιπτώσεις, ιδιαίτερα όταν δεν έχει ανευρεθεί ικανός αριθμός οστών ή οστών με διαγνωστικά χαρακτηριστικά, στις οποίες δεν είναι δυνατός ο προσδιορισμός του φύλου. 2.1.3 Μετρικές μέθοδοι Όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, η διαφορά μεγέθους μεταξύ αρσενικών και θηλυκών χρησιμεύει στον προσδιορισμό του φύλου από τα οστά, μέσω μετρήσεων σε συγκεκριμένα οστά. Η μέθοδος αυτή βασίζεται στο γεγονός ότι, κατά μέσο όρο, τα αρσενικά άτομα είναι μεγαλύτερα από τα θηλυκά. Είναι φυσικό βέβαια να υπάρχει και μια περιοχή επικάλυψης, όπου βρίσκονται μικρόσωμα αρσενικά και μεγαλόσωμα θηλυκά. Εκεί είναι αδύνατο να επιτευχθεί προσδιορισμός του φύλου. Επίσης, διαφορές στο μέγεθος υπάρχουν και μεταξύ διαφορετικών πληθυσμών. Για παράδειγμα, οι μέσες τιμές των διαστάσεων των οστών του άνω άκρου διαφέρουν μεταξύ Ελλήνων και Γερμανών (Charisi et al., 2011 Mall et al., 2001). Για να λειτουργήσει λοιπόν η μέθοδος των μετρικών χαρακτηριστικών, ο ερευνητής πρέπει να γνωρίζει τον πληθυσμό από τον οποίο προέρχεται ο υπό εξέταση σκελετός. Για τις περιπτώσεις που αυτό δεν είναι γνωστό, οι μορφολογικές διαφορές μεταξύ των οστών ανδρών και γυναικών είναι αυτές που μπορούν να δώσουν απαντήσεις, αν και απαιτούν μεγαλύτερη εμπειρία από την πλευρά του ερευνητή (Byers, 2011). Στον Πίνακα 2.1 αναφέρονται κάποιες ενδεικτικές μετρήσεις και οι τιμές που αντιστοιχούν σε αρσενικά και θηλυκά. Μέτρηση Φύλο: Θηλυκό Φύλο: Απροσδιόριστο Φύλο: Αρσενικό Ύψος ωμογλήνης <34 mm 34-36 mm >36 mm Κάθετη διάμετρος της κεφαλής του βραχιονίου Μέγιστη διάμετρος της κεφαλής του μηριαίου Πλάτος του άπω άκρου του μηριαίου <43 mm 43-46 mm >46 mm <43.5 mm 43.5-46.5 mm >46.5 mm <74 mm 74-76 mm >76 mm Πίνακας 2.1 Μετρήσεις διαφόρων οστών και προσδιορισμός του φύλου (Bass, 1995). Τα παρακάτω σχήματα παρουσιάζουν τον τρόπο μέτρησης σε διάφορα οστά. Οι τιμές που προκύπτουν πρέπει να συγκριθούν με τα δεδομένα του Πίνακα 2.1 προκειμένου να γίνει προσδιορισμός του φύλου. 1. Ύψος της ωμογλήνης. B A Εικόνα 2.1 Σημεία μέτρησης για το ύψος της ωμογλήνης (Bass, 1995).

2. Κάθετη διάμετρος της κεφαλής του βραχιονίου. A B Εικόνα 2.2 Σημεία μέτρησης για την κάθετη διάμετρο της κεφαλής του βραχιονίου (Bass, 1995). 3. Μέγιστη διάμετρος της κεφαλής του μηριαίου. A B Εικόνα 2.3 Σημεία μέτρησης για τη μέγιστη διάμετρο της κεφαλής του μηριαίου (Bass, 1995). 4. Πλάτος του άπω άκρου του μηριαίου. A Εικόνα 2.4 Σημεία μέτρησης για το πλάτος του άπω άκρου του μηριαίου (Bass, 1995). Σημείωση: όλες οι μετρήσεις πρέπει να λαμβάνονται από την αριστερή πλευρά. Σε περίπτωση που δεν είναι διαθέσιμη ή παρουσιάζει παθολογικές αλλοιώσεις, οι μετρήσεις λαμβάνονται από τη δεξιά πλευρά. B

2.1.4 Απεικόνιση μορφολογικών μεθόδων προσδιορισμού του φύλου 2.1.4.1 Πυελική ζώνη 1. Ηβικό τόξο Εικόνα 2.5 Ηβικό τόξο - παρουσία (αριστερά), απουσία (δεξιά). 2. Κοιλότητα ηβοϊσχιακού κλάδου Εικόνα 2.6 Κοιλότητα ηβοϊσχιακού κλάδου (αριστερά) και απουσία (δεξιά). 3. Επιφάνεια του ηβοϊσχιακού κλάδου Εικόνα 2.7 Επιφάνεια του ηβοϊσχιακού κλάδου. Στενή (αριστερά), ευρεία (δεξιά).

4. Ηβική καμάρα Εικόνα 2.8 Ηβική καμάρα. Ευρεία (αριστερά). Στενή (δεξιά). 5. Μείζων ισχιακή εντομή Εικόνα 2.9 Διαφορές της μείζονος ισχιακής εντομής στην έκφραση του φυλετικού διμορφισμού. Η τυπική μορφολογία στα θηλυκά παρουσιάζεται αριστερά και αυτή στα αρσενικά δεξιά. 6. Προωτιαία αύλακα Εικόνα 2.10 Προωτιαία αύλακα. παρουσία (αριστερά), απουσία (δεξιά).

7. Κυρτότητα του ιερού οστού Εικόνα 2.11 Ιερό οστό σχεδόν ίσιο (αριστερά) και που παρουσιάζει έντονη κυρτότητα (δεξιά). 2.1.4.2 Κρανίο 1. Μορφολογία μετώπου Εικόνα 2.12 Μορφολογία μετώπου: Κάθετο στα θηλυκά (αριστερά) και κλίση στα αρσενικά (δεξιά).

2. Υπερόφρυα τόξα και μεσόφρυο Εικόνα 2.13 Υπερόφρυα τόξα και μεσόφρυο. Διαφορές του υπερόφρυου τόξου και μεσόφρυου στην έκφραση του φυλετικού διμορφισμού. Η τυπική μορφολογία στα θηλυκά παρουσιάζεται αριστερά και αυτή στα αρσενικά δεξιά. 3. Άνω χείλος της οφθαλμικής κόγχης Εικόνα 2.14 Διαφορές του άνω χείλους της οφθαλμικής κόγχης στην έκφραση του φυλετικού διμορφισμού. Η τυπική μορφολογία στα θηλυκά παρουσιάζεται αριστερά και αυτή στα αρσενικά δεξιά. 4. Μορφολογία γενειακής σύμφυσης Εικόνα 2.15 Η γενειακή σύμφυση στα θηλυκά είναι οξύληκτη (αριστερά) και στα αρσενικά είναι τετραγωνισμένη (δεξιά).

5. Μαστοειδείς αποφύσεις Εικόνα 2.16 Διαφορές της μαστοειδούς απόφυσης στην έκφραση του φυλετικού διμορφισμού. Η τυπική μορφολογία στα θηλυκά παρουσιάζεται αριστερά και αυτή στα αρσενικά, δεξιά. 6. Αυχενικές γραμμές Εικόνα 2.17 Διαφορές των αυχενικών γραμμών στην έκφραση του φυλετικού διμορφισμού. Η τυπική μορφολογία στα θηλυκά παρουσιάζεται αριστερά και αυτή στα αρσενικά, δεξιά. 2.2 Εκτίμηση ηλικίας θανάτου Η εκτίμηση ηλικίας θανάτου στον ανθρώπινο σκελετό γίνεται παρατηρώντας μορφολογικές διαφοροποιήσεις που υφίστανται τα οστά με την πάροδο του χρόνου. Σε νεαρά άτομα (παιδιά και έφηβοι), οι διαφοροποιήσεις αυτές σχετίζονται με την ανάπτυξη του οργανισμού (μήκος μακρών οστών, ανατολή δοντιών, συνοστέωση επιφύσεων), ενώ σε ενήλικες οι διαφοροποιήσεις αυτές έχουν σχέση με εκφυλιστικές αλλοιώσεις. Όλες οι μέθοδοι εκτίμησης ηλικίας δίνουν ένα εύρος ηλικίας (π.χ. 17-23 έτη) και όχι απόλυτες τιμές, γιατί υπάρχει μεγάλη ποικιλομορφία μεταξύ των ανθρώπινων πληθυσμών. Αυτή η ποικιλομορφία δεν έχει να κάνει μόνο με την εξωτερική εμφάνιση των οστών, αλλά και με τους ρυθμούς ανάπτυξης και εκφυλισμού. Παρατηρείται επίσης ότι το εύρος ηλικιών αυξάνεται στις μεγαλύτερες ηλικίες, λόγω του γεγονότος ότι η ποικιλότητα είναι μεγαλύτερη στις εκφυλιστικές αλλοιώσεις του οργανισμού από ό,τι στην ανάπτυξή του. Οι κυριότερες μέθοδοι που χρησιμοποιούνται από ανθρωπολόγους σήμερα περιγράφονται στα κεφάλαια που ακολουθούν. 2.2.1 Ανήλικα άτομα 2.2.1.1 Μήκος μακρών οστών Τα μακρά οστά, πριν τη συνοστέωση των διαφύσεων με τις επιφύσεις, παρουσιάζουν μια γραμμική σχέση με την ηλικία (Εικ. 2.18-2.23). Όσο δηλαδή μεγαλύτερο σε ηλικία είναι ένα άτομο, τόσο μεγαλύτερο είναι το μήκος των μακρών οστών. Αυτή η μέθοδος είναι αξιόπιστη για τα πρώτα 10 περίπου χρόνια της ζωής ενός ατόμου, καθώς η ποικιλομορφία που παρουσιάζεται σε μεγαλύτερες ηλικίες λόγω διάφορων εξωγενών παραγόντων είναι πολύ μεγάλη.

420 380 Mηριαίο 340 Μήκος διάφυσης (mm) 300 260 220 180 140 100 60 B 1 2 3 4 5 6 7 8 9 10 11 12 Ηλικία (έτη) Εικόνα 2.18 Το μήκος του μηριαίου οστού ανάλογα με την ηλικία (Byers, 2011). 360 320 Κνήμη Μήκος διάφυσης (mm) 280 240 200 160 120 80 B 1 2 3 4 5 6 7 8 9 10 11 12 Ηλικία (έτη) Εικόνα 2.19 Το μήκος της κνήμης ανάλογα με την ηλικία (Byers, 2011). 340 300 Περόνη Μήκος διάφυσης (mm) 260 220 180 140 100 60 B 1 2 3 4 5 6 7 8 9 10 11 12 Ηλικία (έτη) Εικόνα 2.20 Το μήκος της περόνης ανάλογα με την ηλικία (Byers, 2011).

300 260 Βραχιόνιο Μήκος διάφυσης (mm) 220 180 140 100 60 B 1 2 3 4 5 6 7 8 9 10 11 12 Ηλικία (έτη) Εικόνα 2.21 Το μήκος του βραχιόνιου οστού ανάλογα με την ηλικία (Byers, 2011). 260 240 Ωλένη 220 200 Μήκος διάφυσης (mm) 180 160 140 120 100 80 60 B 1 2 3 4 5 6 7 8 9 10 11 12 Ηλικία (έτη) Εικόνα 2.22 Το μήκος της κερκίδας ανάλογα με την ηλικία (Byers, 2011). 220 200 Κερκίδα 180 160 Μήκος διάφυσης (mm) 140 120 100 80 60 B 1 2 3 4 5 6 7 8 9 10 11 12 Ηλικία (έτη) Εικόνα 2.23 Το μήκος της ωλένης ανάλογα με την ηλικία (Byers, 2011).

2.2.1.2 Σχηματισμός και ανατολή των δοντιών Η δημιουργία των δοντιών, είτε αυτά είναι νεογιλά είτε μόνιμα, αρχίζει με την εναπόθεση οδοντίνης και αδαμαντίνης στα οδοντοθυλάκια, τις περιοχές αυτές στις γνάθους όπου βρίσκονται τα δόντια. Η εναπόθεση της οδοντικής ουσίας ξεκινά από τις μασητικές επιφάνειες και προχωρά προς το άκρο της ρίζας. Η κάθε αναπτυσσόμενη οδοντική ρίζα σπρώχνει τη μύλη προς το σημείο σύγκλισης της άνω και κάτω γνάθου και έτσι επιτελείται η ανατολή των δοντιών. Έχοντας γνώση των διαφόρων σταδίων της ανάπτυξης, καθώς και του χρονοδιαγράμματός τους, μπορούμε να εκτιμήσουμε την ηλικία ενός σκελετού. Υπάρχει μια πλειάδα χρονοδιαγραμμάτων στη διεθνή βιβλιογραφία, αλλά αυτό που έχει κερδίσει την αναγνώριση από πολλούς ανθρωπολόγους τα τελευταία χρόνια είναι εκείνο του AlQahtani και συνεργατών (2010) (Εικ. 2.24). Εικόνα 2.24 Σχηματισμός και ανατολή των δοντιών (AlQahtani 2010, Copyright All Rights Reserved). 2.2.1.3 Συνοστέωση των επιφύσεων Τα μακρά οστά αναπτύσσονται με την εναπόθεση λεπτών στρωμάτων οστίτη ιστού στα άκρα, αλλά και κατά μήκος των διαφύσεων. Όταν ολοκληρωθεί η ανάπτυξη, η κάθε επίφυση συνοστεώνεται με τη διάφυση του οστού σε συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Στην πλειονότητα των οστών, ο ρυθμός συνοστέωσης στο εγγύς άκρο διαφέρει απ αυτόν στο άπω άκρο. Έτσι, παρατηρώντας τον βαθμό συνοστέωσης των επιφύσεων σε διαφορετικά οστά μπορούμε να υπολογίσουμε την ηλικία θανάτου με ακρίβεια (Εικ. 2.25). Η τελευταία επίφυση που συνοστεώνεται με τη διάφυση είναι αυτή του μέσου άκρου της κλείδας όπου υπάρχει πλήρης οστέινη ένωση γύρω στα 25 έτη (Mays, 1998). Πρέπει να σημειωθεί ότι υπάρχουν επιφύσεις και σε οστά διαφορετικού τύπου (όχι μόνο μακρά), όπως η λαγόνια ακρολοφία, το ακρώμιο, κ.ά.

Εικόνα 2.25 Συνοστέωση των επιφύσεων. Παρατηρείται ότι στα θήλεα η συνοστέωση γίνεται νωρίτερα σε σχέση με τα άρρενα άτομα (Mays, 1998). 2.2.2 Ενήλικες 2.2.2.1 Ηβική σύμφυση Σ αυτήν τη μέθοδο παρατηρούνται οι μορφολογικές αλλαγές της αρθρικής επιφάνειας της ηβικής σύμφυσης. Θεωρείται από τις πιο αξιόπιστες μεθόδους, αλλά η ευαίσθητη αυτή περιοχή δεν διατηρείται πολύ συχνά σε αρχαιολογικά δείγματα. Σύμφωνα με τη μέθοδο αυτή η ηβική σύμφυση του υπό εξέταση οστού εντάσσεται σε μία από έξι διαφορετικές φάσεις, η καθεμιά από τις οποίες αντιστοιχεί σε ένα εύρος ηλικιών. Για την ευκολότερη εφαρμογή της μεθόδου μπορεί να γίνει χρήση σκίτσων και εκμαγείων, τα οποία παρουσιάζουν τη μορφολογία της κάθε φάσης οι φάσεις διαφέρουν σε αρσενικά και θηλυκά άτομα (Εικ. 2.26-2.27). Γενικά, η αρθρική επιφάνεια στις πρώτες φάσεις έχει οριζόντιες γραμμώσεις που χωρίζονται από αύλακες. Στις μεσαίες φάσεις, σχηματισμοί οστού οριοθετούν την αρθρική επιφάνεια δημιουργώντας ένα σαφές περίγραμμα. Στις τελικές φάσεις, παρατηρείται μία διάβρωση του περιγράμματος γύρω από το οποίο μπορεί να δημιουργηθούν και οστεόφυτα, ενώ η αρθρική επιφάνεια γίνεται πορώδης (Brooks & Suchey, 1990). Αξίζει να σημειωθεί ότι

σε κάθε σκελετό θα πρέπει να εξετάζονται και οι δύο πλευρές (δεξιά και αριστερή), καθώς μπορεί να υπάρχουν διαφορές μεταξύ των δύο. Όταν οι διαφορές αυτές δεν οφείλονται σε παθολογικές αλλοιώσεις, ο μέσος όρος των δύο πλευρών πρέπει να λαμβάνεται ως τελική εκτίμηση ηλικίας. Αν και η μέθοδος αυτή χρησιμοποιείται ευρέως, έχει ένα βασικό μειονέκτημα: τα εύρη ηλικιών για κάθε φάση είναι ιδιαίτερα μεγάλα (π.χ. 21-53 έτη). Παρόλα αυτά, υποστηρίζεται ότι η μέθοδος αυτή μπορεί να βοηθήσει για μια αρχική εκτίμηση και κατόπιν η εφαρμογή περαιτέρω μεθόδων έχει τη δυνατότητα να μειώσει το εύρος της εκτιμούμενης ηλικίας. Εικόνα 2.26 Τυπική μορφολογία της ηβικής σύμφυσης κατά τη μέθοδο Suchey-Brooks για θηλυκά άτομα. Φάση Μέση τιμή Σταθερή απόκλιση Εύρος (95%) 1 19.4 2.6 15-24 2 25.0 4.9 19-40 3 30.7 8.1 21-53 4 38.2 10.9 26-70 5 48.1 14.6 25-83 6 60.0 12.4 42-87 6 60.0 12.4 42-87 Πίνακας 2.2 Μέσες τιμές και ηλικιακά εύρη που αντιστοιχούν σε καθεμιά από τις φάσεις για τα θηλυκά άτομα. Εικόνα 2.27 Τυπική μορφολογία της ηβικής σύμφυσης κατά τη μέθοδο Suchey-Brooks για αρσενικά άτομα.

Φάση Μέση τιμή Σταθερή απόκλιση Εύρος (95%) 1 18.5 2.1 15-23 2 23.4 3.6 19-34 3 28.7 6.5 21-46 4 35.2 9.4 23-57 5 45.6 10.4 27-66 6 61.2 12.2 34-86 Πίνακας 2.3 Μέσες τιμές και ηλικιακά εύρη που αντιστοιχούν σε καθεμιά από τις φάσεις για τα αρσενικά άτομα. 2.2.2.2 Ωτοειδής επιφάνεια Σ αυτήν τη μέθοδο όπως και σ αυτήν της ηβικής σύμφυσης, παρατηρούνται συγκεκριμένες μορφολογικές αλλαγές με την πάροδο του χρόνου. Η ωτοειδής επιφάνεια του λαγόνιου οστού είναι μέρος της άρθρωσης μεταξύ του ανώνυμου και του ιερού οστού. Το οστό σ αυτό το σημείο είναι ιδιαίτερα παχύ και ανθεκτικό με αποτέλεσμα να διατηρείται ανέπαφο ακόμη και σε αρχαιολογικά δείγματα. Η ωτοειδής επιφάνεια σε νεαρά άτομα έχει κυματοειδή μορφολογία η οποία γίνεται λεία σε μεσήλικες. Σε άτομα μεγαλύτερης ηλικίας η επιφάνεια γίνεται πορώδης και συνήθως αναπτύσσονται οστεόφυτα στο περίγραμμά της (Lovejoy et al., 1985). Οι οκτώ φάσεις της μεθόδου είναι κοινές για τα δύο φύλα. Τα ηλικιακά εύρη που αντιστοιχούν σε κάθε φάση είναι σαφώς μικρότερα απ αυτά για την ηβική σύμφυση, αλλά η δυσκολία στην εφαρμογή της μεθόδου είναι ότι οι παρατηρούμενες αλλαγές είναι ανεπαίσθητες. Αυτό σημαίνει ότι χρειάζεται μακροχρόνια εξάσκηση στη μέθοδο για να γίνει σωστά η εφαρμογή της. Φάση Ηλικιακό Εύρος 1 20-24 2 25-29 3 30-34 4 35-39 5 40-44 Εγκάρσια Οργάνωση Ακρολοφίες και αύλακες Μείωση αυλάκων, εμφάνιση γραμμώσεων Λιγότερες αύλακες, αύξηση γραμμώσεων Σημαντική μείωση αυλάκων και γραμμώσεων Απουσία αυλάκων, ελάχιστες γραμμώσεις 6 45-49 Καμία οργάνωση 7 50-60 Καμία οργάνωση (ανώμαλη επιφάνεια) 8 60+ Καμία οργάνωση Υφή Κοκκώδης Ελαφρώς τραχεία Ευκρινώς τραχεία Τραχεία Από τραχεία γίνεται λεία Λεία και συμπαγής Λεία και συμπαγής Καταστροφή επιφάνειας Πορώδης Υφή Όχι Όχι Ελαφρώς μικροπορώδης Μερικώς μικροπορώδης Μικρο- και ίσως μακροπορώδης Ελαφρώς μακροπορώδης Μερικώς μακροπορώδης Μακροπορώδης Πίνακας 2.4 Μεταβολές της ωτοειδούς επιφάνειας ανά φάση (Byers, 2011).

2.2.2.3 Στερνικό άκρο πλευρών Μορφολογικές διαφοροποιήσεις παρατηρούνται και στα στερνικά άκρα των πλευρών, στο σημείο άρθρωσής τους με τους πλευρικούς χόνδρους (Iscan et al., 1984, 1985) (Εικ. 2-28). Σύμφωνα με τις οδηγίες της μεθόδου, οι παρατηρήσεις πρέπει να λαμβάνουν χώρα στην τέταρτη δεξιά πλευρά. Πιο πρόσφατες μελέτες πάνω στη μέθοδο έχουν δείξει ότι είναι εφαρμόσιμη και στις πλευρές 3 έως 10, στις δεξιές, καθώς και στις αριστερές πλευρές (Yoder et al., 2001). Εδώ, οι αλλαγές που παρατηρούνται αφορούν το έδαφος της αρθρικής επιφάνειας των πλευρών, το οποίο ενώ στα νεαρά άτομα έχει επίπεδη επιφάνεια, με την πάροδο του χρόνου βαθαίνει. Επίσης, το περίγραμμα του χείλους έχει αρχικά κυματοειδή μορφολογία, η οποία σε μεσήλικα άτομα γίνεται ακανόνιστη και σε μεγαλύτερες ηλικίες παρουσιάζει οστέινες προεκβολές. Το κυριότερο μειονέκτημα της μεθόδου είναι η ευαίσθητη φύση των πλευρών, η οποία πολλές φορές οδηγεί σε μεταθανάτιες κακώσεις και δεν είναι εφικτή η παρατήρηση των ηλικιακών αλλαγών. Εικόνα 2.28 Τυπικές εκφράσεις των αλλαγών στα στερνικά άκρα των πλευρών στους άρρενες (αριστερά) και στα θήλεα (δεξιά). Φάση Ηλικιακό εύρος 0 <14 1 14-15 2 16-19 3 20-24 4 24-32 5 33-46 6 43-58 7 59-71 8 >69 Πίνακας 2.5 Μεταβολές της μορφολογίας των στερνικών άκρων των πλευρών ανά φάση στα θηλυκά άτομα.

Φάση Ηλικιακό εύρος 0 <17 1 17-19 2 20-23 3 24-28 4 26-32 5 33-42 6 43-55 7 54-64 8 >64 Πίνακας 2.6 Μεταβολές της μορφολογίας των στερνικών άκρων των πλευρών ανά φάση στα αρσενικά άτομα. 2.2.2.4 Συνοστέωση εξωκράνιων ραφών Η πλειοψηφία των οστών του κρανίου συνδέονται μεταξύ τους με μη-κινητές αρθρώσεις που ονομάζονται ραφές (Meindl & Lovejoy, 1985). Με την πάροδο του χρόνου τα διαφορετικά οστά συνοστεώνονται, με αποτέλεσμα να εξαφανίζονται οι ραφές σε άτομα μεγάλης ηλικίας. Η μέθοδος αυτή εξετάζει τον βαθμό συνοστέωσης των ραφών μέσω της παρατήρησης σε δέκα διαφορετικά σημεία της εξωτερικής επιφάνειας του κρανίου (Εικ. 2.29, Πίνακας 2.9). Οι παρατηρήσεις αυτές γίνονται σε ακτίνα ενός εκατοστού από το κάθε προκαθορισμένο σημείο και πάντοτε στην αριστερή πλευρά του κρανίου, όταν πρόκειται για ζυγές ραφές. Σε περίπτωση φθοράς του κρανίου στην αριστερή πλευρά η μέτρηση πρέπει να γίνεται στη δεξιά και να καταγράφεται με σχετική σημείωση. Αν και οι δύο πλευρές είναι κατεστραμμένες, το σημείο θα πρέπει να παραμένει κενό. Ο χαρακτηρισμός του βαθμού συνοστέωσης σε κάθε σημείο θα πρέπει να γίνεται με τον παρακάτω τρόπο: 0=Ανοικτή ραφή. Δεν υπάρχει ένδειξη συνοστέωσης σ αυτήν τη θέση. 1=Ελάχιστη συνοστέωση. Ο βαθμός αυτός δίνεται σε περίπτωση που υπάρχει έστω και μία οστέινη γέφυρα, μέχρι και 50% συνοστέωση στο σημείο αυτό. 2=Σημαντική συνοστέωση. Εδώ υπάρχει μεγάλος βαθμός συνοστέωσης, αλλά κάποιο τμήμα της ραφής δεν έχει κλείσει εντελώς. 3=Πλήρης συνοστέωση. Τα δύο οστά έχουν συνοστεωθεί πλήρως. Τα δέκα σημεία στα οποία γίνονται οι παρατηρήσεις χωρίζονται σε δύο ομάδες: μετρήσεις κρανιακού θόλου και προσθο-πλευρικές μετρήσεις. Τα σημεία 6 και 7 επικαλύπτονται, βρίσκονται δηλαδή και στις δύο ομάδες. Ο υπολογισμός ηλικίας γίνεται με την άθροιση των μετρήσεων 1-7 (κρανιακού θόλου) και 6-10 (προσθο-πλευρικές) (Meindl & Lovejoy, 1985). Οι παρακάτω πίνακες δείχνουν την αντιστοιχία των τελικών βαθμολογιών με τα εύρη ηλικιών. Βαθμολογία Μέση τιμή Σταθερή απόκλιση 0 ---- ---- 1,2 30.5 9.6 3,4,5,6 34.7 7.8 7,8,9,10,11 39.4 9.1 12,13,14,15 45.2 12.6 16,17,18 48.8 10.5 19,20 51.5 12.6 21 ---- ---- Πίνακας 2.7 Συνοστέωση ραφών: κρανιακός θόλος.

Βαθμολογία Μέση ηλικία Σταθερή απόκλιση 0 ---- ---- 1 32.0 8.3 2 36.2 6.2 3,4,5 41.1 10.0 6 43.4 10.7 7,8 45.5 8.9 9,10 51.9 12.5 11,12,13,14 56.2 8.5 15 ---- ---- Πίνακας 2.8 Συνοστέωση ραφών: προσθο-πλευρικές θέσεις. Όσον αφορά την αξιοπιστία της μεθόδου, πρέπει να σημειωθεί ότι πρόσφατες μελέτες έχουν δείξει ότι η εφαρμογή της σε πληθυσμούς διαφορετικούς απ αυτούς στους οποίους βασίστηκε η δημιουργία της δεν ήταν ιδιαίτερα επιτυχής. Αυτό είναι αποτέλεσμα του γεγονότος ότι οι δημιουργοί της μεθόδου δεν έκαναν διαχωρισμό ανάμεσα στα δύο φύλα (Galera et al., 1998). Επίσης, είναι μια μέθοδος βάσει της οποίας το κρανίο απαιτείται να είναι σε καλή κατάσταση, κάτι που συνήθως δεν είναι εφικτό σε σκελετικό υλικό που προέρχεται από αρχαιολογικές ανασκαφές. Εικόνα 2.29 Θέσεις του κρανίου στις οποίες επιτελούνται οι παρατηρήσεις για τον βαθμό συνοστέωσης των ραφών (White et al., 2011).

Θέση 1. Μέση λαμβδοειδής Περιγραφή Το σημείο που εντοπίζεται στη μεσότητα της λαμβδοειδούς ραφής συνήθως αξιολογείται αυτό της αριστερής πλευράς. 2. Λάμβδα Το σημείο εκατέρωθεν του λάμβδα. 3. Οβέλιο Το σημείο μεταξύ των δύο βρεγματικών τρημάτων. 4. Πρόσθια οβελιαία Η κορυφή του κρανίου όταν αυτό είναι προσανατολισμένο σύμφωνα με το επίπεδο της Φρανκφούρτης συνήθως το 1/3 της απόστασης από το βρέγμα στο λάμβδα. 5. Βρέγμα Το σημείο εκατέρωθεν του βρέγματος. 6. Μέση μετωπιαία 7. Πτέριο 8. Μετωποσφηνοειδής 9. Κάτω λεπιδοσφηνοειδής 10. Άνω λεπιδοσφηνοειδής Το σημείο που εντοπίζεται στα 2/3 της απόστασης μεταξύ των σημείων βρέγμα και πτέριο. Το σημείο συνάντησης του σφηνοειδούς με το μετωπιαίο και το βρεγματικό οστό. Το σημείο μεταξύ της μείζονος πτέρυγας του σφηνοειδούς και του μετωπιαίου οστού. Το σημείο που εντοπίζεται μπροστά στην κροταφική γλήνη, επί της λεπιδοσφηνοειδούς ραφής. Το σημείο στη λεπιδοσφηνοειδή ραφή που βρίσκεται πάνω από το ζυγωματικό τόξο. Πίνακας 2.9 Περιγραφή των εξωκράνιων θέσεων για την παρατήρηση του βαθμού συνοστέωσης. 2.2.2.5 Οδοντική αποτριβή Οι τροφές που καταναλώνονται σήμερα στις πιο πολλές χώρες του κόσμου έχουν υποστεί μια σειρά επεξεργασιών που τις καθιστούν μαλακές, με αποτέλεσμα η φθορά των δοντιών να είναι περιορισμένη. Αυτό όμως δεν συνέβαινε και στο παρελθόν, όταν οι τροφές καταναλώνονταν αυτούσιες ή με πολύ λίγη επεξεργασία. Λόγω αυτής της πρακτικής η φθορά των δοντιών ήταν αυξημένη. Όπως είναι φυσικό, τα ηλικιωμένα άτομα θα έχουν μεγαλύτερη οδοντική αποτριβή από τα νεότερα σε έναν αρχαιολογικό πληθυσμό. Η φθορά των δοντιών είναι πιο ομαλή στους γομφίους, γι αυτό και χρησιμοποιούνται σχεδόν αποκλειστικά στις μεθόδους εκτίμησης ηλικίας (Εικ. 2.30). Η μέθοδος αυτή βασίζεται στην καταγραφή των μορφών έκθεσης της δευτερογενούς οδοντίνης στους γομφίους και στη σχέση που έχει η πορεία της έκθεσης αυτής με την ηλικία. Το βασικό πλεονέκτημα της μεθόδου αυτής είναι ότι τα δόντια αποτελούν την πιο ανθεκτική ουσία στο ανθρώπινο σώμα και συνήθως διατηρούνται σε αρχαιολογικά δείγματα. Προβλήματα όμως υπάρχουν και σ αυτήν τη μέθοδο, όπως η απώλεια των δοντιών ή ακόμη και η διαφορά μεταξύ πληθυσμών λόγω διαφορετικών διατροφικών συνηθειών (Brothwell, 1981). Εικόνα 2.30 Οδοντική αποτριβή στους γομφίους.

2.2.3 Άλλες μέθοδοι Πέρα από τις μορφολογικές μεθόδους που παρουσιάστηκαν σ αυτό το κεφάλαιο, υπάρχουν και άλλες πιο εξειδικευμένες που χρησιμοποιούνται στην προσπάθεια εκτίμησης της ηλικίας στον ανθρώπινο σκελετό. Η ιστολογία, για παράδειγμα, μπορεί να δώσει απαντήσεις, είτε μέσω εξέτασης σε οστά είτε σε δόντια. Σε μακρά οστά παρατηρούνται συνήθως διαφοροποιήσεις σε μικροσκοπικές δομές του οστίτη ιστού, ενώ στα δόντια η συσσώρευση στιβάδων οστεΐνης στις ρίζες. Οι ιστολογικές μέθοδοι βέβαια απαιτούν την καταστροφή των οστών ή των δοντιών μέσω της χρήσης ενός μικροτόμου, προκειμένου να ληφθούν οι υπό εξέταση τομές (Byers, 2011). Πέρα απ αυτό το πολύ βασικό μειονέκτημα, η χρήση εξειδικευμένου εξοπλισμού, όπως μικροτόμος και μικροσκόπιο, και η εκπαίδευση που απαιτείται καθιστούν αυτές τις μεθόδους όχι ιδιαίτερα δημοφιλείς στην ανθρωπολογική κοινότητα. Όπως είδαμε, ο προσδιορισμός του φύλου είναι σχεδόν αδύνατος σε νεαρά άτομα που δεν έχουν ακόμη αναπτύξει τα φυλετικώς διμορφικά χαρακτηριστικά, αλλά σχετικά εύκολος σε ενήλικα άτομα. Σε αντίθεση μ αυτό η εκτίμηση ηλικίας θανάτου είναι ευκολότερο να γίνει σε νεαρά άτομα που βρίσκονται στο στάδιο της ανάπτυξης και πολύ πιο δύσκολο σε ηλικιωμένα άτομα. Σε κάθε περίπτωση, είτε πρόκειται για προσδιορισμό του φύλου είτε για εκτίμηση ηλικίας, πρέπει να εξετάζεται ολόκληρος ο σκελετός και να χρησιμοποιούνται όσο το δυνατόν περισσότερες μέθοδοι. Ο προσδιορισμός του φύλου και της ηλικίας σε έναν αρχαιολογικό πληθυσμό μπορούν να μας παρέχουν πληθώρα πληροφοριών, όπως ο συσχετισμός κάποιων ταφικών κτερισμάτων με ένα φύλο ή ηλικιακή ομάδα. Επίσης, μπορούν να μας δώσουν πληροφορίες σχετικά με τη δημογραφική σύσταση μιας κοινωνίας, τη μέση ηλικία θανάτου και την παιδική θνησιμότητα. Μ αυτόν τον τρόπο μπορούμε να απαντήσουμε σε ερωτήματα σχετικά με τη ζωή στο παρελθόν αλλά και να κάνουμε συγκρίσεις μεταξύ διαφορετικών πληθυσμών.

Βιβλιογραφία/Αναφορές AlQahtani SJ, Hector MP, Liversidge HM. 2010, The London atlas of human tooth development and eruption. American Journal of Physical Anthropology, 142:481-490. Bass W. M. 1995. Human osteology: a Laboratory and Field Manual. Special Publications, Missouri Archaeological Society No 2. Brooks S. and Suchey J. M. 1990. Skeletal age determination based on the Os Pubis: a comparison of the Ascadi-Nemeskeri and Suchey-Brooks methods. Human Evolution 5: 227-238. Brothwell D. R. 1981. Digging up Bones (3rd ed.). Oxford University Press/British Museum (Natural History), Oxford. Buikstra, J. E., & Ubelaker, D. H. 1994. Standards for data collection from human skeletal remains. Arkansas Archaeological Survey Research Series, 44. Byers S.N. 2011. Introduction to Forensic Anthropology (4th Ed.), Boston: Pearson, Allyn and Bacon. Charisi D., Eliopoulos C., Vanna V., Koilias Ch., Manolis S.K. 2011. Sexual dimorphism of the arm bones in a Modern Greek population. Journal of Forensic Sciences, 56: 10-18. Cox M. and Mays S. 2001. Human Osteology in Archaeology and Forensic Science. Greenwich Medical Media, London. Galera V., Ubelaker D.H., Hayek L.C. 1998. Comparison of macroscopic cranial methods of age estimation applied to skeletons from the Terry collection. Journal of Forensic Sciences, 43: 933-939. Işcan, MY., Loth, SR., Wright, RK. 1984. Age estimation from the rib by phase analysis: white males. Journal of Forensic Sciences, 29: 1094-1104. Işcan, MY., Loth, SR., Wright, RK. 1985. Age estimation from the rib by phase analysis: white females. Journal of Forensic Sciences, 30: 853-863. Lovejoy O. C., Meindl R. S., Pryzbeck T. R., Mensforth R. P. 1985. Chronological metamorphosis of the auricular surface of the ilium: a new method for the determination of adult skeletal age at death. American journal of physical Anthropology 68: 15-28. Mall G, Hubig M, Büttner A, Kuznik J, Penning R, Graw M. 2001. Sex determination and estimation of stature from the longbones of the arm. Forensic Science International 117: 23-30. Mays S. 1998. The Archaeology of Human Bones. Routledge, London. Meindl R. S., Lovejoy O. C. 1985. Ectocranial suture closure: a revised method for the determination of skeletal age at death based on the lateral-anterior sutures. American Journal of Physical Anthropology, 68: 57-66. Phenice T.W. 1969. A newly developed method for sexin the os pubis. American Journal of Physical Anthropology, 30: 297-301. Schwartz J. H. 1994. Skeleton Keys. An introduction to human skeletal morphology, development and analysis. Oxford University Press, New York. Sutherland L.D. and Suchey J.M. 1991. Use of the ventral arc in pubic sex determination. Journal of Forensic Sciences, 36: 501-511. White, T.D., Black, M.T., Folkens, P.A., 2011. Human Osteology, third ed. Academic Press, San Diego. Yoder, C., Ubelaker, D.H., & Powell, J.F. 2001. Examination of variation in sternal rib end morphology relevant to age assessment. Journal of Forensic Sciences, 46: 223-227. Επιπρόσθετη Βιβλιογραφία Aiello CA, Molleson T. 1994. Cranial suture closure and its implications for age estimation. International Journal of Osteoarchaeology, 4:193 207. Boldsen JL, Milner GR, Konigsberg LW, Wood JW. 2002. Transition analysis: A new method for estimating age from skeletons. In: Paleodemography: Age distribution from skeletal samples. Eds. RD Hoppa & JW Vaupel. Cambridge: Cambridge University Press, 73 106. Buckberry JL, Chamberlain AT. 2002. Age estimation from the auricular surface of the ilium: A revised method. American Journal of Physical Anthropology, 119:231 239. Crowder C, Austin D. 2005. Age ranges of epiphyseal fusion in the distal tibia and fibula of contemporary males and females. Journal of Forensic Sciences, 50: 1 7. Fanton L, Gustin M, Paultre U, Schrag B, Malicier D. 2010. Critical study of observation of the sternal end

of the right 4th rib. Journal of Forensic Sciences, 55: 467 472. Garvin HM, Passalacqua NV. 2011. Current practices by forensic anthropologists in adult skeletal age estimation. Journal of Forensic Sciences, 57: 427-433. Hens SM, Rastelli E, Belcastro G. 2008. Age estimation from the human os coxa: A test on a documented Italian collection. Journal of Forensic Sciences, 53: 1040 1043. Iscan, M. Y., Steyn, M. 2013. The human skeleton in forensic medicine. Charles C Thomas Publisher. Jantz, R.L., Ousley, S.D., 2005. FORDISC 3.0: Personal computer forensic discriminant functions. The University of Tennessee, Knoxville. Kimmerle, E.H., Ross, A., Slice, D., 2008. Sexual dimorphism in America: Geometric morphometric analysis of the craniofacial region. Journal of Forensic Sciences, 53: 54 57. Lovejoy CO, Meindl RS, Mensforth RP, Barton TJ. 1985a. Multifactorial determination of skeletal age at death: A method and blind tests of its accuracy. American Journal of Physical Anthropology, 68:1 14. Moore-Jansen, P.M., Ousley, S.D., Jantz, R.L., 1994. Data Collection Procedures for Forensic Skeletal Material. Report of Investigations No. 48. Department of Anthropology, University of Tennessee, Knoxville. Ousley, S.D., Jantz, R.L., 2012. Fordisc 3 and statistical methods for estimating sex and ancestry. In: Dirkmaat, D.C. (Ed.), A Companion to Forensic Anthropology. Wiley-Blackwell, Chichester, pp. 311 329. Schmitt A. 2004. Age-at-death assessment using the os pubis and the auricular surface of the ilium: A test on an identified Asian sample. International Journal of Osteoarchaeology, 14:1 6. Spradley, M.K., Jantz, R.L., 2011. Sex estimation in forensic anthropology: Skull versus postcranial elements. Journal of Forensic Sciences, 56: 289 296. Ubelaker DH. 1989. Human skeletal remains, 2nd edition, Washington D.C. Taraxacum. White, T.D., Black, M.T., Folkens, P.A., 2011. Human Osteology, third ed. Academic Press, San Diego.