Το κλινικό υλικό είναι απόρρητο και διατίθεται µόνο για τα µέλη και τους υποψήφιους της ΕΨΕ Από τη λογοκρισία της ερωµένης στο οιδιπόδειο σύµπλεγµα Συνέδριο ΕΨΕ 2016 «Έχω ανάγκη να ασχοληθεί κάποιος µαζί µου.. να έχω κάτι δικό µου». Αυτά τα λόγια µου απευθύνει η κα Κ όταν ξεκινούµε την ανάλυσή της. Μια από τις πρώτες µεταβιβαστικές κινήσεις αποτελεί το αίτηµα της να λειτουργήσω ως ένα αντικείµενο που θα έχει στραµµένο το βλέµµα επάνω της και θα εξασφαλίσει τη συνοχή του Εαυτού της. Η 40χρονη γυναίκα, µητέρα δύο παιδιών, υψηλού µορφωτικού και κοινωνικού επιπέδου, ζήτησε βοήθεια όταν το άγχος της ότι θα προσβληθεί από Ca του στήθους, το οποίο εµφανίστηκε µετά το θάνατο του πατέρα της, είχε γίνει ανυπόφορο. Περνούσε πολλές ώρες καθηµερινά ψηλαφώντας το στήθος της, ψάχνοντας για κάποια σκλήρυνση. Η εµµονή της να εντοπίσει ένα ασύνηθες µόρφωµα, του οποίου την υφή και το µέγεθος εξέταζε ενδελεχώς προτού προστρέξει στη µαστολόγο της, δηµιουργούσε έντονο ερεθισµό της περιοχής και σωµατικό πόνο. Αυτή η καταναγκαστική υποχονδριακή ενασχόληση, ένδειξη µιας διέγερσης που επιζητούσε την κλιµάκωση και στη συνέχεια την εκτόνωση, συνοδεύονταν από ανηδονία κι αίσθηση αδυναµίας να ανταπεξέλθει τόσο στο µητρικό και συζυγικό ρόλο όσο και στις κοινωνικές και οικογενειακές της υποχρεώσεις. Αισθητές ήταν και οι επιπτώσεις στον επαγγελµατικό τοµέα, όπου η Κ. αισθανόταν πως δεν µπορούσε πλέον να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της ακαδηµαϊκής της καριέρας. 1
Να σηµειώσω εδώ, ότι των προβληµάτων αυτών είχαν προηγηθεί φοβίες κι άγχος αποχωρισµού κατά την παιδική και νεανική της ηλικία. Σκοπός µας στη σηµερινή παρουσίαση δεν είναι να δώσουµε µια πλήρη εικόνα της αναλυτικής περίπτωσης. Θα περιοριστούµε σε κάποια σηµεία της ιστορίας και σε µερικές κλινικές βινιέτες που αναδεικνύουν την προβληµατική της κυρίας Κ. Μέσα από το υλικό αυτό θα παρακολουθήσουµε τα ξεστρατίσµατα από την πορεία που οδηγεί στο οιδιπόδειο και θα συζητήσουµε τις επιπτώσεις που είχαν για τη συγκρότησή του, υπό το πρίσµα της θεωρητικής σύλληψης του M. Fain για τη «λογοκρισία της ερωµένης». «Έχω την εντύπωση, ότι η µητέρα µου δεν χάρηκε όταν γεννήθηκα σαν να µην ήµουν αυτό που περίµενε.. ήµουν απλώς άλλο ένα κορίτσι», θα πει η Κ. περιγράφοντας ότι ήταν ανεπιθύµητη από τη µητέρα. Με την ελπίδα όµως ότι θα γεννιόταν ένα αγόρι οι γονείς αποφάσισαν να µην κάνουν διακοπή εγκυµοσύνης. Η απογοήτευση της µητέρας για τη γέννηση του κοριτσιού οδήγησε στην ελλιπή επένδυση κι ανάθεση της ανατροφής της σε µια γκουβερνάντα από ξένη χώρα, υπό την επίβλεψη των µητρικών γονέων. Τη µητέρα περιγράφει η Κ. ως γυναίκα ψυχρή που ένιωθε αποστροφή κι απέφευγε τη σωµατική έκφραση κι επαφή, ενώ αντίθετα έδειχνε το θαυµασµό της για τη διανόηση και τα επαγγελµατικά επιτεύγµατα. Έθετε ως προτεραιότητα να βρίσκεται δίπλα στο σύζυγό της προκειµένου να τον στηρίζει στην επαγγελµατική του ανέλιξη. Μέσα από εκείνον επιδίωκε όµως να ικανοποιεί και τις προσωπικές της φιλοδοξίες. Έτσι από πολύ νωρίς στην ιστορία της Κ. ανιχνεύονται τραυµατισµοί τόσο σε σχέση µ αυτά που υπήρξαν λιγότερα ή και περισσότερα από όσα ο 2
ψυχισµός ήταν σε θέση να αντέξει και να εντάξει, ποσότητες δηλαδή ελλείπουσες ή υπερεκχειλίζουσες. Ο ναρκισσιστικός τραυµατισµός από την έλλειψη καθώς και η συνεχής εισροή διεγέρσεων από τη θορυβώδη κοινωνική κι επαγγελµατική ζωή των γονέων, συνάδουν µε την ανεπάρκεια του αλεξιερεθιστικού, που είχε ως αποτέλεσµα τις ελλιπείς εσωτερικεύσεις και τα ελλείµµατα στην αναπαραστατική λειτουργία. «Η µητέρα µου, αλλά κι ο πατέρας µου δεν είχαν καλή επαφή µε το σώµα τους. Ο πατέρας το αγνοούσε κι η µητέρα το εξαΰλωνε ήταν κάτι που πάντα ερχόταν δεύτερο.. µόνον όταν ήµουν άρρωστη µ έπιαναν.. δηλαδή ο πατέρας.. µου έβαζε θερµόµετρο κι ακουµπούσε το χέρι του στο µέτωπο και το στήθος µου να δει αν έχω πυρετό. Θυµάµαι την ευχαρίστηση που ένιωθα απ το άγγιγµα του..». Έτσι περιέγραφε η Κ. τη σχέση των γονέων µε το «ποταπό», όπως φανταζόταν, σώµα και παρουσίαζε τον πατέρα να ξεπερνά, εξ αιτίας ή χάριν της αρρώστιας, τη δυσκολία της σωµατικής επαφής, να γίνεται µητρικός και να επιτρέπει στον εαυτό του να την αγκαλιάσει. Όταν, µετά από µακρόχρονη ασθένεια εκείνος κατέληξε, η Κ. αρχικά αρνήθηκε το θάνατό του κι ανέφερε ότι το γεγονός της είχε µάλιστα προξενήσει περισσότερη χαρά από λύπη. Η άρνηση, η αντιστροφή του συναισθήµατος και η διχοτόµηση (Ichspaltung κατά Freud) δεν υπήρξαν όµως επαρκείς ως αµυντικές στρατηγικές ώστε το Εγώ να καταφέρει να διατηρήσει τη λειτουργικότητά του και να διευκολυνθεί η εκκίνηση µιας φυσιολογικής διαδικασίας πένθους. Μετά από κάποιο διάστηµα η Κ., στη θέση του πένθους, ανέπτυξε υποχονδριακούς φόβους που σταδιακά επιδεινώνονταν. 3
«..είχα ανάγκη να δείξω ότι είµαι διαφορετική απ τη µητέρα και τις αδερφές µου.. έκανα το αγόρι.. µικρή κατουρούσα όρθια και παρίστανα ότι έχω πέος.. φερόµουν σαν αγόρι για να του αρέσω, να έχω την εύνοιά του.. αποκτούσα την αξία που είχε εκείνος στην οικογένεια.. γινόµουν το 2ο πιο σηµαντικό πρόσωπο µετά απ αυτόν. Ήταν ο µόνος τρόπος να µε κοιτάξει, να µου δώσει σηµασία». Με αυτά τα λόγια δικαιολογούσε η Κ. τη χαρά που ένιωσε µε το θάνατο του πατέρα. Θα µπορούσε επιτέλους να τον αναπληρώσει, να είναι κοντά και να έχει την εύνοια και το θαυµασµό της µητέρας! Προκειµένου να επιτύχει το στόχο της επέλεξε έναν άνδρα του συγγενικού περιβάλλοντος µε στοιχεία που σ ένα φαινοµενικό επίπεδο παρέπεµπαν στον πατέρα. Με τη βοήθειά του πίστευε ότι θα τα καταφέρει. Όταν αντιλήφθηκε ότι το εγχείρηµα της ήταν καταδικασµένο, διότι η µητέρα επέλεξε να στηρίξει την επαγγελµατική σταδιοδροµία της άλλης κόρης, όπως είχε κάνει παλαιότερα µε το σύζυγό της, επλήγη το παντοδύναµο ιδεώδες Εγώ κι αισθάνθηκε απαξίωση για τον Εαυτό της. Απαξίωνε όµως και τον άνδρα της, ο οποίος δεν είχε αποδειχτεί αντάξιος των προσδοκιών της. Δεν είχε καταφέρει ως «εξάρτηµα» της να διαψεύσει τον ευνουχισµό της. Τον αποκαλούσε αδηφάγο, ερµαφρόδιτο, υβρίδιο. Αυτούς τους προσδιορισµούς χρησιµοποιούσε άλλες φορές και για τον Εαυτό της. Φαίνεται ότι εκείνος λειτουργούσε ως διπλό της, που επιπρόσθετα της προσέφερε την αυταπάτη ότι µε την «α-σεξουαλική» εµφάνισή του, όπως η ίδια πίστευε, σηµατοδοτούσε την απουσία της ερωτικής της επιθυµίας. Η Κ ανέφερε, ότι ήδη απ την εφηβεία φρόντιζε να κρύβει τις σεξουαλικές της επιθυµίες και δραστηριότητες. Έπαιρνε ευχαρίστηση παραπλανώντας τους άλλους και προβάλλοντας την ακαδηµαϊκή επιτυχία ως το 4
αποκλειστικό της ενδιαφέρον. Στην γραµµή της απόκρυψης κρατούσε και την εξωτερική της εµφάνιση. Αν κι ήταν µια όµορφη γυναίκα, δεν απέπνεε καµία θηλυκότητα, κυκλοφορούσε ατηµέλητη κι έδινε την εντύπωση ανθρώπου ταλαιπωρηµένου, που ζει στην ανέχεια (α στερητικό + έχω). Την εικόνα αυτή δεν συνόδευε κάποια έκφραση καταθλιπτικού συναισθήµατος. Μέσα από το δικό µου συναίσθηµα µπορούσα όµως να ανιχνεύσω την ύπαρξη µιας οδύνης κι απελπισίας. Θα µπορούσαµε να πούµε ότι η Κ κατάφερνε να εκπέµπει κάποιο συναίσθηµα µέσω προβολής. Πρόκειται για µια «παράδοξη» µεταβίβαση, όπως αναφέρεται από τον Rousillon, που συναντάται σε ασθενείς µε τραύµατα κι αδυναµία συµβολοποιήσεων. Θα αναφερθώ τώρα σε κάποιες κλινικές βινιέτες που άπτονται της µεταβίβασης-αντιµεταβίβασης κι εικονογραφούν την προβληµατική που µας απασχολεί εδώ. Για αρκετό διάστηµα η Κ. χρησιµοποιούσε µεγάλο µέρος των συνεδριών περιγράφοντας τις καθηµερινές της περιπέτειες σε σχέση µε την αγωνιώδη ψηλάφηση του στήθους και του φόβου της κακοήθειας. Αναρωτιόµουν αν έτσι προσπαθούσε να καλύψει κενά, να παραµερίσει άλλες οδυνηρές εµπειρίες ή και να κρατήσει το ενδιαφέρον µου και να µε θέσει σε εγρήγορση. Υπήρχε άραγε και µια επιθυµία της να υπερβώ την αναλυτική «ουδετερότητα», να την αγγίξω, να την «χαϊδέψω» µε τα λόγια µου, ενδεχοµένως κι έµπρακτα όπως έκανε ο πατέρας στην αρρώστια; Η δική µου προσπάθεια εκείνη την περίοδο επικεντρώθηκε, απουσία ενός επαρκούς εσωτερικού πλαισίου της Κ., στη λειτουργία της συγκράτησης (συγκρατείν /συν+κρατώ /Winnicot σηµ. 1-), ενώ ταυτόχρονα επιχειρούσα µέσα από συνδέσεις να αναδειχτούν οι ψυχικές κινήσεις κι η σηµασία των συµπεριφορών της και να αποδοθεί κάποιο νόηµα στους φόβους της. 5
Σταδιακά άρχισε να ιχνογραφείται ο τρόπος που λειτουργούσε ψυχικά, να της προκαλεί έκπληξη και να τραβά το ενδιαφέρον της. Παρόλη όµως την κοπιώδη ψυχική εργασία, η επανάληψη καλά κρατούσε κι είχε κουράσει και τις δυο µας. «.. Έχω τόσο κουραστεί, έλεγε η Κ.. µακάρι να µπορούσα να βάλω τις φοβίες µου στην άκρη.. όµως φοβάµαι µη συµβεί κάποιο κακό.. η άρρωστη αυτή κατάσταση µε βολεύει, σε κάτι βοηθάει.. αν αλλάξει, νιώθω σαν να χάνοµαι κι εγώ.. τώρα είµαι σε κέλυφος.. αν το βγάλω θα χυθώ.. δεν θα έχω πια όρια και θα χαθώ..». Αισθανόταν ότι η «άρρωστη αυτή κατάσταση» δικαιολογούσε και την ανάγκη της να βρίσκεται, παρ όλες τις αντιρρήσεις του άνδρα της, σε θεραπεία που ως κέλυφος µπορούσε να τη συγκρατεί ναρκισσιστικά. «Αν αφήσω τις επιθυµίες µου να βγουν, συνέχιζε η Κ., θα πρέπει να αλλάξω πολλά και φοβάµαι πως δεν θα τα καταφέρω και θα αναγκαστώ να γυρίσω πάλι πίσω». Την άκουγα να µου απευθύνει µια προειδοποίηση, ότι χρειάζεται να αντέξουµε την ύπαρξη του κελύφους της διότι προστάτευε και τις δυο µας. Αισθανόµουν ότι το κέλυφος συγκρατούσε µεταξύ άλλων και την επιθετικότητα της προς το αντικείµενο και προς εµένα στη µεταβίβαση. Της σχολίασα τότε ότι προστατεύεται αλλά και µε προστατεύει από τα βλαβερά αγκάθια που έχει µέσα της. Το σχόλιο µου συνδέονταν µε αναφορά της για την κακοήθεια ως µόρφωµα µε δηλητηριώδη αγκάθια που φώλιαζε στο σώµα της. Η Κ αρνήθηκε ότι προσπαθούσε να συγκρατήσει την επιθετικότητα της κι έσπευσε να µε διαβεβαιώσει ότι αναφερόταν µόνον στον κίνδυνο να µην τα καταφέρει να αφήσει το κέλυφος. Η σκηνή απ ένα όνειρο της ήρθε τότε στο νου: «γένναγα.. ή επρόκειτο να γεννήσω κι ήταν εκεί ο πατέρας». 6
Προέβαλε έτσι µια άλλη εκδοχή, πιο αισιόδοξη, µια ελπίδα, για το ότι ενδέχεται να τα καταφέρει αν θα µ είχε δίπλα της και θα άντεχα τις οδύνες του τοκετού. Στα διαστήµατα µεταξύ των συνεδριών, το άγχος της αυξανόταν, αγκιστρώνονταν απ το σώµα κι αναδιπλωνόταν ναρκισσιστικά ενώ κατά τη διάρκεια των συνεδριών κατάφερνε, µε την αντιληπτική παρουσία µου, να κάνει δοκιµαστικές εξόδους απ το κέλυφός της. Έφερνε όνειρα, έκανε συνειρµούς και συνδέσεις. Κατά τη διάρκεια της εργασίας µας υπήρχαν στιγµές που αισθανόµουν ένα αµέριστο ενδιαφέρον κι αισιοδοξία ότι θα βρούµε την έξοδο από τους σκοτεινούς λαβυρίνθους του νου της. Άλλες στιγµές, όταν υπερείχαν οι ατέρµονες υποχονδριακές επαναλήψεις απελπιζόµουν κι ένιωθα ότι θα εγκλωβιστούµε στους φαύλους κύκλους. Αισθανόµουν ακόµη ότι επιτίθεται στη σκέψη µου κι έκανα κινήσεις απόσυρσης προκειµένου να προστατευτώ ή θύµωνα, αντιδρώντας στην αίσθηση ότι ήθελε να ακινητοποιηθούµε βασανιστικά κι οι δυο για να αποδείξει ότι κι εγώ, όπως η µητέρα, δεν µπορώ να της προσφέρω όσα είχε ανάγκη. Προσπαθώντας να κατανοήσω καλύτερα το τι διαµείβονταν στη σχέση µας συνειδητοποίησα, ότι κινούµασταν σε ανάλογες τροχιές. Η αντιµεταβίβαση αποτέλεσε το όχηµα για να αντιληφθώ τη θλίψη και το αίσθηµα αβοήθητου της Κ., συναισθήµατα που υπέβοσκαν της φαντασίωσης παντοδυναµίας. Προς το τέλος του 3ου χρόνου της ανάλυσης, η υποχονδριακή εµµονή είχε υποχωρήσει σηµαντικά. Το συναίσθηµα εκφραζόταν περισσότερο. Στις συνεδρίες έφερνε, µεταξύ άλλων, υλικό που αφορούσε στην ερωτική της ζωή, την οποία όµως αποκαλούσε «ανενεργή». 7
Τα πεπρωµένα της σεξουαλικότητας εικονογραφούνταν κυρίως στα όνειρά της. Έτσι σε συνεδρία που προηγείτο µιας αναβολής εκ µέρους της, λόγω ενός ταξιδιού που θα έκανε µε τον άνδρα της, έφερε τρία όνειρα που αφορούσαν στη σεξουαλικότητα. Για λόγους οικονοµίας χρόνου θ αναφερθώ σε µία µόνο σκηνή από το πρώτο: «ανοίγω µε τα κλειδιά µου το διαµέρισµα του Χ. Ήθελα να πάρω κάτι πίσω από την κουρτίνα.. σκοντάφτω επάνω του.. άκουγε µουσική και κοιµόταν. Είπε αυστηρά: Τι σου έχω ζητήσει Κ.; ντράπηκα πολύ που µπήκα χωρίς να κτυπήσω.. εκείνη την ώρα άνοιξε η διπλανή πόρτα και µπήκε γελώντας η γυναίκα κι η κόρη του. Είπαν: ω,..δεν είναι τίποτε». Της σχολίασα ότι ήθελε να κρατήσει «τα άπλυτα της» κρυφά από εµένα (τα άπλυτα ήταν στοιχείο από προηγούµενο όνειρο που αναδείκνυε την πρωκτική διάσταση της σεξουαλικότητας). Αποκρίθηκε λέγοντας ότι σεξουαλικά βρίσκεται σε «αµφίβια» κατάσταση και νιώθει πως χρειάζεται επιτέλους να κινηθεί προς κάποια κατεύθυνση. Επιστρέφοντας από το ταξίδι της, ανέφερε διστακτικά, ότι όσα λέγαµε για τα όνειρά της έγιναν πραγµατικότητα. «..Κάναµε.. µάλλον κάτι ακραίο.. κι όσο το σκέπτοµαι σοκάροµαι περισσότερο.. πήγαµε µε µια πόρνη.. µε ξάφνιασε ότι το άφησα να γίνει.. ήταν περίεργο και διαφορετικό από ότι το φαντάζεται κανείς.. υπήρχαν συγκεκριµένοι κι αυστηροί κανόνες.. ήταν ανθρώπινο και χαλαρό.. γελάγαµε.. γδυθήκαµε και την άγγιξα.. είχα µια ευχαρίστηση να ξεπεράσω τέτοιου είδους όρια.. στην αρχή είπα: χαράς το πράγµα. Μετά όµως µπερδεύτηκα και τώρα αισθάνοµαι άσχηµα, δυσάρεστα.. η σεξουαλικότητα ήταν σοκαριστική, τα πράγµατα είναι µπλεγµένα και πιο σύνθετα τελικά. Πάντως η γυναίκα αυτή ήταν τροµερά επαγγελµατική, ο τρόπος που µίλαγε, που κράταγε απόσταση..». 8
Αυτά είπε η Κ. καταφέρνοντας να µε ξαφνιάσει αλλά και να µε σοκάρει, όπως σκόπευε. Είχε κάνει πράξη ονειρικές εικόνες που αντιστοιχούσαν σε φαντασιώσεις και σε θραύσµατα αναµνήσεών της. Πήρα µια θέση εντός του σκηνικού και της είπα: «µπερδευτήκατε είπατε.. µας µπλέξατε». Ακολούθησαν αρκετές σκέψεις και συνειρµοί και η εµπειρία συνδέθηκε µε στοιχεία των ονείρων της και µε µια ανάµνηση όπου ως έφηβη µπήκε ξαφνικά στο δωµάτιο των γονιών της και αντίκρισε τη µητέρα πάνω στον πατέρα. Τότε, σύµφωνα µε την Κ,. «εκείνος (ο πατέρας) σχεδόν θυµωµένα ή και άγρια είπε: τι κάνεις εσύ εδώ;». Εικονογραφείται εδώ η µη αποδοχή του αποκλεισµού από την πρωταρχική σκηνή, προϋπόθεση για τη µεθύστερη συγκρότηση του οιδιπόδειου, που εν προκειµένω φαίνεται να παραµένει µετέωρο. (Σηµείωση 1.Μεταφράζω το holding ως «συγκρατείν» διότι ως απαρέµφατο δηλώνει µια πρόθεση κι έχει διπλή έννοια: του σταθερού κρατήµατος και της συγκράτησης-εγκράτειας). Ντένυ Πάνιτς Το κλινικό υλικό που µας παρουσίασε η κ. Πάνιτς, προσφέρεται υπό την µορφή παραδείγµατος, που µπορεί να φωτισθεί και να µελετηθεί µέσα από την θεωρητική σύλληψη της «λογοκρισίας της ερωµένης» των Μ. Fain και D. Braunschweig. Η «λογοκρισία της ερωµένης» (Censure de l amante) αναφέρεται στο διπλό ρόλο του πρωτογενούς αντικειµένου, το οποίο αφενός είναι παρόν, ως η φροντίζουσα µητέρα που υποδέχεται, αποκωδικοποιεί και ικανοποιεί τις ανάγκες του βρέφους και αφετέρου είναι απόν, ως η γυναίκα-ερωµένη του 9
πατέρα, που ικανοποιεί τις δικές της ερωτικές, σεξουαλικές επιθυµίες µε τον πατέρα. Αυτοί οι δύο ρόλοι είναι συµπληρωµατικοί και συγχρόνως ανταγωνιστικοί. Αρθρώνονται µεταξύ τους µε την επιβολή µιας «λογοκρισίας» στο βρέφος, από την µητέρα και ερωµένη. Η «λογοκρισία» λειτουργεί και ως «αυτολογοκρισία»: επιβάλλεται και στις ίδιες τις επιθυµίες της προς τα ερωτικά αντικείµενα, τα οποία αποµακρύνει και τοποθετεί εκτός αυτού του µητρικού πλαισίου- περιβάλλοντος. Η αλεξιερεθιστική λειτουργία εγκαθίσταται διπλά: και από την ικανοποιούσα µητέρα και από την, εκτός µητρικού περιβάλλοντος, ικανοποιηµένη ερωµένη. Με την απουσία της, ως ερωµένη, εισάγει στον, εν τη γενέσει, ψυχισµό του βρέφους στοιχεία του απόντος ερωτικού Άλλου. Πρόκειται για µια κατάσταση, την οποία το βρέφος βιώνει πολύ νωρίς. Έτσι δηµιουργούνται τα πρώτα ίχνη µιας πρώιµης τριγωνοποίησης, η οποία συνηχεί µε τις φυλογενετικά µεταδιδόµενες πρωταρχικές φαντασιώσεις. Η «λογοκρισία της ερωµένης» αποτελεί τη βιωµατική βάση για την οργάνωση της πρωταρχικής σκηνής και εν συνεχεία του οιδιπόδειου, µε τις συνακόλουθες επενδύσεις των αντικειµένων, τις δευτερογενείς ταυτίσεις και το σχηµατισµό του Ιδεώδους του Εγώ και του Υπερεγώ. Η σχετική, ποσοτικά, διαταραχή των διαδικασιών της πρωτογενούς ταύτισης, απελευθερώνει τις ενορµητικές δυνατότητες του βρέφους. Το βρέφος αναγκάζεται να αναπαραστήσει πλευρές της µητρικής λειτουργίας που αντισταθµίζουν συµβολικά την αντιληπτική απουσία της. Συγχρόνως, πραγµατοποιούνται οι πρώτες ταυτισιακές κινήσεις µε τον ερωτικό Άλλο, ο οποίος επιθυµεί και ικανοποιεί τη µητέρα. Η εγκατάσταση αλλά και η ποιότητα των αυτοερωτισµών συνιστούν τις πρώτες εκδηλώσεις της 10
ψευδαισθητικής ικανοποίησης της επιθυµίας, οι οποίες οδηγούν προς την υποκειµενοποίηση. Με τα πρώτα λόγια της, η κ. Κ. δηλώνει στην αναλύτρια την ανάγκη της να την επενδύσει ναρκισσιστικά µε σκοπό να την έχει δικιά της: «Έχω ανάγκη να ασχοληθεί κάποιος µαζί µου να έχω κάτι δικό µου». Η ασθενής, µην υποφέροντας πλέον την λύση της υποχονδρίας για την ψυχική της οικονοµία, αναζητά να αντισταθµίσει µια πρωτογενή ναρκισσιστική έλλειψη, µέσω ενός νέου αντικειµένου, την αναλύτρια. Η ασθενής, µέσω της αφής, αναζητά µε πάθος στο στήθος τον «επερχόµενο καρκίνο», την επερχόµενη σωµατική κατάρρευση, την απώλεια της ίδιας της ζωής. Μια κατάρρευση που φαίνεται ότι ήδη είχε επισυµβεί ψυχικά, στην ιστορία της. Η επιλογή της ερωτογόνου ζώνης του στήθους, καταδεικνύει την καταναγκαστική επιστροφή, την καθήλωση στους αυτοερωτισµούς της στοµατικής φάσης. (Φρόυντ 1905, τρία δοκίµια, p. 180, SE 7). Όµως ο φρενήρης τρόπος για ικανοποίηση, αποκαλύπτει την αποτυχία της ικανοποίησης από την αυτοερωτική διαδικασία, εξαιτίας τραυµατικών καταστάσεων στην σχέση µε το πρωτογενές αντικείµενο, σύµφωνα µε τον Fain (1971). Η επαναληπτική αυτοδιέγερση του στήθους οδηγεί στην ηρεµία, εξαιτίας της εξάντλησης και όχι της ικανοποίησης. Η υπερεπένδυση αυτής της διαδικασίας έχει ως επακόλουθο την αποεπένδυση των προηγουµένων ψυχικών λειτουργιών και δραστηριοτήτων, οικογενειακών και επαγγελµατικών. Η κ. Κ. διαψεύδει την αισθητηριακή αντίληψη του σωµατικού Εγώ, δηλαδή την παρουσία του µαλακού στήθους και την απουσία ενός «σκληρού και εξογκωµένου» αντικειµένου, το οποίο µε ένα παράδοξο τρόπο φαίνεται να έχει µεγάλη ανάγκη. Σαν να έχει ανάγκη να βρει στο δικό της στήθος, το 11
στήθος της µητέρας, όπου συµπυκνώνεται ο φόβος και η επιθυµία για επαφή µε την ψυχρή, θανατηφόρα ψυχικά µητέρα. Θα τολµούσαµε να πούµε ότι αυτό το «εξόγκωµα» µπορεί να συµπυκνώνει φαντασιωτικά την µητρική θηλή µε τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της φροντίδας και ταυτοχρόνως της καταστροφικότητας. Η υποχονδρία, µια από τις τρεις ενεστώσες νευρώσεις κατά τον Φρόυντ, αναδείχθηκε σ αυτή την περίπτωση, ως µια αντιτραυµατική αµυντική οργάνωση, µετά την απώλεια του πατέρα της, βραχυκυκλώνοντας την ψυχική εργασία του πένθους. Φαίνεται, ότι αυτή η απώλεια λειτουργεί ως ένα γεγονός τραυµατικής αξίας για την ψυχοσωµατική ισορροπία της ασθενούς. Εκτός από την υποχονδριακή οργάνωση, συγχρόνως, η ασθενής προχωρά στην επιλογή σταθερού ερωτικού συντρόφου. Ο σύζυγός της µοιάζει σε κάποια σηµεία µε τον πατέρα και, συγχρόνως, απορρίπτεται ως «αδηφάγος, ερµαφρόδιτος, υβρίδιο», ποιοτικά στοιχεία µε τα οποία χαρακτηρίζει τον εαυτό της, ως εάν ο σύζυγος να είναι µια ναρκισσιστική, καθρεπτική εικόνα του εαυτού της. Μπορούµε να υποθέσουµε ότι η απώλεια της αντιληπτικής παρουσίας του πατέρα αντικαταστάθηκε, εν µέρει και προσωρινά, από την αισθητηριακή επαφή µε τµήµα του ίδιου του σώµατος της ασθενούς, αλλά και µε το σώµα του συζύγου της. Από την αρχή της ανάλυσης και για αρκετό διάστηµα, η κ. Κ. επαναλαµβάνει µε την θορυβώδη συµπτωµατολογία και αφηγείται πλευρές από την γεµάτη ένταση και αγωνία ιστορία της, σε σχέση µε το σώµα της και τα αντικείµενά της. Ως ανεπιθύµητο κορίτσι απορρίπτεται από την φαλλική µητέρα για να προσφερθεί στους µητρικούς γονείς και στη ξένη γκουβερνάντα. 12
Η αναλυτική συνθήκη: η αναλυόµενη στο ντιβάνι και η ψύχραιµη στάση της αναλύτριας, η οποία αποφεύγει την σωµατική επαφή, µπορεί να χρησιµοποιηθούν ως αντιληπτικά ερείσµατα, που αναζωπυρώνουν την σχέση µε την µητέρα της. Αφενός στο πρόσωπο της αναλύτριας µεταβιβάζει την εικόνα της σκληρής, φαλλικής µητέρας και αφετέρου, βιώνει µέσω του λόγου και του συναισθήµατος της αναλύτριας και δηµιουργεί ένα άλλο πρόσωπο, αυτό της παρούσας «αλεξιερεθιστικής µητέρας». Παράλληλα, η αναλύτρια λειτουργεί και ως «ερωµένη», που επιβάλλει την απουσία της στο τέλος κάθε συνεδρίας και κατά την διάρκεια κάθε λογής διακοπών, για την ικανοποίηση των δικών της επιθυµιών. Η αναλύτρια, εργαζόµενη στο επίπεδο της αντιµεταβίβασης, αισθάνεται ότι η αναλυόµενη «βασανιστικά» αναζητά να κρατήσει-γραπώσει την προσοχή της σε εγρήγορση. Και όχι µόνο αυτό. Αναγνωρίζει την ασυνείδητη επιθυµία της αναλυόµενης: η αναλύτρια υπερβαίνοντας την αναλυτική θέση της, να την χαϊδέψει στο στήθος. Ή/και αντιστρόφως, η αναλυόµενη παραβιάζοντας το αναλυτικό πλαίσιο, να αγγίξει και να χαϊδέψει το στήθος της αναλύτριας µε σκοπό να υπερβεί την αποστροφή της µητέρας της για σωµατική επαφή. Όπως υπογραµµίζει µε σαφήνεια η κ. Πάνιτς, σαν να κινούνταν «σε ανάλογες τροχιές», σε µιαν επανάληψη της κατοπτρικής ναρκισσιστικής σχέσης. Τα συναισθήµατα της θλίψης και της απόγνωσης της αναλύτριας είναι αποτέλεσµα της «παράδοξης µεταβίβασης», όπως εύστοχα αναφέρει η κ. Πάνιτς. Πρόκειται για οδυνηρά συναισθήµατα που βιώνει ο αναλυτής στη θέση του αναλυόµενου, ο οποίος δεν µπορεί ακόµα ψυχικά να τα ζήσει εξαιτίας της δράσης του αρνητικού. (D. Anzieu, R. Roussillon). Αξίζει ιδιαίτερα να σταθούµε στα αντιµεταβιβαστικά συναισθήµατα του θυµού, της απόρριψης και της κόπωσης, εξαιτίας της αποµόνωσης που 13
νοιώθει από την υποχονδριακή οργάνωση της αναλυόµενης. Η αναζήτηση του καρκινικού εξογκώµατος αποκτά φετιχιστική αξία για την ασθενή, για να διαψεύσει την αποδιοργανωτική απουσία του µητρικού στήθους. Στο επίπεδο της µεταβίβασης διαψεύδει την απουσία της αναλύτριας, αναζητώντας, ανάµεσα στις συνεδρίες, µε µεγαλύτερη ένταση τον καρκίνο και τη µαστολόγο. Ο Fain (1971) ονοµάζει αυτό το κλειστό σύστηµα πρωτογενή φετιχισµό, όπου η ενόρµηση του θανάτου είναι συνδεδεµένη µε την ενόρµηση ζωής, όχι προς την ευχαρίστηση αλλά προς την εξάντληση και την εξουθένωση. Μορφοποιεί την διέγερση που αναπηδά από τα ψυχικά ρήγµατα εις βάρος της αναπαράστασης και προς όφελος της κινητικότητας. Η φετιχιστική λύση συνιστά το αρνητικό της συµβολοποιητικής εργασίας. Η εσωτερίκευση ενός ελλειµµατικού αλεξιερεθιστικού συστήµατος προστασίας, συµπληρώνεται µε την ισχυρή παρουσία της εξιδανίκευσης «της διανόησης και των επαγγελµατικών επιτευγµάτων του πατέρα και την θορυβώδη κοινωνική και επαγγελµατική ζωή». Η Κ. για να κατακτήσει την µητέρα προσπαθεί να ακολουθήσει, όπως ο πατέρας, µιαν απαιτητική ακαδηµαϊκή καριέρα, η οποία φαίνεται να έχει την αξία περισσότερο ενός Ιδεώδους Εγώ, κληρονόµο του πρωτογενούς ναρκισσισµού, παρά ενός Ιδεώδους του Εγώ, το οποίο είναι συνδεδεµένο και ενταγµένο στο οιδιπόδειο Υπερεγώ. Ήδη, από µικρή προσπαθούσε να φαίνεται σαν τον πατέρα, να είναι σαν αγόρι για να ικανοποιήσει την επιθυµία της µητέρας. Το συναίσθηµα της χαράς από την απώλεια του πατέρα, έχοντας ως σκοπό να γίνει το πρώτο, πιο σηµαντικό πρόσωπο για την µητέρα, όπως και η σταδιακή αποεπένδυση της ακαδηµαϊκής πορείας και εν γένει της ζωής της, συνηγορούν προς την ιδέα της κυριαρχίας του Ιδεώδους Εγώ. Ιδιαίτερη ψυχική αξία στην κ. Κ. κατέχει ο µαζοχισµός. Αναζητά την µαζοχιστική ικανοποίηση τόσο σε ψυχικό επίπεδο (φόβος του θανάτου), 14
όσο και σε σωµατικό, µε τον πόνο που προκαλεί στο στήθος. Ο φόβος του καρκίνου απετέλεσε την αιτία και το όχηµα για την αναζήτηση επενδύσεων από την αναλύτρια, όπως αντιστοίχως για την αναζήτηση ψηλάφησης του στήθους από την µαστο-λόγο. Από την ιστορία της µπορούµε να υποθέσουµε ότι απευθύνεται προς ένα µητρικό πατέρα, περισσότερο διαθέσιµο, σωµατικά και ψυχικά, από την µητέρα: «µόνον όταν ήµουν άρρωστη µε έπιαναν... δηλαδή ο πατέρας µου έβαζε θερµόµετρο κι ακουµπούσε το χέρι του στο µέτωπο και το στήθος µου να δει αν έχω πυρετό. Θυµάµαι την ευχαρίστησή που ένιωθα απ το άγγιγµα του». Η ανάµνηση από το άγγιγµα του πατέρα στο στήθος, στα ίχνη του πρώιµου τραύµατος, συµπυκνώνει πολλαπλά επίπεδα ψυχικής οργάνωσης, (οιδιπόδειο και προϊδιπόδειο) και συνδιεγείρει την µαζοχιστική και την ερωτική ικανοποίηση. Μάλλον, ο πατέρας αναπαρίσταται ως ένα ερµαφρόδιτο υβρίδιο αναδεικνύοντας την σύγχυση της διαφοράς των φύλων και των γενεών. Η αναλυτική εργασία σταδιακά κινητοποιεί και ισχυροποιεί τις επενδύσεις της αναλυόµενης προς την αναλύτρια και ανοίγει διόδους προς την αναπαραστατική δραστηριότητα. Στη συνεδρία που προηγείται του 1 ου ονείρου αναπαρίσταται η αµυντική χρήση της υποχονδρίας-κέλυφος, µπροστά στον κίνδυνο της απώλειας των ορίων της, δηλαδή µιας ναρκισσιστικής απώλειας: «τώρα είµαι σε κέλυφος.. αν το βγάλω θα χυθώ.. δεν θα έχω πια όρια και θα χαθώ..». «Αν αφήσω τις επιθυµίες µου να βγουν φοβάµαι πως δεν θα τα καταφέρω και θα αναγκαστώ να γυρίσω πάλι πίσω». Η αναλυόµενη απευθύνεται κατευθείαν στην αναλύτρια, θέτοντας το ερώτηµα: µήπως η απώλεια του κελύφους προστασίας επιφέρει την απελευθέρωση των επιθυµιών της και προκαλέσει 15
ένα µεγαλύτερο κίνδυνο, τον ψυχικό κίνδυνο, να µην τα καταφέρουν και έτσι να χαθούν και οι δυο. Η ερµηνεία της αναλύτριας, ότι το κέλυφος «προστατεύει και τις δυο µας» που µιλά για την φαντασίωση του καθρεπτικού διπλού αποκτά µεταλλακτική αξία. Η ασθενής θυµάται την σκηνή από ένα όνειρο: «γένναγα... ή επρόκειτο να γεννήσω κι ήταν εκεί ο πατέρας». Η σκηνή του ονείρου, ως µια συνειρµική απάντηση στην ερµηνεία συµβολοποιεί τις ψυχικές κινήσεις της γέννησης-δηµιουργίας µε την φιγούρα του πατέρα του ονείρου, η οποία συµπυκνώνει και την µητέρα-αναλύτρια. Με την ύφεση της υποχονδριακής άµυνας ανοίγει ο δρόµος στην ενορµητική δύναµη για την επανεπένδυση του πρωτογενούς αντικειµένου, η οποία µορφοποιείται σε µια πρωτογενή οµοφυλόφιλη µεταβίβαση. Το 2 ο όνειρο που προηγείται της απουσίας της αναλυόµενης για ένα ταξίδι, προαναγγέλλει το πέρασµα στην οµοφυλόφιλη σωµατική επαφή. Η αναλυόµενη ανοίγει «µε τα κλειδιά της το διαµέρισµα του κ. Χ. για να πάρει κάτι» από την αναλύτρια, η οποία βρίσκεται πίσω της, «πίσω από την κουρτίνα». Η ερµηνεία της αναλύτριας, ότι «θέλει να κρατήσει κάτι κρυφό από αυτήν» είχε ως απάντηση ότι «σεξουαλικά βρίσκεται σε αµφίβια κατάσταση», στην αµφισεξουαλικότητα, οποία την κάνει να νοιώθει ντροπή. Ντρέπεται στη σκηνή του ονείρου, όπως και αισθάνεται άσχηµα, να αφηγείται εντός της αναλυτικής σκηνής, το acting out µε την πόρνη. Παράλληλα, το στοιχείο του ονείρου: «µπήκε γελώντας η γυναίκα κι κόρη του και είπαν ώ, δεν είναι τίποτα» µοιάζει µε την αφήγηση της σκηνής: «γελάγαµε, γδυθήκαµε και την άγγιξα χαράς το πράγµα». Όπως και η περιγραφή της πόρνης ως «τροµερά επαγγελµατικής, που κράταγε απόσταση», παραπέµπει και στην αναλύτρια. Τη δεδοµένη χρονική στιγµή και επί τη ευκαιρία της απουσίας της, η αναλυόµενη αντιστρέφει τους 16
ρόλους και εγκαταλείπει την αναλύτρια για να ικανοποιήσει τις επιθυµίες της µε ένα παρόµοιο αντικείµενο. Η συνειρµική ανάµνηση από την εφηβεία του θυµωµένου και άγριου ύφους: «τι κάνεις εσύ εδώ;» σε σύνδεση µε την αυστηρή φράση του ονείρου : «τι σου έχω ζητήσει Κ;», φαίνεται να διατυπώνουν αφενός το συναίσθηµα της παιδικής ντροπής για την οµοφυλόφιλη επιθυµία προς την αναλύτρια, ως κάτι το ποταπό, το βρώµικο και αφετέρου την απειλή της τιµωρίας, η οποία προβάλλεται στην αναλύτρια. Κλείνοντας, ας επιστρέψουµε στο αρχικό θέµα του συνεδρίου «το οιδιπόδειο και τα πεπρωµένα του». Μπορούµε να διακρίνουµε σχηµατικά δυο γραµµές ψυχικής λειτουργίας, την ψυχική και την τραυµατική. Η πρώτη εκδηλώνεται ποικιλοτρόπως µε την εξέλιξη και τις επιτυχίες στη ζωή της και την αφηγηµατική δυνατότητα, την ονειρική εργασία, τις φαντασιώσεις και τους συνειρµούς της, εντός της ανάλυσης. Η δεύτερη εκδηλώνεται µε τις αντιτραυµατικές άµυνες, την επιστροφή στο σώµα όπου κυριαρχεί το αντιληπτικό-αισθητηριακό, η κινητικότητα και τα περάσµατα στην πράξη. Αυτές οι δύο γραµµές ψυχικής κίνησης συνυπάρχουν και διαπλέκονται. Όταν, όµως η ποσότητα των διεγέρσεων υπερχειλίζει το ψυχικό όργανο η εκφορτιστική ενεργητικότητα συνιστά την µόνη δυνατή λύση εις βάρος της παθητικότητας και της φαντασιωτικής ζωής. Αν και ο γάµος και η δηµιουργία οικογένειας µπορεί να ιδωθεί, σε κάποιο βαθµό, ως αποτέλεσµα επίτευξης της οιδιπόδειας οργάνωσης, εντούτοις υπάρχουν δεδοµένα για να θεωρηθεί και ως µια «φυγή προς την υγεία». Τα άγχη ευνουχισµού της φαλλικής φάσης που ενδεχοµένως θα µπορούσε να ξαναζήσει εξαιτίας της συµβίωσης µε το άλλο φύλο, φαίνεται χάνοντας την ποιότητα τους να ενεργοποιούν µια µεγαλύτερου βάθους παλινδρόµηση και 17
ανασύρουν το πρόδροµο, ισοδύναµο του άγχους ευνουχισµού, το άγχος της απώλειας του µητρικού στήθους της στοµατικής φάσης. Συµπερασµατικά λοιπόν, φαίνεται ότι το πεπρωµένο της αναιµικής οιδιπόδειας οργάνωσης της κ. Κ., είχε εν µέρει προδιαγραφεί και χρωµατισθεί από την αστάθεια των προϊδιπόδειων σχηµατισµών, εξαιτίας των αναπαραστατικών τους ελλειµµάτων. Η ζωντανή παρουσία τους εντός του ψυχισµού αναζητά το αντικείµενο-αναλύτρια για την αναδιοργάνωση των αναπαραστάσεων και την ισχυροποίηση των ψυχικών σχηµατισµών. Φώτης Μπόµπος Η παρούσα οµιλία είναι αποτέλεσµα της Οµάδας Εργασίας που συγκροτήθηκε αποκλειστικά για το Συνέδριο της ΕΨΕ και συµµετείχαν, εκτός από τους οµιλητές, οι συνάδελφοι: Α. Γεράση, Ι. Κλεώπας, Χ. Πάκου, Σ. Παρασκευά, Μ. Περρή, Μ. Πέτρου, Χ. Χαντζή, Μ. χατζηανδρέου, Α. χριστοπούλου. 18