Συνθήκες αναφοράς, οικολογική ποιότητα και ταξινόµηση των εσωτερικών νερών της χώρας µε την Οδηγία 2000/60

Σχετικά έγγραφα
ΥΨΗΛΗ ΚΑΛΗ ΜΕΤΡΙΑ ΕΛΛΙΠΗΣ ΚΑΚΗ

Οδηγία 2000/60/EΚ: Κατευθύνσεις για το σχεδιασμό προγραμμάτων παρακολούθησης Παράδειγμα Εφαρμογής στην Ελλάδα

Συλλογή και Αξιολόγηση οικολογικών δεδοµένων ποταµών και Λιµνών για την εφαρµογή Οδηγίας 2000/60

ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ ΤΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΤΩΝ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΩΝ ΥΔΑΤΙΚΩΝ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ

Σύνδεση µε την Οδηγία Πλαίσιο 2000/60/ΕΚ

Ιωάννης Συμπέθερος Ειδικός Γραμματέας. Υπουργείο Περιβάλλοντος, Ενέργειας & Κλιματικής Αλλαγής

ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ ΤΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΤΩΝ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΩΝ ΥΔΑΤΙΚΩΝ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ

ΕΡΓΟ: ΣΥΛΛΟΓΗ ΚΑΙ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΩΝ Ε ΟΜΕΝΩΝ ΠΟΤΑΜΩΝ ΚΑΙ ΛΙΜΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ Ο ΗΓΙΑΣ 2000/60

Η ΚΟΙΝΟΤΙΚΗ ΟΔΗΓΙΑ ΠΛΑΙΣΙΟ (WFD 2000/60/ΕΚ) ΓΙΑ ΤΑ ΥΔΑΤΑ ΩΣ ΜΕΣΟ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΣΦΑΛIΣΗ ΤΗΣ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΥΔΑΤΩΝ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ

Συστηματική παρακολούθηση της ποιότητας του θαλασσίου περιβάλλοντος στη θέση Τσιγκράδο, Ν. Μήλου, για τα έτη

Αξιολογηση της ιχθυολογικης βιβλιογραφιας για τους ποταμούς και λίμνες της Ελλαδας σε σχεση με την εφαρμογή της Οδηγίας για το νερο (2000/60/ΕΚ)

Παρουσίαση της μεθοδολογίας επισκόπησης υδρόβιων μακροφύτων ως μέσου για την αξιολόγηση της οικολογικής κατάστασης των ελληνικών λιμνών

του Υδατικού ιαµερίσµατος υτικής Πελοποννήσου

ΥΔΑΤΙΚΟ ΔΙΑΜΕΡΙΣΜΑ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ (ΥΔ 03)

οι επιπτωσεις των ανθρωπογενων πιεσεων στα διαλειπουσασ ροης ποταμια οικοσυστηματα της μεσογειου - το παραδειγμα του ποταμου ευρωτα

«Μετρήσειςρύπανσηςποταμώνκαιδιακρατική συνεργασία:ο ρόλος του διαβαλκανικού Κέντρου Περιβάλλοντος»

Συστηματική παρακολούθηση της ποιότητας του θαλασσίου περιβάλλοντος στη θέση Βούδια, Ν. Μήλου, για τα έτη

Αξιολογηση της ιχθυολογικης βιβλιογραφιας για τους ποταμούς και λίμνες της Ελλαδας σε σχεση με την εφαρμογή της Οδηγίας για το νερο (2000/60/ΕΚ)

Οδηγία Πλαίσιο για τα νερά 2000/60/ΕΕ και ευτροφισμός

εφαρμογή του θεσμικού πλαισίου για την

ιαχείριση Υδατικών Οικοσυστηµάτων: Τυπολογία ρ. Παναγιώτης ΠΑΝΑΓΙΩΤΙ ΗΣ /ντης Ερευνών Ελληνικό Κέντρο Θαλασσίων Ερευνών

ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΕΝΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΥΔΑΤΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΤΗΣ ΛΕΚΑΝΗΣ ΤΟΥ ΠΟΤΑΜΟΥ ΕΥΡΩΤΑ

Διαβιβάζεται συνημμένως στις αντιπροσωπίες το έγγραφο - D033411/01 - ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1.

Κωνσταντίνος Στεφανίδης

Υποστηρικτικές ράσεις για την εφαρµογή της Οδηγίας Πλαίσιο ΥΠΕΧΩ Ε, 2002

Του Δρ. Θεόδωρου Καρυώτη, Τακτικού Ερευνητή ΕΘΙΑΓΕ

Η ΟΔΗΓΙΑ ΠΛΑΙΣΙΟ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΥΔΑΤΙΚΟΥΣ ΠΟΡΟΥΣ

ΠΙΛΟΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗΣ ΔΙΑΣΥΝΟΡΙΑΚΗΣ ΛΕΚΑΝΗΣ ΠΟΤΑΜΟΥ ΝΕΣΤΟΥ

1η ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ ΣΧΕΔΙΟΥ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ. Λεκανών Απορροής Ποταμών Υδατικού Διαμερίσματος Κρήτης (EL 13)

Γκανούλης Φίλιππος Α.Π.Θ.

Ταξινόμηση της κατάστασης των επιφανειακών υδατικών συστημάτων

1η ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ ΣΧΕΔΙΟΥ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ Λεκανών Απορροής Ποταμών Υδατικού Διαμερίσματος Νήσων Αγαίου (EL14)

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΚΛΙΜΑΤΙΚΗΣ ΑΛΛΑΓΗΣ ΕΙΔΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΥΔΑΤΩΝ

ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

Εκμετάλλευση και Προστασία των Υπόγειων Υδατικών Πόρων

ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ ΤΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΤΩΝ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΩΝ ΥΔΑΤΙΚΩΝ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ

σύνολο της απορροής, μέσω διαδοχικών ρευμάτων, ποταμών, λιμνών και παροχετεύεται στη θάλασσα με ενιαίο στόμιο ποταμού, εκβολές ή δέλτα.

Πολυτεχνείο Κρήτης Τμήμα Μηχανικών Περιβάλλοντος. Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών Ινστιτούτο Αστικής & Αγροτικής Kοινωνιολογίας Ομάδα Περιβάλλοντος

Ταξινόμηση της κατάστασης των επιφανειακών υδατικών συστημάτων

ΜΕΛΕΤΗ ΓΙΑ ΤΟ Υ ΑΤΙΚΟ ΙΣΟΖΥΓΙΟ ΤΗΣ Υ ΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΛΕΚΑΝΗΣ ΤΗΣ ΛΙΜΝΗΣ ΤΡΙΧΩΝΙ ΑΣ STUDY FOR THE WATER BALANCE OF TRICHONIS LAKE CATCHMENT

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΚΟΙΝΟΤΙΚΗΣ ΡΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ ΤΗΣ ΥΓΕΙΑΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΓΙΑ ΤΟ (Άρθρο 5.2.β) της απόφασης 1400/97/EΚ)

«Βελτίωση της γνώσης σχετικά με τον καθορισμό της ελάχιστα

Λιμνοποτάμιο Περιβάλλον και Οργανισμοί

«Η Οδηγία Πλαίσιο Κοινοτικής Δράσης στον τομέα πολιτικής υδάτων»

Η (υποβαθμισμένη) ποσοτική διάσταση της ΟΠΥ 2000/60

Αειφορική (sustainable) ανάπτυξη

ΑΛΛΑΓΏΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΑΛΑΣΣΙΑ

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟ: ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 03/06/2011 Προς: Σύλλογο Φίλων Πηνειού και του Παραποτάμιου Πολιτισμού του Υπόψη Δ.Σ.

Μέθοδοι και Τεχνικές Λήψης Απόφασης για την Εκτίµηση Επικινδυνότητας των Θαλάσσιων Ιζηµάτων

Ευρωπαϊκή Ένωση Ταμείο Συνοχής Ημερομηνία: 10/11/2017 Aρ. Πρωτ.:20043/9094 ΠΡΟΚΗΡΥΞΗ

ISBN

Ε.Κ.Π.Α.Α. ΕΘΝΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΚΑΙ ΑΕΙΦΟΡΟΥ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ. Οδηγία Πλαίσιο για τη Θαλάσσια Στρατηγική Υποχρεώσεις των κρατών μελών

Καθορισµός κριτηρίων αξιολόγησης Περιγραφή και βαθµονόµηση κριτηρίων. 1. Εισαγωγή

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΓΕΩΡΓΙΑΣ, ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΤΜΗΜΑ ΑΝΑΠΤΥΞΕΩΣ ΥΔΑΤΩΝ

iii. ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΑΠΑΙΤΟΥΜΕΝΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ

ΕΠΑΝ II, KOYΠΟΝΙΑ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑΣ ΓΙΑ ΜΙΚΡΟΜΕΣΑΙΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ Κωδικός Αριθμός Κουπονιού:

Οικονοµική ανταποδοτικότητα διαχειριστικών σχεδίων σε λεκάνες απορροής ποταµού. Least cost planning of water resources at the river basin

Προστατεύει το. υδάτινο περιβάλλον. Αλλάζει τη. ζωή μας.

ιαχείριση υδατικών οικοσυστηµάτων: η περίπτωση του Σαρωνικού κόλπου Π. Παναγιωτίδης, ΕΛΚΕΘΕ

Οδηγία πλαίσιο 2000/60 για τη Διαχείριση Υδατίνων Πόρων

ΚΑΤΑΡΤΙΣΗ ΣΧΕΔΙΟΥ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΤΩΝ ΛΕΚΑΝΩΝ ΑΠΟΡΡΟΗΣ ΠΟΤΑΜΩΝ ΥΔΑΤΙΚΟΥ ΔΙΑΜΕΡΙΣΜΑΤΟΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ

Παρόχθιες Ζώνες. Ελληνικό Κέντρο Θαλασσίων Ερευνών. Ινστιτούτο Θαλάσσιων Βιολογικών Πόρων και Εσωτερικών Υδάτων. Δρ.

Αβεβαιότητα που εισάγεται στη μέτρηση ραδιενέργειας εδάφους από τα σφάλματα ορισμού δειγματοληψίας

ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ ΕΙ ΩΝ ΠΑΝΙ ΑΣ

Ελληνικοί Υγρότοποι και η Πρωτοβουλία MedWet για τους Μεσογειακούς Υγρoτόπους

«Βελτίωση της γνώσης σχετικά με τον καθορισμό της ελάχιστα απαιτούμενης στάθμης/παροχής υδάτινων σωμάτων»

ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΑΞΙΟΠΙΣΤΙΑΣ ΜΕΛΕΤΩΝ ΕΙΔΙΚΗΣ ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΗΣ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ. Γιώργος Βαβίζος Βιολόγος Eco-Consultants S.A.

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΡΥΠΑΝΣΗΣ. Ι ΑΣΚΟΥΣΑ : ρ. Μαρία Π. Θεοδωροπούλου

Διαχείριση Υδατικών Πόρων

Ανακύκλωση & διατήρηση Θρεπτικών

Τι θα έπρεπε κάθε βιολόγος να ξέρει για τον ανθρώπινο πληθυσμό. Λίγοι επιστήμονες. ανθρώπινο πληθυσμό ως τη ρίζα της υποβάθμισης του περιβάλλοντος

Εκβολή του Κηφισού στον Φαληρικό Όρμο: οικολογική ποιότητα του θαλάσσιου αποδέκτη και προοπτικές για το μέλλον. Π. Παναγιωτίδης, Ερευνητής ΕΛ.ΚΕ.Θ.Ε.

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ιάρθρωση παρουσίασης 1. Ιστορικό διαχείρισης της λίµνης Πλαστήρα 2. Συλλογή και επεξεργασία δεδοµένων 3. Μεθοδολογική προσέγγιση

Υπουργείο Ανάπτυξης Διεύθυνση Υδατικού Δυναμικού & Φυσικών Πόρων. ΥΠΑΝ - Δ/νση Υδατικού Δυναμικού Γ. 1

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Πρόλογος MEΡΟΣ Α Δομή Οικοσυστημάτων Βιογεωχημικοί κύκλοι Εκτίμηση Οικολογικού Κινδύνου

Υδατικοί Πόροι -Ρύπανση

Τι είναι άμεση ρύπανση?

Το νερό βρίσκεται παντού. Αλλού φαίνεται...

ΥΔΑΤΙΚΟ ΔΙΑΜΕΡΙΣΜΑ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ (ΥΔ 03)

ΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ «ΥΔΡΟΜΕΝΤΩΡ»

ηµοσίευση: 24 Σεπτεµβρίου 2012 Καταληκτική Ηµεροµηνία: 12 Οκτωβρίου 2012

ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ ΤΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΤΩΝ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΩΝ ΥΔΑΤΙΚΩΝ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ

«Βελτίωση της γνώσης σχετικά με τον καθορισμό της ελάχιστα απαιτούμενης στάθμης/παροχής υδάτινων σωμάτων»

Σκοπός «η θέσπιση πλαισίου για την προστασία των επιφανειακών και των υπόγειων υδάτων».

των Λεκανών Απορροής Ποταµών του Υδατικού ιαµερίσµατος υτικής Πελοποννήσου

ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΜΕΝΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΘΡΑΚΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΥΔΑΤΩΝ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΥΔΑΤΩΝ

Η Ειδική Γραμματέας Διαχείρισης Τομεακών ΕΠ ΕΤΠΑ και ΤΣ

ΟΡΙΣΜΟΣ, ΣΤΟΧΟΙ ΚΑΙ ΩΦΕΛΗ ΤΗΣ ΕΕΠΠ

Ορθολογική διαχείριση των υδάτων- Το παράδειγμα της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας

Εφαρμογή Ολοκληρωμένου Προγράμματος Παρακολούθησης Θαλασσίων Υδάτων στο πλαίσιο υλοποίησης της Ευρωπαϊκής οδηγίας για τη θαλάσσια στρατηγική

«Αστικά ποτάμια & βασικές υδατικές υποδομές των πόλεων: Λάρισα & Δ.Ε.Υ.Α.Λ.»

15η Πανελλήνια Συνάντηση Χρηστών Γεωγραφικών Συστηµάτων Πληροφοριών ArcGIS Ο ΥΣΣΕΥΣ

Κώστας Κωνσταντίνου Τμήμα Γεωλογικής Επισκόπησης

ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ ΤΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΤΩΝ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΩΝ ΥΔΑΤΙΚΩΝ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ

Bio-Greece - NATURA 2000 ΒΑΣΗ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΠΑΝΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΟΥ ΔΙΚΤYΟΥ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΜΕΝΩΝ ΠΕΡΙΟΧΩΝ

Ευρωπαϊκές Οδηγίες για τα νερά

Transcript:

Συνθήκες αναφοράς, οικολογική ποιότητα και ταξινόµηση των εσωτερικών νερών της χώρας µε την Οδηγία 2000/60 Αλκιβιάδης Οικονόµου & Νικόλαος Σκουλικίδης Εθνικό Κέντρο Θαλάσσιων Ερευνών, Ινστιτούτο Εσωτερικών Υδάτων Αγ. Κοσµάς, Ελληνικό 166 04 ΠΕΡΙΛΗΨΗ Σύµφωνα µε την Οδηγία πλαίσιο για το νερό (2000/60/EC) η οικολογική κατάσταση των γλυκών νερών πρέπει να ποσοτικοποιείται και ο βαθµός απόκλισης από τις φυσικές συνθήκες πρέπει να εκτιµάται µέσω προγραµµάτων παρακολούθησης. Η εφαρµογή προγραµµάτων παρακολούθησης απαιτεί τη θέσπιση συνθηκών αναφοράς για τη µέτρηση της έκτασης της υποβάθµισης των συστηµάτων σαν αποτέλεσµα ανθρωπογενών δραστηριοτήτων. Σε αυτή τη παρουσίαση συζητούνται εννοιολογικά και µεθοδολογικά θέµατα που σχετίζονται µε τον καθορισµό συνθηκών αναφοράς, µε έµφαση στην ανάγκη να οµαδοποιήσουµε τα υδάτινα σώµατα σε οµοιογενή στρώµατα. Αυτά τα θέµατα είναι κρίσιµα γιατί θέτοντας τα όρια στις συνθήκες αναφοράς θέτουµε παράλληλα και τα όρια των κλάσεων ποιότητας. Μία σύντοµη ανασκόπηση της κατάστασης στην Ευρώπη και η σύγκριση µε την Ελληνική πραγµατικότητα δείχνει ότι η Ελλάδα είναι ακόµα ανέτοιµη να εφαρµόσει την Οδηγία, και ότι σηµαντικές επενδύσεις σε προσωπικό και έρευνα απαιτούνται για να καλυφθούν οι µελλοντικές ανάγκες. Reference conditions, ecological quality and classification of the ecological status of inland waters in accordance with the WFD 2000/60 Alcibiades Economou & Nikolaos Skoulikidis ABSTRACT According to the EC Water Framework Directive (2000/60/EC) the ecological state of freshwares must be quantified and the degree of deviation from natural conditions must be constantly assessed through monitoring programmes. Implementation of monitoring programmes requires to establish a benchmark or reference condition against which to measure the extent of degradation of aquatic ecosystems as a result of human activities. Conceptual and methodological issues related to the determination of reference conditions are discussed, with emphasis to the need for grouping the monitored water bodies into strata with the highest possible ecological homogeneity within them. These questions are crucial because setting the baseline to reference conditions also sets class boundaries to the quality classification system. A brief review of the situation in Europe and a comparison with the Greek situation reveals that Greece is still unprepared to meet the requirements of the Directive and that large investments on personnel and research are required to cover future needs. ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η ανάγκη µιας σφαιρικής αντιµετώπισης των προβληµάτων διαχείρισης των υδάτινων πόρων οδήγησε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στην έκδοση, στις 22.12.2000, της Οδηγίας Πλαίσιο 2000/60/ΕΚ για τα γλυκά νερά. Σκοπός της Οδηγίας, είναι η θέσπιση Κοινοτικού νοµοθετικού και πολιτικού πλαισίου για την προστασία των εσωτερικών, µεταβατικών, παράκτιων και υπόγειων υδάτων µε κοινές αρχές και µέσα. 65

Ένας από τους νεωτερισµούς της Οδηγίας είναι ότι η διαχείριση των υδάτινων πόρων θα γίνεται σε επίπεδο λεκάνη απορροής, ένας άλλος ότι η πιστοποίηση της ποιότητας των επιφανειακών νερών θα στηρίζεται όχι µόνο σε φυσικοχηµικά αλλά και σε βιολογικά κριτήρια, και αυτό αποτελεί σηµαντική απόκλιση από προηγούµενες προσεγγίσεις. Σύµφωνα µε το Παράρτηµα V, το οποίο περιγράφει τις γενικές µεθοδολογικές αρχές και τα κριτήρια χαρακτηρισµού των νερών, το σχέδιο µέτρων πρέπει να περιλαµβάνει προγράµµατα παρακολούθησης τεσσάρων κατηγοριών επιφανειακών νερών (ποτάµια, λίµνες, µεταβατικά και παράκτια). Τα κράτη µέλη υποχρεούνται να χαρακτηρίσουν και να κατατάξουν τα νερά κάθε κατηγορίας σε πέντε κλάσεις ποιότητας µε γνώµονα την οικολογική τους κατάσταση (υψηλή, καλή, µέτρια, ελλιπής, κακή). Κεντρικός άξονας της Οδηγίας, και ιδιαίτερα όσον αφορά τη ταξινόµηση της οικολογικής κατάστασης των διαφόρων τύπων επιφανειακών υδάτων, είναι ο καθορισµός τυποχαρακτηριστικών συνθηκών αναφοράς. Μόνο αφού καθορισθούν τα επίπεδα αναφοράς είναι δυνατό να δηµιουργηθούν κριτήρια και τα όρια των κλάσεων ποιότητας που προβλέπονται από την Οδηγία ώστε να προσδιορισθεί η απόκλιση των όποιων υδάτινων σωµάτων από τα επίπεδα αυτά και να ταξινοµηθούν σε κατηγορίες. Η παρούσα ανακοίνωση διαπραγµατεύεται τις γενικές αρχές που διέπουν και µεθοδολογίες που εφαρµόζονται για τον καθορισµό συνθηκών αναφοράς και τον προσδιορισµό των κατηγοριών οικολογικής ποιότητας σε λίµνες και ποτάµια, και εστιάζεται στα προβλήµατα και τις δυνατότητες της χώρας να αναπτύξει προγράµµατα παρακολούθησης και ένα σύστηµα εκτίµησης της οικολογικής ποιότητας χρησιµοποιώντας βιοτικά στοιχεία σαν µέρος της διαδικασίας εκτίµησης. ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΤΗΣ Ο ΗΓΙΑΣ Η Οδηγία προβλέπει ότι τα κράτη µέλη θα πρέπει να αναλύσουν τις επιπτώσεις των ανθρώπινων δραστηριοτήτων σε κάθε λεκάνη ώστε να προσδιορίσουν πιέσεις στα υδάτινα σώµατα και να εκτιµήσουν το µέγεθος των πιέσεων, και στη συνέχεια να εγκαταστήσουν προγράµµατα συστηµατικής παρακολούθησης (monitoring). Η οικολογική κατάσταση θα αναπροσαρµόζεται σύµφωνα µε τα αποτελέσµατα των προγραµµάτων παρακολούθησης. Ένας από τους στόχους της Οδηγίας είναι να επιτευχθεί τουλάχιστον καλή κατάσταση σε όλα τα Ευρωπαϊκά επιφανειακά νερά µέχρι το έτος 2015. Τα κράτη-µέλη υποχρεούνται στη λήψη κατάλληλων µέτρων για την επίτευξη αυτού του στόχου. Η οικολογική κατάσταση ενός υδάτινου σώµατος καθορίζεται από µία σειρά βιοτικών και αβιοτικών στοιχείων, που χαρακτηρίζονται ως ποιοτικά στοιχεία. Τα βιοτικά στοιχεία βασικά περιλαµβάνουν τέσσερις οµάδες οργανισµών, το φυτοπλαγκτόν (περίφυτον), τα µακρόφυτα (φυτοβένθος), τα βενθικά ασπόνδυλα και την ιχθυοπανίδα, µε κάποιες µικρές διαφοροποιήσεις των οµάδων ανάλογα µε τη κατηγορία συστήµατος. Στα αβιοτικά στοιχεία συγκαταλέγονται τα υδροµορφολογικά και χηµικάφυσικοχηµικά στοιχεία που υποστηρίζουν τα παραπάνω βιολογικά στοιχεία, στοιχεία δηλαδή αυτά που αφορούν στο υδρολογικό καθεστώς και σχετίζονται µε µορφολογικές συνθήκες, σε βασικές Φ/Χ παραµέτρους (θερµοκρασία, διαλυµένο οξυγόνο, αλατότητα, ph, θρεπτικά) και σε συγκεκριµένους οργανικούς και ανόργανους ρύπους που επηρεάζουν το υδατικό σύστηµα. Για την εφαρµογή της Οδηγίας είναι απαραίτητο να διευκρινισθεί η σχετική σηµασία των βιοτικών και αβιοτικών στοιχείων στον τελικό χαρακτηρισµό και κατάταξη των υδάτινων συστηµάτων, και πιο συγκεκριµένα αν ο χαρακτηρισµός θα γίνει µόνο από βιολογικά ή/και από χηµικά και άλλα αβιοτικά στοιχεία. Η ερµηνεία που δόθηκε στα πλαίσια του Κοινοτικού Προγράµµατος REFCOND που αναλήφθηκε µε σκοπό να δηµιουργήσει πρωτόκολλα εργασίας για τον προσδιορισµό συνθηκών αναφοράς και τον καθορισµό των ορίων µεταξύ υψηλής, καλής και µέτριας οικολογικής κατάστασης σε λίµνες και ποτάµια, είναι ότι η Οδηγία εστιάζεται στα βιολογικά στοιχεία (de Wilde 2002). Συνεπώς, τα στοιχεία αυτά πρέπει να αποτελέσουν και τον καθοριστικό παράγοντα προσδιορισµού οικολογικής ποιότητας. 66

Κάθε ένα από το βιοτικά στοιχεία, και για κάθε µία από τις τέσσερις κατηγορίες επιφανειακών νερών, εκφράζεται από έναν αριθµό βιολογικών παραµέτρων που αντιπροσωπεύουν µετρήσιµα χαρακτηριστικά των υδατικών βιοκοινωνιών. Στα ποτάµια, για παράδειγµα, και για το βιοτικό στοιχείο ψάρια, η Οδηγία ορίζει ότι κριτήρια εκτίµησης της οικολογικής ποιότητας πρέπει να αποτελούν η σύσταση των ιχθυοκοινωνιών, η αφθονία των ειδών, η κατανοµή ηλικιών, οι συνθήκες αναπαραγωγής και ανάπτυξης και η παρουσία ενδεικτικών (σε κάποιο είδος πίεσης) ειδών. Κάθε βιολογική παράµετρος µπορεί να εκφρασθεί από έναν ή περισσότερους δείκτες (metrics) και περιγράφουν δοµικές και λειτουργικές πτυχές των βιοκοινωνιών, και του οικοσυστήµατος γενικότερα, και οι οποίοι δεν προσδιορίζονται ειδικά στην Οδηγία. Για να συνεισφέρει αποτελεσµατικά και σωστά στην εκτίµηση της οικολογικής ποιότητας ενός συστήµατος, ένας δείκτης πρέπει να αντιδρά µε προγνώσιµο και συνεπή τρόπο σε κάποιο τύπο οικολογικής διαταραχής ανθρωπογενούς προέλευσης. Συνεπώς, οι δείκτες επιλέγονται µε κριτήρια την ικανότητά τους να εκφράζουν δοµικές και λειτουργικές πτυχές της βιοκοινωνίας και την ευαισθησία τους σε συγκεκριµένες ανθρωπογενείς πιέσεις. Με παράδειγµα πάλι τα ψάρια, τέτοιοι δείκτες µπορεί να είναι είδη ευαίσθητα στην µείωση του οξυγόνου που προξενείται από οργανική ρύπανση, ρεόφιλα είδη που επηρεάζονται από την ελάττωση της ποσότητας και ροής του νερού λόγω υπεράντλησης, είδη µε εξειδικευµένες απαιτήσεις αναπαραγωγικού υποστρώµατος ή τροφικές συνήθειες που αντιδρούν πληθυσµιακά σε υποβάθµιση των ενδιαιτηµάτων, κλπ. Πάνω από 100 τέτοιοι ιχθυοδείκτες χρησιµοποιούνται σήµερα σε Ευρωπαϊκό επίπεδο, οι περισσότεροι από τους οποίους έχουν τοπική εφαρµογή, ανάλογα µε ζωογεωγραφικούς παράγοντες και τις επικρατούσες πιέσεις. Η επιλογή αποτελεσµατικών δεικτών είναι τοπική υπόθεση και προϋποθέτει καλή γνώση της οικολογίας και βιολογίας των τοπικών ειδών. Στην Ελλάδα, ο υψηλός βαθµός ενδηµισµού σε πολλές ζωικές και φυτικές οµάδες, δεν επιτρέπει να χρησιµοποιηθούν δείκτες και συστήµατα οικολογικής εκτίµησης από άλλες χώρες οι οποίες έχουν διαφορετική σύσταση βιοκοινωνιών. Απαιτείται εθνική έρευνα για την περιγραφή της κατανοµής και τον οικολογικό χαρακτηρισµό των οργανισµών, τον εντοπισµό ειδώνδεικτών για διάφορες µορφές οικολογικής διαταραχής, και γενικά για την επεξεργασία µετρικών παραµέτρων που επιβάλλονται από τις κατευθύνσεις της Οδηγίας. Επί πλέον, τα περισσότερα συστήµατα οικολογικής αξιολόγησης αναπτύχθηκαν σε χώρες του βορρά, όπου οι γεωµορφολογικές, υδρολογικές και βιολογικές συνθήκες είναι τελείως διαφορετικές από ότι στην Ελλάδα. Για παράδειγµα, ενώ στο βορρά περιοριστικός παράγοντας της οικολογικής ποιότητας των νερών είναι η ρύπανση, στο νότο η ποσότητα του νερού έχει συνήθως µεγαλύτερη οικολογική σηµασία. Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΩΝ ΣΥΝΘΗΚΩΝ ΑΝΑΦΟΡΑΣ Η αρχή που διέπει τη µέθοδο οικολογικής εκτίµησης µε τη χρησιµοποίηση συνθηκών αναφοράς είναι να δηµιουργήσουµε ένα όριο, ένα µέτρο, που αντιπροσωπεύει αδιατάρακτες συνθήκες. Τέτοιες συνθήκες µπορεί να χαρακτηρίζουν µία ευρύτερη γεωγραφική περιοχή ή µία οµάδα συστηµάτων και ο προσδιορισµός τους απαιτεί να περιγραφεί η φυσική ποικιλότητα ανάµεσα σε βιοκοινωνίες, να αναλυθούν βασικές βιολογικές και οικολογικές διεργασίες και να ποσοτικοποιηθούν ορισµένες παράµετροι των κοινωνιών ή πληθυσµών. Στη συνέχεια, δεδοµένα από θέσεις όπου υπάρχει επιβάρυνση από γνωστές αιτίες (υπεράντληση, ρύπανση, φράγµατα, κλπ.) θα συγκριθούν µε τις συνθήκες αναφοράς ώστε να µετρηθούν οι επιπτώσεις των ανθρώπινων δραστηριοτήτων στα υδάτινα συστήµατα. Από τα προαναφερθέντα γίνεται φανερό ότι: Όταν χρησιµοποιούνται βιοτικά στοιχεία για την ανίχνευση των ανθρωπογενών επιδράσεων σε µία περιοχή, είναι απαραίτητο να γνωρίζουµε τη σύσταση και οικολογική λειτουργία των βιοκοινωνιών που θα αναµένονταν σε αυτή την περιοχή εάν δεν υπήρχε ανθρώπινη πίεση. Τέτοιες βιοκοινωνίες 67

που παρέχουν το µέτρο για τη µέτρηση της απόκλισης από αδιατάρακτες συνθήκες περιγράφονται σαν βιοκοινωνίες αναφοράς. Η βιοκοινωνία αναφοράς που προσδιορίζεται σε µία Ευρωπαϊκή περιοχή δεν µπορεί να αποτελέσει κριτήριο για τη µέτρηση της οικολογικής ποιότητας σε µία άλλη Ευρωπαϊκή περιοχή. Υπάρχουν µεγάλες διαφορές ανάµεσα σε λίµνες και ποτάµια από διαφορετικές περιοχές που µπορεί να οφείλονται, π.χ., σε γεωµορφολογικούς, κλιµατικούς, υδρολογικούς και βιογεωγραφικούς παράγοντες. Αυτές οι διαφορές αντανακλώνται σε βιολογικές διαφορές λόγω των οποίων οι βιοκοινωνίες από διαφορετικές περιοχές δεν είναι συγκρίσιµες. Για την ελαχιστοποίηση αυτών των διαφορών, η Οδηγία ορίζει ότι οι κοινοτικές περιοχές θα οριοθετηθούν µε βάση την αρχή των οικοπεριοχών (ecoregions). Η έννοια των οικοπεριοχών στηρίζεται σε ένα συνδυασµό βιοτικών και αβιοτικών παραµέτρων, όπως κλίµα, έδαφος και χρήσεις γης, και συνεπώς παρέχει µία λογική βάση για την οργάνωση και ταξινόµηση της περιβαλλοντικής πληροφορίας. Ακόµα και στην ίδια περιοχή, µπορεί να υπάρχουν σηµαντικές διαφορές ανάµεσα στις βιοκοινωνίες λόγω τυπολογικών διαφορών των υδάτινων συστηµάτων. Για παράδειγµα, ποτάµια που βρίσκονται στην ίδια περιοχή µπορεί να διαφέρουν σηµαντικά σε µέγεθος, έκταση λεκάνης, υψόµετρο, παροχή, ποιότητα υποστρώµατος, υδροχηµική ποιότητα, κλπ., που επίσης µπορεί να αντανακλούν σε βιολογικές διαφορές. Προϋπόθεση για το καθορισµό συνθηκών αναφοράς είναι η τυπολογική ταξινόµηση των υδάτινων σωµάτων. Η Οδηγία προτείνει δύο συστήµατα ταξινόµησης, το Σύστηµα Α και το Σύστηµα Β. Οι βασικοί ποτάµιοι τυπολογικοί παράµετροι του Συστήµατος Α αφορούν το υψόµετρο, την έκταση και τη γεωλογία της λεκάνης απορροής, ενώ στη περίπτωση των λιµνών προστίθεται και το µέσο βάθος. Το σύστηµα αυτό ενσωµατώνει και την έννοια των οικοπεριοχών σαν γεωγραφική παράµετρο. Το Σύστηµα Β περιλαµβάνει εκτός των παραµέτρων του Συστήµατος Α και µία σειρά επιπλέον προαιρετικών παραµέτρων. Η τάση που διαµορφώνεται σήµερα στα πλαίσια των Οµάδων Υποστήριξης (Working Groups) της Οδηγίας είναι η υιοθέτηση του Συστήµατος Β. Για τη τυπολογική ταξινόµηση των υδάτινων σωµάτων προαπαιτείται η εφαρµογή Γεωγραφικών Συστηµάτων Πληροφοριών (GIS). Ακόµα και όταν ληφθούν υπόψη οι γεωγραφικές και τυπολογικές διαφορές των συστηµάτων, είναι δυνατό να παραµείνει ένα σηµαντικό ποσοστό φυσικής ποικιλότητας που εµποδίζει συγκρίσεις µε µία κοινή βιοκοινωνία αναφοράς. Αν η ποικιλότητα αυτή είναι αρκετά µεγάλη ώστε να επικαλύπτει τις διαφορές που προξενούνται στις βιοκοινωνίες από ανθρώπινες πιέσεις, δεν θα είναι δυνατός ο εντοπισµός πιέσεων. Η ποικιλότητα µπορεί να οφείλεται σε πληθώρα αβιοτικών και βιοτικών παραµέτρων, και θα µπορούσε να περιορισθεί µε την αύξηση των προαιρετικών παραµέτρων του τυπολογικού Συστήµατος Β, το µειονέκτηµα όµως είναι ότι έτσι θα αυξηθεί σηµαντικά ο αριθµός των τύπων επιφανειακών νερών και θα δηµιουργηθεί ένα πολύπλοκο και δύσχρηστο σύστηµα οικολογικής παρακολούθησης. Συνεπώς, µε δεδοµένη την ανάγκη να γίνεται διάκριση µεταξύ φυσικής ποικιλότητας και ανθρωπογενών επιδράσεων, η Οδηγία ορίζει ότι όταν χρησιµοποιούνται γεωγραφικές µέθοδοι για τον καθορισµό συνθηκών αναφοράς, το δίκτυο πρέπει να περιλαµβάνει έναν επαρκή αριθµό θέσεων υψηλής κατάστασης ώστε να υπάρχει εµπιστοσύνη για τις τιµές αναφοράς. Στην ουσία, η Οδηγία επιζητεί την ελάττωση της βιολογικής ποικιλότητας µέσα σε κάθε δίκτυο παρακολούθησης µε τη δηµιουργία ενός στρωµατοποιηµένου συστήµατος καθορισµού συνθηκών αναφοράς χρησιµοποιώντας γεωγραφικά (ecoregional) και τυπολογικά χαρακτηριστικά, και την ακριβή εκτίµηση της παραµένουσας ποικιλότητας. Ο σκοπός είναι να εντοπίσουµε έναν πληθυσµό ποταµών ή λιµνών µε τη µέγιστη δυνατή οµοιογένεια, οµαδοποιώντας τους ποταµούς ή τις λίµνες σε συγκρίσιµα στρώµατα από πλευράς γεωµορφολογικών, φυσικοχηµικών και βιολογικών συνθηκών. Η ιδέα πίσω από µία τέτοια οµαδοποίηση είναι ότι αν οι συνθήκες µέσα σε κάθε στρώµα είναι οµοιόµορφες, η σύσταση και η δοµική οργάνωση των βιοκοινωνιών θα είναι επίσης οµοιόµορφες και θα καταστεί δυνατό να εφαρµόσουµε κοινές συνθήκες αναφοράς. 68

ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΕΙΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΤΗΣ Ο ΗΓΙΑΣ Στην Οδηγία, ως συνθήκες αναφοράς χαρακτηρίζονται οι συνθήκες πλήρους απουσίας (αδιατάρακτες συνθήκες) ή ελάχιστης παρουσίας ανθρωπογενών δραστηριοτήτων (ελάχιστα διαταραγµένες συνθήκες). Ωστόσο, υπάρχει ακόµα αβεβαιότητα σχετικά µε το τι είναι µια πραγµατικά αδιατάρακτη κατάσταση, καθώς και τι ορίζεται σαν ελάχιστα διαταραγµένη κατάσταση (Owen, 2002). Παρά τις ασάφειες αυτές, η κοινοτική αντίληψη των συνθηκών αναφοράς στηρίζεται στην ιδέα µίας σχεδόν αµελητέας διαταραχής. Από την πλευρά αυτή, είναι ασύµβατη µε πολλά από τα υπάρχοντα συστήµατα εκτίµησης οικολογικής ποιότητας που στηρίζονται σε χωρικές µεθόδους εκτίµησης των συνθηκών αναφοράς σύµφωνα µε την έννοια πλέον κατάλληλες από τις διαθέσιµες θέσεις (best available approach). Τα τελευταία συνήθως επιλέγονται όταν δεν υπάρχουν αδιατάρακτες συνθήκες σε µία περιοχή. Τα συστήµατα αυτά µπορεί να οδηγήσουν σε περιβαλλοντική υποβάθµιση, γιατί ακόµα και στη πιο διαταραγµένη λεκάνη θα υπάρχουν κάποιες πλέον κατάλληλες θέσεις. Εάν όλη η λεκάνη υφίσταται υποβάθµιση, τότε και οι θέσεις αυτές θα είναι σχετικά υποβαθµισµένες, οδηγώντας σε χαµηλότερα κριτήρια ποιότητας σε σύγκριση µε άλλες περιοχές ή προηγούµενα χρόνια. Σηµειώνεται ότι στην περίπτωση που ένα σώµα έχει υποστεί µεγάλη επιβάρυνση από µία µη αναστρεπτή αιτία, µπορεί να χαρακτηρισθεί σαν βαρέως τροποποιηµένο σύστηµα, για το οποίο ισχύουν ηπιότερες απαιτήσεις οικολογικής κατάστασης (σαν συνθήκες αναφοράς πλέον νοείται το µέγιστο οικολογικό δυναµικό). Από την µεθοδολογική πλευρά, η Οδηγία ορίζει ότι ο καθορισµός των συνθηκών αναφοράς µπορεί, είτε να έχει χωρική βάση (υπάρχον δίκτυο σταθµών που να συµπεριλαµβάνει συνθήκες αναφοράς εφόσον υπάρχουν θέσεις υψηλής ποιοτικής κατάστασης), είτε, όταν ένα υδατικό σώµα είναι επιβαρηµένο, να βασίζεται σε µοντέλα πρόβλεψης (τύπου RIVPACS) ή µοντέλα προβολής στο παρελθόν, είτε να είναι αποτέλεσµα και των δύο µεθόδων. Εναλλακτικά προς τα παραπάνω, ως συνθήκες αναφοράς είναι δυνατό να θεωρηθούν (σύµφωνα µε τη κρίση ειδικών), ή να πιστοποιηθούν (µε τη βοήθεια ιστορικών στοιχείων), οι συνθήκες εκείνες που αντιπροσωπεύουν τη πραγµατική φυσική κατάσταση ενός υδάτινου σώµατος. Όµως και οι δύο αυτές µέθοδοι παρουσιάζουν προβλήµατα, δεδοµένης της απουσίας ικανών ιστορικών στοιχείων σε πολλές περιπτώσεις και της υποκειµενικότητας που έχει µια κρίση ειδικών (Johnson, 2001). Παρά τις υψηλές ποιοτικές απαιτήσεις για τον καθορισµό συνθηκών αναφοράς που θέτει, η Οδηγία επιτρέπει ελαστικότητα στην επιλογή των βιοτικών στοιχείων µε τα οποία θα γίνεται η οικολογική πιστοποίηση, προβλέποντας δύο περιπτώσεις που ένα στοιχείο µπορεί να εξαιρεθεί από το πρόγραµµα παρακολούθησης. Η µία είναι όταν το στοιχείο αυτό δεν είναι αρκετά ευαίσθητο στις αναγνωρισθείσες πιέσεις. Συνεπώς, κατά το σχεδιασµό του προγράµµατος παρακολούθησης σε µία λεκάνη, είναι σηµαντικό να γνωρίζουµε τόσο τις πιέσεις όσο και την ευαισθησία των ποιοτικών στοιχείων σε αυτές. Για παράδειγµα, τα βενθικά ασπόνδυλα είναι καλοί ενδείκτες υποβάθµισης ποταµών από οργανική ρύπανση, τα ψάρια είναι πλέον κατάλληλα για µέτρηση της υποβάθµισης από υπεράντληση και διακυµάνσεων απορροής από τη λειτουργία υδροηλεκτρικών σταθµών, και το φυτοπλαγκτό είναι χρήσιµο για τις περιπτώσεις ευτροφισµών σε λίµνες. Η δεύτερη περίπτωση είναι όταν δεν είναι δυνατόν να καθορισθούν αξιόπιστες συνθήκες αναφοράς για κάποιο ποιοτικό στοιχείο ενός τύπου υδάτινου σώµατος, λόγω µεγάλου βαθµού φυσικής διακύµανσης, οπότε το στοιχείο αυτό µπορεί να παραλείπεται από την αξιολόγηση της οικολογικής κατάστασης. Ωστόσο, τα κράτη-µέλη πρέπει να αιτιολογήσουν το λόγο της παράλειψης. Συµπερασµατικά, συνθήκες αναφοράς πρέπει να καθορισθούν για όλες τις κατηγορίες επιφανειακών νερών, για όλους τους τύπους υδάτινων συστηµάτων κάθε κατηγορίας, για όλα τα ποιοτικά στοιχεία και, στην περίπτωση των βιοτικών στοιχείων, για κάθε δείκτη χωριστά, αφού τελικά οι δείκτες είναι αυτοί που θα βαθµονοµηθούν για τον υπολογισµό των συνθηκών αναφοράς και των κλάσεων οικολογικής ποιότητας. Αν λάβουµε υπόψη τον µεγάλο αριθµό τύπων υδάτινων σωµάτων κάθε κατηγορίας που µπορεί να προκύψει καθώς και τον µεγάλο αριθµό δεικτών σε κάθε βιοτικό στοιχείο, είναι δυνατό να φθάσουµε σε εθνικό επίπεδο σε ένα τεράστιο αριθµό προσδιορισµών συνθηκών αναφοράς. 69

ΚΑΤΗΓΟΡΙΟΠΟΙΗΣΗ ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΗΣ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ Μετά το καθορισµό τυποχαρακτηριστικών συνθηκών αναφοράς είναι δυνατό να ξεκινήσει η διαδικασία για τον προσδιορισµό της απόκλισης που παρουσιάζει ένα υδάτινο σώµα από τις συνθήκες αναφοράς και το καθορισµό των ορίων µεταξύ των κατηγοριών οικολογικής ποιότητας, δηλαδή των ορίων µεταξύ συνθηκών αναφοράς και καλής κατάστασης, µεταξύ της καλής και της µέτριας κ.λ.π. (Σχήµα 1). Καθώς τα κράτη-µέλη οφείλουν, σύµφωνα µε την Οδηγία, να φέρουν όλα τα επιφανειακά νερά σε µία καλή οικολογική κατάσταση µέχρι το 2015, είναι προφανές ότι το µεγαλύτερο βάρος θα δοθεί στον προσδιορισµό των ορίων µεταξύ υψηλής (συνθήκες αναφοράς), καλής και µέτριας οικολογικής κατάστασης. Ιδιαίτερα τα όρια µεταξύ καλής και µέτριας οικολογικής κατάστασης θα σηµατοδοτήσουν στο προσεχές µέλλον τη διαχείριση των νερών σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο. Η απόκλιση που παρουσιάζει ένα υδάτινο σώµα από τις συνθήκες αναφοράς χαρακτηρίζεται από το λόγο µεταξύ της τιµής που αντιστοιχεί στις συνθήκες αναφοράς προς τη τιµή που παρουσιάζει το υπό εξέταση υδάτινο σώµα. Ο λόγος αυτός ονοµάζεται Λόγος Οικολογικής Ποιότητας (Ecological Quality Ratio, EQR) (Σχήµα 1). Classboundary High/good status Good/Moderate status Deviation Status EQR=1 No/minimal Slight Moderate EQR= EQR=0 High Good Moderate Poor Bad Observed value Reference value Σχήµα 1. Απόκλιση από τις συνθήκες αναφοράς, Λόγος Οικολογικής Ποιότητας (EQR) και κατηγορίες οικολογικής ποιότητας (από de Wilde et al, 2002) Η ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΣΕ ΕΠΙΠΕ Ο ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ Οι περισσότερες χώρες της ΕΕ έχουν εγκαταστήσει ή κάνουν ενέργειες για να εγκαταστήσουν συστήµατα οικολογικής παρακολούθησης. Οι Πίνακες 1 και 2 παρουσιάζουν τις διάφορες µεθόδους που εφαρµόζονται στα κράτη-µέλη για το καθορισµό συνθηκών αναφοράς σε ποτάµια και λίµνες αντίστοιχα. Σηµειώνεται ότι τα περισσότερα ποιοτικά στοιχεία που ορίζει η Οδηγία για την οικολογική ταξινόµηση χρησιµοποιούνται µεν από διάφορα κράτη µέλη, όµως µερικά µόνο από αυτά είναι απόλυτα συµβατά µε την Οδηγία. Πίνακας 1. Μέθοδοι που χρησιµοποιούν διαφορετικές προσεγγίσεις για τον καθορισµό Συνθηκών Αναφοράς στα ποτάµια (δεδοµένα από REFCOND) Χωρικά δεδοµένα Παλαιοοικολογία Μοντέλα Πρόβλεψης Ιστορικά δεδοµένα Κρίση ειδικών Φυτοπλαγκτόν 1 1 3 3 2 Μακρόφυτα 8 0 1 1 1 Φυτοβένθος 7 0 1 3 9 70

Βενθικά Μ/α 33 1 10 16 18 Ψάρια 19 3 8 13 13 Υδροµορφολογία 37 2 5 18 19 Φυσικοχηµεία 42 5 12 22 21 Σύνολο 147 12 40 75 87 Πίνακας 2. Μέθοδοι που χρησιµοποιούν διαφορετικές προσεγγίσεις για τον καθορισµό Συνθηκών Αναφοράς στις λίµνες (δεδοµένα από REFCOND) Χωρικά δεδοµένα Παλαιοοικολογία Μοντέλα Πρόβλεψης Ιστορικά δεδοµένα Κρίση ειδικών Φυτοπλαγκτόν 13 7 5 6 13 Μακρόφυτα 7 2 2 6 7 Φυτοβένθος 2 3 1 0 4 Βενθικά Μ/α 15 7 3 8 12 Ψάρια 13 3 3 10 11 Υδροµορφολογία 16 1 4 11 23 Φυσικοχηµεία 30 16 10 17 23 Σύνολο 95 39 28 58 93 Η ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑ Α Η Ελλάδα δεν έχει αναπτύξει επίσηµα κανένα σύστηµα ταξινόµησης της ποιότητας των ποταµών και λιµνών της. Αυτό αφορά ακόµα και τα υδροχηµικά στοιχεία για τα οποία διατίθεται αρκετή πληροφορία. Το Ινστιτούτο Εσωτερικών Υδάτων του ΕΚΘΕ, εδώ και δύο δεκαετίες, έχει προσανατολισθεί στην εκτίµηση της βιολογικής κατάστασης ποταµών µε τη χρήση βιολογικών στοιχείων που απαιτεί η Οδηγία, και συγκεκριµένα βενθικών µακροασπόνδυλων και τα ψαριών. Η συγκεκριµένη εξειδίκευση είχε σαν αποτέλεσµα τη συµµετοχή σε ανταγωνιστικά κοινοτικά προγράµµατα (AQEM, STAR, FAME) που έχουν σαν σκοπό την ανάπτυξη µεθοδολογίας οικολογικής εκτίµησης και ταξινόµησης ποταµών και απώτερο στόχο την υποστήριξη της Οδηγίας. Στα πλαίσια του προγράµµατος AQEM (The Development and Testing of an Integrated Assessment System for the Ecological Quality of Streams and Rivers throughout Europe using Benthic Macroinvertebrates), µε βάση 45 σταθµούς από όλη την Ελλάδα (Σχήµα 2) και τρεις εποχιακές δειγµατοληψίες, έχει γίνει ένας αρχικός καθορισµός συνθηκών αναφοράς και οικολογικής ταξινόµησης σε τρεις ποτάµιους τύπους 1. Για το σκοπό αυτό έχουν αναπτυχθεί δείκτες χηµικής και βιολογικής ταξινόµησης, οι οποίοι πρόκειται να ελεγχθούν/βελτιωθούν στα πλαίσια του προγράµµατος STAR (Standardisation of River Classifications: Framework method for calibrating different biological survey results against ecological quality classifications to be developed for the Water Framework Directive). To πρόγραµµα FAME (Fish-based Assessment Method for the Ecological Status of European Rivers A contribution to the Water Framework Directive), αποσκοπεί στη δηµιουργία και δοκιµαστική εφαρµογή µίας µεθόδου εκτίµησης της οικολογικής ποιότητας των ποταµών µε τη χρήση ιχθυοδεικτών που θα επιτρέπει την αναγνώριση και ποσοτικοποίηση των ανθρωπογενών επιδράσεων και την διάκρισή τους από φυσικές διαταραχές. Το έργο ξεκίνησε στις 1/1/2002 και θα διαρκέσει 34 µήνες µε τη συµµετοχή 23 Ευρωπαϊκών Ινστιτούτων. Η ανάπτυξη της µεθοδολογίας θα στηριχθεί σε υπάρχοντα δεδοµένα που είναι διαθέσιµα στα κράτη-µέλη από µακροχρόνια εθνικά προγράµµατα ιχθυολογικών καταγραφών. Τέτοια 1 α) Μεσαίες πυριτικές λεκάνες, µέσου υψοµέτρου στη Β.Α. Ελλάδα, β) Μεγάλες πυριτικές λεκάνες, µέσου υψοµέτρου στη Β.- Κεντρική Ελλάδα και γ) Μεσαίες ασβεστολιθικές λεκάνες, µέσου υψοµέτρου στη. Ελλάδα 71

προγράµµατα δεν υπάρχουν στην Ελλάδα, συµφωνήθηκε όµως να χρησιµοποιηθούν δεδοµένα από την ιχθυολογική βάση του ΕΚΘΕ που δηµιουργήθηκε το 1997 και έκτοτε φιλοξενεί όλα τα αποτελέσµατα των ιχθυολογικών δειγµατοληψιών του ΙΕΥ. ΧΡΟΝΟ ΙΑΓΡΑΜΜΑ Όσο αφορά το χρονοδιάγραµµα που θέτει η Οδηγία, τα προγράµµατα παρακολούθησης πρέπει να έχουν εγκατασταθεί που πρέπει να αρχίσουν µέχρι το έτος 2006. Μέχρι το 2004 πρέπει να έχουν ολοκληρωθεί οι εξής ενέργειες: (α) Ανάλυση των πιέσεων σε όλα τα υδάτινα συστήµατα, (β) Τυπολογικός χαρακτηρισµός των συστηµάτων, και (γ) Τελικός καθορισµός των συνθηκών αναφοράς. TI ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΓΙΝΕΙ Ο χρόνος που αποµένει µέχρι το 2004 για την ολοκλήρωση αυτών των στόχων είναι εξαιρετικά ανεπαρκής, δεδοµένου ότι δεν έχουν ξεκινήσει ακόµα κατάλληλες διεργασίες, αλλά και γιατί λείπουν έστω και στοιχειώδη δεδοµένα, ιδίως τα βιολογικά, για να γίνουν οι απαραίτητοι προσδιορισµοί. Παράλληλα, οι µέχρι σήµερα ερευνητικές κατευθύνσεις και η ροή των χρηµατοδοτήσεων δεν έχουν επιτρέψει τη δηµιουργία κατάλληλης ερευνητικής υποδοµής, ικανοποιητικών βάσεων δεδοµένων και ενός κρίσιµου πυρήνα ειδικευµένων επιστηµόνων. Πρέπει σοβαρά να εξετασθεί κατά πόσο η χώρα µπορεί να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της Οδηγίας. Οι υπάρχουσες ερευνητικές οµάδες είναι ποιοτικά απροετοίµαστες για να καλύψουν ορισµένες από τις απαιτήσεις και ποσοτικά ανεπαρκείς για να προσεγγίσουν ικανοποιητικά τις ανάγκες υλοποίησης σε επίπεδο χώρας. Προκειµένου να επιτευχθούν οι στόχοι που έχουν τεθεί για το 2004 απαιτούνται: Η εγκατάσταση διερευνητικών προγραµµάτων (surveillance monitoring) προκειµένου να καθορισθούν τα κατάλληλα βιολογικά ποιοτικά στοιχεία για κάθε ποτάµιο/ λιµναίο τύπο που θα προκύψει από το τυπολογικό χαρακτηρισµό, σε συνάρτηση µε το τύπο των πιέσεων (π.χ. ρύπανση, µορφολογικές αλλοιώσεις, ρύθµιση/ απόληψη υδατικών πόρων), η δηµιουργία κριτηρίων επιλογής θέσεων αναφοράς και κατάλληλου δικτύου (reference network). Η δηµιουργία εθνικής υποδοµής σε περιφερειακή βάση (κατάλληλο επιστηµονικό προσωπικό, εκπαίδευση, µεταφορά τεχνογνωσίας, βάσεις δεδοµένων κλπ.) Αναφορές Johnson R (2001). Defining reference conditions and setting class boundaries in ecological monitoring and assessment. Background Document, REFCOND project, 13 p. De Wilde, AJ, RA Knoben and JW van Poppel (2002). Setting Classboundaries for the classification of rivers and lakes in Europe, Royal Haskoning, Netherlands, Final report, 22 p. Owen, R (2002). Definition and establishment of Reference Condititons, Background Document, REFCOND project, 20 p. 72