ΠΕΡΙΛΗΨΗ. Λέξεις-κλειδιά: Αστικός ιστός, αστικό τοπίο, ελληνική πόλη, μετασχηματισμός, παγκοσμιοποίηση, τοπικότητα.

Σχετικά έγγραφα
ΝΑΥΠΛΙΟ Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΚΟΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΜΕΛΕΤΕΣ ΚΑΙ ΕΡΓΑ ΑΝΑΠΛΑΣΗΣ ΗΠΑΛΙΑΠΟΛΗ ΒΥΖΑΝΤΙΟ ΚΑΙ ΠΡΟΝΟΙΑ

ΙΣΤΟΡΙΚΟΙ ΟΡΕΙΝΟΙ ΟΙΚΙΣΜΟΙ ΤΗΣ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ, ΑΝΑΒΑΘΜΙΣΗ, ΑΝΑΠΤΥΞΗ

Εισαγωγή στη διεθνή και ελληνική εμπειρία από την εφαρμογή προγραμμάτων αστικής αναγέννησης. Προτάσεις για το μέλλον

ΕΜΠ / ΣΧΟΛΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΩΝ / ΤΟΜΕΑΣ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΧΩΡΟΤΑΞΙΑΣ / ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2008

Η πόλη και οι λειτουργίες της.

H Μητροπολιτική Αθήνα αντιμετωπίζει ριζικές αλλαγές και σύνθετα πολεοδομικά, περιβαλλοντικά και κοινωνικά προβλήματα

Τ.Ε.Ε. τμήμα Κερκύρας / Ν.Α. Νομού Κερκύρας. Ημερίδα με θέμα: Χωροταξικός και Πολεοδομικός Σχεδιασμός Όρος Ζωής για την Κέρκυρα

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΣΤΑΘΜΕΥΣΗΣ ΣΤΗΝ ΠΑΛΙΑ ΠΟΛΗ ΤΟΥ ΝΑΥΠΛΙΟΥ

ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΟΙ ΚΑΙ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΚΟΙ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΙ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΛΟΓΩ ΤΟΥ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟΥ ΤΗΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ

Ο ΔΗΜΟΣ ΝΟΤΙΑΣ ΚΥΝΟΥΡΙΑΣ ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ ΓΙΑ ΤΟ ΔΗΜΟ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ

Υπόγειο δίκτυο πρόσβασης Ένα νέο έδαφος

ΠΕΡΙΟΧΗ ΜΕΛΕΤΗΣ: ΟΙΚΟΣΜΟΣ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΚΑΤΟΙΚΙΩΝ «ΠΥΛΗΣ ΑΞΙΟΥ»

Εισαγωγή στη διεθνή και ελληνική εμπειρία από την. Προτάσεις για το μέλλον

ένα αειφόρο πρότυπο Ήβη Νανοπούλου Αρχιτέκτων - Διευθύνων σύμβουλος ΘΥΜΙΟΣ ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΑΕΜ

ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΧΩΡΟΤΑΞΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ Μάθημα 2Σ6 01. ΔΙΔΑΣΚΟΝΤΕΣ: Ελένη ΑΝΔΡΙΚΟΠΟΥΛΟΥ, Γρηγόρης ΚΑΥΚΑΛΑΣ Χ Ε Ι Μ Ε Ρ Ι Ν Ο Ε Ξ Α Μ Η Ν Ο

Συνεργασίες με τον Λευτέρη Παπαγιαννάκη. Ερευνητικά προγράμματα Ε.Μ.Π. για την. Ερευνητικό πρόγραμμα Ε.Μ.Π. για ένα. Αθήνας Αττικής (δεκαετία 2000)

Χωρικός Σχεδιασµός & Αρχιτεκτονική. Τάκης ούµας Αρχιτέκτονας Μηχανικός

Ε Θ Ν Ι Κ Ο Μ Ε Τ Σ Ο Β Ι Ο Π Ο Λ Υ Τ Ε Χ Ν Ε Ι Ο

ΘΕΜΑ ΕΞΑΜΗΝΟΥ «Το φαινόμενο της αστικοποίησης στο Δήμο Ζωγράφου»

ΑΣΤΙΚΟ ΘΑΛΑΣΣΙΟ ΜΕΤΩΠΟ: Η περίπτωση του Φαληρικού Όρµου

ΑΝΑΒΑΘΜΙΣΗ ΤΟΥ ΔΟΜΗΜΕΝΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΤΟΠΙΟΥ ΣΤΑ ΖΑΓΟΡΟΧΩΡΙΑ Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΒΙΤΣΑΣ

ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ ΠΟΛΥΤΕΧΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ- ΤΜΗΜΑ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΚΟΥ ΚΑΙ ΧΩΡΟΤΑΞΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ

Εργαλεία του Πολεοδοµικού Σχεδιασµού ΓΠΣ - ΣΧΟΟΑΠ

ΑΝΑΠΛΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΡΙΖΟΥΠΟΛΗΣ ΠΕΡΙΣΣΟΥ

ΑΣΤΙΚΟΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΤΗΣ ΠΑΡΟΔΙΑΣ ΖΩΝΗΣ (Corridor Management)

1η Ελληνο - Γαλλική & Διεθνής Συνάντηση, SD-MED:

ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΕΝΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΠΑΡΑΚΤΙΑΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΔΥΤΙΚΟΥ ΣΑΡΩΝΙΚΟΥ

ΛΙΜΕΝΙΚΕΣ ΚΑΙ ΝΑΥΤΑΘΛΗΤΙΚΕΣ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΜΑΡΙΝΑΣ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ

ΕΜΠ/ΔΠΜΣ ΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΤΩΝ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΚΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ. Σύστημα πολεοδομικών μελετών στην Ελλάδα

Ε Θ Ν Ι Κ Ο Μ Ε Τ Σ Ο Β Ι Ο Π Ο Λ Υ Τ Ε Χ Ν Ε Ι Ο

Οι συγκοινωνιακές προκλήσεις της Αστικής Σήραγγας Ηλιούπολης

5 ο Πανελλήνιο Συνέδριο Αγρονόμων Τοπογράφων Μηχανικών

Πρόγραμμα FATE ΠΡΟΤΑΣΗ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗΣ ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΟΥ ΑΣΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟΥ

Εργαλεία του Πολεοδοµικού Σχεδιασµού ΓΠΣ - ΣΧΟΟΑΠ

ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΤΕΧΝΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ A.Π. / ΔΤΥ ΠΡΟΣ : Πρόεδρο ΔΣ

ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΗ ΙΣΤΟΡΙΚΩΝ ΣΥΝΟΛΩΝ

Για μια αειφόρο προσέγγιση της οικιστικής ανάπτυξης. Θάνος Παγώνης, αρχιτέκτων - πολεοδόμος

ΠΥΡΚΑΓΙΕΣ Έγκαιρη ειδοποίηση, Σχεδιασμός, Αντιμετώπιση

ΔΗΜΟΣ ΛΑΡΙΣΑΙΩΝ. Λεύκωμα Λάρισας χρόνια νεότητας ΛΑΡΙΣΑ 1900 ΛΑΡΙΣΑ ΛΑΡΙΣΑ 1910 ΛΑΡΙΣΑ 1950 ΛΑΡΙΣΑ 1950

οκ _ τόπους παρεμβάσεις τοπίου για την ανάδειξη του παραλιακού μετώπου του Ναυπλίου

«γεωγραφικές δυναμικές και σύγχρονοι μετασχηματισμοί του ελληνικού χώρου» σ. αυγερινού- κολώνια, ε. κλαμπατσέα, ε.χανιώτου ακαδημαϊκό έτος

Βάση της διάλεξης είναι η ερευνητική εργασία με τίτλο «Οικολογικές γειτονιές σε χώρες της Ευρώπης» των Κατεργιανάκη Ευγενία, Μουσταφατζή Βασιλική,

ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ ΑΚΙΝΗΤΩΝ

Α Ρ Χ Ι Τ Ε Κ Τ Ο Ν Ι Κ Η Α Ν Α Λ Υ Σ Η Π Α Ρ Α Δ Ο Σ Ι Α Κ Ω Ν Κ Τ Ι Ρ Ι Ω Ν - Σ Υ Ν Ο Λ Ω Ν

ΝΑΥΠΛΙΟ Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ (ΠΑΑ )

ΗΚΕΝΤΡΙΚΗ ΕΛΕΥΣΙΝΑ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑ ΙΙ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΚΕΣ ΕΠΕΜΒΑΣΕΙΣ ΣΤΟΝ ΑΣΤΙΚΟ ΧΩΡΟ

ΠΑΝΤΕΙΟΝ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ

Εργαστήριο Χωροταξικού Σχεδιασμού

ΔΗΜΟΣ ΧΑΛΑΣΤΡΑΣ. Ζητήματα ανάπτυξης: παραγωγικές προοπτικές και προστασία των φυσικών πόρων

Σημερινές ελληνικές πόλεις δέχονται μεγάλο αριθμό μεταναστών Εγκατάσταση τους σε υποβαθμισμένες περιοχές Προβληματισμός : Πως μπορεί ο αρχιτέκτων

Η εξέλιξη στις καμπύλες ενοικίου μετά την αναβάθμιση της κεντρικής υποβαθμισμένης περιοχής στην πόλη

ΝΑΥΠΛΙΟ Ταυτότητα του τόπου και αειφόρος ανάπτυξη. ΕΛΕΝΗ ΜΑΪΣΤΡΟΥ αρχιτέκτων καθηγήτρια ΕΜΠ

ο εκτοπισμός της κατοικίας από το Γκαζοχώρι

ΞΑΠΛΩΝΟΝΤΑΣ ΣΤΟ ΕΔΑΦΟΣ. Στρατηγική Συν-Κατοίκησης

Συνθετικές αρχές. Αστικός σχεδιασμός

ΥΠΟΓΕΙΟΙ ΧΩΡΟΙ ΣΤΑΘΜΕΥΣΗΣ ΣΕ ΕΝΟΠΟΙΗΜΕΝΟΥΣ ΑΚΑΛΥΠΤΟΥΣ ΚΕΝΤΡΙΚΩΝ ΠΕΡΙΟΧΩΝ ΚΑΤΟΙΚΙΑΣ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ ΜΕΣΟ ΑΜΒΛΥΝΣΗΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΚΩΝ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΩΝ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ.

Προστασία και ανάπλαση του ιστορικού συνόλου της Χαλέπας Χανίων. Στο δρόμο προς την θεσμοθέτηση.

Η ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΕΛΕΥΣΙΝΑ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑ ΙΙ: ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΚΕΣ ΕΠΕΜΒΑΣΕΙΣ ΣΤΟΝ ΑΣΤΙΚΟ ΧΩΡΟ Ε.Μ.Π. ΣΧΟΛΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ

Τ Α ΣΤ Σ Ι Τ Κ Ι Ο Π ΕΡ Ε Ι Ρ Β Ι ΑΛΛ Λ Ο Λ Ν

Οριοθέτηση αναοριοθέτηση αρχαιολογικού χώρου πόλεως Βέροιας

ΗΜΑΡΧΕΙΟ ΜΠΟΣ Α ΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΣΤΡΑΤΟΠΕ Ο ΠΑΠΑΣΤΑΘΗ ΦΙΛΑ ΕΛΦΕΙΑΣ

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΚΗΣ ΑΝΑΒΑΘΜΙΣΗΣ ΣΤΙΣ ΓΕΙΤΟΝΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΤΟΥ ΝΑΥΠΛΙΟΥ

Ο τρόπος οργάνωσης σε οµάδες κατοικιών οδηγεί σε κοινή

ΓΕΝΙΚΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΔΗΜΟΣ ΕΛΕΥΣΙΝΑΣ ΤΕΧΝΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ. Ελευσίνα. 08 / 09 /2011 Αρ. Πρωτ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ ΧΡΗΣΕΩΝ ΓΗΣ ΣΤΟ ΔΗΜΟ ΑΜΑΡΟΥΣΙΟΥ. Οκτώβρης 2008

ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ ΚΑΙ ΡΥΜΟΤΟΜΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ

ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΟΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ 9. "Χαλκίδα - Ιστορική Εξέλιξη και Σύγχρονα Ζητήματα Σχεδιασμού"

Τα πρότυπα ανάπτυξης των πόλεων στην Ελλάδα

Ε ΘΝΙΚΟ Μ ΕΤΣΟΒΙΟ Π ΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΣΧΟΛΗ ΑΓΡΟΝΟΜΩΝ & ΤΟΠΟΓΡΑΦΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑΣ & ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ Μ ΟΝΑΔΑ Β ΙΩΣΙΜΗΣ Κ ΙΝΗΤΙΚΟΤΗΤΑΣ

Ολόκληρη η Τροπολογία με την Αιτιολογική της Έκθεση έχουν ως εξής:

Απογραφές Γεωμετρικό μοντέλο Γραμμικό μοντέλο

ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΟΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΝΑΛΥΣΗ ΧΩΡΟΥ

ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ ΠΛΗΡΟΤΗΤΑΣ

ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ ΑΣΤΙΚΩΝ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΩΝ (ΣΑΣ)

ΠΑΡΑΚΤΙΑ ΑΣΤΙΚΑ ΜΕΤΩΠΑ. ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ-ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ.

Άποψη της Π.Π. Γερµανού από τη γωνία µε Π.Μελά. Φαίνεται η κυριαρχία και η όχληση από τα ισόγεια καταστήµατα.

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΣΧΕΔΙΩΝ. Το οικόπεδο μας ανήκει στον κύριο Νίκο Δαλιακόπουλο καθώς και το γειτονικό οικόπεδο.

Δίνοντας ζωή στην Πόλη της Ορεστιάδας

ΟΧΕ / ΒΑΑ Νότιου Τομέα Περιφέρειας Αττικής. 3 Δήμοι με τον Πολιτισμό για τον Τουρισμό και την Βιώσιμη Ανάπτυξη

Ε Θ Ν Ι Κ Ο Μ Ε Τ Σ Ο Β Ι Ο Π Ο Λ Υ Τ Ε Χ Ν Ε Ι Ο. Κατεύθυνση ΙΙ: Αστικός ιστός, καθημερινή ζωή, δημόσιος χώρος

ΔΗΜΟΣ ΛΑΡΙΣΑΙΩΝ ΛΑΡΙΣΑ 1900

Το οικόπεδο που μας δίνεται να αναπτύξουμε την κτιριακή σύνθεση χαρακτηρίζεται από την έντονη κλίση προς τη θάλασσα

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΠΟΛΕΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ

ΧΩΡΟΤΑΞΙΑ ΜΕΛΕΤΗ ΥΠΑΡΧΟΥΣΑΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ. Αναστασία Στρατηγέα. Υπεύθυνη Μαθήματος

ΗΜΕΡΙΔΑ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΩΝ & ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΩΝ ΣΥΛΛΟΓΩΝ ΣΠΑΡΤΗΣ «Βιώσιμη Αστική Κινητικότητα στην πόλη της Σπάρτης»

ΑΣΤΙΚΕΣ ΑΝΑΠΛΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΡΑΣΙΝΟΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ

12. ΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΙΚΤΥΩΝ ΠΡΑΣΙΝΟΥ

ΒΙΩΣΙΜΗ ΑΣΤΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ

Αλλαγή στα κοινωνικά, οικονομικά και πολεοδομικά δεδομένα της περιοχής του Κέντρου της Πόλης

ΤΟ ΘΕΜΑ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗΣ ΜΑΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΕΊΝΑΙ: ΟΙ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΑΡΧΗ ΔΟΜΗΣΗ ΤΩΝ ΚΤΙΡΙΩΝ

Οργάνωση Περιοχών Κατοικίας 2. Διαχείριση κυκλοφορίας και δίκτυο κοινοχρήστων & κοινωφελών

ισόγειο βρίσκεται άλλοτε σε άμεση επαφή με το υπόγειο και άλλοτε το χρησιμοποιεί σαν βοηθητικό χώρο εξωτερικά προσπελάσιμο από το κεντρικό

ΣΥΝΟΠΤΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΑΣΙΝΗ ΑΝΑΠΛΑΣΗ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ

ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΟ ΠΛΑΝΟ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ. Αρχιτεκτονική. Περιβαλλοντική αρχιτεκτονική

Διερεύνηση Δυνατοτήτων Αντιμετώπισης Παραγωγικών Προβλημάτων του Νόμου Κοζάνης. Αξιοποίηση των Εγκαταστάσεων της Εταιρείας Α.Ε.Β.Α.Λ.

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Πρόλογος 15

στον αστικό ιστό Το παράδειγμα του Δήμου Αρτέμιδος Αττικής» ΔΙΔΑΣΚΟΝΤΕΣ: Ι. ΠΟΛΥΖΟΣ, Τζ. ΚΟΣΜΑΚΗ, Σ. ΜΑΥΡΟΜΜΑΤΗ Αθήνα, Μάρτιος 2009

1.- Η πρόταση αφορά στην οργάνωση ενός συνόλου κατοικιών η οποία διαμορφώνει συγχρόνως ένα συνεχές σύστημα δημόσιων, υπαίθριων χώρων και χώρων πρασίνο

ΑΣΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΣΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ. Σελ. 1

Transcript:

ΠΕΡΙΛΗΨΗ Η παρούσα εργασία διερευνά τις βασικές παραμέτρους που επιδρούν στο μετασχηματισμό της σύγχρονης ελληνικής πόλης, εστιάζοντας κυρίως στα στοιχεία εκείνα που συνθέτουν την εικόνα του αστικού χώρου. Μια πρώτη σημαντική ομάδα τέτοιων παραμέτρων συνδέεται με την ενδογενή δυναμική των πόλεων. Είναι γεγονός ότι οι επάλληλες στρώσεις (layers) ή στιβάδες του αστικού ιστού, που διαμορφώθηκαν στο πέρασμα των αιώνων, καθώς επίσης και το αποτέλεσμα που προκύπτει από τη συναρμογή τους, αποτελούν βασικό παράγοντα διαφοροποίησης ή ποικιλομορφίας στο αστικό τοπίο. Οι ελληνικές πόλεις εμφανίζουν σε αυτό τον τομέα σημαντικές ιδιαιτερότητες, που επέδρασαν, δημιουργώντας ένα αστικό τοπίο που κατά κανόνα αποκλίνει από το «ευρωπαϊκό παράδειγμα». Όμως στις μέρες μας, τα αστικά τοπία ομογενοποιούνται παντού, τουλάχιστον σε επίπεδο αντίληψης και οπτικής έκφρασης λειτουργιών και δραστηριοτήτων. Συνεπώς, μια δεύτερη ομάδα παραμέτρων που επιδρά στο μετασχηματισμό των αστικών μορφών της ελληνικής πόλης συνδέεται με τις νεότερες εισροές από την παγκόσμια ή την ευρωπαϊκή πραγματικότητα. Ποια είναι λοιπόν σήμερα τα στοιχεία της ομογενοποίησης και ποια τα στοιχεία της ποικιλομορφίας ή της διαφορετικότητας και από πού πηγάζουν; Η διερεύνηση οργανώνεται σε δύο στάδια: Αρχικά αναλύονται τα χαρακτηριστικά που διαμόρφωσαν έως τώρα το σύγχρονο ελληνικό αστικό τοπίο, εστιάζοντας στις διαδικασίες της γένεσης ενός ασχεδίαστου ιστού, καθώς επίσης και στα αποτελέσματα των όποιων θεσμικών δράσεων σε επίπεδο πολεοδομικής οργάνωσης και ελέγχου της δόμησης. Στη συνέχεια αναζητούνται οι πρόσφατες εκείνες παράμετροι που οδηγούν σε νεότερες φυσικές δομές του αστικού ιστού (αυθαίρετη επέκταση, αστική διάχυση κ.λπ.), διερευνάται η συσχέτισή τους με τη μορφή της σύγχρονης ελληνικής πόλης (νέα στοιχεία αστικής ποικιλομορφίας) και, τέλος, καταγράφονται οι αλλοιώσεις που εντοπίζονται στον υφιστάμενο ιστό (νέες υποδομές, π.χ. για κυκλοφορία, νέες χρήσεις, π.χ. πολυχώροι εμπορίου / ψυχαγωγίας κ.λπ.). Η εργασία καταλήγει στο συμπέρασμα ότι στην παρούσα φάση η εικόνα της ελληνικής πόλης παραμένει ακόμη διττή, εφόσον τόσο ο γνωστός μας ιστός της μεταπολεμικής αστικοποίησης (και μέχρι τη δεκαετία του 80) όσο και οι νεότερες εισροές από την παγκόσμια σκηνή διατηρούν μια ισχυρή παρουσία στην ελληνική πόλη. Λέξεις-κλειδιά: Αστικός ιστός, αστικό τοπίο, ελληνική πόλη, μετασχηματισμός, παγκοσμιοποίηση, τοπικότητα. 128

ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΙ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΠΟΛΗΣ. ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΤΟΥ ΑΣΤΙΚΟΥ ΤΟΠΙΟΥ Βύρων Ιωάννου, Κωνσταντίνος Σερράος 1. Εισαγωγή Η περίοδος 1950-1980 αποτέλεσε την κύρια φάση της έντονης αστικοποίησης στην Ελλάδα και δημιούργησε το μεγαλύτερο τμήμα του αστικού ιστού που υπάρχει και λειτουργεί στις μέρες μας. Η εικόνα της ελληνικής πόλης, όπως την προσλαμβάνουμε σήμερα, σχηματίστηκε κάτω από μια σειρά αδυναμιών και μειονεξιών στην κοινωνική και οικονομική δομή της χώρας, που αντανακλώνται επιπλέον και σε ένα αδύνατο σύστημα σχεδιασμού και ελέγχου της δόμησης (Ν.Δ. 17.7.1923, ΓΟΚ 1955 και μετέπειτα). Το τελικό αποτέλεσμα είναι λίγο πολύ προβληματικό, τόσο από αισθητική όσο και από λειτουργική άποψη. Σίγουρα όμως δεν θα πρέπει να διατυπώνονται απόλυτες κρίσεις, χωρίς να εξετάζονται και να διερευνώνται τα στοιχεία που συγκροτούν αυτή την εικόνα και χωρίς παράλληλα να επισημαίνονται τα θετικά σημεία και οι προοπτικές. Ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης και η διερεύνηση των διαδικασιών περαιτέρω εξέλιξης των παραπάνω στοιχείων, κάτω από τις τρέχουσες πλέον συνθήκες. Η παρούσα προσέγγιση δεν φιλοδοξεί να εξαντλήσει κάθε λεπτομέρεια αυτού του προβληματισμού, επιχειρεί όμως να συνδέσει μεταξύ τους αιτίες και αποτελέσματα, που σχετίζονται με ορισμένα κοινώς αποδεκτά θεμελιώδη στοιχεία της εικόνας της ελληνικής πόλης. Στις μέρες μας, η ομοιογένεια, η οπτική διαφοροποίηση και η ποικιλομορφία αποτελούν ζητήματα που συχνά τίθενται και αναλύονται και από τους ερευνητές που εξετάζουν τις κοινωνικο-χωρικές επιπτώσεις της παγκοσμιοποίησης σε διεθνές επίπεδο (Soja 2000). Μια τέτοια θεωρητική ανάλυση των εξωγενών κοινωνικών μεταβολών μπορεί εύκολα να συνδεθεί και με τις αλλοιώσεις ή προσθήκες στο αστικό τοπίο. Αντίθετα, η ανάλυση της ίδιας της εικόνας της πόλης αποτελεί ένα περισσότερο πρακτικό - ερευνητικό εργαλείο, καθώς έχει ως βασική αφετηρία την άμεση παρατήρηση του ίδιου του δομημένου περιβάλλοντος σε απόλυτο χρόνο και τόπο. Η διερεύνηση που επιχειρείται στη συνέχεια, προσπαθεί να συγκεράσει και τις δύο αυτές προσεγγίσεις. 2. Προϋπάρχουσες συνιστώσες της εικόνας του ελληνικού αστικού χώρου 2.1 Γενικά Η εικόνα του αστικού χώρου στην ελληνική πόλη του 20 ού αιώνα χαρακτηρίζεται από την κυριαρχία των σχημάτων, των όγκων, των μορφών και εν γένει του ιστού της μεταπολεμικής αστικοποίησης (1950 έως μέσα δεκαετίας 1980) (Εικ. 1 έως 4). Ειδικότερα ορισμένες κρίσιμες παράμετροι που καθόρισαν τη μεταπολεμική οικιστική ανάπτυξη συνοψίζονται στα εξής σημεία: Κυριαρχία της ατομικής ιδιοκτησίας, κατακερματισμός της αστικής γης και υψηλή κοινωνική και οικονομική βαρύτητα της επένδυσης στην ιδιωτική κατοικία. Επείγουσα ανάγκη για στέγαση του νέου αστικού πληθυσμού και αδυναμία οργανωμένης κρατικής παρέμβασης για το σκοπό αυτόν. Ενεργοποίηση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας για την αντιμετώπιση του παραπάνω προβλήματος, μέσω του θεσμού της «αντιπαροχής». Διοχέτευση σημαντικών κεφαλαίων στον κατασκευαστικό κλάδο και ανάδειξή του ως η σημαντικότερη οικονομική δραστηριότητα για τη μετά το 1950 περίοδο. Αν δεχτούμε ότι η έννοια «ελληνική πόλη» εκφράζει μια ιδεατή αντιπροσωπευτική περίπτωση ελληνικού αστικού ιστού, με όλα τα τυπικά χαρακτηριστικά του γνωρίσματα, τότε σίγουρα η Αθήνα είναι ένα πρωταρχικό μοντέλο ή σημείο αναφοράς, επειδή στις επιμέρους περιοχές της συναντώνται στη μεγαλύτερη ένταση όλες σχεδόν οι διεργασίες που αφορούν την πλειονότητα των ελληνικών πόλεων. Σ αυτό το 129

Εικ. 1 έως 4. Χαρακτηριστικές περιπτώσεις πολεοδομικών ιστών ελληνικών πόλεων που δέχτηκαν ισχυρές πιέσεις αστικοποίησης κατά τη μεταπολεμική περίοδο: Από αριστερά: Αθήνα (Κυψέλη). Θεσσαλονίκη. Ηράκλειο Κρήτης. Ιωάννινα. Σε όλες τις περιπτώσεις εύκολα διαπιστώνεται η μεγάλη πυκνότητα δόμησης και η σοβαρή έλλειψη ελεύθερων χώρων. (Πηγές: 1: Google Earth, 2, 3, 4: Οργανισμός Κτηματολογίου και Χαρτογραφήσεων Ελλάδος, Δ/νση αεροφωτογραφήσεων) 1 2 130 πνεύμα, σημαντικές επαρχιακές πόλεις, όπως η Πάτρα, το Ηράκλειο, τα Ιωάννινα, η Καβάλα, η Κοζάνη, η Ξάνθη, φαίνεται να επιβεβαιώνουν την ευρύτερη εμβέλεια και γενικότερη ισχύ των περιγραφών για τη μορφή του αθηναϊκού ιστού (Εικ. 1 έως 4). Η ανάγκη αναφοράς σε ειδικότερα στοιχεία που συγκροτούν την εικόνα του αστικού χώρου απαιτεί τον προσδιορισμό κάποιων βασικών παραμέτρων, οι οποίες μπορεί να σχετίζονται με την αιτία γένεσης των στοιχείων αυτών. Η δική μας εμπειρική και βιβλιογραφική διερεύνηση προκρίνει, για τις ανάγκες αυτής της εργασίας, τις παρακάτω τρεις βασικές παραμέτρους (άξονες διερεύνησης), καθεμία από τις οποίες συνδέεται με θεμελιώδη στοιχεία της μορφής ή της ταυτότητας της ελληνικής πόλης: Πολεοδομική εξέλιξη. Μορφές, όγκοι, διατάξεις και λοιπές ιδιαιτερότητες του οικοδ ομικού πλούτου, που προήλθαν από τον όποιο συνολικό πολεοδομικό σχεδιασμό, τη διαδικασία κανονιστικής ρύθμισης της δόμησης, καθώς επίσης και τη δυναμική της αστικής ανάπτυξης, που αναπτύχθηκε με βάση τους νόμους της αγοράς. Κοινωνική αλληλεπίδραση. Διαδικασίες «αυτενέργειας» κατά τη δόμηση ή άλλες διευθετήσεις στο κτισμένο περιβάλλον, ώστε να καλυφθούν ανάγκες και εμπόδια της καθημερινής ζωής και της κοινωνικο-οικονομικής πραγματικότητας. Φυσικό και ιστορικό τοπίο. Φυσικό ανάγλυφο του εδάφους, ακτές, ρέματα, δάση, αξιόλογα κτιριακά σύνολα, μνημεία, αρχαιολογικά ευρήματα κ.λπ. 2.2 Πολεοδομική εξέλιξη Η αστική δομή στη μεταπολεμική Ελλάδα κατευθύνθηκε από την ανεπάρκεια (αν όχι πλήρη απουσία), αλλά σε πολλές περιπτώσεις και από την αστοχία του επίσημου σχεδιασμού και των διαφόρων κανονιστικών ρυθμίσεων για τη δόμηση (πυκνότητες δόμησης, σχέση κτισμένου - αδόμητου χώρου κ.λπ.). Παράλληλα, σημαντικό ρόλο έπαιξαν οι τάσεις και πιέσεις που δημιούργησε η ιδιότυπη γαιοπρόσοδος και οι διαδικασίες της κατασκευής. Αυτοί οι παράγοντες επέδρασαν στο αστικό τοπίο εντείνοντας την αίσθηση της στενότητας, την αποδιάρθρωση των όγκων και μορφών (με παράλληλη κυριαρχία της μορφολογίας της «αστικής πολυκατοικίας») και την έλλειψη δημόσιου χώρου. Η στενότητα του δημόσιου χώρου (δρόμοι, ιδιωτικοί και δημόσιοι ανοιχτοί χώροι κ.λπ.) αποτελεί βασικό στοιχείο της «ελληνικής πόλης». Η έλλειψη επαρκούς ελεύθερου - αδόμητου χώρου (Εικ. 1 έως 4) προέκυψε, όπως είναι γνωστό, μέσα από την ταχεία και ασχεδίαστη επέκταση των ελληνικών πόλεων, υπό την πίεση της απαίτησης για μεγιστοποίηση της δομημένης επιφάνειας που αποδίδεται προς όφελος των ιδιοκτητών και των κατασκευαστών. Η μεγάλη αναλογία καλυμμένων επιφανειών, ως προς τον αδόμητο χώρο, προφανώς συνδέεται και με την απουσία ενός διορατικού σχεδιασμού, σε συνάρτηση με την ισχυρή θεσμική (συνταγματική) κατοχύρωση της ιδιοκτησίας και τις πολιτικο-οικονομικές εξαρτήσεις που καθόρισαν την αστικοποίηση στη μεταπολεμική ελληνική κοινωνία (Φιλιππίδης 1990). Στην πραγματικότητα, ο ελληνικός αστικός ιστός είναι ένα «μωσαϊκό» από αποσπασματικά υποσύνολα, διαμορφωμένα με αποκλειστικό γνώμονα την ικανοποίηση των οικοδομικών αναγκών και προθέσεων έκαστου ιδιοκτήτη

3 4 και όχι με κριτήριο την οργάνωση συνθηκών καλής ποιότητας ζωής για ένα ευρύτερο κοινωνικό σύνολο. Η συμβολή του σχεδιασμού, καθ όλη τη διάρκεια του 20 ού αιώνα, περιορίστηκε, στις περισσότερες περιπτώσεις, στη σταδιακή «ένταξη στο Σχέδιο Πόλης» διαφόρων περιοχών, και εντός αυτών κατά κανόνα, στη χάραξη απλώς και μόνο του καμβά της πόλης, δηλαδή των οικοδομικών τετραγώνων και των δρόμων (Σχ. 5), συχνότατα δε και με πλήρη αδιαφορία απέναντι στα δεδομένα του φυσικού χώρου των συγκεκριμένων περιοχών (π.χ. κλίσεις εδάφους, χείμαρροι, δασικές εκτάσεις κ.λπ.) (Αραβαντινός 1998, κεφ. 9). Η υψηλή κατάτμηση της αστικής γης είναι, επίσης, αποτέλεσμα της τάσης για μεγιστοποίηση της γαιοπροσόδου (Μαντουβάλου 1995, 1996) και της κυριαρχίας της ιδιόκτητης κατοικίας ως ισχυρού κοινωνικού προτύπου, συχνά συνυφασμένου και με τη χωρικότητα των οικογενειακών δεσμών και σχέσεων. Για παράδειγμα, σε αρκετές ακραίες περιπτώσεις το εμβαδόν των οικοπέδων κυμαίνεται περί τα 200 τ.μ. ή και λιγότερο, όμως και τα μεγέθη των οικοδομικών τετραγώνων μετά βίας φτάνουν σε ορισμένες περιοχές κατά μέσο όρο τα 70x70 μ. ή ακόμη και τα 50x50 μ., ενώ παράλληλα έχουν επιμήκη, οξυγώνια ή άλλα δυσμενή για μια ποιοτική οικοδομική ανάπτυξη σχήματα. Έτσι, με κάλυψη 60 ή 70% εξαλείφεται στις πιο πολλές περιπτώσεις η δυνατότητα συγκρότησης ενός λειτουργικού ακάλυπτου χώρου. Το μεγαλύτερο μέρος της οικοδομικής μάζας έχει στην ουσία αναπτυχθεί σε μια σύντομη χρονική περίοδο, περίπου 30 ετών. Η διαδικασία της αντιπαροχής αποτελεί το βασικό μηχανισμό δόμησης του καμβά που περιγράφεται πιο πάνω. Η διαδικασία διανομής των διαμερισμάτων μέσα από την αντιπαροχή, μεταξύ εργολάβου και ιδιοκτήτη και η ανάγκη για απόδοση των συμφωνηθέντων «τετραγωνικών» μέσα από τεχνάσματα που ανέτρεπαν τις επιδιώξεις των εκάστοτε ΓΟΚ ήταν (και παραμένει) τόσο ισχυρή, Σχ. 5. Το ιστορικό της επέκτασης του Σχεδίου Πόλης της Αθήνας μέχρι το 1970. (Πηγή: Υπουργείο Δημοσίων Έργων, 1965) 131

Εικ. 6. Χαρακτηριστική όψη περιοχής ελληνικής αστικής πολυκατοικίας (εδώ από το κέντρο της Αθήνας). Τυπικά γνωρίσματα αποτελούν μεταξύ άλλων οι εσοχές στους τελευταίους ορόφους (ρετιρέ), τα στενά μπαλκόνια, οι τέντες (για ηλιοπροστασία, αλλά και για εξασφάλιση ιδιωτικότητας), τα αδιαμόρφωτα και μη χρησιμοποιούμενα δώματα, οι τυφλές μεσοτοιχίες και τέλος η σχεδόν πλήρης έλλειψη χρώματος. (Φωτ.: Ερμής Κασάπης) 132 που εκτοπίζει κάθε αρχιτεκτονική, συνθετική πρόθεση σε επίπεδο μορφολογικό και ογκοπλαστικό. Ως κυρίαρχος κτιριακός τύπος προέκυψε η «μεταπολεμική πολυκατοικία», που κατά τους Rowe και Sarkis 1 (1997) ορίζεται ως ένα «κτίριο διαμερισμάτων με ποικιλία χρήσεων πέρα από την κατοικία 2», ενώ ενίοτε αποτελεί «συλλογική κατοικία διευρυμένων οικογενειών». Η «μεταπολεμική πολυκατοικία» υλοποιείται συνήθως σε πενταώροφα ή εξαώροφα κτίσματα, τοποθετημένα σε συνεχή αστικό ιστό. Χαρακτηριστικές μορφολογι- 1 Πολλές φορές η ματιά του ξένου μελετητή, που αντιμετωπίζει την ελληνική πόλη σαν κάτι καινούργιο, μπορεί να δώσει πιο ξεκάθαρες προσεγγίσεις, τουλάχιστον όσον αφορά το «φαίνεσθαι». 2 που κυρίως την υποστηρίζουν. κές ιδιαιτερότητες αποτελούν οι εσοχές στους πάνω ορόφους και τα στενά μπαλκόνια που διαπερνούν το σύνολο της πρόσοψης (Εικ. 6). Η εικόνα μιας σειράς από μεταπολεμικές πολυκατοικίες χαρακτηρίζεται από αποσπασματικότητα, ισοπεδωτική ομοιογένεια, αλλά ταυτόχρονα και από την απώλεια μιας αίσθησης ενότητας, έξω από τα γνωστά μας ευρωπαϊκά πρότυπα αισθητικής αρτιότητας (Rowe, Sarkis 1997). Παρ όλα αυτά, θα μπορούσε όμως επίσης να υποστηριχθεί πως η άμορφη και άτονη πολυκατοικία στην Αθήνα (αλλά και σε άλλες ελληνικές πόλεις) συγκροτεί παράλληλα και ένα ουδέτερο φόντο, πάνω στο οποίο θα είχαν τη δυνατότητα, με βάση έναν εύστοχο σχεδιασμό, να αναδειχθούν ευκολότερα τα τοπόσημα ή άλλα χαρακτηριστικά στοιχεία της ταυτότητας της πόλης (Παπαγεωργίου - Βενετάς 2003).

Βασικό αισθητικό πρόβλημα του μεταπολεμικού ιστού αποτελεί επιπλέον και η αποδιάρθρωση των κλιμάκων στην ελληνική πόλη. Οι γειτονιές και οι συνοικίες δεν έχουν ορατά όρια ή στοιχεία ταυτότητας και διαφοροποίησης, με αποτέλεσμα τα πολεοδομικά συγκροτήματα να χαρακτηρίζονται από αναρχία στη δομή τους και έλλειψη ιεράρχησης, τόσο σε αισθητικό όσο και σε λειτουργικό επίπεδο. Η έννοια της γειτονιάς, ως στοιχείο σύνδεσης του κατοίκου με το χώρο, είναι εξαιρετικά αδύνατη, κυρίως λόγω αυτής της ελλιπούς δυνατότητας άρθρωσης ή συναρμογής των πολυκατοικιών με τον άμεσό τους περίγυρο, το δρόμο ή το δημόσιο χώρο. Επιπλέον, η διαδικασία της εκ νέου «ανοικοδόμησης» μιας ήδη δομημένης περιοχής αφαίρεσε από την πόλη μεγάλα τμήματα προπολεμικών συνοικιών που είχαν να επιδείξουν θετικά στοιχεία. Η ελληνική πόλη έχασε επομένως, σταδιακά, στοιχεία του χαρακτήρα της, που τη συνέδεαν με την ιστορία της. Για παράδειγμα, οι περισσότερες συνοικίες της μεταπολεμικής Αθήνας αποτελούν πλέον ένα «μωσαϊκό» κτιρίων, με δείγματα από κάθε δεκαετία, ενώ στα «αστικά κενά» εξακολουθούν να ανοικοδομούνται νέες κατασκευές, μέχρι και σήμερα. Όμως διαπιστώνεται σε ορισμένες περιπτώσεις και η αντίθετη τάση, δηλαδή οικόπεδα να παραμένουν αδόμητα για μεγάλο διάστημα, έξω από κάθε λογική εκμετάλλευσης και οικονομικής αποδοτικότητας (λόγω ιδιοκτησιακών, θεσμικών και λοιπών προβλημάτων), χωρίς να υπάρχει η δυνατότητα ούτε αξιοποίησής τους ως ελεύθερων χώρων, χρήσιμων για την πόλη, αλλά ούτε και αποτροπής της σταδιακής μετατροπής τους σε εστίες ρύπανσης και ασχήμιας. Τέλος, η έλλειψη εκτεταμένων ή και μικρών δημόσιων χώρων εντείνει την αίσθηση της στενότητας και συμβάλλει στην ατελή άρθρωση μεταξύ των επιμέρους συστατικών του αστικού ιστού. Είναι δε βέβαιο ότι εάν υπήρχαν τέτοιοι χώροι σε ικανοποιητική αναλογία, θα μπορούσαν να αποτελέσουν συνδετικό στοιχείο των επιμέρους τμημάτων της πόλης, αλλά και σημαντικό στοιχείο ταυτότητας του αστικού χώρου. Αντίθετα, στη σημερινή ελληνική πραγματικότητα τα 2/3 των κατοίκων διαμένουν σε περιοχές, στις οποίες ο δημόσιος χώρος καλύπτει το πολύ 2% της συνολικής του επιφάνειας (Λαλένης 2004). Αλλά ακόμη και οι υπάρχοντες δημόσιοι χώροι δεν αξιοποιήθηκαν μέχρι τώρα επαρκώς ως ένα ποιοτικό πολεοδομικό στοιχείο, αφού είναι γνωστό ότι παρέμεναν για χρόνια έξω από τις προτεραιότητες της δημόσιας παρέμβασης. 2.3 Κοινωνική αλληλεπίδραση Η εικόνα της μεταπολεμικής αστικοποίησης συνδέεται, μεταξύ άλλων, και με δύο χαρακτηριστικούς τύπους σημαντικών παρεμβάσεων, που προκλήθηκαν από την «αυτενέργεια» ορισμένων κοινωνικών ομάδων. Η πρώτη εκφράζεται στη μορφή της αυθαίρετης δόμησης, που στις αστικές περιοχές εκδηλώνεται συχνά με την προσθήκη ή αλλοίωση του οικοδομικού όγκου, ενώ η δεύτερη συνδέεται με την εικόνα του ημιτελούς κτιρίου ή οικοδομικού τετραγώνου. Φυσικά, η κατάταξη αυτή δεν παραγνωρίζει και τη σημαντική κοινωνική δυναμική που χαρακτηρίζει τα στοιχεία της πολεοδομικής εξέλιξης που περιγράφηκαν παραπάνω. Για παράδειγμα, έχει διαπιστωθεί ότι η στενότητα του χώρου και η μέγιστη εκμετάλλευση της δυνατότητας δόμησης ήταν εντονότερες σε περιοχές χαμηλών εισοδηματικών στρωμάτων. Γνωστοί είναι επίσης και οι μετασχηματισμοί που υπέστησαν παραδοσιακές περιοχές κατοικίας με πληθώρα νεοκλασικών κτιρίων (όπως π.χ. τα Εξάρχεια και η Κυψέλη), όταν μετά το 1955, με την αύξηση του Συντελεστή Δόμησης, υπήρξε όχι μόνο ραγδαία αντικατάσταση του οικοδομικού όγκου, αλλοίωση της εικόνας του αστικού τοπίου και υποβάθμιση της ποιότητας του πολεοδομικού περιβάλλοντος, αλλά τελικά και σημαντική αλλοίωση της κοινωνικής σύνθεσης του πληθυσμού (με μετακίνηση των μεσαίων και υψηλών στρωμάτων προς άλλες περιοχές του Λεκανοπεδίου). Όμως οι αλλοιώσεις αυτές προέρχονται από διαδικασίες σύμφωνες με το εκάστοτε ισχύον θεσμικό πλαίσιο. Το αντίθετο συμβαίνει όσον αφορά τις αυθαίρετες δράσεις στον αστικό χώρο. Σχεδόν όλοι οι μελετητές της ελληνικής αστικοποίησης αποδίδουν την αυθαιρεσία και αυτενέργεια στον αστικό ιστό στην αδυναμία της κρατικής παρέμβασης, τόσο σε επίπεδο κάλυψης των αναγκών στέγασης όσο και σε επίπεδο ελέγχου της αστικής μορφής (Φιλιππίδης 1990, Μαντουβάλου 1996, Ioannou κ.ά. 2004 κ.ά). Έτσι παρατηρήθηκαν και παρατηρούνται φαινόμενα καταπατήσεων και αυθαίρετης δόμησης σε δημόσια ή και σε ιδιωτική γη, εντός ή εκτός σχεδίου, καθώς επίσης και σε ρέματα και δασικές εκτάσεις. Αλλά και μικρές ή μεγαλύτερες αποκλίσεις από τους κτιριοδομικούς κανονισμούς και τις πολεοδομικές διατάξεις, όπως μεταξύ άλλων οι προσθήκες ορόφων ή ο κάθε μορφής επιπλέον δομημένος όγκος, το κλείσιμο των ημιϋπαιθρίων χώρων, η κάλυψη των υποχρεωτικών ακάλυπτων χώρων με διαφόρων ειδών κτίσματα κ.λπ., εντάσσονται επίσης στην κατηγορία των αυθαίρετων δράσεων με σημαντικές επιπτώσεις στον αστικό χώρο και στη μορφή του. Σήμερα πλέον, η επέκταση των αυθαίρετων περιοχών πρώτης κατοικίας, στα όρια των πολεοδομικών συγκροτημάτων, από εσωτερικούς μετανάστες, έχει περιοριστεί σε σημαντικό βαθμό σε σχέση με το παρελθόν, 133

Εικ. 7, 8. Τυπικές περιπτώσεις περιοχών αυθαιρέτων, οι οποίες, εντασσόμενες στο Σχέδιο Πόλης, διαμορφώνουν σταδιακά τον «σύγχρονο» αστικό ιστό. Από αριστερά: Κερατέα Αττικής. Ηράκλειο Κρήτης (νότια περιοχή). (Πηγές: 7: Google Earth, 8: Οργανισμός Κτηματολογίου και Χαρτογραφήσεων Ελλάδος, Δ/νση αεροφωτογραφήσεων) 134 7 8 όμως οι διαμορφωμένες ήδη περιοχές πρώην αυθαιρέτων εξακολουθούν να χαρακτηρίζουν μεγάλα τμήματα του αστικού τοπίου των ελληνικών πόλεων (Εικ. 7, 8). Οι περιοχές αυτές σταδιακά απόκτησαν, βέβαια, ορισμένα βασικά δίκτυα υποδομής και εντάχθηκαν στο Σχέδιο Πόλης μετά από διάφορες πιέσεις. Η νομιμοποίησή τους όμως και ο εκ των υστέρων σχεδιασμός, παρά το ότι επιχείρησε να τους παράσχει ένα ελάχιστο επίπεδο υποδομών, συνδέθηκε με υψηλούς Συντελεστές Δόμησης, καθώς επίσης και με έλλειψη δημόσιου χώρου και κοινωνικών υποδομών, με αποτέλεσμα τη σταδιακή εμφάνιση καινούργιων πολυκατοικιών πάνω σε ακανόνιστους, αδιάρθρωτους και ήδη, από πολεοδομική άποψη, εξαιρετικά προβληματικούς ιστούς. Η εντύπωση της «χειροποίητης πόλης» είναι πολύ έντονη σε αυτές τις περιοχές που συγκεντρώνουν όλες τις παραμέτρους μιας άναρχης και ασύνδετης παράθεσης όγκων και μορφών, αφού ήδη από τη φάση γένεσης αυτού του ιστού δεν προβλέφθηκε καμιά οργανωτική αρχή, αφήνοντας τα πάντα στην τύχη. Ορισμένες από τις αυθαιρεσίες στο αστικό τοπίο δεν συνδέονται βέβαια μόνο με την έλλειψη σεβασμού προς τους νόμους και τους θεσμούς, αλλά και με την ουσιαστική αποτυχία των θεσμοθετημένων διαδικασιών να αντιληφθούν το σύγχρονο κοινωνικο-οικονομικό γίγνεσθαι. Για παράδειγμα, η προσωρινή ή και μόνιμη εγκατάλειψη πλήθους κατασκευών, λόγω έλλειψης χρηματοδότησης ή λόγω ανικανότητας ικανοποίησης ορισμένων απαιτήσεων των εκάστοτε ΓΟΚ, υπήρξε μια συνήθης πρακτική που χαρακτηρίζει σημαντικά τμήματα της ελληνικής πόλης. Η διάχυση ημιτελών κατασκευών, των «αιώνιων γιαπιών», αποτέλεσε για μεγάλο διάστημα μια ελληνική ιδιαιτερότητα στις παραμέτρους του αστικού τοπίου. Η αίσθηση του «ημιτελούς» αναπαράγεται όμως και από την ίδια την επίσημη και νόμιμη διαδικασία οικιστικής ανάπτυξης των διαφόρων περιοχών, η οποία βασίζεται σχεδόν αποκλειστικά στη βούληση του μικροϊδιοκτήτη της γης. Καθώς οι περισσότερες περιοχές που αναπτύχθηκαν προ του 1990, κτίστηκαν με βάση το συνεχές οικοδομικό σύστημα, με τους κτιριακούς όγκους να αναπτύσσονται σε επαφή μεταξύ τους, προέκυπτε ως κυρίαρχο μορφολογικό στοιχείο η τυφλή μεσοτοιχία. Τυφλές μεσοτοιχίες των πέντε, έξι ή και επτά ορόφων μπορούν να περιμένουν για δεκαετίες μέχρι να κτιστεί το γειτονικό οικόπεδο και να καλυφθούν. Επίσης αλλαγές και μεταβολές στα επιτρεπόμενα ύψη ή και επιλογές του αρχιτέκτονα μπορούν να μονιμοποιήσουν την οπτική παρουσία μέρους ή ολόκληρων των τυφλών μεσοτοιχιών. Η έκταση και η θέση των τυφλών μεσοτοιχιών σε προοπτικές δρόμων ή άλλες θέες του αστικού τοπίου καθιερώνει επομένως μια αίσθηση «ημιτελούς» στον πολεοδομικό ιστό των ελληνικών πόλεων, υποδηλώνοντας παράλληλα και μια εξέλιξη κοινωνικο-οικονομικών διεργασιών (Εικ. 9, 10). 2.4 Φυσικό τοπίο Πέρα από τα χαρακτηριστικά που συνδέονται με τις ανθρωπογενείς δράσεις και παρουσιάστηκαν μέχρι τώρα, η ελληνική πόλη διαθέτει και στοιχεία που δρουν θετικά στην ποιότητα του αστικού τοπίου, αφήνοντας επιπλέον και μελλοντικές δυνατότητες περαιτέρω συνολικής βελτίωσης της εικόνας της. Μπορούμε, για παράδειγμα, να ισχυριστούμε ότι το χαρακτηριστικό για κάθε περιοχή αστικό και περιαστικό φυσικό τοπίο συνιστά ισχυρότατο και αναντικατάστατο στοιχείο ταυτότητας για την ελληνική πόλη, σφραγίζοντας με αυτό τον τρόπο και τη μορφή της.

11 12 9 10 Ειδικότερα, το φυσικό ανάγλυφο των ελληνικών πόλεων εμφανίζει κατά κανόνα μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα πολυμορφία, ενώ εξασφαλίζει σημαντικές αρετές που αφορούν την ανθρώπινη κλίμακα των αστικών σχηματισμών και την εναλλαγή εικόνων και εντυπώσεων. Η ανάπτυξη των οικισμών συνδέθηκε πολύ συχνά, για μια σειρά από γεωπολιτικούς και άλλους λόγους, με την αποφυγή του απόλυτα επίπεδου εδάφους και την αναζήτηση θέσεων με έντονο ανάγλυφο. Σήμερα πια (αν και στις περισσότερες των περιπτώσεων, οι ελληνικές πόλεις έχουν επεκταθεί πολύ πέρα από τους αρχικούς πυρήνες τους, επικαλύπτοντας και αλλοιώνοντας σημαντικά ορεινούς όγκους, ρέματα και λοιπές πτυχώσεις του εδάφους, χωρίς παράλληλα ο πολεοδομικός σχεδιασμός να μοιάζει ικανός να λάβει ουσιαστικά υπόψη του το φυσικό υπόβαθρο ούτε και ο κτιριακός πλούτος να μπορεί να επαινεθεί για την ιδιαίτερη αισθητική του ποιότητα), το ελληνικό αστικό τοπίο συχνά διατηρεί ενδιαφέρουσες πανοραμικές απόψεις ως ενότητες σε συνάρτηση με λόφους, λίμνες ή δάση του περιβάλλοντος χώρου (Εικ. 11). Φυσικά, η ποιότητα του περιβάλλοντος φυσικού τοπίου των ελληνικών πόλεων δεν συνδέεται μόνο με το χερσαίο τοπίο, αλλά σε πολύ σημαντικό βαθμό και με το θαλάσσιο, μιας και η Ελλάδα αποτελεί, ούτως ή άλλως, μια χώρα με πολύ μεγάλο, συγκριτικά με την επιφάνειά της, μήκος ακτών. Οι περισσότερες ελληνικές πόλεις, αλλά και πολλοί από τους μικρότερους οικισμούς εντάσσουν επομένως στην προοπτική των δρόμων τους όψεις από τα θαλάσσια μέτωπά τους ή και την ίδια τη θάλασσα (Εικ. 12). Όμως η παρέμβαση του σχεδιασμού για την προστασία ή την ένταξη αυτών των φυσικών στοιχείων στον αστικό ιστό υπήρξε μέχρι τώρα πολύ περιορισμένη, ενώ σήμερα πλέον διαπιστώνονται σημαντικά προβλήματα στις δυνατότητες ανάπτυξης ενός πολεοδομικού «διαλόγου» μεταξύ πόλης και θάλασσας ή τουλάχιστον μιας σχέσης μεταξύ τους σύνδεσης (αισθητικής αλλά και λειτουργικής). Χαρακτηριστική (αλλά και ενδεικτική μιας γενικότερης κατάστασης στον ελλαδικό χώρο) είναι η περίπτωση της ίδιας της Αθήνας και του θαλάσσιου μετώπου της. Είναι γνωστό ότι η πόλη αυτή, αν και είχε τη δυνατότητα διεξόδου σε δύο θαλάσσια μέτωπα (προς το Σαρωνικό κόλπο στα Εικ. 9, 10. Η εικόνα του «ημιτελούς» στον σύγχρονο αστικό ιστό της ελληνικής πόλης. Άνω αριστερά: Ηράκλειο Κρήτης. Σύνηθες παράδειγμα τυφλών μεσοτοιχιών. (Φωτ.: Ε. Νηστικάκη) Άνω δεξιά: Καβάλα. Χαρακτηριστική περίπτωση «αιώνιου γιαπιού». (Φωτ.: Κ. Σερράος) Εικ. 11, 12. Τα ενδιαφέροντα φυσικά στοιχεία των ελληνικών πόλεων και οικισμών συμβάλλουν θετικά στην πολεοδομική και αισθητική ποιότητα του οικιστικού περιβάλλοντος. Επάνω: Καβάλα. Η πόλη προσφέρει φυγές, τόσο προς το βουνό όσο και προς το παράκτιο μέτωπο. Κάτω: Χώρα Άνδρου. Ο οικισμός αναπτύσσεται σε επαφή με τη θάλασσα, αλλά και σε έντονη οπτική σύνδεση με τους γύρω λόφους. (Φωτ.: Κ. Σερράος) 135

Εικ. 13. Παραλιακό μέτωπο Αλίμου (Αττική). Η παραλιακή λεωφόρος αποτελεί σημαντικό φραγμό στην ελεύθερη και ασφαλή πρόσβαση των κατοίκων της περιοχής προς την παραλία. Η παράλληλη με την ακτή κίνηση πεζών και ποδηλάτων επίσης δεν είναι δυνατή για μεγάλο μήκος. (Πηγή: Δήμος Αλίμου) Σχ. 14. Το μεγαλύτερο μέρος της παράκτιας ζώνης καταλαμβάνεται από υπερτοπικές και ελεγχόμενες δραστηριότητες (μαρίνα, οργανωμένη ακτή κολύμβησης, αθλητικές εγκαταστάσεις κ.λπ.). (Πηγή: ΟΡΣΑ 2002) 136 13 14 νοτιοδυτικά και προς τον Ευβοϊκό κόλπο στα ανατολικά), αναπτύχθηκε αρχικά στο εσωτερικό του Λεκανοπεδίου, υποβαθμίζοντας με αυτό τον τρόπο τη γειτνίασή της με τη θάλασσα (πρβλ. και Κανδύλης 1985). Στη μετέπειτα πορεία της και κυρίως από τα μέσα του 20 ού αιώνα και μετά, η διαδικασία της πολεοδομικής της εξέλιξης έδωσε έμφαση περισσότερο σε παραμέτρους, όπως η άμεση κάλυψη στεγαστικών αναγκών, η στήριξη της παραγωγικής δομής, η εξασφάλιση δικτύων και υποδομών για την κυκλοφορία, και λιγότερο σε ζητήματα συνολικού σχεδιασμού και διαχείρισης φυσικών πόρων και ευαίσθητων περιοχών. Έτσι, δυστυχώς και οι δύο παράκτιες ζώνες της αφέθηκαν, η μεν ανατολική (του Ευβοϊκού κόλπου) για άναρχη ανάπτυξη παραθεριστικής κατοικίας, η δε νοτιοδυτική (του Σαρωνικού κόλπου) για οικιστική χρήση και για όσες λειτουργίες, λόγω γενικότερου οικοδομικού κορεσμού, δεν χωρούσαν πουθενά αλλού στο Λεκανοπέδιο (μαρίνες, αεροδρόμιο, αθλητικές εγκαταστάσεις, νυχτερινή διασκέδαση, απόθεση μπαζών κ.λπ.). Η σημερινή εικόνα των παραλιακών αυτών ζωνών (και ειδικότερα αυτής του Σαρωνικού) χαρακτηρίζεται πλέον από την έντονη παρέμβαση του ανθρώπου στο φυσικό χώρο της ακτής, κυρίως μέσω της αλλοίωσης της μορφολογίας της, αλλά και της έντονης τάσης για δέσμευση αυτού του χώρου και μάλιστα από λειτουργίες, που είτε είναι απαραίτητες για την τοπική κοινωνία, και για τις οποίες δεν διατίθενται άλλες κατάλληλες θέσεις στον αστικό ιστό, είτε είναι ξένες προς την περιοχή και έχουν έντονο υπερτοπικό χαρακτήρα (Εικ. 13 και Σχ. 14). Με αφορμή την παραπάνω περίπτωση και γενικεύοντας τις σχετικές διαπιστώσεις, θα εντοπίζαμε στις παράκτιες ζώνες πολλών ελληνικών πόλεων μεταξύ άλλων και τα παρακάτω προβλήματα, με επιπτώσεις τόσο στη λειτουργία όσο και στη μορφή του αστικού χώρου: α) Αδυναμία ανεμπόδιστων και ασφαλών εγκάρσιων κινήσεων πεζών από την αστική περιοχή προς το θαλάσσιο μέτωπο, λόγω ύπαρξης, συνήθως, παραλιακών δρόμων, οι οποίοι έχοντας σημαντικούς κυκλοφοριακούς φόρτους λειτουργούν πλέον ως αδιαπέραστα φράγματα, β) αδυναμία κίνησης πεζών και ποδηλάτων κατά μήκος της παραλιακής ζώνης, λόγω ύπαρξης, συχνά, μόνιμων κατασκευών και λοιπών εγκαταστάσεων, που επίσης δρουν ως εμπόδια, γ) διαρκής μείωση του ελεύθερου χώρου των παραλιακών ζωνών, λόγω υλοποίησης νέων υποδομών (κυκλοφοριακά έργα, αθλητικές εγκαταστάσεις κ.λπ.), δ) μετατροπή των παράκτιων ζωνών σε υποδοχείς ειδικών, συχνά δε και υπερτοπικών χρήσεων που δημιουργούν οχλήσεις, αλλά παράλληλα υποβαθμίζουν και το φυσικό χώρο, ε) υποβάθμιση της ουσιαστικότερης λειτουργίας της παράκτιας ζώνης, που συνδέεται αναμφισβήτητα με την ίδια τη θάλασσα (μπάνιο, ηλιοθεραπεία κ.λπ.), λόγω αντιαισθητικών διαμορφώσεων, αλλά και περιορισμού της δυνατότητας ανεμπόδιστης πρόσβασης και χρήσης της. Σήμερα πλέον αποτελεί συνείδηση όλων ότι οι πόλεις θα πρέπει να ξανακερδίσουν τα θαλάσσια μέτωπά τους (πρβλ. μεταξύ άλλων: ΕΜΠ, Εργαστήριο αστικού περιβάλλοντος 1994, Ευαγγελίδου 2001, Μαυρίδου 1998, ΟΡΣΑ 2002), όμως η κατάσταση είναι στην πλειονότητα των περιπτώσεων ήδη αρνητικά διαμορφωμένη και μάλιστα συχνά με μη αναστρέψιμο τρόπο. Ο σχεδιασμός για τις παράκτιες ζώνες δεν είναι επομένως πλέον μια εύκολη υπόθεση, αποτελεί όμως μια μεγάλη πρόκληση που μπορεί, σε συνδυασμό και με δράσεις που θα διευκολύνουν μια ουσιαστικότερη συμμετοχή των πολιτών, 3 να συμβάλει αποφασιστικά στη βελτίωση της ποιότητας ζωής και στην αναβάθμιση της εικόνας του αστικού περιβάλλοντος, δίνοντας έμφαση: α) στην επανεξέταση και ενδεχομένως τροποποίηση/ αναθεώρηση υφιστάμενων θεσμικών ρυθμίσεων, 4 3 Παραδείγματα επιτυχημένης εφαρμογής παρεμβάσεων αναμόρφωσης αστικών παράκτιων ζωνών (π.χ. Βαρκελώνη) διδάσκουν ότι η αναγέννησή τους οφείλεται κυρίως στην επιτυχημένη συμμετοχή πολιτικών και κοινωνικών παραγόντων, στο συντονισμό με δράσεις άλλων φορέων (τοπικής αυτοδιοίκησης, κεντρικής διοίκησης, κλαδικών φορέων κ.λπ.), όπως επίσης και στο συνυπολογισμό σημαντικών παρεμβάσεων σε γειτονικές περιοχές, ενώ εξαρτάται λιγότερο από την ύπαρξη π.χ. μεμονωμένων λαμπρών αρχιτεκτονημάτων ή χρήσεων με μεγάλη ακτινοβολία. 4 Με τον παραπάνω προβληματισμό συνδέεται και μια

15 16 β) στην αποκατάσταση των κατά μήκος συνδέσεων (πεζή ή με ποδήλατο) 5 και γ) στην εξασφάλιση σειρά ερωτημάτων όσον αφορά τον βασικό προορισμό των παράκτιων ζωνών. Σε ποιες ομάδες χρηστών απευθύνονται και πώς κατανέμεται μεταξύ τους το «δικαίωμα χρήσης» τους; Είναι γνωστό ότι οι οικονομικού ενδιαφέροντος δραστηριότητες, αν αφεθούν να λειτουργήσουν κάτω από τους νόμους της αγοράς, είναι περισσότερο «επιθετικές» και καταφέρνουν να υπερισχύσουν σταδιακά έναντι άλλων ηπιότερων δραστηριοτήτων. Αλλά και ανάμεσα στον τοπικό ή υπερτοπικό χαρακτήρα των παράκτιων ζωνών τίθενται ανάλογα διλήμματα: Σε ποιο βαθμό οι δημότες / κάτοικοι μιας περιοχής «δικαιούνται» να θεωρούν την παραλία «δική τους» και σε ποιο βαθμό αυτή προορίζεται για χρήση και εξυπηρέτηση και υπερτοπικών αναγκών; Πώς ρυθμίζεται, τέλος, η κατανομή των επιβαρύνσεων που προκύπτουν από τη χρήση της παράκτιας ζώνης μεταξύ των συμμετεχόντων σ αυτήν τη χρήση; Είναι φανερό ότι για την επιτυχή υλοποίηση μιας πολιτικής αξιοποίησης και χρήσης μιας παράκτιας ζώνης θα πρέπει να εξασφαλιστεί, ανάλογα με το βαθμό της υπερτοπικής - τοπικής εμβέλειάς της, και η αντίστοιχη κατανομή των σχετικών οικονομικών βαρών, μεταξύ π.χ. κεντρικής διοίκησης και αντίστοιχου Δήμου. 5 Παρ όλες τις επιβαρύνσεις των αστικών παραλιακών ζωνών και την αναμφισβήτητη υποβάθμιση των φυσικών χαρακτηριστικών τους, αυτές συχνά διακρίνονται ακόμη για την υψηλή οικολογική και αισθητική ποιότητά τους. Θα μπορούσε επομένως, και θα άξιζε τον κόπο, με προώθηση εύστοχων σχεδιασμών και θαρραλέας διαχείρισης να επιχειρηθεί η διαμόρφωση, π.χ. (διαδημοτικών) γραμμικών εγκάρσιων συνδέσεων μεταξύ παραλιακών ζωνών και αστικών περιοχών. 2.5 Ιστορικό τοπίο Τα ιστορικά σύνολα και τα αρχαιολογικά ευρήματα διασκορπίζονται σε μεγάλα τμήματα δομημένων περιοχών, ενώ σε αρκετές περιπτώσεις ο ιστός της κλασικής ή της ελληνιστικής περιόδου συμπίπτει με τις σύγχρονες χαράξεις. Στο πλαίσιο της συζήτησης για την «εικόνα του αστικού τοπίου» έρχονται επομένως στο νου μας κατά κανόνα εικόνες από τοπόσημα, δημόσια κτίρια και κτιριακά σύνολα, που συνδέονται κυρίως με τα ιστορικά κέντρα (Spengelin κ.ά. 1977). Για παράδειγμα, η εικόνα της Αθήνας είναι συνυφασμένη με την ύπαρξη της Ακρόπολης και της Πλάκας, η πολεοδομική ταυτότητα πόλεων, όπως το Ηράκλειο, τα Χανιά και η Κέρκυρα, συνδέεται με τα απομεινάρια της ενετικής εποχής (λιμάνι, φρούριο, φάρος, νεώρια κ.λπ.), γύρω από την παλιά πόλη, ενώ τέλος ιδιαίτερο χαρακτήρα σε πολλές από τις μακεδονικές πόλεις (π.χ. Καστοριά, Κοζάνη, Σιάτιστα) προσδίδουν τα οικιστικά σύνολα των «αρχοντικών», στους πυρήνες κι αυτά των παλιών πόλεων (ΕΜΠ, Εργαστήριο Πολεοδομικής Σύνθεσης 2000) (Εικ. 15, 16). Αλλά και πέρα από την Ελλάδα, είναι γνωστό ότι η «αισθητική» πόλεων, για πάρκων αναψυχής, με ιδιαίτερη έμφαση σε υπαίθριες δραστηριότητες, στην κοινωνική επαφή, στην αναψυχή, στο κολύμπι, στη δημιουργία ασφαλών και ευχάριστων διαδρομών πεζών και ποδηλάτων, στην επαφή με τη φύση και τη θάλασσα και στην περιβαλλοντική ευαισθητοποίηση των πολιτών. Τα παραπάνω θα συνέβαλαν ουσιαστικά και στη ριζική αναβάθμιση της μορφής του αστικού τοπίου. Εικ. 15, 16. Η ύπαρξη σημαντικών ιστορικών μνημείων στον αστικό ιστό σφραγίζει την εικόνα της πόλης. Αριστερά: Το παλιό υδραγωγείο της Καβάλας. (Φωτ.: Κ. Σερράος) Δεξιά: Το ανάκτορο του Βαλερίου στην πλατεία Ναυαρίνου στη Θεσσαλονίκη. 137

138 παράδειγμα της κεντρικής Ευρώπης, καθορίζεται σε σημαντικό βαθμό από την ύπαρξη των, κατά κανόνα προσεκτικά αναπλασμένων, μεσαιωνικών τους κέντρων. Τα ιστορικά κέντρα των πόλεων διαθέτουν επομένως στοιχεία με έντονη «αισθητική δράση», που σφραγίζουν την εικόνα του αστικού ιστού, προσδίδοντάς του παράλληλα σε σημαντικό βαθμό και αισθητική - πολεοδομική αξία. Όμως θα πρέπει εδώ να παρατηρήσουμε ότι η πόλη και οι δραστηριότητές της επεκτείνονται πλέον πολύ έξω από τα ιστορικά κέντρα, σε τμήματα δηλαδή του σύγχρονου αστικού ιστού, ο οποίος βρίσκεται κατά κανόνα σε σύγκρουση με έννοιες όπως ιστορικό και πολιτιστικό περιβάλλον. Η συζήτηση περί «μορφής των πόλεων» δεν μπορεί επομένως να περιορίζεται στην αξία των ιστορικών κέντρων και μόνο, αλλά θα πρέπει να αναζητά και να απαιτεί συνδέσεις και επαφές (οπτικές, λειτουργικές, συμβολικές κ.λπ.) των ιστορικών κέντρων και μνημείων με τις νεότερες, σύγχρονες περιοχές της πόλης. Τέτοιες περιοχές, με κομβική σημασία για τη μορφή του αστικού χώρου είναι, για παράδειγμα, οι γύρω από το κέντρο πυκνοδομημένες ζώνες κατοικίας, τα λίγο περισσότερο απομακρυσμένα «προάστια» στον περιαστικό χώρο, καθώς επίσης και οι οδικές (ή γενικότερα κυκλοφοριακές) είσοδοι των πόλεων (ΕΜΠ, Σπουδαστήριο Πολεοδομικών Ερευνών 2000). Αυτές οι περιοχές, στη σημερινή τους μορφή, στερούνται παρελθόντος και ταυτότητας, αλλά και στοιχείων που αντιληπτικά να τις εντάσσουν και να τις συνδέουν με τα παλαιότερα ιστορικά και λοιπά χαρακτηριστικά στοιχεία της πόλης. 3. Η διαμόρφωση της σημερινής κατάστασης. Νέες εισροές και πρόσφατες μεταβολές 3.1 Γενικά Η μορφή της ελληνικής πόλης μεταλλάσσεται σήμερα τόσο μέσα από τη συνέχιση της αναπαραγωγής των παλαιότερων μορφών, εικόνων και αστικών τύπων, όσο και μέσα από νεότερες εξωτερικές επιρροές. Οι σύγχρονες εξελίξεις στην εικόνα της ελληνικής πόλης κινητοποιούνται επομένως όχι μόνο από ενδογενείς, αλλά και από εξωγενείς δυναμικές. Οι πρώτες συνδέονται μεταξύ άλλων με την κάμψη του ρυθμού αστικοποίησης μετά το 1980, την αναπροσαρμογή των πολιτικών και ρυθμίσεων για τον αστικό χώρο, την εξασφάλιση νέων χρηματοδοτικών πόρων από την Ευρωπαϊκή Ένωση για την υλοποίηση των παραπάνω πολιτικών (Αγγελίδης 2004) και τέλος την ενίσχυση της σταθερότητας στο πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό πεδίο, κυρίως κατά την τελευταία δεκαετία. Οι εξωτερικοί παράγοντες που επιδρούν στη διαδικασία εξέλιξης της εικόνας της ελληνικής πόλης σχετίζονται, αφενός μεν, με τις ευρύτερες επιπτώσεις της παγκοσμιοποίησης, που αφορούν και τη χώρα μας (άνοιγμα αγορών, μετανάστευση, τεχνολογική εξέλιξη κ.λπ.), αφετέρου δε, με τη συστηματική πλέον προώθηση της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης. 3.2 Η συνέχιση της ενδογενούς δυναμικής Εξετάζοντας την εξέλιξη ορισμένων σχετικά πρόσφατων οικιστικών επεκτάσεων στη χώρα μας (π.χ. στους δήμους της ανατολικής Αττικής), αντιλαμβανόμαστε εύκολα ότι η «πρόοδος» που έχει συντελεστεί τα τελευταία χρόνια, όσον αφορά τους τύπους, τις ιδέες, αλλά και το γενικότερο μοντέλο σχεδιασμού μιας γειτονιάς, είναι, σε σχέση με τα παλαιότερα παραδείγματα, μάλλον περιορισμένη. Αυτό είναι μεταξύ άλλων και αποτέλεσμα της ετεροχρονισμένης έγκρισης και εφαρμογής Σχεδίων Πόλεως, έτσι ώστε τελικά σε «πολεοδομικούς καμβάδες» της δεκαετίας του 80 ή και παλαιότερους να χτίζονται γειτονιές του 2000. Το πλέον αποθαρρυντικό στοιχείο είναι, φυσικά, το γεγονός ότι ακόμη και οι σύγχρονες μελέτες πολεοδομικών επεκτάσεων εξακολουθούν, κατά κανόνα (κάτω από διάφορες πιέσεις ή και από δική τους εσωτερική αδυναμία), να αναπαράγουν με μηχανιστικό και εργολαβικό τρόπο ρυμοτομικά σχέδια περασμένων δεκαετιών. Παράλληλα οι όποιες προσπάθειες «ανάπλασης» αστικών πυκνοδομημένων περιοχών δεν καταφέρνουν να παρέμβουν ουσιαστικά και με θετικά αποτελέσματα στην πολεοδομική δομή της πόλης, αλλά περιορίζονται κατά κανόνα σε ήπιες (και σε λίγες μόνο περιπτώσεις περισσότερο ριζοσπαστικές) διευθετήσεις/διαμορφώσεις του δημόσιου χώρου και μόνο. Παρόλο που ριζοσπαστικές προτάσεις, ακόμη και για κατεδαφίσεις κτιρίων ή και τμημάτων κτιρίων προς όφελος του δημόσιου χώρου ή της ανάδειξης της ιστορικότητας, συζητούνται μέσα από επίσημες μελέτες ήδη από τη δεκαετία του 70 (Ζήβας κ.ά. 1977), αλλά εξακολουθούν να διατυπώνονται και από πιο πρόσφατες «φωνές» (Παπαδόπουλος 2003), οι παρεμβάσεις ανάπλασης που προωθούνται στη χώρα μας αποφεύγουν ένα τέτοιο «τόλμημα». Έτσι με την πάροδο του χρόνου και τη διαρκή επαύξηση του οικοδομικού όγκου, η αναλογία κοινόχρηστων και κοινωφελών χώρων προς οικοδομικό όγκο συνεχώς επιβαρύνεται, με τελικό αποτέλεσμα όχι μόνο την επιδείνωση της λειτουργίας και μορφής της πόλης, αλλά και της ίδιας της ποιότητας ζωής σ αυτή. Αλλά και τα ίδια τα κελύφη που εντάσσονται στις νεότερες ή παλαιότερες ρυμοτομικές χαράξεις δεν έχουν εξελιχθεί ουσιαστικά, για να αντιμετωπίσουν τα όποια προβληματικά τους στοιχεία, πέρα από κάποιους χρωματι-

κούς ή και μορφολογικούς πειραματισμούς. Ειδικότερα η πολυκατοικία, ως επικρατών κτιριακός τύπος, αν και έχει βελτιωθεί σε επίπεδο κατασκευαστικής, λειτουργικής και αισθητικής ποιότητας, ανταποκρινόμενη στις απαιτήσεις του κατοίκου-χρήστη, σε επίπεδο πολεοδομικό, ιδιαιτέρως δε όσον αφορά την εικόνα της πόλης, δεν έχει καταφέρει να πετύχει αξιοσημείωτες προόδους. Ορισμένες δευτερεύουσες διαφοροποιήσεις, σε σχέση με τις αρχικές της μορφές, που εν πολλοίς οφείλονται και στις μεταλλαγές των εκάστοτε ΓΟΚ, αφορούν μεταξύ άλλων τη δημιουργία pilotis στα ισόγεια, προς εξυπηρέτηση των αναγκών στάθμευσης (με αποτέλεσμα τη διαμόρφωση μιας νέας και μάλλον κατώτερης ποιότητας προοπτικής στο επίπεδο του δρόμου 6 ), τη διόγκωση των εξωστών με ορισμένες απλές (και για λόγους εντυπωσιασμού) μορφολογικές επεξεργασίες, τους (συχνότατα άκομψα και παράνομα κλεισμένους) ημιϋπαίθριους χώρους κ.λπ. Η βασική μορφολογική και ογκοπλαστική διάπλαση των κτιρίων παραμένει όμως, στα περισσότερα σύγχρονα παραδείγματα, γενικά αναλλοίωτη παρά το γεγονός ότι η αρχιτεκτονική ποιότητα, σε ορισμένες περιοχές, έχει βελτιωθεί. 3.3 Μεταβολές στον πολεοδομικό χαρακτήρα Η σημαντική βελτίωση των αστικών και υπεραστικών μεταφορικών υποδομών, κυρίως με την αναβάθμιση παλαιών και την κατασκευή νέων οδικών αξόνων, κόμβων και μέσων μαζικών μεταφορών, καθώς και η αύξηση της ιδιοκτησίας του Ι.Χ. αυτοκινήτου, ευνόησαν την ανάπτυξη περιαστικών ή και εξωαστικών οικιστικών πολεοδομικών σχηματισμών. Το γεγονός αυτό αποτελεί ένα νέο στοιχείο που διαφέρει από τον «παραδοσιακό» χαρακτήρα της ελληνικής πόλης, η οποία διακρινόταν για τον πυκνό και συνεχή δομημένο ιστό της. Πολλές επομένως από τις νέες οικιστικές αναπτύξεις εύλογα θα περιγράφονταν πλέον ως αραιοδομημένες και ημιαστικοποιημένες μικτές περιοχές αγροτικής γης και κατοικίας ή με άλλα λόγια θα χαρακτηρίζονταν, πολύ εύστοχα, ως «αστικοαγροτικά συνεχή» (Αραβαντινός 2000). Δυστυχώς, σε αρκετές περιπτώσεις τέτοιων περιοχών αστικής διάχυσης, η υψηλή πυκνότητα καθώς και η νόμιμη, ή και καθ υπέρβαση των όρων δόμησης, μεγιστοποίηση της οικοδομικής εκμετάλλευσης της γης, διαμορφώνει νέους πυρήνες, στους οποίους αναπαράγεται μια αίσθηση στενότητας, χωρίς όμως ίχνος των πλεονεκτημάτων του «παραδοσιακού» συνεχούς και 6 Στην πράξη, οι pilotis παρά τη σημαντική λειτουργική τους συμβολή, απομακρύνουν το κτίριο από το δρόμο και ενισχύουν τις αποδιαρθρωτικές τάσεις μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού χώρου στην ελληνική πόλη. συμπαγούς ιστού. Το ισχύον καθεστώς περί εκτός σχεδίου δόμησης αποτελεί με βεβαιότητα έναν επιπλέον σημαντικό λόγο που έχει ενθαρρύνει αυτού του είδους την ανάπτυξη. Η αστική διάχυση αποτελεί επομένως κυρίαρχο στοιχείο της «νέας αστικότητας» των ελληνικών πόλεων. Κατά κανόνα εντοπίζεται σε περιοχές γύρω από σημαντικά αστικά κέντρα, κατά μήκος κύριων οδικών αξόνων (π.χ. Μεσόγεια Αττικής - Αττική οδός), αλλά και σε παραθεριστικές ζώνες. Ειδικότερα στις τελευταίες, και σε περιπτώσεις γειτνίασης με μεγάλα αστικά κέντρα, διαπιστώνεται επιπλέον ολοένα και εντονότερη αθρόα μετατροπή τους σε περιοχές κύριας κατοικίας, που συνεπάγεται βασικές ελλείψεις σε στοιχειώδεις πολεοδομικές υποδομές (ΕΜΠ, Εργαστήριο Σχεδιαστικής Μεθοδολογίας και Ρύθμισης του Χώρου 1998). Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις αναπαράγονται δυστυχώς ακόμη και σήμερα φαινόμενα στενότητας του πολεοδομικού χώρου και έλλειψης οργάνωσης σε λειτουργικό και αισθητικό επίπεδο. Συνεπώς στις νέες αυτές περιοχές κατοικίας εξανεμίζονται και οι δυνατότητες αναβάθμισης, μιας και εξακολουθούν να ισχύουν μοντέλα που ενισχύουν τη συνεχή αναπαραγωγή των αδυναμιών του παλιού αστικού ιστού. Η έννοια της «προσθετικής διαδικασίας» αποτελεί για την ελληνική πραγματικότητα ένα επιπλέον τυπικό φαινόμενο, που συναντάται όχι μόνο κατά κόρον στην κτιριακή κλίμακα, αλλά αρκετά συχνά και στην πολεοδομική. Με τον ίδιο τρόπο που ο ασχεδίαστος αστικός ιστός μπορεί να αναδείξει μνημεία και τοπόσημα, κάθε νέα προσθήκη μπορεί προφανώς να ενταχθεί σ αυτόν και να αποτελέσει επίσης σημείο αναφοράς. Ενώ όμως στη μικρή κλίμακα, η σταδιακή συμπλήρωση των κενών οικοπέδων με νέα κτίρια, στo πλαίσιo σταθερών και δεδομένων όρων και δεσμεύσεων (όρων και περιορισμών δόμησης), κατά κανόνα δεν μεταβάλλει με απρόβλεπτο τρόπο την εικόνα του αστικού χώρου, αντίθετα, σημαντικές, πολεοδομικής κλίμακας παρεμβάσεις, όπως για παράδειγμα η κατασκευή νέων μεγάλων οδικών έργων (λεωφόροι ταχείας κυκλοφορίας, κόμβοι, γέφυρες, υπέργειες διαβάσεις κ.λπ.), αποτελούν προσθήκες έξω από τις καθιερωμένες μορφές και κλίμακες. Παρά το ότι σε κυκλοφοριακό επίπεδο τα έργα αυτά προσδίδουν στην πόλη μια κάποια ιεραρχική δομή, στη μικρή κλίμακα οι παρεμβάσεις αυτές μοιάζουν να «φυτεύονται» σε έναν ήδη κορεσμένο αστικό ιστό, χωρίς καμιά πρόνοια για πολεοδομική και μορφολογική ένταξη ή ενσωμάτωσή τους. Θα πρέπει επίσης να αναφερθεί ότι ακόμη και σε μελετητικό επίπεδο, έργα όπως π.χ. η Αττική οδός, οι μεγάλοι περιφερειακοί δρόμοι ελληνικών πόλεων (π.χ. Πάτρα, Θεσσαλονίκη, Βόλος κ.λπ.), τα σημαντικά αεροδρόμια της χώρας (π.χ. Ελευθέριος Βενιζέλος), θεωρούνται αμιγώς τεχνικά, εξανεμίζοντας έτσι και τις δυνα- 139

Εικ. 17. Οι ατέλειωτες σειρές από σταθμευμένα οχήματα που «ζώνουν» τα οικοδομικά τετράγωνα (Αθήνα - Παγκράτι). (Φωτ.: Ερμής Κασάπης) 17 140 τότητες συμβολής αρχιτεκτόνων στο σχεδιασμό και στην υλοποίησή τους. Αλλά και λόγω της κλίμακας αυτών των παρεμβάσεων προκύπτει, στα σημεία επαφής τους με την πόλη, μια οπτική σύγκρουση μορφών από διαφορετικές κλίμακες, που εντείνει περαιτέρω την αίσθηση στενότητας και ασφυκτικής γειτνίασης. Ειδική περίπτωση τέτοιου είδους παρεμβάσεων αποτελούν εκείνες που αναπτύσσονται σε διαφορετικό «χώρο» από αυτόν του αστικού ιστού. Χαρακτηριστικό τέτοιο παράδειγμα αποτελεί η δημιουργία του υπόγειου δικτύου σταθερής τροχιάς της Αθήνας (μετρό). Η προσθήκη αυτή δεν φαίνεται να δημιουργεί τις τριβές που προκαλούν οι υπόλοιπες παρεμβάσεις μια και αναπτύσσεται κατά κύριο λόγο σε άλλο επίπεδο. Παρ όλα αυτά οι πολεοδομικές, λειτουργικές, αλλά και μορφολογικές επιπτώσεις στις περιοχές των σταθμών είναι αναμφισβήτητα σημαντικές (αναδιαμόρφωση περιβάλλοντα χώρου σταθμού, νέες χρήσεις γης, αναδιάταξη επιφανειακής κυκλοφορίας οχημάτων και πεζών κ.λπ.). Μια διεξοδική και αξιόπιστη αξιολόγησή τους θα προϋπέθετε όμως πρώτα την παρέλευση ενός ορισμένου χρονικού διαστήματος λειτουργίας. Τέλος καθολικότερες, αλλά και εντονότερες είναι οι αλλοιώσεις που προκαλεί η χρήση του ιδιωτικού αυτοκινήτου στον σύγχρονο ελληνικό αστικό ιστό. Όπως προαναφέρθηκε, ο δείκτης ιδιοκτησίας ιδιωτικού αυτοκινήτου (Ι.Χ.) αυξήθηκε στις ελληνικές πόλεις σημαντικά μετά το 1980, σε σημείο που το μέσο αυτό να θεωρείται πλέον ένα ευρύτατα διαδεδομένο αγαθό. Η σημαντική επιτάχυνση της διάδοσης του Ι.Χ., σε μια περίοδο κατά την οποία η ελληνική αστικοποίηση είχε ήδη φτάσει και ξεπεράσει το σημείο αιχμής της, είχε ως αποτέλεσμα ένα πολύ μεγάλο τμήμα των ελληνικών πόλεων να μην είναι σχεδιασμένο για να εξυπηρετήσει τις νέες ανάγκες για κυκλοφορία και στάθμευση που δημιουργήθηκαν, πολύ δε περισσότερο κάτω από τις σημερινές συνθήκες οικοδομικού κορεσμού. Έτσι, ο ήδη στενός δημόσιος χώρος επιβαρύνθηκε περαιτέρω, λόγω της κυκλοφορίας και στάθμευσης των οχημάτων, επιτείνοντας έτσι ακόμη περισσότερο και το αίσθημα της στενότητας στην πόλη. Ο δρόμος, που στην ουσία αποτελεί τη μεγαλύτερη (από ποσοτική άποψη) επιφάνεια δημόσιου χώρου στις ελληνικές πόλεις, καταλαμβάνεται από σταθμευμένα οχήματα, πολλές φορές σε ποσοστό άνω του 50% της ωφέλιμης επιφάνειάς του. Ακόμη και η απλή κίνηση των πεζών παρεμποδίζεται πλέον ασφυκτικά από τη στάθμευση, ενώ την ίδια στιγμή η μορφή του δρόμου στην ελληνική πόλη έχει πλέον συνδεθεί με τη γνωστή εικόνα των ατέλειωτων σειρών από σταθμευμένα οχήματα που «ζώνουν» κυριολεκτικά τα οικοδομικά τετράγωνα (Εικ. 17) και δημιουργούν ένα συχνά αδιαπέραστο τείχος μεταξύ πεζοδρομίου και δρόμου. Η έντονη παρουσία του οχήματος στον δημόσιο χώρο των ελληνικών πόλεων επισκιάζει πλέον σήμερα και άλλα στοιχεία ιδιαίτερου ενδιαφέροντος, όπως π.χ. τις φυτεύσεις και την κάθε είδους αστική επίπλωση. 3.4 Νεότερες κοινωνικές και πολιτισμικές επιδράσεις. Το φαινόμενο της παγκοσμιοποίησης της αστικής εικόνας Τα παγκοσμιοποιημένα πρότυπα κατανάλωσης, ψυχαγω-

18 γίας και μετακίνησης, καθώς επίσης και οι εισροές μεταναστών αποτελούν δύο σημαντικότατες επιρροές στο πεδίο της κοινωνικής και πολιτισμικής πραγματικότητας, που προκαλούν ορατές μεταβολές στη σημερινή μορφή της ελληνικής πόλης. Αν η περίοδος πριν από τη δεκαετία του 80 χαρακτηρίστηκε από μια εσωτερική μετανάστευση και μια όψιμη αστικοποίηση, στις μέρες μας, το ισχυρό ρεύμα ξένων οικονομικών μεταναστών αποτελεί κοινό παρονομαστή για όλες τις ευρωπαϊκές πόλεις. Η παρουσία των μεταναστών στις ελληνικές πόλεις δεν φαίνεται να σηματοδοτείται ακόμη από ιδιαίτερα ορατές διευθετήσεις στον αστικό χώρο (π.χ. περιοχές με ιδιαίτερο πολιτισμικό ή εθνοτικό χαρακτήρα). Ειδικότερα στο επίπεδο των περιοχών κατοικίας θα υποστηρίζαμε επίσης ότι δεν δημιουργείται καμία διαφοροποίηση σε επίπεδο εικόνας πόλης. Ωστόσο, η παρουσία δραστηριοτήτων όπως εστιατόρια, εμπορικά καταστήματα κ.λπ., που ανήκουν ή απευθύνονται σε μετανάστες είναι διάσπαρτη σχεδόν σε ολόκληρο τον ιστό των μεγάλων πολεοδομικών συγκροτημάτων. Η υψηλή διασπορά μπορεί να αποδοθεί μεταξύ άλλων και στη μέχρι σε ένα βαθμό ενσωμάτωσή τους στον αστικό ιστό (Μαλούτας 2000). Εξάλλου, η ικανότητα ενσωμάτωσης αποτελεί ένα γενικότερο χαρακτηριστικό γνώρισμα της ελληνικής περίπτωσης, μια και ο σύγχρονος ελληνικός αστικός χώρος δεν διακρίθηκε ποτέ μέχρι σήμερα σε σαφείς υποενότητες με διαφορετικό εθνοτικό ή πολιτισμικό χαρακτήρα. Η παγκόσμια διάσταση (global dimension), πέρα από τα ζητήματα της σχέσης πόλης και νέων κοινωνικών ομάδων, εισάγεται στον αστικό χώρο με το πρόσχημα της μόδας ή των συμβολισμών ενός international style, με έμφαση σε ορισμένους τύπους αρχιτεκτονικών μορφών και ειδικότερα σε ιδιωτικά κτίρια γραφείων, καταστημάτων και ψυχαγωγικών χρήσεων (π.χ. πολυκινηματογράφοι). Τα κτίρια αυτά συγκεντρώνονται με τη σειρά τους, κατά κανόνα, στα μέτωπα των βασικών οδικών αρτηριών ή σε σημαντικούς κόμβους, ώστε να είναι ορατή στους διερχόμενους η ελληνική εκδοχή της αναπαραγωγής μιας παγκόσμιας αρχιτεκτονικής γλώσσας. Η εικόνα αυτών των δρόμων (π.χ. λεωφόρος Κηφισίας στην Αθήνα) χαρακτηρίζεται από τις διάσπαρτες γυάλινες μορφές και «μεταμοντέρνες» αρχιτεκτονικές απόπειρες, με κύριο σκοπό την προβολή και την ανάδειξη του κάθε κτιρίου ξεχωριστά. Αυτές οι περιοχές της πόλης προβάλλουν, τουλάχιστον σε αντιληπτικό επίπεδο, τελείως αποσυνδεμένες από τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά της εικόνας του υπόλοιπου αστικού ιστού. Ενώ από τη μια έχουν ήδη επικριθεί για την ποιότητα της αρχιτεκτονικής των «αυτιστικών» τους μορφών (Πολυχρονόπουλος 2004), από την άλλη, στο βαθμό που έχουν εξαπλωθεί σήμερα, ενισχύουν τη μορφολογική πολυμορφία της ελληνικής πόλης, ως κάτι που ξεφεύγει από την ομογενοποιημένη εικόνα της μεταπολεμικής αστικής επέκτασης. Ταυτόχρονα, ακόμη και κτίρια που ανήκουν σε μια περισσότερο τοπική μορφολογία και που ανακαινίζονται, αποκτούν κι αυτά στοιχεία της παγκόσμιας γλώσσας (π.χ. έπιπλα και λοιπό εξοπλισμό), στεγάζοντας παράλληλα και σαφώς παγκοσμιοποιημένες λειτουργίες, όπως εστιατόρια Εικ. 18. Οι σύγχρονες μεταλλαγές των χρήσεων γης στον αστικό χώρο εντοπίζονται πλέον ολοένα και περισσότερο στη διαδοχή «παραδοσιακών» εμπορικών και άλλων χρήσεων από νέες, σύμφωνες με τα παγκοσμιοποιημένα πρότυπα ζωής. (Φωτ.: Ερμής Κασάπης) 141

Εικ. 19. Το διαφοροποιημένο international style των ισογείων σε σχέση με τους ορόφους σε περιοχή της Αθήνας (Παγκράτι). (Φωτ.: Ερμής Κασάπης) 19 142 fast food, τράπεζες, υπηρεσίες ή καταστήματα franchises (Εικ. 18). Αυτή η αλληλεπίδραση αρκετές φορές δημιουργεί μια διπλή εικόνα του δρόμου: Στο επίπεδο του πεζού, η μορφή των ισογείων χαρακτηρίζεται από φωτεινές πινακίδες, γυάλινες βιτρίνες, έπιπλα και εξοπλισμό ενός παγκόσμιου ύφους, ενώ η εικόνα των πάνω ορόφων χαρακτηρίζεται από την αισθητική της γνωστής μας πολυκατοικίας που εξακολουθεί να παραμένει κυρίαρχη (Εικ. 19). Η εντύπωση της διπλής αυτής εικόνας, ως μιας ταυτόχρονης αποκάλυψης του παρόντος και του παρελθόντος της πόλης, δεν απαντάται στις νέες μεγάλες εγκαταστάσεις εμπορίου και αναψυχής (multicenters, shopping malls). Οι «πολυχώροι» αναψυχής και εμπορίου που συνιστούν τεχνητά αστικά περιβάλλοντα αποσπασμένα από την εικόνα και τη λειτουργία του ευρύτερου αστικού ιστού στον οποίο ανήκουν, δημιουργούνται σήμερα σε περιοχές με μεγάλες επιφάνειες οικοπέδων (π.χ. παλιές βιομηχανικές ζώνες) και κοντά σε σημαντικές κυκλοφοριακές αρτηρίες, για πιο εύκολη πρόσβαση από τα ΙΧ. Οι προβλέψεις των εταιριών real estate, μετά από συγκριτικές αναλύσεις με την κατάσταση σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, υποστηρίζουν ότι η ζήτηση για τέτοιους χώρους θα αυξάνεται διαρκώς στο προσεχές μέλλον, ώστε να θεωρείται ότι σήμερα βρισκόμαστε ακόμη σε ένα αρχικό στάδιο ανάπτυξης. 7 7 Πρβλ. για παράδειγμα άρθρο του Μ. Θεοδωράτου με τίτλο Real estate ραντεβού, στην εφημερίδα Η Καθημερινή, 29/11/2003. Ήδη όμως η παρουσία τους είναι σημαντική στις μεγάλες πόλεις, ανατρέποντας αρκετά από τα θετικά στοιχεία της ελληνικής αστικής ζωής, όπως τη χρήση του υπαίθριου χώρου, τη μείξη χρήσεων και τη μείξη διαφορετικών κοινωνικών ομάδων. Οι επιπτώσεις αυτής της μεταβολής στην καθημερινή ζωή εγείρουν ένα σημαντικό ερώτημα για μελλοντικές διερευνήσεις. 3.5 Φυσικό και πολιτιστικό τοπίο Θα ισχυριζόταν κανείς ότι το φυσικό και ιστορικό τοπίο των ελληνικών πόλεων είναι σχετικά δύσκολο πλέον να υποστεί αλλοιώσεις και μεταβολές, μια και έχει περάσει στη συνείδηση των κοινωνικών εταίρων ως εκμεταλλεύσιμος πόρος. Παρ όλα αυτά σε επίπεδο τοπικό, στοιχεία του ιστορικού και φυσικού τοπίου που κατατάσσονται ως «δευτερεύουσας σπουδαιότητας» εξακολουθούν να απειλούνται (αλσύλλια, γεωλογικές διαμορφώσεις, ρέματα, αρχαιολογικά ευρήματα κ.λπ.). Σε κάθε περίπτωση, οι παρεμβάσεις που προτείνονται αφορούν την αναβάθμιση και την ένταξή του στις λειτουργίες της πόλης. Τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει τέτοιες προσπάθειες μέσα από κεντρικές δράσεις για τον αστικό σχεδιασμό, αλλά και από μέρους της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, στο βαθμό που αυτή μπορεί να εκφράσει τη βούληση των πολιτών. Οι παρεμβάσεις αφορούν κυρίως ιστορικά σύνολα, μνημεία και ελεύθερους χώρους. Ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε τα τελευταία χρόνια στην περίπτωση της Αθήνας, με αφορμή τη διοργάνω-