Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση Δομή και συγκυρία στο έργο του Αλτουσέρ Παναγιώτης Σωτήρης

Σχετικά έγγραφα
Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση Κομμουνισμός και Φιλοσοφία. Η θεωρητική περιπέτεια του Λουί Αλτουσέρ Παναγιώτης Σωτήρης

Περί της έννοιας της άρνησης στη διαλεκτική*

Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση Οντολογία και πολιτική στο έργο του Alain Badiou Παναγιώτης Σωτήρης

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης

Σημειώσεις Κοινωνιολογίας Κεφάλαιο 1 1

II29 Θεωρία της Ιστορίας

Λούντβιχ Βιτγκενστάιν

ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΕΧΤΕΛΙΔΗΣ, ΥΒΟΝ ΚΟΣΜΑ

ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΣΕΙΣ. 1.Στόχοι της εργασίας. 2. Λέξεις-κλειδιά ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΣΠΟΥΔΕΣ ΣΤΟΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: ΕΠΟ42

Κεφάλαιο και κράτος: Από τα Grundrisse στο Κεφάλαιο και πίσω πάλι

Είναι τα πράγματα όπως τα αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις μας;

Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση Mea culpa (?) Γιώργος Η. Οικονομάκης

ΓΝΩΣΗ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟ: 2

2η ΓΡΑΠΤΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΕΠΟ 22. ΘΕΜΑ: Οι βασικοί σταθµοί του νεώτερου Εµπειρισµού από τον Locke µέχρι και τον Hume. ΣΧΕ ΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ Α.

Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Χ Ρ Η Σ Η Γ Λ Ω Σ Σ Α Σ ΔΕΥΤΕΡΗ ΣΕΙΡΑ Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν Μ 0 Ν Α Δ Ε Σ

ΣΑ88 Θεωρητικές και μεθοδολογικές αρχές στη μελέτη της κλασικής τέχνης. Δημήτρης Πλάντζος

Ο σχεδιασμός για προστασία της «παλιάς πόλης» ως σχεδιασμός της «σημερινής πόλης»

1.3 Λειτουργίες της εργασίας και αντιλήψεις περί εργασίας

ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΚΑΝΤ ( )

Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση Αξίες και τιμές παραγωγής. Η σχέση μεταξύ του 1ου και του 3ου τόμου του «Κεφαλαίου» Γιώργος Σταμάτης

Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση Η θέση της «κυκλοφορίας» στην αναπαραγωγή του οικονομικού συστήματος... Γιώργος Σταμάτης

Ανάλυση Πολιτικού Λόγου

Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση Επιστρέφοντας στον Μαρξ Παναγιώτης Σωτήρης

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ - ΠΟΛΙΤΙΚΑ Ενότητα 12η (Α 2, 5-6) - Ο άνθρωπος είναι «ζ?ον πολιτικ?ν»

Περιεχόμενα. Εισαγωγή... 13

ΙΑ119 Θεωρητικές και μεθοδολογικές αρχές στη μελέτη της κλασικής τέχνης. Δημήτρης Πλάντζος

Λογοτεχνικό Εξωσχολικό Ανάγνωσμα Περιόδου Χριστουγέννων

Η Απουσία του Χρόνου Σελίδα.1

Διδακτική Γλωσσικών Μαθημάτων (ΚΠΒ307)

Εισαγωγή στη φιλοσοφία

ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΓΝΩΣΗΣ. ΤΕΙ ΑΜΘ ΤΜΗΜΑ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΣ Γεώργιος Θερίου

Περί της Ταξινόμησης των Ειδών

Εισαγωγή στην κοινωνική έρευνα. Earl Babbie. Κεφάλαιο 2. Έρευνα και θεωρία 2-1

τι είναι αυτό που κάνει κάτι αληθές; τι κριτήρια έχουμε, για να κρίνουμε πότε κάτι είναι αληθές;

Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση Αναζητώντας τη γραμμή του υλισμού. (Υποθέσεις για μια έρευνα). Μέρος Β Παναγιώτης Σωτήρης

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ Ο ΠΟΛΕΜΟΣ. Γενικά στοιχεία Περιεχόµενα Οδηγός για µελέτη

Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση Ιστορικοί τρόποι παραγωγής, Καπιταλιστικό σύστημα και Γεωργία Γιώργος Οικονομάκης

4. Η τέχνη στο πλαίσιο της φιλοσοφίας του Χέγκελ για την ιστορία

ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

5. Λόγος, γλώσσα και ομιλία

Άρης Στυλιανού: Ο Σπινόζα και η Δημοκρατία. Αθήνα: Πόλις 2016, 214 σ., 15.

ΛΟΓΙΣΜΟΣ ΜΙΑΣ ΜΕΤΑΒΛΗΤΗΣ, ΕΣΠΙ 1

Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση Για τον Λεβί-Στρως Λουί Αλτουσέρ

ΘΕΩΡΗΤΙΚΟΙ ΚΑΙ ΘΕΩΡΙΕΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ Χ. ΑΠ. ΛΑΔΙΑΣ

H φιλοσοφία γίνεται εύκολα μια νοσταλγική άσκηση. Άλλωστε, η σύγχρονη φιλοσοφία έχει την τάση να προβάλλει αυτή τη νοσταλγία. Σχεδόν πάντα, δηλώνει

Επιστημολογική και Διδακτική Προσέγγιση της Έννοιας της «Ύλης»

Διαφωτισμός και διαμόρφωση των πολιτικών ιδεολογιών στην Ελλάδα

Κεφάλαιο 9. Έλεγχοι υποθέσεων

Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση Ζητήματα (κριτικής της) Πολιτικής Οικονομίας Γιώργος Οικονομάκης

Νοητική Διεργασία και Απεριόριστη Νοημοσύνη

ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΛΙΤΟΧΩΡΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

Διάταξη Θεματικής Ενότητας ΕΛΠ42 / Αρχαιολογία στον Ελληνικό Χώρο

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης

στις οποίες διαμορφώθηκαν οι ιστορικοί και οι πολιτισμικοί όροι για τη δημοκρατική ισότητα: στη δυτική αντίληψη της ανθρώπινης οντότητας, το παιδί

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ

2 ο Σεμινάριο ΕΓΚΥΡΗ ΠΡΑΞΗ & ΣΥΝΟΧΗ ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ. Δίκτυο σχολείων για τη μη-βία

Για την επαναστατική θεωρία και την ιδεολογική μας δουλειά

Ε Θ Ν Ι Κ Ο Μ Ε Τ Σ Ο Β Ι Ο Π Ο Λ Υ Τ Ε Χ Ν Ε Ι Ο

Το Αληθινό, το Όμορφο και η απόλυτη σχέση τους με την Νοημοσύνη και τη Δημιουργία Σελ.1

Περιεχόμενα. Προλογικό Σημείωμα... 17

3. Κριτική προσέγγιση

Ενότητα σώματος και ψυχής κατά τον Max Scheler

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ (ΨΧ 00)

Πρόλογος: Κογκίδου ήµητρα. Εκπαιδευτική Ηγεσία και Φύλο. Στο: αράκη Ελένη (2007) Θεσσαλονίκη: Επίκεντρο.

VIDEOφιλοσοφείν: Η τεχνολογία στην υπηρεσία της Φιλοσοφίας

Μαθηση και διαδικασίες γραμματισμού

II29 Θεωρία της Ιστορίας

Χρήστος Τερζίδης: Δεν υπάρχει το συναίσθημα της αυτοθυσίας αν μιλάμε για πραγματικά όνειρα

Η εκμάθηση μιας δεύτερης/ξένης γλώσσας. Ασπασία Χατζηδάκη, Επ. Καθηγήτρια Π.Τ.Δ.Ε

ΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΑΝΑΦΟΡΑΣ ΤΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΩΝ ΕΝΝΟΙΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥΣ ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΚΑΙ ΟΙ ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΟΙ ΤΟΥΣ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ

Μαρξιστική θεωρία του κράτους. Γ. Τσίρμπας

η αντικειμενική πραγματικότητα και η οικολογική αριστερά ζητήματα θεμελίωσης του οικολογικού λόγου

LUDWIK FLECK ( ) (Λούντβικ Φλεκ) Ο Ludwik Fleck και η κατασκευή των επιστημονικών γεγονότων.

GEORGE BERKELEY ( )

ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗ ΚΑΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΟΤΗΤΑ 15

Πολιτική και Ταξική Ανάλυση. Επιμέλεια: Άννα Κουμανταράκη

Αρχές Φιλοσοφίας Β Λυκείου Τράπεζα Θεμάτων: 2 ο κεφάλαιο «Κατανοώντας τα πράγματα»

Ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΚΑΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ 1

EΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ

Ανάλυση Πολιτικού Λόγου

Θέμα: «Η ιστορική μέθοδος ερμηνείας» Υπεύθυνος καθηγητής: κ. Ανδρέας Δημητρόπουλος

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ.

Γιώργος Κ. Ζαρίφης Τμήμα Φιλοσοφίας και Παιδαγωγικής. Ενότητα 9: Ομάδες Αναφοράς και Διάγνωση- Καταγραφή Αναγκών

13/1/2010. Οικονομική της Τεχνολογίας. Ερωτήματα προς συζήτηση ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

Β.δ Επιλογή των κατάλληλων εμπειρικών ερευνητικών μεθόδων

Ηγεσία και Διοικηση. Αποτελεσματική Ηγεσία στο Χώρο της Εργασίας

ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Β ΛΥΚΕΙΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: ΚΑΤΑΝΟΩΝΤΑΣ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΕΝΟΤΗΤΑ ΔΕΥΤΕΡΗ: ΛΕΞΕΙΣ ΝΟΗΜΑ ΚΑΙ ΚΑΘΟΛΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ

ΧΡΟΝΟΣ ΝΟΗΤΙΚΗ ΔΙΕΡΓΑΣΙΑ & ΔΙΑΚΕΚΡΙΜΕΝΗ ΕΠΙΔΟΣΗ

Αιτιολογική έκθεση. µεγάλων δυσκολιών που η κρίση έχει δηµιουργήσει στον εκδοτικό χώρο και στους

Η προβληματική κατάσταση Χρήστος Πανούτσος

Ενότητα 2. Δομολειτουργισμός

Η συστημική προσέγγιση στην ψυχοθεραπεία

Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση Ιδεολογία. Διάγραμμα ενός αμφισβητούμενου πεδίου Δημήτρης Δημούλης

Αυτή ακριβώς η μεταλλαγή είναι το θέμα του παρόντος βιβλίου. Προκειμένου να την προσδιορίσουμε μέσα σε όλο αυτό το ομιχλώδες τοπίο της

Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση O κόσμος της ζωής και ο κόσμος της ιστορίας Μιχάλης Μπαρτσίδης

Γιούλη Χρονοπούλου Μάιος Αξιολόγηση περίληψης

Ηθική & Τεχνολογία Μάθημα 4 ο Η «Ουσία» της Τεχνολογίας. Martin Heidegger ( ) Timeline 11/11/2014

Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση Πώς μπορούμε να έχουμε συναντήσεις που να διαρκούν; Ο Αλτουσέρ και το ερώτημα του υποκειμένου Παναγιώτης Σωτήρης

3.1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ. Ανάλυση θεωρίας

Transcript:

ΔΟΜΗ ΚΑΙ ΣΥΓΚΥΡΙΑ ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΑΛΤΟΥΣΕΡ του Παναγιώτη Σωτήρη[1] Εισαγωγή Αν και ο μαρξισμός έχει κυρίως συνδεθεί με το στοχασμό της ιστορίας στη μακρά διάρκεια, το ερώτημα της θεωρητικής προσέγγισης της συγκυρίας υπήρξε επίσης μια κρίσιμη πρόκληση. Η αναφορά του Λένιν στη «συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης» ως τη «ζωντανή ψυχή του μαρξισμού» (Lenin 1920), όπως και η γενικότερη έμφασή του στην ανάλυση συγκεκριμένων ιστορικών στιγμών δείχνουν πόσο τοn απασχολούσε αυτό το ζήτημα.[2] Εάν οι ιστορικές τάσεις διαμορφώνουν την «υλική βάση» των πολιτικών στρατηγικών, το κατεξοχήν αντικείμενο της πολιτικής πρακτικής και παρέμβασης είναι η συγκυρία. Στην παραδοσιακή μαρξιστική αντιμετώπιση της συγκυρίας οι πιο γενικές ιστορικές τάσεις θεωρούνται περισσότερο σημαντικές από τις συγκυριακές. Όμως, αυτό θέτει ορισμένα σημαντικά ερωτήματα. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι υπάρχει μια τέτοια ιεραρχία ιστορικών καθορισμών; Μπορούμε να στοχαστούμε την ιστορική πραγματικότητα με τους όρους μιας διάκρισης ανάμεσα σε «βαθύτερες» - «δομικές» τάσεις και «επιφανειακές» συγκυριακές δυναμικές, με τις δεύτερες να θεωρούνται απλά επιφαινόμενα, ή μήπως αυτό οδηγεί σε κάποια ιστορική τελεολογία; Εάν οι συγκεκριμένες ενικές συγκυρίες είναι οι μόνες που πραγματικά υπάρχουν, μπορούμε να στοχαστούμε την ειδική υλική δραστικότητα των δομικών τάσεων ή πρέπει να τις συλλάβουμε μόνο ως θεωρητικές κατασκευές; Από τα παραπάνω γίνεται σαφές ότι η έννοια της συγκυρίας παραμένει μια θεωρητική πρόκληση για το μαρξισμό, αλλά και για την κοινωνική θεωρία εν γένει, καθώς βρίσκεται στο επίκεντρο του ερωτήματος για το πώς να χειριστούμε θεωρητικά την περιπλοκότητα των κοινωνικών και ιστορικών καθορισμών. Το έργο του Λουί Αλτουσέρ μπορεί να είναι μια αφετηρία για να ξανασκεφτούμε αυτά τα ερωτήματα. Ο Αλτουσέρ μας προσφέρει μια καινοτόμα ανάγνωση της έννοιας της δομής αλλά και μια σε βάθος προσέγγιση της έννοιας της συγκυρίας ως του ειδικού αντικειμένου της πολιτικής πρακτικής, αλλά και ταυτόχρονα την πιο έντονη και οριακά οδυνηρή αναμέτρηση με όλα τα ανοιχτά ερωτήματα για τη σχέση ανάμεσα σε δομή και συγκυρία. 1. O «Αλτουσέρ της δομής» εναντίον του «Αλτουσέρ της συγκυρίας»; Το 1991 ο Ετιέν Μπαλιμπάρ διατύπωσε την εκτίμηση ότι μπορούμε να διακρίνουμε μια ορισμένη ένταση στη θεώρηση της διαλεκτικής από τον Αλτουσέρ. Σύμφωνα με τον Μπαλιμπάρ, από τη μια ο Αλτουσέρ κάνει κριτική στην τελεολογία και τον ντετερμινισμό στο όνομα της «ενικότητας των συγκυριών, στο όνομα της συγκεκριμένης ανάλυσης συγκεκριμένων καταστάσεων: είναι η λενινιστική και ακόμη η μακιαβελική πλευρά των αναλύσεων του Αλτουσέρ» (Balibar 1993: 94). Από την άλλη, έχουμε την κριτική που ασκεί στην απλή και εκφραστική ολότητα «στο όνομα της περιπλοκότητας της δομής και της άνισης ανάπτυξής της» (Balibar 1993: 94). Ο Μπαλιμπάρ ονομάζει αυτή την δεύτερη σύλληψη της διαλεκτικής την «πραγματικά δομιστική πλευρά». Επιμένει ακόμη ότι κάθε μια από αυτές τις δύο συλλήψεις της διαλεκτικής κυριαρχεί σε κάθε ένα από τα δύο κείμενα του Αλτουσέρ για τη διαλεκτική που συμπεριλαμβάνονται στο Για τον Μαρξ: «Αντίφαση και Επικαθορισμός» και «Για τη μαρξιστική διαλεκτική». Στη βάση αυτής της ανάλυσης ο Μπαλιμπάρ προτείνει να θεωρήσουμε ότι υπάρχουν «Αλτουσεριανοί της συγκυρίας» και «Αλτουσεριανοί της δομής» (Balibar 1993: 94) Σελίδα 1 / 20

Η γνώμη μου είναι ότι αν και ο Μπαλιμπάρ εντοπίζει μια ένταση που όντως διαπερνά την προσπάθεια του Αλτουσέρ, αυτή η διάκριση μπορεί να οδηγήσει, ιδίως εάν αναγνωσθεί με τρόπο σχηματικό, σε μια παρανόηση της προσπάθειας του Αλτουσέρ να θεωρητικοποιήσει μια πιθανή υλιστική διαλεκτική. Σε συνδυασμό με την τρέχουσα στροφή προς τα ύστερα κείμενα του Αλτουσέρ (Althusser 2006) και όλη την εικονογραφία του υλισμού του αστάθμητου ή υλισμού της συνάντησης, μπορεί εύκολα να οδηγήσει στη συνολική απόρριψη κάθε έννοιας δομής και μια αυστηρά συγκυριακή θεώρηση της κοινωνικής πραγματικότητας, είτε με τη μορφή μιας τυχαιοποιημένης σύλληψης της κοινωνικής πραγματικότητας, είτε με τη μορφή μιας σύλληψης των δομών ως απλώς σταθεροποιημένων συγκυριών. Αντίθετα, θα προσπαθήσω να προτείνω τρία σημεία. Το πρώτο είναι ότι η εκτίμηση του Μπαλιμπάρ γι αυτή την ένταση στο Για το Μαρξ κατά κάποιο τρόπο αποτελεί παρανάγνωση των θεωρητικών (και πολιτικών) κατευθύνσεων των κειμένων στα οποία αναφέρεται. Επομένως, μπορεί να θεωρηθεί μια σχηματική διάκριση, ειδικά από τη στιγμή που και τα δύο κείμενα του Αλτουσέρ στην πραγματικότητα ασκούν κριτική στην εκφραστική σύλληψη της ολότητας. Το δεύτερο είναι ότι ο πραγματικός δομισμός του Αλτουσέρ βρίσκεται αλλού, στον πειρασμό να στοχαστεί τη δομή ως μια λανθάνουσα και περισσότερο αληθινή πραγματικότητα και στο ότι φλέρταρε με την ιδέα της παραγωγής ως υπόστασης. Το τρίτο είναι ότι αντί να προσπαθήσουμε απλώς να απορρίψουμε την έννοια της δομής, παραμένοντας ταυτόχρονα εντός των ορίων της διχοτομίας δομή / συγκυρία, είναι καλύτερο να στοχαστούμε νέους τρόπους να θεωρητικοποιήσουμε τη διαφορική δραστικότητα τόσο των «δομικών» όσο και των «συγκυριακών» προσδιορισμών. 2. Ξαναγυρνώντας στον Αλτουσέρ του 1965 Σε σχέση με το πρώτο σημείο, πρέπει να παραδεχτούμε ότι ο Μπαλιμπάρ έχει δίκιο να σημειώνει ότι το «Αντίφαση και Επικαθορισμός» προσφέρει μια καινοτόμα σύλληψη της κοινωνικής αιτιότητας. Είναι η πρώτη και πλέον παραδειγματική εκδοχή της εμμενούς σύλληψης της κοινωνικής αιτιότητας από τον Αλτουσέρ, καθώς και της πλήρους απόρριψης κάθε μορφής τελεολογίας. Αν και ο Αλτουσέρ φαίνεται να προτείνει ότι η ανάλυση της συγκυρίας είναι το αντικείμενο της πολιτικής πρακτικής, είναι εμφανές ότι προσφέρει μια πιο γενική τοποθέτηση σε σχέση με το αντικείμενο του ιστορικού υλισμού. Ο Αλτουσέρ επιμένει ότι το αντικείμενο μιας πιθανής επιστήμης της ιστορίας (αλλά και της πολιτικής πρακτικής) αφορά συγκεκριμένους ιστορικούς σχηματισμούς, το συσχετισμό των δυνάμεών τους και την άρθρωση και συμπύκνωση των αντιφάσεών τους σε μια μοναδική «ιστορική στιγμή». Με τη στενή έννοια τίποτε άλλο δεν υπάρχει. Αν ισχύει, όπως το αποδείχνουν η λενινιστική πρακτική και ο λενινιστικός στοχασμός, ότι η επαναστατική κατάσταση στη Ρωσία προερχόταν ακριβώς από το χαρακτήρα του έντονου επικαθορισμού της θεμελιακής ταξικής αντίφασης, ίσως πρέπει να αναρωτηθούμε σε τι συνίσταται το εξαιρετικό αυτής της «εξαιρετικής κατάστασης» και κατά πόσο, όπως κάθε εξαίρεση, αυτή η εξαίρεση δεν φωτίζει τον κανόνα της δεν είναι, εν αγνοία του κανόνα, ο ίδιος ο κανόνας. Γιατί τελικά δε βρισκόμαστε πάντα μέσα στην εξαίρεση; (Αλτουσέρ 1978: 104). Και βέβαια, όπως έχει προτείνει και ο G.M. Goshgarian (2006), τον Αλτουσέρ από την αρχή απασχολούσε μια θεώρηση της ιστορίας, στην οποία οι «γενικές ιστορικές τάσεις» υπάρχουν μόνο μέσα σε συγκεκριμένες ιστορικές περιστάσεις, κάτι φανερό ακόμη και στο βιβλίο του Αλτουσέρ για τον Μοντεσκιέ.[3] Ωστόσο, υπάρχει το πρόβλημα του τι καθορίζει τους κοινωνικούς σχηματισμούς και πώς αυτοί δομούνται. Οι γενικές τάσεις, οι ιστορικές κανονικότητες και φαινόμενα που παραπέμπουν στην ύπαρξη ιστορικών νόμων, πρέπει επίσης να ληφθούν υπόψη, όμως υπάρχουν μόνο ως πλευρές συγκεκριμένων συγκυριών και συσχετισμών ισχύος. Αυτό γίνεται εμφανές στον τρόπο που ο Αλτουσέρ εξετάζει κάθε πιθανή «γενική» ή «αφηρημένη» έννοια της αντίφασης ανάμεσα σε Κεφάλαιο και Εργασία. Σελίδα 2 / 20

[Η] πραγματική αντίφαση ενσωματώνονταν σε τέτοιο βαθμό σ αυτές τις «περιστάσεις», που δεν ήταν δυνατό να διακριθεί, να αναγνωριστεί και να τη χειριστεί κανείς, παρά μόνο διαμέσου των περιστάσεων και μόνο μέσα σ αυτές (Αλτουσέρ 1978: 98-99). Για τον Αλτουσέρ ένα βασικό πρόβλημα είναι να οριστεί η δυνατότητα μιας επαναστατικής κατάστασης, καθαυτό ένα κρίσιμο ερώτημα, εάν λάβουμε υπόψη μας ότι ο Αλτουσέρ στα κείμενα εκείνης της περιόδου επιδιώκει τη θεωρητική διόρθωση μιας πολιτικής παρέκκλισης. Όμως, αυτό που προκύπτει είναι τελικά μια πιο γενική τοποθέτηση πάνω στην κοινωνική πραγματικότητα. Ξεκινά επιμένοντας ότι η «αντίφαση μεταξύ των παραγωγικών σχέσεων και των παραγωγικών δυνάμεων, ενσαρκωμένη ουσιαστικά στην αντίφαση μεταξύ δύο ανταγωνιστικών τάξεων [ ] δεν μπορεί, με την απλή άμεση δύναμή της, να προκαλέσει μια επαναστατική κατάσταση» (Αλτουσέρ 1978: 99). Όμως, μετά προσφέρει μια πιο γενική τοποθέτηση για το πώς διαφορετικές αντιφάσεις και δομές, που είναι ενεργές σε διαφορετικά επίπεδα, αναγκαστικά συνυπάρχουν στο ίδιο επίπεδο με όρους κοινωνικής οντολογίας. Όταν μέσα σε αυτή την κατάσταση, μπαίνει στο παιχνίδι, στο ίδιο παιχνίδι, μια εκπληκτική συσσώρευση από «αντιφάσεις», ορισμένες από τις οποίες είναι ριζικά ετερογενείς, και δεν έχουν όλες τους την ίδια πηγή, ούτε την ίδια κατεύθυνση, ούτε το ίδιο επίπεδο και τόπο εφαρμογής, κι οι οποίες εντούτοις «συγχωνεύονται» σε μια ενότητα ρήξης, τότε δεν είναι πια δυνατό να μιλάμε για τη μοναδική απλή δύναμη της γενικής «αντίφασης» (Αλτουσέρ 1978: 100). Εδώ έχουμε μια απόρριψη της κλασικής διάκρισης ανάμεσα σε εμπειρικά ή / και «επιφανειακά» φαινόμενα και «βαθύτερες» ιστορικές τάσεις. Αυτό που προκύπτει είναι η άνιση και αντιφατική συνύπαρξη διαφορετικών αντιφάσεων, δομών και πρακτικών σε μια ιδιαίτερα πρωτότυπη σύλληψη που υπερβαίνει τη διάκριση ουσίας και φαινομένου, αλλά την ίδια στιγμή παραδέχεται πραγματικές διαφορές ως προς τη δραστικότητα. Οι «δομικές» αντιφάσεις δεν είναι «βαθιές» δομές που έρχονται στην επιφάνεια ως απλά φαινόμενα, ενώ οι συγκυριακές τάσεις δεν είναι ούτε απλές εκφράσεις ούτε τυχαία γεγονότα, αλλά έχουν τη δική τους προσίδια υλική ύπαρξη και δραστικότητα. Αλλ όμως με κάθε αυστηρότητα δεν μπορούμε να ισχυριστούμε, ότι αυτές οι «αντιφάσεις» και η «συγχώνευσή» τους δεν είναι τίποτε άλλο από το καθαρό φαινόμενο της θεμελιακής αντίφασης. Γιατί οι «περιστάσεις» ή τα «ρεύματα» που την πραγματώνουν είναι κάτι περισσότερο από το απλό και καθαρό φαινόμενό της. Εξαρτώνται από τις σχέσεις παραγωγής, που αποτελούν σίγουρα έναν από τους όρους της αντίφασης αλλά ταυτόχρονα όμως αποτελούν και τον όρο ύπαρξής της. [ ] Την ενότητα που συγκροτούν σ αυτή τη «συγχώνευση» της επαναστατικής ρήξης, τη συγκροτούν με την ιδιάζουσα ουσία και δραστικότητά τους, και σύμφωνα με τις ιδιαίτερες τροπικότητες της δράσης τους» (Αλτουσέρ 1978: 100-101).[4] Ως αποτέλεσμα, η εισαγωγή της έννοιας του επικαθορισμού δεν αναφέρεται απλώς σε μια σύνθετη σύλληψη της συνάρθρωσης των δομικών και συγκυριακών τάσεων, ούτε παραπέμπει απλώς σε ενδεχομενικές ή ιστορικά συγκεκριμένες αλλαγές στη σχετική βαρύτητα κάθε στιγμής της κοινωνικής ολότητας. Αντίθετα, ο επικαθορισμός αναδύεται ως μια πιο γενική τοποθέτηση πάνω στην εμμενή συνθετότητα και ανισότητα της κοινωνικής πραγματικότητας. Οι απλές αντιφάσεις υπάρχουν αδιαχώριστα από τη συνολική δομή της κοινωνικής ολότητας, με την έννοια της δομής να χρησιμοποιείται εδώ με την πιο γενική έννοια της συνάρθρωσης διαφορετικών πρακτικών και αντιφάσεων. [Η] «αντίφαση» είναι αδιαχώριστη από τη δομή ολόκληρου του κοινωνικού σώματος, μέσα στο οποίο εκδηλώνεται, αδιαχώριστη από τους μορφικούς όρους ύπαρξής της, κι από τις βαθμίδες ακόμα που διευθύνει άρα δείχνουν ότι αυτή η ίδια, στο κέντρο της, επηρεάζεται από αυτές, ότι καθορίζει και καθορίζεται με μια και μόνη κίνηση, και ότι καθορίζεται από τα διάφορα επίπεδα και τις διάφορες βαθμίδες του κοινωνικού σχηματισμού που αυτή ενεργοποιεί: θα μπορούσαμε να την πούμε επικαθοριζόμενη στη βάση της (Αλτουσέρ 1978: 101). Σελίδα 3 / 20

Εδώ είναι που έρχεται η κριτική του Αλτουσέρ στην εγελιανή σύλληψη της ολότητας. Σύμφωνα με τον Αλτουσέρ δεν μπορούμε να αποδεχτούμε μια σύλληψη μιας βαθύτερης κοινωνικής ουσίας που «εκφράζεται» στη συγκεκριμένη ιστορική πραγματικότητα και λειτουργεί ως ο αιτιώδης μηχανισμός της. Δεν μπορούμε να θεωρήσουμε ότι η κοινωνική πραγματικότητα έχει ένα κέντρο. Αντίθετα, είναι εγγενώς έκκεντρη, άνιση και σύνθετη. Αντί για ένα πιθανό «κέντρο», ο Αλτουσέρ προτείνει την έννοια της δομής με δεσπόζουσα που εγγυάται την ενότητα του κοινωνικού όλου, ενώ κάνει σαφές ότι αυτό δεν σημαίνει ότι οι «δευτερεύουσες» αντιφάσεις ή «δομές» είναι απλά φαινόμενα. Αυτό φαίνεται και στο ακόλουθο απόσπασμα από το «Για τη Μαρξιστική Διαλεκτική»: Πιο συγκεκριμένα, η πρόταση αυτή περικλείει τη θέση ότι οι «δευτερεύουσες» αντιφάσεις δεν αποτελούν το καθαρό φαινόμενο της «κύριας» αντίφασης ότι η κύρια αντίφαση δεν είναι η ουσία που οι δευτερεύουσες αντιφάσεις θα ήταν ισάριθμα φαινόμενά της θα ήσαν με τόσο βολικό τρόπο φαινόμενά της, ώστε η κύρια αντίφαση θα μπορούσε να υπάρχει χωρίς τις δευτερεύουσες, ή χωρίς την τάδε και τη δείνα ανάμεσά τους, ή θα μπορούσε να υπάρχει πριν από αυτές ή μετά. Περικλείει αντίθετα τη θέση ότι οι δευτερεύουσες αντιφάσεις είναι ουσιαστικές για την ίδια την ύπαρξη της κύριας αντίφασης ότι αποτελούν πραγματικά τον όρο ύπαρξής της, το ίδιο όπως η κύρια αντίφαση αποτελεί το δικό τους όρο ύπαρξης (Αλτουσέρ 1978: 205). Οι αντιθέσεις δεν μπορούν να θεωρηθούν υπό το πρίσμα μιας αυτο-κίνησης, αυτο-αποξένωσης και εν συνέχεια «υπέρβασης» (Αufhebung) της ουσίας. Οι αντιφάσεις παραπέμπουν στον εγγενώς ανταγωνιστικό χαρακτήρα της κοινωνικής πραγματικότητας και τον τρόπο που η ταξική πάλη δημιουργεί μια αποφασιστική ένταση μέσα στις διαδικασίες της κοινωνικής αναπαραγωγής. Αυτό είναι το κεντρικό σημείο του Αλτουσέρ στο «Για την Υλιστική Διαλεκτική», αφήνοντας κατά μέρος τις πιο θεωρητικιστικές πλευρές του κειμένου που αναφέρονται στη «Θεωρία της θεωρητικής πρακτικής». Με βάση τα παραπάνω, δεν νομίζω ότι υπάρχει ένα χάσμα ως προς την προβληματική των δύο άρθρων του Αλτουσέρ.[5] Και τα δύο θέτουν στο στόχαστρό τους την εκφραστική ολότητα και κάθε σύλληψη μιας εσώτερης ουσίας που απλώς θα εκφραζόταν στις φαινόμενες μορφές. Αυτό που αναδύεται θεωρητικά στο «Για τη Μαρξιστική Διαλεκτική» είναι λιγότερο μια οριστική θεωρητικοποίηση των «κοινωνικών δομών» σε αντιδιαστολή προς τις συγκυρίες και περισσότερο το ανοιχτό ερώτημα πώς μπορεί να συμφιλιωθεί η έμφαση στο συγκεκριμένο και συγκυριακό χαρακτήρα της κοινωνικής πραγματικότητας (με τη στενή έννοια μόνο οι συγκυρίες υπάρχουν) με τους περισσότερο «δομικούς» προσδιορισμούς, που είναι κατά μία έννοια και το κύριο ερώτημα που αντιμετωπίζει η κοινωνική θεωρία. Το «Για τη Μαρξιστική Διαλεκτική» δεν ασχολείται με τις «δομές» σε αντίθεση με τις «συγκυρίες». Αντίθετα, θέτει το ερώτημα πώς να θεωρητικοποιήσουμε την ειδική αντιφατική ενότητα οποιασδήποτε συγκεκριμένης συγκυρίας και κατά συνέπεια τόσο τη γνωσιμότητα και κατανοησιμότητά της όσο και την ικανότητά της να είναι το αντικείμενο της πολιτικής πρακτικής. Το αναντικατάστατο των κειμένων του Λένιν βρίσκεται σε αυτό το σημείο: στην ανάλυση της δομής μιας συγκυρίας, στις μεταθέσεις και τις συμπυκνώσεις των αντιφάσεών της, στην παράδοξη ενότητά τους, που αποτελούν την ίδια την ύπαρξη αυτής της «σύγχρονης στιγμής», που η πολιτική δράση θα τη μετασχηματίσει, με την έντονη έννοια του όρου, ανάμεσα σ ένα Φεβρουάριο και σ έναν Οκτώβριο του 1917 (Αλτουσέρ 1978: 179). Ακόμη και η εισαγωγή της έννοιας της δομής με δεσπόζουσα (που είναι κατά τη γνώμη μου το κοντινότερο σημείο που φτάνει ο Αλτουσέρ ως προς το να δικαιώσει μια πιθανή κατηγορία ότι εισάγει κάποιον a priori κοινωνικό καθορισμό) παρουσιάζεται όντως σαν να προσφέρει έναν τρόπο για να θεωρητικοποιήσουμε καλύτερα τη συνθετότητα των συγκυριών. Το ακόλουθο απόσπασμα από το Να διαβάσουμε το Κεφάλαιο συμπυκνώνει αυτό το σημείο: [Η] κυριαρχία μιας δομής, για την οποία μας δίνει εδώ ένα παράδειγμα ο Μαρξ (κυριαρχία μιας μορφής παραγωγής, π.χ. της βιομηχανικής παραγωγής επί της απλής εμπορευματικής, κ.λπ.) δεν μπορεί να αναχθεί στην υπεροχή ενός κέντρου, όπως και η σχέση των στοιχείων προς τη δομή δεν μπορεί να αναχθεί στην εκφραστική ενότητα της εσώτερης ουσίας και των φαινομένων της. Η ιεραρχία αυτή δεν αντιπροσωπεύει παρά την ιεραρχία Σελίδα 4 / 20

της δραστικότητας ανάμεσα στα διάφορα δομημένα επίπεδα που είναι παρόντα στο όλο: είναι η ιεραρχία της δραστικότητας μιας κυρίαρχης δομής στις εξαρτημένες δομές και τα στοιχεία τους. Έδειξα αλλού ότι η «κυριαρχία» μιας δομής επί των άλλων στην ενότητα μιας συγκυρίας νοείται σε αναφορά προς την αρχή του «σε τελική ανάλυση» καθορισμού των μη οικονομικών δομών από την οικονομική δομή. Αυτός ο «σε τελική ανάλυση καθορισμός» αποτελεί την απόλυτη προϋπόθεση της αναγκαιότητας και της νοησιμότητας των μετατοπίσεων που υφίστανται οι δομές στην ιεράρχηση της δραστικότητας ή της μετατόπισης της «κυριαρχίας» ανάμεσα στα δομημένα επίπεδα του όλου. Μόνον αυτός ο «σε τελική ανάλυση καθορισμός» μας επιτρέπει να ξεφύγουμε από τον αυθαίρετο σχετικισμό των παρατηρούμενων μετατοπίσεων, δίνοντας σ αυτές τις μετατοπίσεις την αναγκαιότητα μιας λειτουργίας (Αλτουσέρ 2003: 313-314). Πριν προχωρήσουμε στο πώς ο Αλτουσέρ προσπάθησε να λύσει αυτό το πρόβλημα, πρέπει να σημειώσουμε ότι ειδικά στα κείμενα από την αρχή της δεκαετίας του 1960 η έννοια της δομής δεν είναι ιδιαίτερα συστηματική. Σε κάποια σημεία ο Αλτουσέρ δείχνει να κάνει μια διάκριση ανάμεσα σε δομή και συγκυρία, αλλά σε άλλα φαίνεται ως εάν να χρησιμοποιεί τον όρο «δομή» με την πιο γενική σημασία του «πώς κάτι είναι αρθρωμένο ή σχεσιακά οργανωμένο». Αυτό φαίνεται και στη φράση «η δομή μιας συγκυρίας» (Αλτουσέρ 1978: 179) που παραπέμπει στο ότι τόσο η δομή όσο η συγκυρία είναι «δομές». 3. Δομές χωρίς δομισμό; Το ίδιο το γεγονός ότι ο ίδιος ο Αλτουσέρ με τρόπο αυτοκριτικό αναφέρθηκε σε ένα «φλερτάρισμα» με το δομισμό, υποδηλώνει ότι όντως αντιμετωπίζουμε μια θεωρητική αντίφαση που διαπερνά το έργο του. Αλλά το να εντοπίσουμε τον κόμβο αυτής της αντίφασης επίσης απαιτεί να αναμετρηθούμε με την αμφισημία της ίδιας της έννοιας του «δομισμού». Εάν θεωρούμε ότι ο δομισμός είναι μια περισσότερο γενική τάση μέσα στην κοινωνική θεωρία που τονίζει τον θεωρητικό αντιανθρωπισμό, την προτεραιότητα των σχέσεων πάνω στους φορείς που καταλαμβάνουν τις θέσεις στον καταμερισμό εργασίας που αυτές οι σχέσεις ορίζουν, και την εκκέντρωση ή υπονόμευση του υποκειμένου με την έννοια της παρουσίασής του ως το αποτέλεσμα διαδικασιών υποκειμενοποίησης, τότε προφανώς και ο Αλτουσέρ μπορεί να θεωρηθεί «δομιστής» στο μεγαλύτερο μέρος της θεωρητικής του διαδρομής. Και όπως τόσο ο Ζιλ Ντελέζ[6] όσο και ο Ετιέν Μπαλιμπάρ (2003)[7] έχουν προτείνει, με αυτή την έννοια ο δομισμός μπορεί επίσης να περιλαμβάνει μια ισχυρή αναφορά στη μετατόπιση, τη ριζική διαφορά και τη μετασχηματιστική δραστικότητα των κοινωνικών πρακτικών.[8] Ωστόσο, νομίζω ότι μπορούμε ακόμη να διακρίνουμε σε αυτό το ευρύ θεωρητικό ρεύμα στην κοινωνική θεωρία τα κρίσιμα σημεία τα οποία συνεπάγονται τη δυνατότητα μιας απόκλισης από μια υλιστική θεώρηση, ακολουθώντας την ίδια την αυτοκριτική του Αλτουσέρ: τη σύλληψη της δομής ως μια συμβολική τάξη που παρουσιάζει το βαθύτερο μήνυμα της κοινωνικής πραγματικότητας, την αντιμετώπιση της δομής ως λανθάνοντος αιτιώδους μηχανισμού και την εικόνα της δομής ως ενός συνδυαστηρίου στοιχείων. Το κρίσιμο ερώτημα είναι πώς να αντιμετωπίσουμε την επιμονή του Αλτουσέρ στην «ύπαρξη της δομής στα αποτελέσματά της» (Αλτουσέρ 2003: 440). Κατά τη γνώμη μου δύο αναγνώσεις είναι δυνατές. Από τη μια, μπορούμε να τη διαβάσουμε ως μια εξαιρετικά πρωτότυπη σύλληψη για το πώς οι δομικοί προσδιορισμοί και οι τάσεις που δείχνουν να έχουν τη μορφή νόμων δεν έχουν δική τους ύπαρξη παρά μόνο εντός συγκεκριμένων κοινωνικών σχηματισμών. Με αυτή την έννοια η δομή δεν έχει οντολογική προτεραιότητα ούτε θεωρείται ότι είναι κάτω από την επιφάνεια. Σε αυτή την ανάγνωση το κοινωνικό δομημένο όλο προτείνεται από τον Αλτουσέρ ως ένας ριζικά καινοτόμος τρόπος να στοχαστούμε την ιστορική ύπαρξη και αιτιότητα. Αν το όλο θεωρηθεί δομημένο, με τύπο ενότητας τελείως διαφορετικό από τον τύπο ενότητας του πνευματικού όλου, τα πράγματα αλλάζουν: είναι αδύνατο, όχι μόνο να σκεφτούμε τον καθορισμό των στοιχείων από τη δομή με την κατηγορία της αναλυτικής και μεταβατικής αιτιότητας, αλλά και να τον σκεφτούμε με την κατηγορία της συνολικής εκφραστικής αιτιότητας μιας μονοσήμαντης εσωτερικής αιτιότητας εμμενούς στα φαινόμενά της. Η Σελίδα 5 / 20

προσπάθεια να σκεφθούμε τον καθορισμό των στοιχείων του όλου από τη δομή του όλου σημαίνει να θέσουμε ένα πρόβλημα τελείως νέο, προξενώντας μέγιστη θεωρητική αμηχανία διότι δεν υπάρχει καμιά φιλοσοφική έννοια που να έχει δημιουργηθεί για να το επιλύσει (Αλτουσέρ 2003: 438). Η δομή υπάρχει στο ίδιο επίπεδο (ή πεδίο εμμένειας για να δανειστούμε την έκφραση του Ντελέζ) με τα συγκεκριμένα ιστορικά γεγονότα, προσφέροντας το μηχανισμό για την αναγκαστικά αντιφατική ενότητά τους αλλά και τις συναρθρώσεις τους. Με αυτή την έννοια η απουσία μιας ορατής μηχανικής αιτίας είναι ακριβώς η εκδήλωση της δραστικότητας της δομής. Η δομή δεν είναι μια ουσία εξωτερική προς τα οικονομικά φαινόμενα που θα μπορούσε να μεταβάλλει την όψη, τις μορφές και τις σχέσεις τους, επιδρώντας πάνω τους ως απούσα αιτία, απούσα ακριβώς επειδή είναι δήθεν εξωτερική προς αυτά. Η απουσία της αιτίας στη «μετωνυμική αιτιότητα» της δομής επί των αποτελεσμάτων της δεν είναι απόρροια της εξωτερικότητας της δομής σε σχέση με τα οικονομικά φαινόμενα. Είναι, αντίθετα, η ίδια η μορφή της εσωτερικότητας της δομής, ως δομής, στα αποτελέσματά της. Άρα αυτό σημαίνει ότι τα αποτελέσματα δεν είναι εξωτερικά προς τη δομή, δεν είναι ένα προϋπάρχον αντικείμενο ή στοιχείο, ένας προϋπάρχων χώρος στον οποίο η δομή θα αποτύπωνε το σημάδι της: σημαίνει, αντίθετα, ότι η δομή ενυπάρχει στα αποτελέσματά της με τη σπινοζική έννοια του όρου, ότι ολόκληρη η ύπαρξη της δομής συνίσταται στα αποτελέσματά της, με δυο λόγια ότι η δομή, που δεν είναι παρά ένας ειδικός συνδυασμός των στοιχείων της, δεν είναι τίποτε έξω από τα αποτελέσματά της (Αλτουσέρ 2003: 440-441). Η διαφορά ανάμεσα στην ουσία και τα φαινόμενα δεν είναι κάποια μορφή οντολογικού δυισμού, αλλά αντίθετα είναι μια διχοτομία στο ίδιο επίπεδο κοινωνικής οντολογίας, κύρια ως το αποτέλεσμα διαδικασιών φενακισμού και παραγνώρισης. Αυτό που κάνει κάτι ορατό ή αόρατο δεν είναι η θέση του σε μια πραγματικότητα που είναι οργανωμένη σε επίπεδα, αλλά καθορίζεται από το εάν παραμένουμε μέσα σε μια ιδεολογική σύλληψη ή όχι. Με αυτή την έννοια το ζήτημα δεν είναι να δούμε το αόρατο κάτω από το ορατό, αλλά να συνειδητοποιήσουμε πώς η δομή του ορατού δημιουργεί τις συνθήκες της μη ορατότητάς του, αυτό που ο Αλτουσέρ περιγράφει ως την «αναγκαιότητα του σκοτεινού πεδίου του μη ορατού ως αναγκαίο αποτέλεσμα της δομής του ορατού πεδίου» (Αλτουσέρ 2003α: 23). Αυτό αποτυπώνεται στο πώς ο Αλτουσέρ αντιμετωπίζει τους κλασικούς της Πολιτικής Οικονομίας και το εάν και κατά πόσο αυτοί μπορούσαν να δουν αυτό που όντως έβλεπαν. Εκείνο που δεν βλέπει η κλασική πολιτική οικονομία, δεν είναι ό,τι δεν βλέπει, αλλά εκείνο ακριβώς που βλέπει δεν είναι κάτι που της λείπει, είναι εκείνο που δεν της λείπει δεν είναι κάτι που της ξεφεύγει, είναι εκείνο που δεν της ξεφεύγει. Η αβλεψία συνίσταται συνεπώς στο να μη βλέπεις αυτό που βλέπεις. Δεν αναφέρεται λοιπόν στο αντικείμενο, αλλά στην ίδια την όραση. Η αβλεψία αφορά την όραση: η μη όραση είναι εσωτερική στην όραση, είναι μια μορφή όρασης, άρα έχει μια αναγκαία σχέση με την όραση (Αλτουσέρ 2003: 25). Από την άλλη, όμως, η έννοια της ύπαρξης μιας δομής στα αποτελέσματά της μπορεί να μας οδηγήσει πίσω σε μια παραλλαγή της διάκρισης ανάμεσα σε ουσία και φαινόμενο, ειδικά εάν δούμε την ύπαρξη ως έκφραση. Και είναι αλήθεια ότι ο Αλτουσέρ σε ορισμένα σημεία φαίνεται να προτείνει ότι η τομή ανάμεσα σε επιστήμη και ιδεολογία σημαίνει να φέρουμε στο προσκήνιο, αυτό που υπάρχει πίσω από το πέπλο της ιδεολογικής μυστικοποίησης, μια βαθύτερη, λανθάνουσα κοινωνική πραγματικότητα. Πρέπει να επιμείνουμε ότι εδώ βρίσκεται ο πραγματικός κίνδυνος ενός «δομισμού»: στην αντιμετώπιση της δομής όχι ως μιας σχεσιακής σύλληψης της κοινωνικής πραγματικότητας αλλά ως του κρυμμένου μυστικού, της βαθύτερης γραμματικής της κοινωνικής πραγματικότητας. Αυτό αποτυπώνεται στην αναφορά του Αλτουσέρ σε μια λανθάνουσα δομή, όπως π.χ. στην αναφορά του στη «λανθάνουσα δομή του όλου» (Althusser etal.: 646) στην πρώτη γαλλική έκδοση του Να διαβάσουμε το Κεφάλαιο (ένα απόσπασμα που αφαιρέθηκε από τις μεταγενέστερες εκδόσεις). Ακολουθώντας, τον G.M. Goshgarian (2003), μπορούμε επίσης να πούμε ότι η ίδια παρέκκλιση (για να χρησιμοποιήσουμε μια ορολογία που χρησιμοποιεί και ο ίδιος ο Αλτουσέρ) είναι εμφανής και στον τρόπο που αντιμετωπίζει ο Αλτουσέρ την παραγωγή (ειδικά με την έννοια μιας γενικής θεωρίας της παραγωγής, τόσο υλική όσο και θεωρητική) ως μια υπόσταση. Και εδώ μπορούμε να σημειώσουμε ότι εάν και ο Αλτουσέρ επέμεινε ότι Σελίδα 6 / 20

αυτό που είχε παρερμηνευθεί ως «στρουκτουραλισμός» στα πρώιμα γραπτά του ήταν στην πραγματικότητά ο Σπινοζισμός του,[9] μπορούμε να πούμε ότι οι αντιφατικές συλλήψεις του Αλτουσέρ αντανακλούν επίσης πιθανές αλληλοσυγκρουόμενες αναγνώσεις του Σπινόζα. Από τη μια έχουμε το πρόβλημα του πώς αντιμετωπίζουμε τη σχέση ανάμεσα στην υπόσταση και τα άλλα επίπεδα καθορισμού στον Σπινόζα, όπου είναι εύκολο να μετακινηθούμε από μια αυστηρά εμμενή σύλληψη σε μια περισσότερο «εκφραστική». Από την άλλη, έχουμε το πρόβλημα του πώς μπορούμε να αντιστοιχήσουμε τις στιγμές του κοινωνικού όλου ή τα επίπεδα της κοινωνικής πραγματικότητας με τις Σπινοζικές έννοιες.[10] Από τον Αλτουσεριανό κύκλο μόνο η πρόταση του Πιέρ Μασερέ να αντιμετωπίσουμε την κοινωνική πραγματικότητα με όρους μιας σχέσης ανάμεσα σε ενικές ουσίες, με την έμφαση να πέφτει πάνω στο σχεσιακό χαρακτήρα τους, είναι η πιθανώς πιο συνεκτική προσπάθεια για μια Σπινοζική σύλληψη των κοινωνικών «δομών». Τα συγκροτησιακά στοιχεία ενός ατόμου είναι με τη σειρά τους σύνθετες πραγματικότητες, αποτελούμενες από διακριτά μέρη που συνυπάρχουν σε αυτές και που αυτά τα ίδια καθορίζονται έξω απ αυτή τη σχέση (rapport) και ούτω καθεξής επ άπειρον, δεδομένου ότι για τον Σπινόζα η ανάλυση της πραγματικότητας δεν τελειώνει ποτέ και δεν μπορεί να οδηγήσει σε απολύτως απλά όντα, βάσει των οποίων θα μπορούσε να οικοδομηθεί το σύνθετο σύστημα των συνδυασμών τους. Κυριολεκτικά μιλώντας, υπάρχουν μόνο σχέσεις (Macherey 1979: 218). Ωστόσο, πρέπει να επιμείνουμε ότι αν και αυτό το «φλερτάρισμα» με μια θεωρία ή έννοια της παραγωγής εν γένει είναι όντως μια «δομιστική πλευρά» του αρχικού Αλτουσεριανού σχεδίου, αυτό δεν σημαίνει ότι ήταν και η κυρίαρχη πλευρά. Ο ίδιος ο Αλτουσέρ σε πολλά σημεία απομακρύνεται από μια τέτοια θεώρηση, κάτι που φαίνεται στο ακόλουθο απόσπασμα από το Να Διαβάσουμε το Κεφάλαιο. Πρέπει να πούμε πως, όπως δεν υπάρχει παραγωγή γενικά, δεν υπάρχει και ιστορία γενικά. Υπάρχουν ιδιαίτερες δομές ιστορικότητας (Αλτουσέρ 2003: 328). Ήταν κυρίως ο Μπαλιμπάρ, στο δικό του κείμενο μέσα στο Να Διαβάσουμε το Κεφάλαιο, που επέμεινε ότι μια πιθανή θεωρητικοποίηση των τρόπων παραγωγής απαιτεί μια έννοια του τρόπου παραγωγής εν γένει και διατυπώνει τη γνώμη ότι αυτή ήταν και η θέση του Μαρξ. Η περιοδολόγηση αναφορικά με τους τρόπους παραγωγής στην καθαρότητά τους δημιουργεί αρχικά μια θεωρία της ιστορίας. Έτσι, οι περισσότερες ενδείξεις στις οποίες ο Μαρξ συνοψίζει τα στοιχεία του ορισμού του είναι συγκριτικές ενδείξεις. Αλλά πίσω από αυτή την περιγραφική ορολογία (οι άνθρωποι δεν παράγουν με τον ίδιο τρόπο στους διάφορους ιστορικούς τρόπους παραγωγής, ο καπιταλισμός δεν κρύβει την καθολική φύση των οικονομικών σχέσεων) υπάρχει η ένδειξη αυτού που επιτρέπει τις συγκρίσεις στο επίπεδο της δομής. Πρόκειται για την αναζήτηση των αμετάβλητων καθορισμών (των «κοινών χαρακτηριστικών») της «παραγωγής εν γένει» που δεν υπάρχει ιστορικά, αλλά της οποίας συνιστούν παραλλαγές οι ιστορικοί τρόποι παραγωγής (Μπαλιμπάρ 2003: 467). Σύμφωνα με τον Μπαλιμπάρ τα ίδια στοιχεία ή μορφές (ο εργαζόμενος, τα μέσα παραγωγής, το αντικείμενο της εργασίας, κ.λπ.) σε διαφορετικούς συνδυασμούς διαμορφώνουν διαφορετικούς τρόπους παραγωγής. Ως αποτέλεσμα μπορούμε να «συντάξουμε τον πίνακα των στοιχείων κάθε τρόπου παραγωγής, τον πίνακα των σταθερών της ανάλυσης των μορφών» (Μπαλιμπάρ 2003: 475). Ο ιδιαίτερα «δομιστικός» χαρακτήρας αυτής της θέσης έγκειται στον αφηρημένο χαρακτήρα και το γεγονός ότι δεν αποτυπώνει την προτεραιότητα της σχέσης πάνω στα στοιχεία που συσχετίζονται και πώς καθορίζονται από την ίδια τη σχέση. Και εδώ η κριτική του Αλτουσέρ στον Λεβί-Στρως το 1966 είναι ιδιαίτερα σημαντική, γιατί δείχνει ότι ο Αλτουσέρ απομακρύνεται ακριβώς από εκείνη τη σύλληψη της δομής, ως κάποιου είδους βαθύτερης ουσίας που καθορίζει την κοινωνική πραγματικότητα. Αυτό φαίνεται ιδιαίτερα στην κριτική του Αλτουσέρ στη λειτουργιστική και αναγωγιστική σύλληψη των δομών συγγένειας που δεν μπορεί να στοχαστεί τη συνθετότητα της κοινωνικής πραγματικότητας. Σελίδα 7 / 20

Εν ολίγοις, καθώς ο Λεβί-Στρως δεν γνωρίζει ότι οι δομές συγγένειας παίζουν το ρόλο των παραγωγικών σχέσεων στους πρωτόγονους κοινωνικούς σχηματισμούς (καθότι δεν γνωρίζει τι είναι οι παραγωγικές σχέσεις, αφού δεν γνωρίζει τι σημαίνει κοινωνικός σχηματισμός, τρόπος παραγωγής κ.λπ.), υποχρεώνεται να τις προσεγγίσει είτε «συναρτήσει» του ανθρωπίνου πνεύματος, είτε συναρτήσει του «εγκεφάλου» και της κοινής (δυαδικής) μορφής καταστατικής αρχής τους, είτε συναρτήσει ενός κοινωνικού ασυνειδήτου που διασφαλίζει τις λειτουργίες επιβίωσης της κοινωνίας (Αλτουσέρ 2005α: 92). Εξίσου σημαντική είναι η επιμονή του Αλτουσέρ ότι αυτό που ορίζει τη μη ιδεολογική σκέψη είναι η έμφαση στην ενικότητα, η προσπάθεια να θεωρητικοποιηθεί, μέσα από θεωρητικές έννοιες, το ενικό. Και έχει ενδιαφέρον ότι στο ίδιο κείμενο για τον Λεβί-Στρως ο Αλτουσέρ αναφέρεται σε ενικές ουσίες, απομακρυνόμενος από μια προηγούμενη έμφαση σε υποστάσεις: [Η] σύγχρονη επιστημονική σκέψη έχει αναλάβει να στοχαστεί την ενικότητα [ ] [Η] σκέψη του ενικού και του συγκεκριμένου είναι εφικτή μόνο μέσω εννοιών («αφηρημένων» και «γενικών» εννοιών), και αυτή ακριβώς είναι η προϋπόθεση της σκέψης του ενικού, δεδομένου ότι δεν υπάρχει σκέψη δίχως έννοιες (αφηρημένες και «γενικές» έννοιες). Και εξάλλου, δεν πάει καιρός από τότε που φιλόσοφοι σαν τον Σπινόζα (με τις «ενικές ουσίες») και τον Λάιμπνιτς ανέθεσαν στη μη άγρια σκέψη το καθήκον να στοχαστεί την ενικότητα (και επομένως παρήγαγαν φιλοσοφικά την πραγματικότητα της σύγχρονης επιστήμης) (Αλτουσέρ 2005α: 96-97). Και εδώ αναδύεται η σημασία και η πρωτοτυπία της παρέμβασης του Μασερέ στη δεκαετία του 1960 και η κριτική που άσκησε στη δομιστική προσπάθεια να αναζητηθεί το βαθύτερο νόημα των λογοτεχνικών κειμένων. Ορθά ο Warren Montag (1998, 2003) έχει τονίσει τη σημασία των κειμένων του Μασερέ, τόσο ως απόδειξη του χάσματος που χωρίζει ακόμη και τον «Υψηλό Αλτουσεριανισμό» από το δομισμό, αλλά και ως επίδραση πάνω στον ίδιο τον Αλτουσέρ. Η τοποθέτηση του Μασερέ αποτυπώνεται στο παρακάτω απόσπασμα στο οποίο περιγράφει τη δομιστική ανάγνωση των λογοτεχνικών κειμένων. Το να ανασύρεις μία δομή σημαίνει να αποκρυπτογραφήσεις ένα αίνιγμα, να ανασκάψεις ένα θαμμένο μήνυμα: η κριτική ανάγνωση πραγματοποιεί την ίδια λειτουργία πάνω στο έργο που η γραφή έπρεπε να επιτελέσει πάνω στα σημεία (ή τα θέματα) που συνδύασε. Η κριτική παράγει απλώς μια προ-κατοχυρωμένη αλήθεια, όμως αυτό θα μπορούσε να θεωρηθεί καινοτομία καθώς το ιδανικό είναι να προηγείται του έργου (Macherey 2006: 158). Έτσι, η Θεωρία της Λογοτεχνικής Παραγωγής γίνεται μια σαρωτική κριτική του δομισμού. Όχι μόνο απορρίπτει κάθε έννοια «οργανικής» ολότητας, αλλά με μια κίνηση που θυμίζει μεταγενέστερες πλευρές των «αποδομιστικών» αναγνώσεων, επιμένει ότι το «έργο υπάρχει πάνω από όλα μέσα από τις καθοριστικές απουσίες του, μέσα από αυτό που δεν λέει, στη σχέση του με αυτό που δεν είναι. [ ] [Το νόημα] δεν είναι θαμμένο στα βάθη του [ ] Δεν είναι μέσα στο έργο, αλλά στο πλάι του» (Macherey 2006: 172). Αυτό έχει ως αποτέλεσμα ο ίδιος ο στόχος της γνώσης να παρουσιάζεται με τρόπο ριζικά διαφορετικό: Ο σκοπός της γνώσης δεν είναι η ανακάλυψη ενός λόγου ή ενός μυστικού. Μέσα από μια αναντικατάστατη ακολουθία, η γνώση υπαινίσσεται εκείνη τη ριζική ετερότητα από την οποία το αντικείμενο αποκτά μια ταυτότητα, εκείνη την αρχική διαφορά που περιορίζει και παράγει όλη την πραγματικότητα, εκείνη την καταστατική απουσία που είναι πίσω από το έργο. Εάν η έννοια της δομής έχει κάποιο νόημα, αυτό έγκειται στο ότι ορίζει αυτή την απουσία, αυτή τη διαφορά, αυτή την καθοριστική ετερότητα (Macherey 2006: 168). Η ίδια θέση είναι εμφανής και στη συμβολή του Μασερέ στο Να Διαβάσουμε το Κεφάλαιο, όπου απορρίπτει κάθε έννοια εύτακτης ολότητας προς όφελος μιας σύλληψης της γνώσης που παλεύει όχι να βάλει σε τάξη την πραγματικότητα, αλλά να συνδέσει την πιθανή αταξία της σκέψης στην πραγματική αταξία της κοινωνικής πραγματικότητας. Γι αυτό επιμένει σε μια πιθανή λογική της διαφοράς και της ανισότητας. Είναι προφανές ότι αυτή η θέση απέχει πολύ τόσο από τον υψηλό δομισμό όσο και από το λειτουργισμό. Οι «δομές» παρουσιάζονται ως πεδία απουσιών, συγκρούσεων και ριζικών διαφορών. Σελίδα 8 / 20

Η πραγματική ορθολογικότητα και η πραγματική λογική αφορούν τη διαφορά και την ανισότητα. Παράγουμε γνώση σημαίνει ότι αντιμετωπίζουμε, χρησιμοποιούμε την αταξία ως τάξη. Γι αυτό ακριβώς. Η δομή της γνώσης δεν είναι ποτέ διαφανής, αλλά σκοτεινή, διασπασμένη, ημιτελής, υλική (Μασερέ 2003: 275). Μπορούμε επομένως να πούμε ότι ο δομισμός αναδύεται στο έργο του Αλτουσέρ όχι όπου αναφέρεται σε δομές αλλά σε όλα εκείνα τα σημεία όπου η διαλεκτική του ορατού και του αόρατου, αντί για πλευρά της πραγματικότητας μέσα στην ίδια της την εμμένεια αντιμετωπίζεται ως μια διαλεκτική ανάμεσα στο εμφανές και το κρυμμένο, ανάμεσα στο εφήμερο και το αιώνιο, ανάμεσα στο τυχαίο και αυτό που καθορίζεται από νόμους. Ωστόσο, η έμφαση στην ενικότητα των τρόπων παραγωγής και των κοινωνικών σχηματισμών, στον εμμενή χαρακτήρα της κοινωνικής αιτιότητας, στη σύλληψη της γνώσης ως παραγωγής (και όχι ως «εξαγωγής» ενός κρυμμένου πυρήνα αλήθειας), στη σύγκρουση, την ανισότητα και τη ριζική διαφορά σηματοδοτούν την απόσταση ανάμεσα στον «Αλτουσεριανισμό» και το δομισμό. 4. Από τις δομές στις σχέσεις με διάρκεια Η προσπάθεια του ίδιου του Αλτουσέρ να απομακρυνθεί από το δομισμό πήρε πολλές μορφές, ειδικά στη μακρά διαδικασία θεωρητικής αυτοκριτικής στην οποία επιδόθηκε. Η πρώτη και βασική μορφή αυτής της διαδικασίας «διόρθωσης» ήταν η αυξανόμενη έμφαση στην προτεραιότητα της πάλης των τάξεων ως προς την ύπαρξη των ίδιων των τάξεων. Για τους επαναστάτες αντίθετα οι τάξεις δεν μπορούν να διαχωριστούν από την πάλη των τάξεων. Η πάλη των τάξεων και η ύπαρξη των τάξεων είναι ένα και το αυτό. Για να υπάρχουν σε μια «κοινωνία» τάξεις, πρέπει η κοινωνία αυτή να είναι διαιρεμένη σε τάξεις: αυτή η διαίρεση δεν γίνεται εκ των υστέρων, αλλά η εκμετάλλευση μιας τάξης απ την άλλη, δηλαδή η πάλη των τάξεων, συνιστά τη διαίρεση σε τάξεις. Γιατί η εκμετάλλευση είναι κιόλας ταξική πάλη. Κατά συνέπεια, από την πάλη των τάξεων πρέπει να ξεκινήσουμε για να κατανοήσουμε τη διαίρεση σε τάξεις, για να κατανοήσουμε την ύπαρξη και τη φύση των τάξεων. Πρέπει λοιπόν να βάζουμε την πάλη των τάξεων στην πρώτη γραμμή (Αλτουσέρ 1977: 65-66). Κατά τη γνώμη μου είναι λάθος να θεωρούμε ότι αυτή η τοποθέτηση είναι απλώς ένα παράδειγμα κάποιας αριστερίστικης στροφής του Αλτουσέρ προς κάποιον μαχητικό «κινηματισμό». Σε μεγάλο βαθμό είναι μια τοποθέτηση πάνω σε ζητήματα κοινωνικής οντολογίας και μια σαφής ρήξη με το «δομισμό». Αντί για στοιχεία που προϋπάρχουν και στη συνέχεια επανασυνδυάζονται σε διάφορες μορφές, εδώ έχουμε ακριβώς τη σχέση (την ανταγωνιστική ταξική σχέση) να καθορίζει τα ίδια τα στοιχεία που εισέρχονται μέσα στη σχέση. Είναι φανερό ότι με βάση τα παραπάνω η ίδια η έννοια της δομής αλλάζει, καθώς η σύγκρουση, η ρήξη και ο ανταγωνισμός εγγράφονται στο ίδιο της το κέντρο. Μια πολύ πιο σχεσιακή εικόνα της κοινωνικής πραγματικότητας προκύπτει: μια σχέση έχει προτεραιότητα απέναντι στα στοιχεία που συσχετίζει. Όσο, όμως, καλοδεχούμενη και εάν ήταν αυτή η στροφή προς την πάλη των τάξεων ως την «κινητήρια δύναμη της ιστορίας», υπήρχε ακόμη ο κίνδυνος να αντιμετωπιστεί η κοινωνική πραγματικότητα ως ένα απλό συνονθύλευμα από αγώνες και συγκρούσεις. Με ποιο τρόπο μπορούμε να θεωρητικοποιήσουμε τη σχετική σταθερότητα των κοινωνικών μορφών και δομών; Ένας από τους τρόπους που ο Αλτουσέρ προσπάθησε να αντιμετωπίσει αυτά τα προβλήματα ήταν η ολοένα και μεγαλύτερη έμφαση στην αναπαραγωγή στα κείμενά του των τελών της δεκαετίας του 1960, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα το μεγάλο χειρόγραφο του 1969 πάνω στην Αναπαραγωγή (Althusser 1995), απόσπασμα του οποίου ήταν και το γνωστό άρθρο «Ιδεολογία και Ιδεολογικοί Μηχανισμοί του Κράτους». Το ερώτημα της αναπαραγωγής είναι κρίσιμο εάν θέλουμε να αντιμετωπίσουμε το ερώτημα πώς οι κοινωνικές σχέσεις και μορφές τείνουν να είναι σταθερές χωρίς να καταφύγουμε σε λανθάνουσες δομές ως ασύνειδες Σελίδα 9 / 20

τάσεις ή ιστορικές σταθερές. Νομίζω ότι η έκταση των κειμένων του Αλτουσέρ πάνω στην ιδεολογία και τους ιδεολογικούς μηχανισμούς, η υλικότητα των οποίων εγγυάται την αναπαραγωγή όχι μόνο των ιδεολογικών παραγνωρίσεων αλλά και των σχέσεων παραγωγής, αποτελούν μια προσπάθεια να στοχαστεί την αναπαραγωγή των «δομικών σχέσεων» με έναν μη τελεολογικό τρόπο. Και είναι εδώ που η ύπαρξη ενός τρόπου παραγωγής συνδέεται με τη διάρκειά του, πιο σωστά την ικανότητά του να διαρκεί και την αναπαραγωγή του. Η «δομή» επομένως είναι μια σχέση που υπάρχει επειδή διαρκεί, και διαρκεί επειδή αναπαράγεται μέσα από την υλική δραστικότητα του συστήματος των υλικών μηχανισμών που εγγυάται αυτή την αναπαραγωγή. Είναι ευνόητο ότι εάν ένας τρόπος παραγωγής διαρκεί όσο διαρκεί το σύστημα των κρατικών μηχανισμών που διασφαλίζει τις συνθήκες αναπαραγωγής (αναπαραγωγή = διάρκεια) της βάσης του, δηλαδή των παραγωγικών του σχέσεων, τότε για να διακόψουμε τις συνθήκες της αναπαραγωγής (= διάρκειας = ύπαρξης) ενός τρόπου παραγωγής και για να εγκαθιδρύσουμε νέες παραγωγικές σχέσεις χρειάζεται να επιτεθούμε στο σύστημα των κρατικών μηχανισμών και να καταλάβουμε την κρατική εξουσία (Althusser 1995: 182). Αν και η χρήση της έννοιας της δομής στα κείμενα του Αλτουσέρ στη δεκαετία του 1970 είναι μικρή, ωστόσο αυτό δεν σημαίνει ότι ο Αλτουσέρ εγκαταλείπει κάθε έννοια «δομικών προσδιορισμών». Αντιμετωπίζοντας τα πιθανά θεωρητικά προβλήματα κάθε σύλληψης των τρόπων παραγωγής ως «λανθανουσών δομών», επιλέγει ένα διαφορετικό θεωρητικό λεξιλόγιο που αναφέρεται σε σχέσεις, υλικές πρακτικές και μηχανισμούς που τις αναπαράγουν. Η αναφορά σε πρακτικές, αγώνες και μηχανισμούς λειτουργεί ως ο τρόπος για να αποφύγει τον κίνδυνο του δυισμού και να κάνει ακόμη πιο σαφή τη δυνατότητα μιας εμμενούς αιτιότητας. Με αυτή την έννοια, είναι προφανές ότι ο Αλτουσέρ επιμένει, τόσο στην αρχή της δεκαετίας του 1960 όσο και στη δεκαετία του 1970, ότι υπάρχουν μόνο ενικοί ιστορικοί κοινωνικοί σχηματισμοί. Με όρους κοινωνικής οντολογίας δεν μπορεί να υπάρξει κάποιος δυισμός ανάμεσα σε δομή και συγκυρία. Οι κοινωνικοί σχηματισμοί είναι συγκεκριμένες άνισες και αντιφατικές συναρθρώσεις τρόπων παραγωγής και κοινωνικών μορφών. Οι τρόποι παραγωγής πρέπει να οριστούν ως κυρίαρχες κοινωνικές σχέσεις που τείνουν να αναπαραχθούν μέσα από την παρέμβαση υλικών πρακτικών και μηχανισμών, ενώ η κυριαρχία τους αποτελεί καθαυτή ένα επίδικο της πάλης των τάξεων. Η αναπαραγωγή των κοινωνικών σχέσεων (και πρωτίστως των κοινωνικών σχέσεων παραγωγής) αντιπροσωπεύει τη «δομική» πλευρά της κοινωνικής πραγματικότητας. Η συγκυριακή πλευρά αντιπροσωπεύεται από το συσχετισμό δύναμης που μπορεί να οριστεί ως ο συγκεκριμένος συσχετισμός ανάμεσα στην αναπαραγωγή και τη ρήξη. Η ταξική πάλη είναι καθοριστική και στα δύο επίπεδα. Αυτό προκύπτει και από την έμφαση που δίνει ο Αλτουσέρ στη διαφορά και την ανισότητα ως πλευρές μιας υλιστικής σύλληψης της αντίφασης, αλλά επίσης και από την έμφασή του όχι μόνο στον επικαθορισμό, αλλά και στον υποκαθορισμό. [Ε]αν πάρουμε στα σοβαρά τη φύση του μαρξιστικού όλου και την ανισότητά του, πρέπει να φτάσουμε στην ιδέα ότι αυτή η ανισότητα αναγκαστικά αντανακλάται στην μορφή του επικαθορισμού ή του υποκαθορισμού της αντίφασης [ ] [Η] αντίφαση, όπως την βρίσκουμε στο Κεφάλαιο, έχει αυτή την εκπληκτική ιδιαιτερότητα να είναι άνιση, να συσχετίζει αντίθετους όρους τους οποίους δεν βρίσκουμε με το να αποδίδουμε στον άλλο το αντίθετο σήμα από τον πρώτο, γιατί βρίσκονται σε μια σχέση ανισότητας που αναπαράγει δίχως τέλος τις συνθήκες ύπαρξης του ίδιου του γεγονότος αυτής της αντίφασης. [ ] Γιατί η εργατική τάξη δεν είναι το αρνητικό της τάξης των καπιταλιστών, δεν είναι η τάξη των καπιταλιστών με αρνητικό πρόσημο, στερημένη των κεφαλαίων και των εξουσιών της και η τάξη των καπιταλιστών δεν είναι η εργατική τάξη με θετικό πρόσημο, αυτό του πλούτου και της εξουσίας. Δεν έχουν την ίδια ιστορία, δεν έχουν τον ίδιο κόσμο, δεν έχουν τα ίδια μέσα, δεν διεξάγουν την ίδια πάλη των τάξεων, και όμως έρχονται σε αντιπαράθεση και αυτό σίγουρα είναι μια αντίφαση, γιατί η σχέση της σύγκρουσής τους αναπαράγει τους όρους της σύγκρουσης αντί να τους υπερβαίνει μέσα σε μια όμορφη εγελιανή ανύψωση και συμφιλίωση (Althusser 2006a: 175-177). Νομίζω ότι αυτή η έννοια του υποκαθορισμού γενικά δεν έχει τύχει της προσοχής που της αξίζει. Για τον Μπαλιμπάρ αυτή η αινιγματική αναφορά στον υποκαθορισμό στην «Υποστήριξη της Αμιένης» το 1975 παραπέμπει στην ανάγκη να στοχαστούμε πέρα από την «αναγκαιότητα της ενδεχομενικότητας», ακόμη το «ενδεχομενικό αυτής της ενδεχομενικότητας, την υποκαθορισμένη πολλαπλότητα δυνατοτήτων ή τάσεων που Σελίδα 10 / 20

συνυπάρχουν μέσα στο ίδιο συμβάν» (Balibar 1996: ΧΙΙΙ). Ο Mikko Lahtinen έχει προσφέρει μια περιεκτική εξέταση της σημασίας της στη σκέψη του Αλτουσέρ πάνω στη συνθετότητα και την ανισότητα των αντιφάσεων (Lahtinen 2009: 33-43). Σύμφωνα με τον Lahtinen η συνάρθρωση και ο επικαθορισμός των αντιφάσεων συνεπάγεται ότι την ίδια στιγμή άλλες αντιφάσεις ή στοιχεία της κοινωνικής πραγματικότητας ή της συγκυρίας υποκαθορίζονται και αυτό, μαζί με τον αναγκαστικά μετατοπισμένο και συμπυκνωμένο χαρακτήρα των αντιφάσεων, διαμορφώνει τη βάση της ίδιας της συνθετότητάς τους. Νομίζω ότι τόσο ο Μπαλιμπάρ όσο και ο Lahtinen προσφέρουν μια αναγκαία υπενθύμιση της σημασίας της έννοιας του υποκαθορισμού. Φέρνουν στο προσκήνιο το γεγονός ότι στοιχεία της κοινωνικής πραγματικότητας, αν και παρόντα και όντως υπαρκτά, δεν μπορούν να ξεπεράσουν ένα ορισμένο κατώφλι δραστικότητας ή «κατώφλι καθορισμού» (Althusser 2006a: 178) και επομένως δεν μπορούν να επηρεάσουν την κοινωνική πραγματικότητα. Με αυτή την έννοια μπορεί κανείς να πει ότι είναι κοντά στην έννοια του μη υπαρκτού (inexistent) που πρόσφατα εισήγαγε ο Μπαντιού (2006) για να περιγράψει αυτό που μέσα σε μια δοσμένη κατάσταση διαθέτει έναν ελάχιστο βαθμό ύπαρξης μέχρι που εμφανίζεται η ριζική αλλαγή και αποκτά ένα μέγιστο βαθμό ύπαρξης οδηγώντας στο συμβάν ως ριζική καινοτομία και ρήξη. Ωστόσο θεωρώ ότι η έννοια του υποκαθορισμού έχει ένα θεωρητικό πλεονέκτημα σε σχέση με το μη υπαρκτό του Μπαντιού. Σύμφωνα με τη θεώρηση του Αλτουσέρ, ο υποκαθορισμός δεν είναι μια έμφυτη ιδιότητα μιας αντίφασης ή του στοιχείου κάποιας αντίφασης, αλλά είναι το αποτέλεσμα ενός συγκεκριμένου συσχετισμού δύναμης ανάμεσα σε αντιφάσεις και ανάμεσα στους όρους των αντιφάσεων. Κάτι είναι υποκαθορισμένο γιατί κάτι άλλο το επικαθορίζει. Η αλλαγή στο βαθμό δραστικότητας μπορεί να εξηγηθεί από την αλλαγή στο συσχετισμό δύναμης. Αντίθετα, η αναφορά του Μπαντιού στο μη υπαρκτό μέσα στην κατάσταση δεν περιλαμβάνει καμιά εξήγηση για το πώς μπορεί να επέλθει μια αλλαγή στο βαθμό ή την ένταση της ύπαρξής του ως μη υπαρκτού. Το αποτέλεσμα είναι ότι παρότι ο Μπαντιού εισήγαγε την έννοια του μη υπαρκτού ως έναν τρόπο για να απαντήσει στις κριτικές που είχαν ασκηθεί στην αρχική σύλληψη του συμβάντος ως πλήρως τυχαίου και απρόβλεπτου, το πρόβλημα παραμένει.[11] Νομίζω, επίσης, ότι αυτή η σύλληψη του υποκαθορισμού μιας αντίφασης ή ενός στοιχείου μπορεί να μας βοηθήσει να στοχαστούμε τη σχέση ανάμεσα στο ορατό και το μη ορατό μέσα στο πεδίο του ίδιου του ορατού, ένα ερώτημα στο οποίο αναφέρθηκα και πιο πάνω ως μια σημαντική πρόκληση εάν θέλουμε να αποφύγουμε να στοχαστούμε με όρους λανθανουσών τάσεων ως «κρυμμένων δομών». Κάτι μπορεί να είναι μη ορατό όχι μόνο εξαιτίας του ιδεολογικού φενακισμού και της αντίστοιχης παραγνώρισης, αλλά και επειδή είναι υποκαθορισμένο και κατά συνέπεια αδυνατεί να φτάσει σε εκείνο το επίπεδο ιστορικής ύπαρξης που είναι αναγκαίο για την άμεση πρόσληψη ή ορατότητά του. Το γεγονός ότι αυτός ο υποκαθορισμός και κατά συνέπεια η μη ορατότητα είναι το αποτέλεσμα του επικαθορισμού, της μετατόπισης και της συμπύκνωσης των αντιφάσεων, μας επιτρέπει να αποφύγουμε κάθε δυισμό και να διατηρήσουμε την ορατότητα και τη μη ορατότητα, την ύπαρξη και τη μη ύπαρξη στο ίδιο οντολογικό επίπεδο, ή πεδίο εμμένειας. Επίσης, μας επιτρέπει να στοχαστούμε αυτά τα ερωτήματα με ένα σχεσιακό και διαλεκτικό τρόπο. Το ορατό και το μη ορατό μέσα στο ίδιο το πεδίο του ορατού δεν συνυπάρχουν απλώς, συνδέονται σε μια διαλεκτική και αναγκαστικά αντιφατική σχέση αμοιβαίου καθορισμού και αντιπροσωπεύουν, σε τελική ανάλυση, επίδικα της πάλης των τάξεων, ως της κυρίας κινητήριας δύναμης του επικαθορισμού, της μετατόπισης και της συμπύκνωσης των αντιφάσεων. Ίσως ένας τρόπος να ξαναστοχαστούμε τη σχέση ανάμεσα στον επικαθορισμό και τον υποκαθορισμό είναι να τη δούμε ως κάτι παραπάνω από μια αναφορά στην ανισότητα των αντιφάσεων και την ενικότητα της συνάρθρωσής τους. Όπως έχει προτείνει και ο Μπαλιμπάρ (1996), όντως παραπέμπει σε ένα φιλοσοφικό πρόγραμμα να ξαναδούμε τη σχέση ανάμεσα σε ενικές συγκυρίες και την πολλαπλότητα των σχέσεων που τις καθορίζουν σε μη δυϊστικούς και μη μεταφυσικούς όρους, χωρίς να καταφεύγουμε στη διχοτομία ανάμεσα σε ύπαρξη / δυνατότητα. Μία πιθανή απάντηση θα ήταν να ακολουθήσουμε την ανάγνωση που κάνει ο Μασερέ στην έννοια των ενικών πραγμάτων στον Σπινόζα και στην ύπαρξη ή μη ύπαρξή τους σε μια συνεχή κίνηση αιτιωδών καθορισμών.[12] Εξίσου σημαντική είναι η απόρριψη από τον Μασερέ μιας μεταφυσικής σύλληψης της δυνατότητας, που αποτυπώνεται στην επιμονή του να μην αντιμετωπίζουμε το conatus ως δυνάμεις (Macherey 1979: 212). Η ύπαρξη και η μη ύπαρξη, η εμφάνιση και η μη εμφάνιση, η αντίληψη και η μη αντίληψη είναι το αποτέλεσμα μιας ολόκληρης αλυσίδας από αιτιώδεις καθορισμούς, που ανήκουν στο ίδιο επίπεδο ως προς την Σελίδα 11 / 20

οντολογία, το ίδιο πεδίο εμμένειας. Όπως έχει υποστηρίξει και ο Μπαλιμπάρ, ο Σπινόζα αντιστρέφει την «παραδοσιακή αναπαράσταση του πραγματικού και του δυνατού, με το να εγγράφει κάθε σκέψη του δυνατού στην τάξη του πραγματικού, χωρίς να το μετατρέπει ούτε σε αναμονή της ενεργοποίησης ούτε στο λογικό σύμπαν από το οποίο θα ανέσυρε τις συνθήκες ύπαρξής του» (Balibar 1990a: 64).[13] 5. Από τη δομή στη συνάντηση Η προσπάθεια του Αλτουσέρ να στοχαστεί με νέους όρους τη σχέση ανάμεσα στις περισσότερο «δομικές» και τις περισσότερο «ιστορικές / συγκυριακές» πλευρές φαίνεται στην ανάγνωση που κάνει για τη σχέση ανάμεσα στα περισσότερο «αφηρημένα» και τα περισσότερο «συγκεκριμένα» κεφάλαια του πρώτου τόμου του Κεφαλαίου και την επιμονή του ότι τα περισσότερο «συγκεκριμένα» κεφάλαια είναι όντως από θεωρητική άποψη αναντικατάστατα, έστω και εάν φαίνονται να υπερβαίνουν τη διάταξη παρουσίασης που ο ίδιος ο Μαρξ προκρίνει. Δεν είναι επομένως παράδοξη η παρουσία του «εξωτερικού» στο Κεφάλαιο. Μέσα από τα κεφάλαια αυτά, που διασχίζουν και υπερβαίνουν τη σειρά παρουσίασης, το «εξωτερικό» παρεμβάλλεται σα θεωρητικό στοιχείο απαραίτητο στο σχέδιο της «κριτικής της πολιτικής οικονομίας»: Παρεμβάλλεται για να προδίδει το νόημα του «υποβιβασμού» που πραγματοποιείται από τη σειρά παρουσίασης, της οποίας ο Μαρξ αποδέχτηκε τις θεωρητικές πιέσεις, για να επιβεβαιώσει την πραγματική σημασία της ανάλυσης που εκτυλίσσεται στο αυστηρό πεδίο αυτού του «υποβιβασμού», και επομένως για να υπερβεί τα αναγκαία του όρια (Αλτουσέρ 1986: 80). Αυτό δεν σημαίνει ότι αυτή η προσπάθεια για μια νέα ανάγνωση της σχέσης ανάμεσα στις δομικές και τις συγκυριακές μορφές είναι απαλλαγμένη από αντιφάσεις. Κάθε προσπάθεια να γίνουν περισσότερο εμφανείς οι καθορισμοί που ο Αλτουσέρ αρχικά περιέγραψε ως «δομική αιτιότητα» έχει τον κίνδυνο μιας επιστροφής στον εμπειρισμό ή σε κάτι σαν το παραλληλόγραμμο των ατομικών πρακτικών (που ήταν η λύση που πρότεινε ο Ένγκελς στην επιστολή στον Μπλοχ το 1890 [Marx - Engels 1982: 394-396] στην οποία άσκησε κριτική ο Αλτουσέρ στο επίμετρο του κειμένου του «Αντίφαση και Επικαθορισμός»). Παραδείγματα αυτής της αντιφατικής τάσης του Αλτουσέρ να αναζητά μια ορισμένη αμεσότητα των κοινωνικών πρακτικών σε αντιδιαστολή προς μη προφανείς δομικούς προσδιορισμούς είναι η εγκατάλειψη κάθε θεωρίας του φετιχισμού ως αυθόρμητα αναδυομένης ιδεολογίας και η άρνηση της διάκρισης ανάμεσα σε αξίες και τιμές παραγωγής (Althusser 2006: 40), αν και αποτελεί ένα από τα παραδείγματα όπου η δομική αιτιότητα μπορεί να προσφέρει μια θεωρητική λύση.[14] Το θεωρητικό πλεονέκτημα της δομικής αιτιότητας συνίσταται στο ότι ήταν μια ισχυρή μεταφορά ενάντια σε κάθε μορφή εμπειρισμού και μεθοδολογικού ατομικισμού. Κανείς δεν μπορεί να εξηγήσει τα κοινωνικά φαινόμενα απλώς με το προσπαθήσει να εντοπίσει συγκεκριμένες περιστάσεις άμεσης αιτιώδους σχέσης. Η δομική αιτιότητα ήταν επίσης ο τρόπος για να σκεφτεί το πώς οι κυρίαρχες κοινωνικές μορφές διαπερνούν τα πάντα και το πώς η καπιταλιστική λογική διαπερνά όλες τις πλευρές της κοινωνικής ζωής. Το θεωρητικό μειονέκτημα ήταν ακριβώς ο κίνδυνος να θεωρηθεί η δομική αιτιότητα ως μια μετωνυμία του Πνεύματος, με την εγελιανή έννοια, ή ως ένα βαθύτερο κοινωνικό «νόημα» ή τελεολογία, και άρα η επιστροφή σε μια παραλλαγή δυισμού. Η εισαγωγή της έννοιας της συνάντησης στα ύστερα κείμενα της δεκαετίας του 1980 ήταν ίσως η τελευταία και η πιο αντιφατική προσπάθεια του Αλτουσέρ να αντιμετωπίσει αυτό το πρόβλημα. Αντιμετωπίζοντας τους δομικούς προσδιορισμούς ως αστάθμητες συναντήσεις, πιστεύει ότι μπορεί να αποφύγει τον κίνδυνο του να αντιμετωπίσει τις δομές ως «λανθάνοντα νοήματα» της κοινωνικής πραγματικότητας. Η δραστικότητα της δομής ορίζεται πάντοτε «κατόπιν του γεγονότος», μετά από μια δαρβινική διαδικασία αποτυχημένων συναντήσεων. Σελίδα 12 / 20

Και πρέπει να σημειώσουμε εδώ ότι αν και η έννοια της συνάντησης συνδέεται κύρια με τα ύστερα γραπτά του Αλτουσέρ, ο ίδιος τη χρησιμοποιούσε ήδη από τη δεκαετία του 1960. Εκεί η έννοια της συνάντησης αναφέρεται στη συνάρθρωση διαφορετικών κοινωνικών μορφών και φορέων δράσης στη μετάβαση προς τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, τον ετερόκλητό τους χαρακτήρα και την απουσία οποιασδήποτε τελεολογίας σε αυτή την ιστορική διαδικασία. Ως τέτοια αποτελεί μια πρωτότυπη απάντηση σε ένα πραγματικό ερώτημα: πώς να στοχαστούμε το γεγονός ότι κοινωνικές μορφές, σχέσεις και πρακτικές (συσσώρευση κεφαλαίου - χρήματος, περιφράξεις κοινόχρηστων γαιών, η ανάδυση του «ελεύθερου» εργαζομένου, τεχνικές καινοτομίες, νέες μορφές κρατικής κυριαρχίας κ.λπ.), καθαυτές το αποτέλεσμα συγκεκριμένων ιστοριών και σε κανένα βαθμό προορισμένες εκ των προτέρων να οδηγήσουν στον καπιταλισμό, στο τέλος έγιναν αναπόσπαστα τμήματα ενός νέου τρόπου παραγωγής, του καπιταλιστικού. Χαρακτηριστικό το παρακάτω απόσπασμα από ένα κείμενο του 1968 (;). Ο καπιταλισμός είναι το αποτέλεσμα μιας διαδικασίας που δεν παίρνει τη μορφή μιας γένεσης. Το αποτέλεσμα ποιου πράγματος; Ο Μαρξ μας το λέει πολλές φορές: της διαδικασίας μιας συνάντησης διαφορετικών, διακριτών, καθορισμένων, αναπόσπαστων στοιχείων, που εντάχθηκαν στην προηγούμενη ιστορική διαδικασία μέσα από διαφορετικές γενεαλογίες που ήταν ανεξάρτητες μεταξύ τους και μπορούν, επιπλέον, να ανιχνευθούν πίσω σε διάφορες πιθανές «απαρχές»: συσσώρευση κεφαλαίου χρήματος, «ελεύθερη» εργατική δύναμη, τεχνικές εφευρέσεις κ.ο.κ. Για να το πούμε απλά, ο καπιταλισμός δεν είναι το αποτέλεσμα μιας γένεσης που μπορεί να ανιχνευθεί πίσω στον φεουδαρχικό τρόπο παραγωγής και άρα στην απαρχή του, στο «καθεαυτό» του, στην «εμβρυακή μορφή» κ.ο.κ. Είναι το αποτέλεσμα μιας σύνθετης διαδικασίας που παράγει, σε μια δοσμένη στιγμή, τη συνάντηση ενός αριθμού στοιχείων, που είναι επιρρεπή στο να τον συγκροτήσουν στην ίδια τους τη συνάντηση (Althusser 2003: 286). Ωστόσο, στα ύστερα κείμενα του Αλτουσέρ, η έννοια της συνάντησης αποτελεί το πιο μακρινό σημείο από κάθε έννοια δομικού καθορισμού και μπορεί όντως να χρησιμοποιηθεί ως απόδειξη μιας πολύ πιο συγκυριακής αντίληψης της κοινωνικής πραγματικότητας. Οι δομικές μορφές παρουσιάζονται ως ενδεχομενικές συναντήσεις, ως ασταθείς συν-αρθρώσεις κοινωνιακών στοιχείων, ανοιχτές σε διαρκή αναδιοργάνωση και ανασύνθεση. Στη θεωρητική πορεία του Αλτουσέρ, αυτή η έννοια της συνάντησης μπορεί επομένως να θεωρηθεί ως το κοντινότερο σημείο προς την εγκατάλειψη της έννοιας «δομή», σε όφελος της έννοιας «συγκυρία», ιδίως όταν ο Αλτουσέρ επιμένει ότι «ο Επίκουρος και ο Σπινόζα, ο Μοντεσκιέ και ο Ρουσσώ κινούνται στο ίδιο πεδίο, στη βάση, ρητά ή άρρητα, του ίδιου υλισμού της συνάντησης ή, με την πλήρη έννοια του όρου, στην ίδια ιδέα της συγκυρίας» (Althusser 2006: 187). 6. Δομή και ενικότητα Ωστόσο, το ερώτημα παραμένει. Είμαστε υποχρεωμένοι να εγκαταλείψουμε κάθε έννοια δομικών προσδιορισμών (ή γενικότερα κάθε έννοια περισσότερο γενικών ιστορικών τάσεων ως κοινωνικών σχέσεων και μορφών που τείνουν να αναπαράγονται) προς όφελος μιας αυστηρά συγκυριακής σύλληψης της κοινωνικής πραγματικότητας; Νομίζω ότι το τίμημα θα ήταν ιδιαίτερα υψηλό και θα σήμαινε την πλήρη τυχαιοποίηση της κοινωνικής πραγματικότητας, που με τη σειρά της μπορεί να οδηγήσει στο ντεσιζιονισμό ή / και σε μια ηθικιστική αντίληψη της πολιτικής ως πρακτικής απλών ηθικών επιλογών. Εάν η πραγματικότητα δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι χαρακτηρίζεται από αντικειμενικές τάσεις, συμπεριλαμβανομένης και μιας ιστορικής δυνατότητας για τη χειραφέτηση, τότε η πολιτική του κοινωνικού μετασχηματισμού παύει να στηρίζεται πάνω σε αντικειμενικές δυναμικές τις οποίες ενισχύει, ενεργοποιεί, κατευθύνει και γίνεται μια απλή απόφαση μέσα σε ένα τοπίο εξ αντικειμένου χαώδες. Αντίθετα, ο Αλτουσέρ, τουλάχιστον στο μεγαλύτερο μέρος του έργου του, προσπάθησε να θεωρητικοποιήσει μια διαφορετική σύλληψη της πολιτικής που επέμεινε σε μια ορισμένη διανοητικότητα της πολιτικής (τη συνάρθρωση ανάμεσα σε μια πολιτική διαδικασία και μια διαδικασία σκέψης). Προσπάθησε να συμφιλιώσει (ή να συνδυάσει διαλεκτικά) την κατανοησιμότητα και γνωσιμότητα της κοινωνικής Σελίδα 13 / 20