Λιμναία όστρεα και χερσαία σαλιγκάρια



Σχετικά έγγραφα
Η ΒΡΑΧΟΣΚΕΠΗ ΣΤΗ ΘΕΣΗ ΚΕΦΑΛΑ ΠΕΤΡΑ ΣΗΤΕΙΑΣ

ΔΑΣΙΚΑ & ΥΔΑΤΙΝΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ 13/06/2013 Δήμος Βισαλτίας

Ειρήνης 3, Τριανδρία Θεσσαλονίκη

προϊστορικά και πρωτοϊστορικά χρόνια: τα αρχαιοβοτανικά δεδομένα

Νεολιθική εποχή στην Ελλάδα

ΣΤΕΦΑΝΙΑ ΒΕΛΔΕΜΙΡΗ. 2/5/1973 Αθ. Διάκου 7-9, Άγιος Παύλος, Θεσσαλονίκη

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος

CYCLADIC SEMINAR. Dr. Michael Boyd Senior Research Associate at the McDonald Institute for Archaeological Research, University of Cambridge

Αλιεία. Τατιάνα Θεοδωροπούλου, Δρ. Προϊστορικής Αρχαιολογίας (ιχθυολόγος)

Ο Οικισμός Σκάρκος της Ίου

ΜΕΛΕΤΗ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΣΚΕΛΕΤΙΚΩΝ ΥΠΟΛΕΙΜΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΘΕΣΗΣ ΔΙΣΠΗΛΙΟ

1. Επεμβάσεις συντήρησης

Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΛΙΒΑΔΙΚΟΥ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ

SAM010 - Εκβολή Κερκητείου Ρέματος

SAM009 - Εκβολή Ποτάμι Καρλοβάσου

Περιγραφή Χρηματοδοτούμενων Ερευνητικών Έργων 1η Προκήρυξη Ερευνητικών Έργων ΕΛ.ΙΔ.Ε.Κ. για την ενίσχυση Μεταδιδακτόρων Ερευνητών/Τριών

Οικισμός αρχαιότερης και μέσης νεολιθικής στα Ρεβένια Κορινού. Πρώτα αποτελέσματα της μελέτης της κεραμικής.

Αρχαιολογική διαχείριση μνημείων,

Αρχαιολογικός κάνναβος και στρωματογραφία

ΝΕΟΛΙΘΙΚΟΣ ΟΙΚΙΣΜΟΣ ΑΥΓΗΣ ΕΚΠΑΙ ΕΥΤΙΚΕΣ ΡΑΣΕΙΣ 2014

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος

ιαχείριση Υδατικών Οικοσυστηµάτων: Τυπολογία ρ. Παναγιώτης ΠΑΝΑΓΙΩΤΙ ΗΣ /ντης Ερευνών Ελληνικό Κέντρο Θαλασσίων Ερευνών

Εισαγωγή στη Θεωρία και τη Μέθοδο της Προϊστορικής Αρχαιολογίας. - Επιφανειακή έρευνα Renfrew & Bahn 2001, κεφ. 3

16 η ΗΜΕΡΙΔΑ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ 16 th WORKSHOP OF ENVIRONMENTAL ARCHAEOLOGY

ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ ΤΟΠΙΟΥ. Χειμερινό εξάμηνο

ΦΥΣΙΚΕΣ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΜΕΝΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ. Μαρία Κιτριλάκη ΠΕ04.04

Νίκος Μερούσης, Ευαγγελία Στεφανή, Μαριάννα Νικολαΐδου

Βύρων Μωραΐτης, Φυσικός MSc.

EKATO ΧΡΟΝΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ ΣΤΗΝ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ A CENTURY OF RESEARCH IN PREHISTORIC MACEDONIA ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ

Δ4.3. Μια Δημοσίευση σε έγκυρο περιοδικό και δυο Ανακοινώσεις Δημοσιεύσεις στα Πρακτικά Διεθνών Συνεδρίων

Η ΓΕΩΜΕΤΡΙΑ ΤΗΣ Ο ΟΥ ΩΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΣΥΝΙΣΤΩΣΑ

ΟΙ ΥΔΡΟΒΙΟΤΟΠΟΙ ΚΑΙ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥΣ

Σέβη Τριανταφύλλου, Επίκ. Καθηγήτρια Παλαιοανθρωπολογίας, Α.Π.Θ.

Α.Σ.ΠΑΙ.Τ.Ε. Π.Μ.Σ. ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ

ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΔΕΙΚΤΗ ENV03: ΣΥΝΟΧΗ ΑΠΟΚΟΠΗ ΟΙΚΙΣΜΩΝ

ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΜΕ 14 C ΤΩΝ ΟΙΚΙΣΤΙΚΩΝ ΦΑΣΕΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΟΥ ΟΙΚΙΣΜΟΥ ΣΤΟ ΑΡΧΟΝΤΙΚΟ ΓΙΑΝΝΙΤΣΩΝ

MIA ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ

Η ΧΛΩΡΙΔΑ ΚΑΙ Η ΠΑΝΙΔΑ ΣΤΗΝ ΧΩΡΑ ΜΑΣ. ΟΜΑΔΑ 1 Κορμπάκη Δέσποινα Κολακλίδη Ναταλία Ζαχαροπούλου Φιλιππούλα Θανοπούλου Ιωαννά

ΓΕΩΡΓΙΑ ΤΣΑΡΤΣΙΔΟΥ *

Μεσογειακή Διατροφή Τι γνωρίζουμε για αυτή;

K. Oatley & J. Jenkins, Συγκίνηση: Ερμηνείες και Κατανόηση (μεταφ. Μ. Σόλμαν, Μπ. Ντάβου) Αθήνα, Εκδόσεις Παπαζήση, 2004, σελ

ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ. Χλωρίδα και Πανίδα

Περιβαλλοντική Πολιτική και Βιώσιμη Ανάπτυξη

Η πολιτική της χαρτογράφησης vs η χαρτογράφηση της πολιτικής Η εκτίμηση της σπουδαιότητας των περιβαλλοντικών επιπτώσεων σχεδίων κα προγραμμάτων.

ΝΕΟΛΙΘΙΚΑ ΑΓΚΙΣΤΡΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΔΙΣΠΗΛΙΟ ΚΑΣΤΟΡΙΑΣ

ΓΕΩΠΟΝΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΑΕΙΦΟΡΟΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗ & ΑΝΘΡΩΠΟΓΕΝΕΙΣ ΕΠΕΜΒΑΣΕΙΣ ΣΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

Παρόχθιες Ζώνες. Ελληνικό Κέντρο Θαλασσίων Ερευνών. Ινστιτούτο Θαλάσσιων Βιολογικών Πόρων και Εσωτερικών Υδάτων. Δρ.

ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΜΟΥΣΕΙΑ ΠΑΙΔΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ

AND014 - Εκβολή όρμου Λεύκα

Διαβιβάζεται συνημμένως στις αντιπροσωπίες το έγγραφο - D033411/01 - ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1.

Ο ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΟΣ ΛΙΜΝΑΙΟΣ ΟΙΚΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΔΙΣΠΗΛΙΟΥ ΚΑΣΤΟΡΙΑΣ:

Ανακύκλωση & διατήρηση Θρεπτικών

ηαποκάλυψη αρχαιοτήτων στις βορειοανατολικές υπώρειες του λοφώδους

Το νερό βρίσκεται παντού. Αλλού φαίνεται...

Η ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ:

Οι απεικονίσεις των Κρητών (Keftiw) στους τάφους Αιγυπτίων αξιωματούχων και οι σχέσεις μεταξύ Αιγύπτου και Κρήτης κατά τη Νεοανακτορική περίοδο

Διατροφικές συνήθειες στον αρχαίο πολιτισμό της Ελλάδας

Έκθεση αποτελεσμάτων της ανασκαφής στον Αζοριά (2016)

LIFE+ Environment Policy and Governance Environmental Policy Support Tool for Recycling in Islands - REPT

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ & ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ

ΥΨΗΛΗ ΚΑΛΗ ΜΕΤΡΙΑ ΕΛΛΙΠΗΣ ΚΑΚΗ

Αρχαιολογία των κλασικών και ελληνιστικών χρόνων (480 π.χ. - 1ος αι. π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος

Προστατευόμενες θαλάσσιες περιοχές φυσικής κληρονομιάς

Διδακτορική Διατριβή Α : Αριθμητική προσομοίωση της τρισδιάστατης τυρβώδους ροής θραυομένων κυμάτων στην παράκτια ζώνη απόσβεσης

Επιτυγχάνοντας την παροχή πολλαπλών οικοσυστημικών υπηρεσιών: η σπουδαιότητα των αγρο-οικοσυστημάτων

ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ. διαιρεί τη δράση του ανθρώπου σε: (πριν τη χρήση γραφής) Β. Εποχή των μετάλλων. μέταλλα. Εποχή του χαλκού

ΤΙΤΛΟΣ: ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ ΚΑΙ ΕΝ ΓΕΝΕΙ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑΣ

ΝΟΙΚΟΚΥΡΙΟ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΖΩΗ

Οργάνωση Σεμιναρίου: Μαρίζα Μαρθάρη The seminar is organized by Marisa Marthari

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΤΑ ΔΑΣΗ ΜΑΣ ΣΧ. ΕΤΟΣ

Πρόλογος Οργανισμοί...15

6 CO 2 + 6H 2 O C 6 Η 12 O O2

MIL007 - Αλμυρό λιμνίο Αδάμα

ΜΑΘΑΙΝΟΝΤΑΣ ΤΑ GIS ΣΤΗ ΠΡΑΞΗ ΤΟ ARCGIS 9.3. Α. Τσουχλαράκη, Γ. Αχιλλέως ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7 ΧΩΡΙΚΕΣ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ

Ηλεκτρονικός Άτλαντας της Νήσου Λέσβου.

LIFE ENVIRONMENT STRYMON

Η ύλη του μαθήματος ανά εβδομάδα διδασκαλίας οργανώνεται με τον εξής τρόπο:

ΛΙΜΝΟΛΟΓΙΑ. Αποτελεί υποσύνολο της επιστήμης της Θαλάσσιας Βιολογίας και της Ωκεανογραφίας.

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος

Κοινωνία και Οικονομία στην Ανατολική Μεσόγειο από τη Νεολιθική έως και την Ύστερη Εποχή του Χαλκού

ΠΟΣΟΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ. (μέρος 2 ο )

γεωγραφικό γλωσσάρι για την πέμπτη τάξη (από το βιβλίο «Μαθαίνω την Ελλάδα» του ΟΕΔΒ)

Λίλιαν Καραλή Καθηγήτρια Προϊστορικής Αρχαιολογίας (μαλακολόγος), Πανεπιστήμιο Αθηνών

Δρ. Χρήστος Παπακώστας

Λέκτορας Τομέα Αρχαιολογίας Α.Π.Θ.

ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΔΕΙΚΤΗ ENV03: ΣΥΝΟΧΗ ΑΠΟΚΟΠΗ ΟΙΚΙΣΜΩΝ

μελετά τις σχέσεις μεταξύ των οργανισμών και με το περιβάλλον τους

Δημήτρης Δαμάσκος Δημήτρης Πλάντζος Πανεπιστημιακή Ανασκαφή Άργους Ορεστικού

Πολιτισμός και ψυχοπαθολογία:

Διοίκηση Αθλητισμού και Αναψυχής

ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΜΑΡΓΩΜΕΝΟΥ-ΣΤΕΛΙΟΣ ΑΝΔΡΕΟΥ-ΚΩΣΤΑΣ ΚΩΤΣΑΚΗΣ

Ανεμόσπηλια Αρχανών : τα ευρήματα και η ερμηνεία τους

Ψυχοσωµατικοί Πόνοι: Η Θεραπευτική ιαδικασία τους, σύµφωνα µε την Προσωποκεντρική & Focusing Βιωµατική Ψυχοθεραπεία *

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Τμήμα Οικονομικών Επιστημών Ακαδημαϊκό έτος ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ

Διάλεξη 8. Ανάλυση της φτώχειας ορισμός. Ορίζοντας της φτώχεια: προβλήματα. Ορίζοντας της φτώχεια: προβλήματα. Κοινωνικός αποκλεισμός.

AND016 - Εκβολή Πλούσκα (Γίδες)

ΚΛΙΜΑΤΟΛΟΓΙΑ CLIMATOLOGY

Κωνσταντίνος Στεφανίδης

Η διδασκαλία της θεωρίας της εξέλιξης στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση

Transcript:

Ρένα Βεροπουλίδου * Λιμναία όστρεα και χερσαία σαλιγκάρια από το νεολιθικό Δισπηλιό Καστοριάς Εισαγωγή Οι ανασκαφές του Δισπηλιού (Χουρμουζιάδης, επιστ. επιμ. 2002) έχουν φέρει στο φως κατάλοιπα μαλακίων από τη λίμνη Ορεστίδα και χερσαία σαλιγκάρια, που ενδημούν στην περιοχή (Βεροπουλίδου & Υφαντίδης 2004). Ιδιαίτερα σημαντικό, ποσοτικά και ποιοτικά, είναι και το σύνολο των θαλάσσιων οστρέων, τα οποία είχαν μεταποιηθεί σε κοσμήματα (Υφαντίδης 2006). Η μελέτη του οστρεοαρχαιολογικού συνόλου του Δισπηλιού 1 στράφηκε αρχικά στο διαχωρισμό των οστρέων που χρησιμοποίησαν οι κάτοικοι από τα κατάλοιπα των κάποτε ζωντανών πληθυσμών που διαβιούσαν στον οικιστικό χώρο, προκειμένου να εξαχθούν συμπεράσματα ως προς τις φυσικές ή ανθρωπογενείς αποθετικές και μεταποθετικές διαδικασίες που διαμόρφωσαν την αρχαιολογική μαρτυρία. Σε δεύτερο στάδιο στόχος ήταν να διερευνηθούν οι τρόποι και η ένταση της χρήσης των μαλακίων από τους νεολιθικούς κατοίκους και να εντοπιστούν ομοιότητες ή διαφορές στο χώρο και το χρόνο. Συλλογή των δεδομένων και μέθοδος μελέτης Το οστρεοαρχαιολογικό σύνολο από το Δισπηλιό ανακτήθηκε με συστηματικό τρόπο κατά την ανασκαφή του οικισμού. Το υλικό συλλέχθηκε ανά ανασκαφική ενότητα με πλήρη τεκμηρίωση και καθαρίστηκε πριν τη μελέτη. Ταυτόχρονα, η λήψη αντιπροσωπευτικών δειγμάτων χώματος και η λειτουργία του συστήματος επίπλευσης συνετέλεσε στον εμπλουτισμό του με είδη και με θραύσματα οστρέων πολύ μικρού μεγέθους, που ήταν πιθανό να διαλάθουν της προσοχής των ανασκαφέων. Έτσι, χάρη στην επίπλευση το υλικό αυξήθηκε κατά 22%. Το σύνολο προέρχεται από την ανασκαφή των δύο κύριων περιοχών έρευνας, του Ανα- * Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης / Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού, e-mail: verren@hist.auth.gr 1 Η μελέτη έγινε εφικτή χάρη στη χορηγία του Institute for Aegean Prehistory (Veropoulidou & Ifantidis 2004, 2005). Ευχαριστώ τον καθηγητή Γ. Χ. Χουρμουζιάδη και όλη την επιστημονική ομάδα των ανασκαφών για την πολύτιμη βοήθεια.

14 ΡΕΝΑ ΒΕΡΟΠΟΥΛΙΔΟΥ τολικού Τομέα (600 μ 2 ), όπου αποκαλύφθηκαν και οι τρεις φάσεις κατοίκησης, 2 και του Δυτικού Τομέα (675 μ 2 ), όπου μέχρι στιγμής ανασκάφηκαν καλά διατηρημένα στοιχεία της Νεώτερης/Τελικής Νεολιθικής (Φάση Α). Σε πρώτο στάδιο έγινε η αναγνώριση των ειδών βάσει οδηγών ταύτισης οστρέων θαλάσσιου και γλυκού νερού, καθώς και χερσαίων σαλιγκαριών (Abbott 1989; Poppe & Goto 1991, 1993; Delamotte & Vardala- Theodorou 1994; Olsen et al. 2001; Pfleger 1999; Zenetos et al. 2005) σε συνδυασμό με τη συγκριτική συλλογή οστρέων από τη λίμνη Ορεστίδα και από τον περιβάλλοντα χερσαίο χώρο του οικισμού. Ακολούθησε η ποσοτικοποίηση των καταλοίπων ανά είδος, με καταμέτρηση όλων των οστρέων (Αριθμός Προσδιορισθέντων Οστρέων, ΑΠΟ) βάσει των διαγνωστικών τμημάτων τους (Άτομα, Θυρίδες, Σπόνδυλοι, Κορυφές, Στόμια, Θραύσματα). Κατά τη μακροσκοπική και μικροσκοπική ανάλυση, μετρήθηκε το μέγεθος των οστρέων (ύψος/ μήκος και πλάτος), καταγράφηκαν τα ίχνη κατεργασίας, ενώ ιδιαίτερο βάρος δόθηκε στη μελέτη της φθοράς των δειγμάτων (βαθμός θρυμματισμού, διατήρηση εξωτερικής επιφάνειας, προσδιορισμός μηχανικών ή χημικών μετασχηματισμών του υλικού). Η τελική ποσοτική ανάλυση και ερμηνεία του υλικού βασίστηκε στη μέθοδο του Ελάχιστου Αριθμού Ατόμων (ΕΑΑ) και έγινε με άξονα το κάθε νοηματικό και χρονολογικό πλαίσιο του οικισμού. Δεδομένου, όμως, ότι κάθε οικιστική φάση αντιπροσωπεύεται από διαφορετικό όγκο επίχωσης, η σύγκριση των απόλυτων αριθμητικών μεγεθών θα έδινε μια παραποιημένη εικόνα ως προς την κατανομή του υλικού. Για να επιτευχθεί η ασφαλής σύγκριση, εκτιμήθηκε ο όγκος ανασκαμμένου χώματος και υπολογίστηκε η ποσότητα των οστρέων ανά κυβικό μέτρο επίχωσης. Η Πυκνότητα (ΑΠΟ / μ 3 ή ΕΑΑ / μ 3 ) παρέχει ένα κοινό μέτρο, χρήσιμο για συγκρίσεις διαφορετικών σε έκταση ή μέγεθος ενοτήτων ενός συγκεκριμένου ή περισσότερων οικισμών (Βεροπουλίδου 2002). Η ιδιαιτερότητα του οστρεοαρχαιολογικού συνόλου του Δισπηλιού σχετίζεται με την επίδραση της λίμνης στον οικιστικό χώρο (πρβλ. Καρκάνας 2002; Κούλη 2002). Επομένως, κύριος στόχος ήταν η διευκρίνιση της παρουσίας των λιμναίων οστρέων, δηλαδή κατά πόσο τα όστρεα σχετίζονταν με ανθρωπογενείς ή φυσικούς παράγοντες, ειδικά στα στρώματα με πιθανή παρουσία νερού. Τα ζητήματα αυτά προσδιορίστηκαν βάσει ποικίλων στοιχείων, όπως οι οικολογικές προτιμήσεις του κάθε είδους, η παρουσία ανθρωπογενών επεμβάσεων στα όστρεα και η κάθετη χωρική τους κατανομή, καθώς και συγκριτικά στοιχεία από άλλους οικισμούς. Τα χερσαία σαλιγκάρια, που αποτελούν ένα αμάλγαμα ειδών από διαφορετικές οικολογικές ζώνες, δίνουν σημαντικές πληροφορίες για το ανθρωπογενές περιβάλλον του οικισμού και για δραστηριότητες των κατοίκων. Η ερμηνεία των σαλιγκαριών στηρίχτηκε στις περιβαλλοντικές προτιμήσεις του κάθε είδους και στην επαναλαμβανόμενη διάταξη της σύνθεσης των οστρέων σε κάθετο 3 ή/και οριζόντιο άξονα (Davies 2008: 61-6). Σύνθεση οστρεοαρχαιολογικού υλικού Το οστρεοαρχαιολογικό σύνολο του Δισπηλιού αποτελείται από 8.075 ολόκληρα και θραύσματα οστρέων (ΑΠΟ), που ανήκουν σε 20 διαφορετικά είδη θαλάσσιου (7 είδη) και γλυκού νερού (13 είδη), καθώς και 14 χερσαία σαλιγκάρια 4 (Εικ. 1-2). 2 Φάση Α: Τελική/Νεώτερη Νεολιθική, Φάση Β: πρώιμη Νεώτερη Νεολιθική/ύστερη Μέση Νεολιθική, Φάση Γ: τέλος Μέσης Νεολιθικής (Χουρμουζιάδη & Γιαγκούλης 2002; Σωφρονίδου 2002, 2008). 3 Για να αποφευχθεί η συμπερίληψη σαλιγκαριών που παρεισέφρησαν στις αρχαιολογικές επιχώσεις, αφαιρέθηκαν όλα όσα εντοπίστηκαν στο πρώτο επιφανειακό στρώμα. 4 Μεγάλη ποικιλία ειδών, αλλά μετρίου βαθμού ομαλότητα του συνόλου (H = 1,393, V = 0,392), λόγω της παρουσίας πολλών ειδών τα οποία αντιπροσωπεύονται από κοντινό αριθμό καταλοίπων.

λιμναια οστρεα και χερσαια σαλιγκαρια 15 Διαβίωση Είδη ΑΠΟ ΑΠΟ/μ 3 ΕΑΑ ΕΑΑ/μ 3 Λίμνη Unio sp. 5632 20,687 1374 5,047 Λίμνη Dreissena polymorpha 1705 6,263 578 2,123 Λίμνη Lymnaea palustris 36 0,132 8 0,029 Λίμνη Bithynia tentaculata 7 0,026 7 0,026 Λίμνη Planorbarious corneus 21 0,077 6 0,022 Λίμνη Planobris planobris 7 0,026 5 0,018 Λίμνη Lymnaea auricularia 1 0,004 1 0,004 Λίμνη Microcondylaea compressa 1 0,004 1 0,004 Λίμνη Melanopsis praemorsa 1 0,004 1 0,004 Λίμνη Succinea putris 1 0,004 1 0,004 Λίμνη Theodoxus fluviatilis 1 0,004 1 0,004 Λίμνη Viviparus viviparus 5 0,018 1 0,004 Λίμνη Microcondylaea bonellii 1 0,004 Λίμνη Αδιάγνωστο 6 0,022 Ξηρά Monacha olivieri 152 0,558 150 0,551 Ξηρά Theba pisana 135 0,496 102 0,375 Ξηρά Helix sp. 130 0,477 28 0,102 Ξηρά Chondrula tridens 8 0,029 8 0,029 Ξηρά Zebrina detrita 6 0,022 6 0,022 Ξηρά Helix pomatia 6 0,022 5 0,018 Ξηρά Cochlodina laminata 4 0,015 4 0,015 Ξηρά Cochlicopa lubrica 2 0,007 2 0,007 Ξηρά Ena montana 2 0,007 2 0,007 Ξηρά Cochlicella barbara 1 0,004 1 0,004 Ξηρά Helix aspersa 3 0,011 1 0,004 Ξηρά Helicella obvia 1 0,004 1 0,004 Ξηρά Monacha cartusiana 2 0,007 1 0,004 Ξηρά Trochoidea pyramidata 1 0,004 1 0,004 Ξηρά Rumina decollata 1 0,004 Ξηρά Αδιάγνωστο 26 0,096 6 0,022 Θάλασσα Spondylus gaederopus 76 0,279 47 0,173 Θάλασσα Glycymeris sp. 4 0,015 4 0,015 Θάλασσα Dentalium sp. 3 0,011 3 0,011 Θάλασσα Mytilus sp. 12 0,044 3 0,011 Θάλασσα Luria lurida 1 0,004 1 0,004 Υφάλμυρα Cerastoderma glaucum 72 0,264 39 0,143 Υφάλμυρα Cyclope neritea 2 0,007 2 0,007 Σύνολο 8,075 29,662 2,401 8,821 Εικ. 1: Περιβάλλον διαβίωσης, είδη, ποσότητα και πυκνότητα οστρέων (ΑΠΟ: Αριθμός Προσδιορισθέντων Οστρέων, ΕΑΑ: Ελάχιστος Αριθμός Ατόμων)

16 ΡΕΝΑ ΒΕΡΟΠΟΥΛΙΔΟΥ Εικ. 2: Τα είδη οστρέων που εντοπίστηκαν στον οικισμό

λιμναια οστρεα και χερσαια σαλιγκαρια 17 Εικ.3: Αναλογία ολόκληρων και θραυσμάτων οστρέων στις φάσεις κατοίκησης Όλα τα είδη του γλυκού νερού που εντοπίστηκαν στο υλικό ανήκουν στην ενδημική πανίδα της περιοχής και παρέχουν μια χαρακτηριστική εικόνα της επιλίμνιας, παράλιας ζώνης της λίμνης Ορεστίδας. Τα περισσότερα διαβιούν σε στάσιμα ύδατα (L. auricularia, Pl. corneus, Pl. planobris), ενώ λίγα είναι όσα προτιμούν τρεχούμενα και πλούσια σε οξυγόνο νερά (M. bonellii, M. compressa, M. praemorsa). Το μεγαλύτερο ποσοστό (54%) εντοπίζεται στον αμμώδη πυθμένα της λίμνης και σε μικρό συνήθως βάθος. Λίγα είδη προέρχονται από τις αμμώδεις ή με βράχια όχθες της λίμνης (L. palustris, V. viviparous, B. tentaculata), ενώ μόνο ένα ζει προσκολλημένο πάνω σε σταθερές επιφάνειες (Dr. polymorpha). Τα χερσαία σαλιγκάρια του συνόλου είναι επίσης ενδημικά. Το 50% των ειδών είναι ξηρόφιλα και διαβιούν σε χαμηλή βλάστηση (H. obvia, M. cartusiana) ή σε παράλια βλάστηση και αμμόλοφους (C. barbara, Tr. pyramidata, Th. pisana). Κάποια σαλιγκάρια είναι υγρόφιλα (C. lubrica, M. olivieri), άλλα προέρχονται από δασώδεις περιοχές (C. laminata, Ch. tridens, E. montana) και τα υπόλοιπα προτιμούν κήπους ή καλλιεργούμενα εδάφη (H. aspersa, H. pomatia). Το υλικό διατηρείται σε μέτρια κατάσταση. Η αναλογία ολόκληρων και θρυμματισμένων οστρέων είναι 1:2 5 (Εικ. 3), ενώ η εξωτερική επιφάνεια των δειγμάτων είναι πολύ διαβρωμένη και στα περισσότερα έχει προχωρήσει η απόσπαση και η διάλυση του ανθρακικού ασβεστίου τους. Ταυτόχρονα, ένα μεγάλο ποσοστό οστρέων φέρει ένα σκληρό ασβεστιτικό ίζημα που δεν αφαιρείται. Ένα πλήθος βιοτικών και αβιοτικών παραγόντων μπορεί να ευθύνεται για την κατάσταση διατήρησης του υλικού, όπως για παράδειγμα, η ευθραυστότητα του οστρέου, η καταπάτηση από τους ανθρώπους, η παρουσία νερού, η παρέλευση μεγάλου χρονικού διαστήματος μεταξύ της απόθεσης και επίχωσης του υλικού. Στο σύνολο υπερτερούν (81%) δύο είδη του γλυκού νερού, το Unio sp. (μύδι γλυκού νερού) και το Dreissena polymorpha Pallas 5 Αντίθετα είναι τα στοιχεία από άλλους οικισμούς της Νεολιθικής και της Εποχής του Χαλκού, όπου ο βαθμός θρυμματισμού του υλικού είναι πολύ χαμηλός (Βεροπουλίδου υ.π.).

18 ΡΕΝΑ ΒΕΡΟΠΟΥΛΙΔΟΥ Εικ. 4: Κατανομή οστρέων (πυκνότητα: ΕΑΑ/μ 3 ) στις φάσεις κατοίκησης 1771 (μύδι ζέμπρα) (Εικ. 1), ενώ τα υπόλοιπα αντιπροσωπεύονται από χαμηλό αριθμό καταλοίπων (>10). Στα χερσαία σαλιγκάρια, κυριαρχεί η ξηρόφιλη Theba pisana Müller 1774, που διαβιεί σε χαμηλή βλάστηση και αμμόλοφους, και ακολουθεί η υγρόφιλη Monacha olivieri Férussac 1821 (συνολικά 11%). Η πυκνότητα του οστρεοαρχαιολογικού υλικού του Δισπηλιού δεν είναι ομοιόμορφη στις φάσεις κατοίκησης του οικισμού (Εικ. 4-5) και δεν παρουσιάζει πάντα ομοιότητα με άλλες κατηγορίες του υλικού πολιτισμού, όπως τα οστά ψαριών (Θεοδωροπούλου 2008), τα οστά ζώων (Phoca-Cosmetatou 2008) ή τα κοσμήματα (Υφαντίδης 2006). Ανθρωπογενής επιλογή Ή φυσική παρουσία; Στο πρώτο στάδιο της ανάλυσης επιχει- Εικ. 5: Χωρική κατανομή οστρέων στις φάσεις κατοίκησης του οικισμού

λιμναια οστρεα και χερσαια σαλιγκαρια 19 Εικ. 6: Κατανομή οστρέων που σχετίζονται με φυσική παρουσία στις φάσεις κατοίκησης ρήθηκε ο διαχωρισμός των οστρέων που μεταφέρθηκαν από τους κατοίκους από τα κατάλοιπα των ζωντανών πληθυσμών που διαβιούσαν στον οικιστικό χώρο. Όπως αναφέρθηκε, η ανάλυση έλαβε υπόψη της το περιβάλλον διαβίωσης, το μέγεθος των συγκεκριμένων δειγμάτων, το πλαίσιο εύρεσης και τις ανθρωπογενείς επεμβάσεις στα όστρεα. Ταυτόχρονα, η μελέτη της στρωματογραφίας (Χουρμουζιάδη & Γιαγκούλης 2002), η μικρομορφολογική μελέτη των αποθέσεων της θέσης (Καρκάνας 2002) και η παλυνολογική ανάλυση (Κούλη 2002) συνέβαλλε στην κατανόηση του τρόπου διαμόρφωσης του οστρεοαρχαιολογικού συνόλου. Λιμναία όστρεα Ο συνδυασμός των παραπάνω στοιχείων οδήγησε στο συμπέρασμα πως μόνο ένα λιμναίο είδος συλλέχθηκε και μεταφέρθηκε στον οικισμό από τους κατοίκους. Πρόκειται για το Unio sp. μύδι του γλυκού νερού, που έχει εντοπιστεί και σε άλλους οικισμούς της Νεολιθικής και της Εποχής του Χαλκού στο βόρειο ελλαδικό χώρο, που βρίσκονται κοντά σε πηγές γλυκών υδάτων. Συνήθως αποτελεί κατάλοιπο από την κατανάλωση του μαλακίου ως φαγητού 6. Βάσει του πλαισίου εύρεσης και των ανθρωπογενών ιχνών κοπής στα όστρεα, το μύδι του γλυκού νερού, που είναι το κύριο είδος του συνόλου (57%), φαίνεται πως και στο Δισπηλιό είναι απόρριμμα από τη βρώση του κρέατος. Τα υπόλοιπα λιμναία όστρεα μάλλον αποτελούν τμήμα της πανίδας του οικιστικού χώρου (Εικ. 6). Το δεύτερο σε ποσότητα είδος του συνόλου, D. polymorpha μύδι ζέμπρα (24%, ΑΠΟ: 1.705, ΕΑΑ: 578), προέρχεται από φυσικές διαδικασίες, πιθανώς από το νερό μέσα στον οικιστικό χώρο. Τα συγκεκριμένα όστρεα, που προτιμούν τα ήρεμα τέλματα, μάλλον ήταν προσκολλημένα στους πασσάλους των υπερυψωμένων 6 Ενδεικτικά παραδείγματα θέσεων όπου εντοπίστηκε το Unio sp. και ερμηνεύεται ως κατάλοιπο τροφής: Νέα Νικομήδεια (Shackleton 1962), περιοχή Κοζάνης, Γιαννιτσά Β, Κρυονέρι (Theodoropoulou 2007), Σταυρούπολη (Καραλή-Γιαννακοπούλου 2004), Ντικιλί-Τας (Karali-Yiannakopoulou 1992), Δήμητρα (Karali-Yiannakopoulou 1997), Παράδεισος (Reese 1987), Αρχοντικό Γιαννιτσών (Βεροπουλίδου υ.π.), Πεντάπολη Σερρών (Καραλή- Γιαννακοπούλου 1981), Καστανάς (Becker 1986), Αγγελοχώρι Ημαθίας (Βεροπουλίδου υ.ε.).

20 ΡΕΝΑ ΒΕΡΟΠΟΥΛΙΔΟΥ δομικών στοιχείων, καθώς όπου εντοπίστηκαν μεμονωμένοι ή συστάδες πασάλων βρέθηκε και μεγάλη συγκέντρωση των συγκεκριμένων οστρέων. Ενισχυτικό της πρότασης αυτής είναι η κατακόρυφη κατανομή των μυδιών ζέμπρα, καθώς τα περισσότερα προέρχονται από την κατώτερη, «λιμναία» φάση του οικισμού (Φάση Γ). Στις νεώτερες φάσεις, η ποσότητα σταδιακά μειώνεται, ακολουθώντας σχεδόν την απομάκρυνση του νερού από το χώρο κατοίκησης. Τα υπόλοιπα λιμναία όστρεα αντικατοπτρίζουν έως ένα βαθμό το παράκτιο τοπίο της λίμνης. Είδη που προτιμούν πλούσια σε οξυγόνο ύδατα (π.χ. M. compressa, M. praemorsa, Th. fluviatilis) εμφανίζονται στις αρχαιότερες φάσεις του οικισμού (Γ, Β3). Στη συνέχεια (Β2, Β1) επικρατούν τα είδη των πυκνόφυτων και ρυπαρών υδάτων (π.χ. L. palustris, Pl. planobris, Pl. corneus). Έτσι, τα καθαρά και με καλή οξυγόνωση ύδατα σταδιακά μεταβάλλονται σε στάσιμα, μειωμένης ποιότητας. Τα περισσότερα εντοπίστηκαν προς τις βόρειες περιοχές του οικισμού, οι οποίες βρίσκονται και πιο κοντά στην όχθη της λίμνης. Τα λιμναία όστρεα σχεδόν απουσιάζουν από τα νεώτερα στρώματα του οικισμού. Χερσαία σαλιγκάρια Οι διακυμάνσεις στην κατανομή των χερσαίων σαλιγκαριών (Εικ. 6) σχετίζονται με φυσικούς και ανθρωπογενείς παράγοντες, όπως η παρουσία του νερού, η μεταφορά υλικών στον οικιστικό χώρο ή η μεταποθετική ιστορία των επιχώσεων. Το ένα τρίτο των σαλιγκαριών είναι ξηρόφιλα και προτιμούν χαμηλή βλάστηση (π.χ. H. obvia, M. cartusiana). Τα περισσότερα εντοπίστηκαν στο στρώμα καταστροφής του Δυτικού Τομέα της ανασκαφής και συνδέονται με την εγκατάλειψη της θέσης. Σε συνάφεια με έναν βαθύ, διπλό λάκκο μια μεγάλη συγκέντρωση υγρόφιλων ειδών (M. olivieri, ΕΑΑ: 141 και C. barbara) ίσως υποδεικνύει τη μακράς διάρκειας έκθεση των επιχώσεων του οικισμού στις φυσικές, κλιματικές συνθήκες. Κάποια είδη πιθανότατα μεταφέρθηκαν στον οικιστικό χώρο μαζί με άλλα υλικά. Οι μεγαλύτερες συγκεντρώσεις της Th. pisana, ξηρόφιλο είδος που διαβιεί κυρίως σε αμμόλοφους, εντοπίστηκαν μαζί με μεγάλες ποσότητες δομικών υλικών σε μια ευθεία γραμμή έκτασης περίπου 80μ. που χρονολογείται στη νεώτερη φάση του οικισμού. Πιθανώς το συγκεκριμένο σαλιγκάρι να μεταφέρθηκε μαζί με άμμο που χρησιμοποιήθηκε στη δόμηση της περιοχής. Ταυτόχρονα, άλλα είδη που διαβιούν αποκλειστικά στο δάσος (C. laminata, Ch. tridens, E. montana) θα πρέπει να μεταφέρθηκαν ακουσίως από τους κατοίκους μαζί με κορμούς ή κλαδιά δέντρων. Η βρώση του Unio sp. (μύδι γλυκού νερού) Τα διατροφικά κατάλοιπα ενός αρχαιολογικού συνόλου αποτελούν μικρό συνήθως τμήμα της συνολικής ποσότητας τροφής που συλλέχθηκε, μεταφέρθηκε στον οικισμό και καταναλώθηκε. Ένα σύνολο παραγόντων 7 διαμορφώνει το οστρεοαρχαιολογικό υλικό και καθορίζει την τελική ποσότητα που μελετάται (Reitz & Wing 1999: 110-6). Την ίδια στιγμή, είναι δύσκολο να εκτιμηθεί η διατροφική συνεισφορά των μαλακίων, καθώς δεν μπορεί να προσδιοριστεί ποιοι και πόσοι ήταν οι συλλέκτες και οι καταναλωτές, ποια η ποσότητα της τροφής ή το κοινωνικό 7 Αναφέρονται ενδεικτικά κάποιες αιτίες απώλειας των υλικών καταλοίπων από την αρχική απόρριψη των οστρέων έως την ανάκτησή τους κατά την ανασκαφή: α. απομάκρυνση των απορριμμάτων από το χώρο καθημερινής δράσης (Hayden & Cannon 1983), β. καταστροφή των οστρέων για την παραγωγή ασβέστη (Safer & Gill 1982), γ. κατανάλωση των μαλακίων μακριά από τον οικισμό (Meehan 1977, 1982), δ. μεταφορά μόνο του κρέατος στον οικισμό (Bird & Bird Bliege 1997; Thomas 2007) ε. φυσικές διαδικασίες (Claassen 1998: 54-70).

λιμναια οστρεα και χερσαια σαλιγκαρια 21 Εικ. 7: Ίχνη κοπής σε θυρίδες του Unio sp. (μύδι γλυκού νερού) πλαίσιο της κατανάλωσης (πρβλ. Counihan & van Esterik 1997; Farb & Armelagos 1980; Lupton 1996; Moss 1993). Η εκτίμηση της θέσης των μαλακίων στη δίαιτα μιας κοινότητας μπορεί να γίνει αν συσχετιστούν τα όστρεα με τα άλλα υπολείμματα τροφής, όπως οστά ζώων, οστά ψαριών και φυτικά κατάλοιπα. Ταυτόχρονα, σημαντικό ρόλο μπορεί να παίξει και η σύγκριση ανάμεσα σε ανάλογους χωρικά και χρονικά οικισμούς. Στο οστρεοαρχαιολογικό σύνολο του Δισπηλιού, η μακροσκοπική και μικροσκοπική μελέτη των καταλοίπων και η χωρική ανάλυση της κατανομής τους έδειξε ότι κατάλοιπο τροφής αποτελεί μόνο το μύδι του γλυκού νερού. Το Unio sp. είναι το κύριο είδος του συνόλου (57%) και αντιπροσωπεύεται από 5.632 όστρεα (ΕΑΑ: 1.374). Διαβιεί σε πυθμένα με λεπτόκοκκη ή χοντρόκοκκη άμμο σε ρηχά νερά. Σε αυτήν την οικολογική ζώνη, η συλλογή των οστρέων μπορεί να γίνει σκάβοντας με τα χέρια ή με ραβδιά στην άμμο. Μια σειρά μακροσκοπικών παρατηρήσεων στα όστρεα, που αφορούν όλες τις φάσεις κατοίκησης του οικισμού, όπως το μεσαίο / μεγάλο μέγεθος των οστρέων (μ.ο. μήκους 65 χιλ.), η απουσία δειγμάτων μικρής ηλικίας, καθώς και η απουσία οστρέων που να συλλέχθηκαν όταν το μαλάκιο ήταν ήδη νεκρό, υποδεικνύουν ότι δεν χρησιμοποιούνταν εργαλεία (τσουγκράνες, φτυάρια, γάγγαμοι). Συνεπώς, η συλλογή γινόταν με απλούς τρόπους και διατήρησε τον ίδιο χαρακτήρα σε όλη τη διάρκεια ζωής του οικισμού. Τα περισσότερα όστρεα (85%), ολόκληρα ή θραύσματα, δεν φέρουν ίχνη ανθρωπογενούς παρέμβασης 8. Ένα μικρό ποσοστό (13,5%) αφορά σε όστρεα με ίχνη κοπής 9 (Εικ. 7), έμμεση ένδειξη ότι το κρέας καταναλώθηκε ωμό. Τα υπόλοιπα μαλάκια μάλλον καταναλώθηκαν μαγειρεμένα, ίσως βραστά σε μαγειρικά αγγεία, αχνιστά σε βαρκόσχημα (Σωφρονίδου 2002: Εικ. 1, Εικ. 11) ή ψητά για λίγα λεπτά στις στάχτες μιας εστίας. 8 Μόνο 1,5% είναι το ποσοστό των οστρέων που φέρουν επεξεργασία ή ίχνη επεξεργασίας και αφορούν κυρίως σε περίαπτα (Υφαντίδης 2006: 96, ΠΙΝ. 30/1 + 39/3). 9 Ο συγκεκριμένος τρόπος θραύσης οφείλεται στη διάνοιξη του οστρέου, όταν το μαλάκιο είναι ακόμη ζωντανό και διατηρεί με δύναμη κλειστές τις θυρίδες του. Το όστρεο ανοίγει τοποθετώντας ένα αιχμηρό και πεπλατυσμένο εργαλείο ανάμεσα στις θυρίδες, στο σημείο που δεν εφάπτονται απόλυτα. Η άσκηση πίεσης επιφέρει την αποκοπή ενός τμήματος του κελύφους. Το μαγείρεμα, εξαιτίας της θερμότητας που χαλαρώνει τους μύες και διευκολύνει τη διάνοιξη των θυρίδων, δεν αφήνει συνήθως ορατά ίχνη στα όστρεα.

22 ΡΕΝΑ ΒΕΡΟΠΟΥΛΙΔΟΥ Εικ. 8: Κατανομή Unio sp. στις φάσεις κατοίκησης Στην πρόταση αυτή συνηγορεί και το γεγονός ότι οι μεγαλύτερες συγκεντρώσεις Unio sp. εντοπίστηκαν σε συνάφεια με εστίες, άλλες τροφοπαρασκευαστικές κατασκευές και δάπεδα. Η κατάσταση διατήρησης του υλικού και η αδυναμία εντοπισμού των ζευγαριών θυρίδων (Koike 1979; Waselkov 1987: 156) καταδεικνύει την τακτική απομάκρυνση των απορριμμάτων από αυτές τις περιοχές καθημερινής δράσης. Από τα υπάρχοντα δεδομένα, δεν υπάρχουν κάποια αναγνωρίσιμα στοιχεία για συντήρηση (αποξήρανση, κάπνισμα) και αποθήκευση του κρέατος των μαλακίων, πρακτικές γνωστές από πλήθος εθνογραφικών ερευνών (Waselkov 1987: Πίν. 2). Ωστόσο, δεδομένου ότι οι δραστηριότητες αυτές δεν αφήνουν ορατά υλικά κατάλοιπα, ούτε αναγνωρίζονται πάνω στο ίδιο το όστρεο, αποτελούν πάντα ένα ενδεχόμενο. Η ποσότητα του κρέατος που απέδωσε η συλλογή μαλακίων είναι μικρή συγκριτικά με άλλα είδη τροφής, όπως τα ζώα και τα ψάρια. Σύμφωνα με έναν χονδρικό υπολογισμό, στο Δισπηλιό καταναλώθηκαν περίπου 13 κιλά μυδιών γλυκού νερού. Μάλιστα, η ποσότητα αυτή δεν κατανέμεται ομοιόμορφα στον κάθετο άξονα, ένδειξη ότι οι διατροφικές πρακτικές δεν έμεναν σταθερές στο χρόνο (Εικ. 8). Η κατανομή παρουσιάζει αυξομειώσεις με σημαντικές διακυμάνσεις. Η χαμηλότερη ποσότητα (Φάση Γ) δεν ξεπερνά τα 500 γρ. κρέατος, ενώ η υψηλότερη (υποφάση Β3) φτάνει στα 3 κιλά. Από τα παραπάνω προκύπτει το συμπέρασμα ότι η συνεισφορά των μαλακίων στη δίαιτα των κατοίκων του Δισπηλιού ήταν πολύ περιορισμένη, παρά το προνομιούχο περιβάλλον της λίμνης. Τα μαλάκια μάλλον έπαιζαν ένα συμπληρωματικό ή επικουρικό ρόλο στη δίαιτα, που εστίαζε κυρίως στην κατανάλωση αγροτικών προϊόντων (Μαγκαφά 2002), κρέατος οικόσιτων ζώων (Phoca-Cosmetatou 2008) και σε μικρότερη ένταση ψαριών (Θεοδωροπούλου 2008), όπως άλλωστε έχει υποστηριχτεί για τις κοινότητες της Νεολιθικής Εποχής 10 (Andreou et al. 1996: 558; Halstead 1996α, 1996β). Η εξέταση οστρεοαρχαιολογικών συνόλων από οικισμούς της Μέσης και της Νεώτερης/ Τελικής Νεολιθικής στο βόρειο ελλαδικό χώρο δείχνει ομοιότητες και διαφορές ως προς τη 10 Αν και δεν λείπουν περιπτώσεις οικισμών με πολύ μεγάλες ποσότητες οστρέων - καταλοίπων τροφής (Βεροπουλίδου υ.π.).

λιμναια οστρεα και χερσαια σαλιγκαρια 23 βρώση των μαλακίων (Theodoropoulou 2007; Βεροπουλίδου υ. π.). Μια πρώτη διαφοροποίηση εντοπίζεται στο χώρο. Παρατηρείται ότι όσο αυξάνει η απόσταση του οικισμού από τη θάλασσα, τόσο μειώνεται η ένταση της κατανάλωσης υδάτινων πηγών. Ακόμη και αν υπάρχουν πλούσιες πηγές γλυκού νερού σε άμεση σχέση με τον οικισμό, όπως στην περίπτωση του Δισπηλιού, η βρώση των μαλακίων είναι συνήθως πολύ χαμηλής κλίμακας. Η άλλη διαφορά είναι χρονική, καθώς στις περισσότερες κοινότητες της Μέσης Νεολιθικής, παράκτιες ή ηπειρωτικές, καταγράφεται μέτριας έντασης εκμετάλλευση των μαλακίων, ενώ στη Νεώτερη Νεολιθική σημειώνεται αύξηση, κάποιες φορές ιδιαιτέρως σημαντική. Οι παραπάνω προτάσεις ενέχουν το χαρακτήρα γενικευτικών μόνο παρατηρήσεων, καθώς οι διατροφικές πρακτικές των κατοίκων εμφανίζουν σημαντική ποικιλότητα και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του κάθε οικισμού συχνά υπερισχύουν. Η τροφή, που σαφώς ορίζεται από το οικολογικό πλαίσιο, φαίνεται πως έχει διαφορετική θέση και σημασία, διαφορετική κοινωνική αξία στον εκάστοτε οικισμό. Η κατανάλωση της κάθε τροφής αποτελεί μια κατεξοχήν πολιτισμική επιλογή, που συνδέεται με ποικίλους παράγοντες, μεταξύ άλλων η ικανοποίηση βιολογικών αναγκών, η διαπραγμάτευση των κοινωνικών σχέσεων, η δόμηση της ατομικής και ομαδικής ταυτότητας (πρβλ. Hamilakis 2000). Επίλογος Η μελέτη και ανάλυση του οστρεοαρχαιολογικού υλικού του Δισπηλιού Καστοριάς δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί, καθώς οι συνεχιζόμενες ανασκαφές προσθέτουν νέα στοιχεία για τον οικισμό. Η σημαντική ποικιλία χερσαίων σαλιγκαριών και λιμναίων οστρέων παρέχει απτά στοιχεία για την ιστορία των επιχώσεων και προσθέτει περιβαλλοντικές πληροφορίες, έτσι ώστε να προσεγγιστεί καλύτερα το ανθρωπογενές περιβάλλον. Ταυτόχρονα, γίνεται δυνατή η ανασύνθεση, έως ένα βαθμό, των δραστηριοτήτων των κατοίκων. Η μικρής κλίμακας βρώση των μαλακίων, παρά την ποικιλία οστρέων και την άμεση σχέση με το πλούσιο περιβάλλον της λίμνης καταδεικνύει για μία ακόμη φορά ότι οι παράγοντες που καθορίζουν και διαμορφώνουν τις διατροφικές πρακτικές είναι συνήθως αφανείς στο αρχαιολογικό πλαίσιο. Βιβλιογραφία Abbott, T. R. 1989 Compendium of Landshells. Burlington: American Malacologists Inc. Andreou, S., M. Fotiadis & K. Kotsakis 1996 Review of the Aegean Prehistory V: The Neolithic and Bronze Age of Northern Greece. American Journal of Archaeology 100: 537-97. Becker, C. 1986 F. Weichtiere. Bivalvia - Muscheln. In Kastanas: Die Tierknochenfunde (C. Becker): 230-6. Berlin: Wissenschaftsverlag Vorker Spiess [Pra historische Archa ologie in Südosteuropa, Band 5]. Bird, D. W. & R. Bird Bliege 1997 Contemporary shellfish gathering strategies among the Meriam of the Torres Strait Islands: Testing predictions of a central place foraging model. Journal of Archaeological Science 24: 39-63.

24 ΡΕΝΑ ΒΕΡΟΠΟΥΛΙΔΟΥ Claassen, C. 1998 Shells. Cambridge: Cambridge University Press [Cambridge Manuals in Archaeology]. Counihan, C. M. & P. van Esterik (eds.) 1997 Food and Culture: A Reader. New York: Routledge. Davies, P. 2008 Snails: Archaeology and Landscape Change. Oxford: Oxbow Books. Delamotte, M. & E. Vardala-Theodorou 1994 Shells from the Greek Seas. Athens: Goulandris Natural History Museum. Καραλή-Γιαννακοπούλου, Λ. 1981 Παράρτημα ΙΙΙ: Μαλακολογικό υλικό. Στο Ανασκαφή σε Οικισμό της Εποχής Χαλκού (Πρώιμης) στην Πεντάπολη του νομού Σερρών, (εκδ. Δ. Β. Γραμμένος): 115-8. Αθήνα: Αρχαιολογική Εφημερίδα, Η Εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία. 2004 Ανασκαφή Σταυρούπολης: Μαλακολογικό υλικό. Στο Σωστικές Ανασκαφές στο Νεολιθικό Οικισμό Σταυρούπολης Θεσσαλονίκης: Μέρος ΙΙ (1998-2003) (επιμ. Δ. Β. Γραμμένος & Σ. Κώτσος): 527-603. Θεσσαλονίκη: Αρχαιολογικό Ινστιτούτο Βόρειας Ελλάδας [Δημοσιεύματα του Αρχαιολογικού Ινστιτούτου Βόρειας Ελλάδας, Αρ. 6]. Καρκάνας, Π. 2002 Η μικρομορφολογική μελέτη των αποθέσεων του Δισπηλιού. Στο Δισπηλιό, 7500 Χρόνια Μετά (επιστ. επιμ. Γ. Χ. Χουρμουζιάδης): 295-302. Θεσσαλονίκη: University Studio Press. Κούλη, Κ. 2002 Δισπηλιό και παλυνολογία: Προσεγγίζοντας το παλαιοπεριβάλλον. Στο Δισπηλιό, 7500 Χρόνια Μετά (επιστ. επιμ. Γ. Χ. Χουρμουζιάδης): 303-16. Θεσσαλονίκη: University Studio Press. Farb, P. & G. Armelagos 1980 Consuming Passions: The Anthropology of Eating. Boston: Houghton Mifflin Company. Halstead, P. 1996α The development of agriculture and pastoralism in Greece: When, how, who and what? In The Origins and Spread of Agriculture and Pastoralism in Eurasia, (ed. D. R. Harris): 296-309. 1996β London: UCL Press. Pastoralism or household herding? Problems of scale and specialization in Early Greek animal husbandry. World Archaeology 28(1): 20-42. Hamilakis, Y. 2000 The anthropology of food and drink consumption and Aegean archaeology. In Palaeodiet in the Aegean (ed. S. J. Vaughan & W. D. E. Coulson): 55-63. Oxford: Oxbow Books [Wiener Laboratory Monograph 1]. Hayden, B. & A. Cannon 1983 Where the garbage goes: Refuse disposal in the Maya Highlands. Journal of Anthropological Archaeology 2: 116-63. Μαγκαφά, Μ. 2002 Η αρχαιοβοτανική μελέτη του οικισμού. Στο Δισπηλιό, 7500 Χρόνια Μετά (επιστ. επιμ. Γ. Χ. Χουρμουζιάδης): 115-34. Θεσσαλονίκη: University Studio Press. Karali-Yiannakopoulou, L. 1992 La parure. In Dikili Tash, Village Préhistorique de Macédoine Orientale, I: Fouilles de Jean Deshayes 1961-1975 (éd. R. Treuil): 159-64. Bulletin de Correspondance Hellénique Suppl. XXIV. 1997 Dimitra: Matériel malacologique. Στο Νεολιθική Μακεδονία (Δ. Β. Γραμμένος): 200-11. Αθήνα: Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων & Απαλλοτριώσεων [Δημοσιεύματα του Αρχαιολογικού Δελτίου, Αρ. 56]. Koike, H. 1979 Seasonal dating and the valve-pairing technique in shell-midden analysis. Journal of Archaeological Science 6: 63-74. Lupton, D. 1996 Food, the Body and the Self. London: Sage Publications.

λιμναια οστρεα και χερσαια σαλιγκαρια 25 Meehan, B. 1977 Man does not live by calories alone: The role of shellfish in a coastal cuisine. In Sunda and Sahul: Prehistoric Studies in SE Asia, Melanesia and Australia (ed. J. Allen, J. Golson & R. Jones): 493-531. London: Academic Press Limited. 1982 Shell Bed to Shell Midden. Canberra: Australian Institute for Aboriginal Studies. Moss, M. L. 1993 Shellfish, gender, and status on the Northwest coast: Reconciling archaeological, ethnographic, and ethnohistorical records of the Tlingit. American Anthropologist 95(3): 631-52. Olsen, L.-H., J. Sunesen, & B. Vita Pedersen 2001 Small Freshwater Creatures. New York: Oxford University Press. Σωφρονίδου, Μ. 2002 Η κεραμεική: Βασικές παρατηρήσεις. Στο Δισπηλιό, 7500 Χρόνια Μετά (επιστ. επιμ. Γ. Χ. Χουρμουζιάδης): 185-216. Θεσσαλονίκη: University Studio Press. 2008 Ο προϊστορικός λιμναίος οικισμός του Δισπηλιού Καστοριάς: Μια πρώτη εισαγωγή Ανάσκαμμα 1: 9-26. Pfleger, V. 1999 Molluscs. Leicester: Blitz Editions. Phoca-Cosmetatou, N. 2008 The terrestrial economy of a lake settlement: The faunal assemblage from the first phase of occupation of Middle Neolithic Dispilio (Kastoria, Greece). Ανάσκαμμα 2: 47-68. Poppe, G. T. & Y. Goto 1991 European Seashells (Polyplacophora, Caudofoveata, Solenogastra, Gastropoda). Vol. 1. Wiesbaden: Verlag Christa Hemmen. 1993 European Seashells (Scaphopoda, Bivalvia, Cephalopoda). Vol. 2. Hackenheim: ConchBooks. Reese, D. S. 1987 Marine and fresh-water mollusks. In Paradeisos: A Late Neolithic Settle ment in Aegean Thrace (ed. P. Hellström): 119-34. Stockholm: Medelhausmuseet [Memoir 7]. Reitz, E. J. & E. S. Wing 1999 Zooarchaeology. Cambridge: Cambridge University Press [Cambridge Manuals in Archaeology]. Safer, F. J. & M. F. Gill 1982 Spirals from the Sea: An Anthropological Look at Shells. New York: Clarkson N. Potter, Inc. Shackleton, N. J. χ.χ. Shells from the Neolithic site of Nea Nikomedia [Αδημοσίευτο χειρόγραφο]. Θεοδωροπούλου, Τ. 2008 Ο άνθρωπος και η λίμνη: Ψάρια και ψαρέματα στο προϊστορικό Δισπηλιό. Ανάσκαμμα 2: 25-45. Theodoropoulou, T. 2007 L exploitation des faunes aquatiques en Égée septentrionale aux périodes pré- et protohistoriques (2 volumes). Paris: Université de Sorbonne I Panthéon-Sorbonne [Thèse de doctorat]. Thomas, F. R. 2007b The behavioral ecology of shellfish gathering in Western Kiribati, Micronesia 2: Patch choice, patch sampling, and risk. Human Ecology 35: 515-26. Βεροπουλίδου, Ρ. 2002 Όστρεα από το Κτήριο Α της Τούμπας Θεσσαλονίκης. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Τμήμα Ιστορίας & Αρχαιολογίας [Μεταπτυχιακή εργασία]. υ. π. Τα Όστρεα από τους Οικισμούς του Κόλπου της Θεσσαλονίκης κατά τη Νεολιθική και την Ύστερη Εποχή του Χαλκού. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Τμήμα Ιστορίας & Αρχαιολογίας [διδακτορική διατριβή]. υ. ε. Το οστρεοαρχαιολογικό σύνολο από το Αγγελοχώρι Ημαθίας (ΥΕΧ). Στο Η Ανασκαφή στο Αγγελοχώρι Ημαθίας (επιμ. Λ. Στεφανή & Ν. Μερούσης). Θεσσαλονίκη. Βεροπουλίδου, Ρ. & Φ. Υφαντίδης 2004 Unio pictorum vs. Spondylus gaederopus: Όστρεα και οστρέινα κοσμήματα από το Δισπηλιό

26 ΡΕΝΑ ΒΕΡΟΠΟΥΛΙΔΟΥ Καστοριάς. Το Αρχαιολογικό Έργο Στη Μακεδονία Και Θράκη 18: 669-86. Veropoulidou, R. & F. Ifantidis 2004 Shell Assemblage Analysis of the Neo lithic Lakeside Settlement of Dispilio, Kastoria: The Eastern Sector. Thessaloniki: Institute for Aegean Prehistory Unpublished Research Grant Report. 2005 Shell Assemblage Analysis of the Neo lithic Lakeside Settlement of Dispilio, Kastoria: The Western Sector. Thessaloniki: Institute for Aegean Prehistory Unpublished Research Grant Report. Waselkov, G. A. 1987 Shellfish gathering and shell midden archaeology. In Advances in Archaeological Method and Theory (ed. M. B. Schiffer): 93-210. San Diego: Academic Press. Zenetos, A., E. Vardala-Theodorou & C. Alexandrakis 2005 Update of the marine bivalvia mollusca checklist in Greek waters. Journal of the Marine Biological Association of the United Kingdom 85: 993-8. Χουρμουζιάδη, Ν. & Τ. Γιαγκούλης 2002 Προβλήματα και μέθοδοι προσέγγισης του χώρου. Στο Δισπηλιό, 7500 Χρόνια Μετά (επιστ. επιμ. Γ. Χ. Χουρμουζιάδης): 37-74. Θεσσαλονίκη: University Studio Press. Χουρμουζιάδης, Γ. Χ. (επιστ. επιμ.) 2002 Δισπηλιό, 7500 Χρόνια Μετά. Θεσσαλονίκη: University Studio Press. Υφαντίδης, Φ. 2006 Τα Κοσμήματα του Νεολιθικού Οικισμού Δισπηλιού Καστοριάς: Παραγωγή & Χρήση μίας Αισθητικής Εργαλειοθήκης. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Τμήμα Ιστορίας & Αρχαιολογίας [μεταπτυχιακή εργασία]. Summary Freshwater molluscs and land snails at the Neolithic Dispilio, Kastoria Rena Veropoulidou The archaeomalacological assemblage from the Neolithic Dispilio, Kastoria, consists of a large amount of freshwater shells and land snails. The systematic and thorough study comprised species identification, ecological and quantitative reconstruction in time and space, as well as gathering methods, quantities and sizes of shells, methods of preparation, consumption and discard. The unique richness and amount of land snails and freshwater shells that penetrated the archaeological record either by chance or due to human activities offered a large body of information for the understanding of depositional formation processes and the reconstruction of the human ecological setting in each building phase. At the same time, the large amount of freshwater mussels (Unio sp.) provided a unique opportunity in Greek prehistory to have a clear insight as regards molluscan consumption in a Neolithic community living by the lake. Molluscs were gathered in shallow water with simple tools and minimal effort. They were consumed cooked (boiled, steamed or roasted), but in varying degrees throughout the life of the settlement. Regardless of the rich lake environment, molluscs must have been just a complementary food source.