ΕΙΣΑΓΩΓΗ*
Το πόνημα αυτό θα συνεχίσει και θα εμπλουτίσει τη θεματολογία με την οποία ασχοληθήκαμε στο παρελθόν και αφορούσε στη σχολική αρχιτεκτονική την περίοδο του εικοστού αιώνα. Εκείνο το βιβλίο διαπερνάται από τη λογική της εκδίπλωσης μέσα στον κοινωνικό-ιστορικό-πολιτισμικό χρόνο των αντιλήψεων για την οργάνωση των χώρων εκπαίδευσης στον δυτικό και κυρίως ευρωπαϊκό χώρο. Συναντά τάσεις και χωρικές κατηγορίες που προτείνονται από άλλα πεδία όπως αυτό της Ιστορίας της Αρχιτε κτονικής, αλλά και αναδεικνύει ιδιαιτερότητες που συνάπτονται με το πεδίο της σχολικής αρχιτεκτονικής και οφείλονται στους καίριους δεσμούς της με την παιδαγωγική και την εκπαιδευτική πολιτική γενικότερα. Η μελέτη δεν αγγίζει το όριο του αιώνα, ολοκληρώνει το έργο της μέχρι τις δεκαετίες του 70 και 80, δηλαδή την πρώτη φάση της μετανεωτερικότητας και του μεταμοντερνισμού στην αρχιτεκτονική. Αναφέρεται συνοπτικά στο φαινόμενο αυτό καταγράφοντας τα σημάδια του στη σχολική αρχιτεκτονική μέσα από παραδείγματα του δομισμού καθώς και των τάσεων του ιστορικισμού, της μεταφοράς και του νοήματος. Εδώ θα εξετάσουμε αναλυτικότερα την μετα-τον-μετα μοντερνισμό περίοδο, γνωστή ως περίοδο της υπερ-νεωτερικότητας ή της παγκοσμιοποίησης, ουσιαστικά τις τελευταίες δύο δεκαετίες συμπληρώνοντας χρονικά το κενό της πρώτης εργασίας, αλλά διαφοροποιημένα στον τρόπο σχεδιασμού του θέματος. Στόχος δεν είναι η καταγραφή και κατανόηση των διαφορετικών τάσεων, αλλά η ερωτηματοθεσία, η κριτική προσέγγιση και η εκδίπλωση εννοιών και θεωριών που αναφέρονται στο σύγχρονο σχολείο/εκπαιδευτικό κτήριο και τη συνθήκη απο-σχολειοποίησης της μάθησης και του χώρου εντός του οποίου πραγματώνεται. Παραδείγματα σύγχρονων περιβαλλόντων μάθησης, αλλά και δείγματα από προγενέστερες περιόδους που μπορούν να θεωρηθούν προπομποί του σύγχρονου προβληματισμού και των εφαρμογών του στον δυτικό κόσμο παρουσιάζονται με κριτικό σχολιασμό. Αρχικά θα σκιαγραφήσουμε τη διαπλοκή των δύο πεδίων, σχολικής αρχιτεκτονικής και παιδαγωγικής/εκπαίδευσης, αλλά και την εμπλοκή τους με άλλες περιοχές του επιστητού επιχειρώντας την αναγνώριση κοινών εννοιών που διαμορφώνουν τα νήματα της παιδαγωγικής σκέψης και, φυσικά, τις γραμμές του αρχιτεκτονικού γίγνεσθαι των πεδίων μάθησης. Ταυτόχρονα θα κινηθούμε σε πειραμα- * Promenade du Paillon (Πηγή: Προσωπικό αρχείο Κ. Τσουκαλά) 27
ΡΟÏΚΕΣ ΧΩΡΟΓΡΑΦΙΕΣ ΚΑΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΕΣ ΑΝΑΣΤΟΧΑΣΤΙΚΕΣ ΑΝΤΙΣΤΙΞΕΙΣ τικά πεδία με τα οποία ασχοληθήκαμε στο παρελθόν στο πλαίσιο συγκεκριμένων επιστημολογικών θεωρήσεων προτείνοντας τότε έννοιες που προεκτείνονται μέχρι τον σύγχρονο προβληματισμό και τις οποίες επιχειρήσαμε σε μεταγενέστερες μελέτες μας να συσχετίσουμε με κομβικές έννοιες άλλων γνωστικών πεδίων ανακαλύπτοντας το κοινό φόντο σε ένα ρευστό, διαφοροποιημένο και συνεχώς μεταβαλλόμενο εννοιολογικό τοπίο. Όπως και στο ζήτημα της σχολικής αρχιτεκτονικής έτσι και σε αυτό της παιδαγωγικής/των θεωριών και πρακτικών μάθησης, δεν εστιάζουμε στην καταγραφή και κατανόηση των σύγχρονων τάσεων εξάλλου δεν θα μπορούσαμε στο ζήτημα της παιδαγωγικής να εκτεθούμε σε ένα τέτοιο εγχείρημα - αλλά περιοριζόμαστε στην ανάδειξη μιας τάσης για τους τρόπους μάθησης την περίοδο του ηλεκτρονικού και παγκοσμιοποιημένου πολιτισμού. Στο πρώτο κεφάλαιο της μελέτης μας πραγματευόμαστε την ενιαία θεώρηση για μία ενεργητική-συνεργατική-επικοινω νιακή/διαλογική-βιωματική μάθηση στις σύγχρονες κοινωνίες μας κι απλωνόμαστε στο χρόνο όχι με κριτήρια στενά χρονογραφικά, ιστορικά, αλλά εννοιολογικά-επιστημολογικά (εμβαπτισμένα βέβαια στην ιστορικότητά τους). Η προσέγγισή μας στηρίζεται όχι στη γραμμική λογική της αναδρομικής αναζήτησης της καταγωγής και της εξέλιξης των εννοιών, αλλά στη λογική της διάκρισης των λεπτών διαφοροποιήσεων και αποχρώσεών τους, στις ταυτοποιήσιμες και στις αποκλίνουσες πτυχές τους, πράγμα που συμβάλλει στη συγκρότηση ενός κριτικού λόγου, στη διαμόρφωση απόψεων για το σύγχρονο γίγνεσθαι της παιδαγωγικής πρακτικής και επακόλουθα στη σύσταση ενός εννοιολογικού σώματος για μια αρχιτεκτονική της διαλογικής και σωματικά συντονισμένης χωροχρονικής εμπειρίας. Σε αυτό το πρώτο κεφάλαιο θα συναντήσουμε ως υπόβαθρο του συμπλέγματος της διαλογικής-βιωματικής παιδαγωγικής πρακτικής τις έννοιες του Vygotsky για τη δραστηριότητα, τα σημεία των συστημάτων του πολιτισμού και τα ψυχολογικά εργαλεία καθώς και τη Ζώνη Επικείμενης Ανάπτυξης (διαλογικότητα-συνεργατικότητα). Εδώ θα αναζητήσουμε τη σχέση τους με τις μπαχτινικές έννοιες της διαλογικότητας, πολυφωνίας και ετερογλωσσίας καθώς και με τις λακανικές έννοιες της παθητικής δραστηριότητας, της έλλειψης/του κενού, του Άλλου, της ετερότητας. Οι θεωρίες αυτές φαίνεται να αποτελούν το υπόστρωμα των σύγχρονων παιδαγωγικών τάσεων και να διαθλώνται στο πολύπλοκο σύγχρονο πεδίο της παιδαγωγικής που επιθυμεί να κρατήσει γενναίες αποστάσεις από μία ενεργητική, αλλά εν πολλοίς κατευθυνόμενη διαδικασία μάθησης. Συνεχίζοντας στο δεύτερο κεφάλαιο θα αποπειραθούμε να δώσουμε μορ- 28
ΕΙΣΑΓΩΓΗ φή/υπόσταση σε χωρικές ποιότητες που απορρέουν από την παραπάνω παιδαγωγική θεώρηση και συγκροτούν την εικόνα ενός άλλου, διαφορετικού χώρου για τη μάθηση μεταλλάσσοντας και αυτόν τον ίδιο όρο που μέχρι πρόσφατα απέδιδε αυτή τη λειτουργία. Το σχολικό ή εκπαιδευτικό κτήριο που συνδέεται με την έννοια της τάξης μετονομάζεται σε πεδίο βιωματικής μάθησης (όρος που αποδίδει τον δυναμικό, συμμετοχικό χαρακτήρα της διαδικασίας μάθησης χαρακτήρα που δεν αποτυπώνει ο όρος τοπίο μάθησης τον οποίο χρησιμοποιεί ο Herman Hertzberger). Τα διαχωριστικά όρια ανάμεσα σε κοινωνία και σχολείο, σε εκπαιδευτή και εκπαιδευόμενο, σε διαφορετικές ηλικίες και ρόλους, μετατρέπονται σε σύν-ορα που διαρκώς μετατοπίζονται μέσα στο κλίμα ελευθερίας και διαλογικότητας, συνεργασίας και σύμπραξης, διασχίζοντας και διανοίγοντας το δυναμικό γίγνεσθαι της μάθησης και των συντελεστών της. Θα σχολιάσουμε τη ροή της έννοιας του ανοικτού χώρου και τις μεταλλάξεις της μέσα στο χρόνο. Στο προγενέστερο έργο μας με τίτλο Τάσεις στη σχολική αρχιτεκτονική. Από την παιδοκεντρική λειτουργικότητα στη μεταμοντέρνα προσέγγιση προσηλωθήκαμε στον ανοικτό σχεδιασμό και τις άλλες μορφές ανοικτού σχολικού περιβάλλοντος που συνδέονταν με κινήματα ανοικτής παιδαγωγικής το πρώτο ήμισυ του εικοστού αιώνα, αλλά και τις δύο δεκαετίες που ανέλαβαν το βάρος της ανοικοδόμησης των κοινωνιών αμέσως μετά την καταστροφή που προκάλεσε ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος. Η αναφορά ορισμένων στοιχείων εκείνης της πρώτης μελέτης για τα ζητήματα σχολικού χώρου θα πραγματοποιηθεί μέσα σε μία νέα οπτική και λογική επανεκτίμησής τους στις σύγχρονες συνθήκες διαμόρφωσης και θεσμοθέτησης των εκπαιδευτικών διαδικασιών. Η οπτική αυτή υφαίνεται (αρθρώνεται) από τρεις ποιότητες/χαρακτήρες χώρου που συνιστούν ταυτόχρονα τα κριτήρια επιλογής των παραδειγμάτων για τα βιωματικά τοπία μάθησης. Αυτές είναι: ο ενεργοποιημένος χώρος, ο διαλογικός-πολυφωνικός χώρος και ο παιγνιώδης χώρος. Σ αυτή τη μελέτη ποιότητα θεωρείται η δυναμική αλληλενέργεια των τομών της αρχιτεκτονικής με τα πεδία της αρχιτεκτονικής που προαναφέραμε (ψυχολογία, ψυχανάλυση, γλωσσολογία, κοινωνιολογία, παιδαγωγική πεδία τα οποία δεν χαρακτηρίζονται από αυτάρκη θεωρησιακή συγκρότηση, αλλά από τη διαρκή μετασχηματιστική όσμωση και ταλάντωση θεωρίας και πράξης). Η εγκατάσταση αυτών των ποιοτήτων εκδιπλώνεται, αλλά δεν εξαντλείται, με ορισμένες χωρικές τροπικότητες όπως είναι η ευελιξία-μεταβλητότητα-διαδρα στικότητα, η ροϊκή χωρικότητα-τεταμένη ρευστότητα και το εύρος της μορφής-η πολλαπλότητα-η υπέρβαση ορίων. Έννοιες τις οποίες αναπτύσσουμε στο τρίτο κεφάλαιο. 29
ΡΟÏΚΕΣ ΧΩΡΟΓΡΑΦΙΕΣ ΚΑΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΕΣ ΑΝΑΣΤΟΧΑΣΤΙΚΕΣ ΑΝΤΙΣΤΙΞΕΙΣ Στη μελέτη μας δεν εξετάζονται οι προτάσεις εκείνες που αφορούν αποκλειστικά στη μορφή του σχολικού κτηρίου αδιαφορώντας για τον εσωτερικό του χώρο όπου και εκτυλίσσονται οι εκπαιδευτικές δραστηριότητες. Ανάλογα παραδείγματα είχαμε και την περίοδο του μοντέρνου κινήματος, εξαιρετικές κατασκευές μοντέρνας σχολικής αρχιτεκτονικής οι οποίες ωστόσο δεν συμπεριλάμβαναν στις κατά τα άλλα ανατρεπτικές λύσεις τους τον περιέχοντα χώρο αφήνοντας ανέπαφη την παραδοσιακή οργάνωση των τάξεων και εν γένει της σχολικής ζωής. Αντίστοιχη συμπεριφορά παρατηρούμε και σήμερα σε προτάσεις ιδιαίτερα ελκυστικές για τον καινοτόμο τρόπο συνομιλίας κτηρίου και εδάφους ή κελύφους και περιβάλλοντος. Θεωρούμε ωστόσο τα αρχιτεκτονικά αυτά παραδείγματα αποκομμένα/αποξενωμένα από τον σύγχρονο καινοτόμο προβληματισμό πάνω σε ζητήματα εκπαίδευσης και μάθησης και κατά συνέπεια ελλειματικά ως προς την ποιότητά τους να ικανοποιήσουν τη σύγχρονη συνθήκη σχολικής καθημερινότητας. Γι αυτόν το λόγο απουσιάζουν από την παρούσα μελέτη που επιθυμεί να αντιμετωπίσει το θέμα του μαθησιακού περιβάλλοντος στην πολυπλοκότητά του κοινωνική, παιδαγωγική, ψυχολογική, πολιτισμική- δίχως θεωρησιακές αφαιρέσεις και απλουστεύσεις που δημιουργούν εν τέλει αντιφατικές και μερικές λύσεις στα σύγχρονα προβλήματα του κατοικείν. 30