ΠΕΓΑ - Νέες τεχνολογίες και πρόσβαση στον πολιτισμό και την τοπική ιστορία για άτομα με αναπηρίες. Η περίπτωση των ατόμων με προβλήματα όρασης. Μαρία ημάση Εννοιολογικές οριοθετήσεις- θεωρητική πλαισίωση: α. ετερότητα β. ρατσισμός
Ορίζοντας τον «άλλο» Κάθε άνθρωπος, επιχειρώντας να ορίσει τις «κοινωνικές του συντεταγμένες» σε ένα πλαίσιο κοινωνικών κατηγοριών και κοινωνικών ομάδων, όταν πρέπει δηλαδή να περιγράψει «ποιος είναι», διαπιστώνει ότι μπορεί να ορίσει τον εαυτό του με βάση την ένταξή του σε πολλές και διαφορετικές κοινωνικές κατηγορίες. Με άλλα λόγια, τα όρια του «εμείς» (εγώ) και «οι άλλοι» προσδιορίζονται με τρόπο που μεταβάλλει αυτή την κατάταξη- κατηγοριοποίηση ανάλογα με το γνώρισμα στο οποίο αναφερόμαστε κάθε φορά: π.χ. μέλος μιας οικογένειας, μέλος του διδακτικού προσωπικού στο ημοκρίτειο, Θεσσαλή, γυναίκα, μητέρα, μελαχρινή με καστανά μάτια, Ελληνίδα, Βορειο-ηπειρώτισσα ηπειρώτισσα, μέτριο οικονομικό προφίλ, «ξένη» στον τόπο μόνιμης κατοικίας κ.ο.κ. Όταν αναφερόμαστε σε ένα
γνώρισμα από τα τόσα που κατά περίπτωση μας χαρακτηρίζουν, αυτομάτως συνδεόμαστε με κάποιους ανθρώπους που έχουν το ίδιο γνώρισμα και φυσικά διαφοροποιούμαστε από τους υπόλοιπους (Τσιάκαλος,, 2000: 123 κε.). Είναι προφανές, λοιπόν, ότι κατά περίπτωση διαμορφώνονται πλειονότητες/πλειοψηφίες πλειοψηφίες που ορίζουν και την αποδοχή ή όχι του «άλλου», του διαφορετικού. Έχει επικρατήσει, βέβαια, να θεωρείται ως κύρια αιτία για τον χαρακτηρισμό κάποιου ως «άλλου» (και μάλιστα με αφορμή τα μεγάλα μεταναστευτικά ρεύματα που κατά καιρούς επηρεάζουν συγκεκριμένες χώρες) αυτός που ανήκει σε άλλο έθνος με ό,τι αυτό συνεπάγεται σε επίπεδο κουλτούρας: φυλετική, εθνοτική καταγωγή, θρησκεία, πεποιθήσεις (Εγώ ρατσιστής; Ευρωπαϊκές Κοινότητες,, 1998).
Και όμως είναι πολύ σημαντικές οι πολιτισμικές διαφορές και σε επίπεδο κατακόρυφης θεώρησης των κοινωνικών δεδομένων, στην ίδια ομάδα. Π.χ. Έλληνες: χριστιανοί, καθολικοί, μουσουλμάνοι, «αιρετικοί» Κρήτες, Θράκες, Μακεδόνες Βλάχοι Βλάχοι, Πόντιοι, Σαρακατσάνοι, Χασιώτες Τσιγγάνοι Τσιγγάνοι γεωργοί, κτηνοτρόφοι, δημόσιοι υπάλληλοι, γιατροί, δικηγόροι παλιννοστούντες παλιννοστούντες, μετανάστες, νεοπρόσφυγες.υγιείς υγιείς, Α.Μ.Ε.Α.,., άτομα με εξαρτήσεις, ομοφυλόφιλοι, νέοι, ηλικιωμένοι κ.λ.π.:.: προκαταλήψεις σε επίπεδο κοινωνικής τάξης, αναπηρίας, ηλικίας, ακόμα και γενετήσιου προσανατολισμού.
Ορίζοντας την «ετερότητα» Η ετερότητα ορίζεται ως η κατάσταση ή η ιδιότητα του «άλλου», το γεγονός ότι κάποιος είναι ο «άλλος» ή ο «διαφορετικός». Προϋποθέτει ένα εγώ ή εμείς που να αυτοπροσδιορίζεται έτσι, σε σχέση με τον άλλο ή τους άλλους. Η λέξη αποτελεί ελληνική απόδοση του όρου alterity, του οποίου η ρίζα ετερο- προέρχεται από το λατινικό alter που σημαίνει ο άλλος από δύο άτομα (ο ένας και ο άλλος) ) (Institute( for rights equality & diversity; Τεμπρίδου,, 2012: 11).
Υπάρχουν δύο εννοιολογικές προσεγγίσεις της ετερότητας (Α. Γκότοβος,, 2003, Εκπαίδευση και ετερότητα, Αθήνα, Μεταίχμιο,, 13): α. η αντικειμενική-ουσιολογική β. η ερμηνευτική φαινομενολογική Μία άλλη διάκριση είναι η εξής: εξωτερική, που αναφέρεται/αφορά αφορά ομάδες ανθρώπων και τόπους διαφορετικούς με κριτήρια γεωγραφικά-πολιτιστικά και σε εσωτερική που αφορά µειονότητες στο εσωτερικό του ίδιου πολιτισµού ού ή της ίδιας χώρας (Ν. Ρίμπολι,, 2006, στο: Θωµαΐδου αΐδου,, 2010, 22).
Η ετερότητα αποτελεί την αναγκαία συνιστώσα της/μιας ταυτότητας και ταυτόχρονα προβληματική συνισταμένη της. Εξάλλου, κανένας δεν ενεργεί και δεν βιώνει στο κενό. Η ταυτότητα του εγώ προϋποθέτει έναν «άλλο» (J. Cummins,, 2002) Το ίδιο υποστηρίζει και ο Κάρλος Φουέντες: «Είμαστε υποταγμένοι στην κριτική του άλλου. Όσο βλέπουμε, άλλο τόσο μας βλέπουν... Ανακαλύπτουμε πως μόνο μια νεκρή ταυτότητα είναι μια σταθερή ταυτότητα» (Κ. Φουέντες,, 2004: 225)
Η έννοια της ετερότητας συνδέεται σταθερά με την έννοια της ταυτότητας, σε άρρηκτη σχέση αλλά όχι σε σχέση κατοπτρισμού προς αυτήν (Κυριακάκης, Μιχαηλίδου,, 2006: 265, στο: Ζάρας,, 2014: 11-12). 12). Η ταυτότητα εμπερικλείει πάντοτε τη διαφορετικότητα και την έννοια του Άλλου, ενώ συγκροτείται μέσα σε ένα πλέγμα σχέσεων (Ζάρας, ό.π.)..).
Η πολιτισμική ταυτότητα[1] [1], ειδικότερα -που ως ορισμός αφορά την προσπάθεια εννοιοδότησης του σχολικού πολιτισμικού συγκείμενου από το οποίο ορίζεται και η διαχείριση της ετερότητας σε εκπαιδευτικά περιβάλλοντα- του κάθε ατόμου ως σύνολο διαμορφωμένων και διαμορφούμενων χαρακτηριστικών-ιδιοτήτων ιδιοτήτων βασίζεται σε στοιχεία που προκύπτουν αφενός από την ιδιότητά του ως μέλους μιας ομάδας και αφετέρου από τις προσωπικές-ατομικές ιδιότητες. [1] Το οικογενειακό, σχολικό και ευρύτερο το κοινωνικοπολιτισμικό περί/συν συν/κείμενο πλαισιώνει τη διαδικασία πολιτισμοποίησης για τη διαμόρφωση της πολιτισμικής ταυτότητας του ατόμου -στην εκπαίδευση, για τη διαμόρφωση της πολιτισμικής ταυτότητας του υποκειμένου της εκπαιδευτικής διαδικασίας (βλ. σχετικά Κεσίδου,, 2014).
ιαφορετικότητα: ορισμός Η έννοια της διαφορετικότητας (ελληνική απόδοση του diversity) ως αξίας στηρίζεται στην αναγνώριση, στην αποδοχή και στο σεβασμό του «άλλου». Σημαίνει κατανόηση για τη μοναδικότητα κάθε ατόμου και αναγνώριση των ατομικών διαφορών. Είναι η εξερεύνηση, η αναγνώριση και η συνύπαρξη αυτών των διαφορών σε ένα ασφαλές, θετικό και υποστηρικτικό περιβάλλον, ιδιαίτερα σε πλαίσιο διαμόρφωσης και ανάπτυξης της προσωπικότητας, όπως είναι το σχολείο (Τεμπρίδου, ό.π.,., 13).
Η μελέτη του διαφορετικού, του ξένου, του εξωτικού, του πρωτόγονου, του περιθωριακού ή του παραβατικού «[ ] υπονοεί εξαρχής την ύπαρξη ενός οικείου, κανονικού, εξελιγμένου, νομιμοποιημένου και νομοταγούς, που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο είναι το μέτρο με το οποίο μετρούμε τον άλλο. Η ετερότητα, λοιπόν, συνιστά το διαλεκτικό έτερο της ταυτότητας και, στην ουσία, μία κριτική ανασκόπηση των ζητημάτων που προκύπτουν από τη μελέτη του άλλου δεν θα μπορούσε να αγνοήσει το γεγονός πως ο άλλος υπάρχει μόνο μέσα από τη σχέση με τον εαυτό και πως η ετερότητα εν γένει συγκροτείται μέσα από τη σχέση της με την ταυτότητα» (Κυριακάκης, Μιχαηλίδου, ό.π.,., 9, στο Ζάρας, ό.π.,., 15).
Εκπαίδευση και ετερότητα Σε μία πολυπολιτισμική κοινωνία η οποία στοχεύει στην προώθηση του διαπολιτισμού, η εκπαίδευση βρίσκεται αντιμέτωπη, συχνά, με μία φορτισμένη με ετερότητα (ρεαλιστική ή φαντασιακή) παιδαγωγική συνάντηση (Τεμπρίδου, ό.π.)..). Πρόκειται για ετερότητα η οποία παραπέμπει εκτός των προσωπικών χαρακτηριστικών και στις διαφορετικές εθνικές, εθνοτικές, θρησκευτικές και γλωσσικές εντάξεις των μαθητών ενός σχολείου[1] [1].
[1] Ως -ειδικές- μορφές πολιτισμικής ετερότητας (είτε αναφορικά με τμήματα του γηγενούς πληθυσμού που έχουν χαρακτηριστικά του «διαφορετικού» σε σχέση με τον υπόλοιπο πληθυσμό είτε με νέους αλλόχθονες πληθυσμούς που μεταναστεύουν στη χώρα) αναφέρονται οι εξής: -εθνική ετερότητα -εθνοτική ετερότητα -θρησκευτική ετερότητα -γλωσσική ετερότητα -πολιτισμική ετερότητα (αξιακοί κώδικες, στάσεις, ενδιαφέροντα, καθημερινές πρακτικές, γνώσεις και δεξιότητες κ.ά.) ) (Α.( Γκότοβος,, 2003, Εκπαίδευση και ετερότητα, Αθήνα: Μεταίχμιο,, 59 Α. Κεσίδου, ό.π.)..).
Η ετερότητα εμπλέκεται στην εννοιοδότηση της ιαπολιτισμικής Παιδαγωγικής στις δύο εκφρασμένες και στην ελληνική επιστημονική βιβλιογραφία διακριτές τάσεις: α. ως καθεστώς β. ως γεγονός είτε ως πεποίθηση (Γκότοβος,, 2003: 6-7) 6
Οι μαθητές, ως πολυταυτοτικά υποκείμενα, συνδέονται με την ετερότητα, με σημείο αναφοράς όχι τις διαχωριστικές γραμμές-σε σχέση με τους συμμαθητές- σε γεωγραφικό, οικονομικό, μορφωτικό, πολιτισμικό επίπεδο αλλά τις διαφοροποιήσεις σε εθνικό, εθνοτικό, θρησκευτικό και γλωσσικό (ό.π.,10),.,10), που έχει αποτελέσει μέχρι τώρα την περιοχή ενασχόλησης της διαπολιτισμικής παιδαγωγικής (ό.π.)..).
Ο ρατσισμός αρχίζει όταν η διαφορά, πραγματική ή φανταστική, προτάσσεται για να δικαιολογήσει μία επίθεση. Επίθεση που στηρίζεται στην αποτυχία κατανόησης του άλλου, στην ανικανότητα αποδοχής της διαφοράς και έναρξης διαλόγου (Mario Soares, Εγώ ρατσιστής; ; 30).
Ο ρατσισμός[1] ορίζεται ως ένα (το) πλέγμα αντιλήψεων, στάσεων, συμπεριφορών και/ή θεσμοθετημένων μέτρων που εξαναγκάζει ορισμένους ανθρώπους σε υποτελή διαβίωση, και αυτό μόνο και μόνο επειδή ανήκουν σε μία διακριτή κατηγορία ατόμων. Ως δικαιολογία για τις διακρίσεις χρησιμοποιείται η διαφορετικότητα της ομάδας, στην οποία, συχνά - αλλά όχι πάντα-, προσάπτεται μία υποτιθέμενη κατωτερότητα ή και επικινδυνότητα (Τσιάκαλος,, 2000: 77). Ως όρος η «υποτελής διαβίωση» καλύπτει έννοιες σε ένα πολύ ευρύ φάσμα με σταθερό σημείο αναφοράς τον αποκλεισμό από δημόσια και κοινωνικά αγαθά ή την ανισότιμη συμμετοχή σε αυτά (ό.π.)..).
[1] ο ρατσισμός στην εποχή μας και με όρους διαπολιτισμικής εκπαίδευσης ορίζεται και πολύ περισσότερο αποτελεί έναν πολιτισμικό ρατσισμό σύμφωνα με το εξής πρότυπο: Οι διαφορές μεταξύ των ανθρώπων δεν μπορούν να διαγραφούν και καθορίζονται από τις πολιτισμικές τους ιδιαιτερότητες. Γι αυτό τον λόγο δεν είναι μόνο δίκαιο, αλλά τίθεται και ενάντια στη φύση του ανθρώπου, αν ο ίδιος δεν φροντίζει για τη δημιουργία ομοιογενών πολιτισμικών χώρων ζωής, καθώς επισημαίνεται ότι ο άνθρωπος καταπιέζει άλλους ανθρώπους ακόμα και στη δική του χώρα καταγωγής (Νικολάου,, 2014)
Μορφές του ρατσισμού 1. Ο ρατσισμός ως αποτέλεσμα ρατσιστικών αντιλήψεων ρατσισμός= αρνητικές αντιλήψεις + αρνητικές στάσεις + αρνητική συμπεριφορά + δύναμη (εξουσία) υποτελής διαβίωση της ομάδας που υφίσταται την αρνητική συμπεριφορά 2. Ρατσισμός από ιδιοτέλεια = προσωπικό συμφέρον (ιδιοτέλεια)) + αρνητική συμπεριφορά + δύναμη (εξουσία) υποτελής διαβίωση της ομάδας που υφίσταται την αρνητική συμπεριφορά
3. Ο ρατσισμός ως αποτέλεσμα μέτρων της Πολιτείας = θεσμοθετημένα μέτρα διακρίσεων + άσκηση εξουσίας εκ μέρους υπηρεσιών υποτελής διαβίωση της ομάδας σε βάρος της οποίας έχουν θεσπιστεί τα αρνητικά μέτρα.. (Τσιάκλαος( Τσιάκλαος, ό.π.:.: 83).
Η Νικολάου (2014) αναφέρει: Ως αιτίες του ρατσισμού και του μίσους απέναντι στο ξένο μπορούν να επισημανθούν: οι βασικές θέσεις και επιπτώσεις φυσικών, χωρικών, επιστημονικών, κοινωνικών και δημογραφικών ανισοτήτων οι αιτίες και οι επιδράσεις των μεταναστευτικών κινήσεων στο παρόν και το παρελθόν οι διεθνείς κινήσεις για τον κανονισμό θρησκευτικών, εθνικών και πολιτικών συγκρούσεων οι δυνατότητες της συμβίωσης των μειονοτήτων και των πλειονοτήτων σε πολυπολιτισμικές κοινωνίες. Ουσιαστικά, με συντομία, καταγράφει έναν περιγραφικό και ταυτόχρονα «αιτιολογημένο» ορισμό του ρατσισμού στο πλαίσιο μιας ιστορικο- εξελικτικής θεώρησης.
ρατσισμός / προκατάληψη Προκατάληψη μπορεί να σημαίνει περιφρόνηση κάποιου προτού καν γνωρίσουμε κάτι για το άτομό του, αλλά χωρίς να υπάρχει απαραίτητα η εξουσία αρνητικής επίδρασης στη ζωή του. Όσο για τον ρατσισμό, συνδέεται με τη λειτουργία μιας ολόκληρης κοινωνίας και περιλαμβάνει την εξουσία ενεργοποίησης ρατσιστικών προκαταλήψεων. Η πλειοψηφία/πλειονότητα πλειονότητα εξουσιάζει τη μειοψηφία/μειονότητα μειονότητα και μπορεί σκόπιμα ή όχι να χρησιμοποιήσει τον ρατσισμό. Συνεπώς, ο ρατσισμός συνεπάγεται το γεγονός κατοχής της εξουσίας για διάκριση και δυσμένεια των ατόμων με το πρόσχημα ότι είναι διαφορετικά (Βρετανικό Συμβούλιο Νεολαίας, Εγώ Ρατσιστής; ; 30).
Συμπερασματικά: ο ρατσισμός ρατσισμός αφορά τις διακρίσεις που στηρίζονται στο φύλο, τη φυλετική ή εθνοτική καταγωγή, τη θρησκεία και τις πεποιθήσεις, την αναπηρία, την ηλικία ή τον γενετήσιο προσανατολισμό.
Η πολυπολιτισμικότητα του εμπειρικού-βιωματικού χώρου διαμορφώνει ένα πλαίσιο στο οποίο είναι δυνατό να εμφανιστούν ή να αποτραπούν ρατσιστικές συμπεριφορές. Έμμεσες και άμεσες διακρίσεις εγκεντρίζονται ως προς τα γενεσιουργά αίτια και σε προκαταλήψεις του οικογενειακού και κοινωνικού περιβάλλοντος κάθε ανθρώπου και αφορούν την αρνητική διάθεση αποδοχής για άτομα ή ομάδες φυλετικά, γλωσσικά, εθνικά, πολιτισμικά διαφορετικά/ές από την κοινωνική πλειονότητα/πλειοψηφία πλειοψηφία και έτσι διαμορφώνονται στάσεις και συμπεριφορές.
Η διαχείριση της ετερότητας, όπως αυτή χαρτογραφείται στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία/εκπαίδευση εκπαίδευση, απαιτεί από κάθε πολίτη και επομένως από τον εκπαιδευτικό υψηλό βαθμό «διαπολιτισμικής ετοιμότητας» (ανοιχτότητα απέναντι στο ξένο και το διαφορετικό) και την κατάκτηση της «διαπολιτισμικής ικανότητας-δεξιότητας δεξιότητας» (ικανότητα αποτελεσματικής διαχείρισης της πολιτισμικής ετερότητας και της πολιτισμικής διαφοράς)
ώστε σε μακροεπίπεδο να είναι εφικτή και προσδόκιμη η αντιμετώπιση των προκαταλήψεων και των διακρίσεων και η πρόληψη, κυρίως, ή η αντιμετώπιση ρατσιστικών διαθέσεων και συμπεριφορών (Κεσίδου, ό.π.),.),