Κριτική βιβλίου στην θεματική της Επικοινωνίας και των ΜΜΕ Τίτλος: «Τηλεόραση, Κοινωνία & Πολιτικές Ειδήσεις» Συγγραφέας: Δρ. Θεοδώρα Α. Μάνιου Εκδόσεις: Επίκεντρο Κριτική: Δρ. Ανδρέας Ν. Μασούρας, Πανεπιστήμιο Νεάπολις Πάφου Η κριτική αυτή δημοσιεύεται στο επιστημονικό Περιοδικό: Επιθεώρηση Αποκέντρωσης Τοπικής Αυτοδιοίκησης και Περιφερειακής Ανάπτυξης (Revue de decentralisation d administration locale et de developpement regional) Το βιβλίο «Τηλεόραση, Κοινωνία & Πολιτικές Ειδήσεις» αποτελεί μια ολοκληρωμένη θεωρητική και ερευνητική προσέγγιση για την κυπριακή δημόσια σφαίρα και πιο συγκεκριμένα για την κυπριακή τηλεόραση. Τόσο ο θεωρητικός πυλώνας, όσο και ο ερευνητικός αποτελούν σημαντικό σημείο αναφοράς για το βιβλίο αφού η συγγραφέας επιχειρεί πρώτα να αναλύσει τα χαρακτηριστικά του συγκεκριμένου τηλεοπτικού κοινού και κατ επέκταση τα χαρακτηριστικά της κοινωνίας ούτως ώστε να δείξει την μεταξύ τους αλληλεπίδραση. Από την άλλη αφού ολοκληρώνει με ενδιαφέρον τρόπο την θεωρητική προσέγγιση αναλύει την μεθοδολογική προσέγγιση του βιβλίου και καταλήγει με την παρουσίαση των αποτελεσμάτων. Οι μελέτες γύρω από το πεδίο της τηλεόρασης αποτελούν πάντοτε μια επιστημονική πρόκληση αφού όπως τονίζει και ο Αθανασόπουλος «Η τηλεόραση είναι σήμερα μία ζωντανή και δυναμική πραγματικότητα στις σύγχρονες κοινωνίες» (2010). Θα πρέπει να τονίσω εδώ, ότι το συγκεκριμένο βιβλίο, ίσως να είναι και το μόνο εμπειρικό πόνημα το οποίο καταπιάνεται με την περίπτωση του κυπριακού τηλεοπτικού τοπίου με έμφαση πάνω στην ανάλυση των πολιτικών ειδήσεων. Του προσδίδω το χαρακτηριστικό του εμπειρικού πονήματος διότι ακριβώς προσεγγίζει το ζήτημα μέσα από εφαρμογή και όχι απλά αναλύοντας ιστορικά γεγονότα για την τηλεόραση, όπως γινόταν άλλωστε μέχρι σήμερα με άλλες έρευνες και αναλύσεις. Άρα, το βιβλίο «Τηλεόραση, Κοινωνία & Πολιτικές Ειδήσεις» της Θεοδώρας Μάνιου, έρχεται να καλύψει ένα σημαντικό εμπειρικό κενό για την κυπριακή
τηλεόραση αλλά και για τις συνήθεις του τηλεοπτικού κοινού, σε μια εποχή μάλιστα ραγδαίων εξελίξεων και αναδιαρθρώσεων όπως είναι η περίπτωση της έλευσης της ψηφιακής τηλεόρασης. Η συγγραφέας αναφέρεται άλλωστε στο ζήτημα της ψηφιακής τηλεόρασης και πώς αυτή επηρέασε τις παλιές συνήθειες του κοινού. Για παράδειγμα, η συγγραφέας, στην σελίδα 53 αναφέρει το εξής: «Επιστρέφοντας στο ζήτημα της επίδρασης του τόπου κατοικίας στις τηλεοπτικές επιλογές, θα πρέπει να γίνει αναφορά και στην έλευση της ψηφιακής τηλεόρασης. Πριν από την έλευση της επίγειας ψηφιακής τηλεόρασης στην Κύπρο (Ιούλιος 2011), τα νοικοκυριά σε ορισμένες αγροτικές περιοχές δεν είχαν πρόσβαση σε όλα τα παγκύπρια κανάλια, επομένως οι τηλεοπτικές τους επιλογές ήταν αναγκαστικά περιορισμένες σε σχέση με αυτές των κατοίκων των αστικών περιοχών». Το θεωρητικό κομμάτι του βιβλίου καλύπτει μια ευρεία συζήτηση. Για παράδειγμα, η συγγραφέας συζητά την «κατασκευή» της πραγματικότητας, τις συνήθειες του τηλεοπτικού κοινού και πώς αυτό αντιδρά ως προς τις πολιτικές ειδήσεις, την αμφίδρομη σχέση τηλεόρασης και πολιτικής στα πλαίσια της δημόσιας σφαίρας κ.ο.κ. Αυτό όμως που θα πρέπει να επισημάνω εδώ είναι ότι η συγγραφέας χρησιμοποιεί ενδιαφέρουσες θεωρητικές προσεγγίσεις. Για παράδειγμα, στην σελίδα 35 αναφέρεται στην θεωρία των Χρήσεων και Ικανοποιήσεων (Uses & Gratifications Theory). Συγκεκριμένα, η συγγραφέας αναφέρει: «Αρχικά, οι εξελικτικές μελέτες στη θεωρία χρήσεων και ικανοποιήσεων είχαν επικεντρωθεί στα κίνητρα του κοινού να παρακολουθήσει τηλεόραση και στις συνήθειες κατανάλωσης τηλεοπτικού προγράμματος. Με την πάροδο του χρόνου, και καθώς αυξάνονται οι επικρίσεις επί της συγκεκριμένης θεωρίας, οι μελετητές καταλήγουν στο συμπέρασμα πως η θεωρία επικεντρώνεται κυρίως στο άτομο και δεν εξετάζει την κοινωνική δομή και το χώρο που καταλαμβάνει η τηλεόραση σε αυτή». Η σύνδεση της συγκεκριμένης θεωρίας με την έρευνα αυτή έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον αφού η συγγραφέας καταλήγει στο συμπέρασμα το οποίο διαφαίνεται και μέσα από την εμπειρική ανάλυση ότι οι επιδράσεις που επιδέχεται ο τηλεθεατής ποικίλουν. Η συγγραφέας συνεχίζει και λέει: «Έτσι, στο πλαίσιο των επιδράσεων, και με βάση τη θεωρία της ημερήσιας διάταξης, τα ΜΜΕ έχουν συγκεκριμένη επίδραση στην κοινή γνώμη, αφού δίνουν έμφαση σε ορισμένα ζητήματα και παραμελούν κάποια άλλα» (σ.35-36). Αυτό πάντως που έχει ιδιαίτερη σημασία όσο αφορά την συζήτηση γύρω από την θεωρία των Χρήσεων και Ικανοποιήσεων είναι το γεγονός ότι στην ουσία έχουμε να κάνουμε με μια θεωρία που υποστηρίζει τον ενεργητικό ρόλο του ακροατή και του τηλεθεατή στην διαδικασία «κατανάλωσης» του μιντιακού περιεχομένου. Μια εξέλιξη, άλλωστε, που επιβεβαιώνεται και μέσα από την εξέλιξη της τεχνολογίας όπως είναι η ψηφιακή τηλεόραση και τα κοινωνικά δίκτυα (Siakalli, Masouras & Papademetriou, 2015). Ένα άλλο ενδιαφέρον σημείο στο θεωρητικό κομμάτι του βιβλίου «Τηλεόραση, Κοινωνία & Πολιτικές Ειδήσεις» είναι η συζήτηση γύρω από την κατηγοριοποίηση των ιδιοτήτων του τηλεοπτικού κοινού. Είναι ακριβώς γι αυτό τον λόγο που το βιβλίο αυτό αποτελεί χρήσιμο μεθοδολογικό εργαλείο για την έρευνα στο γνωστικό αντικείμενο του τηλεοπτικού περιεχομένου. Η μεθοδολογική του συζήτηση και προσέγγιση μπορεί να βοηθήσει την έρευνα στην τηλεόραση σε διάφορα ζητήματα όπως αυτό της κατηγοριοποίησης του προγράμματος, της ανάλυσης της πολυμέρειας του περιεχομένου, της συμμετοχικότητας στο πρόγραμμα (people diversity) κ.α. Επίσης, ένα σημαντικό ζήτημα το οποίο μπορεί να «αντλήσει»
μεθοδολογική βοήθεια και έμπνευση είναι αυτό της ποιότητας του τηλεοπτικού περιεχομένου. Η ποιότητα του τηλεοπτικού περιεχομένου δύναται να προσεγγιστεί μεθοδολογικά μέσα από διάφορους εργαλειακούς και μετρήσιμους άξονες όπως είναι, για παράδειγμα, οι διάφορες διαδικασίες της παραγωγής (Masouras, 2013). Η συγγραφέας, στην σελίδα 75 του βιβλίου, αναφέρεται στα χαρακτηριστικά των πολιτικών ειδήσεων στην κυπριακή τηλεόραση, μια συζήτηση που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Συγκεκριμένα αναφέρει το εξής: «Βασικό χαρακτηριστικό των πολιτικών ειδήσεων και στην κυπριακή τηλεόραση είναι το φαινόμενο της «αμερικανοποίησης της πολιτικής», που παρατηρείται πολύ έντονα ιδιαίτερα μετά το 2000» (σ.76). Ένα άλλο ενδιαφέρον χαρακτηριστικό το οποίο παραθέτει η συγγραφέας είναι αυτό της εσωστρέφειας. «Βασικό χαρακτηριστικό των πολιτικών ειδήσεων στην κυπριακή τηλεόραση είναι, επίσης, ο εξαιρετικά υψηλός βαθμός εσωστρέφειας» (σ.77). Η θεωρητική συζήτηση επεκτείνεται επίσης στο ζήτημα της σχέσης μεταξύ κυπριακής τηλεόρασης και της κρίσης της πολιτικής, νοώντας η συγγραφέας την κρίση των πολιτικών θεσμών. Ένα όμως ενδιαφέρον κομμάτι που προσδίδει μια ιδιαίτερη αξία στην θεωρητική συζήτηση είναι η νύξη που κάνει η συγγραφέας στην διαφορά μεταξύ τηλεόρασης και διαδικτύου και το ερώτημα το οποίο θέτει για κριτική σκέψη: «Η πολιτική ενημέρωση σε μετάβαση ή μια νέα δημόσια σφαίρα» (σ.105). Βέβαια, μια τέτοια συζήτηση είναι αρκετά ευρεία και ανάγεται στην ευρύτερη συζήτηση περί παραδοσιακών και νέων μέσων (Sundar, Shyam & Nass, 2001). Όσο αφορά το μεθοδολογικό μέρος του βιβλίου, η συγγραφέας καλείται να απαντήσει τέσσερα βασικά ερωτήματα: 1. Σε ποιο βαθμό επηρεάζονται οι συνήθειες τηλεθέασης πολιτικών ειδήσεων του κοινού στις ελεύθερες περιοχές της Κυπριακής Δημοκρατίας από το φύλο, την ηλικία, το μορφωτικό επίπεδο και τον τόπο κατοικίας; 2. Ποια είναι η άποψη του τηλεοπτικού κοινού σχετικά με την αξιοπιστία της τηλεόρασης, ως μέσου ενημέρωσης, σε ό,τι αφορά τις πολιτικές ειδήσεις που μεταδίδει; 3. Η εικόνα, την οποία έχει διαμορφώσει το κοινό για την τηλεοπτική πολιτική ενημέρωση, που παρέχεται από τη δημόσια και από την ιδιωτική τηλεόραση, είναι θετική ή αρνητική; 4. Σε ποιο βαθμό επηρεάζονται οι απόψεις του τηλεοπτικού κοινού γενικά για την τηλεοπτική πολιτική ενημέρωση αλλά και ειδικά για την ποιότητα της, με βάση την ηλικία, το φύλο, την περιοχή κατοικίας και το μορφωτικό επίπεδο του ατόμου; Άρα με βάση τα πιο πάνω ερευνητικά ερωτήματα διαπιστώνουμε ότι υπάρχει πλήρης συνοχή μεταξύ θεωρητικής συζήτησης και εμπειρικής πραγματείας αφού τα ερωτήματα αυτά αποτελούν απόρροια της προ ηγηθείσας θεωρητικής συζήτησης και ανάλυσης. Η παρουσίαση των αποτελεσμάτων που ακολουθεί γίνεται με εύχρηστο και κατανοητό τρόπο χρησιμοποιώντας γραφήματα και πίνακες και εξάγονται ενδιαφέροντα αποτελέσματα. Ενδεικτικά να αναφέρω ότι στην ερώτηση: «Κατά την γνώμη σας, πόσο αξιόπιστοι είναι οι
δημοσιογράφοι που ασχολούνται με πολιτικά θέματα στη δημόσια τηλεόραση;», η απάντηση με ποσοστό 57% ως «λίγο», «καθόλου» με ποσοστό 14% και «πολύ» με ποσοστό 29% (σ.136). Με άλλα λόγια, αυτό το βιβλίο, τόσο μέσα από την θεωρητική του συζήτηση όσο και μέσα από τα αποτελέσματα της έρευνάς του θέτει σοβαρές βάσεις για συζήτηση αλλά και για μελλοντική έρευνα. Θέτει τις βάσεις καταρχήν για να συζητήσουμε σοβαρά πλέον το θέμα της ποιότητας της κυπριακής αλλά και ευρύτερα τηλεόρασης. Το ζήτημα της ποιότητας του περιεχόμενου, το ζήτημα της πολυμέρειας και ποικιλομορφίας, το θέμα της αξιοπιστίας των δημοσιογράφων και των διαφόρων πηγών, το ζήτημα της διαπλοκής μεταξύ πολιτικής και ειδησεογραφίας, το ζήτημα της αξιοπιστίας της δημόσιας τηλεόρασης και για τον ρόλο που καλείται τελικά να επιτελεί η ιδιωτική τηλεόραση. Η ίδια η συγγραφέας αναφέρει για το βιβλίο της το εξής: «Το βιβλίο αυτό επιχειρεί να διερευνήσει τους παράγοντες που επηρεάζουν τη διαδικασία πρόσληψης μηνυμάτων πολιτικού περιεχομένου από το κοινό μέσω της τηλεόρασης. Η πρωτογενής έρευνα για το θέμα διεξήχθη στην Κύπρο. Η θεωρητική προσέγγιση του ζητήματος, όμως, αγγίζει τις περισσότερες, αν όχι όλες, δυτικές κοινωνίες, ιδιαίτερα αυτές της Κύπρου και της Ελλάδας. Στόχος του βιβλίου είναι να αποτελέσει ένα χρήσιμο εγχειρίδιο τόσο για τους ακαδημαϊκούς όσο και για τους επαγγελματίες της τηλεόρασης, προς όφελος του τηλεοπτικού κοινού». Προσωπικά, θα πρόσθετα ότι το βιβλίο «Τηλεόραση, Κοινωνία & Πολιτικές Ειδήσεις» της ακαδημαϊκού Θεοδώρας Μάνιου, αποτελεί και ένα χρήσιμο εγχειρίδιο και για τους φοιτητές της Επικοινωνίας και των ΜΜΕ και ιδιαίτερα σε όσους επιθυμούν να εμβαθύνουν στο γνωστικό αντικείμενο έρευνας της Τηλεόρασης σε οποιοδήποτε ακαδημαϊκό επίπεδο και αν βρίσκονται. Η ευκολία με την οποία διαβάζεται το βιβλίο και ο απλός τρόπος με τον οποίο παρουσιάζονται τα αποτελέσματα το κάνουν εύχρηστο. Αυτό που τονίζει η συγγραφέας στο οπισθόφυλλο είναι επίσης σημαντικό: ότι δηλαδή το εγχειρίδιο αυτό απευθύνεται στους επαγγελματίες της τηλεόρασης αλλά θα πρόσθετα και στους δημοσιογράφους. Είναι ένας τρόπος για να κατανοήσουμε τις διαδικασίες με τις οποίες ορίζεται σε καθημερινή βάση η ατζέντα της ειδησεογραφίας και στην βάση ποιων κριτηρίων. Η τηλεόραση αποτελεί ένα μεγάλο ερευνητικό κεφάλαιο μέσα από το οποίο προκύπτουν πολλά μεθοδολογικά ζητήματα και το βιβλίο αυτό προσφέρει πολλά χρήσιμα στοιχεία προς αυτή την κατεύθυνση. Τελικά έχουμε το τέλος εποχής για την τηλεόραση ή απλά διάγουμε ένα μεταβατικό μετατηλεοπτικό στάδιο; Ανδρέας Ν. Μασούρας Ιούλιος 2015.
Πηγές: Ελληνόφωνη βιβλιογραφία: Αθανασόπουλος, ΓΕ., Κ. (2010). «Δημόσιες Σχέσεις». Κέντρο Επιμόρφωσης, Μελετών, Έρευνας και Ανάπτυξης: Αθήνα. Ξένη βιβλιογραφία: Masouras, A. (2013). Managing Media Content: Business Strategies and Practices. 2 nd ed. Cyprus: Research Institute of Applied Communication. Siakalli, M., Masouras, A., & Papademetriou, C. (2015, May, 22 nd ). Uses and Gratifications in Online News: Comparing Social Media and News Media Use by Users. Paper presented at the 4 th International Conference for Quantitative and Qualitative Methods. Athens: Technological Educational Institute of Athens, Greece Sundar, S. S., & Nass, C. (2001). Conceptualizing sources in online news. Journal of Communication, 51(1), 52-72.